Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ρείσσων
ἀτεκνία μετὰ ἀρετῆς· ἀθνασία
γάρ ἐστιν ἐν μνήμῃ αὐτῆς,
ὅτι καὶ παρὰ Θεῷ γινώσκεται
καὶ παρὰ ἀνθρώποις·
|
πὸ
τὴν πολυτεκνίαν τῶν ἀσεβῶν προτιμοτέρα
εἶναι ἡ ἀτεκνία μετὰ ἀρετῆς.
Διότι ἡ μνήμη τῆς ἀρετῆς
παραμένει ἀθάνατος, ἀναγνωρίζεται
ὡς καλὴ καὶ ἐπαινετὴ ἐκ
μέρους Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων.
|
ύμφωνα
λοιπὸν μὲ τὰ λεχθέντα εἶναι προτιμότερον
νὰ μὴ ἔχῃ κανεὶς παιδιά, ἀρκεῖ
νὰ συνοδεύεται ἡ ἀτεκνία αὐτὴ
μὲ ἀρετήν· διότι τὸ μνημόσυνον
καὶ ἡ ἐνθύμησις τῆς ἀρετῆς
εἶναι ἀθάνατα· ἐπειδὴ ἀναγνωρίζεται
καὶ ἐκτιμᾶται αὕτη καὶ ἐνώπιον
τοῦ Θεοῦ καὶ ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων.
|
2
παροῦσάν τε μιμοῦνται αὐτὴν
καὶ ποθοῦσιν ἀπελθοῦσαν· καὶ
ἐν τῷ αἰῶνι στεφανηφοροῦσα πομπεύει
τὸν τῶν ἀμιάντων ἄθλων ἀγῶνα
νικήσασα. |
2
Οἱ ἄνθρωποι, ὅταν τὴν βλέπουν
ἐν τῷ προσώπῳ καὶ τῷ βίῳ
τοῦ ἐναρέτου, τὴν μιμοῦνται.
Ὅταν δὲ ὁ ἐνάρετος ἐκδημήσῃ,
ἐπιθυμοῦν νὰ εὑρίσκετο πλησίον
τῶν πάντοτε. Ὁ ἐνάρετος, στεφανωμένος
μὲ δόξαν εἰς τὴν αἰωνίαν
ζωήν, θριαμβεύει, διότι ἐνίκησε
καὶ κατώρθωσεν ἄθλους εἰς τὸν
ἀγῶνα τῆς ἀρετῆς χωρὶς
κανένα ψεγάδι.
|
2
Καὶ ὅταν εἶναι αὕτη παροῦσα
καὶ ζῇ ἀκόμη ὁ ἀσκῶν
αὐτὴν δίκαιος, τὴν τιμοῦν καὶ
τὴν μιμοῦνται, ὅταν δὲ μὲ τὸν
θάνατον τοῦ δικαίου ἀπέλθῃ, τὴν ποθοῦν
καὶ τὴν ἐνθυμοῦνται μετὰ τιμῆς
καὶ εὐλαβείας. Καὶ στεφανωμένη λοιπὸν
αἰωνίως ἡ ἀρετὴ θριαμβεύει ἐν
μεγαλοπρεπεῖ πομπῇ, διότι ἐνίκησεν εἰς
τὸν ἔνδοξον ἀγῶνα τῶν μεγάλων
κατορθωμάτων, τὰ ὁποῖα εἶναι καθαρὰ
παντὸς ματαίου καὶ ἐγωϊστικοῦ μολύσματος.
|
3
Πολύγονον δὲ ἀσεβῶν πλῆθος οὐ
χρησιμεύσει, καὶ ἐκ νόθων μοσχευμάτων
οὐ δώσει ρίζαν εἰς βάθος, οὐδὲ
ἀσφαλῆ βάσιν ἐδράσει·
|
3
Ἡ πολυτεκνία τῶν ἀσεβῶν καὶ
τὸ πλῆθος τῶν ἀπογόνων των εἰς
τίποτε δὲν χρησιμεύει. Οἱ νόθοι
υἱοὶ δὲν θὰ ριζώσουν εἰς
βάθος. Δὲν θὰ θεμελιωθοῦν εἰς
ἀσφαλῆ βάσιν· θὰ ἐξαφανισθοῦν.
|
3
Ἐνῷ δὲ ὁ ἐνάρετος, καὶ
ὅταν ἀκόμη εἶναι ἄτεκνος, μνημονεύεται
τιμημένος εἰς τὸν αἰῶνα, ὅλως
τοὐναντίον τὸ πλῆθος τῶν ἀσεβῶν,
ὁσονδήποτε πολύτεκνον καὶ ἂν εἶναι,
δὲν θὰ εὐδοκιμήσῃ οὔτε θὰ
ἀποβῇ χρήσιμον, καὶ ἀπὸ τὰ
νόθα βλαστάρια δὲν θὰ δοθῇ ρίζα, ποὺ
θὰ προχωρήσῃ εἰς μεγάλο βάθος, ὥστε
ἡ γενεὰ τῆς ἀνομίας νὰ μὴ
ξερριζωθῇ καὶ νὰ μὴ ἐξαφανισθῇ
εἰς τὸ τέλος, οὔτε τὸ πλῆθος
τῶν ἀπογόνων θὰ ἐγκαθιδρυθοῦν
εἰς ἀσφαλῆ καὶ στερεὰν βάσιν
καὶ εἰς θεμέλιον βαθὺ καὶ ἀσάλευτον.
|
4
κἂν γὰρ ἐν κλάδοις πρὸς καιρὸν
ἀναθάλῃ, ἐπισφαλῶς βεβηκότα
ὑπὸ ἀνέμου σαλευθήσεται καὶ
ὑπὸ βίας ἀνέμων ἐκριζωθήσεται.
|
4
Ἀλλὰ καὶ ἂν μερικοὶ κλάδοι
των πρὸς καιρὸν ἀναθάλουν καὶ
βλαστήσουν, ἐπειδὴ τὸ ὅλον δένδρον
δὲν ἔχει ριζώσει βαθειὰ καὶ
δὲν στηρίζεται εἰς ἀσφαλῆ θεμέλια,
θὰ συγκλονίζεται ἀπὸ τὸν ἄνεμον,
καὶ εἰς τὸ τέλος ἀπὸ τὴν
ἰσχυρὰν πνοὴν τῶν ἀνέμων
θὰ ξερριζωθῇ.
|
4
Ναί, δὲν θὰ ριζοβολήσουν βαθιά· διότι καὶ
ἐὰν τὰ πολυπληθῆ αὐτὰ
βλαστήματα τῶν ἀσεβῶν πετάξουν προσκαίρους
κλάδους, ζωηροὺς καὶ ἀνθισμένους, ἐπειδὴ
δὲν εἶναι ἀσφαλῶς ριζωμένα, ἀλλ’
εἶναι ἐπισφαλὲς καὶ ἀδύνατον
τὸ θεμέλιον καὶ ἡ βάσις των, θὰ σαλευθοῦν
καὶ θὰ μετακινηθοῦν ἀπὸ τὸν
ἄνεμον καὶ ἀπὸ τὴν ὁρμὴν
καὶ τὴν βίαν ἀνέμων πολλῶν καὶ
ἰσχυρῶν θὰ ἐκριζωθοῦν.
|
5
Περικλασθήσονται κλῶνες ἀτέλεστοι,
καὶ ὁ καρπὸς αὐτῶν ἄχρηστος,
ἄωρος εἰς βρῶσιν καὶ εἰς οὐθὲν
ἐπιτήδειος· |
5
Ἀσχημάτιστα καὶ ἄκαρπα θὰ σπάσουν
τὰ κλωνάρια των. Ἀλλὰ καὶ ἂν
προλάβουν νὰ δέσουν καρπὸν, αὐτὸς
θὰ εἶναι ἄχρηστος, ἄωρος πρὸς
βρῶσιν καὶ ἀκατάλληλος δι' οἰανδήποτε
χρῆσιν. |
5
Θὰ τσακισθοῦν ἀπὸ ὅλα τὰ
μέρη τὰ κλωνάρια, προτοῦ νὰ ἀναπτυχθοῦν
τελείως, καὶ ὁ καρπός των θὰ εἶναι
ἄχρηστος, ἄγουρος διὰ νὰ φαγωθῇ
καὶ εἰς τίποτε χρήσιμος καὶ κατάλληλος.
|
6
ἐκ γὰρ ἀνόμων ὕπνων τέκνα
γεννώμενα μάρτυρές εἰσι πονηρίας
κατὰ γονέων ἐν ἐξετασμῷ αὐτῶν.
|
6
Τὰ τέκνα, τὰ ὁποῖα γεννῶνται
ἀπὸ παρανόμους νυκτερινὰς συναντήσεις
ἀσεβῶν γονέων, θὰ εἶναι μάρτυρες
κατηγορίας ἐναντίον τῆς πονηρίας
τῶν γονέων των κατὰ τὴν ἡμέραν,
κατὰ τὴν ὁποίαν θὰ κριθοῦν
αὐτοί. |
6
Καὶ θὰ πέσῃ ἄγουρος καὶ ὅλως
ἄχρηστος ὁ καρπὸς τῶν κλάδων αὐτῶν,
διότι τὰ παιδιὰ ποὺ γεννῶνται ἀπὸ
ὕπνους καὶ σχέσεις παρανόμους, αὐτὰ
θὰ εἶναι μάρτυρες τῆς πονηρίας καὶ
κακοηθείας τῶν γονέων των, ὅταν θὰ γίνῃ
ἐξέτασις καὶ ἀνάκρισις αὐτῶν
διὰ τὰ ἐγκλήματά των.
|
7
Δίκαιος δὲ ἐὰν φθάσῃ τελευτῆσαι,
ἐν ἀναπαύσει ἔσται· |
7
Ὁ δίκαιος ὅμως, καὶ ἐὰν
ἀκόμη συμβῇ νὰ ἀποθάνῃ
πρόωρα, θὰ εἰσέλθῃ εἰς
τὴν αἰωνίαν ἀνάπαυσιν.
|
7
Προκειμένου ὅμως περὶ τοῦ δικαίου, τὰ
συμβησόμενα θὰ εἶναι ἐντελῶς διαφορετικά.
Ἐὰν τὸν προλάβῃ καὶ τὸν
καταφθάσῃ παράκαιρα ὁ θάνατος, θὰ εἰσέλθῃ
εἰς τὴν ἀνάπαυσιν καὶ θὰ εἶναι
ἐλεύθερος ἀπὸ τοὺς μόχθους καὶ
τὰς δοκιμασίας τοῦ παρόντος βίου.
|
8
γῆρας γὰρ τίμιον οὐ τὸ πολυχρόνιον
οὐδὲ ἀριθμῶ ἐτῶν μεμέτρηται·
|
8
Τιμημένον καὶ ἔνδοξον γῆρας δὲν
εἶναι τὸ πολυχρόνιον, οὔτε προσμετρᾶται
ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρώπου σύμφωνα
μὲ τὸν ἀριθμὸν τῶν ἐτῶν
του. |
8
Τὸ ἐὰν δὲν ἐπρόφθασε νὰ
γηράσῃ καὶ δὲν ἐλευκάνθησαν
αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς του ἀπὸ
τὰ πολλὰ ἔτη τῆς ζωῆς, δὲν
ἔχει καμμίαν σημασίαν. Διότι τὰ γηρατεῖα
δὲν τὰ κάνουν τιμημένα καὶ ἀξιοσέβαστὰ
τὰ πολλὰ χρόνια, οὔτε μετροῦνται τὰ
τιμημένα χρόνια μὲ τὸν ἀριθμὸν τῶν
χρόνων, ποὺ θὰ ζήσῃ κανείς. Εἶναι
δυνατὸν νὰ εἶναι κανεὶς νέος καὶ
συγχρόνως νὰ εἶναι σεβαστὸς καὶ τιμημένος
περισσότερον ἀπὸ ἕνα ὑπέργηρον,
καθὼς δὲν εἶναι ἀδύνατον ἕνας
ὑπέργηρος νὰ εἶναι χειρότερος ἀπὸ
τὸν πλέον ἐπιπόλαιον νέον. |
9
παλιὰ δέ ἐστι φρόνησις ἀνθρώποις
καὶ ἡλικία γήρως βίος ἀκηλίδωτος.
|
9
Λευκὰ καὶ τιμημένα ἄσπρα μαλλιὰ
διὰ τὸν ἄνθρωπον εἶναι ὄχι τὰ
πολλὰ ἔτη, ἀλλὰ ἡ σύνεσις.
Καὶ δὲν εἶναι καθ' ἑαυτὴν σεβαστὴ
γεροντικὴ ἡλικία, ἀλλὰ ἐκείνη
ποὺ ἔχει ὡς χαρακτηριστικόν της γνώρισμα
τὸν ἅγιον καὶ ἀκηλίδωτον βίον.
|
9
Ἡ σύνεσις καὶ ἡ φρονιμάδα προσελκύει τὸν
σεβασμὸν τῶν τιμημένων γηρατειῶν καὶ
τῶν λευκῶν μαλλιῶν μεταξὺ τῶν
ἀνθρώπων, ἡ δὲ ἡλικία τοῦ γήρατος
τότε εἶναι τιμημένη καὶ ἀξιοσέβαστός,
ὅταν τὴν συνοδεύη ζωὴ χωρὶς κανὲν
ἠθικὸν στίγμα. |
10
Εὐάρεστος τῷ Θεῷ γενομένος ἠγαπήθη
καὶ ζῶν μεταξὺ ἁμαρτωλῶν μετετέθη·
|
10
Ὁ δίκαιος, ἐπειδὴ ἔγινεν εὐάρεστος
εἰς τὸν Θεόν, ἠγαπήθη ἀπὸ
αὐτὸν καὶ ἐνῷ ἐζοῦσε
μεταξὺ τῶν ἁμαρτωλῶν, χωρὶς
νὰ παρασυρθῇ εἰς τὴν ἁμαρτίαν,
μετετέθη εἰς τὴν ἄλλην ζωήν.
|
10
Ἐφ’ ὅσον λοιπὸν τὰ πολλὰ χρόνια
χωρὶς ἀρετὴν δὲν καθιστοῦν τὸν
ἄνθρωπον σεβαστὸν καὶ μακάριον, τί
σημασίαν ἔχει ὁ πρόωρος θάνατος τοῦ δικαίου
καὶ ἐναρέτου διὰ τὴν εὐτυχίαν
αὐτοῦ; Αὐτός, ἐπειδὴ ἔγινεν
εὐάρεστος εἰς τὸν Θεόν, ἠγαπήθη ἀπὸ
Αὐτόν, καὶ ἐπειδὴ ἔζη μεταξὺ
ἁμαρτωλῶν, διὰ τοῦ ἐπελθόντος
θανάτου δὲν ἐξηφανίσθη, ἀλλ’ ἁπλῶς
μετετέθη ἀπὸ τὸ ἄθλιον τῶν ἁμαρτωλῶν
περιβάλλον εἰς τὸν τόπον τῆς ἀναπαύσεως.
|
11
ἡρπάγη, μὴ καία ἀλλάξῃ
σύνεσιν αὐτοῦ ἢ δόλος ἀπατήσῃ
ψυχὴν αὐτοῦ·
|
11
Ἡρπάγη ἀπὸ τὸν Θεόν, διὰ
νὰ μὴ τοῦ ἀλλάξῃ ἡ
κακία τὴν σύνεσιν καὶ διὰ νὰ
μὴ ἐξαπατήσῃ καὶ ἀποπλανήσῃ
τὴν ψυχήν του ἡ δολιότης τῆς
ἁμαρτίας.
|
11
Τὸν ἐπῆρε πρόωρα καὶ μὲ αἰφνίδιον
θάνατον ὁ Θεός, ἀσφαλίζων αὐτὸν
ἀπὸ τὸν κίνδυνον τοῦ νὰ ἀλλάξῃ
τὴν σύνεσίν του καὶ τὴν φρονιμάδα
του ἡ κακία καὶ ἁμαρτία, ἢ μήπως
ἢ πονηρία καὶ τὰ ψεύτικα θέλγητρα δελεάσουν
καὶ ἐξαπατήσουν τὴν ψυχήν του.
|
12
βασκανία γὰρ φαυλότητος ἀμαυροῖ
τὰ καλά, καὶ ρεμβασμὸς ἐπιθυμίας
μεταλλεύει νῦν ἄκακον. |
12
Διότι ἡ ἕλξις καὶ ἡ μαγεία
τῆς φαυλότητας ἐπισκοτίζει τὴν
ὀρθοφροσύνην καὶ τὸν καλὸν βίον.
Ρεμβασμοὶ δὲ τοῦ νοῦ εἰς ἁμαρτωλὰς
περιοχὰς βλάπτουν καὶ διαστρέφουν
τὴν ἀθῴαν καὶ ἄκακον καρδίαν.
|
12
Ὑπάρχει δὲ πάντοτε καὶ διὰ τοὺς
ἐναρέτους ὁ κίνδυνος αὐτός, διότι ἡ
ζηλοτυπία καὶ τὸ βάσκανον μάτι τῆς κακοηθείας
καὶ ἑξαχρειώσεως τῶν πονηρῶν
ἀνθρώπων ἐπιζητεῖ νὰ ἀμαυρώνῃ
καὶ νὰ μουντζουρώνῃ τὴν λάμψιν τῶν
καλῶν καὶ ἐναρέτων ἔργων, καὶ
ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον μὲ εὐχαρίστησιν
σκέπτονται καὶ σχεδιάζουν οἱ ὑπὸ τῆς
διεφθαρμένης ἐπιθυμίας αἰχμαλωτισμένοι ρεμβάζοντες
εἰς αὐτό, εἶναι πῶς νὰ μεταστρέψουν
καὶ νὰ μεταλλάξουν καὶ τὴν ἀπονήρευτον
διάνοιαν, ποὺ δὲν σκέπτεται τὸ κακόν.
|
13
Τελειωθεὶς ἐν ὀλίγῳ ἐπλήρωσε
χρόνους μακρούς. |
13
Ὁ δίκαιος, τελειοποιηθεὶς εἰς μικρὸν
χρονικὸν διάστημα, εἶναι ὡσὰν
νὰ συνεπλήρωσε πολλὰ χρόνια ἐναρέτου
ζωῆς.
|
13
Ὁ δὲ ἀναρπαγεὶς πρόωρα, μὲ τὸ
νὰ γίνῃ τέλειος εἰς ὀλίγον χρονικὸν
διάστημα, ἐγέμισε μὲ τὴν ἀρετὴν
καὶ ἁγιότητά του πολλὰ χρόνια ζωῆς.
|
14
Ἀρεστὴ γὰρ ᾖν Κυρίῳ ἡ
ψυχὴ αὐτοῦ· διὰ τοῦτο ἔσπευσεν
ἐκ μέσου πονηρίας. Οἱ δὲ λαοὶ
ἰδόντες καὶ μὴ νοήσαντες, μηδὲ
θέντες ἐπὶ διανοίᾳ τὸ
τοιοῦτον, |
14
Ἔτσι δὲ ἡ ψυχή του ἔγινεν εὐάρεστος
εἰς τὸν Κύριον. Διὰ τοῦτο ἔσπευσε
καὶ ἔφυγε σύντομα ἀνάμεσα ἀπὸ
τὰς πονηρίας τῶν ἀνθρώπων. Οἱ
ἀσεβεῖς ὅμως ἄνθρωποι, ὅταν
εἶδαν τὴν πρόωρον ἐκδημίαν του,
δὲν κατενόησαν τὴν αἰτίαν της,
δὲν ἔβαλαν εἰς τὸ μυαλό των
τὸν σκοπόν, διὰ τὸν ὁποῖον
ἀνηρπάγη ὁ δίκαιος.
|
14
Ἐπειδὴ δὲ ἡ ψυχή του ἦτο
ἀρεστὴ εἰς τὸν Κύριον, δι’ αὐτὸ
καὶ ἔσπευσε νὰ φύγῃ γρήγορα μέσα ἀπὸ
τὴν πονηρίαν. Τὸ πλῆθος ὅμως τῶν
μακρὰν τοῦ Θεοῦ ἀνθρώπων εἶδαν
τὸν πρόωρον αὐτὸν θάνατον καὶ δὲν
ἐκατάλαβαν οὔτε ἔβαλαν μὲ τὸ
μυαλό τους, |
15
ὅτι χάρις καὶ ἔλεος ἐν τοῖς
ἐκλεκτοῖς αὐτοῦ καὶ ἐπισκοπὴ
ἐν τοῖς ὁσίοις αὐτοῦ.
|
15
Διότι ἡ ἀγαθὴ ἐπίσκεψις
τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ἐκλεκτοὺς
καὶ ἀφοσιωμένους εἰς αὐτὸν
εἶναι χάρις καὶ ἔλεος.
|
15
ὅτι ὁ Θεὸς παρέχει τὴν χάριν του καὶ
τὸ ἔλεός του εἰς ἐκείνους ποὺ
ἐξέλεξε, καὶ ὅτι ἐπισκέπτεται μετ’
εὐνοίας τοὺς ὁσίους καὶ ἀφωσιωμένους
εἰς αὐτόν. |
16
Κατακρινεῖ δὲ δίκαιος καμὼν τοὺς
ζῶντας ἀσεβεῖς καὶ νεότης τελεσθεῖσα
ταχέως πολυετὲς γῆρας ἀδίκου·
|
16
Ὁ δίκαιος, ὁ ὁποῖος ἐκοπίασεν
εἰς τὸν ἀγῶνα τῆς ἀρετῆς,
θὰ γίνῃ κριτὴς αὐτῶν,
ποὺ ζοῦν μὲ ἀσέβειαν. Καὶ
ἐνάρετος νεότης, ποὺ ἔλαβε σύντομον
τέλος, θὰ κρίνῃ τὸ ἁμαρτωλὸν
γῆρας. |
16
Ὁ δίκαιος ὅμως, ποὺ ἀπέθανε πρόωρα,
θὰ καταδικάσῃ τοὺς ἀσεβεῖς,
οἱ ὁποῖοι ζοῦν καὶ δὲν
ἀποθνήσκουν παράκαιρα, καὶ ἡ νεότης ποὺ
ἐτελειοποιήθη γρήγορα, θὰ καταδικάσῃ
τὸ εἰς πολλὰ ἔτη παραταθὲν γῆρας
τοῦ ἀδίκου. |
17
ὄψονται γὰρ τελευτὴν σοφοῦ καὶ
οὐ νοήσουσι τί ἐβουλεύσατο περὶ
αὐτοῦ καὶ εἰς τί ἠσφαλίσατο
αὐτὸν ὁ Κύριος.
|
17
Οἱ ἀσεβεῖς ὅμως θὰ ἴδουν
τὴν πρόωρον τελευτὴν τοῦ κατὰ
Θεὸν σοφοῦ καὶ δὲν θὰ κατανοήσουν,
τί ἐσκέφθη δι' αὐτὸν ὁ
Θεὸς καί πῶς τὸν ἐπροστάτευσε,
καὶ τὸν ἐξησφάλισεν εἰς τὴν
αἰωνιότητα ὁ Κύριος.
|
17
Θὰ κριθοῦν δὲ καὶ θὰ καταδικασθοῦν
οὗτοι ἀπὸ τὸν δίκαιον, διότι θὰ
ἴδουν τὸ τέλος καὶ τὴν πρόωρον τελευτὴν
τοῦ ἐναρέτου καὶ κατὰ Θεὸν σοφοῦ
καὶ δὲν θὰ καταλάβουν, τί ἐσκέφθη
καὶ ἀπεφάσισε δι' αὐτὸν καὶ
διατὶ τὸν ἐξησφάλισεν ὁ Κύριος.
|
18
Ὅψονται καὶ ἐξουθενήσουσιν, αὐτοὺς
δὲ ὁ Κύριος ἐκγελάσεται
|
18
Θὰ ἴδουν τὸν πρόωρον θάνατον
τῶν δικαίων καὶ θὰ τοὺς ἐξουθενώσουν.
Ὁ Κύριος ὅμως θὰ γελάσῃ
ἐμπαικτικῶς εἰς βάρος τῶν ἀσεβῶν.
|
18
Θὰ ἰδουν τὸν δίκαιον ἀποθνήσκοντα
καὶ θὰ τὸν περιφρονήσουν διὰ τὸν
παράκαιρον θάνατόν του, αὐτοὺς ὅμως θὰ
περιγελάσῃ ὄχι ἄνθρωπός τις, ἀλλ'
αὐτὸς ὁ Κύριος. |
19
καὶ ἔσονται μετὰ τοῦτο εἰς πτῶμα
ἄτιμον καὶ εἰς ὕβριν ἐν νεκροῖς
δι' αἰῶνος, ὅτι ρήξει αὐτοὺς
ἀφώνους πρηνεῖς καὶ σαλεύσει
αὐτοὺς ἐκ θεμελίων καὶ ἕως
ἐσχάτου χερσωθήσονται καὶ ἔσονται
ἐν ὀδύνῃ, καὶ ἡ μνήμη
αὐτῶν ἀπολεῖται.
|
19
Ἔπειτα ἀπὸ αὐτὰ πτῶμα
περιφρονημένον καὶ ἀκάθαρτον θὰ
καταντήσουν κατὰ τὸν θάνατόν
των οἱ ἀσεβεῖς. Αἰώνιος ἐμπαιγμὸς
θὰ εἶναι αὐτοὶ ἀνάμεσα
εἰς τοὺς νεκρούς. Διότι ὁ Κύριος
θὰ τοὺς συντρίψῃ. Θὰ τοὺς
ρίψῃ εἰς τὸ ἔδαφος πρηνεῖς
καὶ ἀφώνους, θὰ τοὺς συγκλονίσῃ
ἐκ θεμελίων. Ἔρημος καὶ ἄκαρπος
θὰ μείνῃ ἡ γενεά των ὡσὰν
τὸ χέρσον ἔδαφος. Μέσα εἰς τὸν
ᾅδην θὰ εὑρίσκωνται εἰς πόνον
καὶ θλῖψιν καὶ αὐτὴ ἀκόμη
ἡ ἀνάμνησίς των θὰ ἀφανισθῇ
εἰς τὴν γῆν.
|
19
Καὶ ὕστερον ἀπὸ αὐτό,
ὅταν θὰ ἀποθάνουν καὶ αὐτοί,
θὰ γίνουν πτῶμα περιφρονημένον καὶ χωρὶς
καμμίαν τιμήν, καὶ μεταξὺ τῶν νεκρῶν
αἰωνίως ὑβρισμένοι. Διότι ὁ Θεὸς θὰ
τοὺς συντρίψῃ καταρρίπτων αὐτοὺς μὲ
τὸ πρόσωπον ἐπὶ τοῦ ἐδάφους,
χωρὶς νὰ ἠμποροῦν οὔτε τὴν
παραμικρὰν φωνὴν νὰ ἐκβάλουν,
καὶ θὰ τοὺς τινάξῃ δυνατὰ ἀπὸ
τὰ βάθη καὶ θεμέλιά τους καὶ θὰ
γίνουν σὰν χέρσος καὶ ἐξ ὁλοκλήρου
ἐρημωμένος καὶ κατάξηρος τόπος καὶ
θὰ εἶναι βυθισμένοι εἰς τὸν πόνον
καὶ τὴν ὀδύνην, καὶ τὸ ὄνομά
των θὰ σβήσῃ, μέχρι τοῦ νὰ μὴ
τοὺς ἐνθυμῆται κανείς.
|
20
Ἐλεύσονται ἐν συλλογισμῷ ἁμαρτημάτων
αὐτῶν δειλοί, καὶ ἐλέγξει
αὐτοὺς ἐξεναντίας τὰ ἀνομήματα
αὐτῶν. |
20
Ἐκεῖ, δειλοὶ καὶ τρομαγμένοι,
θὰ ἐνθυμηθοῦν τὰ ἁμαρτήματά
των, ὅταν ὁ Κύριος ὡς δικαιοκρίτης
ἐλέγξῃ ἐνώπιόν των τὰς
παρανομίας των. |
20
Καὶ ὅταν ὁ Θεὸς θὰ τοὺς
καλέσῃ νὰ λογοδοτήσουν, θὰ ἔλθουν
ἐνώπιόν του δειλοὶ καὶ ἔντρομοι,
καθὼς θὰ σκέπτωνται τὰ ἁμαρτήματά
των, καὶ αἱ παραβάσεις τοῦ θείου νόμου,
τὰς ὁποίας ἐν τῇ ἐπιγείῳ
ζωῇ τῶν διέπραξαν, θὰ τοὺς ἐλέγξουν
καὶ θὰ τοὺς κατακρίνουν κατὰ
πρόσωπον ὡς ἄλλοι μάρτυρες κατηγορίας.
|