Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ότε
στήσεται ἐν παρρησίᾳ πολλῇ ὁ
δίκαιος κατὰ πρόσωπον τῶν θλιψάντων
αὐτὸν καὶ τῶν ἀθετούντων
τοὺς πόνους αὐτοῦ. |
ότε,
κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην
τῆς κρίσεως, θὰ σταθῇ μὲ πολὺ
θάρρος ὁ δίκαιος ἐνώπιον ἐκείνων,
οἱ ὁποῖοι τὸν ἔθλιψαν καὶ
κατεπάτησαν τοὺς κόπους του.
|
ότε,
κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς μεγάλης καὶ
καθολικῆς πάντων τῶν ἀνθρώπων Κρίσεως, ὁ
δίκαιος θὰ σταθῇ ὄρθιος μὲ πολὺ
θάρρος καὶ παρρησίαν κατὰ πρόσωπον ἐκείνων,
οἱ ὁποῖοι εἰς τὴν παροῦσαν
ζωὴν τὸν ἔθλιψαν καὶ δὲν ἐλογάριασαν
τοὺς κόπους του, ἀλλὰ κατ’ ἀθέτησιν
καὶ παραβίασιν παντὸς δικαίου τοὺς διεσκόρπισαν
καὶ τοὺς διήρπασαν. |
2
Ἰδόντες ταραχθήσονται φόβῳ δεινῷ
καὶ ἐκστήσονται ἐπὶ τῷ
παραδόξῳ τῆς σωτηρίας.
|
2
Ἐκεῖνοι, ὅταν θὰ τὸν ἴδουν,
θὰ ταραχθοῦν, θὰ καταληφθοῦν ἀπὸ
δεινὸν φόβον, θὰ καταπλαγοῦν διὰ
τὴν ἀπροσδόκητον σωτηρίαν του.
|
2
Ὅταν δὲ θὰ ἴδουν τὸ ἀπροσδόκητον
δι' αὐτοὺς θέαμα τοῦτο, θὰ ταραχθοῦν
ἀπὸ φόβον τρομερὸν καὶ θὰ μείνουν
ἐκστατικοὶ καὶ καταπληκτοὶ διὰ
τὴν τόσον παράδοξον σωτηρίαν τοῦ δικαίου, τὴν
ὁποίαν δὲν ἐφαντάζοντο οὔτε
ἐπερίμεναν. |
3
Ἐροῦσιν ἐν ἑαυτοῖς μετανοοῦντες
καὶ διὰ στενοχωρίαν πνεύματος στενάξονται
καὶ ἐροῦσιν· |
3
Μεταμελούμενοι δὲ διὰ τὴν ἐλεεινὴν
συμπεριφοράν των ἀπέναντι ἐκείνου
καὶ ὑπὸ τὸ κράτος μεγάλης
ψυχικῆς ἀγωνίας εὑρισκόμενοι,
θὰ ἀναστενάξουν καὶ θὰ ποῦν.
|
3
Καὶ θὰ εἴπουν μέσα των, κυριευμένοι ἀπὸ
τύψεις καὶ στενάζοντες λόγῳ τῆς στενοχώριας
τῆς ψυχῆς των: Αὐτὸς ἦτο, ποὺ
ἐπεριγελούσαμεν κάποτε καὶ τὸν εἴχαμεν
ὡς παροιμιῶδες παράδειγμα ἐμπαιγμοῦ
καὶ περιφρονήσεως. |
4
οὗτος ἦν ὃν ἔσχομέν ποτε εἰς
γέλωτα καὶ εἰς παραβολὴν ὀνειδισμοῦ
οἱ ἄφρονες· τὸν βίον αὐτοῦ
ἐλογισάμεθα μανίαν καὶ τὴν τελευτὴν
αὐτοῦ ἄτιμον. |
4
<Αὐτὸς δὲν εἶναι ἐκεῖνος,
τὸν ὁποῖον ἡμεῖς οἱ ἀσύνετοι
καὶ μωροὶ περιεγελούσαμεν καὶ τὸν
εἴχαμε καταστήσει ἐμπαικτικὴν παροιμίαν;
Ἐνομίσαμεν ὅτι ὅλη του ἡ ζωὴ
ἦτο μία τρέλλα, καὶ ὅτι ἡ
τελευτή του ὑπῆρξε καταφρονεμένη καὶ
ἄδοξος. |
4
Ἀνόητοι καὶ ἄμυαλοι ποὺ ἤμεθα!
Ἐθεωρούσαμεν τὸν τρόπον τῆς ζωῆς
του σὰν τρέλλαν καὶ τὸν θάνατόν του ὡς
αἶσχος καὶ ἀτιμίαν. |
5
Πῶς κατελογίσθη ἐν υἱοῖς Θεοῦ
καὶ ἐν ἁγίοις ὁ κλῆρος
αὐτοῦ ἐστιν; |
5
Πῶς ὅμως τώρα ἔχει καταταχθῇ
μεταξὺ τῶν υἱῶν τοῦ Θεοῦ,
ἡ δὲ θέσις του καὶ ἡ κληρονομία
του εὑρίσκεται μεταξὺ τῶν ἁγίων;
|
5
Πῶς τώρα συγκατελέχθη μεταξὺ τῶν υἱῶν
τοῦ Θεοῦ καὶ πῶς ἔλαβε μερίδιον
καὶ κληρονομίαν μεταξὺ τῶν ἁγίων;
|
6
Ἄρα ἐπλανήθημεν ἀπὸ ὁδοῦ
ἀληθείας, καὶ τὸ τῆς δικαιοσύνης
φῶς οὐκ ἔλαμψεν ἡμῖν, καὶ
ὁ ἥλιος οὐκ ἀνέτειλεν ἡμῖν·
|
6
Ἄρα ἡμεῖς ἐπλανήθημεν ἀπὸ
τὸν δρόμον τῆς ἀληθείας, καὶ
τὸ φῶς τῆς θείας δικαιοσύνης
δὲν ἔλαμψεν εἰς ἡμᾶς. Ὁ
δὲ ἥλιος τῆς πνευματικῆς γνώσεως
δὲν ἀνέτειλεν δι' ἡμᾶς.
|
6
Ἐπλανήθημεν λοιπὸν ἀπὸ τὸν δρόμον
τῆς ἀληθείας, καὶ τὸ φῶς τῆς
ἀρετῆς, ποὺ θὰ μᾶς ὠδηγεῖ
νὰ κρίνωμεν μὲ δικαιοσύνην, δὲν μᾶς
ἔρριψε τὴν λάμψιν του, καὶ ὁ ἥλιος
τῆς σοφίας καὶ συνέσεως δὲν ἀνέτειλε
δι' ἠμᾶς. |
7
ἀνομίας ἐνεπλήσθημεν τρίβοις
καὶ ἀπωλείας καὶ διωδεύσαμεν
ἐρήμους ἀβάτους, τὴν δὲ
ὁδὸν Κυρίου οὐκ ἔγνωμεν.
|
7
Ἐχορτάσαμεν μέσα εἰς τοὺς δρόμους
τῆς παρανομίας καὶ τῆς ἀπωλείας.
Διήλθομεν χώρας ἐρήμους καὶ
ἀδιαβάτους, ἀλλὰ τὸν δρόμον
τοῦ Κυρίου δὲν τὸν ἐγνωρίσαμεν.
|
7
Ἐμείναμεν δὲ τυφλοί, διότι ἐχορτάσαμεν
καὶ κατὰ κόρον ἀπηλαύσαμεν τοὺς δρόμους
τῆς παρανομίας καὶ τῆς ἀπωλείας καὶ
ἐβαδίσαμεν εἰς ἐρημιές, ποὺ ἦσαν
ἀπάτητοι καὶ χωρὶς δρόμους, τὸν ἀσφαλῆ
δὲ δρόμον τῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου
δὲν ἐγνωρίσαμεν. |
8
Τί ὠφέλησεν ἡμᾶς ἡ ὑπερηφανία;
Καὶ τί πλοῦτος μετὰ ἀλαζονίας
συμβέβληται ἡμῖν; |
8
Εἰς τί, λοιπόν, μᾶς ὠφέλησεν
ἡ ὑπερηφάνειά μας; Κατὰ τί
συνέβαλεν εἰς τὴν εὐτυχίαν μας
ὁ πλοῦτος μετὰ τῆς ἀλαζονείας
μας; |
8
Τί μᾶς ὠφέλησεν ἡ ὑπερηφάνεια;
Καὶ εἰς τί συνέβαλε καὶ ἔχει
συντελέσει πρὸς βοήθειαν καὶ εὐτυχίαν μας
ὁ πλοῦτος, τὸν ὁποῖον μὲ
ἔπαρσιν καὶ καταφρόνησιν τῶν ἄλλων
ἀπηλαύσαμεν καὶ κατεκτήσαμεν μὲ ἀλαζονικὴν
ἀσυνειδησίαν; |
9
Παρῆλθεν ἐκεῖνα πάντα ὡς σκιὰ
καὶ ὡς ἀγγελία παρατρέχουσα·
|
9
Ὡς σκιὰ πλέον ἐπέρασαν ὅλα
ἐκεῖνα καὶ ὡς μία φευγαλέα
φήμη, ἡ ὁποία ἔρχεται, φεύγει
καὶ λησμονεῖται.
|
9
Ἐκεῖνα ὅλα δὲν ὑπάρχουν τώρα
καὶ ἐπέρασαν, ὅπως χάνεται ἡ σκιὰ
καὶ σὰν ἀναγγελία εἰδήσεως, ποὺ
ἀκούεται καὶ ἀμέσως φεύγει καὶ διαβαίνει
γρήγορα. |
10
ὡς ναῦς διερχομένη κυμαινόμενον ὕδωρ,
ἧς διαβάσης οὐκ ἔστιν ἴχνος
εὑρεῖν, οὐδὲ ἀτραπὸν τρόπιος
αὐτῆς ἐν κύμασιν· |
10
Ὡσὰν πλοῖον, ποὺ διέρχεται τὸ
κυματίζον νερὸ τῆς θαλάσσης καὶ
τοῦ ὁποίου ἴχνος τῆς διαβάσεώς
του δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ εὑρεθῇ
οὔτε δρόμος ἀπὸ τὸν ὁποῖον
ἐπέρασεν ἡ καρίνα του ἀνάμεσα
ἀπὸ τὰ κύματα.
|
10
Ἐπέρασαν ὅλα σὰν τὸ πλοῖον,
ποὺ περνᾷ τὸ ἀναταρασσόμενον νερὸ
τῆς τρικυμισμένης θαλάσσης, καὶ τοῦ ὁποίου,
ὅταν διαβῇ καὶ περάσῃ, δὲν εἶναι
δυνατὸν νὰ εὕρῃ κανεὶς ἴχνος
τῆς διαβάσεώς του, οὔτε τὴν αὐλακιάν,
ποὺ σὰν στενωπὸν διήνοιξεν ἡ καρίνα
του ἐπὶ τῶν κυμάτων. |
11
ἢ ὡς ὀρνέου διαπτάντος ἀέρα
οὐδὲν εὑρίσκεται τεκμήριον πορείας,
πληγῇ δὲ ταρσῶν μαστιζόμενον πνεῦμα
κοῦφον καὶ σχιζόμενον βίᾳ ροίζον,
κινουμένων πτερύγων διωδεύθη, καὶ
μετὰ τοῦτο οὐχ εὑρέθη σημεῖον
ἐπιβάσεως ἐν αὐτῷ·
|
11
Ἢ ὡσὰν ἕνα πτηνόν, ὅταν
πετᾷ καὶ διασχίζῃ τὸν ἀέρα,
χωρὶς νὰ ἀφήνῃ κανένα
ἴχνος τῆς πορείας του. Μὲ τὰ
ἰσχυρὰ κινήματα τῶν πτερῶν του
κτυπᾷ τὸν ἐλαφρὸν ἄνεμον, σχίζει
αὐτὸν ὀρμητικῶς καὶ μὲ
συριγμόν, κινεῖ τὰς πτέρυγάς
του καὶ διέρχεται διὰ μέσου αὐτοῦ,
καὶ ἔπειτα δὲν εὑρίσκεται πλέον
κανένα σημεῖον τῆς διαβάσεώς
του διὰ τοῦ ἀέρος.
|
11
Ἢ ἐπέρασαν σὰν τὸ πουλί, ποὺ
ἐπέταξεν εἰς τὸν ἀέρα καὶ δὲν
εὑρίσκεται κανὲν σημεῖον, ἀπὸ
τὸ ὁποῖον νὰ συμπεραίνεται τὸ
πέρασμά του, διὰ τοῦ κτυπήματος δέ,
τὸ ὁποῖον διὰ τοῦ πεπλατυσμένου
κάτω μέρους τῶν ποδῶν του δίδει σὰν διὰ
μάστιγος εἰς τὸν ἐλαφρὸν ἀέρα,
καὶ ὁ ὁποῖος διασχίζεται μὲ
ὁρμὴν προκαλοῦσαν βοὴν καὶ θόρυβον,
ἄνοιξε δρόμον καὶ διέτρεξεν αὐτὸν
κινώντας τὰ πτερά του, καὶ ὕστερα
ἀπὸ αὐτὸ δὲν εὑρέθη
σημεῖον τῆς ἐπὶ τοῦ ἀέρος
διαβάσεώς του. |
12
ἢ ὡς βέλους βληθέντος
ἐπὶ σκοπόν,
τμηθεὶς ὁ ἀὴρ αὐθέως εἰς
εὐατὸν ἀνελύθη ὡς ἀγνοῆσαι
τὴν δίοδον αὐτοῦ. |
12
Ἢ ὡσὰν βέλος, τὸ ὁποῖον
ἐξετοξεύθη ἐναντίον ὠρισμένου
στόχου καὶ διέσχισε κατ' εὐθεῖαν
γραμμὴν τὸν ἀέρα, ὁ ὁποῖος
ὅμως μετὰ τὴν διάβασιν τοῦ βέλους
ἐπανέρχεται εἰς τὴν προτέραν
του κατάστασιν, ὥστε νὰ εἶναι ἄγνωστος
ἡ δίοδος τοῦ βέλους.
|
12
Ἢ ἐπέρασαν, ὅπως γρήγορα περνᾷ ἕνα
βέλος, ποὺ ἐρρίφθη εἰς στόχον, καὶ
ἀφοῦ ἐσχίσθη ὁ ἀέρας πρὸς
στιγμήν, ἀμέσως ἐπανῆλθεν εἰς τὴν
προτέραν θέσιν του, ὥστε νὰ μὴ γνωρίζῃ
κανεὶς ἀπὸ ποὺ ἐπέρασε τοῦτο.
|
13
Οὕτως καὶ ἡμεῖς γεννηθέντες
ἐξελίπομον καὶ ἀρετῆς
μὲν σημεῖα οὐδὲν ἔσχομεν δεῖξαι,
ἐν τῇ κακίᾳ ἡμῶν κατεδαπονήθημεν.
|
13
Ἔτσι καὶ ἡμεῖς· ἐγεννήθημεν
καὶ ἀπεθάνομεν καὶ κανένα σημεῖον
ἀρετῆς δὲν ἔχομεν νὰ παρουσιάσωμεν.
Κατεδαπανήσαμεν τὴν ζωὴν καὶ τὰς
δυνάμεις μας εἰς τὴν κακίαν μας!>
|
13
Ἔτσι καὶ ἠμεῖς, μόλις ἐγεννήθημεν
καὶ ἐφάνημεν εἰς τὴν γῆν,
ἐξηφανίσθημεν ἀπὸ αὐτήν, καὶ
σημεῖον μὲν ἀρετῆς δὲν ἀπεκτήσαμεν
κανὲν διὰ νὰ τὸ ἐπιδείξωμεν
τώρα, ἐφθείραμεν δὲ τὴν ζωήν μας καὶ
κατεξωδεύσαμεν ὅλον τὸν ἑαυτόν μας
εἰς τὴν κακίαν μας. |
14
Ὅτι ἐλπὶς ἀσαβοῦς ὡς φερόμενος
χνοῦς ὑπὸ ἀνέμου καὶ ὡς
πάχνη ὑπὸ λαίλαπος διωχθεῖσα
λεπτὴ καὶ ὡς καπνὸς ὑπὸ
ἀνέμου διεχύθη καὶ ὡς μνεία
καταλύτου μονοημέρου παρώδευσε.
|
14
Ἡ ἐλπὶς τοῦ ἀσεβοῦς πρὸς
εὐτυχίαν καὶ ἐπιτυχίαν ὁμοιάζει
μὲ τὸ χνοῦδι, ποὺ τὸ παρασύρει
ὁ ἄνεμος, μὲ τὴν λεπτὴν πάχνην,
τὴν ὁποίαν καταδιώκει λαῖλαψ·
μὲ τὸν καπνὸν ποὺ τὸν διασκορπίζει
ὁ ἄνεμος. Ἡ μνήμη του ὁμοιάζει
μὲ τὴν ἀνάμνησιν ἑνὸς
διαβάτου, ὁ ὁποῖος διὰ μίαν
μόνην ἡμέραν κατέλυσεν εἰς ξενοδοχεῖον
καὶ κατόπιν ἔφυγεν.
|
14
Ναί· ἐπῆγε χαμένη ὅλη ἡ ζωή
μας, διότι αὐτό, ποὺ ἐλπίζουν καὶ
ἐπιδιώκουν οἱ ἀσεβεῖς, ὁμοιάζει
σὰν τὸ χνούδι μερικῶν σπόρων καὶ καρπῶν,
ποὺ τὸ παρασύρει ἐδῶ καὶ ἐκεῖ
ὁ ἀέρας, καὶ σὰν τὴν λεπτὴν
πάχνην, ποὺ τὴν διώχνει καὶ τὴν διασκορπίζει
ἡ θύελλα, καὶ σὰν τὸν καπνόν, ποὺ
διελύθη ἀπὸ τὸν ἄνεμον, καὶ
σὰν τὴν ἀνάμνησιν κάποιου, ποὺ
μίαν μόνον ἡμέραν τὸν ἐφιλοξενήσαμεν,
καὶ χωρὶς νὰ τὸν γνωρίσωμεν καλά,
ἔφυγε σὰν ξένος διαβάτης. |
15
Δίκαιοι δὲ εἰς τὸν αἰῶνα
ζῶσι, καὶ ἐν Κυρίῳ ὁ μισθὸς
αὐτῶν, καὶ ἡ φροντὶς αὐτῶν
παρὰ Ὑψίστῳ. |
15
Οἱ δίκαιοι ὅμως ζοῦν αἰωνίως
καὶ ἡ δικαία ἀνταμοιβή των εὑρίσκεται
εἰς τὰ χέρια τοῦ Κυρίου. Ὁ
Ὕψιστος πάντοτε φροντίζει δι' αὐτοὺς
εἰς τὴν παροῦσαν καὶ τὴν μέλλουσαν
ζωήν. |
15
Ἀπ' ἐναντίας οἰ δίκαιοι ζοῦν αἰώνια,
καὶ αἱ ἀμοιβαὶ διὰ τὴν
ἀρετήν των εἶναι ἐξησφαλισμέναι
καὶ φυλαγμένοι παρὰ τοῦ Κυρίου, ἐν
τῷ μεταξὺ δὲ ὁ Ὕψιστος φροντίζει
καὶ προνοεῖ δι' αὐτούς.
|
16
Διὰ τοῦτο λήψονται τὸ βασίλειον
τῆς εὐπρεπείας καὶ τὸ διάδημα
τοῦ κάλλους ἐκ χειρὸς Κυρίου,
ὅτι τῇ δεξιᾷ σκεπάσει αὐτοὺς
καὶ τῷ βραχίονι ὑπερασπιεῖ αὐτῶν.
|
16
Διὰ τοῦτο καὶ θὰ λάβουν ἀπὸ
τὰ χέρια τοῦ Κυρίου τὴν ἔνδοξον
βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, τὸ βασιλικὸν
διάδημα τοῦ αἰωνίου κάλλους.
Διότι ὁ Κύριος μὲ τὴν προστατευτικὴν
δεξιάν του θὰ τοὺς σκεπάσῃ καὶ
μὲ τὸν ἀκατανίκητον βραχίονά
του θὰ τοὺς ὑπερασπίσῃ ἐναντίον
τῶν ἐχθρῶν των.
|
16
Διότι δὲ αἱ ἀμοιβαί των καὶ
ὁ διὰ τὴν ἀρετὴν μισθός
των φυλάσσονται ἀπὸ τὸν Κύριον, δι’ αὐτὸ
θὰ λάβουν τὴν βασιλείαν τῆς δόξης καὶ
μεγαλοπρεπείας καὶ τὸ ἐκπάγλου
ὡραιότητος καὶ λαμπρότητος ἡγεμονικὸν
στέμμα ἀπὸ αὐτὴν τὴν χεῖρα
τοῦ Κυρίου. Θὰ τὸ λάβουν δὲ ἀσφαλῶς,
διότι θὰ τοὺς σκεπάσῃ καὶ θὰ
τοὺς προφύλαξῃ ἀπὸ κάθε κίνδυνον μὲ
τὴν δεξιάν του χεῖρα καὶ θὰ
τοὺς ὑπερασπίσῃ μὲ τὸν
βραχίονά του κατὰ παντὸς ἐπιτιθεμένου ἐναντίον
τῶν ἐχθροῦ. |
17
Λήψεται πανοπλίαν τὸν ζῆλον αὐτοῦ
καὶ ἁπλοποιήσει τὴν κτίσιν εἰς
ἄμυναν ἐχθρῶν. |
17
Ὁ Κύριος θὰ λάβῃ ὡς πανοπλίαν
του τὴν δικαίαν του ὀργὴν καὶ
θὰ χρησιμοποιήσῃ ὡς ὅπλα ἐναντίον
τῶν ἐχθρῶν του καὶ αὐτὰς
τὰς δυνάμεις τῆς φύσεως.
|
17
Καὶ ὁποίαν ὑπεράσπισιν τῶν δικαίων
θὰ κάμῃ! Θὰ πάρῃ ὡς πλήρη ὁπλισμόν
του τὴν ζηλοτυπίαν του καὶ τὴν ἐκ
ταύτης προκαλουμένην ὀργήν του, καὶ ἐπὶ
πλέον θὰ ὁπλίσῃ τὴν ἄψυχον κτίσιν,
ἐξεγείρων καὶ αὐτὰ τῆς
φύσεως τὰ στοιχεῖα, διὰ να ἀμυνθῇ
κατὰ τῶν ἐπιτιθεμένων ἐχθρῶν.
|
18
Ἐνδύσεται θώρακα δικαιοσύνην καὶ
περιθήσεται κόρυθα κρίσιν ἀνυπόκριτον·
|
18
Θὰ ἐνδυθῇ ὡς ἀκατανίκητον
καὶ ἀδιαπέραστον θώρακα τὴν
δικαιοσύνην καὶ θὰ φορέσῃ ὡς
περικεφαλαίαν τὴν ἀντικειμενικὴν καὶ
δικαίαν κρίσιν του.
|
18
Θὰ ἐνδυθῇ ὡς θώρακα τὴν δικαιοσύνην
καὶ θὰ φορέσῃ ὡς περικεφαλαίαν τὴν
ἀμερόληπτον καὶ ἐν πᾶσιν ἀλάνθαστον
καὶ ἀληθῆ κρίσιν του.
|
19
λήψεται ἀσπίδα ἀκαταμάχητον
ὁσιότητα, |
19
Ὡς ἀσπίδα ἀκαταμάχητον θὰ
ἐνδυθῇ τὴν ἁγιότητά του,
|
19
Θὰ πάρῃ σὰν ἀσπίδα, οἱονεὶ
καλύπτουσαν ἐξ ὁλοκλήρου αὐτὸν καὶ
καθιστῶσαν ἑαυτὸν ἀπρόσβλητον καὶ
ἀκατανίκητον, τὴν ἁγιότητά του,
|
20
ὀξυνεῖ δὲ ἀπότομον ὀργὴν
εἰς ρομφαίαν, συνεκπολεμήσει δὲ αὐτῷ
ὁ κόσμος ἐπὶ τοὺς παράφρονας.
|
20
καὶ ὡς καλοακονισμένην ρομφαίαν θὰ
χρησιμοποίησῃ τὴν δικαίον ὀργήν
του. Μαζί του δὲ ἐναντίον τῶν
παραφρόνων αὐτῶν ἀσεβῶν ἀνθρώπων
θὰ πολεμήσουν ὅλαι αἱ δυνάμεις
τῆς φύσεως. |
20
θὰ τροχίσῃ δὲ σὰν κοπτερὰν σπάθην
τὸν ἀδυσώπητον καὶ φοβερὸν θυμόν
του, θὰ πολεμήσῃ δὲ μαζί του ἐξοντωτικῶς
καὶ ὁ κόσμος ὁλόκληρος μὲ τὰ
ἀγριεμένα στοιχεῖα του ἐναντίον τῶν
ἀσεβῶν, ποὺ ἐκ τῆς ἀπιστίας
των ἔγιναν παράφρονες. |
21
Πορεύσονται εὔστοχοι βολίδες ἀτραπῶν
καὶ ὡς ἀπὸ εὐκύκλου τόξου
τῶν νεφῶν ἐπὶ σκοπὸν ἁλοῦνται,
|
21
Οἱ κεραυνοί, σὰν εὔστοχα ἀποτελεσματικὰ
βλήματα, θὰ ἐκσφενδονισθοῦν ἐναντίον
τῶν ἀσεβῶν, καὶ σὰν ἀπὸ
καλοτεντωμένον τόξον, ἀνάμεσα ἀπὸ
τὰ νέφη θὰ ἐκσφενδονισθοῦν καὶ
θὰ πλήξουν τοὺς ἀσεβεῖς.
|
21
Καὶ θὰ κατευθυνθοῦν κατ’ αὐτῶν
μὲ ἀλάνθαστον καὶ ἀκριβῆ
σκόπευσιν ἐν εἴδει βλημάτων κεραυνοὶ καὶ
σὰν ἀπὸ τόξον καλὰ τεντωμένον εἰς
ἡμικύκλιον ἰσχυρὸν θὰ κτυπήσουν ἀπὸ
τὰ σύννεφα ἐξοντωτικῶς τὸν στόχον
τους. |
22
καὶ ἐκ πετροβόλου θυμοῦ πλήρεις
ριφήσονται χάλαζαι. Ἀγανακτήσει κατ'
αὐτῶν ὕδωρ θαλάσσης, ποταμοὶ
δὲ συγκλύσουσιν ἀποτόμως.
|
22
Ὡσὰν ἀπὸ σφενδόνην θὰ
ἐκσφενδονισθῇ ἀπὸ τὸν οὐρανὸν
πολλὴ καὶ μεγάλη χάλαζα, θὰ
ἀγανακτήσῃ καὶ θὰ στραφῇ
ἐναντίον των καὶ αὐτὸ τὸ
ὕδωρ τῆς θαλάσσης. Οἱ δὲ ποταμοί
μὲ αἰφνιδίας πλημμύρας θὰ κατακλύσουν
καὶ θὰ πνίξουν αὐτούς.
|
22
Καὶ σὰν ἀπὸ ἐκσφενδονιστικὴν
λίθων μηχανὴν θὰ ριφθοῦν γεμᾶται θυμὸν
κατ’ αὐτῶν χάλαζαι ὀγκώδεις, θὰ ὀργισθῇ
δὲ ἐναντίον των καὶ τὸ ὕδωρ
τῆς θαλάσσης, μετὰ μανίας ὑψούμενον
εἰς κύματα μεγάλα καὶ ἀσυγκράτητα,
ἀλλὰ καὶ οἱ ποταμοὶ θὰ
πλημμυρίσουν ἀπότομα καὶ ξαφνικά. |
23
Ἀντιστήσεται αὐτοῖς
πνεῦμα δυνάμεως καὶ ὡς λαῖλαψ
ἐκλικμήσει αὐτούς. Καὶ
ἐρημώσει πᾶσαν τὴν ἀνομία,
καὶ ἡ κακοκραγία περιτρέψει θρόνους
δυναστῶν. |
23
Ἐναντίον αὐτῶν τῶν ἀσεβῶν
θὰ ἐκσπάσῃ ὑρμητικὸς ἄνεμος·
καὶ φοβερὰ λαῖλαψ θὰ τοὺς λιχνίσῃ
καὶ θὰ τοὺς διασκορπίσῃ πρὸς
ὅλα τὰ σημεῖα. Ἡ παρανομία θὰ
ἐρημώσῃ βέβαια, ὅλην τὴν
γῆν καί ἡ κακουργία τῶν ἀσεβῶν
θὰ ἀνατρέψῃ θρόνους ἀρχόντων
ἐπὶ τῆς γῆς· ἀλλὰ
αὐτὸ θὰ εἶναι τὸ τέλος
τῶν ἀσεβῶν ἀνθρώπων.
|
23
Θὰ σηκωθῇ δὲ ἀνθιστάμενος κατ' αὐτῶν
ἄνεμος δυνατὸς καὶ σὰν ἰσχυρὰ
καὶ θυελλώδης πνοὴ ἀέρος θὰ τοὺς
λιχνίσῃ, διασκορπίζουσα αὐτοὺς ὡς
ἄχυρον. Καὶ ἡ παρανομία των θὰ ἐρημώσῃ
ὅλην τὴν γῆν, καὶ ἡ εἰς
τὰ κακὰ ἔργα των ἐκδηλουμένη
πονηρία των θὰ ἀνατρέψῃ τοὺς θρόνους
τῶν βασιλέων καὶ τῶν ἰσχυρῶν.
|