Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ἰτεῖσθε
παρὰ Κυρίου ὑετὸν
καθ' ὥραν πρώϊμον
καὶ ὄψιμον· Κύριος
ἐποίησε φαντασίας,
καὶ ὑετόν σειμερινὸν δώσει
αὐτοῖς, ἑκάστῳ βοτάνην
ἐν ἀγρῷ. |
αρακαλεῖτε
τὸν Θεὸν καὶ ζητεῖτε ἀπὸ
αὐτόν, νὰ σᾶς δώσῃ εἰς
τὴν κατάλληλον ἐποχὴν τὴν βροχήν,
τὴν πρώϊμον καὶ τὴν ὄψιμον.
Ὁ Κύριος πραγματοποιεῖ λαμπρὰ γεγονότα
εἰς τὸν οὐρανόν, τὰς ἀστραπάς,
δίδει δὲ εἰς τοὺς ἀνθρώπους
τὰς χειμερινὰς βροχάς, ὥστε νὰ
ποτίζωνται τὰ φυτὰ ὅλων τῶν
ἀγρῶν.
|
ητήσατε
διὰ τῆς προσευχῆς ἀπὸ τὸν
Κύριον νὰ σᾶς στείλῃ εἰς τὴν
κατάλληλον ὥραν βροχὴν πρώϊμον <κατὰ
τὸ φθινόπωρον> καὶ ὄψιμον <κατὰ
τὴν ἄνοιξιν>. Ὁ παντοδύναμος Κύριος ποιεῖ
ἀφάνταστα, ἐκπληκτικὰ γεγονότα, τὶς
ἀστραπές, καὶ δίδει εἰς τοὺς
ἀνθρώπους πλουσίαν χειμερινὴν βροχήν, μὲ
τὴν ὁποίαν ποτίζονται τὰ χόρτα καὶ
τὰ φυτὰ τῶν ἀγρῶν.
|
2
Διότι οἱ ἀποφθεγγόμενοι ἐλάλησαν
κόπους, καὶ οἱ μάντεις ὁράσεις
ψευδεῖς, καὶ τὰ ἐνύπνια ψευδῆ
ἐλάλουν, μάταια παρεκάλουν· διὰ
τοῦτο ἐξηράνθησαν ὡς πρόβατα
καὶ ἐκακώκησαν, διότι οὐκ ἦν
ἴασις. |
2
Ἀντιθέτως οἱ ἐν ὀνόματι
τῶν εἰδώλων ὁμιλοῦντες προεκάλουν
καταστροφάς. Οἱ μάντεις αὐτῶν
ἐψεύδοντο, ὅταν ἔλεγαν ὅτι βλέπουν
ὁράσεις. Τὰ δῆθεν ἀποκαλυπτικὰ
ἐνύπνια, περὶ τῶν ὁποίων
ὠμιλοῦσαν, ἦσαν ψευδῆ. Ματαίως
δὲ παρεκάλουν τὰ εἴδωλα εἰς
βοήθειαν. Αὐτοὶ καὶ ὁ λαὸς
διὰ τὴν εἰδωλολατρείαν των ἐστερήθησαν
τῶν πάντων. Ἐξηράνθησαν ὡς πρόβατα,
ποὺ δὲν ἔχουν βοσκήν, ἐταλαιπωρήθησαν,
διότι ἀπὸ πουθενὰ δὲν ὑπῆρξε
θεραπεία. |
2
Ἐνῷ ἀντιθέτως, ὅσοι ὠμιλοῦσαν
ἐν ὀνόματι τῶν εἰδώλων, οἱ ψευδοπροφῆται,
ἐπροκαλοῦσαν καταστροφές. Καὶ οἱ ψευδολόγοι
μάντεις των ἐψεύδοντο, ὅταν ἐπέμεναν ὅτι
ἔβλεπαν ὁράσεις. Τὰ δῆθεν θεῖα
καὶ ἀποκαλυπτικὰ ἐνύπνια, διὰ
τὰ ὁποῖα ὠμιλοῦσαν, ἦσαν
ψευδῆ. Μάταια δὲ παρακαλοῦσαν τὰ εἴδωλα
διὰ βοήθειαν. Αὐτὸς εἶναι ὁ
λόγος, διὰ τὸν ὁποῖον ἀντιμετώπισαν
στερήσεις· ἐξηράνθησαν ὅπως τὰ πρόβατα,
ποὺ δὲν ἔχουν οὔτε νερὸν νὰ
πιοῦν οὔτε χορτάρι νὰ βοσκήσουν, καὶ
ἐταλαιπωρήθησαν εἰς τὴν Βαβυλῶνα ὡς
ἐξόριστοι καὶ αἰχμάλωτοι, διότι ἔμειναν
ἀποίμαντοι καὶ διότι δὲν ὑπῆρχε
τρόπος θεραπείας τῶν κακουχιῶν των.
|
3
Ἐπὶ τοὺς ποιμένας παρωξύνθη
ὁ θυμός μου, καὶ ἐπὶ τοὺς
ἀμνοὺς ἐπισκέψομαι· καὶ
ἐπισκέψεται Κύριος ὁ Θεὸς ὁ
παντοκράτωρ τὸ ποίμνιον αὐτοῦ
τὸν οἶκον Ἰούδα καὶ τάξει
αὐτοὺς ὡς ἵππον εὐπρεπῆ
αὐτοῦ ἐν πολέμῳ. |
3
Ἐναντίον τῶν κακῶν ποιμένων
ἐξηρεθίσθη ἡ ὀργή μου, θὰ
ἐπισκεφθῶ ὅμως καὶ θὰ ἐπιβλέψω
τὰ πρόβατα. Ὁ Κύριος ὁ Θεὸς
ὁ παντοκράτωρ, θὰ ἐπισκεφθῇ
τὸ ποίμνιόν του, τὸν λαὸν τῆς
φυλῆς Ἰούδα. Θὰ ἀναδείξῃ
καὶ θὰ χρησιμοποιήσῃ αὐτοὺς
ὡς ὠραιότατον πολεμικὸν ἵππον.
|
3
Ἐναντίον τῶν πονηρῶν καὶ ἀστόργων
ποιμένων ἄναψε ὁ θυμός μου εἰς τὸν
ὕψιστον βαθμόν, θὰ ἐπισκεφθῶ ὅμως
τὰ ἥμερα καὶ ἄκακα πρόβατά μου. Ὁ
παντοκράτωρ Κύριος καὶ Θεὸς θὰ ἐπισκεφθῇ
τὸ λογικὸν ποίμνιόν του, τὸν Ἰουδαϊκὸν
λαὸν θὰ ἀναδείξῃ δὲ αὐτοὺς
καὶ θὰ τοὺς καταστήσῃ ὡς ἵππον
εὐπρεπῆ καὶ πολεμικώτατον.
|
4
Καὶ ἀπ' αὐτοῦ ἐπέβλεψε
καὶ ἐξ αὐτοῦ ἔταξε, καὶ
ἀπ' αὐτοῦ τόξον ἐν θυμῷ·
ἀπ' αὐτοῦ ἐξελεύσεται πᾶς
ὁ ἐξελαύνων ἐν τῷ αὐτῷ.
|
4
Εἰς τὸν λαὸν Ἰούδα ἔτρεψεν
εὐμενῶς τὸ βλέμμα του. Ἀπὸ
αὐτὸν συνέταξε δυνάμεις εἰς
μάχας, ἀπὸ αὐτὸν ἐξέλεξε
τολμηροὺς καὶ ἐπιτηδείους τοξότας,
ἀπὸ τὸν λαὸν αὐτὸν θὰ
ἐξέρχεται ὁ ἑκάστοτε ἀρχηγὸς
τοῦ στρατοῦ των, ὁ ὁποῖος καὶ
θὰ ἡγεῖται ὄχι μισθοφόρων, ἄλλα
στρατοῦ Ἰουδαίων.
|
4
Εἰς τὸν Ἰουδαϊκὸν λαὸν ἔστρεψε
καὶ προσήλωσε μὲ ἀγαθὴν διάθεσιν τὸ
βλέμμα Του καὶ ἀπὸ αὐτὸν συνέταξεν
στρατιωτικὴν δύναμιν καὶ παρέταξεν εἰς μάχην
γενναίους ἄνδρας, ἀπὸ αὐτὸν
δὲ ἐστρατολόγησε τολμηροὺς καὶ γενναίους
τοξότας. Ἀπὸ τὸν λαὸν αὐτὸν
ἐπίσης θὰ προέρχεται ὁ ἑκάστοτε στρατηγός,
ὁ ὁποῖος θὰ εἶναι ἐπικεφαλῆς
στρατοῦ Ἰουδαϊκοῦ καὶ ὄχι μισθοφορικοῦ.
|
5
Καὶ ἔσονται ὡς μαχηταὶ πατοῦντες
πηλὸν ἐν ταῖς ὁδοῖς ἐν
πολέμῳ καὶ παρατάξονται, διότι
Κύριος μετ' αὐτῶν, καὶ καταισχυνθήσονται
ἀναβάται ἵππων. |
5
Οἱ ἄνδρες του θὰ εἶναι ὡς ἡρωϊκοὶ
ἐμπειροπόλεμοι μαχηταί, οἱ ὁποῖοι
θὰ πατοῦν τοὺς ἐχθρούς των,
ὅπως τὴν λάσπην τῶν δρόμων.
Θὰ παραταχθοῦν ἀνδρείως εἰς
μάχην, διότι ὁ Κύριος ὁ Θεὸς
θὰ εἶναι μαζῆ των. Ἐμπρὸς εἰς
τὴν ὀρμητικότητά των θὰ κατεντροπιασθῇ
καὶ θὰ κατεξευτελισθῇ τὸ ἐχθρικὸν
ἱππικόν. |
5
Οἱ στρατιῶται του θὰ εἶναι γενναῖοι
πολεμισταί, οἱ ὁποῖοι θὰ συμπατοῦν
τοὺς ἐχθρούς των, ὅπως πατοῦν τὴν
λάσπην τῶν δρόμων, θὰ παραταχθοῦν εἰς
μάχην μὲ φρόνημα ἠρωϊκόν, διότι ὁ Κύριος
θὰ εἶναι μαζί των ἡγούμενος τοῦ στρατοῦ,
ἐμπρὸς δὲ εἰς τὴν ὁρμήν
των τὸ ἐχθρικὸν ἱππικὸν θὰ
κατεντροπιασθῇ καὶ θὰ κυριευθῇ ἀπὸ
σύγχυσιν καὶ πανικόν. |
6
Καὶ κατισχύσω τὸν οἶκον Ἰούδα
καὶ τὸν οἶκον Ἰωσὴφ σώσω
καὶ κατοικιῶ αὐτούς, ὅτι ἠγάπησα
αὐτούς, καὶ ἔσονται ὃν τρόπον
οὐκ ἀπεστραψάμην αὐτούς·
διότι ἐγὼ Κύριος ὁ Θεὸς
αὐτῶν καὶ ἐπακούσομαι αὐτοῖς.
|
6
Ἐγὼ θὰ ἐνισχύσω τοὺς Ἰουδαίους
καὶ θὰ σώσω τοὺς Ἰσραηλίτας,
θὰ τοὺς ἐγκαταστήσω ἀσφαλεῖς
καὶ εἰρηνικούς, διότι τοὺς ἠγάπησα.
Θὰ εἶναι αὐτοὶ δι' ἐμέ,
ὅπως ἦσαν, πρὶν ἀποστρέψω τὸ
πρόσωπόν μου ἀπὸ αὐτοὺς
διὰ τὰς ἁμαρτίας των. Διότι
ἐγὼ εἶμαι Κύριος ὁ Θεός
των καὶ ἐγὼ θὰ κάμω δεκτὰς
τὰς πρσσευχάς των.
|
6
Θὰ ἐνδυναμώσω τοὺς Ἰουδαίους καὶ
θὰ σώσω τοὺς Ἰσραηλίτες, θὰ τοὺς
ἐγκαταστήσω δὲ εἰς τὴν γῆν τῶν
πατέρων των μὲ ἀσφάλειαν καὶ εἰρήνην,
διότι τοὺς ἀγάπησα· καὶ θὰ εἶναι
πλέον εἰς Ἐμέ, ὅπως ἦσαν προτοῦ
νὰ τοὺς ἐγκαταλείψω καὶ ἀποστρέψω
τὸ πρόσωπόν μου ἀπὸ αὐτούς. Διότι
ἐγὼ εἶμαι Κύριος ὁ Θεός των
καὶ θὰ κάμω δεκτὲς τὶς δεήσεις καὶ
ἰκεσίες των. |
7
Καὶ ἔσονται ὡς μαχηταὶ τοῦ Ἐφραίμ,
καὶ χαρήσεται ἡ καρδία αὐτῶν
ὡς ἐν οἴνῳ· καὶ τὰ
τέκνα αὐτῶν ὄψονται καὶ εὐφρανθήσονται
καὶ χαρεῖται ἡ καρδία αὐτῶν
ἐπὶ τῷ Κυρίῳ.
|
7
Θὰ εἶναι πάντοτε ἰσχυροὶ καὶ
ἠρωϊκοὶ πολεμισταί, ὅπως τῆς
φυλῆς Ἐφραίμ, καὶ ἡ καρδιά
των θὰ εἶναι χαρούμενη ὡσὰν
τῶν ἀνθρώπων, ἐκείνων, οἱ
ὁποῖοι πίνουν ἐν μέτρῳ
οἶνον. Τὰ παιδιά των θὰ ἰδοῦν
τὰ ἡρωϊκὰ ἔργα τῶν πατέρων
των καὶ θὰ εὐφρανθοῦν· θὰ
χαρῇ ἡ καρδιά των ἐν Κυρίῳ.
|
7
Θὰ εἶναι ἰσχυροί, γενναῖοι καὶ
τολμηροὶ πολεμισταί, ὅπως εἶναι οἱ
ἄνδρες τῆς φυλῆς Ἐφραίμ, ἡ
δὲ καρδιά των θὰ εἶναι ἀμέριμνη
καὶ πλημμυρισμένη ἀπὸ εὐφροσύνην,
ὅπως εἶναι ἡ καρδιὰ ἐκείνων,
οἱ ὁποῖοι πίνουν <ἐν μέτρῳ>
κρασί. Τὰ παιδιά των θὰ ἰδοῦν
τὰ κατορθώματα καὶ τὴν εὐτυχίαν τῶν
γονέων των καὶ θὰ εὐφρανθοῦν καὶ
αὐτά. Ἡ δὲ καρδιά των θὰ χαρῇ
διὰ τὴν σωτήριον ἐπέμβασιν, προστασίαν καὶ
εὐλογίαν τοῦ Κυρίου. |
8
Σημανῶ αὐτοῖς καὶ εἰσδέξομαι
αὐτούς, διότι λυτρώσομαι αὐτούς,
καὶ πληθυνθήσονται καθότι ἦσαν πολλοί.
|
8
Θὰ δώσω σημεῖον εἰς αὐτοὺς
ἐπιστροφῆς ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσίαν
καὶ θὰ τοὺς ὑποδεχθῶ ἐγὼ
ἐκ τὴν πατρίδα των, διότι ἐγὼ
θὰ τοὺς ἐλευθερώσω ἀπὸ
τὴν δουλείαν των, θὰ πληθυνθοῦν δὲ
καὶ θὰ αὐξηθοῦν, θὰ γίνουν
πολλοί, ὅπως ἦσαν καὶ προηγουμένως,
|
8
Θὰ δώσω εἰς αὐτοὺς σημεῖον ἐπιστροφῆς
καὶ συγκεντρώσεως ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσίαν
καὶ θὰ τοὺς δεχθῶ εἰς τὴν
πατρίδα των, διότι θὰ τοὺς ἐλευθερώσω ἀπὸ
τὴν δουλείαν. Καὶ ἀφοῦ δεχθοῦν
τὴν εὐλογίαν τῆς πολυγονίας, θὰ αὐξηθοῦν
εἰς πλῆθος πολὺ τόσον, ὅσον ἦσαν
καὶ προηγουμένως <ἢ κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν:
Καὶ θὰ πολλαπλασιάζωνται ἀκατάπαυστα>.
|
9
Καὶ σπερῶ αὐτοὺς ἐν λαοῖς,
καὶ οἱ μακρὰν μνησθήσονταί μου,
ἐκθρέψουσι τὰ τέκνα αὐτῶν
καὶ ἐπιστρέψουσι. |
9
Τοὺς διεσκόρπισα μεταξὺ τῶν λαῶν.
Ἀλλὰ εἰς τὰς μακρυνὰς αὐτὰς
χώρας, αὐτοί ποὺ ἦσαν καὶ
ψυχικῶς μακρὰν ἀπὸ ἐμέ,
μὲ ἐνεθυμήθησαν. Ἀνέθρεψαν τὰ
τέκνα των μὲ εὐσέβειαν καὶ ἐπέστρεψαν
εἰς τὸν τόπον των.
|
9
Τοὺς διέσπειρα καὶ τοὺς διεσκόρπισα μεταξὺ
τῶν διαφόρων λαῶν ἐν τούτοις εἰς τὶς
μακρινὲς αὐτές χῶρες μὲ ἐνεθυμήθησαν
καὶ ἀνέθρεψαν τὰ τέκνα των μὲ εὐσέβειαν
καὶ φόβον Θεοῦ καὶ ἐπέστρεψαν εἰς
τὴν πατρίδα των. |
10
Καὶ ἐπιστρέψω αὐτοὺς ἐκ
γῆς Αἰγύπτου καὶ ἐξ Ἀσσυρίων
εἰσδέξομαι αὐτούς, καὶ εἰς
τὴν Γαλααδῖτιν καὶ εἰς τὸν Λίβανον
εἰσάξω αὐτούς, καὶ οὐ
μὴ ὑπολειφθῇ ἐξ αὐτῶν
οὐδὲ εἷς· |
10
Εἶπα· θὰ ἐπαναφέρω αὐτούς,
ὅπως ἄλλοτε ἀπὸ τὴν χώραν
τῆς Αἰγύπτου, καὶ τώρα ἀπὸ
τὴν χώραν τῶν Ἀσσυρίων θὰ
ὑποδεχθῶ αὐτούς. Θὰ τοὺς
ἐγκαταστήσω εἰς τὴν χώραν Γαλαάδ,
εἰς τὸν Λίβανον. Κανεὶς ἀπὸ
αὐτοὺς δὲν θὰ μείνῃ εἰς
τὴν χώραν τῆς ἐξορίας.
|
10
Θὰ τοὺς φέρω πάλιν πίσω, ὅπως παλαιότερα
ἀπὸ τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου,
καὶ θὰ τοὺς δεχθῶ τώρα ἀπὸ
τὴν χώραν τῶν Ἀσσυρίων. Θὰ τοὺς
ὁδηγήσω καὶ θὰ τοὺς ἐγκαταστήσω
εἰς τὴν πολὺ εὔφορον καὶ καρποφόρον
περιοχὴν Γαλαὰδ καὶ εἰς τὸν
κατάφυτον ἀπὸ δάση Λίβανον κανεὶς δὲ
ἀπὸ αὐτοὺς δὲν θὰ ἀπομείνῃ
πλέον εἰς τὴν ἐξορίαν.
|
11
καὶ διελεύσονται ἐν θαλάσσῃ
στενῇ καὶ πατάξουσιν ἐν θαλάσσῃ
κύματα, καὶ ξηρανθήσεται πάντα τὰ
βάθη ποταμῶν, καὶ ἀφαιρεθήσεται
πᾶσα ὕβρις Ἀσσυρίων, καὶ σκῆπτρον
Αἰγύπτου περιαιρεθήσεται.
|
11
Οἱ ἐπιστρέφοντες θὰ περάσουν
στενὴν θάλασσαν, ὅπως οἱ πρόγονοί
των τὴν Ἐρυθράν, θὰ κτυπήσουν
τὰ κύματά της. Οἱ ποταμοὶ θὰ
ξηρανθοῦν εἰς ὅλον αὐτῶν τὸ
βάθος. Ἔτσι δὲ ἡ ἔπαρσις καὶ
ἡ ὑπερηφάνεια τῶν Ἀσσυρίων
θὰ ταπεινωθοῦν, καὶ τὸ σκῆπτρον
τῆς αἰγυπτιακῆς κυριαρχίας θὰ
ἀφαιρεθῇ.
|
11
Αὐτοὶ ποὺ ἐπιστρέφουν εἰς τὴν
πατρίδα των, θὰ περάσουν ἀπὸ πολλὲς
θλίψεις καὶ στενοχώριες καὶ θὰ ἀντιμετωπίσουν
μεγάλους κινδύνους καὶ πειρασμούς: Θὰ διέλθουν
ἀπὸ θάλασσαν στενήν, ἀλλὰ θὰ
κτυπήσουν τὰ κύματά της, τὰ ὁποῖα
καὶ θὰ ὑποχωρήσουν ἐπίσης οἱ
βαθεῖς ποταμοὶ θὰ στεγνώσουν καὶ θὰ
ξεραθοῦν. Τοιουτοτρόπως ὁ ἐγωϊσμὸς
καὶ ἡ ὑπερηφάνεια τῶν Ἀσσυρίων
θὰ ταπεινωθοῦν, καὶ τὸ βασιλικὸν
σκῆπτρον τῆς ἰσχυρᾶς Αἰγυπτιακῆς
ἡγεμονίας θὰ ἀφαιρεθῇ.
|
12
Καὶ κατισχύσω αὐτοὺς ἐν Κυρίῳ
Θεῷ αὐτῶν, καὶ ἐν τῷ ὀνόματι
αὐτοῦ κατακαυχήσονται, λέγει Κύριος.
|
12
Ἐγὼ θὰ τοὺς ἐνισχύσω μὲ
τὴν δύναμίν μου. ὡς Κύριος καὶ
Θεός των, λέγει Κύριος ὁ παντοκράτωρ,
καὶ εἰς τὸ ὄνομά μου αὐτοὶ
θὰ καυχῶνται μὲ ἐνθουσιασμόν.
|
12
Ἐγὼ δὲ θὰ τοὺς ἐνδυναμώσω
ὡς Κύριος καὶ Θεὸς ἰδικός των, ὁπότε
αὐτοὶ θὰ καταστοῦν διάσημοι διὰ
τῆς ἰδικῆς μου βοηθείας καὶ εἰς
τὸ ὄνομά μου θὰ καυχῶνται, λέγει ὁ
παντοκράτωρ Κύριος. |