Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
εὲ
πατέρων καὶ Κύριε τοῦ ἐλέους
ὁ ποιήσας τὰ πάντα ἐν λόγῳ
σου |
εὲ
τῶν προγόνων μου, Κύριε τοῦ ἐλέους,
σὺ ὁ ὁποῖος διὰ μόνου
τοῦ λόγου σου ἐδημιούργησες τὰ
σύμπαντα |
εὲ
τῶν πατέρων μου καὶ Κύριε τοῦ ἐλέους,
ὁ ὁποῖος ἐποίησας τὰ πάντα διὰ
μόνου τοῦ προστακτικοῦ λόγου σου
|
2
καὶ τῇ σοφίᾳ σου κατεσκεύασας
ἄνθρωπον, ἵνα δεσπόζῃ τῶν ὑπὸ
σοῦ γενομένων κτισμάτων
|
2
καὶ μὲ τὴν θείαν σου σοφίαν
ἔπλασες τὸν ἄνθρωπον, εἰς τὸν
ὁποῖον ἔδωσες τὸ προσὸν νὰ
εἶναι κύριος ὅλων τῶν δημιουργημάτων
σου, |
2
καὶ ὁ ὁποῖος διὰ τῆς Σοφίας
σου κατεσκεύασες τὸν ἄνθρωπον διὰ νὰ
δεσπόζῃ καὶ κυριαρχῇ ἐπὶ τῶν
κτισμάτων, τὰ ὁποῖα ἔγιναν ἀπὸ
Σέ, |
3
καὶ διέπῃ τὸν κόσμον ἐν
ὀσιότητι καὶ δικαιοσύνῃ καὶ
ἐν εὐθύτητι ψυχῆς κρίσιν κρίνῃ,
|
3
νὰ ἐπιβλέπῃ καὶ κυβερνᾷ
τὸν κόσμον μὲ ἀφοσίωσιν πρὸς
σὲ καὶ μὲ δικαιοσύνην πρὸς τοὺς
ἀνθρώπους καὶ νὰ ἐκδίδῃ
κατὰ τὰς δίκας δικαίας ἀποφάσεις
μὲ εὐθύτητα καὶ ἀντικειμενικότητα
καρδίας,
|
3
καὶ νὰ κυβερνᾷ τὸν κόσμον μὲ
ἀφοσίωσιν εἰς Σὲ καὶ μὲ
δικαιοσύνην καὶ μὲ εὐθύτητα καὶ ἀνιδιοτέλειαν
καρδίας νὰ κρίνῃ καὶ νὰ δικάζῃ·
|
4
δός μοι τὴν τῶν σῶν θρόνων πάρεδρον
σοφίαν καὶ μή με ἀποδοκιμάσῃς
ἐκ παίδων σου. |
4
δός μου τὴν σοφίαν, ἡ ὁποία
παρακάθεται εἰς θρόνον κοντὰ εἰς
τὸν ἰδικόν σου θρόνον καὶ μὴ
μὲ ἀποδοκιμάσῃς ἀπὸ τὴν
τάξιν τῶν δούλων σου.
|
4
δός μου τὴν Σοφίαν, ἡ ὁποία κάθηται μαζί
σου παρὰ τὸν θρόνον σου, καὶ μὴ μὲ
ἀποδοκιμάσῃς ἀπὸ τοὺς δούλους
σου. |
5
Ὅτι ἐγὼ δοῦλος σὸς κοὶ
υἱὸς τῆς παιδίσκης σου, ἄνθρωπος
ἀσθενὴς καὶ ὀλιγοχρόνιος καὶ
ἐλάσσων ἐν συνέσει κρίσεως καὶ
νόμων· |
5
Διότι ἐγὼ εἶμαι ἰδικός
σου δοῦλος, υἱὸς τῆς ἰδικῆς
σου δούλης, τῆς μητρός μου. Ἄνθρωπος
ἀδύνατος, τοῦ ὁποίου ὁ
βίος εἶναι βραχὺς ἐπὶ τῆς
γῆς, μικρὸς καὶ ἀδύνατος εἰς
ὀρθὰς κρίσεις καὶ εἰς τὴν
γνῶσιν τῶν ἰδικῶν σου νόμων.
|
5
Σὲ παρακαλῶ δὲ νὰ μὴ μὲ
ἀπορρίψης ἀπὸ τὸν ἀριθμὸν
τῶν παιδιῶν σου, διότι καὶ ἐγὼ
εἶμαι δοῦλος σοῦ καὶ παιδὶ τῆς
δούλης σου, ἄνθρωπος ἀδύνατος καὶ μὲ
ὀλιγοχρόνιον ζωὴν καὶ πολὺ μικρὸς
εἰς τὸ να κατανοῶ τὴν δικαιοσύνην
καὶ τοὺς θείους νόμους. |
6
κἂν γάρ τις ᾖ τέλειος ἐν υἱοῖς
ἀνθρώπων, τῆς ἀπὸ σοῦ
σοφίας ἀπούσης, εἰς οὐδὲν
λογισθήσεται. |
6
Καὶ ἐάν, ἔστω, ὑπάρξῃ
κανεὶς τέλειος μεταξὺ τῶν ἄλλων
ἀνθρώπων, ὅταν ἀπὸ αὐτὸν
ἀπρυσιάζῃ ἡ σοφία σου, εἶναι
ἕνα τίποτε ἐνώπιον σοῦ καὶ
ἐνώπιον τῶν ὀρθοφρονούντων ἀνθρώπων.
|
6
Ναί· εἶμαι ἀδύνατος καὶ ὑστερῶ
εἰς τὸ νὰ κρίνω ὀρθῶς καὶ
κατὰ τοὺς νόμους σου, διότι καὶ ἐὰν
ἀκόμη ὑποτεθῇ ὅτι ὑπάρχει κανεὶς
τέλειος μεταξὺ τῶν ἀπογόνων τῶν ἀνθρώπων,
ὅταν ἀπουσιάζῃ ἡ ἀπὸ σοῦ
Σοφία, δὲν θὰ ὑπολογισθῇ οὗτος
ἄξιος εἰς τίποτε. |
7
Σύ με προείλω βασιλέα λαοῦ σου καὶ
δικαστὴν υἱῶν σου καὶ θυγατέρων·
|
7
Σύ, μὲ ἐξέλεξες ὡς βασιλέα
τοῦ λαοῦ σου, μὲ κατέστησες δικαστὴν
μεταξὺ τῶν υἱῶν σου καὶ τῶν
θυγατέρων σου. |
7
Σὺ μὲ ἐπροτίμησες καὶ μὲ ἐδιάλεξες
νὰ γίνω βασιλεὺς τοῦ λαοῦ σου καὶ
δικαστὴς τῶν Ἰσραηλιτῶν, ποὺ
εἶναι αὐτοὶ ἐξαιρετικῶς μεταξὺ
τῶν ἄλλων ἐθνῶν παιδιά σου καὶ
θυγατέρες σου. |
8
εἶπας οἰκοδομῆσαι ναὸν ἐν ὄρει
ἁγίῳ σου καὶ ἐν πόλει
κατασκηνώσεώς σου θυσιαστήριον, μίμημα
σκηνῆς ἁγίας, ἣν προητοίμασας
ἀπ' ἀρχῆς. |
8
Σὺ εἶπες νὰ ἀνοικοδομήσω ναὸν
εἰς τὸ ἅγιόν σου ὅρος καὶ
θυσιαστήριον εἰς τὴν πόλιν, ὅπου
ἔστησες τὴν σκηνήν σου, ὅμοιον πρὸς
τὴν ἅγιον Σκηνὴν τοῦ Μαρτυρίου
σου, τὴν ὁποίαν ἀπ' ἀρχῆς
σὺ εἶχες προετοιμάσει.
|
8
Μὲ διέταξες νὰ οἰκοδομήσω ναὸν ἐπὶ
τοῦ ὄρους του ἁγίου σου καὶ θυσιαστήριον
εἰς τὴν πόλιν Σιών, ὅπου κατεσκήνωσας καὶ
κατοικεῖς, ἀντίγραφον καὶ ἀπομίμησιν
τῆς ἁγίας σκηνῆς, τὴν ὁποίαν
εἶχες προετοιμάσει ἀπὸ τὴν ἀρχὴν
τῆς δημιουργίας. |
9
Καὶ μετὰ σοῦ ἡ σοφία ἡ
εἰδυῖαι τὰ ἔργα σου καὶ παροῦσα,
ὅτε ἐποίεις τὸν κόσμον, καὶ
ἐπισταμένη τί ἀρεστὸν ἐν
ὀφθαλμοῖς σου καὶ τί εὐθὲς
ἐν ἐντολαῖς σου.
|
9
Μαζῆ μὲ σὲ εἶναι πάντοτε ἡ
σοφία, ἡ ὁποία ἐγνώριζεν
ἀπολύτως καὶ γνωρίζει ὅλα τὰ
ἔργα σου, καὶ ἡ ὁποία ἦτο
παροῦσα, ὅταν σὺ ἐκ τοῦ μηδενὸς
ἐδημιουργοῦσες τὸν κόομον, καὶ
ἐγνώριζε τί εἶναι εὐάρεστον
ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν σου καὶ
σύμφωνον μὲ τὰς ἁγίας ἐντολάς
σου. |
9
Καὶ μετὰ Σοῦ εἶναι ἡ Σοφία,
ἡ ὁποία γνωρίζει τὰ ἔργα σου καὶ
ἡ ὁποία παρευρίσκετο παροῦσα, ὅταν
ἐδημιούργεις τὸν κόσμον, καὶ γνωρίζει
τί εἶναι ἀρεστὸν εἰς τοὺς
ὀφθαλμούς σου καὶ ποῖον εἶναι σύμφωνον
πρὸς τὸ θέλημα καὶ τὰς ἐντολάς
σου. |
10
Ἐξαπόστειλον αὐτὴν ἐξ ἁγίων
οὐρανῶν καὶ ἀπὸ θρόνου
δόξης σου πέμψον αὐτήν, ἵνα
συμπαροῦσά μοι κοπιάσῃ καὶ γνῶ
τί εὐάρεστόν ἐστι παρὰ
σοί. |
10
Αὐτήν, λοιπόν, τὴν θείαν σοφίαν
σου στεῖλε εἰς ἐμὲ τὸν δοῦλον
σου ἀπὸ τοὺς ἁγίους οὐρανοὺς
καὶ ἀπὸ τὸν θρόνον τῆς
δόξης σου, διὰ νὰ εὑρίσκεται
πάντοτε κοντά μου καὶ κοπιάζῃ
μαζῆ μου, ὥστε ἐγὼ νὰ γνωρίσω
ἀκριβῶς τί εἶναι εὐάρεστον
ἐνώπιόν σου.
|
10
Ἀπόστειλε ταύτην ἀπὸ τοὺς ἁγίους
σου οὐρανοὺς καὶ ἀπὸ τὸν
θρόνον τῆς μεγαλοπρεποῦς καὶ ἀνυπερβλήτου
δόξης σου πέμψον αὐτήν, διὰ νὰ εἶναι
παροῦσα μαζί μου καὶ νὰ κοπιάζῃ ἐνισχύουσά
με εἰς τὰς προσπαθείας μου, καὶ οὕτω
νὰ γνωρίζω, ποῖον εἶναι ἀρεστὸν
εἰς Σέ. |
11
Οἶδε γὰρ ἐκείνη πάντα καὶ
σινίει καὶ ὁδηγήσει με ἐν ταῖς
πράξεσί μου σωφρόνως καὶ φυλάξει
με ἐν τῇ δόξῃ αὐτῆς·
|
11
Ἡ σοφία σου γνωρίζει τὰ πάντα
καὶ αὐτὴ θὰ μὲ ὁδηγήσῃ
συνετῶς εἰς τὰς πορείας τοῦ
βίου μου. Θὰ μὲ περιφρουρήσῃ
καὶ θὰ μὲ προστατεύσῃ τὸ
φῶς τῆς ἰδικῆς της δόξης.
|
11
Θὰ τὸ γνωρίζω δέ, διότι ἐκείνη τὰ
γνωρίζει ὅλα καὶ τὰ ἐννοεῖ καὶ
θὰ μὲ ὁδηγῇ συνετῶς καὶ
ὀρθῶς εἰς τὰς πράξεις καὶ ἐνεργείας
μου καὶ θὰ μὲ προστατεύῃ μὲ
τὴν ἔνδοξον λαμπρότητά της.
|
12
καὶ ἔσται προσδεκτὰ τὰ ἔργα
μου, καὶ διακρινῶ τὸν λαόν σου δικαίως
καὶ ἔσομαι ἄξιος θρόνων πατρός
μου. |
12
Χάρις εἰς αὐτὴν θὰ εἶναι
εὐπρόσδεκτα ἀπὸ σὲ τὰ
ἔργα μου. Καὶ ἐγὼ θὰ κυβερνῶ
καὶ θὰ δικάζω τὸν λαόν σου μὲ
δικαιοσύνην. Θὰ ἀναδειχθῶ ἄξιος
τῶν θρόνων τοῦ πατρός μου Δαβίδ.
|
12
Καὶ θὰ εἶναι τότε τὰ ἔργα μου
εὐάρεστα εἰς Σὲ καὶ θὰ κρίνω
μὲ δικαιοσύνην τὸν λαόν σου καὶ θὰ
εἶμαι ἄξιος τοῦ θρόνου τοῦ πατέρα
μου. |
13
Τίς γὰρ ἄνθρωπος γνώσεται βουλὴν
Θεοῦ; Ἢ τίς ἐνθυμηθήσεται τί
θέλει ὁ Κύριος; |
13
Ποιὸς ἄνθρωπος εἶναι εἰς θέσιν
ἐξ ἑαυτοῦ νὰ γνωρὶσῃ τὰς
βούλας τοῦ Θεοῦ; Ἢ ποιὸς ἠμπορεῖ
ἐξ ἑαυτοῦ νὰ συλλάβῃ καὶ
νὰ κατανοήσῃ τὸ θέλημα τοῦ
Κυρίου; |
13
Μοῦ εἶναι δὲ ἀπαραίτητος σύντροφος
καὶ ὁδηγὸς ἡ Σοφία. Διότι ποῖος
ἄνθρωπος ἀπὸ μόνος τοῦ θὰ γνωρίσῃ
τὰ σχέδια καὶ τὰς βουλὰς τοῦ
Θεοῦ ἢ ποῖος θὰ βάλῃ μὲ
τὸν νοῦν του, τί θέλει ὁ Κύριος;
|
14
Λογισμοὶ γὰρ θνητῶν δειλοί, ἐπισφαλεῖς
αἱ ἐπίνοιαι ἡμῶν·
|
14
Διότι αἱ σκέψεις τῶν ἀνθρώπων
εἶναι ταλαντευόμεναι καὶ ἀσταθεῖς
καὶ αἱ ἐπινοήσεις τῆς διανοίας
μας ἐσφαλμέναι.
|
14
Κανείς. Διότι αἱ σκέψεις τῶν θνητῶν εἶναι
ἀσταθεῖς καὶ ταλαντευόμεναι, αἱ δὲ
ἐπινοήσεις μᾶς ἀβέβαιαι καὶ
ὑποκείμεναι εἰς σφάλματα. |
15
φθαρτὸν γὰρ σῶμα βαρύνει ψυχήν,
καὶ βρίθει τὸ γεῶδες σκῆνος
νοῦν πολυφρόντιδα.
|
15
Διότι τὸ φθαρτὸν τοῦτο σῶμα
μας βαρύνει τὴν ψυχὴν καὶ ἐπισκοτίζει
τὴν κρίσιν της. Ἡ χωματένια αὐτὴ
κατοικία τῆς ψυχῆς μας καταπονεῖται
μὲ τὰς πολλὰς μερίμνας τοῦ νοῦ.
|
15
Αὐτὸ δὲ ὀφείλεται εἰς
τὸ ὅτι τὸ σῶμα, ποὺ φθείρεται,
γίνεται βάρος, ποὺ πιέζει τὴν ψυχήν, καὶ
ἡ χωματένια σκηνή της παραφορτώνει τὸν νοῦν,
ποὺ ἔχει πλῆθος φροντίδων.
|
16
Καὶ μόλις εἰκάζομεν τὰ ἐπὶ
γῆς καὶ τὰ ἐν χερσὶν εὑρίσκομεν
μετὰ πόνου· τὰ δὲ ἐν οὐρανοῖς
τίς ἐξιχνίασε;
|
16
Μόλις δὲ καὶ μετὰ βίας διατυπώνομεν
εἰκασίας καὶ συνάγομεν συμπεράσματα
διὰ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς πράγματα
καὶ φαινόμενα. Μετὰ κόπου δὲ
καὶ δυσκολίας εὑρίσκομεν αὐτά,
ποὺ ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὰ
χέρια μας. Τὰ ὅσα ὅμως ὑπέροχα
ὑπάρχουν ἐπάνω εἰς τοὺς
οὐρανούς, ποιὸς ἐκ τῶν ἀνθρώπων
εἶναι εἰς θέσιν νὰ ἐξιχνιάσῃ;
|
16
Καὶ μόλις μετὰ δυσκολίας συμπεραίνομεν αὐτά,
ποὺ ὑπάρχουν καὶ γίνονται ἐπὶ
τῆς γῆς, καὶ μὲ κόπον πολὺν
εὑρίσκομεν ἐκεῖνα, ποὺ εἶναι
μέσα εἰς τὰ χέρια μας. Αὐτὰ ὅμως
ποὺ εἶναι εἰς τὸν οὐρανόν, ποῖος
τὰ ἐξήτασε μὲ ἀκρίβειαν καὶ
τὰ ἀνεκάλυψε; |
17
Βουλήν δέ σου τίς ἔγνω, εἰ μὴ
σὺ ἔδωκας σοφίαν καὶ ἔπεμψας
τὸ ἅγιον σου πνεῦμα ἀπὸ ὑψίστων;
|
17
Ποιὸς ἐγνώρισε τὴν ἰδικήν
σου βουλήν, εἰμὴ μόνον ἐκεῖνος,
εἰς τὸν ὁποῖον σὺ ἔδωκες
σοφίαν καὶ ἔπεμψες τὸ Ἅγιόν
σου Πνεῦμα ἀπὸ τοὺς ὑψίστους
οὐρανούς;
|
17
Τὰς σκέψεις σου δὲ καὶ τὴν βουλήν
σου ποῖος θὰ ἦτο δυνατὸν νὰ
τὰ γνωρίσῃ, ἐὰν σὺ δὲν
τοῦ ἔδιδες Σοφίαν καὶ δὲν ἔστελλες
τὸ Ἅγιόν σου Πνεῦμα ἀπὸ
τὰς ὑψίστας σφαίρας τοῦ Οὐρανοῦ;
|
18
Καὶ οὕτως διωρθώθησαν
αἱ τρίβοι τῶν ἐπὶ γῆς,
καὶ τὰ ἀρεστά
ἐδιδάχθησαν ἄνθρωποι,
|
18
Ἔτσι δὲ μὲ τὴν ἰδικήν
σου σοφίαν διωρθώθησαν καὶ διορθώνονται
αἱ πορεῖαι τῶν ἀνθρώπων ἐπὶ
τῆς γῆς. Καὶ οἱ ἄνθρωποι δι'
αὐτῆς ἔχουν διδαχθῇ καὶ διδάσκονται
τὰ εὐάρεστα ἐνώπιόν σου.
|
18
Καὶ μὲ τὸν τρόπον αὐτόν, διὰ
τῆς ἀποστολῆς δηλαδὴ τοῦ Πνεύματός
σου καὶ τῆς ὑπ’ αὐτοῦ παροχῆς
τῆς Σοφίας, διωρθώθησαν οἱ δρόμοι τῆς συμπεριφορᾶς
των ἐπὶ τῆς γῆς ἀνθρώπων καὶ
ἐδιδάχθησαν οὗτοι αὐτὰ ποὺ ἀρέσκουν
εἰς Σέ. |
19
καὶ τῇ σοφίᾳ ἐσώθησαν.
|
19
Μὲ τὴν ἰδικήν σου σοφίαν ἐσώθησαν
καὶ θὰ σωθοῦν. |
19
Καὶ διὰ τῆς Σοφίας ἐσώθησαν.
|