Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ν
τρισὶν ὡραΐσθην καὶ ἀνέστην
ὡραία ἔναντι Κυρίου καὶ ἀνθώπων·
ὁμόνοιαν ἀδελφῶν, καὶ φιλία
τῶν πλησίον καὶ γυνὴ καὶ ἀνὴρ
ἑαυτοῖς συμπεριφερόμενοι.
|
ρία
πράγματα μὲ στολίζουν κατὰ τρόπον
ὡραῖον, καὶ ὡραία παρουσιάζομαι
ἐνώπιον Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων.
Πρῶτον· ὁμόνοια μεταξὺ τῶν
ἀδελφῶν. Δεύτερον· φιλία μεταξὺ
τῶν φίλων καὶ τῶν γειτόνων.
Τρίτον· καλὴ συμπεριφορὰ τῶν
συζύγων μεταξύ των.
|
πὸ
τρία πράγματα ἐστολίσθην καὶ ἐσηκώθην
παρουσιαζομένη ὡραία ἐνώπιον τὸν Κυρίου
καὶ τῶν ἀνθρώπων. Τὰ τρία αὐτὰ
εἶναι: Ἡ ὁμόνοια μεταξὺ τῶν
ἀδελφῶν, ἡ φιλία μεταξὺ τῶν
ἀνθρώπων, οἵτινες εἶναι πλησίον ὁ
ἕνας μετὰ τοῦ ἄλλου, καὶ ἡ
γυναῖκα καὶ ὁ ἄνδρας, ποὺ ὡς
σύζυγοι συμπεριφέρονται καλὰ μεταξύ των.
|
2
Τρία δὲ εἴδη ἐμίσησεν ἡ
ψυχή μου καὶ προσώχθισα σφόδρα τῇ
ζώῃ αὐτῶν· πτωχὸν, ὑπερήφανον,
καὶ πλούσιον ψεύστην γέροντα μοιχὸν
ἐλαττούμενον συνέσει. |
2
Τρεῖς τάξεις ἀνθρώπων ἐμίσησεν
ἡ ψυχή μου καὶ ἐδυσφόρησα πάρα
πολὺ διὰ τὴν ὕπαρξίν των. Πτωχὸν
ὑπερήφανον, πλούσιον ψεύστην, καὶ
γέροντα μοιχόν, ὁ ὁποῖος συνεχῶς
χάνει τὴν ὀρθοφροσύνην του.
|
2
Τρία δὲ εἴδη ἀνθρώπων ἐμίσησεν ἡ
ψυχή μου μὲ ἠγανάκτησα πάρα πολὺ μὲ
τὴν διαγωγὴν καὶ τὸν τρόπον τῆς
ζωῆς των: Τὸν πτωχὸν ὑπερήφανον δηλαδὴ
τὸν πλούσιον, ὁ ὁποῖος ψεύδεται, καὶ
τὸν γέροντα, ὁ ὁποῖος παρὰ τὴν
ἡλικίαν του εἶναι μοιχὸς καὶ στερεῖται
συνέσεως. |
-3
Ἐν νεότητι οὐ σναγήοχας, καὶ
πῶς ἂν εὕροις ἐν τῷ γήρᾳ
σου; |
3
Ἐφ' ὅσον κατὰ τὴν νεότητά
σου δὲν ἀπεθησαύρισες σοφίαν καὶ
σύνεσιν, πῶς θὰ τὴν ἔχῃς
κατὰ τὰ γηρατεῖα σου;
|
3
Κατὰ τὴν νεότητά σου, ὡ ἀσύνετε γέρον,
δὲν συνήγαγες καὶ δὲν ἐμάζευσες
σοφίαν, καὶ πῶς θὰ ἦτα δυνατὸν
να εὕρῃς αὐτὴν εἰς τὰ
γηρατεῖα σου; |
4
Ὡς ὡραῖον πολιαῖς κρίσις καὶ
πρεσβυτέροις ἐπιγνῶναι βουλήν.
|
4
Πόσον ὠραῖον εἶναι διὰ κεφαλάς,
ποὺ ἔχουν κάτασπρα μαλλιά, ἡ
ὀρθοφροσύνη, καὶ διὰ τοὺς πρεσβυτέρους
κατὰ τὴν ἡλικίαν νὰ γνωρίζουν
καὶ νὰ δίδουν καλὰς συμβουλάς!
|
4
Πόσον ὡραία καὶ πόσον ἁρμόζει εἰς
τὰς λευκὰς τρίχας τοῦ γέροντος ἡ συνετὴ
κρίσις καὶ εἰς τοὺς πρεσβυτέρους κατὰ
τὴν ἡλικίαν τὸ νὰ γνωρίζουν, ὅπως
παρέχουν καλὰς συμβουλάς! |
5
Ὡς ὡραία γερόντων σοφία καὶ
δοξασμένοις διανόημα καὶ βουλή.
|
5
Πόσον ὡραία καὶ ταιριαστὴ εἶναι
ἡ σοφία διὰ τοὺς γέροντας, εἰς
δὲ τοὺς μεγάλους καὶ δοξασμένους
ἐπὶ τῆς γῆς ἡ ὀρθὴ
σκέψις καὶ συμβουλή!
|
5
Πόσον ὡραία εἶναι ἡ σοφία καὶ σύνεσις
τῶν γερόντων καὶ πόσον ἁρμόζει εἰς
ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι διὰ τὴν
ἡλικίαν καὶ θέσιν των ἀπολαμβάνουν τὸν
σεβασμόν μας καὶ τιμῶνται παρ’ ἡμῶν,
νὰ ἔχουν σκέψεις καλὰς καὶ νὰ
δίδουν συμβουλὰς ὀρθάς! |
6
Στέφανος γερόντων πολυπειρία, καὶ
τὸ καύχημα αὐτῶν φόβος Κυρίου.-
|
6
Ὡραῖος ταιριαστὸς στέφανος εἰς
τὴν κεφαλὴν τῶν γερόντων εἶναι
ἡ πλουσία ὑγιὴς πεῖρα·
καύχημά των δὲ ἡ εὐλάβεια
πρὸς τὸν Κύριον. |
6
Στέφανος λαμπρὸς ἐπὶ τῆς κεφαλῆς
τῶν γερόντων εἶναι ἡ μεγάλη πεῖρα
των καὶ τὸ καύχημά των εἶναι
ὁ φόβος τοῦ Κυρίου καὶ ἡ ἐξ
αὐτοῦ ἀρετή των.
|
7
Ἐννέα ὑπονοήματα ἐμακάρισα
καρδίᾳ καὶ τὸ δέκατον
ἐρῶ ἐπὶ γλώσσης· ἄνθρωπος
εὐφραινόμενος ἐπὶ τέκνοις, ζῶν
καὶ βλέπων ἐπὶ πτώσει ἐχθρῶν·
|
7
Ἐννέα τάξεις ἐμακάρισα μὲ
ὅλην μου τὴν καρδίαν. Καὶ τὴν
δεκάτην τάξιν θὰ τὴν διακηρύξω
μὲ τοὺς λόγους μου. Πρῶτον, ἄνθρωπον
ὁ ὁποῖος εὐφραίνεται διὰ
τὰ καλά του παιδιά. Δεύτερον, ἐκεῖνον
ποὺ ζῇ καὶ βλέπει τὴν καταστροφὴν
τῶν ἐχθρῶν του.
|
7
Ἐννέα πράγματα ἔβαλα μὲ τὸν νοῦν
μου καὶ τὰ ἐμακάρισα μέσα εἰς
τὴν καρδία μου, καὶ τὸ δέκατον θὰ
τὸ εἴπω μὲ τὴν γλῶσσαν μου φανερά:
Πρῶτον, εὐτυχὴς εἶναι ὁ ἄνθρωπος,
ὁ ὁποῖος εὐφραίνεται καὶ εἶναι
εὐχαριστημένος ἀπὸ τὰ παιδιά
του· δεύτερον, εὐτυχὴς εἶναι ἐκεῖνος
ποὺ ζῇ ἀρκετὰ ἔτη, διὰ
νὰ ἴδῃ τὴν πτῶσιν τῶν
ἐχθρῶν του. |
8
μακάριος ὁ συνοικῶν γυναικὶ συνετῇ,
καὶ ὃς ἐν γλώσσῃ οὐκ ὠλίσθησε,
καὶ ὃς οὐκ ἐδούλευσεν ἀναξίῳ
αὐτοῦ· |
8
Τρίτον, εὐτυχῆ ἐκεῖνον, ὁ
ὁποῖος συνοικεῖ μὲ συνετὴν καὶ
σώφρονα σύζυγον. Τέταρτον, ἐκεῖνον
ὁ ὁποῖος δὲν ἐξολισθαίνει
εἰς ἁμαρτήματα γλώσσης. Πέμπτον,
ἐκεῖνον ποὺ δὲν ὑπηρέτησεν
ὡς προϊστάμενον κατώτερόν του.
|
8
Τρίτον, μακάριος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ
συγκατοικεῖ καὶ συζῇ μὲ γυναῖκα
συνετήν· τέταρτον, ἐκεῖνος ποὺ
δὲν ἐγλίστρησεν εἰς παρεκτροπήν τινα
μὲ τὴν γλῶσσαν του· καὶ πέμπτον,
ἐκεῖνος ποὺ δὲν ὑπῆρξε
δοῦλος εἰς κατώτερόν του καὶ ἀνάξιον
αὐτοῦ. |
9
μακάριος ὃς εὗρε φρόνησιν, καὶ
ὁ διηγούμενος εἰς ὦτα ἀκουόντων·
|
9
Μακάριος ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος
εὖρε καὶ ἀπέκτησε σύνεσιν, ἐκεῖνος
ὁ ὁποῖος διδάσκει εἰς ἀνθρώπους,
οἱ ὁποῖοι τὸν ἀκούουν
μὲ προθυμίαν.
|
9
Μακάριος (ἕκτον) εἶναι καὶ ἐκεῖνος,
ποὺ ἐζήτησε καὶ εὗρε σύνεσιν, καθὼς
καὶ ἐκεῖνος (ἕβδομον), ὁ ὁποῖος
διδάσκει εἰς αὐτιὰ πρόθυμα νὰ τὸν
ἀκούουν καὶ νὰ συμμορφοῦνται
πρὸς τὰ ἀκουόμενα. |
10
ὡς μέγας ὁ εὑρὼν σοφίαν·
ἀλλ' οὐκ ἔστιν ὑπὲρ τὸν
φοβούμενον Κύριον·
|
10
Πόσον μέγας εἶναι ἐκεῖνος, ὁ
ὁποῖος εὑρῆκε καὶ ἀπέκτησε
σοφίαν! Αὐτὸς ὅμως παρ' ὅλην
τὴν σοφίαν του δὲν εἶναι ἀνώτερος
ἀπὸ ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος
φοβεῖται τὸν Κύριον.
|
10
Πόσον μεγάλος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ εὗρε
καὶ ἀπέκτησε σοφίαν θεωρητικὴν καὶ
γνώσεις πολλὰς (ὄγδοον)· πλὴν ὅμως
δὲν εἶναι οὗτος ἀνώτερος ἀπὸ
ἐκεῖνον ποὺ φοβεῖται τὸν Θεόν.
|
11
φόβος Κυρίου ὑπὲρ πᾶν ὑπερέβαλεν,
ὁ κρατῶν αὐτοῦ τίνι ὁμοιωθήσεται;
|
11
Ὁ φόβος τοῦ Κυρίου εἶναι ἀνώτερος
ἀπὸ κάθε τι· καὶ πρὸς ποῖον
θὰ παρομοιάσωμεν ἐκεῖνον, ποὺ
ἔχει καὶ κρατεῖ μέσα του αὐτὸν
τὸν φόβον;
|
11
Ὁ φόβος τοῦ Κυρίου ὑπερέχει καὶ εἶναι
πάρα πάνω ἀπὸ ὅλα· πρὸς τίνα
θὰ ὁμοιωθῇ καὶ θὰ συγκριθῇ
ἐκεῖνος, ποὺ τὸν ἔχει ἀποκτήσει
καὶ τὸν κρατεῖ σφιγκτά;
|
12
Φόβος Κυρίου ἀρχὴ
ἀγαπήσεως αὐτοῦ, πίστις δὲ
ἀρχὴ κολλήσεως αὐτοῦ.
|
12
Ὁ φόβος τοῦ Κυρίου εἶναι ἡ
ἀρχὴ καὶ ἡ προϋπόθεσις τῆς
ἀγάπης μας πρὸς αὐτόν, ἡ
δὲ πίστις μας εἶναι ἡ ἀρχὴ
τῆς προσκολλήσεώς μας εἰς αὐτόν.
|
12
Ὁ φόβος τοῦ Κυρίου εἶναι ἡ ἀρχὴ
τῆς ἀγάπης μας πρὸς Αὐτόν, ἡ
πίστις δὲ πρὸς τὸν Κύριον εἶναι ἡ
ἀρχὴ τῆς προσκολλήσεως καὶ ἀφοσιώσεώς
μας πρὸς Αὐτόν. |
13
Πᾶσαν πληγὴν καὶ μὴ
καρδίας, καὶ πᾶσαν πονηρίαν
καὶ μὴ πονηρίαν γυναικός·
|
13
Κάθε ἄλλην πληγὴν τὴν ὑπομένει
κανείς, ὄχι ὅμως καὶ τὴν πληγὴν
τῆς καρδίας. Κάθε ἄλλην πονηρίαν
τὴν ὑπομένει, ὄχι ὅμως καὶ
τὴν πονηρίαν τῆς γυναικός.
|
13
Δός μου οἱανδήποτε πληγήν, ὄχι ὅμως
καὶ τὴν πληγὴν τῆς καρδίας· καὶ
πᾶσαν κακίαν τὴν ὑποφέρω, ὄχι ὅμως
καὶ τὴν κακίαν καὶ πονηρίαν τῆς γυναικός.
|
14
πάσαν ἐπαγωγὴν καὶ μὴ ἐπαγωγὴν
μισούντων, καὶ πᾶσαν ἐκδίκησιν
και μὴ ἐκδίκησιν ἐχθρῶν.
|
14
Κάθε συμφορὰν τὴν ὑπομένω, πλὴν
συμφορᾶς προερχομένης ἀπὸ ἐκείνους,
ποὺ μὲ μισοῦν, ὅπως καὶ κάθε
ἐκδίκησιν καὶ μὴ ἐκδίκησιν,
προερχομένην ἀπὸ ἐχθρούς.
|
14
Κάθε συμφορὰν τὴν ὑποφέρω, ὄχι ὅμως
συμφορὰν καὶ κατατρεγμὸν ἀπὸ
ἐκείνους ποὺ μὲ μισοῦν καὶ κάθε
ἐκδίκησιν τὴν δέχομαι, ὄχι ὅμως καὶ
ἐκδίκησιν ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς μου.
|
15
Οὐκ ἔστι κεφαλὴ ὑπὲρ καφαλὴν
ὅφεως, καὶ οὐκ ἔστι θυμὸς ὑπὲρ
θυμὸν ἐχθροῦ. |
15
Δὲν ὑπάρχει περισσότερον κακὴ
καὶ ἐπικίνδυνος κεφαλὴ ἀπὸ
τὴν δηλητηριώδη κεφαλὴν τοῦ ὄφεως·
καὶ δὲν ὑπάρχει χειρότερος θυμὸς
ἀπὸ τὸν θυμὸν τοῦ ἐχθροῦ.
|
15
Δὲν ὑπάρχει κεφαλὴ περισσότερον ἐπικίνδυνος
ἀπὸ τὴν κεφαλὴν τοῦ ὄφεως,
καὶ δὲν ὑπάρχει θυμὸς χειρότερος ἀπὸ
τὸν θυμὸν τοῦ ἔχθροῦ.
|
16
Συνοικῆσαι λέοντι καὶ δράκοντι εὐδοκήσω
ἢ ἐνοικῆσαι μετᾶ γυναικὸς πονηρᾶς.
|
16
Προτιμῶ νὰ συνοικήσω μὲ λέοντα
καὶ δράκοντα, παρὰ νὰ συγκατοικῶ
μὲ κακὴν γυναῖκα.
|
16
Θὰ προτιμήσω εὐχαρίστως νὰ συγκατοικήσω
μὲ λέοντα καὶ μὲ δράκοντα, παρὰ νὰ
συνοικῶ μὲ κακὴν καὶ διεστραμμένην
γυναῖκα. |
17
Πονηρία γυναικὸς ἀλλοιοῖ τὴν
ὅρασιν αὐτῆς καὶ σκοποῖ τὸ
πρόσωπον αὐτῆς ὡς ἄρκος.
|
17
Ἡ κακία τῆς γυναικὸς ἀλλοιώνει
τὴν ἐμφάνισίν της γενικῶς·
κάμνει σκοτεινὸν τὸ πρόσωπόν
της, ὡσὰν τὸ πρόσωπον τῆς ἄρκτου.
|
17
Ἡ κακία τῆς γυναικὸς ἀλλοιώνει
τὴν ματιὰν καὶ τὴν ἔκφρασιν
τοῦ προσώπου της καὶ καθιστᾷ σκυθρωπὸν
καὶ σκοτεινὸν τὸ πρόσωπόν της σὰν
τῆς ἀρκούδας. |
18
Ἀνὰ μέσον τοῦ πλησίον αὐτοῦ
ἀναπεσεῖται ὁ ἀνὴρ αὐτῆς,
καὶ ἀκούσας ἀνεστέναξε πικρά.
|
18
Ὁ σύζυγός της θὰ καθίσῃ
ἐν ἀνέσει ἀνάμεσα εἰς
τοὺς φίλους του, ὅταν ὅμως ἀκούσῃ
δι' αὐτὴν θὰ ἀναστενάξῃ
μὲ μεγάλην πικρίαν.
|
18
Ὁ σύζυγός της θὰ παρακαθήσῃ εἰς
τράπεζαν ἀνάμεσα εἰς τοὺς πλησίον καὶ
φίλους του, καὶ ὅταν τοὺς ἀκούσῃ
νὰ ὁμιλοῦν περὶ αὐτῆς,
θὰ ἀναστενάξῃ μὲ πολλὴν πικρίαν.
|
19
Μικρὰ πᾶσα κακία πρὸς κακίαν
γυναικός, κλῆρος ἁμαρτωλοῦ ἐπιπέσοι
αὐτῇ. |
19
Κάθε ἄλλη κακία εἶναι μικρὰ
ἐμπρὸς εἰς τὴν κακίαν τῆς
γυναικός. Ὡς κακὸν μερίδιον ἂς
πέσῃ ἐπάνω της κλῆρος καὶ
κατάντημα ἁμαρτωλοῦ.
|
19
Οἱαδήποτε κακία εἶναι μικρὰ ἐμπρὸς
εἰς τὴν κακίαν τῆς διεστραμμένης γυναικός·
εἴθε ἡ κληρονομία καὶ ἡ τιμωρία τοῦ
ἁμαρτωλοῦ νὰ ἐπιπέσῃ ἐπ’
αὐτήν. |
20
Ἀνάβασις ἀμμώδης ἐν ποσί
πρεσβυτέρου, οὕτως γυνὴ γλωσσώδης
ἀνδρὶ ἡσύχῳ.
|
20
Ὅ,τι εἶναι ἡ ἀμμουδερὴ ἀνωφέρεια
διὰ τὰ πόδια τοῦ γέροντος, ἔτσι
εἶναι καὶ ἡ γλωσσώδης γυνὴ διὰ
τὸν φιλήσυχον ἄνδρα της.
|
20
Ὅπως μία ἀνωφέρεια ἀπὸ ἄμμον
εἶναι δύσκολος εἰς τὰ πόδια γέροντος, ἔτσι
ἐνοχλητικὴ καὶ δυσβάστακτος εἶναι
γυναῖκα φλύαρος καὶ γλωσσοῦ εἰς ἄνδρα
ἥσυχον. |
21
Μὴ προσπέσῃς ἐπὶ κάλλος
γυναικὸς καὶ γυναῖκα μὴ ἐπιποθήσῃς.
|
21
Μὴ παρασυρθῇς ἀπὸ τὸ κάλλος
τῆς γυναικός. Καμμίαν γυναῖκα ἂς
μὴ ἐπιθυμήσῃς μετὰ πόθου.
|
21
Μὴ παρασυρθῇς ἀπὸ κάλλος γυναικὸς
καὶ μὲ ἐπιθυμίαν ἁμαρτωλὴν μὴ
ποθήσῃς γυναῖκα. |
22
Ὀργὴ καὶ ἀναίδεια καὶ
αἰσχύνη μεγάλη γυνὴ ἐὰν
ἐπιχορηγῇ τῷ ἀνδρὶ αὐτῆς.
|
22
Εἶναι κάτι τὸ ἐξοργιστικόν,
τὸ ἀναιδές, τὸ ἐξευτελιστικόν,
ἡ γυνὴ νὰ ἐπιχορηγῇ καὶ
διατρέφῃ τὸν ἄνδρα της.
|
22
Ἐξοργιστικον εἶναι καὶ ἀναίδεια
καὶ καταισχύνη μεγάλη δι’ ἕνα ἄνδρα, ἐὰν
ἡ γυναῖκα του διατρέφῃ αὐτόν.
|
23
Καρδία ταπεινὴ καὶ πρόσωπον σκυθρωπὸν
καὶ πληγὴ καρδίας γυνὴ πονηρά·
χεῖρες παρειμέναι καὶ γόνατα παραλελυμένα
ἥτις οὐ μακαριεῖ τὸν ἄνδρα αὐτῆς.
|
23
Γυνὴ μὲ χυδαίαν ψυχήν, μὲ σκυθρωπὸν
τὸ πρόσωπον καὶ μὲ πικραμμένην
καρδίαν, εἶναι κακὴ σύζυγος. Χεῖρες
συζύγου ἀδρανεῖς καὶ γόνατα
παραλελυμένα δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ
κάμουν εὐτυχισμένον τὸν σύζυγόν
της. |
23
Καρδίαν καταπεσμένην καὶ ἀπογοητευμένην καὶ
πρόσωπον σκυθρωπὸν καὶ πληγὴν καρδίας δημιουργεῖ
πολὺ κακὴ γυναῖκα καὶ σύζυγος. Χέρια
δεμένα καὶ ἀδρανῆ καὶ γόνατα παραλυμένα
ἔχει ἡ ἀργοκίνητη σύζυγος, ἡ
ὁποῖα δὲν θὰ κάμῃ τὸν
ἄνδρα της εὐτυχῆ. |
24
Ἀπὸ γυναικὸς ἀρχὴ ἁμαρτίας,
καὶ δι' αὐτὴν ἀποθνήσκομεν πάντες.
|
24
Ἀπὸ τὴν γυναῖκα, ἀπὸ τὴν
Εὔαν, ἦλθεν ἡ ἀρχὴ τῆς
ἁμαρτίας, καὶ ἐξ αἰτίας
αὐτῆς ἀποθνήσκομεν ὅλοι.
|
24
Ἀπὸ τὴν γυναῖκα ἔγινε ἡ
ἀρχὴ τῆς ἁμαρτίας καὶ ἐξ
αἰτίας αὐτῆς πεθαίνομεν ὅλοι.
|
25
Μὴ δῷς ὕδατι διέξοδον μηδὲ γυναικὶ
πονηρᾷ ἐξουσίαν. |
25
Μὴ δίδῃς ἐλευθέραν ροὴν
εἰς τὸ ὕδωρ, οὔτε ἐξουσίαν
εἰς κακὴν γυναῖκα.
|
25
Μὴ δώσῃς εἰς τὸ νερὸ διέξοδον
καὶ ὀπὴν ἐλευθέρας ἐξόδου,
διότι θὰ χαθῇ διαρρέον, μήτε εἰς γυναῖκα
κακὴν καὶ διεστραμμένην νὰ δώσῃς
ἐλευθερίαν νὰ ὁμιλῇ.
|
26
Εἰ μὴ πορεύεται κατὰ χεῖρά
σου, ἀπὸ τῶν σαρκῶν σου ἀπότεμε
αὐτήν. |
26
Ἐὰν ἡ γυναίκα σου δὲν σὲ
ἀκολουθῇ καὶ δὲν σὲ ὑπακούῃ,
ἀπόκοψέ την ἀπὸ τὸ σπίτι
σου μὲ διαζύγιον. |
26
Ἐὰν δὲν φέρεται αὕτη σύμφωνα μὲ
τὴν ἐξουσίαν σου καὶ ὅπως σὺ
τὴν κατευθύνεις, ἀπόκοψέ την ἀπὸ
τὴν σάρκα σου καὶ διαζεύχθητι αὐτήν.
|