Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
θάνατε,
ὡς πικρόν σου τὸ μνημόσυνόν
ἐστιν ἀνθρώπῳ εἰρηνεύοντι
ἐν τοῖς ὑπάρχουσιν αὐτοῦ,
ἀνδρὶ ἀπερισπάστῳ καὶ
εὐοδουμένῳ ἐν πᾶσι καὶ
ἔτι ἰσχύοντι ἐπιδέξασθε τροφήν.
|
θάνατε,
πόσον πικρὰ εἶναι ἡ ἀνάμνησίς
σου εἰς ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος ζῇ
εἰρηνικῶς ἀνάμεσα εἰς τὰ
ἀγαθά του, ἀμέριμνος καὶ προοδεύων
εἰς ὅλα· εἰς ἄνθρωπον, ὁ
ὁποῖος ἔχει ἰσχὺν καὶ
ὑγείαν, ὥστε νὰ τρώγῃ
μὲ ὄρεξιν τὰ φαγητά!
|
θάνατε,
πόσον πικρὰ εἶναι ἡ ἐνθύμησίς σου
εἰς τὸν ἄνθρωπον, ποὺ ζῇ εἰρηνικὰ
ἐν μέσῳ τῶν ἀγαθὸν καὶ
ὑπαρχόντων του, εἰς τὸν ἄνδρα ποὺ
δὲν ἔχει περισπασμοὺς καὶ δοκιμασίας
καὶ ποὺ προοδεύει καὶ ἐπιτυγχάνει
εἰς ὅλα καὶ ὁ ὁποῖος ἔχει
ἀκόμη ἀντοχὴν καὶ δύναμιν νὰ
δέχεται τροφήν. |
2
Ὦ θάνατε, καλόν σου τὸ κρίμα
ἐστὶν ἀνθρώπῳ ἐπιδεομένῳ
καὶ ἐλασσουμένῳ ἰσχύϊ,
ἐσχατογήρῳ καὶ περισπωμένῳ
περὶ πάντων καὶ ἀπειθοῦντι καὶ
ἀπολωλεκότι ὑπομονήν.
|
2
Ὦ θάνατε, κρίνεσαι καλὸς διὰ
τὸν πτωχόν, διὰ τὸν σωματικῶς
ἀσθενῆ καὶ ἀδύνατον, δι' ἐκεῖνον
ποὺ ἔχει φθάσει εἰς βαθὺ γῆρας,
δι' αὐτὸν ὁ ὁποῖος περισπᾶται
εἰς πολλὰς καὶ βαρείας μερίμνας
καὶ ὁ ὁποῖος ἐπαναστατεῖ
διὰ τὴν κατάστασίν του καὶ ἔχει
χάσει πλέον τὴν ὑπομονήν.
|
2
Ὦ θάνατε, ἡ περὶ σοῦ θεία ἀπόφασις
εἶναι καλὴ διὰ τὸν ἄνθρωπον,
ποὺ ἔχει οἰκονομικὰς ἀνάγκας
καὶ τοῦ ὁποίου ἐλαττώνεται ἡ
σωματικὴ δύναμις, ὅστις εὑρίσκεται εἰς
ἔσχατον γῆρας καὶ βασανίζεται ἀπὸ
μυρίας φροντίδας καὶ περισπασμοὺς καὶ ὁ
ὁποῖος εἶναι ἐπαναστατημένος καὶ
ἀπειθὴς καὶ ἔχει χάσει τὴν ὑπομονήν
του. |
3
Μὴ εὐλαβοῦ κρίμα
θανάτου, μνήσθητι προτέρων σου καὶ
ἐσχάτων· |
3
Ἀλλὰ σύ, ὦ ἄνθρωπε, εἰς
οἰανδήποτε καὶ ἂν εὐρίσκεσαι
κατάστασιν, μὴ φοβῆσαι τὴν ὥραν
τοῦ θανάτου. Ἐνθυμήσου ἐκείνους
ποὺ ἔζησαν πρὶν ἀπὸ σέ,
καὶ ἐκείνους ποὺ θὰ ζήσουν
ὕστερα ἀπὸ σέ. |
3
Μὴ φοβῆσαι τὴν ἀπόφασιν τοῦ
θανάτου· ἐνθυμήσου πόσοι ἦσαν προτήτερα
ἀπὸ σὲ καὶ ἐκείνους θὰ
ζήσουν ὕστερα ἀπὸ σέ.
|
4
τοῦτο τὸ κρίμα παρὰ Κυρίου πάσῃ
σαρκί, καὶ τί
ἀπαναίνῃ ἐν
εὐδοκίᾳ Ὑψίστου; Εἴτε
δέκα εἴτε ἑκατὸν εἴτε χίλια
ἔτη, οὐκ ἔστιν ἐν ᾅδου ἐλεγμὸς
ζωῆς. |
4
Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀπόφασις
τοῦ Κυρίου διὰ κάθε ἄνθρωπον,
ὁ θάνατος. Διατί νὰ ἀνθίσταται
κανεὶς εἰς τὴν ἀγαθὴν αὐτὴν
ἀπόφασιν τοῦ Ὑψίστου; Εἴτε
δέκα, εἴτε ἑκατόν, εἴτε χίλια
ἔτη καὶ ἂν ἔζησε κανείς, κάτω
εἰς τὸν ᾅδην δὲν θὰ τὸν
ἐλέγξῃ κανεὶς διὰ τὸν
ἀριθμὸν τῶν ἐτῶν τῆς ζωῆς
του. |
4
Ἡ ἀπόφασις αὕτη ἔχει ἐκδοθῇ
ἀπὸ τὸν Κύριον διὰ κάθε ἀνεξαιρέτως
ἄνθρωπον. Καὶ διατὶ ἀνθίστασαι
καὶ ἀρνεῖσαι νὰ ὑποταχθῇς
εἰς αὐτό, ποὺ εἶναι ἀρεστὸν
εἰς τὸν Ὕψιστον; Εἴτε δέκα εἴτε
ἑκατὸν ἔτη ζήσῃς, δὲν ὑπάρχει
εἰς τὸν Ἅδην ἔλεγχος καὶ ἐπιτίμησις
διὰ τὴν διάρκειαν τῆς ζωῆς.
|
5
Τέκνα βδελυκτὰ γίνεται τέκνα ἁμαρτωλῶν
καὶ συναναστρεφόμενα παροικίαις ἀσεβῶν.
|
5
Βδελυρὰ γίνονται τὰ τέκνα τῶν
ἁμαρτωλῶν, τὰ ὁποῖα συχνάζουν
καὶ συναναστρέφονται εἰς τὰς οἰκίας
ἀσεβῶν ἀνθρώπων.
|
5
Τὰ παιδιὰ τῶν ἁμαρτωλῶν γίνονται
σιχαμένα καὶ μυσαρὰ καὶ συχνάζουν ταῦτα
διαρκῶς ἐκεῖ, ὅπου διαμένουν
καὶ κατοικοῦν ἀσεβεῖς.
|
6
Τέκνων ἁμαρτωλῶν ἀπολεῖται κληρονομία,
καὶ μετὰ τοῦ σπέρματος αὐτῶν
ἐνδελεχιεῖ ὄνειδος. |
6
Ἡ κληρονομία τῶν ἁμαρτωλῶν τέκνων
χάνεται, εἰς δὲ τοὺς ἀπογόνους
των παραμένει πάντοτε ὁ ἐξευτελισμὸς
καὶ ἡ ἀνυποληψία.
|
6
Ἡ κληρονομία τῶν ἀπογόνων τῶν ἁμαρτωλῶν
θὰ χαθῇ, καὶ εἰς τοὺς ἀπογόνους
τούτων πάλιν μονίμως θὰ ἑξακολουθῇ συνεχιζομένη
ἡ ἐντροπὴ καὶ περιφρόνησις.
|
7
Πατρὶ ἀσεβεῖ μέμφεται τέκνα,
ὅτι δι' αὐτὸν ὀνειδισθήσονται.
|
7
Τὸν ἀσεβῆ πατέρα θὰ τὸν
μέμφωνται τὰ τέκνα του, διότι ἐξ
αἰτίας αὐτοῦ, θὰ ὀνειδίζωνται.
|
7
Τὸν ἀσεβῆ πατέρα των θὰ μέμφωνται
καὶ θὰ κατηγοροῦν καὶ τὰ τέκνα
του, διότι ἐξ αἰτίας αὐτοῦ θὰ
ὀνειδίζωνται καὶ θὰ καταφρονοῦνται.
|
8
Οὐαὶ ὑμῖν, ἄνδρες ἀσεβεῖς,
οἵτινες ἐγκατελίπετε νόμον Θεοῦ
Ὑψίστου· |
8
Ἀλλοίμονον εἰς σᾶς, ὦ ἀσεβεῖς
ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι ἔχετε ἐγκαταλείψει
τὸν νόμον τοῦ Ὑψίστου Θεοῦ.
|
8
Ἀλλοίμονον εἰς σᾶς, ὦ ἄνθρωποι
ἀσεβεῖς, οἱ ὁποῖοι ἐγκατελείψατε
καὶ δὲν ἐλογαριάσατε τὸν Νόμον
τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου.
|
9
καὶ ἐὰν γεννηθῆτε, εἰς κατάραν
γεννηθήσεσθε, καὶ ἐὰν ἀποθάνητε,
εἰς κατάραν μερισθήσεσθε. |
9
Καὶ ἐὰν ἔχετε γεννηθῇ, διὰ
τὴν κατᾶραν ἐγεννηθήκατε καὶ
ὅταν ἀποθάνετε, ἡ κατάρα θὰ
εἶναι τὸ μερίδιον καὶ ἡ κληρονομία
σας. |
9
Καὶ ἐὰν θὰ γεννηθῆτε, θὰ
γεννηθῆτε διὰ τὴν κατάραν, καὶ ἐὰν
ἀποθάνετε, ἡ μερὶς καὶ ἡ κληρονομία,
ποὺ θὰ λάβετε, θὰ εἶναι ἡ κατάρα.
|
10
Πάντα ὅσα ἐκ γῆς, εἰς γῆν
ἀπελεύσεται, οὕτως ἀσεβεῖς ἀπὸ
κατάρας εἰς ἀπώλειαν.
|
10
Ὅλα ὅσα προέρχονται ἀπὸ τὴν
γῆν, εἰς τὴν γῆν θὰ ἐπανέλθουν.
Ἔτσι καὶ οἱ ἀσεβεῖς, ἀπὸ
τὴν κατάραν θὰ καταντήσουν εἰς
τὴν ἀπώλειαν.
|
10
Ὅλα, ὅσα ἔγιναν ἀπὸ τὸ
χῶμα τῆς γῆς, εἰς τὴν γῆν
θὰ ἀπέλθουν ἔτσι καὶ οἱ ἀσεβεῖς
ἀπὸ τὴν κατάραν, διὰ τὴν ὁποίαν
ἐγεννήθησαν, εἰς τὴν ἀπώλειαν καὶ
τὸν ὄλεθρον θὰ ὑπάγουν.
|
11
Πένθος ἀνθρώπων ἐν σώμασιν αὐτῶν,
ὄνομα δὲ ἁμαρτωλῶν οὐκ ἀγαθὸν
ἐξαλειφθήσεται. |
11
Τὸ πένθος τῶν ἀνθρώπων ἀναφέρεται
εἰς τὸν σωματικὸν θάνατον· τὸ
κακὸν ὅμως ὄνομα τῶν ἁμαρτωλῶν
ποτὲ δὲν θὰ ἐξαλειφθῇ.
|
11
Τὸ πένθος, ποὺ συνήθως καταλαμβάνει τοὺς
ἀνθρώπους, ἀναφέρεται μόνον εἰς τὰ
σώματά των, ὁσάκις συμβῇ κακόν τι εἰς
αὐτά. Τὸ ὄνομα ὅμως καὶ ἡ
φήμη τῶν ἁμαρτωλῶν, ἐπειδὴ δὲν
δίδεται ἀπὸ αὐτοὺς καμμία προσοχὴ
δι' αὐτήν, δὲν εἶναι καλὴ καὶ
δι’ αὐτὸ θὰ ἐξαλειφθῇ.
|
12
Φρόντισον περὶ ὀνόματος, αὐτὸ
γάρ σοι διαμένει ἢ χίλιοι μεγάλοι
θησαυροὶ χρυσίου. |
12
Φρόντισε διὰ τὸ καλὸν ὄνομά
σου, διότι αὐτὸ θὰ παραμείνῃ
ὡς ἰσοβιον κτῆμα σου, παρὰ χίλιοι
μεγάλοι θησαυροὶ χρυσοῦ.
|
12
Φρόντισε διὰ τὸ ὄνομά σου καὶ τὴν
καλὴν φήμην σου· διότι τὸ ὄνομά σου
καὶ ἡ καλή σου φήμη θὰ διαμείνῃ
ὡς κληρονομία πολυτιμοτέρα ἀπὸ χιλίους μεγάλους
θησαυροὺς χρυσοῦ. |
13
Ἀγαθῆς ζωῆς ἀριθμὸς ἡμερῶν,
καὶ ἀγαθὸν ὄνομα εἰς αἰῶνα
διαμενεῖ. |
13
Καὶ αὐτῆς ἀκόμη τῆς καλῆς
ζωῆς εἶναι μετρημέναι αἱ ἡμέραι.
Τὸ καλὸν ὅμως ὄνομα μένει πάντοτε.
|
13
Αἱ ἡμέραι τῆς καλῆς καὶ εὐτυχισμένης
ζωῆς εἶναι μετρημέναι καὶ εἶναι ὡρισμένος
ὁ ἀριθμός των. Θὰ παρέλθουν λοιπόν.
Ἀλλὰ τὸ καλὸν ὄνομα διαμένει
εἰς τὸν αἰῶνα. |
14
Παιδείαν ἐν εἰρήνῃ συντηρήσατε,
τέκνα· σοφία δὲ κεκρυμμένη καὶ
θησαυρὸς ἀφανής, τὶς ὠφέλεια
ἐν ἀμφοτέροις; |
14
Παιδιά μου, προσέξατε καὶ κρατήσατε
τὴν εἰρηνικὴν διδασκαλίαν καὶ
μόρφωσιν. Σοφία κρυμμένη καὶ θησαυρὸς
ἀφανής, ποίαν ὠφέλειαν ἠμποροῦν
καὶ τὰ δυὸ νὰ φέρουν;
|
14
Τέκνα μου, τὴν διδασκαλίαν καὶ παιδαγωγίαν μου
δεχθῆτε καὶ τηρήσατέ την μὲ εἰρήνην
καὶ πρόθυμον ὑπακοήν. Σύνεσις καὶ σοφία,
ποὺ παραμένει κρυμμένη καὶ δὲν τίθεται εἰς
ἐφαρμογήν, καθὼς καὶ θησαυρός, ποὺ
εἶναι ἀφανής, ποίαν ὠφέλειαν παρέχουν καὶ
τὰ δύο; |
15
Κρείσσων ἄνθρωπος ἀποκρύπτων τὴν
μωρίαν αὐτοῦ ἢ ἄνθρωπος ἀποκρύπτων
τὴν σοφίαν αὐτοῦ. |
15
Καλύτερος εἶναι ἕνας ἄνθρωπος, ποὺ
κρύπτει τὴν μωρίαν του, παρὰ ἕνας
σοφὸς ποὺ κρύπτει τὴν σοφίαν
του. |
15
Εἶναι καλύτερος ὁ ἄνθρωπος, ποὺ ὑποκρινόμενος
κρύπτει τὴν μωρίαν καὶ ἀνοησίαν του, παρὰ
ὁ ἄνθρωπος ποὺ κρύπτει τὴν σοφίαν
καὶ σύνεσίν του. |
16
Τοιγαροῦν ἐντράπητε ἐπὶ τῷ
ρήματί μου· οὐ γάρ ἐστι
πᾶσαν αἰσχύνην διαφυλάξαι καλόν,
καὶ οὐ πάντα πᾶσιν ἐν πίστει
εὐδοκιμεῖται. |
16
Λοιπόν, καὶ σεῖς ἐντραπῆτε διὰ
τὰ λόγια, τὰ ὁποῖα σᾶς
εἶπα καὶ θὰ σᾶς εἴπω. Δὲν
εἶναι βέβαια καλὸν νὰ συστέλλεται
κανεὶς εἰς κάθε εἶδος ἐντροπῆς
καὶ ὅλα τὰ πράγματα δὲν ἐκτιμῶνται
μὲ ἀκρίβειαν ἐκ μέρους τῶν
ἀνθρώπων. |
16
Δι’ αὐτὸ λοιπὸν προσέξατε καὶ δοκιμάσατε
ἐντροπὴν καὶ σεβασμὸν εἰς αὐτό,
ποὺ θὰ σᾶς εἴπω· διότι δὲν
εἶναι καλὸν νὰ συστέλλεται κανεὶς
καὶ νὰ δοκιμάζῃ ἐντροπὴν εἰς
ὅλα, καὶ διότι δὲν κρίνονται ὅλα ὀρθῶς
ὑπὸ ὅλων τῶν ἀνθρώπων, οὐδὲ
ἐπιδοκιμάζονται σύμφωνα μὲ τὴν ἀλήθειαν.
|
17
Αἰσχύνεσθε ἀπὸ πατρὸς καὶ
μητρὸς περὶ πορνείας καὶ ἀπὸ
ἡγουμένου καὶ δυνάστου περὶ
ψεύδους, |
17
Ἰδού, ποὺ πρέπει νὰ αἰσθάνεσθε
ἐντροπήν· νὰ ἐντρέπεσθε
τὴν πορνείαν ἐνώπιον μάλιστα
τοῦ πατρὸς καὶ τῆς μητρός σας·
τὸ ψεῦδος ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνος
καὶ τοῦ κατέχοντος ἐξουσίαν,
|
17
Νὰ ἐντρέπεσθε τὸν πατέρα σας καὶ τὴν
μητέρα σας, διὰ νὰ μὴ παρασυρθῆτε
εἰς τὸ ἁμάρτημα τῆς πορνείας·
νὰ ἐντρέπεσθε καὶ τὸν ἡγεμόνα
καὶ διαθέτοντα δύναμιν καὶ ἐπιρροήν, διὰ
νὰ μὴ λέγετε ἐνώπιόν του ψεῦδος.
|
18
ἀπὸ κριτοῦ καὶ ἄρχοντος περὶ
πλημμελείας, ἀπὸ συναγωγῆς καὶ
λαοῦ περὶ ἀνομίας, |
18
καταπάτησιν τοῦ Νόμου ἐνώπιον
δικαστοῦ καὶ ἄρχοντος καὶ τὴν
κατηγορίαν ἐναντίον σας περὶ ἀδικίας
ἐκ μέρους συγκεντρώσεως καὶ λαοῦ
ὁλοκλήρου. |
18
Νὰ ἐντρέπεσθε τὸν δικαστὴν καὶ
τὸν ἄρχοντα, διὰ νὰ μὴ παρασύρεσθε
εἰς ἐγκλήματα καὶ πλημμελήματα· καὶ
τὴν σύναξιν καὶ συγκέντρωσιν τοῦ λαοῦ,
διὰ να ἀποφεύγετε τὰς παραβάσεις τῶν
νόμων. |
19
ἀπὸ κοινωνοῦ καὶ φίλου περὶ
ἀδικίας καὶ ἀπὸ τόπου,
οὗ παροικεῖς, περὶ κλοπῆς,
|
19
Νὰ αἰσθάνεσθε ἐντροπήν δι' ἀδικίαν
ἀπέναντι τοῦ συντρόφου καὶ φίλου
σας, διὰ κλοπὴν εἰς τὴν πόλιν,
ὅπου σὺ κατοικεῖς.
|
19
Νὰ ἐντρέπεσθε τὸν γνωστόν, μὲ τὸν
ὁποῖον συχνὰ ἐπικοινωνεῖτε,
καὶ τὸν φίλον σας, διὰ νὰ προφυλάττεσθε
ἀπὸ ἀδικίαν, καθὼς καὶ τὸ
μέρος, εἰς τὸ ὅποιο κατοικεῖτε, διὰ
νὰ μὴ διαπράττετε κλοπήν, ἡ ἀνακάλυψις
τῆς ὁποίας θὰ σᾶς καταστήσῃ
εἰς ὅλους τοὺς γείτονας καὶ συμπολίτας
σας ἀξίους περιφρονήσεως. |
20
ἀπὸ ἀληθείας Θεοῦ καὶ
διαθήκης καὶ ἀπὸ πήξεως ἀγκῶνος
ἐπ' ἄρτοις, |
20
Ἐντροπὴν ἐπίσης ἐμπρὸς
εἰς τὴν ἀλήθειαν καὶ τὴν
διαθήκην τοῦ Θεοῦ καὶ ἀκόμη
διὰ τὸ στήριγμα τοῦ ἀγκῶνος
τῆς χειρός σας ὅταν παρακάθεσθε εἰς
τράπεζαν φαγητοῦ.
|
20
Ἔσο συνεσταλμένος καὶ εὐλαβὴς ἐνώπιον
τὴν ἀληθείας τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς
Διαθήκης αὐτοῦ καὶ νὰ ἐντρέπεσαι
ὅπως στηρίζῃς τὸν ἀγκῶνα σου
ἐπάνω εἰς τοὺς ἄρτους, δεικνύων συμπεριφορὰν
ἀνάγωγον καὶ κοινωνικῶς ἀπρεπῆ.
|
21
ἀπὸ σκορακισμοῦ λήψεως καὶ δόσεως
καὶ ἀπὸ ἀσπαζομένων περὶ
σιωπῆς, |
21
Νὰ ἐντρέπεσθε τὰς παρανόμους
δοσοληψίας, καὶ ὅταν οἱ ἄλλοι
σᾶς χαιρετοῦν, σεῖς δὲ σιωπᾶτε.
|
21
Νὰ ἐντρέπεσαι ὡσαύτως, ὅπως
δεικνύῃς περιφρόνησιν, ὅταν πρόκειται νὰ
ἐπιστρέψῃς ἐκεῖνο ποὺ ἔλαβες
ἢ ἐδανείσθης, καὶ ὅπως σιωπᾷς
ἐξ ἀδιαφορίας πρὸς ἐκείνους, οἱ
ὁποῖοι σὲ χαιρετοῦν.
|
22
ἀπὸ ὁράσεως γυναικὸς ἑταίρας
καὶ ἀπὸ ἀποστροφῆς προσώπου
συγγενοῦς, |
22
Ἐντροπὴ εἶναι νὰ παρατηρῇς μίαν
γυναίκα διεφθαρμένην καὶ νὰ ἀποστρέφῃς
τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ συγγενῆ
σου. |
22
Νὰ ἐντρέπεσαι ἀκόμη, ὅπως
βλέπῃς γυναῖκα διεφθαρμένην καὶ ὅπως
ἀποστρέφῃς περιφρονητικῶς τὸ πρόσωπόν
σου ἀπὸ συγγενῆ σου. |
23
ἀπὸ ἀφαιρέσεως μερίδας καὶ
δόσεως καὶ ἀπὸ κατανοήσεως γυναικὸς
ὑπάνδρου, |
23
Νὰ ἀφαιρῇς ἀπὸ κάποιον
τὸ δίκαιον μερίδιόν του ἢ τὸ
δῶρον του, καὶ νὰ περιεργάζεσαι μὲ
πονηρίαν γυναῖκα ὕπανδρον.
|
23
Νὰ ἐντρέπεσαι ὅπως ἀφαιρέσῃς
τὸ μερίδιον ἢ τὸ δῶρον, ποὺ
ἀνήκει εἰς ἄλλον,καὶ ὅπως
περιεργάζεσαι ἐπιμόνως καὶ πονηρῶς γυναῖκα
ὕπανδρον. |
24
ἀπὸ περιεργείας παιδίσκης αὐτοῦ,
καὶ μὴ ἐπιστῇς ἐπὶ τὴν
κοίτην αὐτῆς· |
24
Ἐντροπὴ εἶναι, νὰ ἔχῃς
μεγάλην οἰκειότητα μὲ τὴν ὑπηρέτριάν
σου· πρόσεξε μὴ πλησιάσῃς εἰς
τὴν κλίνην της.
|
24
Νὰ ἐντρέπεσαι ὅπως δεικνύῃς
οἰκειότητα καὶ περιέργειαν εἰς τὴν
δούλην τοῦ ἄλλου, καὶ μὴ πλησιάσῃς
εἰς τὴν κλίνην της. |
25
ἀπὸ φίλων περὶ λόγων ὀνειδισμοῦ
καὶ μετὰ τὸ δοῦναι μὴ ὀνείδιζε,
|
25
Νὰ ἐντραπῇς διὰ προσβλητικοὺς
λόγους ἐναντίον τῶν φίλων σου,
ὅταν δὲ ἐκεῖνοι εὐρεθοῦν
εἰς ἀνάγκην, σὺ δὲ τοὺς
βοηθήσῃς, πρόσεξε μὴ θίξῃς
τὴν ἀξιοπρέπειάν των.
|
25
Νὰ ἐντρέπεσαι ἀκόμη νὰ
εἴπῃς λόγους προσβλητικοὺς κατὰ πρόσωπον
τῶν φίλων σου· καὶ ἐὰν τοὺς
βοηθήσῃς, πρόσεχε νὰ μὴ τοὺς θίγῃς
ἢ ταπεινώνῃς, ὑπενθυμίζων εἰς
αὐτοὺς ἀδιάκριτα τὴν βοήθειάν σου
ταύτην. |
26
ἀπὸ δευτερώσεως καὶ λόγου ἀκοῆς,
καὶ ἀπὸ ἀποκαλύψεως λόγων
κρυφίων· |
26
Θεώρει ἐντροπήν σου τὸ νὰ ἐπαναλαμβάνῃς
καὶ νὰ διηγῆσαι κάθε τι, τὸ
ὁποῖον ἀκούεις, καὶ πρὸ
παντὸς νὰ ἀποκαλύψῃς ἐκεῖνα,
τὰ ὁποῖα ὡς μυστικὰ σοῦ
ἔχουν λεχθῇ |
26
Ἐντράπου νὰ ἐπαναλαμβάνῃς καὶ
νὰ δευτερώνῃς λόγον ἄτοπον ἢ δυσφημιστικὸν
ποὺ ἠκούσθη, καὶ νὰ ἀποκαλύπτῃς
καὶ φανερώνῃς λόγους καὶ πράγματα μυστικά.
|
27
καὶ ἔσῃ αἰσχυντηρὸς ἀληθινῶς
καὶ εὑρίσκων χάριν ἔναντι παντὸς
ἀνθρώπου. |
27
Ἔτσι φερόμενος θὰ ἀπκτήσῃς
τὴν ἀληθινὴν καὶ ἀξιέπαινον
ἐντροπὴν καὶ θὰ εὑρίσκῃς
πάντοτε χάριν καὶ ἐκτίμησιν
ἐκ μέρους ὅλων τῶν ἀνθρώπων.
|
27
Καὶ οὕτω συμπεριφερόμενος θὰ εἶσαι
πραγματικὰ ἐντροπαλὸς καὶ συνετὸς
καὶ θὰ εὑρίσκῃς χάριν καὶ εὐμενῆ
ὑποδοχὴν ἐνώπιον ὅλων τῶν ἀνθρώπων.
|