Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ἐκδικῶν
παρὰ Κυρίου εὑρήσει ἐκδίκησιν,
καὶ τὰς ἁμαρτίας αὐτοῦ
διατηρῶν διατηρήσει.
|
κεῖνος
ποὺ ἐκδικεῖται τοὺς ἄλλους,
θὰ ὑποστῇ ἐκδίκησιν καὶ
τιμωρίαν ἀπὸ τὸν Θεόν, ὁ
ὁποῖος θὰ τοῦ καταλογίσῃ
αὐστηρῶς καὶ θὰ τιμωρήσῃ
τὰς ἁμαρτίας του.
|
κεῖνος
ποὺ ἐκδικεῖται τοὺς ἄλλους,
θὰ εὕρῃ τιμωρίαν καὶ ἐκδίκησιν
ἀπὸ τὸν Κύριον, ὁ Ὁποῖος
τὰς ἁμαρτίας του ἀφεύκτως καὶ
ἀσφαλῶς θὰ διατηρήσῃ ἀσυγχωρήτους.
|
2
Ἄφες ἀδίκημα τῷ πλησίον σου,
καὶ τότε δεηθέντος σου αἱ ἁμαρτίαι
σου λυθήσονται. |
2
Συγχώρησε τὸ ἀδίκημα, ποὺ σοῦ
ἔκαμεν ὁ πλησίον σου, καὶ τότε,
ὅταν προσευχηθῇς πρὸς τὸν Θεόν,
θὰ λυθοῦν καὶ αἱ ἰδικαί
σου ἁμαρτίαι.
|
2
Συγχώρησε εἰς τὸν πλησίον σου τὴν ἀδικίαν,
ποὺ σοῦ ἔκαμε, καὶ τότε, ὅταν
ἀπευθύνῃς καὶ σὺ δέησιν καὶ
προσευχήν, θὰ λυθοῦν καὶ θὰ συγχωρηθοῦν
αἱ ἁμαρτίαι σου. |
3
Ἄνθρωπος ἀνθρώπῳ συντηρεῖ ὀργήν,
καὶ παρὰ Κυρίου ζητεῖ ἴασιν;
|
3
Ὁ ἄνθρωπος ἐνῷ διατηρῇ μνησικακίαν
καὶ ὀργὴν ἐναντίον τοῦ
συνανθρώπου του, ζητεῖ ἐν τούτοις
νὰ πάρῃ αὐτὸς συγχώρησιν
ἀπὸ τὸν Θεόν;
|
3
Ὁ ἄνθρωπος διατηρεῖ μῖσος καὶ
ὀργὴν κατὰ τοῦ ὁμοίου του ἀνθρώπου,
καὶ τολμᾷς νὰ ζητῇ ἀπὸ
τὸν Κύριον θεραπείαν καὶ συγχώρησιν;
|
4
Ἐπ' ἄνθρωπον ὅμοιον αὐτῷ οὐκ
ἔχει ἔλεος, καὶ περὶ τῶν ἁμαρτιῶν
αὐτοῦ δεῖται; |
4
Διὰ τὸν ὁμοιοπαθῆ πλησίον του
δὲν αἰσθάνεται αὐτὸς ἔλεος
καὶ συμπάθειαν, καὶ παρ' ὅλον τοῦτο
ζητεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸν ἔλεος
διὰ τὰς ἁμαρτίας του;
|
4
Εἰς τὸν ὅμοιόν του ἄνθρωπον δὲν
ἔχει καὶ δὲν δεικνύει ἔλεος, καὶ
διὰ τὰς ἰδικάς του ἁμαρτίας παρακαλῶ
τὸν Θεόν, ἵνα δείξῃ ἔλεος δι’ αὐτάς;
|
5
Αὐτὸς σὰρξ ὢν διατηρεῖ μῆνιν,
τὶς ἐξιλάσεται τὰς ἁμαρτίας
αὐτοῦ; |
5
Αὐτός, ἀδύνατη σάρξ, κρατεῖ
μέσα του μνησικακίαν καὶ ὀργήν.
Ποιὸς ὅμως ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει
θὰ συγχωρήσῃ τὰς ἁμαρτίας
του; |
5
Αὐτός, ἐνῷ εἶναι σάρκα φθαρτὴ
καὶ ἀδύνατος, διατηρεῖ καὶ τρέφει
μέσα τοῦ ἔχθραν κατὰ τοῦ ὁμοίου
του· ποῖος λοιπὸν θὰ συγχωρήσῃ τὰς
ἁμαρτίας του; |
6
Μνήσθητι τὰ ἔσχατα καὶ παῦσαι
ἐχθραίνων, καταφθορὰν καὶ θάνατον,
καὶ ἔμμενε ἐντολαῖς.
|
6
Νὰ ἐνθυμῆσαι τὰ τέλη σου καὶ
παῦσε νὰ τρέφῃς ἔχθραν ἐναντίον
τῶν ἄλλων. Ἐνθυμήσου τὴν φθορὰν
καὶ τὸν θάνατον καὶ μένε πιστὸς
τηρητὴς τῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου.
|
6
Ἐνθυμήσου τὰς τελευταίας στιγμὰς τῆς
ζωῆς σου καὶ παῦσε νὰ διατηρῇς
ἔχθραν· ἐνθυμοῦ τὴν φθορὰν
τοῦ σώματος καὶ τὸν θάνατον καὶ μένε
πιστὸς εἰς τὴν τήρησιν τῶν ἐντολῶν
τοῦ Κυρίου. |
7
Μνήσθητι ἐντολῶν καὶ μὴ μηνίσῃς
τῷ πλησίον, καὶ διαθήκην Ὑψίστου
καὶ πάριδε ἄγνοιαν.
|
7
Νὰ ἔχῃς πάντοτε ζωηρὰ ὑπ'
ὄψιν σου τὰς ἐντολὰς τοῦ Κυρίου
καὶ νὰ μὴ ὀργίζεσαι ἐναντίον
τοῦ πλησίον σου. Ἔχε κατὰ νοῦν
τὴν διαθήκην τοῦ Ὑψίστου καὶ
παράβλεψε τὰς ἀδικίας, τὰς ὁποίας
ἐξ ἀγνοίας ἢ καὶ ἐν γνώσει
σοῦ ἔχουν κάμει οἱ ἄλλοι.
|
7
Ἐνθυμοῦ τὰς ἐντολὰς τοῦ
Κυρίου καὶ μὴ τρέφῃς ὀργὴν καὶ
ἐκδικητικὰς διαθέσεις κατὰ τοῦ πλησίον·
μὴ λησμονῇς τὴν Διαθήκην τοῦ Ὑψίστου
καὶ παράβλεπε τὰ ἐξ ἀγνοίας
καὶ ἀδυναμίας σφάλματα τῶν ἄλλων πρὸς
σέ. |
8
Ἀπόσχου ἀπὸ μάχης, καὶ
ἐλαττώσεις ἁμαρτίας· ἄνθρωπος
γὰρ θυμώδης ἐκκαύσει μάχην,
|
8
Νὰ ἀποφεύγῃς τὰς φιλονεικίας
καὶ ἔτσι θὰ περιορίσῃς πάρα
πολὺ τὰς ἁμαρτίας σου. Διότι
ἄνθρωπος ἐριστικὸς καὶ θυμώδης
ρίπτει ἔλαιον εἰς τὴν φωτιὰν
καὶ ἀνάπτει μάχας.
|
8
Φεῦγε μακρὰν ἀπὸ κάθε φιλονικίαν καὶ
θὰ ὀλιγοστεύσῃς τὰς ἁμαρτίας
σου· διότι ὁ θυμώδης ἄνθρωπος θὰ ἀνάψῃ
σὰν φωτιὰν τὴν φιλονικίαν, καὶ ἂν
εὑρεθῇς ἀναμεμιγμένος καὶ σύ, ἑπόμενον
εἶναι νὰ παρεκτραπῇς καὶ νὰ
ἁμαρτήσῃς. |
9
καὶ ἀνὴρ ἁμαρτωλὸς ταράξει
φίλους καὶ ἀνὰ μέσον εἰρηνευόντων
ἐμβάλλει διαβολήν. |
9
Ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς καὶ φιλόνεικος
δημιουργεῖ ἀναταραχὴν καὶ μεταξὺ
τῶν φίλων· ὅπως ἐπίσης
καὶ μεταξὺ ἀνθρώπων ποὺ ζοῦν
εἰρηνικῶς διασπείρει διαβολάς.
|
9
Καὶ ὁ ἁμαρτωλὸς καὶ φιλόνικος
ἄνθρωπος θὰ ταράξῃ καὶ θὰ στενοχωρήσῃ
τοὺς φίλους του, καὶ ἀνάμεσα εἰς τοὺς
διάγοντας ἐν εἰρήνῃ ἐνσπείρει διαβολὰς
καὶ τοὺς ἀναστατώνει.
|
10
Κατὰ τὴν ὕλην τοῦ πυρὸς οὕτως
ἐκκαυθήσεται, καὶ κατὰ τὴν ἰσχὺν
τοῦ ἀνθρώπου ὁ θυμὸς αὐτοῦ
ἔσται, καὶ κατὰ τὸν πλοῦτον
ἀνυψώσει ὀργὴν αὐτοῦ,
καὶ κατὰ τὴν στερέωσιν τῆς μάχης
ἐκκαυθήσεται. |
10
Ἡ φωτιὰ καίει καὶ ἐπεκτείνεται
ἀνάλογα μὲ τὰ ξύλα, ποὺ
τῆς ρίπτονται. ῎Ετσι καὶ ὁ θυμὸς
ἑνὸς ἀνθρώπου εἶναι ἀνάλογος
μἐ τὴν δύναμιν καὶ τὴν ἐξουσίαν,
ποὺ ἔχει. Ἀγριεύει καὶ μεγαλώνει
ἀνάλογα μὲ τὸν πλοῦτον·
ὅσον δὲ στερεώνει καὶ ἐπεκτείνεται
ἡ διαμάχη, τόσον καὶ περισσότερον
ἀνάβει ὁ θυμός.
|
10
Ἀναλόγως τῆς ποσότητος καὶ ποιότητος τῆς
καυσίμου ὕλης θὰ φουντώσῃ καὶ ἡ
ἐξ αὐτῆς πυρά, καὶ ἀνάλογος
πρὸς τὴν ἐπιρροὴν καὶ τὴν
ἐκ τοῦ ἀξιώματος δύναμιν τοῦ ἀνθρώπου
θὰ εἶναι καὶ ὁ θυμός του·
σύμφωνα δὲ μὲ τὸν πλοῦτον του θὰ
μεγαλώσῃ καὶ θὰ αὐξήσῃ τὴν
ὀργήν του, καὶ σύμφωνα μὲ τὴν
παράτασιν καὶ ἐνδυνάμωσιν τῆς φιλονικίας
θὰ ἀνάψῃ οὗτος περισσότερον.
|
11
Ἔρις κατασπευδομένη ἐκκαίει πῦρ,
καὶ μάχη κατασπεύδουσα ἐκχέει
αἶμα. |
11
Ἔρις, ἡ ὁποία δὲν συγκρατεῖται,
ἀνάβει πυρκαϊάν· καὶ λογομαχία
βιαία καὶ ὁρμητικὴ φθάνει μέχρις
ἐκχύσεως αἵματος.
|
11
Φιλονικία ἀσυγκράτητος καὶ ὁλονὲν
αὐξάνουσα ἀνάπτει φωτιάν, καὶ φιλονικία
ποὺ συνεχίζεται καὶ μεγαλώνει, καταλήγει εἰς
αἱματοχυσίαν. |
12
Ἐὰν φυσήσῃς εἰς σπινθῆρα,
ἐκκαήσεται, καὶ ἐὰν πτύσῃς
ἐπ' αὐτόν, σβεσθήσεται· καὶ
ἀμφότερα ἐκ τοῦ στόματός
σου ἐκπορεύεται. |
12
Ἐὰν φυσήσῃς ἕνα σπινθῆρα,
ἀνάπτεις φωτιάν, ἐὰν ὅμως
φτύσῃς ἐπάνω εἰς τὸν σπινθῆρα
τὸν σβήνεις. Καὶ τὰ δύο προέρχονται
ἀπὸ τὸ στόμα σου.
|
12
Ἐὰν φυσήσῃς μίαν σπίθαν, θὰ ἀνάψῃ
περισσότερον· καὶ ἐὰν πτύσῃς
ἐπ’ αὐτῆς, θὰ σβεσθῇ. Καὶ
τὰ δύο, ἤτοι καὶ τὸ ἄναμμα καὶ
τὸ σβήσιμον τῆς σπίθας, ἀπὸ τὸ
στόμα σου βγαίνουν. Ἀπὸ σὲ λοιπὸν
ἐξαρτᾶται καὶ νὰ ἀνάψῃ
καὶ νὰ σβήσῃ ἡ φιλονικία.
|
13
Ψίθυρον καὶ δίγλωσσον καταράσασθε,
πολλοὺς γὰρ εἰρηνεύοντας ἀπώλεσαν.
|
13
Καταρασθῆτε τὸν δόλιον ψιθυριστὴν
καὶ τὸν διπρόσωπον ἄνθρωπον, διότι
κάτι τέτοιοι κατέστρεψαν πολλοὺς εἰρηνικοὺς
ἀνθρώπους.
|
13
Καταρασθῆτε τὸν ψιθυριστήν, ποὺ κρυφίως
κακολογεῖ, καὶ τὸν διπλοπρόσωπον, διότι
οὖτοι κατέστρεψαν πολλούς, οἱ ὁποῖοι
ἐζοῦσαν εἰρηνικά. |
14
Γλῶσσα τρίτη πολλοὺς ἐσάλευσε
καὶ διέστησεν αὐτοὺς ἀπὸ
ἔθνους εἰς ἔθνος καὶ πόλεις
ὀχυρὰς καθεῖλε καὶ οἰκίας
μεγιστάνων κατέστρεψε. |
14
Γλῶσσα δηλητηριώδης καὶ συκοφαντικὴ
πολλοὺς ἀνεστάτωσεν. Ἐξώρισεν
αὐτοὺς ἀπὸ τὸ ἔθνος των
εἰς ἄλλο ἔθνος, ἐκρήμνισεν ὀχυρὰς
πόλεις καὶ κατέστρεψεν οἴκους ἀρχόντων.
|
14
Τρίτου προσώπου ἡ κακὴ καὶ συκοφαντικὴ
γλῶσσα πολλοὺς ἐτάραξε καὶ συνεκλόνισε,
ἠνάγκασε δὲ τούτους νὰ ἀπομακρυνθοῦν
καὶ νὰ φύγουν ἀπὸ ἐν ἔθνος
εἰς ἄλλο, ἀλλὰ καὶ πόλεις ὀχυρὰς
ἐκρήμνισε καὶ οἴκους ἀρχόντων κατέστρεψε.
|
15
Γλῶσσα τρίτη γυναῖκας ἀνδρείας
ἐξέβαλε καὶ ἐστέρησεν αὐτὰς
τῶν πόνων αὐτῶν.
|
15
Γλῶσσα συκοφαντικὴ ἔδιωξε δραστηρίας
καὶ τιμίας συζύγους ἀπὸ τὸ
σπίτι των καὶ τὰς ἐστέρησεν
ἀπὸ τοὺς καρποὺς τῶν μόχθων
των. |
15
Γλῶσσα κακὴ προσώπου τρίτου ἐξεδίωξε
γυναῖκας ἐναρέτους καὶ ἐργατικὰς
ἀπὸ τοὺς οἴκους των καὶ ἐστέρησεν
αὐτὰς ἀπὸ τοὺς κόπους τῶν
χειρῶν των καὶ τοὺς μόχθους των.
|
16
Ὁ προσέχων αὐτῇ οὐ μὴ
εὕρῃ ἀνάπαυσιν, οὐδὲ κατασκηνώσει
μεθ' ἡσυχίας. |
16
Ἐκεῖνος ποὺ δίδει προσοχὴν εἰς
συκοφαντικὴν γλῶσσαν, δὲν θὰ εὔρῃ
ἀνάπαυσιν καὶ δὲν θὰ κατοικήσῃ
μὲ ἡσυχίαν καὶ εἰρήνην.
|
16
Ἐκεῖνος ποὺ προσέχει καὶ δίδει
πίστιν εἰς αὐτὴν τὴν γλῶσσαν,
δὲν θὰ εὕρῃ ἀνάπαυσιν οὔτε
θὰ κατοικήσῃ ποτὲ μὲ ἡσυχίαν.
|
17
Πληγὴ μάστιγος ποιεῖ μώλωπας, πληγὴ
δὲ γλώσσης συγκλάσει ὀστᾶ.
|
17
Τὰ κτυπήματα τῆς μάστιγος προξενοῦν
πληγὰς εἰς τὴν σάρκα· τὰ
κτυπήματα ὅμως τῆς γλώσσης σπάζουν
κόκκαλα. |
17
Τὰ κτυπήματα τοῦ μαστιγίου ἢ τῆς ράβδου
προκαλοῦν πληγάς, τὸ κτύπημα ὅμως τῆς
γλώσσης τσακίζει κόκκαλα. |
18
Πολλοὶ ἔπεσαν ἐν στόματι μαχαίρας,
καὶ οὐχ ὡς οἱ πεπτωκότες διὰ
γλῶσσαν. |
18
Πολλοὶ ἐφονεύθησαν ἐν στόματι
μαχαίρας· αὐτοὶ ὅμως δὲν
εἶναι τόσοι ὅσοι ἐκεῖνοι, οἱ
ὁποῖοι ἔπεσαν κτυπηθέντες ἀπὸ
συκοφαντικὴν γλῶσσαν.
|
18
Πολλοὶ ἔπεσαν νεκροὶ ἀπὸ τὸ
στόμα τῆς μαχαίρας σφαγέντες· δὲν εἶναι
ὅμως τόσοι, ὅσοι ἔχουν πέσει ἀπὸ
κακὴν γλῶσσαν. |
19
Μακάριος ὁ σκεπασθεὶς ἀπ' αὐτῆς,
ὃς οὐ διῆλθεν ἐν τῷ θυμῷ
αὐτῆς, ὃς οὐχ εἵλκυσε τὸν
ζυγὸν αὐτὸς καὶ ἐν τοῖς
δεσμοῖς αὐτῆς οὐκ ἐδέθη·
|
19
Εὐτυχὴς ἐκεῖνος, ποὺ προεφυλάχθη
ἀπὸ αὐτήν, καὶ δὲν ἔγινε
θῦμα τοῦ θυμοῦ της· αὐτὸς
ποὺ δὲν ἔσυρεν ἐπάνω του τὸν
βαρὺν ζυγὸν τῆς συκοφαντικῆς γλώσσης
καὶ δὲν ἐδέθη μὲ τὰ καταστρεπτικά
της δεσμά.
|
19
Μακάριος εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος
ἐπροφυλάχθη καὶ ἐπροστατεύθη ἀπὸ
τὰ κακά, ποὺ ἐπιφέρει αὕτη, καὶ
ὁ ὁποῖος δὲν ἐδοκίμασε καὶ
δὲν ἔλαβε πεῖραν τοῦ θυμοῦ καὶ
τῆς ἐξάψεώς της, καὶ αὐτὸς
ποὺ δὲν ἔσυρε τὸν ζυγήν της
καὶ δὲν ἐδέθη ἀπὸ τὰ
δεσμά της. |
20
ὁ γὰρ ζυγὸς αὐτῆς ζυγὸς
σιδηροῦς καὶ οἱ δεσμοὶ αὐτῆς
δεσμοὶ χάλκεοι. |
20
Ὁ ζυγὸς τῆς συκοφαντικῆς γλώσσης
εἶναι σιδηρένιος ζυγὸς καὶ τὰ
δεσμά της χάλκινα.
|
20
Διότι ὁ ζυγός της εἶναι ζυγὸς σιδερένιος
καὶ τὰ δεσμά της εἶναι δεσμὰ
χάλκινα. |
21
Θάνατος πονηρὸς ὁ θάνατος αὐτοῦ
καὶ λυσιτελῇς μᾶλλον ὁ ᾅδης
αὐτῆς. |
21
Ὁ θάνατος, τὸν ὁποῖον προκαλεῖ
ἡ φαρμακερὰ γλῶσσα, εἶναι πολὺ
κακός. Προτιμότερος ἀπὸ αὐτὸν
εἶναι ὁ ᾅδης.
|
21
Ὁ θάνατος, ποὺ προκαλεῖ αὕτη, εἶναι
θάνατος σκληρός, καὶ προτιμότερος ἀπὸ αὐτὴν
ὁ ᾅδης καὶ ὁ σκοτεινὸς τάφος.
|
22
Οὐ μὴ κρατήσει εὐσεβῶν, καὶ
ἐν ἐν τῇ φλογὶ αὐτῆς οὐ
καήσονται. |
22
Ἀλλὰ ἡ δηλητηριώδης αὐτὴ
γλῶσσα δὲν θὰ ἀπλώσῃ τὴν
κυριαρχίαν της ἐπάνω εἰς τοὺς
εὐσεβεῖς ἀνθρώπους. Δὲν θὰ
καοῦν αὐτοὶ ἀπὸ τὰς φλόγας
της. |
22
Δὲν θὰ κυριαρχήσῃ ἡ κακὴ
γλῶσσα ἐπὶ τῶν εὐσεβῶν,
καὶ ἀπὸ τὴν φλόγα της δὲν θὰ
καοῦν καὶ δὲν θὰ βλαβοῦν οὗτοι.
|
23
Οἱ καταλείποντες Κύριον ἐμπεσοῦνται
εἰς αὐτήν, καὶ ἐν αὐτοῖς,
ἐκκαήσεται καὶ οὐ μὴ σβεσθῇ·
ἐξαποσταλήσεται ἐπ'
αὐτοῖς ὡς λέων,
καὶ ὡς πάρδαλις λυμανεῖται
αὐτούς. |
23
Ὅσοι ὅμως ἐγκαταλείπουν τὸν
Κύριον, θὰ ἐμπέσουν εἰς τὴν
τυραννικὴν κυριαρχίαν αὐτῆς, θὰ
καοῦν μὲ τὴν φλόγα της καὶ ἡ
φλόγα της δὲν θὰ σβήσῃ. Θὰ
ἐπέλθῃ ἐναντίον των φοβερὰ
ἡ φαρμακερὴ γλῶσσα· ὅπως ὁ
ἄγριος λέων καὶ ὅπως ἡ πάρδαλις,
θὰ καταστρέφῃ αὐτούς.
|
23
Ἐκεῖνοι ὅμως, ποὺ ἐγκαταλείπουν
τὸν Κύριον, θὰ πέσουν εἰς τὰς παγίδας
της καὶ εἰς τὴν ἐξουσίαν της, καὶ
μεταξὺ αὐτῶν θὰ ἀνάψῃ
ἡ φωτιά της καὶ δὲν θὰ σβεσθῇ·
θὰ σταλῇ κατ’ αὐτῶν σὰν λεοντάρι
καὶ σὰν λεοπάρδαλις θὰ κατασπαράξῃ
καὶ θὰ ἐξοντώσῃ αὐτούς.
|
24
Ἴδε περίφραξον τὸ κτῆμά σου
ἀκάναις, τὸ ἀργύριόν σου
καὶ τὸ χρυσίον κατάδησον·
|
24
Πρόσεξε· φράξε ὁλόγυρα τὸ
κτῆμα σου μὲ ἀγκάθια, τὸ δὲ
ἀργύριόν σου καὶ τὸ χρυσίον
δέσε τα ἀσφαλῆ.
|
24
Κύτταξε· φράξε τριγύρω τὸ κτῆμα σου μὲ
ἀγκάθια, καὶ δέσε καλὰ τὰ ἀργυρᾶ
καὶ τὰ χρυσᾶ σου νομίσματα, ἀσφαλίζων
αὐτά. |
25
καὶ τοῖς λόγοις σου ποίησον ζυγὸν
καὶ σταθμόν, καὶ
τῷ στόματί σου ποίησον θύραν
καὶ μοχλόν. |
25
Πάρε ζυγαριὰ καὶ ζύγια, διὰ
νὰ ζυγίσῃς τὰ λόγια σου καὶ
βάλε εἰς τὸ στόμα σου θύραν
καὶ σύρτην.
|
25
Ἀλλὰ καὶ διὰ τὰ λόγια σου κάμε
ζυγαριὰν καὶ ζύγια καὶ ζύγιζέ τα προτοῦ
τὰ εἴπης, καὶ φτιάσε θύραν καὶ σύρτην
εἰς τὸ στόμα σου. |
26
Πρόσεχε μήπως ὀλισθήσῃς ἐν
αὐτῇ, μὴ πέσῃς κατέναντι
ἐνεδρεύοντος. |
26
Πρόσεχε, μὴ γλυστρήσῃς μὲ τὴν
γλῶσσαν σου καὶ πέσῃς εἰς τὰ
χέρια ἐκείνου, ὁ ὁποῖος
καιροφυλακτεῖ, διὰ νὰ σὲ καταστρέψῃ.
|
26
Πρόσεχε μήπως γλιστρήσῃς μὲ τὴν γλῶσσάν
σου, μήπως πέσῃς ἐμπρὸς εἰς τὸν
ἐχθρόν, ὁ ὁποῖος σὲ παραμονεύει
καὶ σοῦ ἔστησεν ἐνέδραν. |