Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αρακαλῶ
οὖν πρῶτον πάντων ποιεῖσθαι δεήσεις,
προσευχάς, ἐντεύξεις, εὐχαριστίας,
ὑπὲρ πάντων ἀνθρώπων,
|
ᾶς
παρακαλῶ, λοιπόν, καὶ σᾶς προτρέπω
πρῶτον ἀπὸ ὅλα νὰ κάμνετε
δεήσεις, προσευχάς, παρακλήσεις, εὐχαριστίας
δι' ὅλους τοὺς ἀνθρώπους,
|
φοῦ
δὲ σύμφωνα μὲ τὰ ἀνωτέρω ὀφείλομεν
νὰ ἀγαπῶμεν ὅλους καὶ ἀφοῦ
ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἦλθε νὰ
σώσῃ ὅλους τοὺς ἁμαρτωλούς, λοιπόν,
καὶ ἑγὼ προτρέπω καὶ σέ, ὦ Τιμόθεε,
καὶ τοὺς λοιποὺς ἀδελφοὺς πρῶτον
ἀπὸ ὅλα να κάνετε δεήσεις, προσευχάς, παρακλήσεις,
εὐχαριστίας δι’ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους,
|
2
ὑπὲρ βασιλέων καὶ πάντων τῶν
ἐν ὑπεροχῇ ὄντων, ἵνα ἤρεμον
καὶ ἡσύχιον βίον διάγωμεν ἐν
πάσῃ εὐσεβείᾳ καὶ σεμνότητι.
|
2
διὰ τοὺς βασιλεῖς καὶ δι' ὅλους
ἐκείνους ποὺ κατέχουν ἀξιώματα
καὶ θέσεις μέσα εἰς τὴν κοινωνίαν,
ὥστε νὰ τοὺς φωτίζῃ ὁ
Θεὸς νὰ κυβερνοῦν μὲ σύνεσιν,
διὰ νὰ διερχώμεθα τὸν βίον μας
εἰρηνικὸν καὶ ἥσυχον μὲ κάθε
εὐσέβειαν καὶ σεμνότητα.
|
2
διὰ τοὺς βασιλεῖς καὶ δι’ ὅλους
ὅσοι ἔχουν ἀξίωμα καὶ θέσιν ἀνωτέραν,
διὰ νὰ τοὺς φωτίζῃ καὶ τοὺς
κραταιώνῃ ὁ Θεός, ὅπως ἐξασφαλίζουν
τὴν εἰρηνικὴν συμβίωσιν τῶν πολιτῶν,
ὥστε νὰ περνῶμεν καὶ ἡμεῖς
βίον ἤρεμον καὶ ἥσυχον μὲ πᾶσαν
εὐσέβειαν καὶ σεμνότητα. |
3
Τοῦτο γὰρ καλὸν καὶ ἀπόδεκτον
ἐνώπιον τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν
Θεοῦ, |
3
Διότι τὸ νὰ προσευχώμεθα διὰ
τὴν πρόοδον καὶ τὴν σωτηρίαν
τῶν ἄλλων, αὐτὸ εἶναι καλόν,
εὐάρεστον καὶ εὐπρόσδεκτον ἐνώπιον
τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Θεοῦ,
|
3
Διότι τοῦτο, ἤτοι τὸ νὰ προσευχώμεθα
δι’ ὅλους, εἶναι καλὸν καὶ εὐάρεστον
ἐνώπιον τοῦ σωτῆρος μας Θεοῦ.
|
4
ὃς πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι
καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας
ἐλθεῖν. |
4
ὁ ὁποῖος θέλει νὰ σωθοῦν
ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, νὰ προχωρήσουν
καὶ νὰ λάβουν πλήρη καὶ καθαρὰν
γνῶσιν τῆς ἀληθείας (διὰ νὰ
βαδίσουν ἀνεπηρέαστοι ἀπὸ τὰς
πλάνας εἰς τὸν δρόμον τῆς σωτηρίας).
|
4
Καὶ εἶναι τοῦτο εὐάρεστον εἰς
τὸν Θεόν, διότι αὐτὸς θέλει ὅλοι οἱ
ἄνθρωποι νὰ σωθοῦν καὶ διὰ τῆς
πίστεως νὰ λάβουν πλήρη γνῶσιν τῆς ἀληθείας.
|
5
Εἷς γὰρ Θεός, εἷς καὶ μεσίτης
Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, ἄνθρωπος
Χριστὸς Ἰησοῦς,
|
5
Διότι ἔνας εἶναι ὁ Θεός, Θεὸς
ὅλων ἀνεξαιρέτως τῶν ἀνθρώπων,
ἔνας εἶναι καὶ ὁ μεσίτης ματαξὺ
τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων,
ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ υἱὸς
τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔγινεν ἄνθρωπος
|
5
Θέλει δὲ τὴν σωτηρίαν ὅλων, διότι ἕνας
καὶ μόνος εἶναι Θεός, Θεὸς ὅλων, ὄχι
ὡρισμένου μόνον ἔθνους Θεός· ἕνας εἶναι
καὶ μεσίτης μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων,
ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ποὺ ἔγινεν
ἄνθρωπος, |
6
ὁ δοὺς ἑαυτὸν ἀντίλυτρον
ὑπὲρ πάντων, τὸ μαρτύριον, καιροῖς
ἰδίοις, |
6
καὶ ἔδωκε τὸν ἑαυτόν του λύτρον
διὰ τὴν ἐξαγορὰν
καὶ ἀπολύτρωσιν ὅλων ἀπὸ
τὴν δουλείαν καὶ τὸν θάνατον
τῆς ἁμαρτίας, γεγονὸς τὸ ὁποῖον
ἐπεμαρτυρήθη καὶ ἐπεβεβαιώθη
ἀπὸ αὐτὸν τὸν ἴδιον εἰς
τοὺς καθωρισμένους ἀπὸ τὸν Θεὸν
καιρούς. |
6
καὶ ἔδωκε τὸν ἑαυτόν του λύτρον διὰ
νὰ ἑξαγοράσῃ ὅλους. Διὰ
τὸ γεγονὸς δὲ αὐτὸ τῆς
ἑξαγορᾶς μᾶς κάνει λόγον ἡ μαρτυρία,
ἡ ὁποία καὶ ἀπὸ ἡμᾶς
τοὺς Ἀποστόλους δίδεται, Ἀλλὰ πρὸ
παντὸς ἐδόθη ἀπὸ αὐτὸν
καὶ ἐπεσφραγίσθη εἰς τοὺς ὡρισμένους
ὑπὸ τῆς θείας Προνοίας καιροὺς μὲ
τὸν θάνατόν του. |
7
εἰς ὃ ἐτέθην ἐγὼ κῆρυξ
καὶ ἀπόστολος,- ἀλήθειαν λέγω
ἐν Χριστῷ, οὐ ψεύδομαι,- διδάσκαλος
ἐθνῶν ἐν πίστει καὶ ἀληθείᾳ.
|
7
Δι' αὐτὴν δὲ τὴν μαρτυρίαν καὶ
διακήρυξιν ἔχω κληθῇ καὶ τεθῇ
ἀπὸ τὸν Θεὸν κῆρυξ καὶ
ἀπόστολος-σᾶς λέγω τὴν ἀλήθειαν
ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ, δὲν ψεύδομαι-διδάσκαλος
τῶν ἐθνικῶν, διὰ νὰ τοὺς
φανερώσω τὴν πίστιν
καὶ τὴν ἀλήθειαν.
|
7
Διὰ τὴν μαρτυρίαν αὐτὴν ἀνεδείχθην
καὶ ὡρίσθην ἀπὸ τὸν Θεόν κῆρυξ
καὶ Ἀπόστολος ἐγώ. Λέγω ἀλήθειαν,
ὅπως μοῦ τὸ ἐπιβάλλει ἡ μετὰ
τοῦ Χριστοῦ κοινωνία μου· δὲν ψεύδομαι.
Ἐτάχθην νὰ εἶμαι διδάσκαλος τῶν ἐθνικῶν
ἐν τῇ πίστει καὶ τῇ ἀληθείᾳ.
|
8
Βούλομαι οὖν προσεύχεσθαι τοὺς ἄνδρας
ἐν παντὶ τόπῳ ἐπαίροντες
ὁσίου χεῖρας χωρὶς ὀργῆς
καὶ διαλογισμοῦ. |
8
Θέλω, λοιπόν, νὰ προσεύχωνται οἱ
ἄνδρες εἰς κάθε τόπον, νὰ ὑψώνουν
πρὸς τὸν οὐρανὸν χέρια ἀμόλυντα
ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν καὶ μὲ
πλουσίους τοὺς καρποὺς τῆς ἀρετῆς,
νὰ προσεύχωνται χωρὶς ὀργὴν
καὶ χωρὶς καμμίαν ἀμφιβολίαν
καὶ ὀλιγοπιστίαν. |
8
(Συνεχίζω τώρα τὸν λόγον μου περὶ προσευχῆς).
Θέλω λοιπὸν νὰ προσεύχωνται οἱ ἄνδρες
εἰς κάθε τόπον, καὶ νὰ σηκώνουν πρὸς
τὸν οὐρανὸν χέρια καθαρὰ ἀπὸ
κάθε μολυσμόν, ἐλεύθεροι ἀπὸ ὀργὴν
καὶ δισταγμὸν ὀλιγοπιστίας.
|
9
Ὡσαύτως καὶ τὰς γυναῖκας ἐν
καταστολῇ κοσμίῳ, μετὰ αἰδοῦς
καὶ σωφροσύνης κοσμεῖν ἑαυτάς,
μὴ ἐν πλέγμασιν ἢ χρυσῷ ἢ
μαργαρίταις ἢ ἱματισμῷ πολυτελεῖ,
|
9
Ἐπίσης αἱ γυναῖκες πρέπει νὰ
προσεύχωνται μὲ ἐνδυμασίαν σεμνήν,
νὰ στολίζουν δὲ τὸν ἑαυτόν
των μὲ συστολὴν καὶ σεμνότητα καὶ
σωφροσύνην καὶ ὄχι μὲ ἐξεζητημένα
πλεξίματα τῶν μαλλιῶν ἢ μὲ χρυσᾶ
κοσμήματα ἢ μὲ μαργαριτάρια ἢ
μὲ πολυτελῆ ἐνδύματα,
|
9
Τὸ ἴδιο θέλω καὶ αἱ γυναῖκες
νὰ προσεύχωνται μὲ ἐνδυμασίαν σεμνήν,
νὰ στολίζουν τὸν ἑαυτόν τους μὲ
συστολὴν καὶ σωφροσύνην, ὄχι μὲ φιλάρεσκα
πλεξίματα τῶν μαλλιῶν τους ἢ μὲ χρυσᾶ
ἢ μαργαριταρένια κοσμήματα ἢ μὲ ρούχα πολυτελῆ,
|
10
ἀλλ' ὃ πρέπει γυναιξὶν ἐπαγγελλομέναις
θεοσέβειαν, δι' ἔργων ἀγαθῶν.
|
10
ἀλλὰ μὲ ὅ,τι ταιριάζει εἰς
γυναῖκας, αἱ ὁποῖαι ἔχουν ὡς
ἔργον των τὴν εὐσέβειαν· δηλαδὴ
τοὺς ταιριάζει νὰ στολίζωνται μὲ
ἔργα ἀγαθά. |
10
ἀλλὰ μὲ ὅ,τι πρέπει εἰς γυναῖκας,
ποὺ παρουσιάζονται εἰς τὰ μάτια ὅλων,
ὅτι σέβονται τὸν Θεόν. Θέλω δηλαδὴ αἱ
γυναῖκες νὰ στολίζωνται μὲ ἔργα ἀγαθά.
|
11
Γυνὴ ἐν ἡσυχίᾳ μανθανέτω
ἐν πάσῃ ὑποταγῇ,
|
11
Ἡ γυναῖκα ἂς προσπαθῇ νὰ μαθαίνῃ
τὴν ἀλήθειαν τοῦ Εὐαγγελίου
μὲ ἡσυχίαν, χωρὶς νὰ ἐκτρέπεται
εἰς πολυλογίας καὶ θορύβους, ἀλλὰ
μὲ κάθε σεμνότητα καὶ ὑπακοήν.
|
11
Ἡ γυναῖκα ἂς μανθάνῃ τὴν σωτηριώδη
γνῶσιν τοῦ εὐαγγελίου ἥσυχα, χωρὶς
νὰ δημιουργῇ θόρυβον μὲ τὴν πολυλογίαν
ἢ τὰς ἀντιρρήσεις της, ἀλλὰ
νὰ δεικνύῃ πᾶσαν ὑποταγήν.
|
12
γυναικῖ δὲ διδάσκειν οὐκ ἐπιτρέπω,
οὐδὲ αὐθεντεῖν ἀνδρός,
ἀλλ' εἶναι ἐν ἡσυχίᾳ.
|
12
Δὲν ἐπιτρέπω δὲ εἰς τὴν
γυναῖκα νὰ διδάσκῃ εἰς τὰς
λατρευτικὰς συγκεντρώσεις τῶν πιστῶν,
οὔτε νὰ κυριαρχῇ καὶ νὰ ἐξουσιάζῃ
ἐπὶ τοῦ ἀνδρός, ἀλλὰ
νὰ παραμένῃ ἥσυχος χωρὶς ἀντιρρήσεις
καὶ θορύβους. |
12
Δὲν ἐπιτρέπω δὲ εἰς τὴν γυναῖκα
νὰ διδάσκῃ εἰς τὰς συνάξεις τῆς
λατρείας, οὔτε νὰ ἐξουσιάζῃ
καὶ νὰ γίνεται κυρία τοῦ ἀνδρός
της, ἀλλ’ ὀφείλει νὰ μένῃ ἥσυχος,
χωρὶς νὰ ἀντιλέγῃ ἢ νὰ
θορυβῇ. |
13
Ἀδὰμ γὰρ πρῶτος ἐπλάσθη,
εἶτα Εὔα·
|
13
Ταιριάζει νὰ ὑποτάσσεται ἡ γυναῖκα,
διότι ὁ Ἀδὰμ ἐπλάσθη πρῶτος
καὶ ἔπειτα ἀπὸ αὐτὸν ἐπλάσθη
ἡ Εὔα. |
13
Δὲν πρέπει δὲ νὰ ἐξουσιάζῃ
τὸν ἄνδρα της ἡ γυνή, διότι ὁ Ἀδὰμ
ἐπλάσθη πρῶτος, ἔπειτα ἐπλάσθη ἡ
Εὕα, διὰ νὰ εἶναι βοηθὸς τοῦ
ἀνδρός. |
14
καὶ Ἀδὰμ οὐκ ἠπατήθη,
ἡ δὲ γυνὴ ἀπατηθεῖσα ἐν
παραβάσει γέγονε·
|
14
Καὶ ὁ μὲν Ἀδὰμ δὲν ἠπατήθη
ἀπὸ τὸν διάβολον, ἡ δὲ
γυναῖκα ἐξηπατήθη ἀπὸ τὴν
ὑποβολὴν τοῦ πονηροῦ καὶ ἔπεσεν
εἰς τὴν παράβασιν. |
14
Καὶ ἐπὶ πλέον ὁ Ἀδὰμ δὲν
ἐξηπατήθη ἀπὸ τὸ φίδι, ἡ γυνὴ
ὅμως ἐξηπατήθη ἀπὸ τὴν συμβουλὴν
τοῦ φιδιοῦ καὶ ἔπεσεν εἰς τὴν
παράβασιν. |
15
σωθήσεται δὲ διὰ τῆς τεκνογονίας,
ἐὰν μείνωσιν ἐν πίστει καὶ
ἀγάπῃ καὶ ἁγιασμῷ μετὰ
σωφροσύνης. |
15
Θα σωθῇ δὲ κάθε γυναῖκα
διὰ τῆς τεκνογονίας, μὲ τὴν
ἀπόκτησιν δηλαδὴ καὶ καλὴν ἀνατροφὴν
τῶν τέκνων της, ἐὰν βέβαια μείνουν
μέχρι τέλους εἰς τὴν πίστιν
πρὸς τοὺς ἄνδρας των, εἰς τὴν
ἀγάπην πρὸς αὐτοὺς καὶ
εἰς τὸν ἁγιασμὸν μὲ τὴν
σωφροσύνην καὶ τὴν ἁγνότητά
των. |
15
Θὰ σωθῇ δὲ κάθε γυναῖκα μὲ τὴν
γέννησιν καὶ τὴν ἀνατροφὴν τέκνων,
ἄρκει νὰ τηρήσουν αἱ γυναῖκες πίστιν
εἰς τοὺς ἄνδρας των καὶ ἀγάπην
εἰς αὐτοὺς καὶ νὰ διαφυλάξουν
μὲ σωφροσύνην τὸν ἁγιασμὸν τῆς
ἁγνότητος. |