Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
γούμενόν
σε κατέστησαν; Μὴ ἐπαίρου· γίνου
ἐν αὐτοῖς ὡς εἷς ἐξ αὐτῶν
φρόντισον αὐτῶν καὶ οὕτω κάθισον.
|
ὲ
ὥρισαν προϊστάμενον τοῦ συμποσίου;
Μὴ ὑπερηφανεύεσαι δι' αὐτό.
Νὰ εἶσαι, ὡσὰν ἔνας ἀπὸ
τοὺς συνδαιτυμόνας μεταξὺ αὐτῶν.
Φρόντισε δι' αὐτοὺς καὶ ἔπειτα
κάθισε μαζῆ των εἰς τὴν τράπεζαν.
|
ὲ
ἐγκατέστησαν ἐπὶ κεφαλῆς καὶ
ἀρχηγὸν τοῦ συμποσίου; Μὴ ἐπαίρεσαι
καὶ μὴ τὸ παίρνῃς ἐπάνω σου.
Γίνε μεταξὺ τῶν συμμετεχόντων εἰς τὸ
συμπόσιον σὰν ἕνας ἀπὸ αὐτούς.
Φρόντισε πρῶτον δι’ αὐτούς, ὥστε ὅλοι
νὰ ἐξυπηρετηθοῦν πλήρως, καὶ ἔπειτα
κάθησε ἐπὶ τῆς θέσεώς σου.
|
2
Καὶ πᾶσαν τὴν χρείαν σου ποίησας
ἀνάπεσε, ἵνα εὐφρανθῇς δι' αὐτοὺς
καὶ εὐκοσμίας χάριν λάβῃς
στέφανον. |
2
Ὅταν δὲ ἐκπληρώσῃς ὅλας
τὰς ὑποχρεώσεις σου ὡς συμποσιάρχου,
τότε παρακάθισε μαζῆ των εἰς τὴν
τράπεζαν, διὰ νὰ εὐφρανθῇς καὶ
σύ. Θὰ λάβῃς δὲ ἀπὸ
αὐτοὺς διὰ τὴν καλὴν ὀργάνωσιν
τῆς τραπέζης στέφανον εὐχαριστίας.
|
2
Καὶ ἀφοῦ κάμῃς κάθε τι ἀναγκαῖον,
ἐπιβαλλόμενον ὑπὸ τοῦ καθήκοντός σου
ὡς συμποσιάρχου, κατακλίθητι καὶ σύ, ἶνα
εὐφρανθῇς καὶ εὐχαριστηθῇς διὰ
τὴν ἰκανοποίησιν καὶ εὐχαρίστησιν
τούτων καὶ λάβῃς διὰ τὴν καλὴν
ὀργάνωσιν τοῦ συμποσίου τὸν στέφανον
ἐπὶ τῆς κεφαλῆς σου (κατὰ τὴν
συνήθειαν τῆς ἀρχαιότητος).
|
3
Λάλησον, πρεσβύτερε, πρέπει γάρ σοι,
ἐν ἀκριβεῖ ἐπιστήμῃ καὶ
μὴ εμποδίσῃς μουσικά. |
3
Σύ, ὡσὰν μεγαλύτερος ποὺ εἶσαι,
ὁμίλησον, διότι αὐτὸ ἁρμόζει
εἰς σέ. Εἰπὲ ὅμως μὲ ὀρθοφροσύνην
ἀληθινὰ πράγματα, χωρὶς νὰ παρατείνῃς
ἐπὶ πολὺ τὴν ὁμιλίαν σου
καὶ ἐμποδίζεις ἔτσι τὴν μουσικήν.
|
3
Ὁμίλησε σύ, ὦ πρεσβύτερε κατὰ τὴν
ἡλικίαν, διότι εἰς σὲ ἁρμόζει νὰ
ὁμιλήσῃς πρῶτος μὲ πολλὴν σύνεσιν
καὶ ἀκρίβειαν σκέψεως, καὶ μὴ ἐμποδίσῃς
τὴν μουσικήν. |
4
Ὅπου ἀκρόαμα, μὴ ἐκχέῃς
λαλιὰν καὶ ἀκαίρως μὴ σοφίζου.
|
4
Ὅταν ἀκούεται ἡ μουσική, σὺ
μὴ ὁμιλῇς πολλὰ καὶ ἐπὶ
πολύ, καὶ μὴ θέλῃς νὰ
παρουσιάσῃς τὴν σοφίαν σου εἰς
ἀκατάλληλον ὥραν.
|
4
Καὶ ὅταν ἀκούεται ἡ μουσική, σὺ
μὴ ἀρχίσῃς νὰ πολυλογῇς
καὶ μὴ ἐπιδεικνύῃς σοφίαν εἰς
ἀκατάλληλον καιρόν. |
5
Σφαγὶς ἄνθρακος ἐπὶ κόσμῳ
χρυσῷ, σύγκριμα μουσικῶν ἐν συμποσίῳ
οἴνου. |
5
Ὅπως τὸ χρυσὸ δακτυλίδι σφραγῖδος
μὲ τὸ πολύτιμο ρουμπίνι, ἔτσι
εἶναι καὶ ἡ συναυλία τῶν μουσικῶν
ὀργάνων εἰς τὸ συμπόσιον μὲ
τὸν οἶνον.
|
5
Ὅπως ταιριάζει εἰς χρυσοῦν δακτυλίδιον σφραγιδόλιθος
ἀπὸ πολύτιμον ἄνθρακα, ἔτσι καὶ
κατὰ συμπόσιον, ὅπου πίνεται οἶνος, ἁρμόζει
μουσικὴ συναυλία. |
6
Ἐν κατασκευάσματι χρυσῷ σφραγὶς σμαράγδου,
μέλος μουσικὸν ἐφ ἡδεῖ οἴνῳ.
|
6
Ὅπως τὸ δακτυλίδι - σφραγίς, κατασκευασμένον
ἀπὸ τὸν χρυσὸν καὶ κοσμημένον
μὲ σμάραγδον, ἔτσι καὶ ἡ μελῳδία
μὲ τὸν εὐχάριστον οἶνον.
|
6
Ὅ,τι εἶναι εἰς χρυσοῦν κατασκεύασμα
προσηρμοσμένος σφραγιδόλιθος ἐκ σμαράγδου, ἔτσι
εἶναι καὶ ἡ μουσικὴ μελωδία μετὰ
εὐχαρίστου καὶ γλυκέος οἴνου.
|
7
Λάλησον, νεανίσκε, εἰ χρεία σου μόλις
δὶς ἐὰν ἐπερωτηθῇς·
|
7
Καὶ σύ, νέε, ποὺ συμμετέχεις
εἰς τὸ συμπόσιον, ἐὰν αἰσθανθῇς
τὴν ἀνάγκην, ὁμίλησε, μέχρι
δύο ὅμως φορὰς καὶ ἐὰν
ἐρωτηθῇς.
|
7
Ὁμίλησε καὶ σύ, νέε μου, ἐὰν παρουσιασθῇ
ἀνάγκη, τὸ πολὺ δύο φοράς, καὶ ὅταν
σὲ ἐρωτήσουν. |
8
κεφαλαίωσον λόγον, ἐν ὀλίγοις
πολλά· γίνου ὡς γινώσκων καὶ
ἅμα σιωπῶν. |
8
Συγκεφαλαίωσε αὐτά, ποὺ εἶπες
καὶ μάθε νὰ λέγῃς πολλὰ
δι' ὀλίγων. Γίνε ἄνθρωπος, ὁ
ὁποῖος γνωρίζει πολλὰ καὶ συγχρόνως
ἔχει μάθει νὰ σιωπᾷ.
|
8
Συγκεφαλαίωσον καὶ κάμε περίληψιν ἐκείνων, ποὺ
ἔχεις νὰ εἴπῃς, καὶ μὲ
ὀλίγα λόγια εἰπὲ πολλὰ νοήματα·
γίνε καὶ δῶσε τὴν ἐντύπωσιν ἀνθρώπου,
ποὺ ἠξεύρει πολλὰ καὶ συγχρόνως
σιωπᾷ. |
9
Ἐν μέσῳ μεγιστάνων μὴ ἐξισάζου
καὶ ἑτέρου λέγοντος μὴ πολλὰ
ἀδολέσχει. |
9
Ὅταν εὐρίσκεσαι ἐν μέσῳ
ἀρχόντων καὶ ἀνωτέρων σου, μὴ
συμπεριφέρεσαι ὡσὰν ἴσος πρὸς
αὐτούς. Καὶ ὅταν ὁ ἄλλος
ὁμιλῇ, σὺ μὴ φλυαρῇς, ἀλλὰ
μεῖνε σοβαρός. |
9
Ἐν μέσῳ ἀρχόντων εὑρισκόμενος μὴ
ἐξισώσῃς τὸν ἑαυτόν σου
μὲ αὐτούς, καὶ καθ' ὃν χρόνον ὁμιλεῖ
ἄλλος, σὺ μὴ φλυαρῇς καὶ μὴ
πολυλογῇς. |
10
Πρὸ βροντῆς κατασπεύδει ἀστραπή,
καὶ πρὸ αἰσχυντηροῦ προελεύσεται
χάρις. |
10
Ὅπως ἐμπρὸς ἀπὸ τὴν βροντὴν
προηγεῖται ἡ ἀστραπή, ἔτσι ἡ
χάρις τῆς αἰδοῦς καὶ τῆς
σεμνότητος προηγεῖται ἀπὸ τὸν
ἐντροπαλὸν νέον.
|
10
Πρὸ τῆς βροντῆς λαμποκοπᾷ σπεύδουσα
ἡ ἀστραπή· ἔτσι πρὸ τοῦ
ἐντροπαλοῦ νέου προπορεύεται ἡ χάρις τῆς
αἰδημοσύνης, ἡ καθιστώσα αὐτὸν συμπαθῆ.
|
11
Ἐν ὥρᾳ ἐξεγείρου καὶ μὴ
οὐράγει, ἀπότρεχε εἰς οἶκον
καὶ μὴ ρᾳθύμει· |
11
Σήκω ἀπὸ τὸ τραπέζι ἐγκαίρως,
νὰ μὴ μείνῃς τελευταῖος·
πήγαινε σύντομα εἰς τὸν οἶκον
σου καὶ μὴ περιπλανᾶσαι ραθύμως εἰς
τοὺς δρόμους.
|
11
Ἐγκαίρως ἐγέρθητι ἐκ τῆς τραπέζης
καὶ μὴ μένῃς τελευταῖος σὰν
οὐραγός. Πήγαινε γρήγορα εἰς τὸ σπίτι σου
καὶ μὴ βραδύνῃς. |
12
ἐκεῖ παῖζε καὶ ποίει τὰ
ἐνθυμήματά σου καὶ μὴ ἁμάρτῃς
λόγῳ ὑπερηφάνῳ. |
12
Ἐκεῖ διασκέδασε, κάμε ὅ,τι σὲ
εὐχαριστεῖ. Πρόσεξε ὅμως, νὰ
μὴ ἁμαρτήσῃς μὲ κανένα
ὑπερήφανον λόγον.
|
12
Ἐκεῖ εἰς τὸ σπίτι σου παῖξε
καὶ κάμε ὅ,τι ἐνθυμηθῇς καὶ
ὅ,τι σκεφθῇς, πρόσεξε δὲ μόνον να
μὴ ἁμαρτήσῃς μὲ λόγια ὑπερηφανείας.
|
13
Καὶ ἐπὶ τούτοις εὐλόγησον
τὸν ποιήσαντά σε καὶ μεθύσκοντά
σε ἀπὸ τῶν ἀγαθῶν αὐτοῦ.
|
13
Ἐπὶ πᾶσι δὲ τούτοις δοξολόγησε
τὸν Πλάστην σου, διότι αὐτὸς
σοὺ δίδει μὲ ἀφθονίαν ὅλα
τὰ ἀγαθά του. |
13
Καὶ δι’ ὅλα ταῦτα, ποὺ ἀνεφέραμεν,
δόξασε Αὐτόν, ποὺ σὲ ἐδημιούργησε
καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ σοῦ παρέχῃ
ἄφθονα τὰ ἀγαθά του. |
14
Ὁ φοβούμενος Κύριον ἐκδέξεται
παιδείαν, καὶ οἱ ὀρθρίζοντες
εὑρήσουσιν εὐδοκίαν.
|
14
Ἐκεῖνος ποὺ φοβεῖται τὸν Κύριον,
θὰ δεχθῇ ὀπωσδήποτε ἐκ μέρους
τοῦ Κυρίου τὴν ὀρθὴν ἀγωγὴν
καὶ μόρφωσιν. Καὶ ὅσοι ἀπὸ
πρωΐας ἐξυπνοῦν, διὰ νὰ ἐπικοινωνήσουν
μὲ τὸν Κύριον, θὰ εὔρουν εὐμένειαν
καὶ καλωσύνην ἀπὸ αὐτόν.
|
14
Ὅποιος φοβεῖται τὸν Κύριον, θὰ δεχθῇ
τὴν παιδαγωγίαν του· καὶ ὅσοι ἐγείρονται
πολὺ πρωΐ, διὰ να ζητήσουν Αὐτὸν διὰ
προσευχῆς, θὰ εὔρουν εὔνοιαν καὶ
θὰ τύχουν τῆς εὐλογίας του.
|
15
Ὁ ζητῶν νόμον ἐμπλησθήσεται
αὐτοῦ, καὶ ὁ ὑποκρινόμενος
σκανθαλισθήσεται ἐν αὐτῷ.
|
15
Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἐπιζητεῖ
νὰ γνωρίσῃ καὶ νὰ ἐφαρμόσῃ
τὸν θεῖον νόμον, θὰ χορτάσῃ
ἀπὸ τὴν γνῶσιν καὶ τὴν
ἐφαρμογήν του. Ὅποιος ὅμως ὑποκρίνεται
ὅτι τὸν τηρεῖ, θὰ σκοντάψῃ
ἐπάνω εἰς αὐτὸν καὶ θὰ
πέσῃ. |
15
Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ζητεῖ
νὰ μάθῃ καὶ νὰ τηρήσῃ τὸν
θεῖον Νόμον, θὰ χορτασθῇ καὶ θὰ
ἐμπλησθῇ ἀπὸ αὐτόν, καὶ
ἐκεῖνος ποὺ εἶναι ὑποκριτής,
θὰ σκοντάψῃ εἰς αὐτὸν
καὶ θὰ πέσῃ. |
16
Οἱ φοβούμενοι Κύριον εὑρήσουσι
κρίμα καὶ δικαιώματα ὡς φῶς
ἐξάψουσιν. |
16
Ὅσοι φοβοῦνται τὸν Κύριον, θὰ
δικαιωθοῦν καὶ θὰ λάμψουν ὡσὰν
φῶς τὰ δίκαιά των καὶ αἱ
δίκαιαι πράξεις των.
|
16
Ὅσοι φοβοῦνται τὸν Κύριον, θὰ εὔρουν
καὶ θὰ διακρίνουν τί εἶναι δίκαιον
καὶ θὰ προβοῦν εἰς δικαίας ἀποφάσεις
καὶ ἐνεργείας, ποὺ θὰ λάμψουν σὰν
φῶς ἐμπρὸς εἰς τοὺς ἄλλους.
|
17
Ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς ἐκκλίνει
ἐλεγμὸν καὶ κατὰ τὸ θέλημα
αὐτοῦ εὑρήσει σύγκριμα.
|
17
Ὁ ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος ἀποφεύγει
τοὺς ἐλέγχους καί, διὰ νὰ
ἀκολουθῇ τὸ θέλημά του, εὑρίσκει
πάντοτε δικαιολογίας.
|
17
Ὁ ἐμμένων εἰς τὴν ἁμαρτίαν
ἄνθρωπος ἀποφεύγει πάντα πρὸς διόρθωσιν
αὐτοῦ ἔλεγχον καί, σύμφωνα μὲ τὸ
ἁμαρτωλὸν θέλημά του, θὰ εὕρῃ
διὰ παρερμηνειῶν τοῦ Νόμου δικαιολογίας
τῆς διαγωγῆς του. |
18
Ἀνὴρ βουλῆς οὐ μὴ παρίδῃ
διανόημα, ἀλλότριος καὶ ὑπερήφανος
οὐ καταπτήξει φόβον, καὶ μετὰ
τὸ ποιῆσαι μετ' αὐτοῦ ἄνευ βουλῆς.
|
18
Ὁ συνετὸς καὶ νοήμων ἄνθρωπος
δὲν παραγνωρίζει μίαν καλὴν συμβουλήν.
Ὁ ἀσεβὴς ὅμως καὶ ὑπερήφανος
δὲν πτοεῖται αὐτὸ κανένα ἱερὸν
φόβον. Ἀκόμη δὲ καὶ μετὰ
τὴν ἀσύνετον καὶ ἁμαρτωλὴν
πρᾶξιν του δὲν διδάσκεται καὶ δὲν
συνετίζεται. |
18
Ἄνθρωπος σοβαρὸς καὶ συνετὸς δὲν
θὰ παραβλέψῃ οὐδεμίαν ξένην γνώμην, ὁ
ξένος ὅμως πρὸς τὴν εὐσέβειαν καὶ
ὁ ὑπερήφανος δὲν θὰ ἀναχαιτισθῇ
ἀπὸ κανένα φόβον· καὶ ὅταν ποιήσῃ
μόνος του καὶ ἄνευ συμβουλῆς ἀσύνετον
πρᾶξιν, δὲν θὰ μετανοήσῃ.
|
19
Ἄνευ βουλῆς μηθὲν ποιήσῃς καὶ
ἐν τῷ ποιῆσαί σε μὴ μεταμελοῦ.
|
19
Χωρὶς προηγουμένως νὰ σκεφθῇς, νὰ
μὴ πράξῃς τίποτε καὶ ἔτσι
δὲν θὰ μετανοήσῃς ἀργότερα
διὰ τὴν πρᾶξιν σου.
|
19
Χωρὶς νὰ σκεφθῇς καὶ συμβουλευθῇς
μὴ κάμνῃς τίποτε· καὶ ἐὰν
ἐποίησες καὶ ἐνήργησες οὕτω,
μὴ μεταμέλεσαι, διότι ἐνήργησες ὀρθῶς.
|
20
Ἐν ὁδῷ ἀντιπτώματος μὴ
πορεύου καὶ μὴ προσκόψῃς ἐν
λιθώδεσι. |
20
Εἰς δρόμον, ὅπου ὑπάρχουν λίθοι
προσκόμματος, παγίδες πτώσεως εἰς
ἁμαρτίαν, μὴ βαδίζῃς, διὰ
νὰ μὴ σκοντάψῃς εἰς τοὺς
λίθους.
|
20
Εἰς δρόμον πλήρη ἀπὸ ἐμπόδια καὶ
προσκόμματα μὴ βαδίζῃς καὶ δὲν θὰ
σκοντάψῃς εἰς ἐδάφη γεμᾶτα ἀπὸ
λιθάρια. |
21
Μὴ πιστεύσῃς ἐν ὁδῷ ἀπροσκόπῳ,
|
21
Καὶ ἐκεῖ ἀκόμη, ποὺ δὲν
βλέπεις ἐμπόδια, μὴ ἔχῃς
ἐμπιστοσύνην καὶ μὴ ξεθαρρεύεσαι·
|
21
Μὴ θαρρεύῃς καὶ μὴ ἔσο ξένοιαστος
εἰς δρόμον, ὅπου δὲν ὑπάρχουν προσκόμματα
καὶ ἐμπόδια. |
22
καὶ ἀπὸ τῶν τέκνων σου φύλαξαι
|
22
καὶ ἀπὸ αὐτὰ ἀκόμη
τὰ παιδιά σου πρόσεχε.
|
22
Προφυλάξου ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὰ
παιδιά σου. |
23
ἐν παντὶ ἔργῳ πίστευε τῇ
ψυχῇ σου, καὶ γὰρ τοῦτό ἐστι
τήρησις ἐντολῶν. |
23
Διὰ κάθε καλὸν ἔργον, ποὺ πράττεις,
νὰ ἔχῃς ψυχικὸν σθένος καὶ
πεποίθησιν. Αὐτὸ ἄλλωστε εἶναι
τήρησις καὶ ἀπαίτησις τῶν θείων
ἐντολῶν. |
23
Εἰς πᾶν ὅ,τι πράττεις, πρόσεχε μετὰ
θάρρους καὶ λελογισμένης ἐμπιστοσύνης εἰς
τὸν ἑαυτόν σου, διότι ἀπὸ τὸ
θάρρος καὶ τὴν προσοχὴν αὐτὴν
ἐξαρτᾶται ἡ τήρησις τῶν ἐντολῶν
τοῦ Θεοῦ. |
24
Ὁ πιστεύων νόμῳ προσέχει ἐντολαῖς,
καὶ ὁ πεποιθὼς Κυρίῳ οὐκ
ἐλαττωθήσεται. |
24
Ἐκεῖνος ποὺ πιστεύει εἰς τὸν
νόμον τοῦ Θεοῦ, προσέχει τὰς
θείας ἐντολάς· καὶ ἐκεῖνος,
ὁ ὁποῖος στηρίζει τὴν πεποίθησίν
του εἰς τὸν Κύριον, δὲν θὰ χάσῃ,
ἀλλὰ θὰ κερδίσῃ καὶ θὰ
προοδεύσῃ. |
24
Ὅποιος πιστεύει εἰς τὸν Νόμον, ὅτι
ἐδόθη ἀπὸ τὸν Θεόν, προσέχει εἰς
τὰς ἐντολάς, ἵνα τηρῇ αὐτάς,
καὶ ὁποῖος ἔχει πεποίθησιν εἰς
τὸν Κύριον, δὲν θὰ ζημιωθῇ.
|