Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
άταιοι
μὲν γὰρ πάντες ἄνθρωποι φύσει,
οἷς παρῆν Θεοῦ ἀγνωσία καὶ
ἐκ τῶν ὁρωμένων ἀγαθῶν
οὐκ ἴσχυσαν εἰδέναι τὸν ὄντα
οὔτε τοῖς ἔργοις προσχόντες ἐπέγνωσαν
τὸν τεχνίτην· |
νόητοι
καὶ εὐτελεῖς κατὰ βάθος εἶναι
οἱ ἄνθρωποι, εἰς τοὺς ὁποίους
ἐπικρατεῖ ἄγνοια Θεοῦ καὶ οἱ
ὁποῖοι δὲν κατώρθωσαν ἀπὸ
τὰ δρώμενα ὡραῖα δημιουργήματα
νὰ γνωρίσουν τὸν ἕνα καὶ μόνον
ὑπάρχοντα Θεόν, καί, ἐπειδὴ
δὲν ἐπρόσεξαν τὰ ἔργα του, δὲν
ἐπίστευσαν εἰς τὸν καλλιτέχνην
τῆς δημιουργίας.
|
ράγματι
ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι
ἠγνόησαν τὸν ἀληθῆ Θεόν, ὑπῆρξαν
κατὰ βάθος μάταιοι καὶ ἀνόητοι καὶ
δὲν ἠμπόρεσαν ἀπὸ τὰ ὡραῖα
κτίσματα, ποὺ εἶναι εἰς ὅλους ὁρατά,
να γνωρίσουν Αὐτόν, ὁ Ὁποῖος ὄντως
καὶ ἐξ Ἑαυτοῦ ὑπάρχει, οὔτε
ἀνεγνώρισαν τὸν Τεχνίτην, δίδοντες προσοχὴν
εἰς τὰ θαυμαστὰ ἔργα του.
|
2
ἀλλ' ἢ πῦρ ἢ πνεῦμα ἢ
ταχινὸν ἀέρα ἢ κύκλον ἄστρων
ἢ βίαιον ὕδωρ ἢ φωστῆρας οὐρανοῦ
πρυτάνεις κόσμου θεοὺς ἐνόμισαν.
|
2
Ἀλλὰ ἐθεώρησαν θεούς, κυβερνήτας
καὶ ἄρχοντας τοῦ κόσμου, τὸ
πῦρ ἢ τὸν ἄνεμον ἢ τὸν
λεπτὸν καὶ εὐκίνητον ἀέρα
ἢ τοὺς κύκλους τῶν ἀστέρων
ἢ τὸ ὁρμητικὸν νερό, ἢ
τοὺς φωστῆρας τοῦ οὐρανοῦ, τὸν
ἥλιον καὶ τὴν σελήνην.
|
2
Ἀλλὰ ἢ τὸ πῦρ ἢ τὸν
ἀέρα ἢ τὸν βίαιον ἄνεμον ἢ τὸν
κύκλον τῶν ἄστρων ἢ τὸ ὁρμητικὸν
ὕδωρ τῶν ὠκεανῶν καὶ τῆς
θυελλώδους βροχῆς ἢ τοὺς φωστῆρας
τοῦ οὐρανοῦ, τὸν ἥλιον καὶ
τὴν σελήνην, ἐνόμισαν ὡς θεοὺς ἐξουσιαστὰς
καὶ κυβερνήτας τοῦ κόσμου. |
3
Ὦν εἰ μὲν τῇ καλλονῇ τερπόμενοι
ταῦτα θεοὺς ὑπελάμβανον, γνώτωσαν
πόσῳ τούτων ὁ δεσπότης ἐστὶ
βελτίων, ὁ γὰρ τοῦ κάλλους γενεσιάρχης
ἔκτισεν αὐτά· |
3
Ἐὰν μέν, λοιπόν, οἱ εἰδωλολάτραι
τερπόμενοι ἀπὸ τὴν ὡραιότητα
τῶν δημιουργημάτων αὐτῶν τὰ
ἐθεώρησαν ὡς θεούς, ἂς μάθουν
πόσον καλύτερος καὶ ἀνώτερος
εἶναι ὁ κυρίαρχος καὶ δημιουργὸς
αὐτῶν· διότι ἡ πηγὴ καὶ
ἡ αἰτία τοῦ κάλλους, ὁ
Θεός, ἐδημιούργησεν αὐτά.
|
3
Καὶ ἐὰν μέν, διότι ἐθέλγοντο
ἀπὸ τὴν καλλονὴν τούτων, ἐνόμιζον
αὐτὰ ὡς θεούς, ἂς μάθουν πόσον καλύτερος
εἶναι αὐτός, ποὺ ὁρίζει ταῦτα
καὶ εἶναι Δεσπότης αὐτῶν διότι αὐτὸς
ποὺ εἶναι ὁ γενεσιουργὸς καὶ
ἡ πηγὴ τοῦ ὡραίου καὶ τοῦ
κάλλους, αὐτὸς εἶναι Ἐκεῖνος,
ποὺ τὰ ἔκτισεν. |
4
εἰ δὲ δύναμιν καὶ
ἐνέργειαν ἐκπλαγέντες νοησάτωσαν
ἀπ' αὐτῶν πόσῳ ὁ κατασκευάσας
αὐτὰ δυνατώτερός ἐστιν·
|
4
Ἐὰν δὲ ἡ δύναμις καὶ ἡ
δραστηριότης αὐτῶν τοὺς κατέπληξεν,
ἂς ἐννοήσουν ἀπὸ τὰ δημιουργήματα
αὐτὰ πόσον ἀπείρως ἰσχυρότερος
εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ τὰ κατεσκεύασε.
|
4
Ἐὰν δέ, ἐπειδὴ ἐξεπλάγησαν ἀπὸ
τὴν δύναμιν καὶ ἐνέργειάν των, ἐλάτρευσαν
αὐτά, ἂς σκεφθοῦν καὶ διὰ τῆς
νοήσεως καὶ τοῦ συλλογισμοῦ ἂς καταλάβουν
ἀπὸ αὐτὰ πόσον δυνατώτερος εἶναι
αὐτός, ποὺ κατεσκεύασε ταῦτα.
|
5
ἐκ γὰρ μεγέθους καλλονῆς κτισμάτων
ἀναλόγως ὁ γενεσιουργὸς αὐτῶν
θεωρεῖται. |
5
Διότι ἀπὸ τὸ μεγαλεῖον καὶ
τὴν καλλονὴν τῶν δημιουργημάτων ἀνάγεται
κανεὶς εἰς τὴν θεώρησιν τοῦ
Θεοῦ, κατ' ἀναλογίαν.
|
5
Εἶναι δὲ δυνατὸν νὰ τὸ καταλάβουν,
διότι ἀπὸ τὸ μεγαλεῖον καὶ τὴν
ὡραιότητα τῶν κτισμάτων ἐξ ἀναλογίας
κατανοεῖται καὶ βλέπεται διὰ τῆς διανοίας
καὶ αὐτός, ποὺ τὰ παρήγαγεν.
|
6
Ἀλλ' ὅμως ἐπὶ τούτοις ἔστι
μέμψις ὀλίγη, καὶ γὰρ αὐτοὶ
τάχα πλανῶνται Θεὸν ζητοῦντες καὶ
θέλοντες εὑρεῖν·
|
6
Ἀλλ' ὅμως ἡ μορφὴ καὶ ἡ
κατηγορία ἐναντίον αὐτῶν τῶν
εἰδωλολατρῶν εἶναι μικρά, διότι
αὐτοὶ ἀναζητοῦντες καὶ θέλοντες
νὰ εὔρουν τὸν Θεὸν πλανῶνται.
|
6
Ἀλλ’ ὅμως ἐπὶ τῶν εἰδωλολατρῶν
τούτων θὰ ἔλεγέ τις, ὅτι ὀλίγης μομφῆς
καὶ κατηγορίας εἶναι ἄξιοι, διότι αὐτοὶ
ἐμπίπτουν εἰς πλάνην, ἴσως ἐπειδὴ
ἐρευνοῦν καὶ ἐπιθυμοῦν νὰ
εὔρουν τὸν ἀνεξιχνίαστον Θεόν.
|
7
ἐν γὰρ τοῖς ἔργοις αὐτοῦ
ἀναστρεφόμενοι διερευνῶσι καὶ πείθονται
τῇ ὄψει, ὅτι καλὰ τὰ βλεπόμενα.
|
7
Ἐν τούτοις εἶναι ἔνοχοι καὶ
ἀσύγγνωστοι, διότι ζῶντες ἀνάμεσα
εἰς τὰ θαυμαστὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ
τὰ διερευνοῦν καὶ πείθονται μὲ
τὰ ἴδια των τὰ μάτια, ὅτι εἶναι
καλὰ καὶ ὡραῖα αὐτά, ποὺ
βλέπουν.
|
7
Πλανῶνται δέ, διότι ἀσχολούμενοι μὲ τὰ
ἔργα Του καὶ ζῶντες ἐν μέσῳ
αὐτῶν ἐξετάζουν καὶ ἐρευνοῦν
ταῦτα καὶ πείθονται διὰ τῆς ὄψεως
καὶ ἐξετάσεώς των, ὅτι αὐτὰ
ποὺ βλέπονται, εἶναι καλά. |
8
Πάλιν δὲ οὐδ' αὐτοὶ συγγνωστοί·
|
8
Ὥστε καὶ αὐτοὶ οἱ ἴδιοι
δὲν εἶναι ἄξιοι πλήρους συγγνώμης
διὰ τὴν ἀπιστίαν των.
|
8
Ἀλλὰ καὶ πάλιν δὲν δικαιολογοῦνται
ἐξ ὁλοκλήρου καὶ δὲν εἶναι ἄξιοι
συγχωρήσεως. |
9
εἰ γὰρ τοσούτον ἴσχυσαν εἰδέναι,
ἵνα δύνωνται στοχάσασθαι τὸν αἰῶνα,
τὸν τούτων δεσπότην πῶς τάχιον
οὐχ εὗρον; |
9
Διότι ἐὰν κατώρθωσαν τόσον πολὺ
νὰ προχωρήσουν εἰς γνῶσιν, ὥστε
νὰ δύνανται νὰ γνωρίσουν τὸν
κόσμον, πόσον εὐκολώτερα καὶ
ταχύτερα θὰ ἔπρεπε νὰ ἔχουν
εὔρει τὸν Δημιουργὸν τοῦ κόσμου;
|
9
Καὶ δὲν δικαιολογοῦνται, διότι, ἐὰν
ἠμπόρεσαν νὰ μάθουν τόσον πολλά, ὥστε
νὰ δύνανται νὰ ἐμβαθύνουν εἰς
τὴν γνῶσιν τοῦ κόσμου, πῶς δὲν
ηὗραν γρηγορώτερα αὐτόν, ποὺ εἶναι
ὁ Δεσπότης καὶ Κυρίαρχος ὅλων αὐτῶν,
ποὺ ἀποτελοῦν τὸ σύμπαν;
|
10
Ταλαίπωροι δὲ καὶ ἐν νεκροῖς
αἱ ἐλπίδες αὐτῶν, οἵτινες
ἐκάλεσαν θεοὺς ἔργα χειρῶν ἀνθρώπων,
χρυσὸν καὶ ἄργυρον τέχνης ἐμμελέτημα
καὶ ἀπεικάσματα ζῴων ἢ λίθον
ἄχρηστον χειρὸς ἔργον ἀρχαίας.
|
10
Ταλαίπωροι δὲ εἶναι αὐτοὶ καὶ
ἔχουν θέσει τὰς ἐλπίδας των
εἰς τὰ νεκρὰ καὶ ἄψυχα εἴδωλα.
Αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι ὠνόμασαν
θεούς των ἔργα χειρῶν ἀνθρώπων,
καμωμένα ἀπὸ χρυσὸν καὶ ἄργυρον,
κατειργασμένα μὲ τέχνην, διάφορα ὁμοιώματα
ζώων ἢ κάποιον ἀνωφελῆ λίθον,
γλυπτὸν κάποιας ἀρχαίας χειρός.
|
10
Εἶναι ὅμως ἄθλιοι καὶ δυστυχεῖς,
καὶ εἰς νεκρὰ καὶ χωρὶς καμμίαν
ζωὴν πράγματα στηρίζουν τὰς ἐλπίδας των
αὐτοί, ποὺ ἐκάλεσαν θεοὺς ἔργα
ποὺ ἔγιναν ἀπὸ χέρια ἀνθρώπων,
ἢ χρυσὸν καὶ ἄργυρον, τέχνης μελετημένον
κατασκεύασμα καὶ ἀπεικονίσματα ζώων ἢ ἄχρηστον
πέτραν, ποὺ τὴν κατειργάσθη παλαιότερον
κάποιο ἀνθρώπινον χέρι. |
11
Εἰ δὲ καί τις ὑλοτόμος τέκτων
εὐκίνητον φυτὸν ἐκπρίσας περιέξυσεν
εὐμαθῶς πάντα τὸν φλοιὸν αὐτοῦ
καὶ τεχνησάμενος εὐπρεπῶς κατεσκεύασε
χρήσιμον σκεῦος εἰς ὑπηρεσίαν
ζωῆς. |
11
Ἂς πάρωμεν ἕνα ξυλοκόπον, ἕνα
ξυλουργόν. Αὐτὸς ἐπριόνισεν
ἕναν κατάλληλον ξύλινον κορμόν. Ἔξυσεν
αὐτὸν ὁλόγυρα καὶ ἀφήρεσε
μὲ τέχνην ὅλον τὸν φλοιόν. Ἔπειτα
ἐπεξειργάσθη μὲ δεξιότητα τὸν
κορμὸν καὶ κατεσκεύασε κάποιον χρήσιμον
σκεῦος διὰ τὴν ἐξυπηρέτησιν
τῆς καθημερινῆς ζωῆς του.
|
11
Ὑποτεθείσθω δέ, ὅτι κάποιος ξυλοσχίστης τεχνίτης
μαραγκός, ἀφοῦ κόψῃ ἕνα δένδρον εὐκίνητον
καὶ εὔκολον εἰς κατεργασίαν καὶ πριονίσῃ
αὐτό, ἔξυσε τριγύρω μὲ ἐπιτηδειότητα
ὁλόκληρον τὸν φλοιόν του, καὶ ἀφοῦ
τὸ κατειργάσθη μὲ τέχνην καὶ εὐπρέπειαν,
κατεσκεύασε σκεῦος χρήσιμον πρὸς ἐξυπηρέτησιν
τῶν ἀναγκῶν τῆς ζωῆς,
|
12
Τὰ δὲ ἀποβληματα τῆς ἐργασίας
εἰς ἐτοιμασίαν τροφῆς ἀναλώσας
ἐνεπλήσθη· |
12
Τὰ ξύλινα δὲ καὶ περιττὰ πλέον
ἀποκόμματα ἀπὸ τὴν ἐργασίαν
του αὐτήν, τὰ ἐχρησιμοποίησεν
εἰς τὸ πῦρ, διὰ νὰ παρασκευάσῃ
τὴν τροφήν. Ἔφαγε καὶ ἐχόρτασεν.
|
12
τὰ δὲ ἀποκόμματα τῆς ἐργασίας
του ταύτης, ἀφοῦ τὰ ἐχρησιμοποίησε
καὶ τὰ ἔκαυσε διὰ νὰ ἑτοιμάσῃ
τὸ φαγητόν του, ἐχόρτασεν.
|
13
τὸ δὲ ἐξ αὐτῶν ἀπόβλημα
εἰς οὐθὲν εὔχρηστον, ξύλον σκολιὸν
καὶ ὄζοις συμπεφηκός, λαβὼν ἔγλυψεν
ἐν ἐπιμελείᾳ ἀργίας αὐτοῦ
καὶ ἐμπειρίᾳ συνέσεως ἐτύπωσεν
αὐτό, ἀπείκασεν αὐτὸν
εἰκόνι ἀνθρώπου
|
13
Ἕνα ὅμως ἀπὸ τὰ ξύλινα
αὐτὰ ἀπορρίματα, ἐντελῶς
ἄχρηστον, ξύλον στραβὸν καὶ γεμᾶτον
ἀπὸ ρόζους τὸ ἐπῆρε καὶ
κατὰ τὰς ὥρας, ποὺ δὲν εἶχεν
ἄλλην ἀπασχόλησιν, τὸ ἐσκάλισε
καὶ μὲ τὴν σοφήν του πεῖραν
ἔδωσεν εἰς αὐτὸ ἕνα ὡρισμένον
τύπον. Τὸ ἐμορφοποίησε σύμφωνα
μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου,
|
13
Ἐκεῖνο δὲ τὸ μέρος, ποὺ ἔμεινε
καὶ εἶναι διὰ πέταγμα καὶ δὲν
χρησιμεύει εἰς τίποτε, ξύλο στραβὸ καὶ γεμᾶτο
ρόζους, ἀφοῦ τὸ ἐπῆρε, τὸ
ἐσκάλισε μὲ ἐπιμέλειαν καὶ προσοχὴν
κατὰ τὰς ὥρας τῆς ἀργίας του
καὶ μὲ τὴν πεῖραν τῆς τέχνης
του καὶ τῆς ἐπιδεξιότητός του ἔδωκεν
εἰς αὐτὸ σχῆμα καὶ μορφὴν
καὶ τὸ ἔκαμεν ὅμοιον πρὸς εἰκόνα
ἄνθρωπου· |
14
ἢ ζῴῳ τινὶ εὐτελεῖ ὡμοίωσεν
αὐτό, καταχρίσας μίλτῳ καὶ
φύκει ἐρυθήνας χρόαν αὐτοῦ,
καὶ πᾶσαν κηλῖδα τὴν ἐν αὐτῷ
καταχρίσας |
14
ἢ τοῦ ἔδωσε τὴν μορφὴν ἑνὸς
εὐτελοῦς ζώου. Τὸ ἤλειψε μὲ
μίλτον (βαφὴ κοκκίνη) καὶ μὲ
κατάλληλα φύκια τοῦ ἔδωκε ἐρυθρὸν
χρῶμα εἰς τὴν ἐπιφάνειάν
του καὶ ἐσκέπασεν ἔτσι κάθε
κηλῖδα του.
|
14
ἢ κατεσκεύασεν αὐτὸ ὅμοιον πρὸς
εὐτελὲς καὶ τιποτένιον ζῶον, καὶ
ἀφοῦ τὸ ἔχρισεν ἀφθόνως
μὲ ὀρυκτὴν βαφὴν καὶ μὲ
θαλασσινὰ φύκια καὶ ἔκαμε κόκκινον τὸ
χρῶμα του καὶ κάθε σημάδι του καὶ μουντζούρα
ἀπὸ τοὺς ρόζους τὰ ἠφάνισε μὲ
χρῶμα, |
15
καὶ ποιήσας αὐτῷ αὐτοῦ
ἄξιον οἴκημα, ἐν τοίχῳ ἔθηκεν
αὐτὸ ἀσφαλισάμενος σιδήρῳ·
|
15
Ἀφοῦ δὲ ἔκτισε δι' αὐτὸ
ἕνα ἀντάξιον οἶκον, ἕνα ναόν,
τὸ ἔθεσεν εἰς τὸν τοῖχον καὶ
τὸ ἐστερέωσεν ἀσφαλῶς μὲ
σίδηρον, διὰ νὰ μὴ πέσῃ
κάτω εἰς τὸ ἔδαφος.
|
15
καὶ κατασκευάσας δι’ αὐτὸ κατοικίαν ἀνταξίαν,
τὸ ἐτοποθέτησεν εἰς τὸν τοῖχον,
ἀφοῦ τὸ ἐστερέωσε καὶ
τὸ ἠσφάλισε μὲ σιδήρινον στήριγμα·
|
16
ἵνα μὲν οὖν μὴ καταπέσῃ,
προενόησεν αὐτοῦ εἰδὼς ὅτι
ἀδυνατεῖ ἑαυτῷ βοηθῆσαι·
καὶ γάρ ἐστιν εἰκὼν καὶ
χρείαν ἔχει βοηθείας.
|
16
Κατ' αὐτὸν τὸν τρόπον, δηλαδή,
ἐπρονόησεν, ὥστε αὐτὸ νὰ
μὴ πέσῃ κατὰ γῆς γνωρίζων
ὅτι δὲν δύναται αὐτὸ νὰ
βοηθήσῃ τὸν ἑαυτόν του, διότι
εἶναι ἁπλῶς κάποια ἄψυχος εἰκὼν
καὶ ἔχει ἀνάγκην βοηθείας.
|
16
καὶ ἔτσι λοιπὸν ἔλαβε πρόνοιαν καὶ
ἐφρόντισε δι' αὐτό, διὰ νὰ μὴ
πέσῃ ἀπὸ τὸν τοῖχον κάτω, ἐπειδὴ
ἐγνώριζεν ὅτι δὲν ἔχει τὴν δύναμιν
τὸ εἴδωλον νὰ βοηθήσῃ τὸν ἑαυτόν
του· βέβαια εἶναι ἄψυχος εἰκὼν
καὶ νεκρὸν εἴδωλον, δι’ αὐτὸ
δὲ ἔχει ἀνάγκην βοηθείας.
|
17
Περὶ δὲ κτημάτων καὶ γάμων αὐτοῦ
καὶ τέκνων προσευχόμενος, οὐκ αἰσχύνεται
τῷ ἀψύχῳ προσλαλῶν
καὶ περὶ μὲν ὑγιείας τὸ
ἀσθενὲς ἐπικαλεῖται, |
17
Ἐνῷ λοιπὸν τέτοιο εἶναι τὸ
ἄψυχον κατασκεύασμα, ἐν τούτοις προσεύχεται
πρὸς αὐτὸ καὶ τὸ παρακαλεῖ
διὰ τὰ κτήματά του, διὰ τοὺς
γάμους του καὶ διὰ τὰ τέκνα
του. Καὶ δὲν ἐντρέπεται νὰ ὁμιλῇ
εἰς τὸ ἄψυχον αὐτὸ εἴδωλον
καὶ νὰ ἐπικαλῆται τὸ ἀσθενὲς
αὐτὸ κατασκεύασμα τῶν χειρῶν
του περὶ τῆς ὑγείας.
|
17
Εἰς τὸ οὕτω κατασκευασθὲν ἔργον
τῶν χειρῶν του δὲν ἐντρέπεται νὰ
προσεύχεται, ὁμιλῶν πρὸς τὸ ἄψυχον
αὐτὸ διὰ τὰ κτήματα καὶ τὰ
ὑποστατικά τοῦ, καθὼς καὶ διὰ
τοὺς γάμους καὶ διὰ τὰ τέκνα του,
καὶ ἐπικαλεῖται τὸ ἀσθενὲς
αὐτὸ καὶ χωρὶς ζωὴν ξύλον διὰ
τὴν ὑγείαν του. |
18
περὶ δὲ ζωῆς τὸν νεκρὸν ἀξιοῖ,
περὶ δὲ ἐπικουρίας τὸ ἀπειρότατον
ἱκετεύει, περὶ δὲ ὁδοιπορίας
τὸ μηδὲ βάσει χρῆσθαι δυνάμενον,
|
18
Νὰ ἀξιώνῃ καὶ νὰ ἐλπίζῃ
ζωὴν ἀπὸ τὸν νεκρόν· νὰ
ἱκετεύῃ τὸ ἐντελῶς ἀνίσχυρον
αὐτὸ ξόανον καὶ νὰ ζητῇ
βοήθειαν εἰς τὰ ταξίδια του ἀπὸ
αὐτό, τὸ ὁποῖον εἶναι
ἀνίκανον νὰ χρησιμοποιήσῃ τὰ
πόδια του. |
18
Ἔχει δὲ τὴν ἀξίωσιν νὰ τοῦ
δώσῃ ζωὴν τὸ νεκρὸν αὐτὸ
εἴδωλον, καὶ παρακαλεῖ μὲ ταπείνωσιν
να τοῦ δοθῇ βοήθεια ἀπὸ ἐκεῖνο,
ποὺ δὲν ἔχει ὁλοτελῶς πεῖραν
καὶ ἀντίληψιν· καὶ διὰ τὸ
ταξίδιόν του παρακαλεῖ ἐκεῖνο, ποὺ
δὲν ἠμπορεῖ οὔτε τὸν ἕνα
πόδα του νὰ χρησιμοποιήσῃ ἔστω καὶ
δι’ ἐν βῆμα. |
19
περὶ δὲ πορισμοῦ καὶ ἐργασίας
καὶ χειρῶν ἐπιτυχίας τὸ ἀδρανέστατον
ταῖς χερσὶν εὐδράνειαν αἰτεῖται.
|
19
Διὰ τὴν ἐπιτυχίαν δὲ τῶν
ἐργασιῶν του καὶ τὴν ἐξασφάλισιν
τῶν μέσων τῆς συντηρήσεώς του,
ζητεῖ δύναμιν καὶ δραστηριότητα ἀπὸ
ἐκεῖνο, ποὺ δὲν ἠμπορεῖ
οὐδὲ ἐπ' ἐλάχιστον νὰ
κινήσῃ τὰ χέρια του. |
19
Πρὸς πορισμὸν δὲ τῶν πρὸς τὸ
ζῆν καὶ πρὸς ἀπόδοσιν τῆς ἐργασίας
του καὶ ἐπιτυχίαν τῶν ἔργων τῶν
χειρῶν του ζητεῖ ἀπὸ ἐκεῖνο,
ποὺ εἶναι τελείως ἀκίνητον καὶ ἀδρανές,
νὰ δοθῇ δύναμις καὶ δραστηριότης εἰς
αὐτόν. |