Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ὴ
περὶ τούτων αἰσχυνθῇς, καὶ μὴ
λάβῃς πρόσωπον τοῦ ἁμαρτάνειν·
|
ι'
αὐτὰ ὅμως, τὰ ὁποῖα ἐν
συνεχείᾳ θὰ σοῦ εἴπω, δὲν
πρέπει ποτὲ νὰ ἐντρέπεσαι·
καὶ μὴ ἐπηρεασθῇς ἀπὸ
πρόσωπα, οἰαδήποτε καὶ ἂν εἶναι,
ὥστε νὰ παρεκκλίνῃς εἰς τὴν
ἁμαρτίαν.
|
ερὶ
αὐτῶν, ποὺ θὰ εἴπω, νὰ
μὴ αἰσθανθῇς συστολὴν καὶ ἐντροπὴν
καὶ νὰ μὴ ὑπολογίσῃς πρόσωπον,
ὥστε, ἐπηρεαζόμενος ἀπὸ αὐτό,
νὰ ἁμαρτήσῃς. |
2
περὶ νόμου Ὑψίστου καὶ διαθήκης
καὶ περὶ κρίματος δικαιῶσαι τὸν
ἀσεβῆ, |
2
Νὰ μὴ αἰσθάνεσαι ἐντροπήν,
ὅταν πρόκειται περὶ τοῦ σεβασμοῦ
πρὸς τὸν νόμον τοῦ Ὑψίστου
καὶ πρὸς τὴν διαθήκην του. Μὴ
ἐντραπῇς νὰ ἐκδώσῃς ὀρθὴν
ἀπόφασιν, ἡ ὁποία ἀποδίδει
τὸ δίκαιον καὶ πρὸς αὐτὸν
ἀκόμη τὸν ἀσεβῆ.
|
2
Δηλαδὴ νὰ μὴ συσταλῇς διὰ τὸν
Νόμον τοῦ Ὑψίστου καὶ τὴν Διαθήκην
του, ὥστε νὰ δεικνύῃς πάντοτε σεβασμὸν
καὶ εὐλάβειαν εἰς αὐτά, καὶ
διὰ νὰ ἐκδώσῃς ἀπόφασιν,
ἡ ὁποία θὰ δικαιώνῃ καὶ δὲν
θὰ τιμωρῇ τὸν ἀσεβῆ, εἰς
περίπτωσιν ποὺ ἔχει οὗτος δίκαιον.
|
3
περὶ λόγου κοινωνοῦ καὶ ὁδοιπόρων
καὶ περὶ δόσεως κληρονομίας ἑταίρων,
|
3
Μὴ ἐντραπῇς, νὰ κάμῃς
δικαίους λογαριασμοὺς μὲ τὸν σύντροφόν
σου καὶ πρὸς αὐτοὺς ἀκόμη
τοὺς διαβάτας, ὅπως ἐπίσης καὶ
ὅταν πρόκειται νὰ ἀποδώσῃς
ὅ,τι ἀνήκει εἰς τοὺς φίλους
σου. |
3
Πρέπει ἄνευ συστολῆς νὰ λογαριάζεσαι ἐπακριβῶς
καὶ νὰ συζητῇς ἐλευθέρως μὲ
κάθε σύντροφόν σου καὶ μὲ ταξιδιώτας, ποὺ
εἶναι διαβατικοί, καὶ νὰ δίδῃς τὸ
δῶρον καὶ τὸ μερίδιον, τὸ ὁποῖον
διὰ κληρονομίας ὥρισαν οἱ συνεταῖροι
σου. |
4
περὶ ἀκριβείας ζυγοῦ καὶ σταθμίων,
περὶ κτήσεως πολλῶν καὶ ὀλίγων,
|
4
Φρόντιζε νὰ εἶναι ἀκριβὴς ἡ
ζυγαριὰ καὶ τὰ ζύγια της καὶ
νὰ ἀποκτήσῃς πολλὰ ἢ ὀλίγα,
ἀδιάφορον, μὲ δικαιοσύνην ὅμως.
|
4
Νὰ μὴ ἐντρέπεσαι προσέχων εἰς
τὴν ἀκρίβειαν τῆς ζυγαριᾶς καὶ
τῶν σταθμῶν, ποὺ θὰ χρησιμοποιῇς,
ὅταν ζυγίζῃς, καθὼς καὶ διὰ
τὴν δικαίαν ἀπόφασιν πολλῶν ἢ ὀλίγων·
|
5
περὶ διαφόρου πράσεως ἐμπόρων
καὶ περὶ παιδείας τέκνων πολλῆς
καὶ οἰκέτῃ πονηρῷ πλευρὰν
αἱμάξαι. |
5
Μὴ ἐντραπῇς διὰ τὸ νόμιμον
κέρδος ἐκ τῆς πωλήσεως εἰς τοὺς
ἐμπόρους, διὰ τὴν πλήρη καὶ
ὀρθὴν διαπαιδαγώγησιν τῶν τέκνων,
διὰ τὴν σκληρὰν μέχρις αἱματώσεως
τιμωρίαν τοῦ πονηροῦ δούλου.
|
5
ὅπως καὶ διὰ τὸ κέρδος εἰς τὰς
συναλλαγάς σου μετὰ τῶν ἐμπόρων καὶ
διὰ τὴν μακρὰν καὶ ἐπιμελῆ
διαπαιδαγώγηση καὶ ἀνατροφὴν τῶν τέκνων,
καὶ τὸ νὰ αἱματώνῃς διὰ
μαστιγώσεως τὴν πλευρὰν τοῦ πονηροῦ
καὶ διεστραμμένου δούλου. |
6
Ἐπὶ γυναικὶ πονηρᾷ καλὸν σφραγὶς,
καὶ ὅπου χεῖρες πολλαί, κλεῖσον·
|
6
Ἐὰν εἰς τὸ σπίτι ὑπάρχῃ
φιλοπερίεργος καὶ κακὴ γυναίκα, καλὸν
εἶναι νὰ τίθεται κλειδὶ εἰς
τὰ διάφορα εἴδη τοῦ οἴκου·
ἐπίσης ἔχε ὅλα κλειδωμένα ἐκεῖ,
ὅπου ὑπάρχουν πολλὰ χέρια, ἕτοιμα
νὰ ἁρπάξουν.
|
6
Ὅταν ὑπάρχῃ κακὴ καὶ πονηρὰ
γυναῖκα, ἡ σφραγῖδα καὶ ἡ κλειδαριὰ
εἶναι καλή, καὶ ὅπου εἶναι πολλὰ
καὶ ἀπαιτητικὰ χέρια, κλεῖσε τα καλὰ
ὅλα. |
7
ὃ ἐὰν παραδίδως, ἐν ἀριθμῷ
καὶ σταθμῷ, καὶ δόσις καὶ λῆψις,
πάντα ἐν γραφῇ· |
7
Μὴ ἐντραπῇς νὰ μετρᾷς καὶ
νὰ ζυγίζῃς μὲ ἀκρίβειαν
κάθε τι, ποὺ δίδεις εἰς τοὺς
ἀνθρώπους σου, καὶ νὰ καταγράφῃς
κάθε δοσοληψίαν σου.
|
7
Ὅ,τι παραδίδεις εἰς ἄλλον, νὰ τὸ
μετρᾷς καὶ να τὸ ζυγίζῃς, καὶ
κάθε δοσοληψία νὰ καταγράφεται. |
8
περὶ παιδείας ἀνοήτου καὶ μωροῦ
καὶ ἐσχατογήρου κρινομένου πρὸς
νέους· καὶ ἔσῃ πεπαιδευμένος
ἀληθινῶς καὶ δεδοκιμασμένος ἔναντι
παντὸς ζῶντος. |
8
Μὴ ἐντραπῇς, νὰ ἐλέγχῃς
τὸν μωρὸν καὶ τὸν ἀνόητον,
ὅπως ἐπίσης καὶ ἄνθρωπον, ὁ
ὁποῖος ἂν καὶ εὑρίσκεται
εἰς βαθὺ γῆρας, φιλονεικεῖ μὲ
νεαρούς. Ἔτσι θὰ ἀναδειχθῇς
πράγματι μορφωμένος καὶ θὰ ἀποκτήσῃς
τὴν ἐκτίμησιν ἐκ μέρους ὅλων
τῶν ἀνθρώπων. |
8
Δὲν ὑπάρχει ἐντροπή, ὅταν πρόκειται
περὶ παιδεύσεως καὶ τιμωρίας ἀνοήτου καὶ
μωροῦ καὶ περὶ γέροντος πολὺ ἠλικιωμένου,
ὁ ὁποῖος φιλονικεῖ μὲ νέους
καταρρίπτων τὴν ἀξιοπρέπειάν του. Συμμορφούμενος
πρὸς τὰ ἀνωτέρω θὰ εἶσαι πραγματικὰ
μορφωμένος καὶ ἐπιδοκιμαζόμενος ὡς ἔμπειρος
καὶ συνετὸς ἀπὸ ὅλους τοὺς
ζῶντας ἀνθρώπους. |
9
Θυγάτηρ πατρὶ ἀπόκρυφος ἀγρυπνία,
καὶ ἡ μέριμνα αὐτῆς ἀφιστᾷ
ὕπνον· ἐν νεότητι αὐτῆς
μήποτε παρακμάσῃ, καὶ συνῳκηκυῖα
μήποτε μισηθῇ· |
9
Ἡ κόρη εἶναι διὰ τὸν πατέρα
κρυφὴ μεγάλη φροντίς, καὶ ἡ
μέριμνα δι' αὐτὴν τοῦ διώχνει
τὸν ὕπνον. Ἀνησυχεῖ ὁ πατέρας,
μήπως τυχὸν καὶ παρέλθῃ ἡ
νεότης, τὸ ἄνθος τῆς ἠλικίας
της, καὶ μείνῃ ἀνύπανδρος·
ἀκόμη δὲ μήπως καὶ μισηθῇ
ἀπὸ τὸν ἄνδρα, τὸν ὁποῖον
ἔχει συζευχθῆ.
|
9
Ἡ θυγατέρα διὰ τὸν πατέρα εἶναι κρυφὴ
αἰτία ἀγρυπνίας, καὶ ἡ ἀνήσυχος
φροντίδα δι' αὐτὴν τοῦ διώχνει τὸν
ὓπνον· ἀνησυχεῖ οὗτος, κατὰ
τοὺς χρόνους τῆς νεαρᾶς της ἡλικίας,
ἐκ τοῦ φόβου μήπως παρακμάσῃ αὕτη,
ἀλλὰ καὶ ὅταν ἔχῃ συνοικήσει
μετ' ἀνδρός, ἐκ τοῦ φόβου μήπως δὲν
ἀρέσῃ καὶ μισηθῇ ἀπὸ αὐτόν,
καταλήγουσα εἰς διαζύγιον. |
10
ἐν παρθενίᾳ μήποτε βεβηλωθῇ
καὶ ἐν τοῖς πατρικοῖς αὐτῆς
ἔγκυος γένηται· μετὰ ἀνδρὸς
οὖσα μήποτε παραβῇ καὶ συνῳκηκυῖα,
μήποτε στειρωθῇ. |
10
Μήπως κατὰ τὸν χρόνον τῆς παρθενικῆς
της ζωῆς διαφθαρῇ καὶ καταστῇ ἔγκυος
εἰς τὸ πατρικό της σπίτι· μήπως,
ὅταν νόμιμος σύζυγος πλέον ἀνδρός,
καταπατήσῃ τὴν συζυγικὴν πίστιν
ἢ συνοικοῦσα μὲ τὸν ἄνδρα της
μείνῃ στεῖρα.
|
10
Ἀνησυχεῖ ἀκόμη ὁ πατέρας κατὰ
τὸν καιρὸν τῆς παρθενίας τῆς κόρης
του, μήπως ἀποπλανηθῇ καὶ ἐνῷ
εὑρίσκεται ἀκόμη εἰς τὸν πατρικὸν
οἶκον, καταστῇ ἔγκυος· ὅταν δὲ
εἶναι συνεζευγμένη μὲ ἄνδρα, ἀνησυχεῖ
μήπως παραβῇ τὴν συζυγικὴν πίστιν,καὶ
ὅταν ἔχῃ συνοικήσει μετ' αὐτοῦ,
μήπως παραμείνῃ στεῖρᾳ.
|
11
Ἐπὶ θυγατρὶ ἀδιατρέπτῳ
στερέωσον φυλακήν, μήποτε ποιήσῃ
σὲ ἐπίχαραμα ἐχθροῖς, λαλιὰν
ἐν πόλει καὶ ἔκκλητον λαοῦ,
καὶ καταισχύνῃ σὲ ἐν πλήθει
πολλῶν. |
11
Νὰ ἔχῃς συνεχῇ καὶ αὐστηρὰν
προσοχὴν εἰς ἀδιάντροπον κόρην
σου, διὰ νὰ μὴ σὲ κάμῃ
καταγέλαστον εἰς τοὺς ἐχθρούς
σου, κακὸν μολόγημα εἰς τὴν πόλιν,
διασυρμὸν ὑπὸ τῶν πολιτῶν καὶ
σὲ κατεντροπιάσῃ ἐν μέσῳ
πλήθους ἀνθρώπων. |
11
Εἰς ἰσχυρογνώμονα καὶ ἀδιόρθωτον θυγατέρα
ἐνδυνάμωσον καὶ ἐνίσχυσον τὴν
ἐπιτήρησιν καὶ ἄγρυπνον προσοχήν, μήπως
διὰ τῶν παρεκτροπῶν της σὲ καταστήσῃ
περίγελων καὶ ἀντικείμενον χαρᾶς εἰς
τοὺς ἐχθρούς σου, κακολογίας δὲ καὶ
δυσφημήσεως εἰς τὴν πόλιν, προκλητικὸν δὲ
καὶ ἀξιοκατάκριτον εἰς ὁλόκληρον λαόν,
καὶ σὲ κατεντροπιάσῃ ἐν μέσῳ
πλήθους πολλῶν. |
12
Παντὶ ἀνθρώπῳ μὴ ἔμβλεπε
ἐν κάλλει καὶ ἐν μέσῳ
γυναικῶν μὴ συνέδρευε· |
12
Μὴ βλέπῃς γοητευμένος τὸ κάλλος
οἰουδήποτε ἀνθρώπου καὶ μὴ
κάθεσαι ἀνάμεσα εἰς γυναῖκας,
|
12
Μὴ παρατηρῇς ἐκστατικὸς εἰς
κάθε ἄνθρωπον, παρασυρόμενος ἀπὸ τὴν
εὐμορφίαν του, καὶ μὴ κάθεσαι ἐν μέσῳ
γυναικῶν. |
13
ἀπὸ γὰρ ἱματίων ἐκπορεύεται
σὴς καὶ ἀπὸ γυναικὸς πονηρία
γυναικός. |
13
διότι ὅπως ἀπὸ τὰ ἐνδύματα
βγαίνῃ ὁ σκόρος, ἔτσι καὶ
ἀπὸ τὴν γυναῖκα πηγάζει ἡ
γυναικεία πονηρία.
|
13
Διότι ἀπὸ τὰ ροῦχα γεννᾶται
ὁ σκόρος καὶ ἀπὸ τὴν γυναῖκα
ἡ γυναικεία κακία καὶ πονηρία.
|
14
Κρείσσων πονηρία ἀνδρὸς ἢ ἀγαθοποιὸς
γυνή, καὶ γυνὴ καταισχύνουσα εἰς
ὀνειδισμόν. |
14
Προτιμοτέρα εἶναι ἡ φανερὰ κακία
τοῦ ἀνδρός, παρὰ ἡ ὑποκριτικὴ
ἐξυπηρετικὴ γυναῖκα, καὶ ἀκόμη
περισσότερον γυναίκα, ἡ ὁποία
κατεντροπιάζει καὶ ἐξευτελίζει τὸν
ἄνδρα. |
14
Εἶναι προτιμοτέρα ἡ κακία ἐνὸς ἀνδρὸς
παρὰ ἡ φαινομενικὴ καλωσύνη γυναικός, καὶ
γυναῖκα δυσφημισμένη κατεντροπιάζει καὶ προκαλεῖ
κακολογίαν. |
15
Μνησθήσομαι δὴ τὰ ἔργα Κυρίου,
καὶ ἃ ἑώρακα ἐκδιηγήσομαι·
ἐν λόγοις Κυρίου τὰ ἔργα αὐτοῦ.
|
15
Καὶ τώρα θὰ φέρω εἰς τὴν
μνήμην μου τὰ θαυμαστὰ ἔργα τοῦ
Κυρίου. Θὰ διηγηθῶ ἐκεῖνα, τὰ
ὁποῖα εἶδα καὶ ἔμαθα. Μὲ
τὰ παντοδύναμα προστάγματά του ἐδημιούργησεν
ὁ Κύριος πάντα τὰ ἔργα του.
|
15
Θὰ ἐνθυμηθῶ λοιπὸν τώρα τὰ ἔργα
τοῦ Κυρίου, καὶ ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα
ἔχω ἴδει καὶ ἐθαύμασα, θὰ τὰ
ἐκθέσω καὶ θὰ τὰ διηγηθῶ.
Διὰ λόγων καὶ μόνον μὲ προστάγματα τοῦ
Κυρίου ἔγιναν τὰ ἔργα Αὐτοῦ.
|
16
Ἥλιος φωτίζων κατὰ πᾶν ἐπέβλεψε,
καὶ τῆς δόξης αὐτοῦ πλῆρες
τὸ ἔργον αὐτοῦ.
|
16
Ὁ ἥλιος φωτίζει τὰ πάντα καὶ
καθιστᾷ φανερὰ τὰ πάντα, ὥστε
νὰ φαίνεται τὸ πλῆρες δόξης
ἔργον τοῦ Θεοῦ.
|
16
Ὁ ἥλιος ρίπτων τὸ φῶς τοῦ παρατηρεῖ
καὶ βλέπει κάθε τι, καὶ διὰ τοῦ φωτισμοῦ
του τούτου παρουσιάζεται τὸ ἔργον τοῦ Κυρίου
πλῆρες δόξης. |
17
Οὐκ ἐνεποίησε τοῖς ἁγίοις
Κύριος ἐκδιηγήσασθαι πάντα τὰ
θαυμάσια αὐτοῦ, ἃ
ἐστερέωσε Κύριος ὁ παντοκράτωρ
στηριχθῆναι ἐν δόξῃ αὐτοῦ
τὸ πᾶν. |
17
Ὁ Κύριος δὲν ἔδωσε τὴν ἀπαιτουμένην
δύναμιν οὔτε εἰς αὐτοὺς τοὺς
ἁγίους, νὰ διηγοῦνται ὅλα αὐτοῦ
τὰ θαυμαστὰ ἔργα, τὰ ὁποῖα
ὁ Κύριος ὁ παντοκράτωρ ἐστερέωσεν,
ὥστε τὸ σύμπαν νὰ ὑφίσταται,
διὰ νὰ διηγῆται τὴν δόξαν τοῦ
Θεοῦ. |
17
Δὲν ἐπέτρεψεν ὁ Κύριος εἰς ὅλους
τοὺς ἁγίους του νὰ διηγηθοῦν καὶ
νὰ ἐκθέσουν τὰ θαυμαστὰ ἔργα
του, τὰ ὁποῖα ὁ Κύριος ὁ παντοκράτωρ
ἐστερέωσεν, ὥστε τὸ σύμπαν νὰ
στηριχθῇ ἐπὶ τῆς δόξης του.
|
18
Ἄβυσον καὶ καρδίαν ἐξίπνευσε
ἐν πανουργεύμασιν αὐτῶν διανοήθη·
ἔγνω γὰρ ὁ Κύριος πᾶσαν εἴδησιν
καὶ ἐνέβλεψεν εἰς σημεῖον αἰῶνος,
|
18
Ὁ Κύριος ἐξιχνιάζει τοὺς ὠκεανοὺς
καὶ τὰς καρδίας τῶν ἀνθρώπων,
γνωρίζει ἐπακριβῶς ὅλας τὰς
σκέψεις καὶ τὰ ἔργα αὐτῶν·
διότι ὁ Κύριος κατέχει κάθε
γνῶσιν καὶ βλέπει ὅλα τὰ χρονικὰ
σημεῖα τῶν αἰώνων.
|
18
Τὸ ἀμέτρητον βάθος τῶν ὠκεανῶν
καὶ τὴν καρδίαν παντὸς ἀνθρώπου ἐξηρεύνησεν
ὁ Κύριος καὶ εἰς τὰ μυστικὰ
καὶ εὐφυῆ σχέδιά των εἰσέδυσε
καὶ τὰ ἐξηρεύνησε· διότι ὁ
Κύριος κατέχει πᾶσαν γνῶσιν καὶ ἐστήριξε
τὸ βλέμμα του εἰς τὰ σημάδια τοῦ ἀτελευτήτου
μέλλοντος, ὥστε τίποτε καὶ ἀπὸ αὐτὸ
νὰ μὴ Τοῦ εἶναι ἄγνωστον.
|
19
ἀπαγγέλλων τὰ παρεληλυθότα καὶ
ἐπεσόμενα καὶ ἀποκαλύπτων ἴχνη
ἀποκρύφων. |
19
Ἀναγγέλλει παρελθόντα καὶ μέλλοντα,
ἀποκαλύπτει τὰ ἀπόκρυφα πράγματα
μέχρι καὶ τοῦ τελευταίου ἴχνους
των. |
19
Αὐτὸς εἶναι Ἐκεῖνος, ὁ
Ὁποῖος ἀναγγέλλει αὐτὰ ποὺ
ἔχουν παρέλθει καὶ ἔχουν λησμονηθῇ
ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, καθὼς καὶ
αὐτὰ ποὺ θὰ γίνουν εἰς τὸ
μέλλον καὶ εἶναι εἰς ὅλους ἄγνωστα·
καὶ Αὐτὸς ἀποκαλύπτει καὶ φανερώνει
τὰ ἴχνη καὶ σημάδια τῶν ἀποκρύφων
πραγμάτων. |
20
Οὐ παρῆλθεν αὐτὸν πᾶν διανόημα,
οὐκ ἐκρύβη ἀπ' αὐτοῦ οὐδὲ
εἰς λόγος. |
20
Καμμία σκέψις ἀνθρώπων δὲν τοῦ
διαφεύγει· κανένας λόγος δὲν
μένει κρυμμένος ἀπὸ αὐτόν.
|
20
Δὲν Τοῦ διέφυγε καμμία σκέψις καὶ κανὲν
ἀνθρώπινον διανόημα, οὔτε εἰς κὰν
λόγος δὲν ἐκρύφθη ἀπὸ Αὐτόν.
|
21
Τὰ μεγαλεῖα τῆς σοφίας αὐτοῦ
ἐκόσμησε, καὶ ὡς ἔστι πρὸ
τοῦ αἰῶνος καὶ εἰς τὸν
αἰῶνα· οὔτε προσετέθη οὔτε
ἠλαττώθη, καὶ οὐ προσεδεήθη
οὐδενὸς συμβούλου. |
21
Τὰ μεγαλειώδη ἔργα τῆς πανσοφίας
του διεκόσμησε καὶ ἐνηρμόνισε. Αὐτὸς
ὑπάρχει ἀναλλοίωτος πρὸ πάντων
τῶν αἰώνων καὶ αὐτὸς θὰ
μείνῃ ἀνὰ τοὺς αἰῶνας·
οὔτε προσετέθη τίποτε εἰς τὸ
ἄπειρον μεγαλεῖον του, οὔτε καὶ ἀφῃρέθη,
οὔτε καὶ ἔχει ἀνάγκην ἀπὸ
κανένα σύμβουλον.
|
21
Ἐκόσμησε καὶ ἐστόλισε τὰ μεγάλα
ἔργα τὴν σοφίας του, καὶ Αὐτὸς
ὑπάρχει πρὸ τῶν αἰώνων, Αὐτὸς
θὰ ὑπάρχει καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας.
Οὔτε Τοῦ προσετέθη τίποτε οὔτε ὠλιγόστευσεν
εἰς τίποτε. Οὔτε ηὐξήθη δηλαδὴ οὔτε
ἐμειώθη. Οὔτε ἔχει ἀνάγκην συμβούλου
τινός. |
22
Ὡς πάντα τὰ ἔργα αὐτοῦ
ἐπιθυμητὰ καὶ ὡς σπινθῆρός
ἐστι θεωρῆσαι. |
22
Πόσον ἐπιθυμητὰ εἶναι ὅλα τὰ
μεγαλειώδη ἔργα του! Ἀλλὰ ὅ,τι
εἶναι ἕνας σπινθὴρ ἀπέναντι
τοῦ ἡλίου, ἔτσι εἶναι αὐτὰ
ποὺ βλέπομεν, ἔναντι ἐκείνων
ποὺ δὲν βλέπομεν.
|
22
Πόσον ἐπιθυμητὰ εἶναι ὅλα τὰ
ἔργα του! Καὶ μόνον ὅσον εἶναι μικρός
τις σπινθήρ, δυνάμεθα ἐξ αὐτῶν νὰ
ἴδωμεν καὶ νὰ ἐξετάσωμεν.
|
23
Πάντα ταῦτα ζῇ καὶ μένει εἰς
τὸν αἰῶνα ἐν πάσαις χρείαις,
καὶ πάντα ὑπακούει.
|
23
Ὅλα αὐτὰ ζοῦν καὶ μένουν
εἰς τοὺς αἰῶνας δι' ὅλας τὰς
ἀνάγκας, καὶ τὰ πάντα ὑπακούουν
εἰς αὐτόν.
|
23
Ὅλα τὰ ἔργα αὐτὰ ζοῦν
καὶ παραμένουν εἰς αἰῶνας μακροὺς
δι’ ὅλας τὰς ἀνάγκας, καὶ ὅλα
ὑπακούουν εἰς Αὐτόν. |
24
Πάντα δισσά, ἓν κατέναντι τοῦ
ἑνός, καὶ οὐκ ἐποίησεν
οὐδὲν ἔλλεῖπον· |
24
Τὰ πάντα εἶναι ἀνὰ δύο,
τὸ ἕνα ἀπέναντι τοῦ ἄλλου.
Καὶ κανένα δὲν τὸ ἐδημιούργησεν
ἀτελές. |
24
Ὅλα τὰ ἔκαμε διπλά, τὸ ἕνα ἀπέναντι
τοῦ ἄλλου, καὶ δὲν ἔκαμε τίποτε
τὸ ἐλλιπές. |
25
ἓν τοῦ ἑνὸς ἐστερέωσε
τὰ ἀγαθά, καὶ τίς πλησθήσεται
ὁρῶν δόξαν αὐτοῦ; |
25
Τὸ ἕνα συμπληρώνει καὶ ὑπογραμμίζει
τὴν ὡραιότητα τῶν ἄλλων ἀγαθῶν.
Ποιὸς ποτὲ θὰ χορτάσῃ βλέπων
τὴν δόξαν τοῦ Κυρίου; |
25
Διὰ τοῦ ἑνὸς ἐστήριξε
καὶ ἐστερέωσε τὰ ἀγαθὰ
τοῦ ἄλλου. Καὶ ποῖος θὰ χορτάσῃ
βλεπῶν καὶ θαυμάζων τὴν δόξαν τοῦ
Κυρίου; |