Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
στιν
ἔλεγχος ὃς οὐκ ἔστιν ὡραῖος,
καὶ ἔστι σιωπῶν καὶ αὐτὸς
φρόνιμος. |
πάρχει
ἔλεγχος ἄκαιρος καὶ ἐπιβλαβής·
ὑπάρχει σιωπή, ἡ ὁποία
μαρτυρεῖ φρόνησιν.
|
πάρχει
ἔλεγχος, ὁ ὁποῖος δὲν εἶναι
καλὸς καὶ ὠφέλιμος, καὶ ὑπάρχει
ἄνθρωπος ποὺ σιωπᾷ, καὶ αὐτὸς
εἶναι φρόνιμος καὶ συνετός.
|
2
Ὡς καλὸν ἐλέγξαι ἡ θυμοῦσθαι,
καὶ ὁ
ἀνθομολογούμενος ἀπὸ
ἐλαττώσεως κωλυθήσεται. |
2
Καλύτερον εἶναι νὰ ἐλέγξῃ
κανεὶς τὸν φίλον του διὰ παράπτωμά
του, παρὰ νὰ θυμώσῃ καὶ νὰ
μείνῃ θυμωμένος ἐναντίον του.
Ἐκεῖνος ποὺ ἐλέγχεται δι' ἕνα
σφάλμα του καὶ ἀποδέχεται τὸν
ἔλεγχον, θὰ ἐμποδισθῇ ἀπὸ
ἄλλα παρόμοια καὶ τὰς συνεπείας
των. |
2
Πόσον προτιμότερον εἶναι νά ἐλέγξῃς
τὸν πταίσαντα εἰς σέ, παρὰ νὰ εἶσαι
θυμωμένος ἐναντίον του. Καὶ ἐκεῖνος,
ποὺ κατόπιν τοῦ ἐλέγχου ἀναγνωρίζει
καὶ ὁμολογεῖ τὸ σφάλμα του, θὰ
προφυλαχθῇ ἀπὸ ἐπανάληψιν αὐτοῦ
καὶ μείωσιν τῆς ὑπολήψεώς του.
|
4
Ἐπιθυμία εὐνούχου ἀποπαρθενῶσαι
νεάνιδα, οὕτως ὁ ποιῶν ἐν βίᾳ
κρίματα. |
4
Ὅπως ἀπραγματοποίητος μένει ἡ
ἐπιθυμία τοῦ εὐνούχου νὰ
καταστρέψῃ τὴν παρθενίαν νεάνιδος,
ἔτσι καὶ ἐκεῖνος ποὺ θέλει
νὰ ἐπιβάλῃ διὰ τῆς βίας
τὰς κρίσεις του εἰς τοὺς ἄλλους.
|
4
Ὅπως εἶναι ἀνίσχυρος καὶ ἄνευ
ἀποτελέσματος ἡ ἐπιθυμία εὐνούχου
νὰ καταστρέψῃ τὴν παρθενίαν τῆς νεαρᾶς
κόρης, ἔτσι ὁμοιάζει καὶ ἐκεῖνος
ποὺ ἐπιχειρεῖ νὰ ἐπιβάλῃ
τὸ δίκαιον διὰ τῆς βίας.
|
5
Ἔστι σιωπῶν εὑρισκόμενος σοφός,
καὶ ἔστι μισητὸς ἀπὸ πολλῆς
λαλιᾶς. |
5
Ὑπάρχουν ἄνθρωποι, ποὺ σιωποῦν
καὶ οἱ ὁποῖοι εἶναι σοφοί·
ὑπάρχουν ἄλλοι, οἱ ὁποῖοι
λόγῳ τῆς φλυαρίας των μισοῦνται.
|
5
Ὑπάρχει ἄνθρωπος ποὺ σιωπᾷ, καὶ
ὁ ὁποῖος διὰ τῆς σιωπῆς
του ἀποδεικνύεται σοφός· καὶ ὑπάρχει
ἄλλος, ποὺ γίνεται μισητὸς ἀπὸ
τὴν πολυλογίαν του. |
6
Ἔστι σιωπῶν, οὐ γὰρ ἔχει ἀπόκρισιν,
καὶ ἔστι σιωπῶν εἰδὼς καιρόν.
|
6
Σιωπᾷ κάποιος, διότι δὲν ἔχει
καὶ δὲν ἠμπορεῖ νὰ δώσῃ
ἀπάντησιν. Σιωπᾷ ἄλλος, διότι
γνωρίζει καὶ περιμένει τὸν κατάλληλον
καιρὸν νὰ ὁμιλήσῃ.
|
6
Δύο εἴδη σιωπῆς ὑπάρχουν. Σιωπᾷ ἕνας,
διότι δὲν ἔχει τί νὰ εἴπῃ·
καὶ σιωπᾷ ἄλλος, διότι γνωρίζει τὸν
κατάλληλον καιρόν, κατὰ τὸν ὁποῖον
πρέπει νὰ ὁμιλήσῃ. |
7
Ἄνθρωπος σοφὸς σιγήσει ἕως καιροῦ,
ὁ δὲ λαπιστὴς καὶ ἄφρων ὑπερβήσεται
καιρόν |
7
Ὁ συνετὸς ἄνθρωπος θὰ σιωπήσῃ
μέχρι τοῦ καταλλήλου καιροῦ, ὁ
καυχησιολόγος ὅμως καὶ ἄφρων θὰ
ξεπερνᾷ ἀσυλλόγιστα τὸν κατάλληλον
δι' ὁμιλίας καιρόν. |
7
Ὁ συνετὸς ἄνθρωπος θὰ σιωπᾷ,
μέχρις ὅτου ἔλθῃ ὁ κατάλληλος καιρὸς
νὰ ὁμιλήσῃ· ὁ ἀλαζὼν ὅμως
καὶ ἀνόητος δὲν θὰ προσέξῃ,
ἀλλὰ θὰ ὑπερπηδήσῃ καὶ
θὰ παρίδῃ τὸν κατάλληλον χρόνον.
|
8
Ὁ πλεονάζων λόγῳ βδελυχθήσεται,
καὶ ὁ ἐνεξουσιαζόμενος μισηθῆσεται.
|
8
Ἐκεῖνος ποὺ λέγει πολλὰ λόγια,
θὰ κερδίσῃ τὴν ἀποστροφὴν
ἐκ μέρους τῶν ἄλλων· καὶ
ἐκεῖνος ποὺ ἔχει τὴν ἀπαίτησιν
νὰ τὸν ἀκούουν καὶ τὸν
ὑπακούουν οἱ ἄλλοι, θὰ προκαλέσῃ
τὸ μῖσος των. |
8
Ἐκεῖνος ποὺ λέγει πολλὰ λόγια, θὰ
γίνῃ βδελυκτὸς καὶ ἀηδής, καὶ
ἐκεῖνος ποὺ παίρνει μόνος του καὶ
ἐξουσιαστικῶς τὸν λόγον, θὰ καταστῇ
μισητός. |
9
Ἔστιν εὐοδία ἐν κακοῖς ἀνδρί,
καὶ ἔστιν εὔρημα εἰς ἐλάττωσιν.
|
9
Εἶναι δυνατὸν ἕνας νὰ ἴδῃ
κατευόδωσιν καὶ ἐπιτυχίαν τῶν
ἔργων του ἐν μέσῳ θλίψεων καὶ
περιπετειῶν, καὶ ἐξ ἀντιθέτου
ἄλλος ἀπὸ ἀνέλπιστον ἐπιτυχίαν
νὰ ὁδηγηθῇ εἰς καταστροφήν.
|
9
Ὑπάρχει εὐόδωσις καὶ πνευματικὴ ὠφέλεια
εἰς τὰ κακὰ καὶ τὴν δυστυχίαν
ἀνθρώπου, καὶ ὑπάρχει εὔρημα εὐτυχίας,
ἡ ὁποία μεταστρέφεται εἰς ἀπώλεια
|
10
Ἔστι δόσις, ἣ οὐ λυσιτελήσει
σοι, καὶ ἔστι δόσις, ἧς τὸ ἀνταπόδομα
διπλοῦν. |
10
Ὑπάρχει εὐεργεσία, ἡ ὁποία
εἰς τίποτε δὲν θὰ σὲ ὠφελήσῃ,
καὶ ὑπάρχει εὐεργεσία, τῆς
ὁποίας ἡ ἀμοιβὴ θὰ εἶναι
μεγάλη. |
10
Ὑπάρχει δωρεὰ καὶ δόσιμον ἐκ μέρους
σου, ἡ ὁποία, ὡς μὴ προερχομένη ἐξ
ἀγαθῶν ἐλατηρίων, δὲν θὰ σὲ
ὠφελήσῃ, καὶ ὑπάρχει δόσιμον καὶ
ἐλεημοσύνη, διὰ τὴν ὁποίαν ἡ
ἀνταμοιβή σου θὰ εἶναι διπλῆ καὶ
πλουσία. |
11
Ἔστιν ἐλάττωσις ἕνεκεν δόξης,
καὶ ἔστιν ὃς ἀπὸ ταπεινώσεως
ᾖρε κεφαλήν. |
11
Ὑπάρχουν περιστάσεις, κατὰ τὰς
ὁποίας μεγάλη
δόξα καὶ αἱ μεγάλαι θέσεις μειώνουν
τὴν ἀξίαν τοῦ ἀνθρώπου.
Ἐξ ἀντιθέτου μερικοὶ ἄνθρωποι
ἀπὸ τὴν κατάστασιν τῆς ταπεινώσεως,
εἰς τὴν ὁποίαν εὑρίσκοντο,
ἐδοξάσθησαν.
|
11
Ὑπάρχει ταπείνωσις καὶ ἐξευτελισμός, προερχόμενα
ἐκ ματαίας δόξῃς, καὶ ὑπάρχει ἄνθρωπος,
ὁ ὁποῖος ἀπὸ ταπεινῆς
θέσεως καὶ καταστάσεως ἐσήκωσε κεφάλι καὶ
ἀνυψώθη. |
12
Ἔστιν ἀγοράζων πολλὰ ὀλίγου
καὶ ἀποτιννύων
αὐτὰ ἑπταπλάσιον.
|
12
Ὑπάρχουν μερικοὶ ἄνθρωποι, οἱ
ὁποῖοι ἀγοράζουν πολλὰ πράγματα
μὲ ὀλίγα χρήματα· ἔπειτα
ὅμως πληρώνουν αὐτά, ποὺ ἠγόρασαν,
ἑπτὰ φορὲς περισσότερον.
|
12
Ὑπάρχει ἄνθρωπος, ποὺ ἀγοράζει δίδων
ὀλίγα χρήματα διὰ πολλὰ φθηνὰ ὀψώνια
καὶ ὁ ὁποῖος εἰς τὴν πραγματικότητα
ἐπλήρωσε δι’ αὐτὰ ἑπταπλάσια,
ἐπειδὴ τὰ φθηνὰ εἶναι συνήθως
καὶ κακῆς ποιότητος. |
13
Ὁ σοφὸς ἐν λόγῳ ἑαυτὸν
προσφιλῆ ποιήσει, χάριτες δὲ μωρῶν
ἐκχυθήσονται. |
13
Ὁ συνετὸς καὶ φρόνιμος εἰς τὰ
λόγια του θὰ καταστήσῃ τὸν ἑαυτόν
του προσφιλῆ εἰς τοὺς ἄλλους. Τὰ
γλυκανάλατα λόγια καὶ ἔργα τῶν
μωρῶν ἀνθρώπων σκορπίζονται χωρὶς
καμμίαν ὠφέλειαν.
|
13
Ὁ σοφὸς καὶ συνετὸς εἰς τὰ
λόγια του θὰ καταστήσῃ τὸν ἑαυτόν
του προσφιλῆ καὶ ἀξιαγάπητον, τὰ
ἀνόητα ὅμως χαριτολογήματα τῶν ἀφρόνων
καὶ μωρῶν σκορπίζονται εἰς τὸν ἀέρα
καὶ χάνονται. |
14
Δόσις ἄφρονος οὐ λυσιτελήσει σοι,
οἱ γὰρ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ
ἀνθ' ἑνὸς πολλοί· |
14
Τὸ δῶρον ἑνὸς ἀσυνέτου
ἀνθρώπου δὲν θὰ σὲ ὠφελήσῃ,
διότι αὐτὸς θὰ σὲ κυττάζῃ
ὄχι μὲ ἕνα μάτι ἀλλὰ μὲ
πολλά, περιμένων πολλαπλασίαν τὴν
ἀνταπόδοσιν.
|
14
Τὸ δῶρον, ποὺ θὰ σοῦ κάμῃ
ὁ ἄφρων καὶ ἀσύνετος, δὲν θὰ
σὲ ὠφελήσῃ, διότι τὰ μάτια, μὲ
τὰ ὁποῖα θὰ σὲ κυττάζῃ
διὰ νὰ σὲ ἐκμεταλλευθῇ, ἀντὶ
ἐνὸς θά εἶναι πολλά. |
15
ὀλίγα δώσει καὶ πολλὰ ὀνειδίσει
καὶ ἀνοίξει τὸ στόμα αὐτοῦ
ὡς κῆρυξ· σήμερον δανιεῖ καὶ
αὔριον ἀπαιτήσει, μισητὸς ἄνθρωπος
ὁ τοιοῦτος. |
15
Θὰ σοῦ δώσῃ ὀλίγα, θὰ
σὲ ὀνειδίσῃ ὅμως δι' αὐτὰ
πολύ. Θὰ ἀνοίξῃ τὸ στόμα
του ἐναντίον σου, ὡσὰν διαλαλητὴς
δημόσιος. Σήμερα θὰ σὲ δανείσῃ
καὶ ἀμέσως αὔριον θὰ σοῦ
ζητήσῃ τὸ δάνειον. Αὐτὸς
ὁ ἄνθρωπος θὰ γίνῃ μισητὸς
ἐκ μέρους τῶν ἄλλων.
|
15
Ὀλίγα θὰ σοῦ δώσῃ καὶ διὰ
πολλῶν θὰ σὲ μεμφθῇ καὶ θὰ
σὲ ἐξευτελίσῃ· θὰ ἀνοίξῃ
τὸ στόμα του σὰν δημόσιος διαλαλητής. Σήμερον
θὰ σὲ δανείσῃ καὶ αὔριον θὰ
ζητήσῃ ἐπιμόνως τὴν ἐπιστροφὴν
τοῦ δανείου. Ὁ τοιοῦτος εἶναι ἄνθρωπος,
ποὺ προκαλεῖ τὸ μῖσος καὶ τὴν
ἀποστροφήν. |
16
Μωρὸς ἐρεῖ· οὐχ ὑπάρχει
μοι φίλος, καὶ οὐκ ἔστι χάρις
τοῖς ἀγαθοῖς μου· οἱ ἔσθοντες
τὸν ἄρτον μου φαῦλοι γλώσσῃ·
|
16
Ὁ ἀσύνετος ἄνθρωπος θὰ πῇ·
<δὲν ὑπάρχει γιὰ μένα κανένας
φίλος. Καμμίαν εὐγνωμοσύνην δὲν
εὑρῆκα διὰ τὰς εὐεργεσίας,
ποὺ ἔχω κάμει. Αὐτοὶ ποὺ
ἔφαγαν καὶ ἐχόρτασαν ἀπὸ
τὸ ψωμί μου εἶναι φαῦλοι καὶ
ἀχάριστοι εἰς τὰ λόγια των>.
|
16
Ὁ ἀσύνετος καὶ ὁ μωρὸς ἄνθρωπος
θὰ εἴπῃ: Δὲν ἔχω κανένα φίλον
καὶ δὲν ὑπάρχει εὐγνωμοσύνη καὶ
ἀναγνώρισις διὰ τὰς εὐεργεσίας καὶ
τὰ καλὰ ποὺ κάνω. Αὐτοὶ ποὺ
τρώγουν τὸ ψωμί μου, εἶναι κακόγλωσσοι ἐναντίον
μου. |
17
ποσάκις καὶ ὅσοι καταγελάσονται αὐτοῦ;-
|
17
Πόσες ὅμως φορὲς καὶ πόσοι ἄνθρωποι
δὲν θὰ γελάσουν εἰς βάρος τοῦ
μωροῦ αὐτοῦ!
|
17
Πόσες φορὲς καὶ πόσοι ἄνθρωποι θὰ
γελάσουν εἰς βάρος αὐτοῦ, ποὺ σκέπτεται
μὲ τὸν τρόπον αὐτόν; |
18
Ὀλίσθημα ἀπὸ ἐδάφους μᾶλλον
ἢ ἀπὸ γλώσσης, οὕτως πτῶσις
κακῶν κατὰ σπουδὴν ἥξει. |
18
Εἶναι προτιμότερον νὰ γλυστρήσῃ
κανεὶς καὶ νὰ πέσῃ κάτω
εἰς τὸ χῶμα, παρὰ νὰ γλυστρήσῃ
εἰς τὴν γλῶσσαν του καὶ νὰ τοῦ
διαφύγουν ἀπρεπῆ λόγια. Ἔτσι
κλονίζονται καὶ πίπτουν ἀπότομα
οἱ κακοί. |
18
Προτιμότερον ὀλίσθημα εἰς τὸ ἔδαφος
παρὰ τὸ ὀλίσθημα μὲ τὴν γλῶσσαν.
Ἔτσι γρήγορη καὶ καταστρεπτικὴ θὰ
ἐπέλθῃ καὶ ἡ πτῶσις τῶν
κακῶν. |
19
Ἄνθρωπος ἄχαρις, μῦθος ἄκαιρος·
ἐν στόματι ἀπαιδεύτων ἐνδελεχισθήσεται.
|
19
Ὅπως ἔνας ἀγροῖκος καὶ βάναυσος
ἄνθρωπος εἶναι ἀποκρουστικός, ἔτσι
καὶ ἔνας λόγος, ποὺ λέγεται
εἰς τὸν ἀκατάλληλον καιρόν.
Ἄκαιροι λόγοι λέγονται καὶ ἐπαναλαμβάνονται
μὲ τὰ στόματα τῶν ἀμορφώτων.
|
19
Σὰν τὸν ἄνθρωπον, ποὺ εἶναι
ἀποκρουστικὸς καὶ δὲν ἔχει ἐπάνω
του καμμίαν χάριν, ἔτσι εἶναι καὶ ὁ
λόγος ὁ ἀκατάλληλος, ποὺ δὲν λέγεται
εἰς τὸν πρέποντα καιρόν· καὶ
λόγος τέτοιος θὰ συνεχίζεται ἀπὸ τὰ
στόματα τῶν ἀμορφώτων καὶ ἀδιαπαιδαγωγήτων,
|
20
Ἀπὸ στόματος μωροῦ ἀποδόκιμασθηται
παραβολή, οὐ γὰρ μὴ εἴπῃ
αὐτὴν ἐν καιρῷ αὐτῆς.
|
20
Ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ μωροῦ
δὲν βγαίνει ποτὲ κανένα σοφὸν
γνωμικόν. Δὲν θὰ λεχθῇ κάτι
τὸ συνετὸν εἰς τὸν κατάλληλον
καιρόν. |
20
Σπουδαία παροιμία καὶ σοφὸν ἀπόφθεγμα δὲν
θὰ γίνῃ δεκτὸν λεγόμενον ἀπὸ
τὸ στόμα μωροῦ καὶ ἀνοήτου, διότι
δὲν θὰ τὸ εἴπῃ εἰς τὸν
κατάλληλον καιρόν του. |
21
Ἔστι κωλυόμενος ἁμαρτάνειν ἀπὸ
ἐνδείας, καὶ ἐν τῇ ἀναπαύσει
αὐτοῦ οὐ κατανυγήσεται. |
21
Ὑπάρχουν ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι
ἀπὸ φόβον καὶ πτωχείαν δὲν
ἁμαρτάνουν, καὶ εἰς τὸν καιρὸν
τῆς ἀναπαύσεως καὶ ἡσυχίας
των δὲν θὰ ἔχουν τύψεις συνειδήσεως.
|
21
Ὑπάρχει ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἐμποδίζεται
να ἁμαρτήσῃ ἕνεκα στερήσεως τῶν μέσων
ὅπως διαπράξῃ τὸ κακὸν καὶ ὅταν
εὑρίσκεται ἐν ἀναπαύσει, δὲν τύπτεται
ὑπὸ τῆς συνειδήσεως, ἀλλὰ διατίθεται
σὰν νὰ μὴ εἶναι ἔνοχος.
|
22
Ἔστιν ἀπολλύων τὴν
ψυχὴν αὐτοῦ δι' αἰσχύνην,
καὶ ἀπὸ ἄφρονος προσώπου ἀπολεῖ
αὐτήν. |
22
Ὑπάρχουν ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι
καταστρέφονται ἀπὸ μίαν ἄκριτον
καὶ ἐπιλήψιμον συστολήν. Βαδίζουν
πρὸς τὴν καταστροφὴν ἐξ αἰτίας
ἑνὸς ἀσύνετου καὶ μωροῦ.
|
22
Ὑπάρχει ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος χάνει
τὴν ψυχήν του λόγῳ ἐντροπῆς,
καὶ θὰ τὴν ἀπολέσῃ ἕνεκα
συστολῆς, τὴν ὁποίαν αἰσθάνεται πρὸς
ἄνθρωπον ἀνόητον καὶ ἄφρονα, τὸν
ὁποῖον δὲν θέλει νὰ δυσαρεστήση.
|
23
Ἔστι χάριν αἰσχύνης ἐπαγγελλόμενος
φίλῳ, καὶ ἐκτήσατο αὐτὸν
ἐχθρὸν δωρεάν.- |
23
Ὑπάρχουν μερικοί, οἱ ὁποῖοι
διὰ λόγους κακῶς νοουμένης συστολῆς
δίδουν εἰς τὸν φίλον των ὑπόσχεσιν,
καὶ τὸν ὁποῖον ἀποκτοῦν
ἐχθρόν, χωρὶς λόγον, διότι δὲν
εἶναι εἰς θέσιν νὰ ἐκπληρώσουν
τὴν ὑπόσχεσίν των.
|
23
Ὑπάρχει ἄνθρωπος, ποὺ ἐξ ἐντροπῆς
καὶ συστολῆς δίδει ὑποσχέσεις εἰς
φίλον του, καὶ ἐπειδὴ εὑρίσκεται εἰς
ἀδυναμίαν νὰ ἐκπληρώσῃ ταύτας, τὸν
κάμνει καὶ τὸν ἔχει ἐχθρόν του
χωρὶς σοβαρὸν λόγον. |
24
Μῶμος πονηρὸς ἐν ἀνθρώπῳ
ψεῦδος, ἐν στόματι ἀπαιδεύτων
ἐνδελεχισθήσεται. |
24
Μεγάλη μομφὴ εἶναι διὰ τὸν ἄνθρωπον
τὸ ψεῦδος. Εἰς τὸ στόμα τῶν
ἀμορφώτων θὰ ἐπαναλαμβάνεται
καὶ θὰ ὑπάρχῃ διαρκῶς
τὸ ψεῦδος. |
24
Στίγμα καὶ μομφὴ μεγάλη διὰ τὸν ἄνθρωπον
εἶναι τὸ νὰ λέγῃ ψέματα· εἰς
τὸ στόμα ὅμως τῶν ἀδιαπαιδαγωγήτων
καὶ ἀμορφώτων θὰ συνεχίζεται τὸ ψεῦδος
διαρκῶς. |
25
Αἱρετὸν κλέπτῃς ἢ ὁ ἐνδελεχίζων
ψεύδει, ἀμφότεροι δὲ ἀπώλειαν
κληρονομήσουσιν. |
25
Προτιμότερος εἶναι ἕνας κλέπτης παρὰ
ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος συνεχῶς
ψεύδεται. Ἀλλὰ καὶ οἱ δύο
θὰ ἔχουν ὡς κατάντημά των τὴν
καταστροφήν. |
25
Προτιμότερον τὸ νὰ εἶναι κάποιος κλέπτῃς,
παρὰ ἐκεῖνος ποὺ συνεχίζει διαρκῶς
τὸ ψεῦδος· καὶ οἱ δύο ὅμως θὰ
κληρονομήσουν τὴν ἀπώλειαν.
|
26
Ἦθος ἀνθρώπου ψευδοῦς ἀτιμία,
καὶ ἡ αἰσχύνη αὐτοῦ μετ'
αὐτοῦ ἐνδελεχῶς. |
26
Ἡ συνήθεια τῆς ψευδολογίας εἶναι
διὰ τὸν ἄνθρωπον ἐξευτελισμός·
ἡ καταισχύνῃ του ἐξ αἰτίας
αὐτῆς θὰ εἶναι καὶ θὰ
μένῃ πάντοτε μαζῆ του.
|
26
Ὁ χαρακτὴρ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ
λέγει ψέματα, εἶναι ἀνυπόληπτος καὶ περιφρονημένος,
ἡ καταισχύνῃ δὲ θὰ εἶναι συνεχῶς
παντοτινὸς σύντροφός του. |
ΛΟΓΟΙ ΠΑΡΑΒΟΛΩΝ
|
ΓΝΩΜΙΚΑ
|
ΛΟΓΟΙ ΥΠΟ ΜΟΡΦΗΝ ΓΝΩΜΙΚΩΝ ΚΑΙ
ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΩΝ |
27
Ὁ σοφὸς ἐν λόγοις προάξει ἑαυτόν,
καὶ ἄνθρωπος φρόνιμος ἀρέσει
μεγιστᾶσιν. |
27
Ὁ συνετὸς καὶ προσεκτικὸς εἰς
τὰ λόγια του θὰ ἐξυψώσῃ
τὸν ἑαυτόν του καὶ θὰ γίνῃ
ἄξιος τιμῆς καὶ ὑπολήψεως. Ὁ
φρόνιμος δὲ ἄνθρωπος θὰ εἶναι
ἀρεστὸς καὶ εἰς τοὺς ἄρχοντας.
|
27
Ὁ συνετὸς καὶ σοφὸς εἰς τὰ
λόγια του θὰ προκόψῃ καὶ θὰ προαγάγῃ
ἑαυτόν, καὶ ὁ φρόνιμος καὶ μυαλωμένος
ἄνθρωπος θὰ εἶναι ἀρεστὸς εἰς
τοὺς ἄρχοντας. |
28
Ὁ ἐργαζόμενος γῆν ἀνυψώσει
θημωνίαν αὐτοῦ, καὶ ὁ ἀρέσκων
μεγιστᾶσιν ἐξιλάσεται ἀδικίαν.
|
28
Ἐκεῖνος ποὺ καλλιεργεῖ ἐπιμελῶς
τοὺς ἀγρούς του, θὰ ἀνυψώσῃ
τὰ δεμάτια του εἰς μεγάλες θημωνιές.
Ἔτσι καὶ ἐκεῖνος ποὺ μὲ
τὰ συνετά του λόγια εὐαρεστεῖ
εἰς τοὺς ἄρχοντας τῆς πολιτείας,
θὰ ἐξιλεωθῇ διὰ τὰς τυχὸν
ἀδικίας του.
|
28
Ὅποιος ἐργάζεται καὶ καλλιεργεῖ τὴν
γῆν, θὰ κάμῃ ὑψηλὴν ἀπὸ
τὸ πλῆθος τῶν δεματιῶν τὴν θημωνιάν
του, καὶ ἐκεῖνος ποὺ μὲ τὴν
φρονιμάδα του ἀρέσκει εἰς τοὺς ἄρχοντας,
θὰ ἐξιλεωθῇ καὶ θὰ συγχωρηθῇ
διὰ τὰς τυχὸν ἀδικίας του.
|
29
Ξένια καὶ δῶρα ἀποτυφλοῖ ὀφθαλμοὺς
σοφῶν καὶ ὡς φιμὸς ἐν στόματι
ἀποτρέπει ἐλεγμούς.
|
29
Συμπόσια καὶ δῶρα τυφλώνουν τοὺς
ὀφθαλμοὺς καὶ αὐτῶν ἀκόμη
τῶν συνετῶν δικαστῶν. Αὐτὰ εἶναι
ὡς ἕνα φίμωτρον εἰς τὸ στόμα,
ὥστε νὰ μὴ λαλῇ τὴν ἀλήθειαν,
καὶ ἀποτρέπουν τοὺς δικαίους
ἐλέγχους. |
29
Φιλοξενία καὶ δῶρα τυφλώνουν τὰ μάτια καὶ
τῶν συνετῶν δικαστῶν καὶ σὰν
φίμωτρον εἰς τὸ στόμα ἐμποδιζουν τοὺς
ἐλέγχους καὶ τὰς ἐπιτιμήσεις.
|
30
Σοφία κεκρυμμένη καὶ θησαυρὸς ἀφανής,
τίς ὠφέλεια ἐν ἀμφοτέροις;
|
30
Σοφία κρυμμένη καὶ θησαυρὸς ἀφανὴς
ποίαν ὠφέλειαν καὶ τὰ δύο
ἠμποροῦν νὰ ἀποφέρουν εἰς
τοὺς ἀνθρώπους;
|
30
Ἀπὸ σοφίαν, ποὺ παραμένει κρυμμένη, καὶ
ἀπὸ θησαυρόν, ποὺ δὲν φαίνεται, ποία
ὠφέλεια ὑπάρχει καὶ δύναται νὰ
προέλθῃ καὶ ἀπὸ τὰ δύο;
|
31
Κρείσσων ἄνθρωπος ἀποκρύπτων τὴν
μωρίαν αὐτοῦ ἢ ἄνθρωπος ἀποκρύπτων
τὴν σοφίαν αὐτοῦ. |
31
Προτιμότερος εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ποὺ
κρύπτει τὴν μωρίαν του, ἀπὸ
ἐκεῖνον ποὺ κρύπτει τὴν σοφίαν
του. |
31
Προτιμότερος καὶ ἀνώτερος εἶναι ὁ
ἄνθρωπος ποὺ κρύβει τὴν μωρίαν του, παρὰ
ὁ ἄνθρωπος ποὺ κρύβει τὴν σοφίαν καὶ
τὴν ὠφέλιμον γνῶσιν του. |