Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ίθῳ
ἠρδαλωμένῳ συνεβλήθη
ὀκνηρός, καὶ πᾶς ἐκσυριεῖ
ἐπὶ τῇ ἀτιμίᾳ αὐτοῦ.
|
ὀκνηρὸς
ὁμοιάζει μὲ λίθον λερωμένον
ἀπὸ ἀηδεῖς ἀκαθαρσίας.
Κάθε ἄνθρωπος σφυρίζει μὲ ἀποδοκιμασίαν
διὰ τὸν ἐξευτελισμὸν αὐτοῦ.
|
ρὸς
λίθον γεμᾶτον βορβορώδεις ἀκαθαρσίας ὁμοιάζει
ὁ ὀκνηρός, καὶ καθένας θὰ ἐκβάλλῃ
συριγμὸν περιφρονήσεως διὰ τὴν ἀθλιότητά
του. |
2
Βολβίτῳ κοπρίων συνεβλήθη ὀκνηρός,
πᾶς ὁ ἀναιρούμενος αὐτὸν
ἐκτινάξει χεῖρα. |
2
Μὲ σιχαμερὴν κόπρον ὁμοιάζει
ὁ ὀκνηρός. Καθένας ποὺ σηκώνει
αὐτήν, θὰ τινάξῃ κατόπιν
τὰ χέρια του. Ἔτσι θὰ συμβῇ
καὶ μὲ τὸν ὀκνηρόν.
|
2
Ὁ ὀκνηρὸς ὁμοιάζει μὲ βῶλον
κοπρίας, καὶ καθένας ποὺ θὰ σηκώσῃ
αὐτόν, θὰ τινάξῃ τὴν χεῖρα του,
διὰ νὰ μὴ μείνῃ εἰς αὐτὴν
οὐδὲ ἴχνος ἐκ ταύτης.
|
3
Αἰσχύνη πατρὸς ἐν γεννήσει ἀπαιδεύτου,
θυγάτηρ δὲ ἐπ' ἐλαττώσει γίνεται.
|
3
Παιδὶ ἀμόρφωτον εἶναι ἐντροπὴ
διὰ τὸν πατέρα. Ἀπαίδευτος δὲ
κόρη γίνεται ἀφορμή, νὰ μειώνεται
ἡ καλὴ φήμη τοῦ πατρός της.
|
3
Εἶναι ἐντροπὴ δι' ἕνα πατέρα τὸ
ὅτι ἐγέννησεν ἀμόρφωτον καὶ ἀδιαπαιδαγώγητον
υἱόν, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀμόρφωτος
θυγάτηρ πρὸς ἐλάττωσιν τῆς φήμης καὶ
τῆς τιμῆς τοῦ πατρός της ἐγεννήθη.
|
4
Θυγάτηρ φρονίμη κληρονομήσει ἄνδρα
αὐτῆς, καὶ ἡ καταισχύνουσα εἰς
λύπην γεννήσαντος· |
4
Ἡ φρόνιμος κόρη θὰ κερδήσῃ
τὸν σύζυγόν της· θυγάτηρ δέ,
ἡ ὁποία μὲ τὴν ἔλλειψιν
μορφώσεως καὶ τὴν κακὴν συμπεριφοράν
της προκαλεῖ ἐντροπήν, θὰ εἶναι
λύπη διὰ τὸν πατέρα, ποὺ τὴν
ἐγέννησεν.
|
4
Ἡ φρόνιμος καὶ συνετὴ θυγάτηρ θὰ κατακτήσῃ
ὡς κληρονομίαν τῆς σύζυγον, ἐκείνη ὅμως
ποὺ προξενεῖ ἐντροπὴν μὲ τὴν
συμπεριφοράν της, ζῇ διὰ νὰ λυπῇ
αὐτὸν ποὺ τὴν ἐγέννησεν.
|
5
πατέρα καὶ ἄνδρα καταισχύνει ἡ
θρασεῖα καὶ ὑπὸ ἀμφοτέρων
ἀτιμασθήσεται. |
5
Ἡ αὐθάδης καὶ βάναυσος γυναίκα
κατεντροπιάζει τὸν πατέρα καὶ τὸν
σύζυγον· θὰ καταφρονηθῇ ὅμως
καὶ ἀπὸ τοὺς δύο.
|
5
Ἡ ἀδιάντροπος καὶ αὐθάδης γυναῖκα
κατεντροπιάζει καὶ τὸν πατέρα της καὶ τὸν
ἄνδρα της. Δι' αὐτὸ δὲ καὶ ἀπὸ
τοὺς δύο θὰ περιφρονηθῇ.
|
6
Μουσικὰ ἐν πένθει ἄκαιρος διήγησις,
μάστιγες δὲ καὶ παιδεία ἐν παντὶ
καιρῷ σοφίας. |
6
Ἡ χαρμόσυνος μουσικὴ εἰς καιρὸν
πένθους εἶναι ἀταίριαστος· ἔτσι
καὶ ἡ μακρὰ διήγησις εἰς ἀκατάλληλον
χρόνον. Αἱ παιδαγωγικαὶ ὅμως τιμωρίαι
καὶ ἡ μόρφωσις εἶναι εἰς πάντα
χρόνον συντελεστικαὶ σοφίας. |
6
Ἀκατάλληλος λόγος ὁμοιάζει πρὸς χαρμόσυνον
μουσικὴν εἰς ὤραν πένθους. Αἱ τιμωρίαι
ὅμως καὶ ἡ διαπαιδαγώγησις τῆς σοφίας
εἶναι κατάλληλοι εἰς πάντα χρόνον.
|
7Συγκολλῶν
ὄστρακον ὁ διδάσκων μωρόν, ἐξεγείρων
καθεύδοντα ἐκ βαθέως ὕπνου.
|
7
Ὅποιος διδάσκει ἄνθρωπον μωρόν, ὁμοιάζει
μὲ ἐκεῖνον, ποὺ προσπαθεῖ νὰ
συγκολλήσῃ τὰ θραύσματα ἑνὸς
πηλίνου δοχείου· ὁμοιάζει ἐπίσης
μὲ ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος προσπαθεῖ
νὰ ἐξυπνήσῃ ἄνθρωπον ποὺ
κοιμᾶται βαθέως.
|
7
Ἐκεῖνος ποὺ διδάσκει τὸν μωρὸν
καὶ ἐξ ἁμαρτωλῶν συνηθειῶν ἄφρονα,
ὁμοιάζει πρὸς ἐκεῖνον, ποὺ προσπαθεῖ
νὰ συγκολλήσῃ σπασμένον πήλινον ἀγγεῖον
ὁμοιάζει πρὸς αὐτόν, ποὺ ζητεῖ
νὰ ἐξυπνήσῃ κοιμισμένον ἀπὸ
βαθὺν ὕπνον. |
8
Διηγούμενος νυστάζοντι ὁ διηγούμενος
μωρῷ, καὶ ἐπὶ συντελείᾳ
ἐρεῖ, τί ἐστιν; |
8
Μὲ ἄνθρωπον ποῦ διηγεῖται ἱστορίας
εἰς κάποιον νυστάζοντα, ὁμοιάζει
ὁ διδάσκαλος ποὺ διδάσκει μωρὸν
καί, ὅταν τελειώσῃ τὴν διδασκαλίαν
του, ὁ μωρὸς θὰ τοῦ εἴπῃ·
τί συμβαίνει;
|
8
Ὁ συνομιλῶν καὶ συνδιαλεγόμενος μὲ
ἄφρονα καὶ ἀνόητον, ὁμοιάζει πρὸς
ἐκεῖνον, ποὺ συνδιαλέγεται μὲ ἄνθρωπον,
ὁ ὁποῖος νυστάζει καὶ ὁ ὁποῖος
εἰς τὸ τέλος τῆς ὁμιλίας θὰ
εἴπῃ: Τί συμβαίνει; Περὶ τίνος πρόκειται;
|
11
Ἐπὶ νεκρῷ κλαῦσον, ἐξέλιπε
γὰρ φῶς, καὶ ἐπὶ μωρῷ
κλαῦσον, ἐξέλιπε γὰρ σύνεσις.
Ἥδιον κλαῦσον ἐπὶ νεκρῷ, ὅτι
ἀνεπαύσατο, τοῦ δὲ μωροῦ ὑπὲρ
θάνατον ἡ ζωὴ πονηρά.
|
11
Κλαῦσε δι' ἕνα νεκρόν, διότι ἐσβέσθη
τὸ φῶς τῆς ζωῆς· κλαῦσε
καὶ διὰ τὸν μωρόν, διότι δὲν
ὑπάρχει εἰς αὐτὸν σύνεσις.
Ἠπιώτερα κλαῦσε διὰ τὸν νεκρόν,
διότι ἐπιτέλους αὐτὸς ἀνεπαύθη
ἀπὸ τὰς ταλαιπωρίας τῆς παρούσης
ζωῆς. Ἡ ζωὴ ὅμως τοῦ μωροῦ
εἶναι χειροτέρα καὶ ἀπὸ αὐτὸν
τὸν θάνατον.
|
11
Κλαῦσε δι' ἐκεῖνον ποὺ ἀπέθανε,
διότι ἔσβησε τὸ φῶς καὶ ἡ ζωή
του· κλαῦσε καὶ διὰ τὸν ὑπὸ
τῆς ἁμαρτίας ἀπομωρανθέντα, διότι ἔχαθη
ἀπὸ αὐτὸν ἢ σύνεσις καὶ
ἢ φρονιμάδα. Πιὸ παρηγορημένα κλαῦσε διὰ
τὸν νεκρόν, διότι ἀνεπαύθη ἀπὸ τὰ
βάσανα τῆς ζωῆς· τοῦ μωροῦ ὅμως
καὶ ἄφρονος ἡ ζωὴ εἶναι χειροτέρα
ἀπὸ τὸν θάνατον. |
12
Πένθος νεκροῦ ἑπτὰ ἡμέραι,
μωροῦ δὲ καὶ ἀσεβοῦς πᾶσαι
αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς αὐτοῦ.
|
12
Τὸ πένθος δι' ἕνα νεκρὸν διαρκεῖ
ἑπτὰ ἡμέρας, τὸ πένθος
ὅμως δι' ἕνα μωρὸν διαρκεῖ ὅλας
τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς του.
|
12
Τὸ πένθος διὰ τὸν νεκρὸν διαρκεῖ
ἑπτὰ ἡμέρας, τοῦ μωροῦ ὅμως
καὶ ἀσεβοῦς ὅλαι αἱ ἡμέραι
τῆς ζωῆς του εἶναι ἡμέραι πένθους.
|
13
Μετὰ ἄφρονος μὴ πληθύνῃς λόγον,
καὶ πρὸς ἀσύνετον μὴ πορεύου·
φύλαξαι ἐπ' αὐτοῦ, ἵνα μὴ
κόπον ἔχῃς, καὶ οὐ μὴ
μολυνθῇς ἐν τῷ ἐντιναγμῶ αὐτοῦ·
ἔκκλινον ἀπ' αὐτοῦ καὶ εὑρήσεις
ἀνάπαυσιν καὶ οὐ μὴ ἀκηδιάσῃς
ἐν τῇ ἀπονοίᾳ αὐτοῦ.
|
13
Μὲ μωρὸν καὶ ἀσύνετον μὴ
ἀνοίγῃς μακρὰς συνομιλίας·
καὶ εἰς τὸ σπίτι ἀπερίσκεπτου
ἀνθρώπου μὴ πορευθῇς· φυλάξου
ἀπὸ αὐτὸν καὶ τὴν συναναστροφήν
του, διὰ νὰ μὴ κουρασθῇς ψυχικῶς
καὶ διὰ νὰ μὴ μολυνθῇς, ἀπὸ
ὅσα ἐκτινάσσονται ἀπὸ τὸ
στόμα του. Παραμέρισε καὶ φύγε ἀπὸ
αὐτὸν καὶ ἔτσι θὰ εὕρῃς
ἀνάπαυσιν· δὲν θὰ ἀθυμήσῃς
ἀπὸ τὰς ἀνοησίας του.
|
13
Μὲ τὸν ἄφρονα καὶ ἀνόητον μὴ
ἔχῃς πολλὰς συζητήσεις καὶ μὴ
συμβαδίζῃς μὲ ἀσύνετον προφυλάξου
ἀπὸ αὐτόν, διὰ νὰ μὴ ἔμβῃς
εἰς ἐνόχλησιν καὶ στενοχώριαν μαζί
του, καὶ ἀσφαλῶς δὲν θὰ μολυνθῇς,
ὅταν ἐκτινάσσωνται ἀπὸ τὸ
στόμα του τὰ ἀπρεπῆ καὶ ἐξοργιστικὰ
λόγια του· φύγε μακρὰν ἀπὸ αὐτὸν
καὶ θὰ εὕρῃς ἀνάπαυσιν καὶ
ἡσυχίαν καὶ δὲν θὰ στενοχωρηθῇς
ἐξ αἰτίας τῆς ἐσχάτης ἀνοησίας
του. |
14
Ὑπὲρ μόλυβδον τί βαρυνθήσεται;
Καὶ τί αὐτῷ ὄνομα ἀλλ'
ἢ μωρός; |
14
Τί ὑπάρχει βαρύτερον ἀπὸ
τὸν μόλυβδον καὶ πῶς ὀνομάζεται;
Ὀνομάζεται μωρός.
|
14
Τί ἄλλο εἶναι πιὸ βαρὺ ἀπὸ
τὸν μόλυβδον; Καὶ ποιὸ ἄλλο εἶναι
τὸ ὄνομα τοῦ πιὸ ἐνοχλητικοῦ
παρὰ μωρὸς καὶ ἀνόητος;
|
15
Ἄμμον καὶ ἅλα καὶ βῶλον σιδήρου
εὔκοπον ὑπενεγκεῖν ἢ ἄνθρωπον
ἀσύνετον. |
15
Ἄμμον καὶ ἀλάτι καὶ ὄγκον
σιδήρου εἶναι εὐκολώτερον νὰ
σηκώσῃ κανεὶς εἰς τοὺς ὤμους
του καὶ νὰ μεταφέρῃ, παρὰ νὰ
ὑποφέρῃ ἀσύνετον ἄνθρωπον.
|
15
Τὴν ἄμμον καὶ τὸ ἁλάτι
καὶ μίαν σφαῖραν σιδερένιαν εἶναι πιὸ
εὔκολον νὰ τὰ ὑποφέρῃ κανεὶς
καὶ νὰ τὰ βαστάσῃ, παρὰ ἕνα
ἄνθρωπον ἀσύνετον καὶ ἄμυαλον.
|
-16
Ἱμάντωσις ξυλίνη ἐνδεδεμένη
εἰς οἰκοδομὴν ἐν συσσεισμῷ οὐ
διαλυθήσεται· οὕτως καρδία ἐστηριγμένη
ἐπὶ διανοήματος βουλῆς ἐν καιρῷ
οὐ δειλιάσει. |
16
Ξυλίνη δέσις εἰς μίαν οἰκοδομὴν
εἰς καιρὸν σεισμοῦ δὲν θὰ διαλυθῇ·
ἔτσι καὶ μία καρδία, ἐστηριγμένη
εἰς ὥριμον σοφὴν σκέψιν, δὲν
θὰ δειλιάσῃ εἰς ὥραν κινδύνου.
|
16
Ξυλοδεσιὰ στερεὰ προσηρμοσμένη μέσα εἰς
οἰκοδομήν, ἐν καιρῷ σεισμοῦ δὲν
θὰ διαλυθῇ. Ἔτσι καὶ μία καρδία, στηριγμένη
ἐπὶ καλῶς ἐσκεμμένης καὶ ὡρίμου
ἀποφάσεως, δὲν θὰ δειλιάσῃ εἰς
οὐδεμίαν περίστασιν. |
17
Καρδία ἠδρασμένη ἐπὶ διανοίας
συνέσεως ὡς κόσμος ψαμμωτὸς τοίχου
ξυστοῦ. |
17
Καρδία ἡ ὁποία εἶναι στερεωμένη
ἐπάνω εἰς συνετὴν διάνοιαν,
ὁμοιάζει μὲ ὡραῖον στόλισμα
ἀμμοκονιάματος ἐπάνω εἰς ὁμαλὸν
τοῖχον.
|
17
Καρδία, ποὺ εἶναι στερεωμένη εἰς διάνοιαν
σκεπτομένην καὶ ἀποφασίζουσαν συνετῶς, ὁμοιάζει
πρὸς στολισμὸν ἐξ ἀμμοκονίας ἐπὶ
τοίχου ἐκ λίθων πελεκημένων καὶ ὁμαλῶν.
|
18
Χάρακες ἐπὶ μετεώρου κείμενοι
κατέναντι ἀνέμου οὐ μὴ ὑπομείνωσιν·
οὕτως καρδία δειλὴ ἐπὶ διανοήματος
μωροῦ κατέναντι παντὸς φόβου οὐ
μὴ ὑπομείνῃ. |
18
Φράκται ἀπὸ πασσάλους εἰς ὑψηλὸν
ἀκάλυπτον μέρος δὲν θὰ ἀνθέξουν
εἰς τὴν ὁρμὴν τῶν ἀνέμων·
ἔτσι καὶ ἡ δειλὴ καρδία, ποὺ
στηρίζεται, εἰς τὰς σκέψεις ἑνὸς
μωροῦ, δὲν θὰ ἀνθέξῃ εἰς
διαφόρους ἐπικινδύνους δυσκολίας.
|
18
Φράκται, ποὺ εὑρίσκονται εἰς μέρος ὑψηλόν,
δὲν θὰ ἀνθέξουν ἀπέναντι τοῦ
δέροντος αὐτοὺς ἀνέμου. Ἔτσι καὶ
μία καρδία δειλή, ποὺ στηρίζεται εἰς ἀνοήτους
καὶ μωρὰς σκέψεις, δὲν θὰ ἀνθέξῃ
εἰς κάθε φόβον καὶ ἀντιξοότητα τῆς
ζωῆς. |
19
Ὁ νύσσων ὀφθαλμὸν κατάξει δάκρυα,
καὶ ὁ νύσσων καρδίαν ἐκφαίνει
αἴσθησιν. |
19
Ἐκεῖνος ποὺ κεντᾷ τὸν ὀφθαλμόν
του, θὰ προκαλέσῃ δάκρυα· ὅποιος
ὅμως κεντᾷ τὴν καρδίαν τοῦ ἄλλου
προκαλεῖ πόνον. |
19
Ὅποιος κεντὰ τὸ μάτι του, θὰ προκαλέσῃ
δάκρυα, καὶ ὅποιος κεντᾷ καρδίαν, προκαλεῖ
ἐκδήλωσιν πόνου καὶ αἰσθημάτων.
|
20
Βάλλων λίθον ἐπὶ πετεινὰ ἀποσοβεῖ
αὐτά, καὶ ὁ ὀνειδίζων
φίλον διαλύσει φιλίαν.
|
20
Ἐκεῖνος που ρίπτει λίθον ἐναντίον
τῶν πτηνῶν, τὰ τρομάζει καὶ
τὰ κάμνει νὰ φεύγουν· ὅποιος
ὑβρίζει τὸν φίλον του, θὰ διαλύσῃ
τὴν φιλίαν του μὲ αὐτόν.
|
20
Ὅποιος ρίπτει λίθον ἐναντίον πτηνῶν, τὰ
τρομάζει καὶ τὰ σκορπίζει, καὶ ὅποιος
ὑβρίζει φίλον του, θὰ διαλύσῃ τὴν
φιλίαν. |
21
Ἐπὶ φίλον ἐὰν σπάσῃς
ρομφαῖαν, μὴ ἀπελπίσῃς, ἐστὶ
γὰρ ἐπάνοδος· |
21
Ἐὰν εἰς στιγμὴν παραφορᾶς ἀνασύρῃς
φανερὰ τὴν μάχαιραν ἐναντίον
τοῦ φίλου σου, μὴ ἀπελπισθῇς,
διότι εἶναι δυνατὴ ἡ ἐπανόρθωσις
καὶ ἀποκατάστασις τῆς φιλίας.
|
21
Ἐὰν σύρῃς μάχαιραν ἐναντίον φίλου
σου, μὴ ἀπελπισθῇς διὰ τὴν διατήρησιν
τῆς φιλίας σου· διότι εἶναι δυνατὴ
ἡ ἐπάνοδός του καὶ ἡ ἀποκατάστασις
τῶν σχέσεών σας. |
22
ἐπὶ φίλον ἐὰν ἀνοίξῃς
στόμα, μὴ εὐλαβηθῇς, ἔστὶ
γὰρ διαλλαγή· πλὴν ὀνειδισμοῦ
καὶ ὑπερηφανίας καὶ μυστηρίου
ἀποκαλύψεως καὶ πληγῇς δολίας,
ἐν τούτοις ἀποφεύξεται πᾶς φίλος.
|
22
Ἐὰν ἀνοίξῃς τὸ στόμα
σου καὶ καταφερθῇς ἐναντίον τοῦ
φίλου σου, μὴ φοβηθῇς, διότι εἶναι
δυνατὸν νὰ ὑπάρξῃ συνδιαλλαγὴ
καὶ συμφιλίωσις. Μόνον ἐὰν τὸν
ὑβρίσῃς καὶ φερθῇς πρὸς
αὐτὸν μὲ ὑπερηφάνειαν καὶ
φανερώσῃς τὰ μυστικά του καὶ
δολίως τὸν πληγώσῃς, τότε ὁ
φίλος σου θὰ ἀπομακρυνθῇ ὁριστικῶς
ἀπὸ σέ.
|
22
Ἐὰν ἀνοίξῃς τὸ στόμα σου καταφερόμενος
καὶ φιλονικῶν πρὸς τὸν φίλον σου,
μὴ φοβηθῇς ὅτι ἐψυχράνθῃς
πρὸς αὐτὸν εἰς τὸ διηνεκές,
διότι ὑπάρχει ἐλπὶς συνδιαλλαγῇς καὶ
συμφιλιώσεως μετ’ αὐτοῦ· ἐκτὸς
ἐὰν ἐκτραπῇς εἰς ἐξευτελισμόν
του καὶ εἰς καταφρόνησίν του ἐξ ὑπερηφανείας
καὶ εἰς φανέρωσιν τῶν μυστικῶν του
καὶ εἰς δολίαν προσβολήν, ποὺ τὸν
ἐπλήγωσεν ὕπουλα. Ἐξ αἰτίας τούτων
θὰ σὲ ἀποφύγῃ ὁριστικὰ
κάθε φίλος. |
23
Πίστιν κτῆσαι ἐν πτωχείᾳ μετὰ
τοῦ πλησίον, ἵνα ἐν τοῖς ἀγαθοῖς
αὐτοῦ ὁμοῦ πλησθῇς· ἐν
καιρῷ θλίψεως διάμενε αὐτῷ,
ἵνα ἐν τῇ κληρονομίᾳ αὐτοῦ
συγκληρονομήσῃς. |
23
Ἀπόκτησε καὶ κράτησε τὴν ἐμπιστοσύνην
τοῦ πλησίον σου εἰς περίοδον πτωχείας
του, διὰ νὰ χαρῇς ἔτσι καὶ ἀπολαύσῃς
τὰ ἀγαθά του εἰς περίοδον εὐτυχίας
του. Εἰς περίστασιν θλίψεως καὶ ἀνάγκης
του μένε κοντά του, διὰ νὰ ἔχῃς
καὶ σὺ κατόπιν μερίδιον εἰς
τὰ ἀγαθά, τὰ ὁποῖα ἀργότερον
αὐτὸς θὰ ἀποκτήσῃ.
|
23
Κέρδισε τὴν ἐμπιστοσύνην τοῦ πλησίον σου
κατὰ τὴν πτωχείαν του, ἵνα, ὅταν ἀποκτήσῃ
ἀγαθὰ καὶ πλουτήσῃ, χορτάσῃς
καὶ σὺ ἐκ τούτων μαζί του· κατὰ
τὸν καιρὸν τῆς στενοχώριας καὶ ἀνεχείας
του μένε κοντά του, ἵνα κατὰ τὴν κληρονομίαν
καὶ ἀπόκτησιν ἀγαθῶν ὑπ’ αὐτοῦ
συγκληρονομήσῃς καὶ σὺ μαζί του.
|
24
Πρὸ πυρὸς ἀτμὶς καμίνου καὶ
καπνός· οὕτως πρὸ αἱμάτων λοιδορίαι.
|
24
Ἀπὸ τὴν φωτιὰ μιᾶς καμίνου
προηγεῖται ὁ ἀτμὸς καὶ ὁ
καπνός. Ἔτσι καὶ ἀπὸ τὰς
φονικὰς συμπλοκὰς προηγοῦνται αἱ ὕβρεις
καὶ αἱ ἀντεγκλήσεις.
|
24
Προτήτερα ἀπὸ τὴν φωτιὰ καὶ
τὴν φλόγα τῆς καμίνου βγαίνουν ἀτμοὶ
καὶ καπνός· ἔτσι καὶ πρὸ
τῆς αἱματοχυσίας προηγοῦνται ὕβρεις.
|
25
Φίλον σκεπάσαι οὐκ αἰσχυνθήσομαι
καὶ ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ
οὐ μὴ κρυβῶ. |
25
Δὲν θὰ ἐντραπῶ νὰ συγκαλύψω
τὰς ἐκτροπὰς τοῦ φίλου μου καὶ
δὲν θὰ κρυβῶ, διὰ νὰ μὴ
ἀντικρύσω τὸ πρόσωπόν του.
|
25
Τὸ νὰ σκεπάσω ἀπέναντι τῶν ἄλλων
τὰ σφάλματα τοῦ φίλου μου καὶ νὰ μὴ
τὸν διαπομπεύσω καὶ ἐγώ, δὲν θὰ
μοῦ προκαλέσῃ ἐντροπήν. Ὅταν δὲ
πράττω τοῦτο, δὲν θὰ κρυβῶ, διὰ
νὰ μὴ ἀντικρύσω τὸ προσωπόν
του ἐκ συστολῆς. |
26
Καὶ εἰ κακά μοι συμβῇ δι' αὐτόν,
πᾶς ὁ ἀκούων φυλάξεται ἀπ'
αὐτοῦ.- |
26
Ἐὰν δὲ καὶ κάποιο κακὸν
μοῦ συμβῇ ἐκ μέρους αὐτοῦ,
τότε κάθε ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος
θὰ πληροφορηθῇ τὸ γεγονός, θὰ
τὸν ἀποστροφῇ καὶ θὰ τὸν
ἀποφύγῃ.
|
26
Καὶ ἐὰν ἀκόμη ἐξ αἰτίας
τοῦ συμβῇ εἰς ἐμὲ κάτι κακόν,
ὅποιος τυχὸν τὸ ἀκούσῃ, θὰ
προφυλαχθῇ ἀπὸ αὐτόν, καὶ ὄχι
ἀπὸ ἐμέ, ὁ ὁποῖος τοῦ
συμπαρεστάθην. |
27
Τίς δώσει μοι ἐπὶ στόμα μου φυλακὴν
καὶ ἐπὶ τῶν χειλέων μου σφραγίδα
πανοῦργον, ἵνα μὴ πέσω ἀπ' αὐτῆς
καὶ ἡ γλῶσσά μου ἀπολέσῃ
με; |
27
Ποιὸς θὰ βάλῃ ἕνα φρουρὸν
εἰς τὸ στόμα μου καὶ εἰς τὰ
χείλη μου σφραγῖδα διακρίσεως, διὰ
νὰ μὴ περιπέσω εἰς σφάλματα
λόγων καὶ ἡ γλῶσσα μου γίνῃ
ἀφορμὴ νὰ καταστραφῶ; |
27
Ποῖος θὰ δώσῃ εἰς τὸ στόμα μου
φρουρὰν καὶ εἰς τὰ χείλη μου σφραγῖδα
συνέσεως, ὥστε νὰ μὴ ξεφύγω καὶ νὰ
μὴ πέσω ἔξω ἀπὸ τὴν φρουρὰν
καὶ τὴν σφραγῖδα ταύτην καὶ ἡ
γλῶσσα μου μὲ καταστρέψῃ; |