Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ἶπον
γὰρ ἐν ἑαυτοῖς λογισάμενα οὐκ
ὀρθῶς· ὀλίγος ἐστὶ
καὶ λυπηρὸς ὁ βίος ἡμῶν,
καὶ οὐκ ἔστι ἴασις τελευτῇ ἀνθρώπου,
καὶ οὐκ ἐγνώσθη ὁ ἀναλύσας
ἐξ ᾅδου. |
ἱ
ἀσεβεῖς, ἐσφαλμένως ἐσκέφθησαν
καὶ εἶπαν ἀπὸ
μέσα των· <βραχεῖα, γεμάτη
λύπες καὶ κόπους εἶναι ἡ ζωή
μας. Δὲν ὑπάρχει δὲ ἐλπίς,
ὅτι θὰ ζήσωμεν
πέραν ἀπὸ τὸν τάφον. Ἄλλωστε
κανεὶς δὲν ἐπανῆλθεν ἀπὸ
τὸν ἅδην, διὰ
νὰ γνωστοποιήσῃ εἰς ἡμᾶς
τὰ ἐκεῖ.
|
ἶναι
δὲ ἄξιοι τῆς μερίδος τοῦ θανάτου,
διότι εἶπαν μέσα τους συλλογισθέντες καὶ κρίναντες
οὐχὶ ὀρθῶς· ὀλίγη καὶ
γεμάτη λῦπες εἶναι ἡ ζωή μας καὶ
δὲν ὑπάρχει θεραπεία καὶ ἐπανόρθωσις,
ὅταν ἔλθῃ ἡ τελευτὴ καὶ
ὁ θάνατος τοῦ ἀνθρώπου, καὶ δὲν
ἔγινε ποτὲ γνωστὸς κανείς, ποὺ νὰ
ἐπέστρεψεν ἀπὸ τὸν Ἅδην.
|
2
Ὅτι αὐτοσχεδίως ἐγεννήθημεν,
καὶ μετὰ τοῦτο ἐσόμεθα ὡς
οὐχ ὑπάρξαντες· ὅτι καπνὸς
ἡ πνοὴ ἐν ρισὶν ἡμῶν,
καὶ ὁ λόγος σπινθὴρ ἐν κινήσει
καρδίας ἡμῶν, |
2
Αὐτομάτως καὶ τυχαίως ἐγεννήθημεν
εἰς τὸν κόσμον. Μετὰ δὲ τὸν
θάνατον θὰ ἐπανέλθωμεν εἰς τέτοιαν
κατάστασιν, ὡς ἐάν ποτὲ δὲν
ὑπήρξαμεν. Καπνός, ποὺ διαλύεται,
εἶναι ἡ πνοὴ τῶν ρωθώνων μας·
ὁ δὲ λόγος μας σὰν σπινθήρ,
ὁ ὁποῖος προέρχεται ἀπὸ
τὰς ἐπιθυμίας καὶ τὰς κινήσεις
τῆς καρδίας μας.
|
2
Δὲν ὑπάρχει δὲ θεραπεία, ὅταν ἐπέλθῃ
ὁ θάνατος, διότι ἐγεννήθημεν τυχαίως ἀπὸ
τὸ μηδὲν καὶ μετὰ τὴν ζωὴν
αὐτὴν θὰ εἴμεθα σὰν νὰ
μὴ ὑπήρξαμεν ποτέ. Διότι ἡ ἀναπνοή,
ποὺ βγαίνει ἀπὸ τοὺς μυκτῆρας
μας, εἶναι σὰν καπνός, ποὺ διαλύεται καὶ
χάνεται· καὶ τὸ λογικόν μας εἶναι
σὰν σπίθα, ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὴν
κίνησιν τῆς καρδίας μας, καὶ ὅταν αὐτὴ
σταματήσῃ μὲ τὸν θάνατον, σβήνει τότε διαπαντός.
|
3
οὗ σβεσθέντος τέφρα ἀποβήσετα
τὸ σῶμα καὶ τὸ πνεῦμα διαχυθήσεται
ὡς χαῦνος ἀήρ.
|
3
Ὅταν δὲ ὁ λόγος μας σβήσῃ
καὶ λήξῃ ἡ ζωή μας, τὸ
σῶμα μας θὰ γίνῃ
στάκτη. Καὶ αὐτό, ποὺ
λέγομεν πνεῦμα, θὰ διαλυθῇ ὡσὰν
κούφιος ἄνεμος.
|
3
Ὅταν δὲ σβήσῃ ἡ σπίθα αὐτή,
τὸ σῶμα μας θὰ καταντήσῃ στάχτη καὶ
ἡ ψυχὴ θὰ διαλυθῇ καὶ θὰ
σκορπισθῇ σὰν ἀέρας λεπτὸς καὶ
ἐλαφρός. |
4
Καὶ τὸ ὄνομα ἡμῶν ἐπιλησθήσετα
ἐν χρόνῳ, καὶ οὐθεὶς μνημονεύσει
τῶν ἔργων ἡμῶν· καὶ παρελεύσεται
ὁ βίος ἡμῶν ὡς ἴχνη νεφέλης
καὶ ὡς ὁμίχλη διασκεδασθήσεται
διωχθεῖσα ὑπὸ ἀκτίνων ἡλίου
καὶ ὑπὸ θερμότητος αὐτοῦ
βαρυνθεῖσα. |
4
Τὸ ὄνομά μας, καθὼς θὰ παρέρχεται
ὁ χρόνος, θὰ λησμονηθῇ
καὶ κανεὶς δὲν θὰ ἐνθυμῆται
τὰ ἔργα μας. Ἡ ζωή μας θὰ περάσῃ
σὰν τὸ σύννεφο, ποὺ δὲν ἀφήνει
ἴχνη, σὰν τὴν ὁμίχλην ποὺ
διασκορπίζεται, διωκομένη ἀπὸ τὰς
ἀχτίνας τοῦ ἡλίου
καὶ διαλυομένη ἀπὸ
τὴν θερμότητα αὐτοῦ.
|
4
Καὶ τὸ ὄνομά μας θὰ ξεχασθῇ
μὲ τὸν καιρὸν καὶ κανεὶς δὲν
θὰ ἐνθυμῆται τὰ ἔργα μας καὶ
τὴν δρᾶσιν μας· καὶ θὰ περάσῃ
ἡ ζωή μας σὰν ἀραιὸ σύννεφο
ποὺ διαλύεται, καὶ θὰ σκορπίσῃ
σὰν ὀμίχλη, ποὺ τὴν ἔδιωξαν
αἱ ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου καὶ
ἀπὸ τὴν θερμότητά του ἐπύκνωσε καὶ
ἀπὸ τὸ βάρος της κατέπεσεν εἰς τὴν
γῆν. |
5
Σκιᾶς γὰρ πάροδος ὁ βίος ἡμῶν,
καὶ οὐκ ἔστιν ἀναποδισμὸς τῆς
τελευτῆς ἡμῶν, ὅτι κατεσφραγίσθη
καὶ οὐδεὶς ἀναστρέφει.
|
5
Σὰν σκιὰ περνᾷ ὁ βίος μας καὶ
καμμία ἐπιστροφὴ δὲν ὑπάρχει
ἀπὸ τὸν θάνατον,
διότι ἡ ζωὴ ἐτερματίσθη καὶ
ἐσφραγίσθη ὁριστικῶς, καὶ κανεὶς
δὲν ἐπιστρέφει ἔπειτα ἀπὸ
τὸν θάνατον εἰς αὐτήν.
|
5
Ναί· θὰ ἑξαφανισθῇ ἡ ζωή
μας διαπαντός, διότι ὁμοιάζει σὰν πέρασμα
σκιᾶς, καὶ δὲν ὑπάρχει ἀναποδογύρισμα
τῆς τελευτῇς καὶ τοῦ θανάτου μας,
ὥστε νὰ ξαναζήσωμεν ἐκ νέου, διότι ἡ
τελευτή μας ἐσφραγίσθη ὁριστικῶς
καὶ κανεὶς δὲν γυρίζει πάλιν εἰς τὴν
ζωήν. |
6
Δεῦτε οὖν καὶ ἀπολαύσωμεν τῶν
ὄντων ἀγαθῶν καὶ χρησώμεθα τῇ
κτίσει ὡς ἐν νεότητι σπουδαίως.
|
6
Ἐμπρός, λοιπόν, ἂς ἀπολαύσωμεν
τὰ ἀγαθά, ποὺ ὑπάρχουν
γύρω μας, ὅσον ἠμποροῦμεν περισσότερον,
καὶ σὰν μὲ νεανικὴν
ὁρμὴν ἂς χαρῶμεν τὸν κόσμον.
|
6
Ἀφοῦ λοιπὸν κανεὶς δὲν πρόκειται
νὰ ξαναγυρίσῃ εἰς τὴν ζωήν, ἐλᾶτε
καὶ ἂς ἀπολαύσωμεν τὰ ὑπάρχοντα
εἰς τὴν παροῦσαν ζωὴν ἀγαθὰ
καὶ ἂς χρησιμοποιήσωμεν μετὰ σπουδῆς
καὶ χωρὶς ἀργοπορίαν τὰ κτίσματα,
ὅπως εἰς τὴν ἐποχὴν τῆς
νεότητός μας. |
7
Οἴνου πολυτελοῦς καὶ μύρων πλησθῶμεν,
καὶ μὴ παροδευσάτω ἡμᾶς ἄνθος
ἔαρος. |
7
Ἂς μεθύσωμεν ἀπὸ τὸν πλέον
ἀκριβὸν οἶνον, ἂς λουσθῶμεν
μὲ ἀρώματα καὶ ἂς μὴ ἀφήσωμεν
νὰ περάσῃ, χωρὶς νὰ τὸ
ἀπολαύσωμεν, κανένα ἀπὸ τὰ
ἄνθη τῆς ἀνοίξεως.
|
7
Ἂς χορτάσωμεν ἀκριβὸ καὶ ἐκλεκτὸ
κρασί· ἂς ἀπολαύσωμεν ἀφθόνως
ἀρώματα καὶ ἂς μὴ μᾶς ξεφύγῃ
κανὲν ἄνθος τῆς ἀνοίξεως.
|
8
Στεψώμεθα ρόδων κάλυξι πρὶν ἢ
μαρανθῆναι. |
8
Ἂς στεφανώσωμεν τὸ κεφάλι μας μὲ
τριαντάφυλλα πρὶν ἢ αὐτὰ μαρανθοῦν.
|
8
Ἂς στεφανωθῶμεν μὲ μπουμπούκια ἀπὸ
τριαντάφυλλα, προτοῦ νὰ μαραθοῦν ταῦτα.
|
9
Μηδεὶς ἡμῶν ἄμοιρος ἔστω τῆς
ἡμετέρας ἀγερωχίας, πανταχῆ
καταλίπωμεν σύμβολα τῆς εὐφροσύνης,
ὅτι αὕτη ἡ μερὶς ἡμῶν
καὶ ὁ κλῆρος αὐτός.
|
9
Κανεὶς ἀπὸ ἡμᾶς ἂς μὴ
μείνῃ ἀμέτοχος ἀπὸ τὰς
μεγαλοπρεπεῖς ἀπολαύσεις μας. Πανταχοῦ
δὲ ἂς ἀφήσωμεν τὰ ἴχνη
τῶν διασκεδάσεων, διότι αὐτὴ
ἡ εὐφροσύνη καὶ διασκέδασίς
μας εἶναι τὸ μερίδιόν μας καὶ
ἡ κληρονομία μας ἐπάνω εἰς τὴν
γῆν.
|
9
Ἂς μὴ ὑπάρξῃ κανεὶς ἀπὸ
μᾶς, ποὺ δὲν θὰ λάβῃ μέρος εἰς
τὴν ἀγέρωχον καὶ ὀργιαστικὴν
ἀπόλαυσίν μας, ἂς ἀφήσωμεν δὲ
εἰς κάθε μέρος σημάδια τῶν ἀπολαύσεων καὶ
διασκεδάσεών μας, διότι αὐτὸ καὶ μόνον
εἶναι τὸ μερίδιον καὶ ἡ κληρονομία,
ποὺ ἔχομεν νὰ ἀπολαύσωμεν εἰς
τὴν ζωήν μας. |
10
Καταδυναστεύσωμεν πένητα δίκαιον μὴ
φεισώμεθα χήρας, μηδὲ πρεσβύτου
ἐντραπῶμεν πολιὰς πολυχρονίους.
|
10
Ἂς καταπιέσωμεν καὶ ἂς ἐκμεταλλευθῶμεν
τὸν πτωχὸν δίκαιον. Ἂς μὴ λυπηθῶμεν
τὴν ἀδύνατη χήρα, ἂς μὴ
ἐντραπῶμεν τὰ πολυχρόνια ἄσπρα
μαλλιὰ τοῦ γέροντος. |
10
Ἂς καταπιέσωμεν καὶ ἂς κατατυραννήσωμεν
τὸν πτωχόν, ἔστω καὶ ἂν εἶναι
δίκαιος, ἂς μὴ λυπηθῶμεν τὴν χήραν
καὶ ἂς μὴ ἐπιδείξωμεν ἐντροπὴν
καὶ σεβασμὸν εἰς τοῦ ἠλικιωμένου
γέροντος τὰ κατάλευκα ἀπὸ τὰ
πολλὰ χρόνια μαλλιά. |
11
Ἔστω δὲ ἡμῶν ἡ ἰσχὺς
νόμος τῆς δικαιοσύνης, τὸ γὰρ
ἀσθενὲς ἄχρηστον ἐλέγχεται.
|
11
Ἡ δύναμίς μας ἂς εἶναι δι' ἡμᾶς
ὁ νόμος τῆς δικαιοσύνης μας, διότι
ἡ ἀδυναμία ἀποδεικνύεται ἐπάνω
εἰς τὰ πράγματα ἄχρηστος καὶ
ἐπιβλαβής. |
11
Ἂς εἶναι δὲ ἡ δύναμίς μας αὐτὴ
καὶ μόνη νόμος δικαιοσύνης, ὥστε νὰ ἰσχύῃ
δι’ ἡμᾶς τὸ δίκαιον τοῦ ἰσχυροτέρου,
διότι τὸ ἀσθενὲς καὶ ἀδύνατον
ἀποδεικνύεται ἀνωφελὲς καὶ ἄχρηστον.
|
12
Ἐνεδρεύσωμεν δὲ τὸν δίκαιον,
ὅτι δύσχρηστος ἡμῖν ἐστι καὶ
ἐναντιοῦται τοῖς ἔργοις ἡμῶν
καὶ ὀνειδίζει ἡμῖν ἁμαρτήματα
νόμου καὶ ἐπιφημίζει ἡμῖν
ἁμαρτήματα παιδείας ἡμῶν·
|
12
Ἂς στήσωμεν ἐνέδρας καὶ παγίδας,
διὰ νὰ συλλάβωμεν τὸν δίκαιον,
διότι δὲν ἠμποροῦμεν νὰ τὸν
χρησιμοποιήσωμεν, ὅπως θέλομεν. Ἐναντιώνεται
εἰς τὰ ἔργα μας, μᾶς κατακρίνει
μὲ δριμύτητα ὡς παραβάτας τοῦ
θείου νόμου. Μᾶς δυσφημίζει χαρακτηρίζων
ὡς ἐσφαλμένην τὴν ἀγωγήν
μας καὶ τὴν νοοτροπίαν μας.
|
12
Ἂς στήσωμεν δὲ ἐνέδρας καὶ παγίδας
εἰς τὸν δίκαιον, διότι μᾶς εἶναι δυσκολομεταχείριστος
καὶ δὲν συμφωνεῖ μαζί μας, οὔτε
εἶναι εὔκολον νὰ γίνῃ ὄργανόν
μας καὶ συνεργάτης μας καὶ ἐναντιοῦται
εἰς τὰ ἔργα μας, γινόμενος ἐμπόδιον
εἰς αὐτά, καὶ μᾶς κατηγορεῖ,
ἀποδίδων εἰς ἡμᾶς ἁμαρτήματα
καὶ παραβάσεις τοῦ νόμου, καὶ μᾶς
δυσφημεῖ δι’ ἁμαρτήματα, τὰ ὁποῖα
διαπράττομεν παραβαίνοντες τὴν παιδαγωγίαν, τὴν
ὁποίαν ἐλάβομεν καὶ ἀπὸ τῆς
παιδικῆς μας ἡλικίας μας παρεδόθη.
|
13
ἐπαγγέλλεται γνῶσιν ἔχειν Θεοῦ
καὶ παῖδα Κυρίου ἑαυτὸν ὀνομάζει·
|
13
Αὐτοπροβάλλεται, ὡς ἐὰν αὐτὸς
καὶ μόνος ἔχῃ γνῶσιν τοῦ
Θεοῦ καὶ τοῦ θείου θελήματος,
καὶ ὀνομάζει τὸν ἑαυτόν
του τέκνον καὶ δοῦλον τοῦ Κυρίου.
|
13
Ἰσχυρίζεται καυχώμενος, ὅτι ἔχει γνῶσιν
τοῦ Θεοῦ καὶ ὀνομάζει τὸν ἑαυτόν
του δοῦλον καὶ τέκνον τοῦ Κυρίου.
|
14
ἐγένετο ἡμῖν εἰς ἔλεγχον
ἐννοιῶν ἡμῶν· βαρύς ἐστιν
ἡμῖν καὶ βλεπόμενος, |
14
Ἔχει γίνει καθημερινὸς ἔλεγχός
μας, τῆς νοοτροπίας καὶ τῆς συμπεριφορᾶς
μας. Εἶναι βαρὺς καὶ ἀνυπόφορος
καὶ ποὺ τὸν βλέπομεν μόνον.
|
14
Μᾶς ἔγινεν ἔλεγχος τῶν σκέψεών
μας καὶ τῶν σχεδίων μας· καὶ μόνον
δὲ νὰ τὸν βλέπωμεν, μᾶς εἶναι
βαρὺς καὶ ἀνυπόφορος.
|
15
ὅτι ἀνόμοιος τοῖς ἄλλοις ὁ
βίος αὐτοῦ, καὶ ἐξηλλαγμέναι
αἱ τρίβοι αὐτοῦ·
|
15
Διότι ἡ ζωή του δὲν εἶναι ὁμοία
μὲ τὴν ζωὴν τῶν ἄλλων ἀνθρώπων.
Διαφορετικοὶ οἱ δρόμοι καὶ οἱ
τρόποι τοῦ βίου του.
|
15
Καὶ μᾶς εἶναι τόσον ἐνοχλητικός,
διότι ἡ ζωή του δὲν ὁμοιάζει πρὸς
τὴν ζωὴν τῶν ἄλλων ἀνθρώπων
καὶ οἱ τρόποι τῆς συμπεριφορᾶς του
εἶναι διαφορετικοὶ καὶ παράδοξοι.
|
16
εἰς κίβδηλον ἐλογίσθημεν αὐτῷ,
καὶ ἀπέχεται τῶν ὁδῶν
ἡμῶν ὡς ἀπὸ ἀκαθαρσιῶν·
μακαρίζει ἔσχατα δικαίων καὶ ἀλαζονεύεται
πατέρα Θεόν. |
16
Ἔχομεν θεωρηθῆ ἀπὸ αὐτὸν
ὡς κίβδηλα νομίσματα καὶ ἀπομακρύνεται
ἀπὸ τοὺς δρόμους τῆς ζωῆς
μας, σὰν ἀπὸ ἀκαθαρσίας. Θεωρεῖ
μακαρίαν τὴν ζωὴν καὶ τὴν τελευτὴν
τῶν δικαίων ἀνθρώπων καὶ ἀλαζονεύεται
λέγων, ὅτι ἔχει πατέρα τὸν Θεόν.
|
16
Ὡς κίβδηλον καὶ ἄνευ ἀξίας νόμισμα
ἐλογαριάσθημεν ὑπ’ αὐτοῦ, καὶ
στέκει μακρὰν ἀπὸ τοὺς τρόπους ζωῆς
καὶ συμπεριφορᾶς μας, ὅπως ἀκριβῶς
φεύγει κανεὶς ἀπὸ τὰς ἀκαθαρσίας.
Μακαρίζει καὶ καλοτυχίζει τὸ τέλος καὶ τὸν
θάνατον τῶν δικαίων καὶ κομπάζει καυχώμενος, ὅτι
ἔχει πατέρα τὸν Θεόν. |
17
Ἴδωμεν εἰ οἱ λόγοι αὐτοῦ
ἀληθεῖς, καὶ πειράσωμεν τὰ ἐν
ἐκβάσει αὐτοῦ· |
17
Λοιπόν, ἂς τὸν ὑποβάλωμεν εἰς
δοκιμασίας καὶ ἂς ἴδωμεν, ἐὰν
αἱ διακηρύξεις του αὐταὶ ἐκφράζουν
τὰς ἀληθινὰς πεποιθήσεις του. Ἂς
θέσωμεν εἰς δοκιμασίαν μέχρι καὶ
θανάτου τὴν ζωήν του.
|
17
Ἂς ἴδωμεν ἐὰν τὰ λόγια του εἶναι
ἀληθινὰ καὶ ἂς βεβαιωθῶμεν διὰ
τῆς πείρας καὶ ἐπάνω εἰς τὰ
πράγματα τὰ ὅσα θὰ τοῦ συμβοῦν
κατὰ τὸ τέλος του. |
18
εἰ γάρ ἐστιν ὁ δίκαιος υἱὸς
Θεοῦ, ἀντιλήψεται αὐτοῦ καὶ
ρύσεται αὐτὸν ἐκ χειρὸς ἀνθεστηκότων.
|
18
Διότι, ἐὰν ὁ δίκαιος αὐτὸς
εἶναι, ὅπως ἰσχυρίζεται, υἱὸς
τοῦ Θεοῦ, τότε ὁ Κύριος θὰ
τὸν προστατεύσῃ καὶ θὰ τὸν
γλυτώσῃ ἀπὸ τὰ χέρια τῶν
θανασίμων ἐχθρῶν του.
|
18
θὰ βεβαιωθῶμεν δὲ ἀπὸ τὰ
τελευταῖα του περὶ τῆς ἀληθείας τῶν
ἰσχυρισμῶν του, διότι, ἐὰν πράγματι
ὁ δίκαιος εἶναι υἱὸς τοῦ Θεοῦ,
τότε ὁ Θεὸς θὰ τὸν βοηθήσῃ καὶ
ὑπερασπιζόμενος αὐτὸν θὰ τὸν
γλυτώσῃ ἀπὸ τὰ χέρια ἐκείνων,
ποὺ ἀνθίστανται κατ' αὐτοῦ καὶ
τὸν ἐχθρεύονται. |
19
Ὕβρει καὶ βασάνῳ ἐτάσωμεν
αὐτόν, ἵνα γνῶμεν τὴν ἐπιείκειαν
αὐτοῦ καὶ δοκιμάσωμεν τὴν ἀνεξικακίαν
αὐτοῦ· |
19
Θὰ τὸν ὑβρίσωμεν, θὰ τὸν
ἐξευτελίσωμεν, θὰ τὸν ὑποβάλωμεν
εἰς βασανισμούς, διὰ νὰ ἴδωμεν
τὴν ἠρεμίαν καὶ μακροθυμίαν
του, διὰ νὰ ἐλέγξωμεν τὴν ἀνεξικακίαν
του. |
19
Μὲ ὕβρεις καὶ μὲ βασανιστήρια ἂς
τὸν ἐξετάσωμεν, διὰ νὰ γνωρίσωμεν
ἐπάνω εἰς τὰ πράγματα τὴν πραότητα
καὶ ἐπιείκειάν του καὶ νὰ δοκιμάσωμεν
τὴν ἀνεξικακίαν του. |
20
θανάτῳ ἀσχήμονι καταδικάσωμεν
αὐτόν, ἔσται γὰρ αὐτοῦ
ἐπισκοπὴ ἐκ λόγων αὐτοῦ.
|
20
Ἂς τὸν καταδικάσωμεν καὶ ἂς
τὸν ἐκτελέσωμεν μὲ σκληρὸν καὶ
ἐξευτελιστικὸν θάνατον καὶ τότε
θὰ ἴδωμεν, ἂν πράγματι θὰ τὸν
ἐπισκεφθῇ καὶ θὰ τὸν προστατεύσῃ
ὁ Θεός, ὅπως αὐτὸς ἰσχυρίζεται>.
|
20
Ἂς τὸν καταδικάσωμεν εἰς θάνατον ἄσχημον
καὶ ἀτιμωτικόν, διότι σύμφωνα μὲ τοὺς
λόγους του θὰ τοῦ ἔλθῃ τότε βοήθεια
καὶ ἐπίσκεψις ἀπὸ τὸν Θεόν.
|
21
Ταῦτα ἐλογίσαντο, καὶ ἐπλανήθησαν·
ἐπετύφλωσε γὰρ αὐτοὺς ἡ
κακία αὐτῶν, |
21
Αὐτὰ τὰ πονηρὰ ἐσκέφθησαν
οἱ ἀσεβεῖς καὶ ἐπλανήθησαν,
διότι τοὺς ἔχει τυφλώσει πλέον
ἐξ ὁλοκλήρου ἡ κακία των.
|
21
Αὐτὰ ἐσυλλογίσθηκαν καὶ ἔβαλαν
μὲ τὸν νοῦν τους οἱ ἀσεβεῖς,
ἐπλανήθησαν ὅμως, διότι τοὺς ἀπετύφλωσεν
ἡ κακία των. |
22
καὶ οὐκ ἔγνωσαν μυστήρια Θεοῦ,
οὐδὲ μισθὸν ἤλπισαν ὀσιότητος,
οὐδὲ ἔκριναν γέρας ψυχῶν ἀμώμων.
|
22
Δὲν ἐγνώρισαν τὰ μυστήρια τοῦ
Θεοῦ, τὴν δικαιοσύνην καὶ τὴν
πρόνοιάν του, δὲν ἐπίστευσαν
εἰς τὴν δικαίαν ἀνταμοιβήν,
ποὺ περιμένει τοὺς ὁσίους. Δὲν
εἶχαν φωτισμένην τὴν κρίσιν, διὰ
νὰ ἐννοήσουν τὰ βραβεῖα τοῦ
Θεοῦ εἰς τὰς ψυχὰς τῶν δικαίων.
|
22
Καὶ δὲν ἀντελήφθησαν, ἀλλ' ἠγνόησαν
ὁλοτελῶς τὴν εἰς ὅλας τὰς
περιπτώσεις τῆς ζωῆς τῶν δικαίων ἐκδηλουμένην
ἀόρατον καὶ μυστηριώδη προστασίαν τῆς προνοίας
τοῦ Θεοῦ, οὔτε ἤλπισαν ποτὲ
αὐτοὶ τὴν ἀνταμοιβήν, ἥτις ἐπιφυλάσσεται
εἰς τοὺς ἀφωσιωμένους εἰς τὸν
Θεόν, οὔτε ἐξετίμησαν τὰ βραβεία καὶ
τὴν δόξαν τῶν ἀμέμπτων καὶ ἁγίων
ψυχῶν μετὰ θάνατον. |
23
Ὅτι ὁ Θεὸς ἔκτισε τὸν ἄνθρωπον
ἐπ' ἀφθαρσίᾳ καὶ εἰκόνα
τῆς ἰδίας ἰδιότητος ἐποίησεν
αὐτόν· |
23
Ὁ Θεὸς ἐδημιούργησε τὸν ἄνθρωπον
ἄφθαρτον καὶ ἀθάνατον. Τὸν ἔπλασε
σύμφωνα μὲ τὴν ἰδικήν του εἰκόνα.
|
23
Δὲν ἐξετίμησαν δὲ τὴν μετὰ θάνατον
δόξαν τῶν δικαίων, διότι ἠγνόησαν ὅτι ὁ
Θεὸς ἐδημιούργησε τὸν ἄνθρωπον διὰ
νὰ παραμένῃ ἄφθαρτος καὶ ἀθάνατος,
καὶ ἐποίησεν αὐτὸν εἰκόνα τῆς
αἰωνιότητός του. |
24
φθόνῳ δὲ διαβόλου θάνατος εἰσῆλθεν
εἰς τὸν κόσμον, |
24
Ἀλλὰ ἐξ αἰτίας τοῦ φθόνου
τοῦ διαβόλου εἰσῆλθε καὶ ἐκυριάρχησεν
ὁ θάνατος εἰς τὸν κόσμον.
|
24
Ἀλλ’ ἕνεκα φθόνου τοῦ διαβόλου, ὁ
ὁποῖος ἐζηλοτύπησε τὴν θείαν
εἰκόνα καὶ εὐτυχίαν τῶν πρωτοπλάστων
καὶ δὲν ἠνέχθη αὐτήν, εἰσῆλθεν
εἰς τὸν κόσμον ὁ θάνατος ὁ πνευματικὸς
καὶ σωματικὸς διὰ τῆς προπατορικῆς
ἁμαρτίας, εἰς τὴν ὁποίαν παρέσυρεν
οὗτος τὸ προγονικὸν ζεῦγος.
|
25
πειράσουσι δὲ αὐτὸν οἱ τῆς
ἐκείνου μερίδος ὄντες. |
25
Καὶ οἱ ἀσεβεῖς, οἱ ὁποῖοι
ἀνήκουν εἰς τὴν παράταξιν τοῦ
διαβόλου, πειράζουν σήμερον καὶ θέτουν
ὑπὸ δοκιμασίαν τὸν δίκαιον.
|
25
Λαμβάνουν δὲ πεῖραν τοῦ θανάτου, δοκιμάζοντες
ἀνεπανορθώτως τὸν πνευματικὸν ιδίᾳ
θάνατον, ὅσοι ἀνήκουν εἰς τὴν μερίδα
τοῦ διαβόλου. |