Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ν
τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ
ἔσται πᾶς τόπος διανοιγόμενος τῷ
οἴκῳ Δαυὶδ καὶ τοῖς
κατοικοῦσιν Ἱερουσαλὴμ εἰς
τὴν μετακίνησιν καὶ εἰς τὸν
χωρισμόν. |
ατὰ
τὰς ἡμέρας ἐκείνας ὅλος
ὁ τόπος θὰ εἶναι ἀνοικτὸς
εἰς τοὺς ἀπογόνους
τοῦ οἴκου Δαβὶδ καὶ εἰς
ὅλους, ὅσοι θὰ κατοικοῦν τὴν
Ἱερουσαλήμ, ὥστε ἐλευθέρως αὐτοὶ
νὰ μετακινοῦνται καὶ νὰ κυκλοφοροῦν,
ὅπου θέλουν.
|
ατὰ
τὴν ἱστορικὴν ἐκείνην ἡμέραν
θὰ συμβῇ τοῦτο: Ὅλος ὁ τόπος
θὰ εἶναι ἀνοικτὸς εἰς τὸν
οἶκον τοῦ Δαβὶδ καὶ εἰς ὅλους,
ὅσοι θὰ κατοικοῦν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ,
δι' ἐλευθέραν διακίνησιν καὶ ἀκώλυτον κυκλοφορίαν.
|
2
Καὶ ἔσται ἐν τῇ ἡμέρᾳ
ἐκείνῃ, λέγει Κύριος Σαβαώθ,
ἐξολοθρεύσω τὰ ὀνόματα τῶν
εἰδώλων ἀπὸ τῆς γῆς, καὶ
οὐκ ἔτι αὐτῶν ἔσται μνεία·
καὶ τοὺς ψευδοπροφήτας καὶ τὸ
πνεῦμα τὸ ἀκάθαρτον ἐξαρῶ
ἀπὸ τῆς γῆς. |
2
Κατὰ τὴν ἐποχὴν ἐκείνην,
λέγει ὁ Κύριος τῶν δυνάμεων,
θὰ ἐξολοθρεύσω καὶ τὰ ὀνόματα
ἀκόμη τῶν εἰδώλων ἀπὸ
τὴν γῆν καὶ δὲν θὰ τὰ
ἐνθυμοῦνται πλέον οἱ ἄνθρωποι.
Θὰ ξερριζώσω ἀπὸ τὴν γῆν
τοὺς ψευδοπροφήτας τῶν εἰδώλων
καὶ θὰ ἐξαφανίσω τὸ ἀκάθαρτον
πνεῦμα, ποὺ τοὺς ἐνέπνεε.
|
2
Κατὰ τὴν ἱστορικὴν δὲ ἐκείνην
ἡμέραν θὰ συμβῇ τοῦτο, λέγει ὁ
Κύριος τῶν οὐρανίων δυνάμεων, ὁ Παντοκράτωρ:
Θὰ ἐξολοθρεύσω τὰ ὀνόματα τῶν
εἰδώλων ἀπὸ τὴν χώραν τῆς Ἰουδαίας,
καὶ οἱ ἄνθρωποι δὲν θὰ τὰ
ἐνθυμοῦνται πλέον θὰ τὰ λησμονήσουν.
Ἐπίσης θὰ ξερριζώσω καὶ θὰ ἐξαφανίσω
ἀπὸ τὴν χώραν τῆς Ἰουδαίας τοὺς
ψευδοπροφήτας καὶ τὸ ἀκάθαρτον καὶ
πονηρὸν πνεῦμα, τὸ ὁποῖον τοὺς
ἐμπνέει καὶ τοὺς παραπλάνα.
|
3
Καὶ ἔσται ἐὰν προφητεύσῃ
ἄνθρωπος ἔτι, καὶ ἐρεῖ πρὸς
αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ
ἡ μήτηρ αὐτοῦ, οἱ γεννήσαντες
αὐτόν· οὐ ζήσῃ, ὅτι
ψευδῆ ἐλάλησας ἐπ' ὀνόματι
Κυρίου· καὶ συμποδιοῦσιν αὐτὸν
ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἡ μήτηρ
αὐτοῦ, οἱ γεννήσαντες αὐτόν,
ἐν τῷ προφητεύειν αὐτόν.
|
3
Θὰ συμβῇ δὲ καὶ τοῦτο·
ἐὰν παρουσιασθῇ κάποιος ψευδοπροφήτης
καὶ θελήσῃ νὰ προφητεύση, ὁ
πατήρ του καὶ ἡ μητέρα του, αὐτοὶ
οἱ ὁποῖοι τὸν ἐγέννησαν,
θὰ τοῦ εἴπουν· <δὲν θὰ
ζήσῃς θὰ θανατωθῇς, διότι ἐτόλμησες
νὰ λαλήσῃς ψεύδη ἐν ὀνόματι
τοῦ Κυρίου>. Καὶ θὰ δέσουν
αὐτοῦ τοὺς πόδας καὶ θὰ
τὸν παραδώσουν εἰς θάνατον ὁ
πατέρας του καὶ ἡ μητέρα του, αὐτοὶ
οἱ ὁποῖοι τὸν ἐγέννησαν,
διότι προεφήτευσε ψεύδη.
|
3
Καὶ τότε θὰ συμβῇ τοῦτο: Ἐὰν
κάποιος ψευδοπροφήτης σννεχίζῃ ἀκόμη νὰ
προφητεύῃ, ὁ πατέρας του καὶ ἡ μητέρα
του, τὰ πρόσωπα ποὺ τὸν ἐγέννησαν,
θὰ τοῦ εἰποῦν: <Δὲν θὰ
ζήσῃς· θὰ ἀποθάνῃς, διότι ἐτόλμησες
νὰ προφητεύσῃς ψευδῶς εἰς τὸ
ὄνομα τοῦ Κυρίου>. Καὶ θὰ δέσουν
τὰ πόδια του, διὰ νὰ τὸν θανατώσουν
ὁ πατέρας του καὶ ἡ μητέρα του, αὐτοί
οἱ ὁποῖοι τὸν ἐγέννησαν, διότι
ἐτόλμησε νᾲ προφητεύσῃ ψευδῶς.
|
4
Καὶ ἔσται ἐν τῇ ἡμέρᾳ
ἐκείνῃ καταισχυνθήσονται οἱ
προφῆται, ἕκαστος ἐκ τῆς ὁράσεως
αὐτοῦ, ἐν τῷ προφητεύειν αὐτόν,
καὶ ἐνδύσονται δέρριν τριχίνην
ἀνθ' ὧν ἐψεύσαντο.
|
4
Κατὰ τὴν ἐποχὴν ἐκείνην,
ὅλοι οἱ ψευδοπροφῆται θὰ κατεντροπιασθοῦν,
ὁ καθένας ἐξ αἰτίας τῶν
ψευδῶν ὁραμάτων καὶ τῶν ψευδῶν
προφητειῶν των, καὶ θὰ ἐνδυθοῦν
ἔνδυμα τρίχινον, διότι ἐκήρυτταν
ψεύδη.
|
4
Κατὰ τὴν ἱστορικὴν καὶ εὐλογημένην
ἐκείνην ἡμέραν θὰ συμβῇ τοῦτο:
θὰ κατεντροπιασθοῦν οἱ ψευδοπροφῆται,
ὁ καθένας ἕνεκα τῶν ψευδῶν ὁραμάτων
του, ἐπειδὴ θὰ προφητεύῃ ψευδῶς,
καὶ θὰ ἐνδυθοῦν τρίχινον σάκκον, διότι
ἐκήρυτταν ψεύδη καὶ ἀπατούσαν τὸν
λαόν. |
5
Καὶ ἐρεῖ· οὐκ εἰμὶ
προφήτης ἐγώ, διότι ἄνθρωπος
ἐργαζόμενος τὴν γῆν ἐγώ
εἰμι, ὅτι ἄνθρωπος ἐγέννησέ
με ἐκ νεότητός μου. |
5
Κατεντροπιασμένος δὲ ὁ καθένας ἀπὸ
αὐτοὺς θὰ ἀπαντᾷ· <δὲν
εἶμαι ἐγὼ προφήτης. Εἶμαι ἕνας
ἀπλοῦς ἄνθρωπος ποὺ ἐργάζεται
εἰς τὰ χωράφια. Ἁπλοῖ καὶ
ἄσημοι ἄνθρωποι ὑπῆρξαν οἱ γονεῖς
μου, τὸ ἴδιο καὶ ἐγὼ ἐκ
νεότητός μου>.
|
5
Καὶ καθένας ἀπὸ αὐτοὺς
θὰ λέγῃ: <Ἐγὼ δὲν εἶμαι
προφήτης· ἐγὼ εἶμαι ἄνθρωπος
ἄσημος, ποὺ ἀπὸ τὰ νεανικά
του χρόνια ἐργάζεται καὶ καλλιεργεῖ τὴν
γῆν καὶ ἀπὸ ἄνθρωπον ἀπλοῦν,
ἄσημον, ἰδιώτην ἐγεννήθηκα>.
|
6
Καὶ ἐρῶ πρὸς αὐτόν·
τί αἱ πληγαὶ αὗται ἀναμέσον
τῶν χειρῶν σου; Καὶ ἐρεῖ·
ἃς ἐπλήγην ἐν τῷ οἰκῶ
τῷ ἀγαπητῷ μου. |
6
Καὶ ἐὰν κανεὶς τὸν ἐρωτήσῃ,
ἐκ ποίας αἰτίας ὑπάρχουν
αὐταὶ αἱ πληγαὶ εἰς τὰ
χέρια σου; Ἐκεῖνος θὰ ἀπαντήση·
<τὰς πληγὰς αὐτὰς τὰς ἔλαβα
εἰς τὸν οἶκον τῶν ἀγαπητῶν
μου φίλων καὶ συγγενῶν>.
|
6
Καὶ ἂν τὸν ἐρωτήσω <ἂν κάποιος
τὸν ἐρωτήσῃ>: <Τί εἶναι
αὐτὰ τὰ τραύματα καὶ τὰ χαράγματα
εἰς τὰ χέρια σου;> Αὐτὸς θὰ
ἀπαντήσῃ: <Αὐτὰ τὰ τραύματα
εἶναι ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα
ἔλαβα εἰς τὸ σπίτι τῶν ἀνθρώπων
ποὺ μὲ ἐγέννησαν, τῶν συγγενῶν
μου>. |
7
Ρομφαία ἐξεγέρθητι ἐπὶ τοὺς
ποιμένας μου καὶ ἐπὶ ἄνδρα πολίτην
μου, λέγει Κύριος παντοκράτωρ· πατάξατε
τοὺς ποιμένας καὶ ἐκσπάσατε
τὰ πρόβατα, καὶ ἐπάξω τὴν
χεῖρά μου ἐπὶ τοὺς ποιμένας.
|
7
<Ρομφαία ἂς ὑψωθῇ ἐναντίον
τῶν κακῶν ποιμένων μου καὶ ἐναντίον
κάθε κακοῦ συμπολίτου μου, λέγει Κύριος
ὁ παντοκράτωρ. Κτυπήσατε τοὺς ποιμένας,
διὰ νὰ ἀποσπάσετε καὶ γλυτώσετε
ἀπὸ τὰ χέρια των τὰ πρόβατα.
Ἐγὼ δὲ θὰ ἐπιφέρω βαρεῖαν
καὶ τιμωρὸν τὴν χεῖρα μου ἐναντίον
ποιμένων.
|
7
Πλατὺ καὶ μεγάλο ἀμφίστομον σπαθί, σήκω
ἐπάνω ἄγρυπνον καὶ πρόθυμον ἐναντίον
τῶν κακῶν ποιμένων μου καὶ ἐναντίον
κάθε κακοῦ συμπολίτου μου, λέγει ὁ Κύριος ὁ
Παντοκράτωρ. Κτυπῆστε καὶ θανατῶστε τοὺς
κακοὺς ποιμένας, ἀποσπάστε καὶ ἐλευθερῶστε
τὰ πρόβατα ἀπὸ τὰ χέρια των. Ἐγὼ
δὲ θὰ καταφέρω βαρὺ καὶ τιμωρητικὸν
τὸ χέρι μου ἐναντίον τῶν ποιμένων.
|
8
Καὶ ἔσται ἐν πάσῃ τῇ γῇ,
λέγει Κύριος, τὰ δύο μέρη αὐτῆς
ἐξολοθρευθήσεται καὶ ἐκλείψει,
τὸ δὲ τρίτον ὑπολειφθήσεται
ἐν αὐτῇ· |
8
Ἀπὸ ὅλους δὲ τοὺς κατοίκους
τῆς ἰουδαϊκῆς χώρας, λέγει ὁ
Κύριος, τὰ δύο μέρη θὰ καταστραφοῦν
καὶ θὰ ἐξαφανισθοῦν, καὶ μόνον
τὸ τρίτον μέρος θὰ μείνῃ
εἰς αὐτήν.
|
8
Θὰ συμβῇ δὲ τοῦτο: Ἀπὸ
ὅλους τοὺς κατοίκους τῆς χώρας τῆς
Ἰουδαίας θὰ καταστραφοῦν καὶ θὰ
ἐξαλειφθοῦν τὰ δύο μέρη, μόνον δὲ
τὸ τρίτον θὰ ἀπομείνῃ εἰς αὐτήν.
|
9
καὶ διάξω τὸ τρίτον διὰ πυρὸς
καὶ πυρώσω αὐτούς, ὡς πυροῦται
τὸ ἀργύριον, καὶ δοκιμῶ αὐτούς,
ὡς δοκιμάζεται τὸ χρυσίον· αὐτὸς
ἐπικαλέσεται τὸ ὄνομά μου, κἀγὼ
ἐπακούσομαι αὐτοὶ καὶ ἐρῶ·
λαός μου οὗτός ἐστι, καὶ αὐτὸς
ἐρεῖ Κύριος ὁ Θεός μου.
|
9
Αὐτὸ δὲ τὸ τρίτον μέρος
θὰ τὸ περάσω διὰ μέσου τοῦ
πυρός, θὰ τοὺς δοκιμάσω μὲ τὸ
πῦρ τῶν θλίψεων, ὅπως δοκιμάζεται
μὲ τὴ φωτιὰ ὁ ἄργυρος. Θὰ
τοὺς δοκιμάσω, ὅπως δοκιμάζεται καὶ
καθαρίζεται ὁ χρυσὸς μὲ τὸ πῦρ.
Αὐτὸς ὁ λαὸς τότε θὰ ἐπικαλεσθῇ
τὸ Ὄνομά μου καὶ ἐγὼ θὰ
τὸν ἀκούσω καὶ θὰ εἴπω·
Αὐτὸς εἶναι πράγματι ὁ λαός
μου καὶ αὐτὸς θὰ μοῦ πῇ·
εἶσαι ὁ Κύριος καὶ ὁ Θεός
μου>. |
9
Αὐτὸ ὅμως τὸ τρίτον μέρος τῶν
κατοίκων θὰ τὸ περάσω ἀπὸ φωτιὰ
καὶ θὰ τοὺς δοκιμάσω μὲ τὴν
φωτιὰ τῶν θλίψεων, ὅπως ρίπτεται εἰς
τὴν φωτιὰ τὸ ἀσῆμι διὰ
νὰ καθαρισθῇ· θὰ τοὺς δοκιμάσω
καὶ καθαρίσω, ὅπως δοκιμάζεται τὸ χρυσάφι
μέσα εἰς τὸ χωνευτήρι, ὅπου διὰ τῆς
φωτιᾶς ἀπαλλάσσεται ἀπὸ κάθε νοθείαν
καὶ καθαρίζεται τελείως. Ὁ λαὸς δὲ
αὐτός, ποὺ θὰ ἔχῃ πλέον καθαρισθῆ,
θὰ ἐπικαλεσθῇ τὸ ὄνομά μου,
καὶ Ἐγὼ θὰ εἰσακούσω τὴν
ἐπίκλησίν του καὶ θὰ εἴπω: <Πράγματι·
αὐτὸς εἶναι λαὸς ἰδικός μου>·
αὐτὸς δὲ θὰ εἴπῃ πρὸς
Ἐμέ: <Σὺ εἶσαι ὁ Κύριος ὁ
Θεός μου>. |