Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ικαίων
δὲ ψυχαὶ ἐν χειρὶ Θεοῦ, καὶ
οὐ μὴ ἄψητοι αὐτῶν βάσανος.
|
ζωὴ ὅμως τῶν δικαίων εὑρίσκεται
κάτω ἀπὸ τὸ παντοδύναμον προστατευτικὸν
χέρι τοῦ Θεοῦ, καί καμμιὰ
θλῖψις καὶ βάσανος δὲν θὰ
τοὺς ἐγγίσῃ, χωρὶς ὁ Θεὸς
νὰ τὸ ἐπιτρέψῃ.
|
ἱ
ψυχαὶ ὅμως τῶν δικαίων, καὶ μετὰ
τὸν χωρισμόν των ἀπὸ τοῦ σώματος,
ὑπάρχουν εἰς τὴν χεῖρα τοῦ Θεοῦ
ἀπολαύουσαι τῆς παντοδυνάμου προνοίας του, ἕνεκα
τῆς ὁποίας οὐδὲ κἂν νὰ
θίξῃ αὐτὰς εἶναι δυνατὸν οἰαδήποτε
βάσανος ἢ βλάβη. |
2
Ἔδοξαν ἐν ὀφθαλμοῖς ἀφρόνων
τεθνάναι, καὶ ἐλογίσθη κάκωσις
ἡ ἔξοδος αὐτῶν
|
2
Εἰς τὰ μάτια τῶν ἀφρόνων
ὁ θάνατός των ἐθεωρήθη ὡς
ἀφανισμὸς καὶ μηδένισις καὶ
ἡ ἔξοδός των ἀπὸ τὸν κόσμον
αὐτὸν ὡς ὀδύνη καὶ τιμωρία·
|
2
Ἐφάνησαν μὲν εἰς τὰ μάτια τῶν
ἀφρόνων, ποὺ δὲν πιστεύουν εἰς μέλλουσαν
ζωήν, ὅτι ἀπέθαναν καὶ ἐξεμηδενίσθησαν,
καὶ ἐθεωρήθη ἀπὸ αὐτοὺς
ὡς θλῖψις καὶ κακοπάθεια ἀνεπανόρθωτος
ἡ ἀπὸ τοῦ παρόντος κόσμου ἔξοδός
των· |
3
καὶ ἡ ἀφ' ἡμῶν πορεία
σύντριμμα, οἱ δὲ εἰσιν ἐν εἰρήνῃ.
|
3
ἡ ἀναχώρησίς των ἀπὸ τὴν
ζωὴν αὐτὴν ὡς ὄλεθρος καὶ
ἀπώλεια. Ἐκεῖνοι ὅμως ὑπάρχουν
καὶ ζοῦν ἐν εἰρήνῃ.
|
3
καὶ ὁ ἀποχωρισμὸς καὶ ἀναχώρησις
τῶν ἀφ’ ἠμῶν ἐθεωρήθη
ὡς συντριμμὸς καὶ ἐξαφανισμός,
αὐτοὶ ὅμως εὑρίσκονται ἐν εἰρήνῃ
καὶ πάσῃ ἀναπαύσει. |
4
Καὶ γὰρ ἐν ὄψει ἀνθρώπων
ἐὰν κολασθῶσιν, ἡ ἐλπὶς
αὐτῶν ἀθανασίας πλήρης·
|
4
Διότι καὶ ἐὰν ἀκόμη εἰς
τὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων καὶ
ἐκ μέρους τῶν ἀνθρώπων πάσχουν
καὶ θλίβωνται, ἔχουν αὐτοὶ σταθερὰν
καὶ ἀκλόνητον τὴν πεποίθησίν
των εἰς τὴν ἀθάνατον καὶ μακαρίαν
ζωήν. |
4
Τὴν εἰρήνην δὲ καὶ ἀνάπαυσιν
ταύτην οὐδὲ ὁ σωματικὸς θάνατος δύναται
νὰ ἀφαιρέσῃ ἀπ’ αὐτῶν,
διότι καὶ ἐὰν εἰς τὰ μάτια τῶν
ἀνθρώπων τιμωρηθοῦν καὶ βασανισθοῦν
διὰ σκληροῦ θανάτου, ἡ ἐλπίδα των
εἶναι γεμάτη ἀπὸ ἀθανασίαν καὶ
ἀποθνήσκουν μὲ τὴν ἀδιάσειστον
βεβαιότητα, ὅτι μεταβαίνουν εἰς τὴν μακαρίαν
ζωὴν καὶ αἰωνιότητα. |
5
καὶ ὀλίγα παιδευθέντες μεγάλα
εὐεργετηθήσονται, ὅτι ὁ Θεὸς
ἐπείρασεν αὐτοὺς καὶ εὗρεν
αὐτοὺς ἀξίους ἑαυτοῦ·
|
5
Καὶ ἐὰν ὀλίγον ταλαιπωρηθοῦν
καὶ βασανισθοῦν εἰς τὴν παροῦσαν
ζωήν, θὰ λάβουν μεγάλας ἀμοιβὰς
καὶ βραβεῖα εἰς τὴν αἰωνιότητα.
Διότι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἔθεσεν
αὐτοὺς ὑπὸ δοκιμασίαν διὰ
τῶν θλίψεων καὶ τοὺς εὗρεν ἀξίους
νὰ βραβευθοῦν καὶ νὰ ἀμειφθοῦν
ἀπὸ αὐτόν. |
5
Καὶ ἀφοῦ ὑποφέρουν ὀλίγα πρὸς
παιδαγωγίαν των, θὰ ἀπολαύσουν μεγάλας εὐεργεσίας
ὡς ἀνταμοιβὴν τῆς διὰ τῶν
προσωρινῶν θλίψεων τελειοποιήσεώς των. Θὰ
ἀνταμειφθοῦν δέ, διότι ὁ Θεὸς τοὺς
ἐδοκίμασε διὰ πειρασμῶν καὶ θλίψεων
καὶ τοὺς εὗρεν ἀξίους τοῦ ἐλέους
καὶ τῆς ἀγάπης του. |
6
ὡς χρυσὸν ἐν χωνευτηρίῳ ἐδοκίμασεν
αὐτοὺς καὶ ὡς ὁλοκάρπωμα
θυσίας προσεδέξατο αὐτούς.
|
6
Τοὺς ἐδοκίμασεν, ὅπως
ὁ χρυσοχόος δοκιμάζει
καὶ καθαρίζει τὸν χρυσὸν διὰ
τοῦ πυρός, καὶ τοὺς ἐδέχθη
εὐαρέστως, ὅπως δέχεται
τὰ προσφερόμενα ὁλοκαυτώματα τῶν
θυσιῶν. |
6
Σὰν χρυσάφι μέσα εἰς χωνευτήριον, ὅπου διὰ
τοῦ πυρὸς ἀπαλλάσσεται ἀπὸ πᾶσαν
νοθείαν καὶ καθαρίζεται τελείως, ἔτσι ἐδοκίμασε
καὶ ἐκαθάρισε καὶ αὐτοὺς
ὁ Κύριος εἰς τὸ καμίνι τῶν θλίψεων,
καὶ ὡς θυσίαν, ποὺ προσφέρεται καὶ
κατακαίεται ὁλόκληρος, ἐδέχθη μετὰ πολλῆς
εὐαρεσκείας τούτους. |
7
Καὶ ἐν καιρῷ ἐπισκοπῆς αὐτῶν
ἀναλάμψουσι καὶ ὡς σπινθῆρες
ἐν καλάμῃ διαδραμοῦνται·
|
7
Αὐτοί, ὅταν ὁ παντοδύναμος καὶ
πανάγαθος Κύριος τοὺς ἐπισκεφθῇ,
θὰ λάμψουν καὶ σὰν σπινθῆρες
εἰς τὶς καλαμιὲς θὰ διατρέχουν
λαμπρὰ τὰς κοινωνίας
τῶν ἀνθρώπων.
|
7
Καὶ κατὰ τὸν καιρόν, κατὰ τὸν
ὁποῖον ὁ Θεὸς θὰ ἐπισκεφθῇ
αὐτοὺς πρὸς κρίσιν καὶ ἀνταμοιβήν,
θὰ ἀναλάμψουν καὶ ὅμοιοι πρὸς
σπίθες μέσα σὲ καλαμιά, ποὺ καταφλέγεται εὔκολα
καὶ διὰ μιᾶς, ἔτσι καὶ αὐτοὶ
θὰ τρέχουν γρήγορα καὶ ἐν θριάμβῳ
μεταξὺ τῶν κατακαιομένων ἀσεβῶν.
|
8
κρινοῦσιν ἔθνη καὶ κρατήσουσι λαῶν,
καὶ βασιλεύσει αὐτῶν Κύριος
εἰς τοὺς αἰῶνας. |
8
Αὐτοὶ θὰ ἀναδειχθοῦν κριταὶ
καὶ δικασταὶ τῶν ἀσεβῶν ἀνθρώπων.
Θὰ κυριαρχήσουν ἐπάνω
εἰς τοὺς λαούς, διότι ὁ Κύριος
θὰ εἶναι βασιλεύς των εἰς τοὺς
αἰῶνας τῶν αἰώνων.
|
8
Θὰ κρίνουν καὶ θὰ δικάσουν τὰ
ἔθνη καὶ θὰ κυριαρχήσουν ἐπὶ
τῶν λαῶν, καὶ θὰ βασιλεύσῃ ὁ
Κύριός των αἰωνίως. |
9
Οἱ ποιθότες ἐπ' αὐτῷ συνήσουσιν
ἀλήθειαν, καὶ οἱ πιστοὶ ἐν
ἀγάπῃ προσμενοῦσιν αὐτῷ,
ὅτι χάρις καὶ ἔλεος ἐν τοῖς
ὁσίοις αὐτοῦ, καὶ ἐπισκοπὴ
ἐν τοῖς ἐκλεκτοῖς αὐτοῦ.
|
9
Ὅσοι ἔχουν στηριγμένην ἀκλόνητον
τὴν πεποίθησίν των εἰς τὸν Θεόν,
θὰ γνωρίσουν καὶ θὰ κατανοήσουν
τὴν ἀλήθειαν· καὶ οἱ πιστοί
μὲ ἀγάπην θὰ ὑπομένουν
τὰς δοκιμασίας καὶ θὰ παραμένουν
πλησίον τοῦ Θεοῦ, διότι ἡ θεία
χάρις καὶ τὸ ἔλεος δίδονται
εἰς τοὺς ὁσίους τοῦ Θεοῦ
καὶ ἡ στοργική του ἐποπτεία
καὶ προστασία εἰς τοὺς ἐκλεκτούς
του. |
9
Ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἔχουν
στηρίξει ὁλόκληρον τὴν ἐμπιστοσύνην των
εἰς Αὐτόν, θὰ λάβουν τότε πλήρη φωτισμὸν
καὶ θὰ κατανοήσουν δι’ αὐτοῦ τὴν
ἀλήθειαν καὶ περὶ ἐκείνων, τὰ
ὁποῖα εἰς τὴν παροῦσαν ζωὴν
ἦσαν εἰς αὐτοὺς μυστηριώδη, καὶ
οἱ πιστοὶ πλέον δὲν θὰ εἶναι
ἀνάγκη νὰ ἐνισχύουν τὴν πίστιν
των, ἀλλὰ θὰ παραμένουν προσκεκολλημένοι
εἰς αὐτὸν διὰ τῆς ἀγάπης,
διότι θὰ δοθῇ χάρις καὶ ἔλεος ὑπὸ
τοῦ Κυρίου εἰς τοὺς ἐκλεκτούς
του καὶ ἡ προνοητικὴ καὶ πατρικὴ
ἐπίσκεψίς του θὰ ἐκτείνεται διαρκῶς
ἐπὶ τῶν ἀφωσιωμένων εἰς
αὐτόν. |
10
Οἱ δὲ ἀσεβεῖς καθὰ ἐλογίσαντο
ἕξουσιν ἐπιτιμίαν, οἱ ἀμελήσαντες
τοῦ δικαίου καὶ τοῦ Κυρίου ἀποστάντες.
|
10
Οἱ δὲ ἀσεβεῖς, σύμφωνα μὲ
τὰς ἁμαρτωλὰς αὐτῶν ἐπιθυμίας
καὶ σκέψεις καὶ πράξεις, θὰ
πάρουν τὴν δικαίαν τιμωρίαν·
αὐτοί, ποὺ κατεφρόνησαν τὸν
δίκαιον καὶ ἀπεμακρύνθησαν ἀπὸ
τὸν Θεόν. |
10
Οἱ δὲ ἀσεβεῖς, οἱ ὁποῖοι
παρημέλησαν καὶ περιεφρόνησαν τὸν δίκαιον καὶ
ἀπεμακρύνθησαν ἀπὸ τὸν Κύριον, σύμφωνα
μὲ ἐκεῖνα ποὺ ἐσκέφθησαν καὶ
ἀπεφάσισαν, θὰ ἐπιτιμηθοῦν καὶ
θὰ τιμωρηθοῦν. |
11
Σοφίαν γὰρ καὶ παιδείαν ὁ ἐξουθενῶν
ταλαίπωρος, καὶ κενὴ ἡ ἐλπὶς
αὐτῶν, καὶ οἱ κόποι ἀνόνητοι
καὶ ἄχρηστα τὰ ἔργα αὐτῶν·
|
11
Διότι ἐκεῖνος, ποὺ ἐξουθενώνει
καὶ καταφρονεῖ τὴν θείαν σοφίαν
καὶ παιδαγωγίαν, εἶναι ταλαίπωρος
καὶ δυστυχής. Ἡ ἐλπίδα των πρὸς
μίαν ἄνετον καὶ χαρμόσυνον ζωὴν
εἶναι κούφια καὶ ἀνόητος. Οἱ
κόποι των ἀνωφελεῖς, τὰ ἔργα
των ἄχρηστα. |
11
Θὰ τιμωρηθοῦν δὲ οἱ ἀσεβεῖς,
διότι αὐτός, ποὺ περιφρονεῖ τὴν ἀπὸ
Θεοῦ φρόνησιν καὶ παιδαγωγίαν, εἶναι ταλαίπωρος
καὶ δυστυχής· καὶ τῶν ἀνθρώπων
αὐτῶν ἡ ἐλπίδα εἶναι κούφια
καὶ ἐντελῶς ἀδειανὴ καὶ
οἱ κόποι των ἀνωφελεῖς καὶ ἄκαρποι
καὶ τὰ ἔργα των ἄχρηστα.
|
12
αἱ γυναῖκες αὐτῶν ἄφρονες, καὶ
πονηρὰ τὰ τέκνα αὐτῶν, ἐπικατάρατος
ἡ γένεσις αὐτῶν.
|
12
Αἱ γυναῖκες των ἄμυαλοι καὶ ἀσύνετοι,
ὅπως αὐτοί, καὶ τὰ τέκνα
των ἀσεβῆ καὶ ἁμαρτωλά·
κατηραμένοι θὰ εἶναι καὶ οἱ
ἀπόγονοί των.
|
12
Αἱ γυναῖκες τῶν στεροῦνται φρονήσεως
καὶ σοβαρότητος, καὶ τὰ τέκνα των εἶναι
ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον γεμᾶτα
κακίαν καὶ πονηρίαν καὶ ἡ γενεά των
κατηραμένη. |
13
Ὅτι μακαρία στεῖρα ἡ ἀμίαντος,
ἥτις οὐκ ἔγνω κοίτην ἐν παραπτώματι,
ἕξει καρπὸν ἐν ἐπισκοπῇ ψυχῶν,
|
13
Ἐξ ἀντιθέτου εἶναι μακαρία ἡ
ἐνάρετος ἐκείνη γυναίκα, ἡ
ὁποία, ἔστω καὶ ἂν ἔμεινε
στεῖρα, δὲν ἐμολύνθη ἀπὸ
ἄλλον ἄνδρα. Δὲν ἐγνώρισεν ἄλλον
ἄνδρα εἰς τὴν κλίνην της, ὥστε
νὰ παρασυρθῇ εἰς τὴν ἁμαρτίαν.
Αὐτή, ὡς καρπὸν τῆς ἀρετῆς
της, θὰ ἔχῃ τὴν ἀμοιβήν
της, ὅταν ὁ Κύριος ἐν τῇ ἀγαθότητί
του ἐπισκεφθῇ τὴν ζωὴν τῶν δικαίων.
|
13
Ἐπειδὴ δὲ ἡ γενεά των θὰ
εἶναι κατηραμένη, δι’ αὐτὸ ἡ στεῖρα
σύζυγος τοῦ ἀσεβοῦς, ποὺ παρέμεινεν
ἀμόλυντος καὶ δὲν ἐγνώρισε κλίνην
ἠθικοῦ παραπτώματος δι’ ἁμαρτίας μὲ
ἄλλον ἐκτὸς τοῦ συζύγου της ἄνδρα,
εἶναι πανευτυχὴς καὶ μακαρία. Αὐτὴ
θὰ ἔχῃ καρπὸν πολυτιμότερον τοῦ
καρποῦ τῆς κοιλίας της, ὅταν ὁ Κύριος
ἐπισκεφθῇ εὐμενῶς καὶ μετ’ ἀνταμοιβῶν
τὰς ἁγίας ψυχάς. |
14
καὶ εὐνοῦχος ὁ μὴ ἐργασάμενος
ἐν χειρὶ ἀνόμημα, μηδὲ ἐνθυμηθεὶς
κατὰ τοῦ Κυρίου πονηρά, δοθήσετε
γὰρ αὐτῷ τῆς πίστεως χάρις
ἐκλεκτὴ καὶ κλῆρος ἐν ναῷ
Κυρίου θυμηρέστερος. |
14
Καὶ αὐτὸς ἀκόμη ὁ εὐνοῦχος,
ὁ ὁποῖος ὅμως δὲν διέπραξε
παρανομίαν τινά μὲ τὸ χέρι του,
οὔτε ἐσκέφθη κάτι τὸ πονηρὸν
ἐναντίον τοῦ Κυρίου, θὰ βραβευθῇ
διὰ τὴν ἀξιοπιστίαν του, διότι
θὰ δοθῇ εἰς αὐτὸν ἐκλεκτὴ
δωρεά, τιμητικὴ καὶ εὐχάριστος
θέσις εἰς τὸν ναὸν τοῦ Κυρίου.
|
14
Καὶ ὁ εὐνοῦχος, ὁ ὁποῖος
δὲν ἔκαμε διὰ τῆς χειρός του
παρανομίαν, οὔτε ἔβαλε μὲ τὸν νοῦν
τοῦ κακὰ ἐναντίον τοῦ Κυρίου, παρὰ
τὴν παλαιὰν διάταξιν τοῦ Δευτερονομίου,
θὰ εἶναι καὶ αὐτὸς μακάριος,
διότι θὰ δοθῇ εἰς αὐτὸν ὡς
ἀμοιβὴ τῆς πίστεώς του χάρις καὶ δωρεὰ
ἐκλεκτὴ καὶ ἰδιαιτέρα καὶ κληρονομικὸν
μερίδιον εἰς τὸν ἐν οὐρανοῖς
ναὸν τοῦ Κυρίου πολὺ τερπνότερον καὶ
μακαριώτερον ἀπὸ ἐκεῖνο, τοῦ
ὁποίου ἐστερήθη κατὰ τὴν παλαιὰν
διάταξιν τοῦ νόμου, ἀποκλεισθεὶς τῆς
ἐν τῷ Ναῷ τῆς Σιὼν διακονίας.
|
15
Ἀγαθῶν γὰρ πόνων καρπὸς εὐκλεής,
καὶ ἀδιάπτωτος ἡ ρίζα τῆς
φρονήσεως. |
15
Διότι ἔνδοξος καρπὸς προέρχεται πάντοτε
ἀπὸ τοὺς καλοὺς καὶ σύμφωνα
πρὸς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ κόπους.
Ζωντανὴ δὲ καὶ συνεχῶς καρποφόρος
παραμένει ἡ ρίζα τῆς ὀρθοφροσύνης
καὶ συνέσεως. |
15
Εἶναι δὲ μακάριοι αἱ ὡς ἄνω
στεῖραι καὶ οἱ εὐνοῦχοι, παρὰ
τὸ ὅτι στεροῦνται καρποὺς κοιλίας,
διότι τῶν καλῶν καὶ ἐναρέτων ἔργων
ὁ καρπὸς εἶναι γεμᾶτος δόξαν, καὶ
ἡ ρίζα τῆς κατὰ Θεὸν συνέσεως εἶναι
ἀδιάσπαστος καὶ δὲν πίπτει ἔξω ποτέ.
|
16
Τέκνα δὲ μοιχῶν ἀτέλεστα ἔσται
καὶ ἐκ παρανόμου κοίτης σπέρμα
φανισθήσεται. |
16
Ἐξ ἀντιθέτου τὰ τέκνα τῶν
μοιχῶν ποτὲ δὲν θὰ προοδεύσουν.
Παιδιὰ παρανόμου κλίνης σύντομα θὰ
ἐξολοθρευθοῦν.
|
16
Τοὐναντίον δὲ τὰ παιδιὰ τῶν
μοιχῶν δὲν θὰ φθάσουν εἰς εὐδοκίμησιν
καὶ εἰς πλῆρες τέλος ἡμερῶν,
καὶ ἀπόγονοι, οἱ ὁποῖοι προῆλθον
ἀπὸ ἁμαρτωλὴν καὶ παράνομον
κοίτην, θὰ ἐξολοθρευθοῦν.
|
17
Ἐάν τε γὰρ μακρόβιοι γένωνται,
εἰς οὐθὲν λογισθήσονται, καὶ
ἄτιμον ἐπ' ἐσχάτων τὸ γῆρας
αὐτῶν· |
17
Καὶ ἐὰν ἀκόμη ζήσουν μακρὸν
βίον, δὲν θὰ ἔχουν ἐκ μέρους
τῶν ἀνθρώπων καμμίαν ὑπόληψιν
καὶ ἐκτίμησιν. Καὶ αὐτὸ
ἀκόμη τὸ γῆρας των θὰ εἶναι
καταφρονημένον καὶ ἀνυπόληπτον.
|
17
Διότι καὶ ἐὰν ἀκόμη γίνουν μακρόβιοι,
θὰ ὑπολογίζονται ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων
ὅσον καὶ τὸ μηδέν, καὶ τὸ εἰς
τὰ ἔσχατα προχωρημένον γῆρας των θὰ
εἶναι χωρὶς τιμὴν καὶ ὑπόληψιν.
|
18
ἐάν τε ὀξέως τελευτήσωσιν, οὐχ
ἕξουσιν ἐλπίδα, οὐδὲ ἐν
ἡμέρᾳ γνώσεως παραμύθιον·
|
18
Ἐὰν ἀποθάνουν ἐνωρίς,
δὲν θὰ ἔχουν καμμίαν ἐλπίδα
εἰς τὴν μετὰ θάνατον ζωήν. Οὔτε
καὶ καμμίαν ἐλπίδα καὶ παρηγορίαν,
ὅταν ὁ Κύριος φανερώσῃ τὰ
κρυπτὰ τῶν ἀνθρώπων.
|
18
Ἐὰν δὲ πάλιν ἀποθάνουν ἐνωρὶς
καὶ πρόωρα, θὰ φύγουν ἀπὸ τὸν
κόσμον αὐτὸν χωρὶς νὰ ἔχουν
καμμίαν ἐλπίδα, οὔτε κατὰ τὴν ἡμέραν,
κατὰ τὴν ὁποίαν θὰ ἐξετασθοῦν
καὶ θὰ γνωσθοῦν τὰ πάντα, θὰ
ἔχουν κάποιαν παρηγορίαν. |
19
γενεᾶς γὰρ ἀδίκου χαλεπὰ τὰ
τέλη. |
19
Διότι γενεᾶς πονηρᾶς καὶ ἀσεβοῦς
τρομερὰ θὰ εἶναι τὰ τέλη τῆς
ἐπιγείου ζωῆς καὶ ἡ πέραν
τοῦ τάφου ζωή. |
19
Θὰ φύγουν δὲ χωρὶς καμμίαν ἐλπίδα,
διότι τῆς ἀδίκου καὶ παρανόμου γενεᾶς
τὰ τέλη θὰ εἶναι φοβερά. |