Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
υναικὸς
ἀγαθῆς μακάριος ὁ ἀνήρ,
καὶ ἀριθμὸς
τῶν ἡμερῶν αὐτοῦ διπλάσιος.
|
ὐτυχὴς
εἶναι ὁ ἄνδρας ἐκεῖνος, ὁ
ὁποῖος ἔχει ἐνάρετον σύζυγον.
Ὁ ἀριθμὸς τῶν ἐτῶν τῆς
ζωῆς του θὰ διπλασιασθῇ. |
ῆς
ἀγαθῆς καὶ ἐναρέτου γυναικὸς
ὁ σύζυγος εἶναι εὐτυχής, καὶ ὁ
ἀριθμὸς τῶν ἡμερῶν τῆς
ζωῆς του θὰ γίνῃ διπλάσιος.
|
2
Γυνὴ ἀνδρεία εὐφραίνει τὸν
ἂνδρα αὐτῆς, καὶ τὰ ἔτη
αὐτοῦ πληρώσει ἐν εἰρήνῃ.
|
2
Γυνὴ δραστηρία καὶ ἐργατικὴ
εὐφραίνει τὸν ἄνδρα της, τὰ
δὲ ἔτη τῆς ζωῆς του θὰ εἶναι
γεμᾶτα ἀπὸ εἰρήνην.
|
2
Ἐνάρετος καὶ δραστηρία γυνὴ εὐφραίνει
καὶ καλοκαρδίζει τὸν ἄνδρα της, καὶ
τὰ χρόνια τῆς ζωῆς του θὰ τὰ
γεμίσῃ μὲ ἀνάπαυσιν καὶ εἰρήνην.
|
3
Γυνὴ ἀγαθὴ μερὶς ἀγαθή,
ἐν μερίδι φοβουμένων Κύριον δοθήσεται.
|
3
Ἐνάρετος γυνὴ εἶναι ἀγαθὸν
δῶρον, ποὺ προσφέρεται ἀπὸ τὸν
Κύριον εἰς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι
τὸν φοβοῦνται. |
3
Ἡ ἐνάρετος καὶ καλὴ γυνὴ εἶναι
μερίδιον καὶ δῶρον ἐκλεκτὸν καὶ
πολύτιμον, θὰ δοθῇ δὲ εἰς ἐκείνην
τὴν μερίδα τῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι
φοβοῦνται τὸν Κύριον. |
4
Πλουσίου δὲ καὶ πτωχοῦ καρδία
ἀγαθή, ἐν παντὶ καιρῷ πρόσωπον
ἱλαρόν. |
4
Τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ πτωχοῦ
ἡ καρδία εἶναι χαρούμενη καὶ
εἰς κάθε περίστασιν τὸ πρόσωπον
των εἶναι ἱλαρόν, ἐὰν ἔχουν
σύζυγον ἀγαθήν. |
4
Χάρις εἰς τὴν καλὴν σύζυγον των, ὅλοι
οἱ ἄνδρες θὰ εἶναι εὐτυχεῖς.
Καὶ τοῦ πλουσίου, ἀλλὰ καὶ τοῦ
πτωχοῦ συζύγου ἡ καρδία θὰ εἶναι εὐχαριστημένη
καὶ ἰκανοποιημένη, εἰς πάντα δὲ καιρὸν
τὸ πρόσωπόν του θὰ εἶναι εἰρηνικὸν
καὶ χαρούμενον. |
5
Ἀπὸ τριῶν εὐλαβήθη ἡ καρδία
μου, καὶ ἐπὶ τῷ τετάρτῳ
προσώπῳ ἐδεήθην· διαβολὴν
πόλεως, καὶ ἐκκλησία ὄχλου,
καὶ καταψευσμόν, ὑπὲρ
θάνατον πάντα μοχθηρά. |
5
Ἀπὸ τρία πράγματα ἐφοβήθη
ἡ καρδία μου, διὰ δὲ τὸ τέταρτον
ἠλλοιώθη ἀπὸ φόβον τὸ
πρόσωπόν μου. Πρῶτον, συκοφαντίαν
ὁλοκλήρου πόλεως. Δεύτερον, στασιάσαντα
ὄχλον. Τρίτον, φοβερὰν ψευδολογίαν.
Ὅλα αὐτὰ εἶναι χειρότερα καὶ
ἀπὸ τὸν θάνατον.
|
5
Ἀπὸ τρία πράγματα ἐφοβήθη ἡ καρδία
μου καὶ διὰ τὸ τέταρτον, τὸ χειρότερον
ἀπὸ αὐτά, μὲ τὸ πρόσωπον κάτω
παρεκάλεσα τὸν Θεὸν νὰ μὲ φυλάξῃ·
δηλαδὴ ἐφοβήθην ἀπὸ συκοφαντίαν διαδιδομένην
εἰς ὁλόκληρον πόλιν, ἐφοβήθην καὶ
ὀχλοκρατικὴν σύναξιν καὶ τρίτον, ἐφοβήθην
ψευδῆ καταγγελίαν καὶ κατηγορίαν πάντα ταῦτα
εἶναι χειρότερα ἀπὸ τὸν θάνατον.
|
6
Ἄλγος καρδίας καὶ πένθος γυνὴ
ἀντίζηλος ἐπὶ γυναικὶ καὶ
μάστιξ γλώσσης πᾶσιν ἐπικοινωνοῦσα.
|
6
Τὸ τέταρτον ὅμως καὶ φοβερότερον
εἶναι ὁ βαθὺς πόνος τῆς καρδίας
καὶ πένθος ψυχῆς ἐξ αἰτίας
γυναικός, ἡ ὁποία ζηλεύει ἄλλας
γυναῖκας. Ἡ γλῶσσα της γίνεται πλέον
μαστίγιον ἐναντίον ὅλων ἐκείνων,
μὲ τοὺς ὁποίους ἔρχεται εἰς
ἐπικοινωνίαν.
|
6
Τὸ τέταρτον ὅμως καὶ χειρότερον εἶναι
ὁ πόνος τῆς καρδίας καὶ τὸ πένθος,
ποὺ προκαλεῖ εἰς τὸν ἄνδρα τὸν
ἔχοντα περισσοτέρας συζύγους μία ἀπὸ αὐτάς,
ζηλότυπος δι’ ἄλλην γυναῖκα, καὶ ἡ
μάστιγα τῆς κακογλωσσιᾶς της πρὸς ὅλους,
ὅσοι ἔρχονται εἰς σχέσιν καὶ ἐπικοινωνίαν
μετ’ αὐτῆς. |
7
Βοοζύγιον σαλευόμενον γυνὴ πονηρά,
ὁ κρατῶν αὐτῆς ὡς ὁ δρασόμενος
σκορπίου. |
7
Ἡ κακὴ γυναῖκα εἶναι ἔνας ἀταίριαστος
καὶ κλονιζόμενος ζυγὸς βοϊδιῶν. Ὅποιος
θὰ ἐπιχειρήσῃ νὰ ἔλθῃ
εἰς ἐπαφῆν καὶ νὰ κυριαρχήσῃ
εἰς αὐτήν, εἶναι σὰν ἐκεῖνον,
ποὺ πιάνει μὲ τὰ χέρια του σκορπιόν.
|
7
Ζυγὸς συρόμενος ἀπὸ βόδια ἐξωργισμένα,
ποὺ σαλεύεται ἐδῶ καὶ ἐκεῖ
χωρὶς νὰ προχωρῇ, ὁμοιάζει ἡ
συμβίωσις μετὰ γυναικὸς πονηρᾶς· αὐτὸς
ποὺ κατέχει αὐτήν, ὁμοιάζει πρὸς τὸν
ἄνθρωπον, ποὺ ἔχει πιάσει εἰς τὴν
χεῖρα του σκορπιόν. |
8
Ὀργὴ μεγάλη γυνὴ μέθυσος καὶ
ἀσχημοσύνην αὐτῆς οὐ συγκαλύψει.
|
8
Μεγάλη δυστυχία καὶ ὀργὴ εἶναι
ἡ μέθυσος γυναῖκα. Αὐτὴ δὲν
σκεπάζει ὅσα διὰ λόγους ἐντροπῆς
πρέπει νὰ εἶναι συγκεκαλυμμένα.
|
8
Μεγάλην ἀγανάκτησιν καὶ ὀργὴν προκαλεῖ
ἡ μέθυσος γυνή· καὶ δὲν εἶναι
δυνατὸν νὰ συγκαλύψῃ καὶ νὰ
συγκρατήσῃ τὴν ἀδιαντροπιὰν καὶ
τὸν ἐξευτελισμόν της. |
9
Πορνεία γυναικὸς ἐν μετεωρισμοῖς ὀφθαλμῶν
καὶ ἐν τοῖς βλεφάροις τῆς γνωσθήσεται.
|
9
Ἡ πορνεία τῆς γυναικὸς φαίνεται
ἀπὸ τὴν ζωηρότητα καὶ τὴν
ἀναισχυντίαν τῶν ὀφθαλμῶν της,
γίνεται γνωστὴ καὶ ἀπὸ αὐτὰ
ἀκόμη τὰ βλέφαρά της.
|
9
Ἡ πόρνη γυνὴ γίνεται γνωστὴ ἀπὸ
τὴν ἄτακτον καὶ περίεργον περιφορὰν
τῶν ὀφθαλμῶν της καὶ τὸ ἀνοιγοκλείσιμον
καὶ βάψιμον τῶν βλεφάρων της.
|
10
Ἐπὶ θυγατρὶ ἀδιατρέπτῳ
στερέωσον φυλακήν, ἵνα μὴ εὑροῦσα
ἄνεσιν ἑαυτῇ χρήσηται.
|
10
Πρόσεξε πολὺ καὶ παρακολούθησε συνεχῶς
τὴν ἀδιάντροπον θυγατέρα, μήπως
τυχὸν αὐτή, ἐκμεταλλευόμενη
τὴν ἀμέλειάν σου, κάμῃ
κακὴν χρῆσιν εἰς βάρος της.
|
10
Καθ' ἣν περίπτωσιν ἡ θυγάτηρ σου δὲν ἀποτρέπεται
καὶ δὲν ἀπομακρύνεται ἀπὸ τοὺς
ἄνδρας, βάλε στερεὰν καὶ συνεχῆ ἐπιτήρησιν
ἐπ’ αὐτῆς, ἵνα μή, εὑροῦσα
εὐκαιρίαν καὶ ἐλευθερίαν, καταχρασθῇ
τὸν ἑαυτόν της καὶ πάθη κακόν τι.
|
11
Ὀπίσω ἀναιδοῦς ὀφθαλμοῦ
φύλαξαι, καὶ μὴ θαυμάσῃς ἐὰν
εἰς σὲ πλημμελήσῃ· |
11
Πρόσεξε τὰ ἀναιδῆ βλέμματά
της καὶ μὴ ἐκπλαγῇς, ἐὰν
καὶ πρὸς σὲ τὸν ἴδιον αὐθαδιάσῃ.
|
11
Φυλάξου καὶ σὺ νὰ μὴ παρασυρθῇς
ὀπίσω ἀναιδοῦς ὀφθαλμοῦ ἀδιαντρόπου
γυναικός, καὶ μὴ ἐκπλαγῇς, ἐὰν
ἀπροσεκτήσας παρασυρθῇς καὶ διαπράξῃς
τὸ κακόν. |
12
ὡς διψῶν ὁδοιπόρος τὸ στόμα
ἀνοίξει, καὶ ἀπὸ παντὸς
ὕδατος τοῦ σύνεγγυς πίεται, κατέναντι
παντὸς πασσάλου καθήσεται καὶ ἔναντι
βέλους ἀνοίξει φαρέτραν. |
12
Ἡ κόρη αὐτή, σὰν διψασμένος
ὁδοιπόρος, θὰ ἀνοίξῃ τὸ
στόμα της, καὶ θὰ ρουφήσῃ κάθε
νερό, ποὺ θὰ συναντήσῃ. Θὰ
καθίσῃ ἀπέναντι ὁποιουδήποτε
πασσάλου καὶ εἰς κάθε πονηρὸν
βέλος θὰ ἀνοίξῃ τὴν φαρέτραν
της. |
12
Ὅπως ὁ διψασμένος ὁδοιπόρος, ἀνοίγει
τὸ στόμα της διὰ νὰ πίῃ ἀπὸ
κάθε νερό, ποὺ θὰ εὑρεθῇ πλησίον της·
θὰ καθήσῃ ἀπέναντι ἀπὸ κάθε
πάσσαλον καὶ θὰ ἀνοίξῃ τὴν βελοθήκην
διὰ νὰ δεχθῇ κάθε βέλος.
|
13
Χάρις γυναικὸς τέρψει τὸν ἄνδρα
αὐτῆς, καὶ τὰ ὀστᾶ αὐτοῦ
πιανεῖ ἡ ἐπιστήμη αὐτῆς.
|
13
Ὅμως ἡ χάρις, ἡ ψυχικὴ εὐγένεια
καὶ καλωσύνη τῆς συζύγου τέρπει
τὸν ἄνδρα της. Ἡ δὲ ὀρθοφροσύνη
καὶ ἡ καλὴ διαγωγή της θὰ στερεώσουν
καὶ θὰ θρέψουν τὰ ὀστᾶ
του. |
13
Ἡ χάρις καὶ ἡ καλωσύνη μιᾶς γυναικὸς
θὰ χαροποιήσῃ τὸν ἄνδρα της, καὶ
ἡ διάκρισις καὶ ἡ σύνεσίς της θὰ λιπάνῃ
καὶ θὰ θρέψῃ τὰ ὀστᾶ του,
προσδίδουσα εἰς αὐτὸν δύναμιν καὶ
ἰσχύν. |
14
Δόσις Κυρίου γυνὴ σιγηρά, καὶ
οὐκ ἔστιν ἀντάλλαγμα πεπαιδευμένης
ψυχῆς. |
14
Δωρεὰ Θεοῦ εἶναι γυνὴ σιωπηλή.
Δὲν ὑπάρχει δὲ κανένα ἀντάλλαγμα
μιᾶς γυναικείας ψυχῆς, μορφωμένης
κατὰ Θεόν.
|
14
Δῶρον τοῦ Κυρίου εἶναι ἡ σιωπηλὴ
γυναῖκα, καὶ δὲν ὑπάρχει ἀντάλλαγμα
γυναικείας ψυχῆς μορφωμένης καὶ παιδαγωγημένης.
|
15
Χάρις ἐπὶ χάριτι γυνὴ αἰσχυντηρά,
καὶ οὐκ ἔστι σταθμὸς πᾶς ἄξιος
ἐγκρατοῦς ψυχῆς. |
15
Ἡ ἐντροπαλὴ καὶ συνεσταλμένη
σύζυγος εἶναι διπλῆ χάρις παρὰ
τοῦ Θεοῦ, καὶ δὲν ὑπάρχει
ζύγι ἱκανόν, νὰ σταθμίσῃ
τὴν ἀξίαν τῆς ἐναρέτου
αὐτῆς ψυχῆς.
|
15
Χάριν ἐπάνω εἰς ἄλλην χάριν ἀποτελεῖ
ἡ ἐντροπαλὴ καὶ σεμνὴ γυναῖκα,
καὶ δὲν ὑπάρχει ζύγιον οἰονδήποτε
ἀντάξιον, διὰ τοῦ ὁποίου θὰ
ἦτο δυνατὸν νὰ ζυγισθῇ ἡ ἀξία
τῆς κυριαρχούσης ἐφ’ ἑαυτῆς καὶ
ἐγκρατοῦς ταύτης ψυχῆς.
|
16
Ἥλιος ἀνατέλλων ἐν ὑψίστοις
Κυρίου καὶ κάλλος ἀγαθῆς γυναικὸς
ἐν κόσμῳ οἰκίας αὐτῆς.
|
16
Ὅπως ὁ ἀνατέλλων ἥλιος εἰς
τὰ ὕψη τοῦ οὐρανοῦ τοῦ
Κυρίου, ἔτσι καὶ τὸ ψυχικὸν
κάλλος τῆς ἐναρέτου γυναικὸς
λάμπει μέσα εἰς τὸν στολισμὸν
τῆς οἰκίας της.
|
16
Σὰν τὸν ἥλιον, ὁ ὁποῖος
ἀνατέλλει καὶ ἀναβαίνει εἰς τὸ
ὕψος τοῦ οὐρανοῦ τοῦ Κυρίου,
ἔτσι καὶ τὸ κάλλος τῆς ἐναρέτου
γυναικὸς λάμπει εἰς τὸν στολισμὸν
τοῦ οἴκου της. |
17
Λύχνος ἐκλάμπων ἐπὶ λυχνίας
ἁγίας καὶ κάλλος προσώπου ἐπὶ
ἡλικίᾳ στασίμῃ.
|
17
Ὅπως λάμπει ὁ λύχνος ἐπάνω
εἰς τὴν ἱερὰν ἐπτάφωτον
λυχνίαν, ἔτσι ἀκτινοβολεῖ καὶ
ἡ ὡραιότης τοῦ προσώπου της
εἰς τὸ καμαρωτὸν σῶμα της.
|
17
Σὰν λύχνος, ποὺ λάμπει ἐπὶ λυχνοστάτου
ἁγίου, ἔτσι εἶναι καὶ ἡ εὐμορφία
τοῦ προσώπου της ἐπὶ ἀναστήματος καλοδεμένου.
|
18
Στῦλοι χρύσεοι ἐπὶ βάσεως ἀργυρᾶς
καὶ πόδες ὡραῖοι ἐπὶ στέρνοις
εὐσταθοῦς. |
18
Ὅπως εἶναι οἱ χρυσοῖ στῦλοι
ἐπάνω εἰς τὰ ἀργυρᾶ βάθρα
των, ἔτσι καὶ οἱ ὡραῖοι πόδες
στηρίζουν τὸ καλοδεμένον στῆθος, τὸ
ὡραῖον σῶμα της.
|
18
Σὰν στῦλοι χρυσοὶ ἐπὶ βάσεως
ἀργυρᾶς, ἔτσι εἶναι καὶ οἱ
ὡραῖοι πόδες της, ὑποβαστάζοντες καλοδεμένον
στῆθος. |
19
Τέκνον, ἀκμὴν ἡλικίας σου συντήρησον
ὑγιῆ, καὶ μὴ δῷς ἀλλοτρίοις
τὴν ἰσχύν σου.
|
19
Παιδί μου, κατὰ τὸ ἄνθος τῆς
ἡλικίας σου φύλαξε ὑγιῆ τὸν
ἑαυτόν σου, καὶ μὴ ἐκδαπανήσῃς
εἰς ξένα πρόσωπα τὴν δύναμίν
σου. |
19
Τέκνον μου, τὸ ἄνθος καὶ τὴν ἀκμὴν
τῆς ἡλικίας σου φύλαξέ την ὑγιῆ καὶ
μὴ δώσῃς τὴν δύναμίν σου εἰς ξένους
καὶ εἰς γυναῖκας ἀγνώστους.
|
20
Ἀναζητήσας παντὸς πεδίου εὔγειον
κλῆρον σπεῖρε τὰ ἴδια σπέρματα
πεποιθὼς τῇ εὐγενείᾳ σου·
|
20
Ἀλλά, ἀφοῦ ἀναζητήσῃς
εἰς κάθε ἀγρὸν καλὸν ἔδαφος,
ἀγαθὴν γυναῖκα, σπεῖρε ἐκεῖ
τὰ σπέρματά σου μὲ τὴν πεποίθησιν,
ὅτι θὰ ἀποκτήσῃς γνησίους
καὶ καλοὺς ἀπογόνους.
|
20
Ἀφοῦ ζητήσῃς εἰς κάθε τόπον ἀγρόν
(=γυναῖκα) μὲ καλὸν ἔδαφος καὶ
εὔφορον χῶμα, σπεῖρε ἐκεῖ τὰ
σπέρματά σου μὲ πεποίθησιν καὶ ἐμπιστοσύνην
εἰς τὴν γνησιότητα καὶ καθαρότητα τῶν
ἀπογόνων καὶ τῆς γενεᾶς σου.
|
21
οὕτως τὰ γενήματά σου περιόντα
καὶ παρρησίαν εὐγενείας ἔχοντα
μεγαλυνοῦσι. |
21
Ἔτσι τὰ παιδιά σου θὰ εὑρίσκονται
γύρω σου καὶ μὲ τὸ θάρρος, ποὺ
τοὺς δίνει ἡ γνησιότης καὶ εὐγένεια
τῆς καταγωγῆς των, θὰ μεγαλώνουν.
|
21
Ἔτσι τὰ παιδιὰ καὶ γεννήματά σου,
ποὺ θὰ σὲ περιβάλλουν καὶ θὰ
ἔχουν τὴν παρρησίαν τῆς γνησίας καταγωγῆς
των, θὰ μεγαλώνουν τιμημένα. |
22
Γυνὴ μισθία ἴση σιάλῳ λογισθήσεται,
ὕπανδρος δὲ πύργος θανάτου τοῖς
χρωμένοις λογισθήσεται.
|
22
Γυνὴ ποὺ πωλεῖται ἀναιδῶς εἶναι
σιχαμερὴ ὡσὰν τὸ σάλιο, ἡ
δὲ πιστὴ σύζυγος θὰ φανῇ πύργος,
ποὺ ἐκτοξεύει τὸν θάνατον ἐναντίον
ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι μὲ
πονηρὰν διάθεσιν θὰ σκεφθοῦν νὰ
τὴν πλησιάσουν.
|
22
Ἡ μισθωμένη γυναῖκα θὰ ὑπολογίζεται
ἴση πρὸς τὸν σίελον, ὁ ὁποῖος
εὔκολα καὶ μετ’ ἀηδίας ἀποπτύεται,
ἡ ὑπανδρευμένη ὅμως καὶ τιμία θὰ
παρουσιασθῇ σὰν πύργος θανάτου εἰς ὅσους
θὰ ἀποπειραθοῦν νὰ τὴν μεταχειρισθοῦν
ὡς προστυχόν. |
23
Γυνὴ ἀσεβὴς ἀνόμῳ μερὶς
δοθήσεται, εὐσεβὴς δὲ δίδοται
τῷ φοβουμένῳ τὸν Κύριον.
|
23
Ἡ ἀσεβὴς ὅμως γυνὴ παραχωρεῖται
ὡς τιμωρία εἰς τὸν ἀσεβῆ
ἄνδρα, ἡ δὲ εὐσεβὴς γυναῖκα
δίδεται πρὸς ἐκεῖνον, ποὺ φοβεῖται
τὸν Κύριον. |
23
Ἡ ἀσεβῇς γυναῖκα θὰ δοθῇ
μερίδιον καὶ κληρονομία εἰς παραβάτην τοῦ
θείου Νόμου, ἡ εὐσεβὴς δὲ γυναῖκα
δίδεται εἰς ἐκεῖνον ποὺ φοβεῖται
τὸν Θεόν. |
24
Γυνὴ ἀσχήμων ἀτιμίαν κατατρίψει,
θυγάτηρ δὲ εὐσχήμων καὶ τὸν
ἄνδρα ἐντραπήσεται.
|
24
Γυνὴ ἀναίσχυντος θὰ περιπέσῃ
καὶ θὰ καταπίῃ κάθε ἀναισχυντίαν,
ἡ δὲ συνεσταλμένη καὶ ἐντροπαλὴ
κόρη θὰ ἐντραπῇ καὶ τὸν
μέλλοντα σύζυγόν της.
|
24
Ἡ ἀδιάντροπος γυναῖκα θὰ περιφρονήσῃ
πᾶσαν μομφὴν καὶ ἐπίκρισιν ἀτιμάζουσαν
αὐτήν, ἐνῷ ἡ σεμνὴ καὶ
ἐντροπαλὴ κόρη θὰ ἐντραπῇ καὶ
αὐτὸν τὸν ἄνδρα της.
|
25
Γυνὴ ἀδιάτρεπτος ὡς κύων λογισθήσεται,
ἡ δὲ ἔχουσα αἰσχύνην τὸν
Κύριον φοβηθήσεται.
|
25
Γυνὴ ἀδιάντροπος θὰ θεωρῆται
ὡσὰν σκύλα, ἡ συνεσταλμένη ὅμως
καὶ ντροπαλὴ θὰ φοβῆται τὸν
Κύριον. |
25
Ἡ ἀδιάντροπος γυναῖκα, ἡ μὴ
ἀποτρεπομένη ἀπὸ τὸ κακόν, ἀλλ'
ἐπιμένουσα εἰς αὐτό, θὰ θεωρηθῇ
ὁμοία πρὸς σκύλον, αὐτὴ δὲ ποὺ
ἔχει ἐντροπὴν καὶ συστολήν, θὰ
φοβῆται τὸν Θεόν |
26
Γυνὴ ἄνδρα ἴδιον τιμῶσα σοφὴ
πᾶσι φανήσεται, ἀτιμάζουσα δὲ
ἐν ὑπερηφανίᾳ ἀσεβὴς πᾶσι
γνωσθήσεται. Γυναικὸς ἀγαθῆς μακάριος
ὁ ἀνήρ, ὁ γὰρ ἀριθμὸς
τῶν ἐτῶν αὐτοῦ διπλάσιος
ἔσται. |
26
Γυνή, ἡ ὁποία τιμᾷ τὸν
σύζυγόν της, θὰ φανῇ εἰς ὅλους,
ὅπως καὶ εἶναι πράγματι, σοφή.
Ἐξ ἀντιθέτου γυναίκα ἀσεβὴς
καὶ ἀλαζονική, ποὺ ἐξευτελίζει
τὸν ἄνδρα της, θὰ γίνῃ γνωστὴ
ὡς τοιαύτη εἰς ὅλους. Εὐτυχὴς
εἶναι ὁ ἄνδρας, ποὺ ἐπῆρε
σύζυγον ἐνάρετον. Ὁ ἀριθμὸς
τῶν ἐτῶν του θὰ εἶναι διπλάσιος.
|
26
Γυναῖκα ἡ ὁποία τιμᾷ τὸν ἄνδρα
της, θὰ φανῇ εἰς ὅλους συνετὴ
καὶ σοφή, ἐκείνη ὅμως ποὺ λόγῳ
τοῦ ἐγωϊσμοῦ καὶ τῆς ὑπερηφανείας
της ἀτιμάζει καὶ περιφρονεῖ τὸν ἄνδρα
της, θὰ καταστῇ γνωστὴ εἰς ὅλους
ὡς ἀσεβής. Μακάριος καὶ εὐτυχὴς
εἶναι ὁ ἄνδρας τῆς ἐναρέτου
γυναικός. Εἶναι δὲ οὗτος εὐτυχὴς
καὶ διότι ὁ ἀριθμὸς τῶν ἐτῶν
τῆς ζωῆς του θὰ διπλασιασθῇ.
|
27
Γυνὴ μεγαλόφωνος καὶ γλωσσώδης ὡς
σάλπιγξ πολέμων εἰς τροπὴν θεωρηθήσεται,
ἀνθρώπου δὲ παντὸς ψυχὴ ὁμοιότροπος
τούτοις, πολέμου ἀκαταστασίαις τὴν
ψυχὴν διαιτηθήσεται. |
27
Γυνή, ποὺ κραυγάζει καὶ ἔχει
μεγάλην γλῶσσαν, ὁμοιάζει μὲ
πολεμικὴν σάλπιγγα, ποὺ τρέπει εἰς
φυγὴν ἐχθρόν. Καὶ παντὸς ἀνθρώπου
ψυχὴ ὑπὸ τοιαύτας συνθήκας θὰ
διέρχεται ζωὴν ἀκατάστατον καὶ
πολεμικήν.
|
27
Γυναῖκα ποὺ ἐξαπολύει φωνὰς καὶ
κραυγάς, ἔχει δὲ καὶ μεγάλην γλῶσσαν,
ὁμοιάζει πρὸς πολεμικὴν σάλπιγγα, ἡ
ὁποία σαλπίζει ὑποχώρησιν καὶ δίδει τὸ
σύνθημα τῆς φυγῆς. Ἔτσι καὶ πᾶσα
ψυχὴ ἀνδρός, ὑπὸ παρομοίας συνθήκας
πρὸς τοὺς ἐν πολέμῳ φυγαδευομένους
εὑρισκομένη, θὰ διαιτᾶται καὶ θὰ
περνᾷ ζωὴν μὲ πολεμικὰς ἀκαταστασίας
καὶ ἀναστατώσεις. |
-28
Ἐπὶ δύσι λελύπηται ἡ καρδία
μου, καὶ ἐπὶ τῷ τρίτῳ
θυμός μοι ἐπῆλθεν· ἀνὴρ
πολεμιστὴς ὑστερῶν δι' ἔνδειαν, καὶ
ἄνδρες συνετοὶ ἐὰν σκυβαλισθῶσιν,
ἐπανάγων ἀπὸ δικαιοσύνης ἐπὶ
ἁμαρτίαν· ὁ Κύριος ἑτοιμάσει
εἰς ρομφαίαν αὐτόν.
|
28
Διὰ δύο πράγματα λυπεῖται ἡ
καρδία μου· κάποιο δὲ τρίτον
ἐξεγείρει τὴν ἀγανάκτησίν
μου· πρῶτον, ἀνὴρ ὁ ὁποῖος
ἐπολέμησε διὰ τὴν πατρίδα του
καὶ ἔχει καταπέσει εἰς πτωχείαν.
Δεύτερον, ἄνδρες συνετοί, ἐὰν
θεωρηθοῦν ὡς σκύβαλα καὶ παραμερισθοῦν.
Τρίτον δὲ καὶ χειρότερον, ἄνθρωπος
ὁ ὁποῖος ἀπὸ τὸν δρόμον
τῆς ἀρετῆς μεταπηδᾷ εἰς τὰ
ἀδιέξοδα τῆς ἁμαρτίας. Ὁ
Κύριος τὸν ἑτοιμάζει διὰ τὴν
μάχαιραν τῆς ὀργῆς του.
|
28
Διὰ δύο πράγματα ἔχει λυπηθῇ ἡ καρδία
μου καὶ δι’ ἕνα τρίτον μὲ κατέλαβε θυμὸς
καὶ ἀγανάκτησις· τὸ πρῶτον, ποὺ
μὲ ἐλύπησεν, εἶναι ἄνθρωπος, ποὺ
ἐπολέμησε διὰ τὴν πατρίδα του, νὰ
ὑστερῆται καὶ νὰ ὑποφέρῃ
ἀπὸ πτωχείαν τὸ δεύτερον, ἐὰν
περιφρονηθοῦν καὶ παραμερισθοῦν σὰν
σκύβαλα ἄνδρες συνετοὶ καὶ ἐνάρετοι·
ἠγανάκτησα δὲ δι’ ἐκεῖνον, ποὺ
ἐπανέρχεται καὶ ξαναγυρίζει ἀπὸ τὴν
ἀρετὴν εἰς τὴν ἁμαρτίαν. Ὁ
Κύριος θὰ τὸν ἐτοιμάσῃ διὰ τὴν
μάχαιραν. |
29
Μόλις ἐξελεῖται ἔμπορος ἀπὸ
πλημμελείας, καὶ οὐ δικαιωθήσεται
κάπηλος ἀπὸ ἁμαρτίας.
|
29
Ἕνας ἔμπορος μόλις καὶ μετὰ
δυσκολίας θὰ ἀποφύγῃ τὴν
ἀδικίαν. Ὁ μεταπράτης ὅμως δὲν
θὰ κατορθώσῃ, νὰ ἀπαλλαγῇ
ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν. |
29
Μόλις καὶ μετὰ δυσκολίας θὰ ἀποφύγῃ
ὁ ἔμπορος τὴν ἀδικίαν, καὶ ὁ
μικροπωλητὴς μεταπράτης δὲν θὰ ἀπαλλαγῇ
ποτὲ ἀπὸ ἁμαρτίαν. |