Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
γρυπνία
πλούτου ἐκτήκει σάρκας, καὶ
ἡ μέριμνα αὐτοῦ ἐφιστᾷ
ὕπνον. |
ἀϋπνία,
τὴν ὁποίαν προκαλεῖ ἡ ἀνησυχία
καὶ ὁ φόβος διὰ τὸν πλοῦτον,
λυώνει τὸ ἀνθρώπινον σῶμα καὶ
ἡ ἀγωνιώδης μέριμνα δι' αὐτὸν
ἀφαιρεῖ τὸν ὕπνον.
|
ἀϋπνία,
ἡ προκαλουμένη ἀπὸ τὴν φροντίδα πρὸς
ἀπόκτησιν πλούτου, λειώνει καὶ φθείρει τὸ
σῶμα, ἡ δὲ ἀγωνιώδης αὐτὴ
φροντὶς διὰ τὸν πλοῦτον ἀφαιρεῖ
τὸν ὕπνον. |
2
Μέριμνα ἀγρυπνίας ἀπαιτήσειν
νυσταγμόν, καὶ ἀρρώστημα βαρὺ
ἐκνήψει ὕπνος. |
2
Ἡ ἄγρυπνος μέριμνα διὰ τὸν πλοῦτον
ἐκδιώκει τὸν ὕπνον καὶ προκαλεῖ
ἀνικανοποίητον νυσταγμόν, ὅπως καὶ
ἕνα βαρὺ σωματικὸν καὶ ψυχικὸν
νόσημα ἀποδιώκει τὸν ὕπνον.
|
2
Ἡ ἀγωνιώδης σκέψις καὶ φροντίς, ἡ
ἐπιφέρουσα τὴν ἀγρυπνίαν, θὰ
προκαλέσῃ κατόπιν κατάστασιν ὑπνηλίας, ἡ
δὲ στέρησις τοῦ ὕπνον θὰ ἐξυπνήσῃ
καὶ θὰ προκαλέσῃ βαρεῖαν ἀσθένειαν.
|
3
Ἐκοπίασε πλούσιος ἐν συναγωγῇ
χρημάτων καὶ ἐν τῇ ἀναπαύσει
ἐμπίπλαται τῶν τρυφημάτων αὐτοῦ.
|
3
Ὁ πλούσιος κοπιάζει, διὰ νὰ
συγκεντρώνῃ χρήματα, εἰς τὸν
καιρὸν ὅμως τῆς ἀναπαύσεώς
του εἶναι γεμᾶτος ἀπὸ ἐκλεκτὰς
καὶ εὐγεύστους τροφάς. |
3
Ἐκοπίασεν ὁ πλούσιος διὰ νὰ
συνάξῃ χρήματα, καὶ ὅταν ἀναπαύεται
ἀπὸ τοὺς κόπους του, εἶναι γεμᾶτος
ἀπὸ τέρψεις καὶ ἀπολαύσεις, εἰς
τὰς ὁποίας ἐντρυφᾷ.
|
4
Ἐκοπίασε πτωχὸς ἐν ἐλαττώσει
βίου καὶ ἐν τῇ ἀναπαύσει
ἐπιδεὴς γίνεται. |
4
Κοπιάζει καὶ ὁ πτωχός, ὁ ὁποῖος
ἐλάχιστα ἔχει τὰ μέσα τῆς
συντηρήσεώς του, καὶ ὅταν θελήσῃ
νὰ ἀναπαυθῇ στερεῖται ἀπὸ
ὅλα. |
4
Ἐκοπίασε καὶ ὁ πτωχὸς καθ’ ὅλην
τὴν στερημένην ζωήν του, καὶ ὅταν
ἀναπαύεται ἀπὸ τὸν μόχθον τῆς
ἐργασίας του, στερεῖται καὶ τῶν ἀπαραιτήτων.
|
5
Ὁ ἀγαπῶν χρυσίον οὐ δικαιωθήσεται,
καὶ ὁ διώκων διαφθορὰν αὐτὸς
πλησθήσεται. |
5
Ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾷ τὰ χρήματα,
δὲν θὰ κατορθώσῃ νὰ ζήσῃ
καὶ νὰ φερθῇ μὲ δικαιοσύνην.
Καὶ ἐκείνος ποὺ ἐπιδιώκει
τὸ παράνομον κέρδος, ἐπιδιώκει
διαφθορὰν καὶ θὰ γεμίσῃ ἀπὸ
κακά.
|
5
Ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾷ τὸν
χρυσόν, δὲν θὰ διατηρηθῇ δίκαιος καὶ
ἀπηλλαγμένος ἁμαρτημάτων, αὐτὸς δὲ
ποὺ ἐπιδιώκει τὴν ἀπόκτησιν
τοῦ φθειρομένου χρήματος, θὰ χορτάσῃ ἀπὸ
τὰς κακίας τῆς ἀδίκου καὶ πλεονεκτικῆς
ἀποκτήσεώς του. |
6
Πολλοὶ ἐδόθησαν εἰς πτῶμα χάριν
χρυσίου, καὶ ἐγενήθη ἀπώλεια
αὐτῶν κατὰ πρόσωπον αὐτῶν.
|
6
Πολλοὶ χάριν τοῦ χρυσίου ἔγιναν
πτῶμα καὶ ἐρείπια, καὶ ἡ
καταστροφή των παρουσιάσθη αἰφνιδία
ἐνώπιόν των.
|
6
Πολλοὶ χάριν τῆς ἀποκτήσεως χρυσοῦ
παρεδόθησαν εἰς κατάρρευσιν καὶ καταστροφήν,
ἡ δὲ καταστροφή των παρουσιάσθη ἐνώπιόν
των ἐξαφνικά. |
7
Ξύλον προσκόμματός ἐστι τοῖς
ἐνθουσιάζουσιν αὐτῷ, καὶ πᾶς
ἄφρων ἁλώσεται ἐν αὐτῷ.
|
7
Ὁ χρυσὸς εἶναι ξύλον, ἐπάνω
εἰς τὸ ὁποῖον σκοντάπτουν αὐτοὶ
ποὺ ἐνθουσιάζονται πρὸς χάριν
του. Κάθε ἀσύνετος ἄνθρωπος θὰ
συλληφθῇ εἰς τὰ δίκτυα τῶν κακῶν,
ποὺ προκαλεῖ ὁ ἄδικος καὶ ἀχόρταστος
πλοῦτος. |
7
Εἰς ἐκείνους ποὺ λατρεύουν καὶ προσφέρουν
θυσίαν εἰς τὸν χρυσόν, εἶναι οὗτος
ξύλον προσκόμματος, εἰς τὸ ὁποῖον
σκοντάπτουν κατὰ τὴν πορείαν τῆς ζωῆς
των, καὶ κάθε ἄμυαλος καὶ ἐστερημένος
συνέσεως θὰ πιασθῇ ὑπὸ τῆς παγίδος
αὐτοῦ. |
8
Μακάριος πλούσιος, ὃς εὑρέθη
ἄμωμος καὶ ὃς ὀπίσω χρυσίου
οὐκ ἐπορεύθη· |
8
Εὐτυχὴς εἶναι ὁ πλούσιος, ὁ
ὁποῖος κατώρθωσε νὰ μείνῃ
καθαρὸς καὶ ἀκατηγόρητος καὶ
ὁ ὁποῖος δὲν ἔτρεξε μὲ
ἀπληστίαν ὀπίσω ἀπὸ τὸν
χρυσόν.
|
8
Μακάριος εἶναι ὁ πλούσιος, ὁ ὁποῖος
δὲν διεφθάρη ὑπό του πλούτου, ἀλλ' εὑρέθη
ἄμεμπτος ἐν τῇ χρήσει αὐτοῦ
καὶ δὲν ἐπορεύθη ὡς δοῦλος καὶ
αἰχμάλωτος ὀπίσω ἀπὸ τὸν χρυσόν.
|
9
τίς ἐστι; Καὶ μακαριοῦμεν αὐτόν,
ἐποίησε γὰρ θαυμάσια ἐν λαῷ
αὐτοῦ. |
9
Ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ ἀκατηγόρητος
πλούσιος; Θὰ τὸν καλοτυχήσωσεν καὶ
θὰ τὸν συγχαρῶμεν, διότι ἔπραξεν
ἔργα θαυμαστὰ εἰς τὸν λαόν του.
|
9
Ποῖος εἶναι αὐτός, διὰ νὰ τὸν
μακαρίσωμεν καὶ τὸν ἐπαινέσωμεν; Διότι αὐτὸς
ἐποίησε θαυμαστὰ ἔργα φιλανθρωπίας εἰς
τὸν λαόν, ἐν μέσῳ τοῦ ὁποίου
ζῇ. |
10
Τίς ἐδοκιμάσθη ἐν αὐτῷ
καὶ ἐτελειώθη; Καὶ ἔσται αὐτῷ
εἰς καύχησιν. Τίς ἐδύνατο παραβῆναι
καὶ οὐ παρέβη καὶ ποιῆσαι κακὰ
καὶ οὐκ ἐποίησε;
|
10
Ποιὸς ὑπέστη τὴν δοκιμασίαν
καὶ τοὺς πειρασμοὺς τοῦ πλούτου
καὶ εὑρέθη τέλειος; Τοῦτο θὰ
εἶναι δι' αὐτὸν εἰς καύχησιν
καὶ ἔπαινον. Ποιὸς ἐν τῇ ἐπιθυμίᾳ
τοῦ πλούτου ἠμποροῦσε νὰ παραβῇ
τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν
τὸ παρέβη; Ἠμποροῦσε νὰ διαπράξῃ
ἀδικίας καὶ δὲν τὰς διέπραξε;
|
10
Ποῖος ὑπεβλήθη εἰς δοκιμασίαν διὰ
τῆς κατοχῆς καὶ χρήσεως τοῦ πλούτου
καὶ ἀπεδείχθη τέλειος; Θὰ εἶναι δὲ
ἡ διὰ τῆς δοκιμασίας τελειότης αὐτοῦ
πρὸς ἔπαινον καὶ καύχησίν του. Ποῖος
ἠδύνατο νὰ παραβῇ τὸν θεῖον
Νόμον, ἐπιδιώκων παράνομα κέρδη, καὶ δὲν
τὸν παρέβη, καὶ νὰ κάμῃ κακὰ
αἰσχροκερδῶν καὶ δὲν ἐποίησε
ταῦτα; |
11
Στερεωθήσεται τὰ ἀγαθὰ αὐτοῦ,
καὶ τὰς ἐλεημοσύνας αὐτοῦ
ἐκδιηγήσεται ἐκκλησία. |
11
Τὰ ἀγαθὰ τοῦ ἀνθρώπου
αὐτοῦ, ὁ ὁποῖος δὲν ἐπλούτησε
μὲ ἀδικίας, θὰ μείνουν μόνιμα
ὑπὸ τὴν κατοχήν του· τὰς
δὲ εὐεργεσίας καὶ ἀγαθοεργίας
του θὰ διηγοῦνται πλήθη ἀνθρώπων.
|
11
Τὰ ἀγαθὰ τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ
θὰ στερεωθοῦν καὶ θὰ παραμείνουν ἀσάλευτα,
διὰ δὲ τὰς ἀγαθοεργίας του θὰ
ὁμιλῇ καὶ θὰ διηγῆται σύναξις
καὶ συγκέντρωσις ὁλοκλήρου λαοῦ.
|
12
Ἐπὶ τραπέζης μεγάλης
ἐκάθισας, μὴ ἀνοίξῃς
ἐπ' αὐτῆς φάρυγγά σου καὶ
μὴ εἴπῃς· πολλά γε τὰ ἐπ'
αὐτῆς. |
12
Ὅταν παρακαθήσῃς εἰς ἐπίσημον
πλουσίαν τράπεζαν, μὴ ἀνοίγῃς
ἀχόρταστα τὸ στόμα σου διὰ τὰ
φαγητά της καὶ μὴ εἴπῃς ἀπὸ
μέσα σου, πολλὰ βέβαια φαγητὰ ὑπάρχουν
ἐπάνω εἰς αὐτήν.
|
12
Ἐκάθισες εἰς πλουσίαν τράπεζαν; Μὴ
ἀνοίξῃς ἀχόρταστα τὸν φάρυγγά σου
διὰ νὰ φάγῃς ὑπερβολικά. Καὶ
μὴ εἴπῃς: Πόσον ἄφθονα εἶναι
τὰ ἐπὶ τῆς τραπέζης ταύτης φαγητά!
|
13
Μνήσθητι ὅτι κακὸν ὀφθαλμὸς
πονηρός· πονηρότερον ὀφθαλμοῦ
τί ἔκτισται; Διὰ τοῦτο ἀπὸ
παντὸς προσώπου δακρύει. |
13
Μὴ λησμονῇς ὅτι ὁ λαίμαργος
ὀφθαλμὸς εἶναι κάτι κακόν. Τί
ἄλλο πονηρότερον ἀπὸ τὸν ἀχόρταστον
ὀφθαλμὸν ὑπάρχει; Διὰ τοῦτο
καὶ κλαίει τὸ μάτι παντὸς ἀνθρώπου,
ὅταν στερῆται ἀπὸ ἐκεῖνα,
ποὺ ἐπιθυμεῖ.
|
13
Ἐνθυμοῦ ὅτι τὸ ἀχόρταστον μάτι
εἶναι κακὸν πρᾶγμα. Τί ἄλλο
χειρότερον καὶ πιὸ ζηλότυπον ἔχει γίνει
ἀπὸ τὸ μάτι; Δι’ αὐτὸ καὶ
δακρύζει εἰς πᾶσαν περίστασιν καὶ εἰς
ὀτιδήποτε ἀντικρύσῃ. |
14
Οὗ ἐὰν ἐπιβλέψῃ, μὴ
ἐκτείνῃς χεῖρα καὶ μὴ
συνθλίβου αὐτῷ ἐν τρυβλίῳ.
|
14
Ὅπου καὶ ὅταν σὲ βλέπῃ
τὸ μάτι τοῦ νοικοκύρη, μὴ ἀπλώσῃς
μὲ λαιμαργίαν τὸ χέρι σου καὶ
μὴ ρίπτεσαι εἰς τὸ κοινὸν πιάτο
μαζῆ μὲ τὸν νοικοκύρην, διὰ
νὰ ἀρπάξῃς φαγητά.
|
14
Ὅπου θὰ πέσῃ τὸ μάτι σου καὶ
θὰ ἴδῃ, μὴ ἀπλώνῃς τὴν
χεῖρα σου καὶ μὴ συναγωνίζεσαι τὸν
γείτονά σου εἰς τὸ κοινὸν πινάκιον, ἀπὸ
τὸ ὁποῖον συντρώγετε.
|
15
Νόει τὰ τοῦ πλησίον ἐκ σεαυτοῦ
καὶ ἐπὶ παντὶ πράγματι διονοοῦ.
|
15
Κρῖνε τὰς ἐπιθυμίας τοῦ πλησίον
σου ἀπὸ τὰς ἰδικάς σου καὶ
εἰς κάθε τι, ποὺ θὰ κάμῃς,
σκέψου πρῶτον καλά.
|
15
Κατανοεῖ τὰς ἐπιθυμίας τοῦ διπλανοῦ
σου ἐξ ἰδίων σου, καὶ εἰς κάθε πρᾶγμα,
ποὺ θὰ κάμῃς, σκέφθητι πρότερον καλῶς.
|
16
Φάγε ὡς ἄνθρωπος τὰ παρακείμενά
σοι καὶ μὴ διαμασῶ, μὴ μισηθῇς.
|
16
Φάγε ὡσὰν καλοαναθρεμμένος ἄνθρωπος
τὰ παρατιθέμενα εἰς σὲ φαγητά,
καὶ μὴ μασᾷς τὰς τροφὰς κατὰ
τρόπον ἀγροῖκον καὶ θορυβώδη,
διὰ νὰ μὴ σὲ ἀποστραφοῦν.
|
16
Φάγε ὅπως ἁρμόζει εἰς ἄνθρωπον ἀπὸ
τὰ φαγητά, ποὺ σοῦ ἔχουν παρατεθῇ,
καὶ μὴ μασᾷς μετὰ θορύβου καὶ
ἀπρόσεκτα, διὰ νὰ μὴ προκαλέσῃς
τὸ μῖσος καὶ τὴν περιφρόνησιν.
|
17
Παῦσαι πρῶτος χάριν παιδείας καὶ
μὴ ἀπληστεύου, μήποτε προσκόψῃ·
|
17
Ἡ καλὴ ἀνατροφή σου ἂς σὲ
κάμῃ, νὰ σταματήσῃς πρῶτος
τὸ φαγητόν σου καὶ νὰ μὴ φανῇς
ἀχόρταστος, διὰ νὰ μὴ κτυπήσῃς
ἄσχημα εἰς τοὺς ἄλλους.
|
17
Παῦσε σὺ πρῶτος νὰ τρώγῃς διὰ
λόγους καλῆς ἀνατροφῆς καὶ μὴ
γίνεσαι ἄπληστος καὶ ἀχόρταστος, διὰ
νὰ μὴ σκανδαλίσῃς καὶ προκαλέσῃς
τὴν μομφὴν καὶ ἐπίκρισιν τῶν
παρακαθημένων σου. |
18
καὶ εἰ ἀνὰ μέσον πλειόνων
ἐκάθισας, πρότερος αὐτῶν μὴ
ἐκτείνῃς τὴν χεῖρά σου.
|
18
Ἐὰν δὲ παρακαθήσῃς εἰς
τράπεζαν μεταξὺ πολλῶν ἄλλων συνδαιτυμόνων,
μὴ ἁπλώνῃς σὺ πρῶτος ἀπὸ
ἐκείνους τὸ χέρι σου.
|
18
Καὶ ἐὰν ἐκάθισες μεταξὺ
περισσοτέρων συνδαιτυμόνων, μὴ ἀπλώνῃς τὴν
χεῖρα σου εἰς τὰ φαγητὰ προτήτερα
ἀπὸ αὐτούς. |
-19
Ὡς ἱκανὸν ἀνθρώπῳ πεπαιδευμένῳ
τὸ ὀλίγον, καὶ ἐπὶ τῆς
κοίτης αὐτοῦ οὐκ ἀσθμαίνει.
|
19
Διὰ τὸν ἄνθρωπον τὸν κοινωνικῶς
μορφωμένον εἶναι ἀρκετὸν καὶ
τὸ ὀλίγον φαγητόν. Ἔτσι δὲ
καὶ εἰς τὸν ὕπνον του δὲν θὰ
ἀσθμαίνῃ, ὅπως θὰ ἀσθμαίνῃ
ὁ βαρυφορτωμένος ἀπὸ φαγητά.
|
19
Πόσον εἶναι ἀρκετὸν τὸ ὀλίγον
εἰς ἄνθρωπον μορφωμένον καὶ τυχόντα καλῆς
ἀνατροφῆς! Δὲν θὰ δυσκολεύεται οὗτος
εἰς τὴν ἀναπνοὴν ἐξ αἰτίας
τῆς πολυφαγίας ἐπὶ τῆς κλίνης του,
ὅταν θὰ πέσῃ νὰ κοιμηθῇ.
|
20
Ὕπνος ὑγιείας ἐπὶ ἐντέρῳ
μετρίῳ, ἀνέστη πρωΐ, καὶ ἡ
ψυχὴ αὐτοῦ μετ' αὐτοῦ. Πόνος
ἀγρυπνίας καὶ χολέρας καὶ στρόφος
μετὰ ἀνδρὸς ἀπλήστου.
|
20
Ὑγιὴς καὶ εὐχάριστος ὕπνος
ὑπάρχει εἰς τὸν ἄνθρωπον, ποὺ
τὸ ἔντερόν του δὲν εἶναι πολὺ
γεμᾶτο. Ὅταν δὲ τὸ πρωῒ αὐτὸς
ἐξυπνᾷ, ἔχει καθαρὸν καὶ ἐλεύθερον
τὸν νοῦν. Ὁ πολυφαγᾶς ὅμως ἄνθρωπος
ὑποφέρει ἀπὸ πόνους καὶ
ἀγρυπνίας. Ἔχει ἐμετοὺς καὶ
κόψιμο εἰς τὴν κοιλίαν.
|
20
Ὕπνος ὑγιεινὸς καὶ ἥσυχος ἔρχεται
εἰς τὸν ἔχοντα μέτριον βάρος εἰς τὸ
ἔντερον. Αὐτὸς σηκώνεται τὸ πρωῒ
μὲ πλήρη κυριαρχίαν ἐπὶ τῆς ψυχικῆς
του διαθέσεως· ὁ ἀχόρταστος ὅμως ἄνθρωπος
ἐνοχλεῖται ἀπὸ φόρτον καὶ δυσφορίαν,
ποὺ προκαλεῖ ἀγρυπνίαν, καὶ ἀπὸ
κοιλιακὴν διαταραχὴν καὶ πόνον καὶ
κοψίματα |
21
Καὶ εἰ ἐβιάσθης ἐν ἐδέσμασιν,
ἀνάστα μεσοπωρῶν καὶ ἀναπαύσῃ.
|
21
Ἐὰν ὅμως ἐπιέσθης τυχὸν
νὰ φάγῃς πολλὰ φαγητά, σταμάτα
εἰς τὰς ὀπώρας· μὴ τρώγῃς
φροῦτα καὶ ἔτσι θὰ δοκιμάσῃς
ἀνάπαυσιν.
|
21
Καὶ ἐὰν ἐβιάσθης ἀπὸ τοὺς
ἄλλους νὰ φάγῃς ὑπερβολικά, σήκω καὶ
ἀποχώρησον εἰς τὸ μέσον τοῦ φαγητοῦ
καὶ θὰ ἀναπαυθῇς.
|
22
Ἄκουσόν μου, τέκνον, καὶ μὴ
ἐξουδενώσῃς με, καὶ ἐπ' ἐσχάτων
εὑρήσεις τοὺς λόγους μου· ἐν
πᾶσι τοῖς ἔργοις σου γίνου ἐντρεχής,
καὶ πᾶν ἀρρώστημα οὐ μή
σοι ἀπαντήσῃ. |
22
Ἄκουσέ με, παιδί μου, καὶ μὴ
καταφρονῇς τὰ λόγια μου. Εἰς τὸ
τέλος θὰ τὰ εὕρῃς ὀρθά.
Εἰς ὅλας τὰς ἐνεργείας σου νὰ
εἶσαι προσεκτικὸς καὶ δραστήριος,
καὶ τότε καμμία νόσος δὲν θὰ
σὲ καταλάβῃ.
|
22
Ἄκουσέ με, τέκνον μου, καὶ μὴ μὲ περιφρονήσῃς,
καὶ εἰς τὸ τέλος θὰ εὕρῃς
σωστοὺς καὶ ἀληθεῖς τοὺς λόγους
μου· εἰς ὅλα τὰ ἔργα σου ἔσο
ταχὺς καὶ πρόθυμος, καὶ καμμία ἀρρώστια
σοβαρὰ δεv θὰ σὲ εὕρῃ.
|
23
Λαμπρὸν ἐπ' ἄρτοις
εὐλογήσει χείλη, καὶ μαρτυρία
τῆς καλλονῆς αὐτοῦ πιστή.
|
23
Δόξα διὰ τὸν ἄνθρωπον καὶ ἔπαινος
ἐκ μέρους τῶν ἄλλων εἶναι ἡ
προσφορὰ τροφῶν πρὸς τοὺς πτωχούς.
Αὐτὴ εἶναι ἡ πλέον ἀξιόπιστος
μαρτυρία τῆς καλωσύνης του.
|
23
Τὸν γενναιόδωρον εἰς προσφορὰν ἄρτων
καὶ παραθέσεις γευμάτων θὰ ἐπαινέσουν
χείλη πολλά, καὶ ἡ μαρτυρία τῆς καλωσύνης
καὶ ἀγαθότητός του θὰ εἶναι εἰλικρινὴς
καὶ ἀξιόπιστος. |
24
Πονηρῷ ἐπ' ἄρτῳ διαγογγύσει
πόλις, καὶ ἡ μαρτυρία τῆς πονηρίας
αὐτοῦ ἀκριβής. |
24
Ἐναντίον ὅμως τοῦ τσιγγούνη,
τοῦ σφιχτοχέρη εἰς τὸ νὰ προσφέρῃ
ἄρτους πρὸς τοὺς πεινῶντας, θὰ
ἀγανακτήσῃ ὁλόκληρος ἡ
πόλις καὶ ἡ καταμαρτυρία αὐτὴ
ἐναντίον τῆς φιλαργυρίας του θὰ
εἶναι ἀκριβὴς καὶ ἀξιόπιστος.
|
24
Τοὐναντίον διὰ τὸν κακὸν καὶ
φειδωλὸν εἰς τὸ νὰ παραθέτῃ
ἄρτον θὰ ἀγανακτήσῃ ὁλόκληρος
πόλις, καὶ ἡ μαρτυρία περὶ τῆς φιλαργυρίας
καὶ τσιγκουνιᾶς του θὰ εἶναι ἀκριβὴς
καὶ ἀδιάψευστος. |
25
Ἐν οἴνῳ μὴ ἄνδρίζου, πολλοὺς
γὰρ ἀπώλεσεν ὁ οἶνος.
|
25
Μὴ κάνης τὸ παλληκάρι εἰς τὴν
οἰνοποσίαν, διότι ἡ μέθη ἔχει
καταστρέψει πολλούς.
|
25
Μὴ ἀνδρειεύεσαι καὶ μὴ ἐπιδεικνύεσαι
διὰ τὴν ἀντοχήν σου εἰς τὴν
οἰνοποσίαν, διότι ὁ οἶνος κατέστρεψε πολλούς.
|
26
Κάμινος δοκιμάζει στόμωμα ἐν βαφῇ,
οὕτως οἶνος καρδίας ἐν μάχῃ
ὑπερηφάνων. |
26
Τὸ καμίνι δοκιμάζει τὴν ἀντοχὴν
τοῦ χάλυβος, ἀφοῦ αὐτὸς
πυρακτωμένος βυθισθῇ εἰς τὸ νερό.
Ἔτσι καὶ τὸ κρασί βάλλει εἰς
δοκιμασίαν τὰς καρδίας τῶν ἐγωϊστῶν,
ὅταν μάλιστα αὐτοὶ ἔλθουν εἰς
φιλονεικίας. |
26
Ἡ φωτιὰ τῆς καμίνου δοκιμάζει τὴν
στόμωσιν καὶ τὴν σκλήρυνσιν τοῦ χάλυβος,
ὅταν οὗτος βάφεται βυθιζόμενος εἰς τὸ
νερό. Ἔτσι καὶ ἡ οἰνοποσία δοκιμάζει
καὶ καθιστᾲ φανερὰς τὰς καρδίας τῶν
ὑπερηφάνων κατὰ τὴν ὥραν τῆς
φιλονικίας των. |
27
Ἔπισον ζωῆς οἶνος ἀνθρώπῳ,
ἐὰν πίνῃς αὐτὸν μέτρῳ
αὐτοῦ. Τίς ζωὴ ἐλασσουμένῳ
οἴνῳ; Καὶ αὐτὸς ἔκτισται
εἰς εὐφροσύνην ἀνθρώποις.
|
27
Ὑποβοηθεῖ τὴν ὑγείαν καὶ
ζωὴν τοῦ ἀνθρώπου ὁ οἶνος,
ὅταν πίνεται μὲ μέτρον. Ποιὰ
δὲ εἶναι ἡ ζωὴ ἐκείνου,
ὁ ὁποῖος στερεῖται ἀπὸ
τὸ κρασί; Ὁ οἶνος ἔχει γίνει
διὰ νὰ εὐφραίνῃ τοὺς ἀνθρώπους.
|
27
Ἴσον πρὸς ζωὴν διὰ τὸν ἄνθρωπον
εἶναι ὁ οἶνος, ἐὰν πίνῃς
αὐτὸν μὲ μέτρον. Ὁποίαν ζωὴν
περνᾷ ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος
στερεῖται τελείως καὶ δὲν πίνει οἶνον;
Καὶ ὁ οἶνος ἐδημιουργήθη, διὰ
νὰ παρέχῃ εὐχαρίστησιν εἰς τοὺς
ἀνθρώπους. |
28
Ἀγαλλίαμα καρδίας καὶ εὐφροσύνη
ψυχῆς οἶνος πινόμενος ἐν καιρῷ
αὐτάρκης. |
28
Ἀγαλλίασις καρδίας καὶ χαρὰ
τῆς ζωῆς εἶναι ὁ οἶνος, ποὺ
πίνεται, ὅταν καὶ ὅσον πρέπει.
|
28
Ἀγαλλίασις τῆς καρδίας καὶ εὐφροσύνη
τῆς ψυχῆς εἶναι ὁ οἶνος, ὅταν
πίνεται εἰς τὸν πρέποντα καιρὸν καὶ
μὲ τὸ ὡρισμένον μέτρον.
|
29
Πικρία ψυχῆς οἶνος πινόμενος πολὺς
ἐν ἐρεθισμῷ καὶ ἀντιπτώματι.
|
29
Πικρία ὅμως καὶ ταραχὴ τῆς ψυχῆς
εἶναι ὁ οἶνος, ὅταν πίνεται
εἰς μεγάλην ποσότητα, δημιουργεῖ ἐξερεθισμοὺς
καὶ ἀντεγκλήσεις μεταξὺ τῶν
ἀνθρώπων. |
29
Φέρει πικρίαν εἰς τὴν ψυχὴν ὁ οἶνος,
ὅταν πίνεται πολὺς ἐν μέσῳ ἐρεθισμῶν
καὶ διαπληκτισμῶν. |
30
Πληθύνει μέθη θυμὸν ἄφρονος εἰς
πρόσκομμα, ἐλαττῶν ἰσχὺν καὶ
προσποιῶν τραύματα. |
30
Ἡ μέθη μεγαλώνει τὸν θυμὸν τοῦ
ἀσυνέτου ἀνθρώπου, ὥστε νὰ
ἔρχεται εἰς συγκρούσεις μὲ τοὺς
ἄλλους, μειώνει τὴν σωματικήν του
δύναμιν καὶ προξενεῖ τραύματα.
|
30
Ἡ μέθη αὐξάνει τὸν θυμὸν τοῦ
ἄφρονος ἀνθρώπου, ὥστε νὰ πίπτῃ
οὗτος εἰς συγκρούσεις, περιορίζουσα καὶ
ἐλαττώνουσα τὴν δύναμιν τοῦ μεθυσμένου
καὶ προκαλοῦσα εἰς τὸ σῶμα του
πληγάς. |
31
Ἐν συμποσίῳ οἴνου μὴ ἐλέγξῃς
τὸν πλησίον καὶ μὴ ἐξουδενώσῃς
αὐτὸν ἐν εὐφροσύνῃ αὐτοῦ·
λόγον ὀνειδισμοῦ μὴ εἴπῃς
αὐτῷ, καὶ μὴ αὐτὸν θλίψῃς
ἐν ἀπαιτήσει. |
31
Εἰς σομπόσιον, ὅπου πολὺς προσφέρεται
καὶ καταναλίσκεται ὁ οἶνος, μὴ
ἐλέγξῃς τὸν παρακαθήμενόν
σου· μὴ τὸν θίξῃς καὶ μὴ
τὸν προσβάλῃς, ὅταν εὑρίσκεται
εἰς εὐθυμίαν. Λόγον ὑβριστικὸν
μὴ τοῦ εἴπῃς καὶ μὴ τὸν
στενοχωρήσῃς μὲ ἀκαίρους ἀπαιτήσεις
σου. |
31
Εἰς συμπόσιον, κατὰ τὸ ὁποῖον
πίνεται οἶνος, μὴ ἐπιπλήξῃς καὶ
μὴ παρατηρήσῃς τὸν διπλανόν σου καὶ
μὴ τὸν ἐξευτελίσῃς κατὰ τὴν
ὥραν τῆς διασκεδάσεως καὶ εὐθυμίας
του· μὴ τοῦ εἴπῃς λόγον ὑβριστικὸν
καὶ μὴ τὸν πιέσῃς μὲ ἀξίωσιν
καὶ κάποιαν ἀπαίτησιν. |