Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ἀγαπῶν
τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐνδελεχήσει
μάστιγας αὐτῷ, ἵνα εὐφρανθῇ
ἐπ' ἐσχάτῳ αὐτοῦ.
|
κεῖνος
ποὺ ἀγαπᾷ τὸ παιδί του, θὰ
τὸ τιμωρῇ συχνά· τοῦτο δέ,
διὰ νὰ τὸ μορφώσῃ, ὥστε
νὰ εὐφρανθῇ ἐκεῖνο κατὰ
τὰ γηρατεῖα του.
|
κεῖνος
ποὺ ἀγαπᾷ τὸν υἱόν του,
θὰ συνεχίζῃ ἐπ’ αὐτοῦ τὰς
μάστιγας καὶ τιμωρίας, διὰ νὰ ἀπολαύσῃ
εὐφροσύνην καὶ χαρὰν κατὰ τὰ
τέλη τῆς ζωῆς του. |
2
Ὁ παιδεύων τὸν υἱὸν αὐτοῦ
ὀνήσεται ἐπ' αὐτῷ καὶ
ἀνὰ μέσον γνωρίμων ἐπ' αὐτῷ
καυχήσεται· |
2
Ἐκεῖνος που διαπαιδαγωγεῖ ὀρθῶς
καὶ μορφώνει τὸ παιδί του, θὰ
ὠφεληθῇ ἀπὸ αὐτὸ καὶ
ἐνώπιον γνωστῶν του ἀνθρώπων
θὰ καυχᾶται δι' αὐτό.
|
2
Ἐκεῖνος ποὺ ἀνατρέφει καὶ παιδαγωγεῖ
αὐστηρῶς τὸν υἱόν του, θὰ
ὠφεληθῇ ἐξ αὐτοῦ καὶ θὰ
καυχηθῇ μεταξὺ τῶν γνωστῶν του δι’
αὐτόν. |
3
ὁ διδάσκων τὸν υἱὸν αὐτοῦ
παραζηλώσει τὸν ἐχθρὸν καὶ ἔναντι
φίλων ἐπ' αὐτῷ ἀγαλλιάσεται.
|
3
Ἐκεῖνος ποὺ διδάσκει ὀρθῶς
τὸ παιδί του, θὰ κάμῃ τὸν
ἐχθρόν του νὰ τὸν ζηλοφθονήσῃ·
ἐνώπιον ὅμως τῶν φίλων του θὰ
εὐφραίνεται δι' αὐτό.
|
3
Αὐτὸς ποὺ διδάσκει τὸν υἱόν
του, θὰ κινήσῃ τὴν ζηλοτυπίαν τοῦ
ἐχθροῦ του καὶ θὰ χαίρεται καυχώμενος
δι’ αὐτὸν ἐμπρὸς εἰς τοὺς
φίλους του. |
4
Ἐτελεύτησεν αὐτοῦ ὁ πατήρ,
καὶ ὡς οὐκ ἀπέθανεν· ὅμοιον
γὰρ αὐτῷ κατέλιπε μετ' αὐτόν.
|
4
Ἀπέθανεν ὁ πατὴρ τοῦ παιδιοῦ
αὐτοῦ, εἶναι ὡς ἐὰν δὲν
ἀπέθανε, διότι ἀφῆκε παιδὶ
ὅμοιον μὲ τὸν ἑαυτόν του.
|
4
Τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ ἀπέθανεν
ὁ πατὴρ καὶ εἶναι ὡς νὰ
μὴ ἀπέθανε· διότι ὁ ἀποθανὼν
πατὴρ τὸν ἀφῆκεν εἰς τὴν
θέσιν του ὡς διάδοχόν του ὅμοιον πρὸς τὸν
ἑαυτόν του. |
5
Ἐν τῇ ζωῇ αὐτοῦ εἶδε καὶ
εὐράνθη καὶ ἐν τῇ τελευτῇ
αὐτοῦ οὐκ ἐλυπήθη. |
5
Ὁ πατέρας, ἐνῷ ἀκόμα ἐζοῦσε,
εἶδε τὸ παιδί του νὰ προοδεύῃ
χάρις εἰς τὴν μόρφωσιν ποὺ τοῦ
ἔδωσε, καὶ εὐχαριστήθη διὰ τοῦτο.
Ὅταν δὲ ἦλθεν ἡ ὥρα τοῦ
θανάτου, δὲν ἐλυπήθη,
|
5
Ὁ πατὴρ τοῦ υἱοῦ τούτου κατὰ
τὴν διάρκειαν τῆς ζωῆς του εἶδεν
αὐτὸν προοδεύοντα καὶ ὑπερευχαριστήθη,
κατὰ δὲ τὴν ὥραν τοῦ θανάτου
του δὲν ἐλυπήθη. |
6
Ἐναντίον ἐχθρῶν κατέλιπεν ἔκδικον
καὶ τοῖς φίλοις ἀντοποδιδόντα
χάριν. |
6
διότι ἀφῆκεν ἕνα δίκαιον τιμωρὸν
ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν του καὶ
ἕνα εὐγνώμονα πρὸς τοὺς φίλους
του, εἰς τοὺς ὁποίους ἐκεῖνο
θὰ ἀνταποδώσῃ τὴν εὐεργεσίαν.
|
6
Δὲν ἐδοκίμασε δὲ λύπην ἀπαρηγόρητον,
διότι φεύγων ἀπὸ τὴν παροῦσαν ζωὴν
ἀφῆκεν ὀπίσω του υἱόν, ὁ ὁποῖος
θὰ εἶναι ἐκδικητὴς κατὰ τῶν
ἐχθρῶν καὶ ὁ ὁποῖος θὰ
ἀνταποδίδῃ εὐγνωμοσύνην εἰς τοὺς
φίλους. |
7
Περιψύχων υἱὸν καταδεσμεύσει
τραύματα αὐτοῦ, καὶ ἐπὶ
πάσῃ βοῇ ταραχθήσεται σπλάγχνα
αὐτοῦ. |
7
Ἐκεῖνος ποὺ παραχαϊδεύει καὶ
δὲν παιδαγωγεῖ ὀρθῶς τὸ παιδί
του, θὰ τὸ ἐνθαρρύνῃ εἰς
ἐκτροπὰς καὶ ἔπειτα θὰ ἐπιδέσῃ
τὰς πληγάς του. Εἰς κάθε κραυγὴν
τοῦ πονοῦντος παιδιοῦ του θὰ ταράσσεται
ἡ πατρική του καρδία.
|
7
Ἐκεῖνος ποὺ θωπεύει πολὺ τὸν
υἱόν του, θὰ περιδέσῃ τὰς πληγὰς
καὶ τὰ τραύματά του ἐκ τῶν παρεκτροπῶν
του· διὰ κάθε δὲ κατακραυγὴν κατὰ
τοῦ σφάλλοντος υἱοῦ του θὰ ταράσσωνται
τὰ σπλάγχνα του καὶ τὸ ἐσωτερικόν
του. |
8
Ἵππος ἀδάμαστος ἀποβαίνει σκληρός,
καὶ υἱὸς ἀνειμένος ἐκβαίνει
προαλής. |
8
Ὅπως ἕνας ἀδάμαστος ἵππος γίνεται
σκληροτράχηλος καὶ ἐπικίνδυνος, ἔτσι
καὶ ἕνα παιδὶ ἐγκαταλελειμμένον
εἰς τὸν ἑαυτόν του καταντᾷ ἀναιδὲς
καὶ ἐπιβλαβές.
|
8
Ἄλογον ποὺ δὲν δαμάζεται διὰ καταλλήλου
γυμνασίας, καθίσταται σκληρὸν καὶ ἄγριον,
καὶ υἱὸς ποὺ ἀφήνεται
ἐλεύθερος καὶ ἀσυμμάζευτος, θὰ
γίνῃ δύστροπος καὶ ἀναιδής.
|
9
Τιθήνησον τέκνον, καὶ ἐκθαμβήσει
σε· σύμπαιξον αὐτῷ, καὶ λυπήσει
σε· |
9
Χάϊδεψε πολὺ τὸ παιδί σου, καὶ
θὰ καταπλαγῇς ἀπὸ τὴν ἀπρεπῆ
συμπεριφοράν του. Ἂν παιδιαρίζῃς μαζῆ
μὲ αὐτό, θὰ δακιμάσῃς
κατόπιν πολλὰς λύπας.
|
9
Περιποιήσου τρυφερῶς καὶ χάϊδεψε τὸν
υἱόν σου, καὶ θὰ ἐκπλαγῇς ἀπὸ
τὴν ἀνάρμοστον συμπεριφοράν του· παῖζε
μαζί του, καὶ θὰ σὲ λυπήσῃ μὲ
τὴν αὐθάδειάν του. |
10
μὴ συγγελάσῃς αὐτῷ, ἵνα
μὴ συνοδυνηθῇς, καὶ ἐπ' ἐσχάτῳ
γομφιάσεις τοὺς ὀδόντας σου.
|
10
Μὴ πολυγελᾶς μαζῆ μὲ αὐτό,
διὰ νὰ μὴ δοκιμάσῃς ἐξ
αἰτίας του πόνους καὶ εἰς τὸ
τέλος μουδιάσουν τὰ δόντια σου ἐξ
αἰτίας του.
|
10
Μὴ πολυγελᾷς μαζί του, διὰ νὰ
μὴ δοκιμάσῃς ἐξ αὐτοῦ πόνον
καὶ ὀδύνην καὶ εἰς τὸ τέλος
μουδιάσουν τὰ δόντια σου ἐκ τῆς κακῆς
διαγωγῆς του. |
11
Μὴ δῷς αὐτῷ ἐξουσίαν ἐν
νεότητι· καὶ μὴ παρίδῃς
τὰς ἀγνοίας αὐτοῦ. |
11
Μὴ δίδῃς εἰς αὐτὸ ἐλευθερίαν
καὶ δικαιώματα κατὰ τὰ χρόνια
τῆς νεότητός του καὶ μὴ κάνῃς
πῶς δὲν βλέπεις τὰς ἀταξίας
του. |
11
Ἐφ' ὅσον εἶναι νέος, μὴ δίδῃς
εἰς αὐτὸν ἐξουσίαν καὶ ἐλευθερίαν
καὶ μὴ παραβλέπῃς τὰ ἐξ ἀπειρίας
καὶ ἀγνοίας σφάλματά του. |
12
Κάμψου τὸν τράχηλον αὐτοῦ ἐν
νεότητι. Θλάσον τὰς πλευρὰς αὐτοῦ,
ὡς ἔστι νήπιος, μήποτε σκληρυνθεὶς
ἀπειθήσῃ σοι. |
12
Κάμψε τὸν τράχηλόν του κατὰ
τὴν νεανικὴν ἡλικίαν, μωλώπισέ
του τὰ πλευρά, ὅταν ἀκόμη εἶναι
μικρός, μήπως τυχὸν καὶ σκληρυνθῇ
ἀδιαπαιδαγώγητος καὶ δείξῃ πρὸς
σὲ ἀπείθειαν.
|
12
Ἐφ' ὅσον εἶναι ἀνήλικος καὶ
εἰς πολὺ μικρὰν ἡλικίαν, λύγισε τὸν
τράχηλόν του συνηθίζων αὐτὸν εἰς τὸ
νὰ ὑποτάσσεται, καὶ θραῦσε τὰ
πλευρά του, διὰ νὰ μὴ καταστῇ,
σκληρυνόμενος, ἀπειθῇς εἰς σέ.
|
13
Παίδευσον τὸν υἱόν σου καὶ ἔργασαι
ἐν αὐτῷ, ἵνα μὴ ἐν τῇ
ἀσχημοσύνῃ αὐτοῦ προσκόψῃς.
|
13
Ἀνάθρεψε καλὰ τὸ παιδί σου,
κοπίασε διὰ τὴν μόρφωσίν του,
διὰ νὰ μὴ σκοντάψῃς κατόπιν
εἰς τὴν ἀδιάντροπον διαγωγήν
του. |
13
Παιδαγώγησε τὸν υἱόν σου καὶ ἐργάσου
μὲ ἐπιμέλειαν ἐπ’ αὐτοῦ, διὰ
νὰ μὴ σκοντάψῃς καὶ ἀποτύχῃς
εἰς τὴν ζωήν σου ἐξ αἰτίας τῆς
κακῆς καὶ ἀπρεποῦς διαγωγῆς
του. |
ΠΕΡΙ ΥΓΙΕΙΑΣ
|
ΠΕΡΙ ΥΓΕΙΑΣ
|
ΠΕΡΙ ΥΓΕΙΑΣ
|
14
Κρείσσων πτωχὸς ὑγιὴς καὶ ἰσχύων
τῇ ἕξει ἢ πλούσιος μεμαστιγωμένος
εἰς σῶμα αὐτοῦ. |
14
Καλύτερος εἶναι ὁ ὑγιὴς καὶ
εὔρρωστος πτωχός, παρὰ ὁ πλούσιος
ὁ κτυπημένος μὲ ἀσθενείας εἰς
τὸ σῶμα του.
|
14
Εἶναι προτιμότερος ἕνας πτωχὸς ὑγιὴς
καὶ ἰσχυρὸς εἰς τὴν κρᾶσιν,
παρὰ ἕνας πλούσιος πονεμένος καὶ κτυπημένος
ἀπὸ ἀσθενείας εἰς τὸ σῶμα.
|
15
Ὑγιεία καὶ εὐεξία βέλτιον
παντὸς χρυσίου, καὶ σῶμα εὔρωστον
ἢ ὄλβος ἀμέτρητος.
|
15
Ἡ ὑγεία καὶ ἡ εὐεξία
εἶναι καλύτεραι ἀπὸ ὅλους τοὺς
θησαυρούς· τὸ εὔρωστον δὲ σῶμα
εἶναι ἀνώτερον ἀπὸ ἀμέτρητα
πλούτη. |
15
Ἡ ὑγεία καὶ εὐρωστία εἶναι προτιμοτέρα
ἀπὸ κάθε πλῆθος χρυσῶν νομισμάτων,
καὶ σῶμα γεροδεμένον εἶναι ἀνώτερον
ἀπὸ ἀμέτρητον πλοῦτον.
|
16
Οὐκ ἔστι πλοῦτος βελτίων ὑγιείας
σώματος, καὶ οὐκ ἔστιν εὐφροσύνη
ὑπὲρ χαρὰν καρδίας. |
16
Δὲν ὑπάρχουν πλούτη, ὁσονδήποτε
μεγάλα, καλύτερα ἀπὸ τὴν ὑγείαν
τοῦ σώματος· καὶ δὲν ὑπάρχει
ἀνωτέρα ἀγαλλίασις ἀπὸ
τὴν χαρὰν τῆς καρδίας.
|
16
Δὲν ὑπάρχει πλοῦτος καλύτερος ἀπὸ
τὴν ὑγείαν τοῦ σώματος καὶ δὲν
ὑπάρχει εὐτυχία μεγαλυτέρα ἀπὸ
τὴν χαρούμενην καρδίαν. |
17
Κρείσσων θάνατος ὑπὲρ ζωὴν πικρὰν
καὶ ἀνάπαυσις αἰῶνος ἢ
ἀρρώστημα ἔμμονον. |
17
Προτιμότερος εἶναι ὁ θάνατος ἀπὸ
μίαν πικραμμένην ζωὴν καὶ ἡ
αἰωνία ἀνάπαυσις ἀπὸ μίαν
ἐπίμονον καὶ ἀθεράπευτον ἀσθένειαν.
|
17
Ὁ θάνατος εἶναι προτιμότερος ἀπὸ τὴν
πικραμμένην ζωὴν καὶ ἡ ἐν τῷ
τάφῳ αἰώνιος ἀνάπαυσις προτιμοτέρα
ἀπὸ τὴν ἐπιμένουσαν καὶ
ἀθεράπευτον ἀσθένειαν. |
18
Ἀγαθὰ ἐκκεχυμένα ἐπὶ στόματι
κεκλεισμένῳ, θέματα βρωμάτων παρακείμενα
ἐπὶ τάφῳ. |
18
Πλούσια εὔγευστα φαγητά, χυμένα εἰς
στόμα, ποὺ τὸ ἔχει κλείσει ἡ
ἀνορεξία, ὁμοιάζουν μὲ σωροὺς
φαγητῶν, ποὺ ἔχουν τοποθετηθῆ ἐπάνω
εἰς τάφον.
|
18
Ἀγαθὰ σκορπισμένα καὶ χυμένα εἰς στόμα
κλεισμένον καὶ στερούμενον ὀρέξεως ὁμοιάζουν
πρὸς σωροὺς φαγητῶν τοποθετημένους ἐπὶ
τάφου. |
19
Τί συμφέρει κάρπωσις εἰδώλῳ;
Οὔτε γὰρ ἔδεται οὔτε μὴ ὀσφρανθῇ·
οὕτως ὁ ἐκδιωκόμενος ὑπὸ
Κυρίου, |
19
Τί ὠφελοῦν φαγητὰ εἰς ἕνα
ἄψυχον εἴδωλον; Διότι αὐτὸ οὔτε
τρώγει οὔτε τὰ ὀσφραίνεται.
Τὸ ἴδιον συμβαίνει καὶ μὲ ἄνθρωπον,
τὸν ὁποῖον ὁ Κύριος ἔχει
κτυπήσει μὲ ἀσθένειαν.
|
19
Τί ὠφελεῖ προσφορὰ καρπῶν εἰς
ἄψυχον ἄγαλμα; Τίποτε. Διότι οὔτε τρώγει
οὔτε θὰ ὀσφρανθῇ αὐτούς. Ἔτσι
καὶ ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος
καταδιώκεται ἀπὸ τὸν Κύριον δι’ ἀσθενείας
τινός. |
20
βλέπων ἐν ὀφθαλμοῖς καὶ στενάναζων
ὥσπερ εὐνοῦχος περιλαμβάνων παρθένον
καὶ στενάζων. |
20
Βλέπει μὲ τὰ μάτια του τὰ ὡραῖα
φαγητὰ καὶ στενάζει, διότι δὲν
ἠμπορεῖ νὰ τὰ ἀπολαύσῃ
ὅπως καὶ ἔνας εὐνοῦχος ἐναγκαλιζόμενος
παρθένον στενάζει, διότι δὲν ἠμπορεῖ
νὰ τὴν ἀπολαύσῃ.
|
20
Ἐκεῖνος ποὺ βλέπει τὰ φαγητὰ
καὶ στενάζει, διότι δὲν ἠμπορεῖ νὰ
φάγῃ, ὁμοιάζει πρὸς εὐνοῦχον,
ὁ ὁποῖος ἐναγκαλίζεται παρθένον
καὶ στενάζει, ἀδυνάτων νὰ ἀπολαύσῃ
αὐτήν. |
21
Μὴ δῷς εἰς λύπην τὴν ψυχήν
σου καὶ μὴ θλίψῃς σεαυτὸν ἐν
βουλῇ σου. |
21
Μὴ παραδώσῃς τὴν ζωήν σου εἰς
λύπας καὶ μὴ ἐγκαταλείψῃς
τὸν ἑαυτόν σου εἰς μαύρας καὶ
ἀπαισιοδόξους σκέψεις.
|
21
Μὴ παραδώσῃς τὴν ζωήν σου εἰς λύπην
καὶ μὴ θλίψῃς τὸν ἑαυτόν
σου μὲ ἀγωνιώδεις σκέψεις καὶ ἀποφάσεις.
|
22
Εὐφροσύνη καρδίας ζωὴ ἀνθρώπου,
καὶ ἀγαλλίαμα ἀνδρὸς μακροημέρευσις.
|
22
Ἡ ἄδολος χαρὰ τῆς καρδιᾶς εἶναι
ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ
ἀγαλλίασις εἶναι μακροημέρευσις.
|
22
Ἡ χαρὰ καὶ εὐφροσύνη τῆς καρδίας
εἶναι ζωὴ διὰ τὸν ἄνθρωπον,
καὶ ἡ ἀγαλλίασις τοῦ ἀνθρώπου
τοῦ φέρνει μακροημέρευσιν. |
23
Ἀγάπα τὴν ψυχήν σου καὶ παρακάλει
τὴν κορδίαν σου καὶ λύπην μακρὰν
ἀπόστησον ἀπὸ σοῦ· πολλοὺς
γὰρ ἀπώλεσεν ἡ λύπη, καὶ
οὐκ ἔστιν ὠφέλεια ἐν αὐτῇ.
|
23
Νὰ ἀγαπᾷς τὴν ζωήν σου, νὰ
παρηγορῇς τὴν καρδίαν σου καὶ νὰ
διώχνῃς μακρυὰ ἀπὸ σὲ
τὴν λύπην, διότι ἡ λύπη πολλοὺς
ἔχει καταστρέψει· καμμία δὲ ὠφέλεια
δὲν ὑπάρχει εἰς αὐτήν.
|
23
Ἀγάπα τὴν ζωήν σου καὶ παρηγόρει τὴν
καρδίαν σου καὶ διῶχνε μακρὰν ἀπὸ
σὲ τὴν λύπην· διότι ἡ λύπη ἐθανάτωσε
πολλούς, καὶ οὐδεμία ὠφέλεια
ὑπάρχει εἰς αὐτήν. |
24
Ζῆλος καὶ θυμὸς ἐλαττοῦσιν ἡμέρας,
καὶ πρὸ καιροῦ γῆρας ἄγει μέριμνα.
|
24
Ἡ ζηλοφθονία καὶ ὁ θυμὸς ὀλιγοστεύουν
τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς καὶ
ἡ βασανιστικὴ μέριμνα τοῦ βίου
φέρει πρόωρα τὸ γῆρας.
|
24
Ὁ φθόνος καὶ ὁ θυμὸς ὀλιγοστεύουν
τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς μας· ἡ
δὲ ἀγωνιώδης φροντὶς ὁδηγεῖ
εἰς παράκαιρον καὶ πρόωρον γῆρας.
|
25
Λαμπρὰ καρδία καὶ ἀγαθὴ ἐπὶ
ἐδέσμασι τῶν βρωμάτων αὐτῆς
ἐπιμελήσεται. |
25
Ὁ καλόκαρδος καὶ ἀγαθὸς ἄνθρωπος
φροντίζει διὰ τὰ φαγητά του καὶ
τὰ ἀπολαμβάνει. |
25
Ἄνθρωπος μὲ χαρούμενην καὶ ἀγαθὴν
καρδίαν, θὰ ἐπιμεληθῇ καὶ διὰ
τὰ φαγητὰ τῆς διατροφῆς του.
|