Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
εγάλοι
γάρ σου αἱ κρίσεις καὶ δυσδιήγητοι·
διὰ τοῦτο ἀπαίδευτοι ψυχαὶ ἐπλανήθησαν.
|
εγάλαι
ὄντως καὶ ἀνεξιχνίαστοι εἶναι,
Κύριε, αἱ κρίσεις σου. Διὰ τοῦτο
οἱ ἀκαλλιέργητοι κατὰ τὴν ψυχὴν
ἐπλανήθησαν σχετικῶς μὲ αὐτὰς
καὶ μὲ σέ.
|
ἶσαι
δὲ ἄξιος τῆς εὐγνωμοσύνης μας καὶ
Σοῦ ὀφείλεται πᾶσα εὐχαριστία, διότι
αἱ κρίσεις καὶ ἀποφάσεις σου εἶναι
μεγάλαι καὶ εἶναι δύσκολον νὰ τὰς
διηγηθῇ καὶ νὰ τὰς ἐκφράσῃ
ἡ γλῶσσα τοῦ ἀνθρώπου· δι' αὐτὸ
δὲ ἀπαιδαγώγητοι καὶ ἀκαλλιέργητοι
ψυχαὶ ἐπλανήθησαν. |
2
Ὑπειληφότες γὰρ καταδυναστεύειν ἔθνος
ἅγιον ἄνομοι, δέσμιοι σκότους καὶ
μακρὰς πεδῆται νυκτὸς κατακλεισθέντες
ὀρόφοις, φυγάδες τῆς αἰωνίου
προνοίας ἔκειντο. |
2
Οἱ παράνομοι δηλαδὴ ἄνθρωποι, οἱ
Αἰγύπτιοι, νομίσαντες ὅτι θὰ
κατορθώσουν νὰ καταδυναστεύσουν ἔθνος
ἁγίων, ἔγιναν οἱ ἴδιοι δέσμιοι
τοῦ σκότους· φυλακισμένοι εἰς
μακρὰν νύκτα, κατάκλειστοι κάτω ἀπὸ
τὰς στέγας τῶν οἰκιῶν των, ἐξόριστοι
καὶ ἐστερημένοι ἀπὸ τὴν
αἰωνίαν σου πρόνοιαν.
|
2
Ἔγινε δὲ κατάδηλος ἡ πλάνη των· διότι
ἄνθρωποι παράνομοι, ὁποῖοι οἱ Αἰγύπτιοι,
ἐπειδὴ ἐνόμισαν ἐπιτετραμμένον καὶ
εὔκολον νὰ καταπιέζουν ἔθνος ἅγιον,
ὁποῖον τὸ ἔθνος τοῦ Ἰσραήλ,
δέσμιοι εἰς τὸ σκότος τῆς ἐνάτης πληγῆς
καὶ αἰχμάλωτοι, σὰν μὲ πέδας σιδηρᾶς,
νυκτὸς μακρᾶς καὶ παραταθείσης ἐπὶ
τριήμερον, κατακλεισμένοι κάτω ἀπὸ τὰς στέγας
τῶν σπιτιῶν των κατέκειντο μακρὰν καὶ
ἐξόριστοι ἀπὸ τὴν Πρόνοιάν σου, ἡ
ὁποία εἶναι αἰώνια καὶ δὲν παύει
ποτὲ νὰ ἐνεργῇ καὶ νὰ
φροντίζῃ διὰ τὰ πλάσματά σου.
|
3
Λανθάνειν γὰρ νομίζοντες ἐπὶ
κρυφαίοις ἁμαρτήμασιν, ἀφεγγεῖ
λήθης παρακαλύμματι ἐσκορπίσθησαν,
θαμβούμενοι δεινῶς καὶ ἰνδάλμασιν
ἐκταρασσόμενοι· |
3
Διότι, νομίζοντες ὅτι θὰ μείνουν
ἄγνωστοι αὐτοὶ καὶ τὰ ἀπόκρυφα
ἁμαρτήματά των κάτω ἀπὸ
τὸ σκοτεινὸν σκέπασμα τῆς λήθης,
διεσκορπίσθησαν εἰς διάφορα μέρη περιδεεῖς
καὶ κατάπληκτοι, τρομοκρατούμενοι ἀπὸ
φαντάσματα. |
3
Κατήντησαν δὲ νὰ ἀποξενωθοῦν ἀπὸ
τὴν αἰωνίαν Πρόνοιάν σου, διότι, ἐνῷ
ἐνόμιζαν ὅτι θὰ διέφευγον καὶ
θὰ παρέμεναν ἄγνωστοι καὶ σκεπασμένοι διὰ
να ἁμαρτήματά των τὰ κρυφὰ κάτω ἀπὸ
σκοτεινὸν κατάλυμμα λήθης, ὑπὸ τὸ
ὁποῖον ἐξεχάνοντο ἐντελῶς,
διεσκορπίσθησαν, φοβισμένοι ἀπὸ μεγάλον πανικὸν
καὶ τρομοκρατούμενοι ἀπὸ φαντάσματα.
|
4
οὐδὲ γὰρ ὁ κατέχων αὐτοὺς
μυχὸς ἀφόβως διεφύλασσεν, ἦχοι
δὲ καταράσσοντες αὐτοὺς περιεκόμπουν,
καὶ φάσματα ἀμειδήτοις κατηφῆ
προσώποις ἐνεφανίζετο.
|
4
Οὔτε τὰ πλέον ἀπόκρυφα καὶ
ἐσωτερικὰ καταφύγιά των δὲν
τοὺς ἐγλύτωσαν ἀπὸ τὸν
φόβον των, διότι ἦχοι τρομακτικοὶ
ἀντηχοῦσαν ὁλόγυρά των καὶ
σκυθρωπὰ φαντάσματα μὲ βλοσυρὰ πρόσωπα
ἐνεφανίζοντο εἰς αὐτούς.
|
4
Ἦτο δὲ ἀσυγκράτητος ἡ ταραχὴ
καὶ ὁ φόβος των, διότι οὔτε τὸ ἐσωτερικὸν
καταφύγιον τοῦ σπιτιοῦ των, ποὺ τοὺς
ἔκρυπτε, τοὺς διεφύλαττεν ἀφόβους καὶ
ἀταράχους, ἀλλὰ θόρυβοι καὶ κρότοι
ἐκκωφαντικοι καὶ συνταρακτικοὶ ἠκούοντο
μετὰ πατάγου τριγύρω των, καὶ φαντάσματα ἀποκρουστικά,
χωρὶς κανὲν μειδίαμα, μὲ πρόσωπα σκυθρωπὰ
ἐνεφανίζοντο εἰς αὐτούς.
|
5
Καὶ πυρὸς μὲν οὐδεμία βία
κατίσχυε φωτίζειν, οὔτε ἄστρων ἔκλαμπροι
φλόγες καταυγάζειν ὑπέμενον τὴν
στυγνὴν ἐκείνην νύκτα.
|
5
Καμμία δὲ δύναμις πυρὸς δὲν
ἦτο ἱκανὴ νὰ δώσῃ κάποιο
φῶς εἰς τὸ σκοτάδι ἐκεῖνο,
οὔτε αἱ λαμπραὶ ἀκτινοβολίαι
τῶν ἀστέρων εἶχαν τὴν δύναμιν
νὰ φωτίσουν τὴν τρομερὰν ἐκείνην
νύκτα. |
5
Καὶ εἰς τὸ σκότος αὐτὸ καμμία
δύναμις φωτιὰς ὀσονδήποτε ἰσχυρὰ
δὲν ἠδύνατο νὰ φωτίσῃ, οὔτε
τῶν ἄστρων αἱ λαμπραὶ ἀκτινοβολίαι
ἠμποροῦσαν να φωτίσουν τὴν τρομακτικὴν
ἐκείνην νύκτα. |
6
Διεφαίνετο δ' αὐτοῖς μόνον αὐτομάτη
πυρὰ φόβου πλήρης, ἐκδειματούμενοι
δὲ τῆς μὴ θεωρουμένης ἐκείνης
ὄψεως ἡγοῦντο χείρω τὰ βλεπόμενα.
|
6
Ἀκαθόριστον δὲ κάποιο φῶς διεφαίνετο
ἀναμεταξύ των, τὸ ὁποῖον ἤναπτε
μόνον του, γεμᾶτο ὅμως φόβον δι' αὐτούς.
Καὶ οἱ ἄνθρωποι περιδεεῖς καὶ
τρομοκρατημένοι ἐκ τοῦ γεγονότος ὅτι
δὲν ἠδύναντο νὰ βλέπουν καθαρὰ
τὰ γύρω των πρόσωπα, ἐξελάμβαναν
τὰ διάφορα ἀντικείμενα χειρότερα
ἀπὸ ὅ,τι εἰς τὴν πραγματικότητα
ἦσαν.
|
6
Ἀλλ’ ἐφαίνετο εἰς αὐτοὺς διὰ
μέσου τοῦ σκότους μόνον κάποια λάμψις, ποὺ ἤναπτε
μόνη της, γεμάτη ἀπὸ φόβον. Ἐπειδὴ
δὲ κατεπτοοῦντο ἀπὸ ἐκεῖνο
ποὺ ἔβλεπαν, ἀλλὰ δὲν ἠμποροῦσαν
νὰ διακρίνουν καλὰ καὶ νὰ ἀντιληφθοῦν
τὰ συμβαίνοντα, ἐνόμιζαν χειρότερα ἀπὸ
ὅ,τι πράγματι ἦσαν ἐκεῖνα ποὺ
ἔβλεπαν. |
7
Μαγικῆς δὲ ἐμπαίγματα κατέκειτο
τέχνης, καὶ τῆς ἐπὶ φρονήσει
ἀλαζονείας ἔλεγχος ἐφύβριστος·
|
7
Αἱ ἀπάται δὲ τῆς μαγικῆς
τέχνης τῶν Αἰγυπτίων μάγων εἶχαν
πέσει πλέον κάτω, ἀνίκανοι νὰ
ἀποτρέψουν τὸ κακόν. Καὶ ἡ
ἀλαζονεία τῶν μάγων διὰ τὴν
σοφίαν των ἀπεδείχθη γελοία.
|
7
Αἱ ἀγυρτεῖαι δὲ καὶ οἱ
ἐμπαιγμοὶ τῆς μαγικῆς τέχνης κατέπεσαν
ἀνίκανοι νὰ ἀναχαιτίσουν τὸν πανικὸν
καὶ τὸν τρόμον, καὶ ὁ διὰ τῶν
πραγμάτων ἔλεγχος τῆς ἀλαζονείας τῶν
καυχωμένων ἐπὶ σοφίᾳ καὶ γνώσει μάγων
ἀπέδειξεν αὐτὴν ἐπονείδιστον καὶ
καταγέλαστον. |
8
οἱ γὰρ ὑπισχνούμενοι δείματα
καὶ ταραχὰς ἀπελαύνειν ψυχῆς
νοσούσης, οὖτοι καταγέλαστον εὐλάβειαν
ἐνόσουν. |
8
Διότι οἱ μάγοι, οἱ ὁποῖοι
ἰσχυρίζοντο καὶ ἔδιδαν ὑποσχέσεις,
ὅτι εἶναι εἰς θέσιν νὰ διώξουν
ἀπὸ τὴν ἀσθενοῦσαν ψυχὴν
φόβους καὶ ταραχάς, αὐτοὶ οἱ
ἰδιοὶ ἦσαν ἀσθενεῖς ψυχικῶς
κυριευμένοι ἀπὸ καταγέλαστον φόβον.
|
8
Ἀπεδείχθη δὲ καταγέλαστος ἡ ἀλαζονεία
τῶν μάγων, διότι αὐτοὶ ποὺ ὑπέσχοντο
ὅτι εἶχαν τὴν δύναμιν νὰ διώχνουν
φόβους καὶ ταραχὰς ἀπὸ ψυχὴν
ἀσθενῆ καὶ ἄρρωστον, οἱ ἴδιοι
ἔπασχον καὶ ὑπέφεραν ἀπὸ καταγέλαστον
φόβον. |
9
Καὶ γὰρ εἰ μηδὲν αὐτοὺς
ταραχῶδες ἐφόβει, κνωδάλων παρόδοις
καὶ ἐρπετῶν συριγμοῖς ἐκσεσοβημένοι,
διώλλυντο ἔντρομοι καὶ τὸν μηθαμόθεν
φευκτὸν ἀέρα προσιδεῖν ἀρνούμενοι.
|
9
Διότι καὶ ἐὰν ἀκόμη κανένα
συγκλονιστικὸν φάντασμα δὲν ὑπῆρχε,
διὰ νὰ φοβηθοῦν, ἦσαν ὅμως περιδεεῖς,
ἐπερνοῦσαν ἐνώπιόν των σιχαμερὰ
ζωΰφια καὶ ἐρπετὰ συρίζοντα καὶ
ἀπέθνησκαν ἀπὸ τὸν τρόμον
τῶν ἀρνούμενοι ἕνεκα τοῦ φόβου
των νὰ ἀντικρύσουν καὶ αὐτὸν
τὸν σκοτεινὸν ἀέρα τῆς τριημέρου
νυκτός, τὴν ὁποίαν κατ' οὐδένα
τρόπον ἄλλωστε ἠμποροῦσαν νὰ
ἀποφύγουν.
|
9
Ἦτο δὲ καταγέλαστος ὁ φόβος των, διότι,
ἂν καὶ τίποτε τὸ πράγματι ἐκφοβιστικὸν
καὶ προκαλοῦν τὴν ταραχὴν δὲν
τοὺς ἐφόβιζεν, ὅμως τρομοκρατημένοι ἀπὸ
τὸ πέρασμα τῶν ἀξιοκαταφρονήτων ζώων καὶ
τοὺς σφυριγμοὺς τῶν ἑρπετῶν
ἐπέθαιναν ἀπὸ τὸν τρόμον τους, ἀρνούμενοι
νὰ ἀτενίσουν καὶ αὐτὸν
τὸν ἀέρα, τὸν ὁποῖον ἀπὸ
καμμίαν πλευρὰν δὲν ἠμπορεῖ κανεὶς
νὰ ἀποφύγῃ. |
10
Δειλὸν γὰρ ἰδίως πονηρία μαρτυρεῖ
καταδικαζομένη, ἀεὶ δὲ προσείληφε
τὰ χαλεπὰ συνεχομένη τῇ συνειδήσει·
|
10
Διότι ἡ κακότης καὶ ἡ ἐνοχή,
ὅταν ἐλεγχθῇ καὶ φανερωθῇ, κάμνει
τὸν ἄνθρωπον δειλὸν καὶ περιδεῆ,
καταπιεζομένη δὲ ἀπὸ τοὺς ἐλέγχους
τῆς συνειδήσεως κάμνει χειρότερα τὰ
ὑπάρχοντα κακά.
|
10
Δὲν εἶναι δὲ παράδοξον, πῶς καὶ
αὐτὸς ὁ ἀέρας τοὺς ἐφόβιζε,
διότι ἡ πονηρία, ἡ ὁποία εἶναι ἰδιαιτέρως
καὶ ἐξ ἑαυτῆς δειλή, δίδει μαρτυρίαν
καταδικάζουσαν ἑαυτήν, πάντοτε δέ, ἐπειδὴ
τύπτεται καὶ στενοχωρεῖται ἀπὸ τὴν
συνείδησιν, προβλέπει χειρότερα τὰ κακὰ καὶ
ἐξογκώνει τὰς ἀναμενομένας τιμωρίας.
|
11
οὐθὲν γάρ ἐστι φόβος εἰ
μὴ προδοσία τῶν ἀπὸ λογισμοῦ
βοηθημάτων. |
11
Διότι ὁ φόβος δὲν εἶναι τίποτε
ἄλλο, εἰμὴ μία κατάστασις, κατὰ
τὴν ὁποίαν μᾶς ἐγκαταλείπει
καὶ αὐτὴ ἡ βοήθεια τῆς
διανοίας μας.
|
11
Ἐξογκώνει δὲ τὰ ἐπερχόμενα ὡς
τιμωρία κακά, διότι ὁ φόβος, εἰς τὸν ὁποῖον
ὀφείλεται ἡ ἐξόγκωσις αὕτη, δὲν
εἶναι τίποτε ἄλλο, παρὰ προδοσία καὶ
ἄρνησις τῆς βοηθείας, τὴν ὁποίαν τὸ
λογικὸν καὶ ἡ ψύχραιμος κρίσις προσφέρουν
εἰς τὸν ἄνθρωπον. |
12
Ἔνδοθεν δὲ οὖσα ἥττων ἡ προσδοκία,
πλείονα λογίζεται τὴν ἄγνοιαν τῆς
παρεχούσης τὴν βάσανον αἰτίας.
|
12
Ὅταν δὲ μειωθῇ μέσα μας ἡ ἐλπίς,
τότε ὁ φόβος ἐξ αἰτίας
τῆς ἀγνοίας μας μᾶς κάνει νὰ
θεωροῦμεν χειρότερα τὰ κακά, παρ'
ὅσον εἰς τὴν πραγματικότητα εἶναι.
|
12
Ὅταν δὲ ἐσωτερικῶς εἶναι μικροτέρα
ἡ ἐλπὶς τῆς βοηθείας καὶ σωτηρίας,
τότε λογαριάζει μὲ τὸ μυαλό του καὶ τὴν
σκέψιν του κάθε ἀπελπισμένος μεγαλυτέραν τὴν
ἄγνωστον εἰς αὐτὸν αἰτίαν, ἡ
ὁποία πρόκειται νὰ τὸν βασανίσῃ.
|
13
Οἱ δὲ τὴν ἀδύνατον ὄντως
νύκτα καὶ ἐξ ἀδυνάτου ᾅδου
μυχῶν ἐπελθοῦσαν, τὸν αὐτὸν
ὕπνον κοιμώμενοι, |
13
Οἱ Αἰγύπτιοι δὲ κατὰ τὴν
ἀκατανίκητον καὶ τὰ πάντα καταβαλοῦσαν
ἐκείνην τριήμερον νύκτα, ἡ ὁποία
ἀπὸ τὰ ἔγκατα τοῦ ἀδυσωπήτου
ᾅδου προῆλθεν, περιπεσόντες εἰς ἕνα
ὅμοιον μὲ ἐκείνην σκοτεινὸν
τεταραγμένον ὕπνον,
|
13
Δι’ αὐτὸ δὲ καὶ οἱ Αἰγύπτιοι
κατὰ τὴν νύκτα ἐκείνην τῆς ἐνάτης
πληγῆς, κατὰ τὴν ὁποίαν πραγματικῶς
δὲν ἦτο δυνατὸν εἰς κανένα νὰ
ἐνεργήσῃ τι, καὶ ἡ ὁποία
εἶχεν ἐπέλθει ἀπὸ τὰ κατασκότεινα
βάθη τοῦ Ἅδου, ὅπου κανεὶς δὲν
ἠμπορεῖ νὰ εἰσχωρήσῃ,
παραμένοντες ἀδρανεῖς καὶ κοιμώμενοι τὸν
αὐτὸν τεταραγμένον ὕπνον,
|
14
τὰ μὲν τέρασιν ἠλαύνοντο φαντασμάτων,
τὰ δὲ τῆς ψυχῆς παρελύοντο προδοσίᾳ·
αἰφνίδιος γὰρ αὐτοῖς καὶ
ἀπροσδόκητος φόβος ἐπῆλθεν.
|
14
ἄλλοι μὲν ἀπὸ αὐτοὺς κατεδιώκοντο
ἀπὸ φοβερὰ φαντάσματα, ἐνῷ
ἄλλοι εἶχαν παραλύσει ἀπὸ τὴν
ἀτονίαν τῆς ψυχῆς των, ἀπὸ
ἔλλειψιν ἠθικοῦ σθένους. Διότι
αἰφνίδιος καὶ ἀπροσδόκητος φόβος
ἐπῆλθεν ἐναντίον των καὶ τοὺς
κατεκυρίευσε. |
14
ἄλλοτε μὲν κατεδιώκοντο ἀπὸ τερατώδη
φαντάσματα, ἄλλοτε δὲ παρέλυον ἀπὸ
τὴν προδοσίαν καὶ ἐγκατάλειψιν τοῦ
ψυχικοῦ των θάρρους. Ἔπαθον δὲ ταῦτα,
διότι αἰφνίδιος καὶ χωρὶς νὰ τὸν
περιμένουν ἐπῆλθεν εἰς αὐτοὺς
φόβος. |
15
Εἶθ' οὕτως, ὃς δήποτ' οὖν ἦν
ἐκεῖ καταπίπτων, ἐφρουρεῖτο
εἰς τὴν ἀσίδηρον εἱρκτὴν
κατακλεισθείς· |
15
Ἔτσι εἰς αὐτὴν τὴν κατάστασιν
των ὁποιοσδήποτε ἀπὸ αὐτοὺς
κατέπιπτεν ἐκεῖ εἰς τὴν γῆν,
ἦτο ὡς ἐὰν εἶχε κλεισθῇ
εἰς μίαν φυλακὴν χωρὶς ἐξωτερικὰ
σίδηρα. Τὸν παρέλυε καὶ τὸν
ἔκαμνεν ἀκίνητον ὁ φόβος.
|
15
Ἔπειτα λοιπὸν ἀπὸ τὴν κατ’ αὐτὸν
τὸν τρόπον δημιουργηθεῖσαν κατάστασιν, ὁποιοσδήποτε
συνέβαινε νὰ σωριασθῇ ἐκεῖ κατὰ
γῆς, παρέμενε σὰν νὰ φρουρῆται ἀπὸ
στρατιώτας κατακλεισμένος καὶ φυλακισμένος εἰς
φυλακὴν χωρὶς σίδηρα, ἀπὸ τὴν
ὁποίαν ὅμως δὲν ἦτο δυνατὸν
νὰ φύγῃ. |
16
εἴ τε γὰρ γεωργὸς ἦν τις ἢ ποιμὴν
ἢ τῶν κατ' ἐρημίαν ἐργάτης
μόχθων, προληφθεὶς τὴν δυσάλυκτον
ἔμενεν ἀνάγκην, |
16
Ἐὰν κανεὶς ἦτο γεωργὸς ἢ
βοσκὸς ἢ ἐργάτης μακρὰν τῶν
πόλεων, μόλις κατελήφθη ἀπὸ
τὸ τριήμερον αὐτὸ σκότος, ἕμενε
κατ' ἀνάγκην ἐκεῖ, ὅπου εὑρίσκετο.
|
16
Καὶ ἔμενε κατακλεισμένος καὶ μὴ δυνάμενος
νὰ φύγῃ, διότι εἴτε γεωργὸς ἦτο,
εἴτε βοσκὸς ἢ ἐργάτης εἰς τὰ
βαριὰ ἔργα καὶ τοὺς μόχθους τῆς
ἐρήμου καὶ ὑπαίθρου, ποὺ ἠγγαρεύοντο
ἀπὸ τοὺς Αἰγυπτίους οἱ Ἑβραῖοι,
ἐφ' ὅσον ἐπρόφθασε νὰ τὸν καταλάβῃ
τὸ σκοτάδι, ὑπέφερε τὴν ἀναπόφευκτον
ἐκείνην ἀνάγκην. |
17
μιᾷ γὰρ ἁλύσει σκότους πάντες
ἐδέθησαν· εἴ τε πνεῦμα συρίζον
ἢ περὶ ἀμφιλαφεῖς κλάδους ὀρνέων
ἦχὸς εὐμελὴς ἢ
ρυθμὸς ὕδατος πορευομένου βίᾳ
ἢ κτύπος ἀπηνὴς καταρριπτομένων
πετρῶν, |
17
Διότι ὅλοι, ὅπου καὶ ἂν εἶχαν
εὑρεθῆ, εἶχαν δεθῆ μὲ τὴν
ἰδίαν ἁλυσίδα τοῦ σκότους.
Ὁ ἄνεμος, ὁ ὁποῖος ἐσύριζε,
τὸ ἁρμονικὸν λάλημα τῶν πτηνῶν
εἰς τοὺς πλουσίους κλάδους τῶν
δένδρων, ἡ βοὴ τοῦ ὕδατος ποὺ
ἔρρεε μὲ ὁρμήν, ἢ οἱ τρομεροὶ
κτύποι τῶν καταρριπτομένων βράχων,
|
17
Ἦτο δὲ ἀνάγκη ἀναπόφευκτος, διότι
ὅλοι ἀνεξαιρέτως εἶχον δεθῆ διὰ
μιᾶς καὶ τῆς αὐτῆς ἁλυσίδος
τοῦ σκότους τῆς ἐνάτης πληγῆς. Καὶ
εἴτε ἀέρας ποὺ ἐσφύριζεν, ἢ
μέσα εἰς πυκνόφυλλα κλαδιά μελωδικὸς ἦχος
πουλιῶν, ἢ ρυθμικὸν κελάρυσμα νεροῦ,
ποὺ κυλᾷ μὲ ὁρμήν, ἢ δυνατὸς
καὶ θορυβώδης κτύπος ἀπὸ πέτρας, ποὺ
πέφτουν ἀπὸ ὕψος, |
18
ἢ σκιρτώντων ζώων δρόμος ἀθεώρητος
ἢ ὠρυομένων ἀπηνεστάτων θηρίων
φωνὴ ἢ ἀντανακλωμένη ἐκ κοιλοτάτων
ὀρέων ἠχώ, παρέλυεν αὐτοὺς
ἐκφοβοῦντα. |
18
ἢ ἡ ἀόρατος ἀλλὰ θορυβώδης
πορεία τῶν ζώων ποὺ ἐπηδοῦσαν,
ἢ αἱ φωναὶ τρομερῶν καὶ ὠρυομένων
ἀγρίων θηρίων ἢ ὁ ἀντίλαλος
ποὺ ἀντηχοῦσεν εἰς τὰς κοιλάδας
τῶν ὀρέων, ὅλα αὐτὰ τοὺς
ἐτρόμαζαν καὶ τοὺς παρέλυαν.
|
18
ἢ ἀθέατον τρέξιμον ζώων, ποὺ σκιρτοῦν
καὶ χαρούμενα πηδοῦν, ἢ δυνατὴ φωνὴ
ἀγρίων καὶ αἱμοβόρων θηρίων, ποὺ οὐρλιάζουν,
ἢ ἠχὼ καὶ βοή, ποὺ ἀντανακλᾶται
καὶ ἀντηχεῖ ἀπὸ βαθεῖαν
κοιλότητα καὶ σπηλιὰ βουνῶν, ἐπειδὴ
ἐπροκαλοῦσαν μεγάλον φόβον, τοὺς παρέλυεν.
|
19
Ὅλος γὰρ ὁ κόσμος λαμπρῷ κατελάμπετο
φωτὶ καὶ ἀνεμποδίστοις συνείχετο
ἔργοις· |
19
Καὶ ταῦτα, ὅταν ὅλος ὁ ἄλλος
κόσμος κατελαμπρύνετο ἀπὸ τὸ
λαμπρότατον φῶς καὶ οἱ ἄνθρωποι
ἠσχολοῦντο ἀνεμπόδιστα μὲ τὰ
ἔργα των. |
19
Αὐτὰ δὲ ἐγίνοντο μόνον εἰς τὴν
Αἴγυπτον. Διότι ὅλος ὁ ἄλλος κόσμος
ἐφωτίζετο πλήρως διὰ λαμπροῦ φωτὸς
καὶ ἦτο ἀπησχολημένος εἰς ἀνεμπόδιστὰ
ἔργα. |
20
μόνοις δὲ ἐκείνοις ἐπετέτατο
βαρεῖα νύξ, εἰκὼν τοῦ μέλλοντος
αὐτοὺς διαδέχεσθαι σκότους, ἑαυτοῖς
ἦσαν βαρύτεροι σκότους. |
20
Μόνον δὲ εἰς τοὺς Αἰγυπτίους
εἶχεν ἐπικρατήσει καὶ ἐπιταθῆ
βαρεῖα νύκτα, εἰκὼν τοῦ σκότους,
τὸ ὁποῖον τοὺς ἐπεφυλάσσετο.
Ἀλλὰ πιὸ πολὺ καὶ ἀπὸ
τὸ τριήμερον σκοτάδι εἶχαν καταβαρυνθῆ
οἱ Αἰγύπτιοι ἀπὸ τὴν ἐσωτερικήν
των ψυχικὴν ἀγωνίαν. |
20
Μόνον δὲ εἰς ἐκείνονς, τοὺς Αἰγυπτίους
δηλαδή, εἶχεν ἐξαπλωθῆ βαρεῖα καὶ
μὲ πυκνὸν σκότος νύκτα, ἡ ὁποία, ἦτο
εἰκὼν τοῦ σκότους, τὸ ὁποῖον
ἔμελλε νὰ τοὺς δεχθῇ κατόπιν·
ἐπὶ πλέον δὲ καὶ τώρα, κατὰ
τὴν διαρκειαν τῆς ἐνάτης πληγῆς, ἦσαν
καὶ οἱ ἴδιοι βαρύτεροι καὶ περισσότερον
ἀνυπόφοροι εἰς τοὺς ἑαυτούς των καὶ
ἀπὸ αὐτὸ τὸ σκοτάδι.
|