Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ὸ
γὰρ ἄφθαρτόν σου πνεῦμά
ἐστιν ἐν πᾶσι. |
γαπᾷς,
Κύριε, τὰ πάντα, διότι τὸ αἰώνιον
ἄφθαρτον Πνεῦμα σου εὑρίσκεται εἰς
ὅλα τὰ κτίσματα.
|
αί·
δείχνεις τὴν συμπάθειάν σου εἰς ὅλα, διότι
τὸ ἄφθαρτόν σου Πνεῦμα ὑπάρχει
εἰς ὅλα, συντηροῦν καὶ ζωοποιοῦν
καὶ ὑποβαστάζον ταῦτα.
|
2
Διὸ τοὺς παραπίπτοντας κατ' ὀλίγον
ἐλέγχεις καὶ ἐν οἷς ἁμαρτάνουσιν
ὑπομιμνήσκων νουθετεῖς, ἵνα ἀπαλλαγέντες
τῆς κακίας πιστεύσωσιν ἐπὶ σέ,
Κύριε. |
2
Διὰ τοῦτο τοὺς ἁμαρτάνοντας
τιμωρεῖς ἐλαφρῶς καὶ μὲ
ἐπιείκειαν καὶ δι' ἐκείνων,
μὲ τὰ ὁποῖα ἁμαρτάνουν,
τοὺς ὑπενθυμίζεις τὸ
καθῆκον των, τοὺς
συμβουλεύεις νὰ
ἁπαλλαγοῦν ἀπὸ τὴν κακότητα
καὶ νὰ πιστεύσουν εἰς σέ, Κύριε.
|
2
Δι' αὐτὸ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι
παραπλανῶνται καὶ πίπτουν εἰς τὴν
ἁμαρτίαν, ὀλίγον κατ’ ὀλίγον καὶ ὄχι
δι’ ἑνὸς καταστρεπτικοῦ κτυπήματος τοὺς
τιμωρεῖς καὶ τοὺς σωφρονίζεις καὶ
διδάσκεις, ὑπενθυμίζων εἰς αὐτοὺς
διὰ θλίψεων καὶ ἐλέγχων τῆς συνειδήσεως
ἐκεῖνα, εἰς τὰ ὁποῖα ἁμαρτάνουν,
ἵνα, ἀφοῦ ἁπαλλαγοῦν ἀπὸ
τὴν κακίαν, πιστεύσουν, Κύριε, εἰς Σέ.
|
3
Καὶ γὰρ τοὺς παλαιοὺς οἰκήτορας
τῆς ἁγίας σου γῆς μισήσας
|
3
Τοὺς παλαιοὺς κατοίκους - τοὺς εἰδωλολάτρας
- τῆς ἁγίας χώρας
σου ἐμίσησες,
Κύριε,
|
3
Δι’ αὐτὸ βεβαίως καὶ ἀπεστράφης τοὺς
παλαιοὺς κατοίκους τῆς ἁγίας σου γῆς.
|
4
ἐπὶ τῷ ἔχθιστα πράσσειν ἔργα
φαρμακειῶν καὶ τελετὰς ἁνοσίους
|
4
διότι εἶχαν ἐπιδοθῆ νὰ πράττουν
τὰ ἀπαίσια ἔργα τῆς μαγείας
καὶ τὰς ἀνιέρους
τελετάς. |
4
Καὶ τοὺς ἀπεστράφης, διότι ἐνήργουν
λίαν μισητὰς ἐνώπιόν Σου πράξεις μαγείας διὰ
χρήσεως φαρμακευτικῶν βοτάνων καὶ ἀνιέρους
τελετὰς καὶ θυσίας, |
5
τέκνων τε φονέας ἐνελεήμονας
καὶ σπλαγχνοφάγων ἀνθρωπίνων
σαρκῶν θοῖναν καὶ αἵματος, ἐκ
μέσου μύστας θιάσου |
5
Εἰς τὰς τελετὰς ἐκείνας αὐτοί,
σκληροὶ καὶ ἀνελεήμονες, ἐφόνευον
τὰ τέκνα των, παρεκάθηντο ἀνάμεσα
εἰς ὀπαδοὺς εἰδωλολατρικῶν μυστηριακῶν
τελετῶν, εἰς συμπόσια
κατὰ τὰ ὁποῖα ἔτρωγαν
σπλάγχνα ἀνθρώπων, ἀνθρωπίνας
σάρκας καὶ αἷμα.
|
5
ἦσαν δὲ καὶ ἄσπλαγχνοι φονεῖς
τῶν τέκνων των καὶ συνδαιτυμόνες ἀνθρώπων,
ποὺ ἔτρωγαν σπλάγχνα τῶν πλησίον των, εἰς
δεῖπνον ὅπου παρετίθεντο ἀνθρώπιναι σάρκες
καὶ αἷμα, μεμυημένοι καὶ αὐτοὶ
ἐκ μέσου εἰδωλολατρικῆς ἀδελφότητος,
|
6
καὶ αὐθέντας γονεῖς ψυχῶν ἀβοηθήτων,
ἐβουλήθης ἀπολέσαι διὰ χειρῶν
πατέρων ἡμῶν, |
6
Οἱ σκληροὶ αὐτοὶ
γονεῖς ἦσαν φονεῖς τῶν ἀνυπεράσπιστων
ἀθῴων παιδιῶν των καὶ σύ, λοιπόν,
ἀπεφάσισες νὰ ἐξοντώσῃς
αὐτοὺς μὲ τὰ χέρια τῶν
προγόνων μας. |
6
καὶ γονεῖς, οἱ ὁποῖοι ἐξουσιαστικῶς
καὶ διὰ τῶν ἰδίων των χειρῶν
ἐθανάτωναν τὰς ἀνυπερασπίστους ὑπάρξεις
τῶν παιδιῶν των, ἠθέλησας νὰ τοὺς
καταστρέψῃς μὲ τὰς χεῖρας τῶν
προγόνων μας, |
7
ἵνα ἀξίαν ἀποικίαν δέξηται
Θεοῦ παίδων ἡ παρὰ σοὶ πασῶν
τιμιωτάτη γῆ. |
7
Τοῦτο δέ, ἵνα ἡ τιμιωτάτη ἐνώπιόν
σου αὐτὴ χώρα καθαρθῇ ἀπὸ
τὸ μόλυσμα
τῶν εἰδωλολατρῶν
καὶ γίνῃ ἀξία, νὰ δεχθῇ
τοὺς ἀνθρώπους σου οἱ ὁποῖοι
εἶχαν μεταναστεύσει ἀπὸ τὴν
Αἴγυπτον. |
7
ὥστε ἡ ὑπὲρ πᾶσαν ἄλλην
χώραν τιμωμένη καὶ ἀγαπωμένη ὑπὸ Σοῦ
γῆ αὕτη τῆς Παλαιστίνης νὰ δεχθῇ
ἀνταξίαν μετανάστευσιν καὶ ἀποικίαν ἐκ
παιδιῶν τοῦ Θεοῦ. |
8
Ἀλλὰ καὶ τούτων ὡς ἀνθρώπων
ἐφείσω ἀπέστειλάς τε προδρόμους
τοῦ στρατοπέδου σου σφῆκας, ἵνα αὐτοὺς
κατὰ βραχὺ ἐξολοθρεύσωσιν.
|
8
Ἐν τούτοις καὶ αὐτοὺς τοὺς
εἰδωλολάτρας τοὺς ἐλυπήθης ὡς
ἀνθρώπους καὶ ἔστειλες ὡς προδρόμους
τοῦ ἰσραηλιτικοῦ
λαοῦ σφῆκας, διὰ νὰ τοὺς καταστρέψουν
ὀλίγον κατ' ὀλίγον.
|
8
Ἀλλὰ καὶ αὐτούς, τοὺς παλαιοὺς
δηλαδὴ κατοίκους τῆς ἀγαπημένης σου χώρας,
ἐπειδὴ ἦσαν ἄνθρωποι, τοὺς ἐλυπήθης
καὶ ἀπέστειλας ὡς προδρόμους καὶ ἐμπροσθοφυλακὴν
τοῦ στρατεύματός σου τὰς σφήκας, διὰ νὰ
τοὺς ἐξαφανίσουν ὀλίγον κατ’ ὀλίγον
καὶ να δώσουν καιρὸν εἰς τοὺς φρονιμωτέρους
νὰ ἐγκαταλίπουν τὴν γῆν, προτοῦ
ἀναγκασθοῦν διὰ τοῦ φονικοῦ
πολέμου. |
9
Οὐκ ἀδυνατῶν ἐν παρατάξει ἀσεβεῖς
δικαίοις ὑποχειρίους δοῦναι ἢ
θηρίοις δεινοῖς ἢ λόγῳ ἀποτόμῳ
ὑφ' ἐν ἐκτρῖψαι, |
9
Τοῦτο δὲ ὄχι, διότι ἦτο ἀδύνατον
εἰς σὲ διὰ πολέμου καὶ μάχης
νὰ καταστήστῃς τοὺς
ἀσεβεῖς αὐτοὺς ὑποχειρίους
εἰς τοὺς δικαίους,
ἢ νὰ
τοὺς παραδώσῃς
εἰς φοβερὰ θηρία, ἢ
νὰ τοὺς καταστρέψῃς μὲ
μίαν ὀργίλην διαταγήν σου·
|
9
Ἐνήργησας δὲ οὕτως, ὄχι διότι
ἀδυνατοῦσες μὲ παράταξιν μάχης νὰ
παραδώσῃς τοὺς ἀσεβεῖς ὑπὸ
τὰς χεῖρας καὶ τὴν ἐξουσίαν
τῶν δικαίων, ἢ εἰς θηρία ἄγρια καὶ
φοβερά, ἢ καὶ μὲ ἕνα αὐστηρὸν
καὶ ἀπότομον λόγον σου νὰ τοὺς ἑξαφανίσῃς.
|
10
κρίνων δὲ κατὰ βραχὺ ἐδίδους
τόπον μετανοίας, οὐκ ἀγνοῶν
ὅτι πονηρὰ ἡ γένεσις αὐτῶν
καὶ ἔμφυτος ἡ κακία αὐτῶν
καὶ ὅτι οὐ μὴ ἀλλαγῇ ὁ
λογισμὸς αὐτῶν εἰς τὸν αἰῶνα.
|
10
ἀλλά, ἐν τῇ ἀγαθότητί
σου, ἔκρινες καλὸν ὀλίγον κατ'
ὀλίγον νὰ τοὺς τιμωρῇς καὶ
παρεῖχες ἔτσι καιρὸν
καὶ τόπον μετανοίας
εἰς αὐτούς, ἂν
καὶ ἐγνώριζες, ὅτι ἡ
γενεά των ἦτο πονηρὰ καὶ διεφθαρμένη.
Ἔμφυτος ὑπῆρχε μέσα
των ἡ κακία
καὶ ὅτι δὲν ἐπρόκειτο ποτὲ
νὰ ἀλλάξῃ ἡ νοοτροπία
των. |
10
Μὲ τὸ νὰ ἐκτελῇς δὲ ὀλίγον
κατ' ὀλίγον τὰς μὴ αὐτῶν καταδικαστικὰς
ἀποφάσεις σου, τοὺς ἔδιδες εὐκαιρίαν
νὰ μετανοήσουν, καίτοι δὲν ἀγνοοῦσες
ὅτι ἡ καταγωγή τους ἦταν πονηρὰ
καὶ ἡ γενεά τους διαστραμμένη καὶ
εἶχαν ἔμφυτον ἀπὸ ἁμαρτωλὴν
κληρονομίαν τὴν κακίαν καὶ ὅτι δὲv
θὰ μετεβάλλετο, οὔτε θὰ ἤλλασσε ποτὲ
εἰς τὸν αἰῶνα ὁ τρόπος τῆς
σκέψεως καὶ τοῦ συλλογισμοῦ των.
|
11
Σπέρμα γὰρ ἦν κατηραμένον ἀπ'
ἀρχῆς, οὐδὲ εὐλαβούμενός
τινα ἐφ' οἶς ἡμάρτανον ἄδειαν
ἐδίδους. |
11
Διότι οἱ Χαναναῖοι
ἦσαν γενεὰ κατηραμένη
εὐθὺς ἐξ
ἀρχῆς καὶ κανένα
ἐξ αὐτῶν ἀπολύτως
δὲν ἐφοβεῖσο,
ὥστε ὑποχωρῶν νὰ
δίδῃς εἰς αὐτοὺς τὴν
ἄδειαν δι' ἐκεῖνα, τὰ
ὁποῖα ἠμάρταναν. |
11
Καὶ δὲν ἐπρόκειτο νὰ ἀλλάξῃ
ποτὲ ἢ νοοτροπία των, διότι ἦτο φυλὴ
κατηραμένη ἐξ ἀρχῆς. Σὺ δέ, χωρὶς
νὰ φοβῆσαι κανένα καὶ νὰ ἀναγκάζεσαι
ἀπὸ οἱονδήποτε, τοὺς ἠνείχεσο
καὶ ἔδιδες εἰς αὐτοὺς ἄδειαν
καὶ ἀτιμωρησίαν δι’ ὅσα ἡμάρτανον.
|
12
Τίς γὰρ ἐρεῖ· τί ἐποίησας;
Ἢ τίς ἀντιστήσεται τῷ κρίματί
σου; Τίς δὲ ἐγκαλέσει σοι κατὰ
ἐθνῶν ἀπολωλότων, ἃ σὺ
ἐποίησας; Ἢ τίς εἰς κατάστασίν
σοι ἐλεύσεται ἔκδικος κατὰ ἀδίκων
ἀνθρώπων; |
12
Διότι, ποιὸς θὰ πῇ εἰς σέ,
τί ἔκαμες; Ἢ ποιὸς θὰ ἀντισταθῇ
καὶ θὰ φέρῃ ἀντίρρησιν
εἰς τὴν δικαίαν σου ἀπόφασιν;
Ποιὸς δὲ ποτὲ θὰ σὲ κατηγορήσῃ
διὰ τὴν καταστροφὴν τῶν ἐθνῶν,
τὰ ὁποῖα σὺ ἐδημιούργησες;
Ἢ ποιὸς θὰ ἀντιδικήσῃ
ἐνώπιόν σου εἰς ὑπεράσπισιν
τῶν ἀσεβῶν ἀνθρώπων;
|
12
Διότι ποῖος θὰ Σοῦ ζητήσῃ λόγον
καὶ θὰ Σοῦ εἴπῃ: Τί ἔκαμες;
Ἢποῖος θὰ ἀντισταθῇ κατὰ
τῆς κρίσεως καὶ ἀποφάσεώς σου; Ποῖος
δὲ θὰ Σὲ κατηγορήσῃ δι’ ἔθνη,
ποὺ ἔχουν καταστροφῆ, τὰ ὁποῖα
Σὺ ἐδημιούργησες; Ἢ ποῖος θὰ
ἔλθῃ νὰ σταθῇ ἐνώπιόν Σου ὡς
ὑπερασπιστὴς ἀδίκων ἀνθρώπων;
|
13
Οὔτε γὰρ Θεὸς ἐστι πλήν σου,
ᾧ μέλει περὶ πάντων, ἵνα δείξῃς
ὅτι οὐκ ἀδίκως ἔκρινας,
|
13
Ὄχι· δὲν ὑπάρχει ἄλλος
Θεὸς πλήν σοῦ, ὁ ὁποῖος
νὰ φροντίζῃ περὶ ὅλων τῶν
πραγμάτων, διὰ νὰ δείξῃς εἰς
αὐτὸν ὅτι δικαίως καὶ ὀρθῶς
ἔκρινες καὶ ἐδίκασες.
|
13
Κανεὶς ἀπολύτως. Διότι δὲν ὑπάρχει
ἄλλος Θεὸς ἐκτὸς ἀπὸ Σέ,
ὁ ὁποῖος νὰ ἐνδιαφέρεται
καὶ νὰ φροντίζῃ δι’ ὅλα, ἵνα
ἀποδείξῃς εἰς αὐτόν, ὅτι δὲν
ἀπεφάσισες ἄδικα. |
14
οὔτε βασιλεὺς ἢ τύραννος ἀντοφθαλμῆσαι
δυνήσεταί σοι περὶ ὧν ἐκόλασας.
|
14
Οὔτε κανένας βασιλεὺς ἢ ἄρχων
θὰ ἠμπορέσῃ ποτέ, νὰ σὲ
κυττάξῃ κατάματα καὶ νὰ ὑποστηρίξῃ
ἐκείνους, τοὺς ὁποίους σὺ
ἐτιμώρησες.
|
14
Οὔτε ὑπάρχει βασιλεὺς ἢ οἱοσδήποτε
κυρίαρχος καὶ τύραννος, ποὺ θὰ ἠμπορέσῃ
ἀντιτασσόμενος εἰς Σὲ νὰ Σὲ
κυττάξῃ κατάματα καὶ νὰ σοῦ
ζητήσῃ λόγον δι' αὐτοὺς ποὺ ἐτιμώρησας.
|
15
Δίκαιος δὲ ὧν δικαίως τὰ πάντα
διέπεις, αὐτὸν τὸν μὴ ὀφείλοντα
κολασθῆναι καταδικάσαι ἀλλότριον ἡγούμενος
τῆς σῆς δυνάμεως. |
15
Ἀκριβῶς δέ, διότι εἶσαι ὁ
ἀπολύτως δίκαιος, δικαίως τὰ
πάντα ἐπιβλέπεις καὶ κυβερνᾷς.
Ἔτσι ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος
δὲν εἶναι ὑπεύθυνος τιμωρίας,
τὸν θεωρεῖς ἀπηλλαγμένον τῆς
ἰδικῆς σου καταδικαστικῆς δυνάμεως.
|
15
Ἀφοῦ δὲ εἶσαι δίκαιος, μὲ ἄκραν
δικαιοσύνην τακτοποιεῖς καὶ διευθύνεις ὅλα
ἐν γένει, καὶ ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος
δὲν χρεωστεῖ καὶ δὲν εἶναι ὑπόλογος
νὰ τιμωρηθῇ, τὸν θεωρεῖς ξένον πρὸς
τὴν ἐκδικητικὴν καὶ τιμωρὸν
δύναμίν σου. |
16
Ἡ γὰρ ἰσχύς σου δικαιοσύνης
ἀρχή, καὶ τὸ πάντων σε δεσπόζειν
πάντων φείδεσθαι ποιεῖ.
|
16
Διότι ἡ δύναμίς σου εἶναι ἀρχὴ
καὶ θεμέλιον τῆς δικαιοσύνης. Καὶ
τὸ γεγονὸς ὅτι σὺ εἶσαι ὁ
Κύριος τῶν πάντων, σὲ κάμνει
νὰ λυπῆσαι ὅλους.
|
16
Θεωρεῖς δὲ τοῦτον ξένον πρὸς τὴν
δύναμίν σου, διότι ἡ δύναμίς σου εἶναι ἀρχὴ
καὶ βάσις τῆς δικαιοσύνης σου, καὶ τὸ
ὅτι εἶσαι δεσπότης ὅλων καὶ τὰ
ὁρίζεις ὅλα, Σὲ κάμνει νὰ λυπῆσαι
καὶ νὰ εἶσαι ἐπιεικὴς καὶ
συμπαθὴς πρὸς ὅλα. |
17
Ἰσχὺν γὰρ ἐνδείκνυσαι ἀπιστούμενος
ἐπὶ δυνάμεως τελειότητι καὶ
ἐν τοῖς εἰδόσι τὸ θράσος
ἐξελέγχεις. |
17
Δεικνύεις ὅμως τὴν ἰσχύν σου
εἰς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι
ἀπιστοῦν εἰς τὴν τελειότητα
τῆς δυνάμεώς σου. Τιμωρεῖς δὲ
τὴν θρασύτητα ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι
γνωρίζουν, ἀλλὰ ἀρνοῦνται, τὴν
δύναμίν σου.
|
17
Πράγματι δὲ δεικνύεις τὴν δύναμίν σου καὶ
ὅταν δὲν Σὲ πιστεύουν, ὅτι ἔχεις
τελείαν καὶ ἄπειρον δύναμιν, ἀλλὰ
καὶ εἰς ἐκείνους, ποὺ γνωρίζουν τὴν
ἄπειρον δύναμίν σου, καὶ παρὰ τοῦτο
τολμοῦν νὰ Σοῦ ἀνθίστανται, τιμωρεῖς
τὴν θρασύτητα καὶ ἀσεβῆ ἀναίδειάν
των. |
18
Σὺ δὲ δεσπόζων ἰσχύος ἐν
ἐπιεικείᾳ κρίνεις καὶ μετὰ
πολλῆς φειδοῦς διοικεῖς ἡμᾶς·
πάρεστι γάρ σοι, ὅταν θέλῃς,
τὸ δύνασθαι. |
18
Σύ, ὁ ὁποῖος διὰ τῆς ἀπείρου
δυνάμεώς σου κυριαρχεῖς ἐπὶ
πάντων, κρίνεις μὲ ἐπιείκειας,
καὶ μὲ πολλὴν συμπάθειαν κυβερνᾷς
καὶ κατευθύνεις ὅλους μας. Διότι εἶναι
παροῦσα πάντοτε εἰς σὲ ἡ παντοδυναμία,
ὥστε, ὅταν θέλῃς, νὰ τὴν
χρησιμοποιῇς. |
18
Σὺ ὅμως, ἀντιθέτως πρὸς τὴν
μωρὰν καὶ ἀσεβῆ θρασύτητά των,
ἐπειδὴ δεσπόζεις καὶ κυριαρχεῖς ἐπὶ
τῆς δυνάμεώς σου, κρίνεις μὲ ἐπιείκειαν
καὶ μᾶς διοικεῖς μὲ πολλὴν συμπάθειαν
καὶ ἀγάπην. Αὐτὸ δὲ εἶναι
ὁλοφάνερον, διότι εἶναι παρὸν στὸ
χέρι σου νὰ κάμῃς χρῆσιν τῆς δυνάμεώς
σου, ὅταν θέλῃς, καὶ νὰ ἐξοντώσῃς
πάντα ἀσεβῇ. Ἀλλὰ Σὺ μακροθυμεῖς
καὶ ἀνέχεσαι. |
19
Ἐδίδαξας δέ σου τὸν λαὸν διὰ
τῶν τοιούτων ἔργων, ὅτι δεῖ
τὸν δίκαιον εἶναι φιλάνθρωπον·
καὶ εὐέλπιδας ἐποίησας τοὺς
υἱούς σου ὅτι δίδως ἐπὶ
ἁμαρτήμασι μετάνοιαν. |
19
Διὰ μέσου δὲ αὐτῶν τῶν
ἔργων σου ἐδίδαξες τὸν λαόν
σου, ὅτι πρέπει ὁ δίκαιος νὰ
εἶναι καὶ φιλάνθρωπος. Ἔκαμες τὰ
παιδιά σου νὰ ἔχουν ἀγαθὰς καὶ
εἰς σὲ στηριγμένας τὰς ἐλπίδας
των, διότι σὺ δίδεις καιρὸν μετανοίας
καὶ παρέχεις ἄφεσιν εἰς τὰ ἁμαρτήματα
τῶν ἀνθρώπων.
|
19
Μὲ τὰ τοιαῦτα τῆς ἐπιεικείας
καὶ μακροθυμίας πρὸς τοὺς Χαναναίους ἔργα
σου ἐδίδαξες τὸν λαόν σου Ἰσραήλ,
ὅτι ὁ δίκαιος πρέπει νὰ εἶναι φιλάνθρωπος,
καὶ ἔκαμες τοὺς υἱούς σου Ἰσραηλίτας
νὰ εἶναι γεμᾶτοι καλὰς καὶ ἀκλονήτους
ἐλπίδας, ὅτι δίδεις μετάνοιαν διὰ τὰ
ἁμαρτήματα καὶ περιμένεις τὴν ἐπιστροφὴν
τοῦ ἁμαρτωλοῦ. |
20
Εἰ γὰρ ἐχθροὺς παίδων σου καὶ
ὀφειλομένους θανάτῳ μετὰ τοσαύτης
ἐτιμώρησας προσοχῆς καὶ διέσεως,
δοὺς χρόνους καὶ τόπον, δι' ὧν
ἀπαλλαγῶσι τῆς κακίας,
|
20
Διότι ἐὰν τοὺς ἐχθροὺς
τῶν δούλων σου, οἱ ὁποῖοι ἐξ
αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν των ἦσαν
ἄξιοι θανάτου καὶ ἐξοντώσεως,
μὲ τόσην προσοχὴν καὶ ἐπιείκειαν
τοὺς ἐτιμώρησες, ἀφοῦ προηγουμένως
παρεχώρησες εἰς αὐτοὺς χρόνον
καὶ καιρὸν διὰ νὰ μετανοήσουν
καὶ ἁπαλλαγοῦν ἀπὸ τὰς
κακίας,
|
20
Πράγματι δὲ ἐδίδαξες οὕτω τὰ
παιδιά σου καὶ τὰ ἐπλήρωσας παρηγόρου ἐλπίδος,
διότι ἐὰν ἐκείνους, ποὺ ἦσαν
ἐχθροὶ τῶν παιδιῶν σου καὶ ἦσαν
ἄξιοι νὰ τιμωρηθοῦν διὰ θανάτου, μὲ
τόσην προφύλαξιν καὶ περίσκεψιν τοὺς ἐτιμώρησες,
σὰν νὰ τοὺς παρεκάλεις νὰ συνέλθουν,
δώσας εἰς αὐτοὺς χρόνον καὶ εὐκαιρίαν
νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὴν
κακίαν των, |
21
μετὰ πόσης ἀκριβείας ἔκρινας
τοὺς υἱούς σου, ὧν τοῖς πατράσιν
ὅρκους καὶ συνθήκας ἔδωκας ἀγαθῶν
ὑποσχέσεων; |
21
μὲ πόσην, λοιπόν, καλωσύνην καὶ
ἐπιείκειαν ἔκρινες καὶ θὰ κρίνῃς
τὰ παιδιά σου, μὲ τοὺς προπάτορας
τῶν ὁποίων συνῆψες συνθήκας
καὶ ὑπεσχέθης μὲ ὅρκους πλούσια
ἀγαθά; |
21
μὲ πόσον προσεκτικὴν καὶ ἐπιεικῆ
ἀκρίβειαν ἔκρινες καὶ ἐτιμώρησες
τοὺς υἱούς σου Ἰσραηλίτας, εἰς τῶν
ὁποίων τοὺς προγόνους ἔδωκες ὅρκους
καὶ ἔκαμες συμφωνίας καλῶν ὑποσχέσεων;
|
22
Ἡμᾶς οὖν παιδεύων τοὺς ἐχθροὺς
ἡμῶν ἐν μυριότητι μαστιγοῖς,
ἵνα σου τὴν ἀγαθότητα μεριμνῶμεν
κρίνοντες, κρινόμενοι δὲ προσδοκῶμεν
ἔλεος. |
22
Ἐνῷ δὲ ἡμᾶς μᾶς παιδαγωγῇς
διὰ τῶν ἐλαφρῶν θλίψεων, μαστιγώνεις
πολλαπλασίως τοὺς ἐχθρούς μας, διὰ
νὰ σκεπτώμεθα τὴν καλωσύνην σου, ὅταν
ἀφ' ἑνὸς μὲν ἡμεῖς κρίνωμεν
τοὺς ἄλλους, ἀφ' ἑτέρου δὲ
πρόκειται νὰ κριθῶμεν αὐτὸ σὲ
καὶ νὰ ἐλπίζωμεν ἔτσι εἰς
τὸ ἔλεός σου. |
22
Ἐνῷ λοιπὸν ἡμᾶς μὲν τιμωρεῖς
πρὸς παιδαγωγίαν καὶ διόρθωσιν, τοὺς ἐχθρούς
μας μαστιγώνεις μυριάκις περισσότερον, ἵνα μετὰ
φροντίδος καὶ ἐπιμελείας ἐξετάζωμεν
καὶ ἐκτιμῶμεν τὴν ἀγαθότητά
σου, ὅταν δὲ κρινώμεθα καὶ τιμωρούμεθα ἀπὸ
Σέ, νὰ μὴ ἀπελπιζώμεθα, ἀλλὰ
νὰ περιμένωμεν ἔλεος. |
23
Ὅθεν καὶ τοὺς ἐν ἀφροσύνῃ
ζωῆς βιώσαντας ἀδίκους διὰ τῶν
ἰδίων ἐβασάνισας βδελυγμάτων·
|
23
Ἰδού, λοιπόν, διατὶ τοὺς ἀσεβεῖς,
οἱ ὁποῖοι ἐπέρασαν τὴν
ζωήν των μέσα εἰς τὰς ἀφροσύνας
τῆς ἁμαρτίας, τοὺς ἐτιμώρησες
μὲ τὰ ἰδικά των εἰδωλολατρικὰ
βδελύγματα.
|
23
Δι’ αὐτὸ λοιπὸν καὶ τοὺς ἀδίκους
Αἰγυπτίους, οἱ ὁποῖοι ἔζησαν
ζωὴν ἄφρονα καὶ ἀπερίσκεπτον, τοῦ
ἐβασάνισας καὶ τοὺς ἐτιμώρησας μὲ
τοὺς ἰδίους τῶν σιχαμεροὺς καὶ
βδελυροὺς τρόπους τῆς λατρείας των,
|
24
καὶ γὰρ τῶν πλάνης ὁδῶν
μακρότερον ἐπλανήθησον, θεοὺς ὑπολαμβάνοντες
τὰ καὶ ἐν ζῴοις τῶν ἐχθρῶν
ἄτιμα, νηπίων δίκην ἀφρόνων
ψευσθέντες. |
24
Διότι αὐτοὶ ἐπλανήθησαν βαδίσαντες
πολὺ μακρότερον ἀπὸ κάθε ὁδὸν
πλάνης, διότι ἐθεώρουν ὡς θεοὺς
τὰ ζῶα τὰ σιχαμερὰ καὶ ἀπεχθῆ
μεταξὺ καὶ αὐτῶν ἀκόμη
τῶν ζώων, καὶ παρεπλανήθησαν ἔτσι
σὰν μικρὰ ἀνόητα παιδιά.
|
24
Διότι βεβαίως αὐτοὶ ἐπλανήθησαν πιὸ
μακριὰ τοὺς δρόμους τῆς πλάνης, ἐκλαμβάνοντες
καὶ λατρεύοντες ὡς θεοὺς καὶ ἐκεῖνα
ἀκόμη ἀπὸ τὰ ζῶα τῶν ἐχθρῶν,
τὰ ὁποῖα ἦσαν καὶ ἀπὸ
αὐτοὺς καταφρονημένα καὶ χωρὶς καμμίαν
τιμήν, ἐξαπατηθέντες σὰν νήπια ἄμυαλα καὶ
ἀνόητα. |
25
Διὰ τοῦτο ὡς παισὶν ἀλογίστοις
τὴν κρίσιν εἰς ἐμπαιγμὸν ἔπεμψας.
|
25
Διὰ τοῦτο, ὡς ἐὰν ἐπρόκειτο
νὰ κρίνῃς ἀνόητα παιδιά,
ἔστειλες εἰς αὐτοὺς μίαν μικρὰν
παιδικὴν τιμωρίαν.
|
25
Δι' αὐτὸ καὶ κατὰ τὰς πρώτας
διὰ βατράχων καὶ σκνιπῶν καὶ κυνομυιῶν
πληγάς, σὰν εἰς παιδιὰ ἀσυλλόγιστα
καὶ χωρὶς σοβαρὰν σκέψιν ἔστειλες
τιμωρίαν διὰ νὰ ἐμπαίξῃς καὶ
περιγελάσῃς μᾶλλον παρὰ διὰ νὰ
τιμωρήσῃς αὐτούς. |
26
Οἱ δὲ παιγνίοις ἐπιτιμήσεως
μὴ νουθετηθέντες ἀξίαν Θεοῦ
κρίσιν πειράσουσιν. |
26
Ἐπειδὴ ὅμως ἐκεῖνοι δὲν
ἐσυνετίσθησαν μὲ τὴν μικρὰν
καὶ ὡς εἶδος παιγνιδιοῦ τιμωρίαν,
ποὺ τοὺς ἔστειλες, ἐδοκίμασαν
καὶ θὰ δοκιμάσουν ἀνταξίαν τῆς
ἀμελείας των τὴν δικαίαν κρίσιν
τοῦ Θεοῦ.
|
26
Αὐτοὶ ὅμως, μὴ σωφρονισθέντες μὲ
τὴν ἐλαφρὰν σὰν παιγνίδια ἐπίπληξιν,
μετ’ ὀλίγον θὰ δοκιμάσουν ἀνταξίαν τοῦ
δικαίου καὶ παντοδυνάμου Θεοῦ τιμωρίαν.
|
27
Ἐφ' οἷς γὰρ αὐτοὶ πάσχοντες
ἠγανάκτουν, ἐπὶ τούτοις, οὓς
ἐδόκουν θεούς, ἐν αὐτοῖς
κολαζόμενοι, ἰδόντες ὃν πάλαι
ἠρνοῦντο εἰδέναι Θεὸν ἐπέγνωσαν
ἀληθῆ· διὸ καὶ τὸ τέρμα
τῆς καταδίκης ἐπ' αὐτοὺς ἐπῆλθεν.
|
27
Διότι αὐτοὶ ὑπέφεραν καὶ
κατεθλίβοντο ἀπὸ τὰ πράγματα
ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα ἐθεωροῦσαν
ὡς θεούς, ἐτιμωροῦντο δὲ ἐξ,
αὐτῶν καὶ εἶδαν καὶ ἀνεγνώρισαν
ὡς ἀληθινὸν Θεὸν ἐκεῖνον,
τὸν ὁποῖον παλαιότερα εἶχον
ἀρνηθῇ. Καὶ ἐπιτέλους ἐπῆλθεν
ἐναντίον αὐτῶν ἡ τελικὴ
καταδίκη. |
27
Τοὺς ἦλθεν ὅμως πολὺ ἀργὰ
τὸ σωφρονιστικὸν μάθημα, διότι αὐτοὶ
δι’ ἐκείνας τὰς πληγάς, ποὺ ἔπασχον
καὶ ὑπέφερον, ἠγανάκτουν τιμωρούμενοι ἀπὸ
αὐτὰ ταῦτα τὰ περιφρονημένα ζῶα,
τὰ ὁποῖα ἐθεώρουν καὶ ἐλάτρευον
ὡς θεούς. Καὶ εἶδαν τότε ὅτι ἐκεῖνον,
τὸν ὁποῖον εἰς τὸ παρελθὸν
ἠρνοῦντο νὰ γνωρίσουν ὡς Θεόν, τώρα
ἐπάνω εἰς τὰ πράγματα ἔμαθαν καλά,
ὅτι εἶναι Θεὸς ἀληθής. Διὰ τὴν
ἄρνησίν τους ὅμως τὴν παλαιὰν
ἦλθε κατεπάνω τους ἡ τελειωτικὴ καταδίκη
τους διὰ τοῦ θανάτου τῶν πρωτοτόκων τους
καὶ τοῦ πνιγμοῦ των εἰς τὴν
Ἐρυθρὰν θάλασσαν. |