Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
ἐκάλεσε Μωυσῆς πάντα Ἰσραήλ,
καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· ἄκουε,
Ἰσραήλ, τὰ δικαιώματα καὶ τὰ
κρίματα, ὅσα ἐγὼ λαλῶ ἐν
τοῖς ὠσὶν ὑμῶν ἐν τῇ
ἡμέρᾳ ταύτῃ, καὶ μαθήσεσθε
αὐτὰ καὶ φυλάξεσθε ποιεῖν αὐτά.
|
κάλεσεν
ὁ Μωϋσῆς ὅλους τους Ἰσραηλίτας
καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· <Ἄκουε
λαὲ τοῦ Ἰσραήλ, τὸν Νόμον
καὶ τὰς ἐντολάς, ὅσα ἐγὼ
κατὰ τὴν ἡμέραν αὐτὴν
λέγω εἰς τὰ αὐτιά σας, διὰ
νὰ μάθετε αὐτὰ καὶ νὰ
προσέξετε, ὥστε νὰ τὰ τηρῆτε.
|
αὶ
ἐκάλεσεν ὁ Μωϋσῆς ὅλους τοὺς
Ἰσραηλίτας καὶ τοὺς εἶπε: <Ἄκουε,
λαὲ τοῦ Ἰσραήλ, τὰς ἐντολὰς
καὶ τὰς διατάξεις, τὰς ὁποίας λέγω
σήμερον εἰς τὰ αὐτιά σας. Καὶ
πρέπει να τὰς μάθετε καὶ νὰ προσέξετε, ὥστε
νὰ τὰς θέσετε εἰς ἐφαρμογήν.
|
2
Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν διέθετο
πρᾶς ὑμᾶς διαθήκην ἐν Χωρήβ·
|
2
Κύριος ὁ Θεός σας ἔκαμεν ἐπίσημον
συιμφωνίαν μαζῆ σας εἰς τὸ ὄρος
Χωρήβ. |
2
Κύριος ὁ Θεός σας συνῆψε μαζί σας
συμφωνίαν εἰς τὸ βουνὸ Χωρήβ, ποὺ
εἶναι κορυφὴ τοῦ Σινᾶ.
|
3
οὐχὶ τοῖς πατράσιν ὑμῶν
διέθετο Κύριος τὴν διαθήκην ταύτην,
ἀλλ' ἢ πρὸς ὑμᾶς, ὑμεῖς
ὧδε πάντες ζῶντες σήμερον·
|
3
Αὐτὴν τὴν συμφωνίαν δὲν τὴν
ἔκαμε ὁ Κύριος μόνον μὲ τοὺς
προπάτοράς σας, ἀλλὰ καὶ μὲ
σᾶς ὅλους, οἱ ὁποῖοι ζῆτε
ἐδῶ σήμερον. |
3
Δὲν ἔκανε τὴν συμφωνίαν αὐτὴν
μόνον μὲ τοὺς πατέρας σας, ποὺ ἀπέθαναν,
ἀλλὰ καὶ μὲ σᾶς, μὲ ὅλους
σας ποὺ ζῆτε τώρα ἐδῶ.
|
4
πρόσωπον κατὰ πρόσωπον ἐλάλησε
Κύριος πρὸς ὑμᾶς ἐν τῷ
ὄρει ἐκ μέσου τοῦ πυρός,
|
4
Πρόσωπον πρὸς πρόσωπον ὡμίλησεν
ὁ Κύριος πρὸς σᾶς εἰς τὸ
ὄρος Χωρὴβ ἐκ μέσου τοῦ πυρός.
|
4
Εἰς ἐκεῖνο τὸ βουνό, μέσα ἀπὸ
τὸ πῦρ, ὡμίλησεν ὁ Κύριος πρὸς
σᾶς πρόσωπον πρὸς πρόσωπον.
|
5
κἀγὼ εἱστήκειν ἀνὰ μέσον
Κυρίου καὶ ὑμῶν ἐν τῷ
καιρῷ ἐκείνῳ ἀναγγεῖλαι
ὑμῖν τὰ ρήματα Κυρίου, ὅτι
ἐφοβήθητε ἀπὸ προσώπου τοῦ
πυρὸς καὶ οὐκ ἀνεβῆτε εἰς
τὸ ὄρος, λέγων·
|
5
Ἐγὼ δὲ ὄρθιος ἔστεκα τότε,
ὡς μεσίτης ἀνάμεσα εἰς τὸν
Κύριον καὶ εἰς σᾶς, διὰ νὰ
σᾶς ἀναγγείλω τὰ ἱερὰ
λόγια τοῦ Κυρίου, ἐπειδὴ σεῖς
εἴχατε φοβηθῆ τὸ πῦρ καὶ δὲν
ἀνεβήκατε εἰς τὸ ὄρος. Ὁ
Κύριος εἶπε τότε·
|
5
Ἑγὼ δὲ εἶχα σταθῇ ἀνάμεσα
εἰς σᾶς καὶ τὸν Κύριον σὰν μεσίτης
κατὰ τὸν καιρὸν ἐκεῖνον, διὰ
νὰ σᾶς ἀναγγείλω τοὺς λόγους τοῦ
Κυρίου· διότι σεῖς ἐφοβηθήκατε ἐμπρὸς
εἰς τὸ πῦρ καὶ δὲν ἀνεβήκατε
εἰς τὸ βουνό. Οἱ λόγοι τοῦ Κυρίου,
ποὺ σᾶς ἀνήγγειλα, εἶναι οἱ
ἐξῇς: |
6
ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ Θεός
σου ὁ ἐξαγαγών σε ἐκ γῆς Αἰγύπτου,
ἐξ οἴκου δουλείας.
|
6
Ἐγὼ εἶμαι Κύριος ὁ Θεός
σου, ὁ ὁποῖος σὲ ἔβγαλα ἐλεύθερον
ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον, ἀπὸ
τὸν οἶκον τῆς δουλείας. |
6
<Ἐγὼ εἶμαι Κύριος ὁ Θεός σου, ὁ
ὁποῖος σὲ ἔβγαλα ἐλεύθερον ἀπὸ
τὴν Αἴγυπτον, ἀπὸ τὸν τόπον
τῆς σκλαβιᾶς, |
7
Οὐκ ἔσονταί σοι θεοὶ ἕτεροι
πρὸ προσώπου μου. |
7
Δὲν θὰ ὑπάρχουν εἰς σὲ
ἄλλοι θεοὶ ἐκτὸς ἀπὸ ἐμέ.
|
7
Δὲν θὰ ἔχῃς ἄλλους θεούς, διὰ
νὰ τοὺς λατρεύης ἐμπρός μου.
|
8
Οὐ ποιήσεις σεαυτῷ εἴδωλον οὐδὲ
παντὸς ὁμοίωμα, ὅσα ἐν τῷ
οὐρανῷ ἄνω καὶ ὅσα ἐν
τῇ γῇ κάτω καὶ ὅσα ἐν
τοῖς ὕδασιν ὑποκάτω τῆς γῆς.
|
8
Δὲν θὰ κατασκευάσῃς
διὰ τὸν ἑαυτόν σου ἄγαλμα
οὔτε εἰκόνα οἰουδήποτε ὄντος,
ἀπὸ ὅσα ὑπάρχουν ἄνω
εἰς τὸν οὐρανόν, ἀπὸ
ὅσα ὑπάρχουν κάτω εἰς τὴν
γῆν καὶ ἀπὸ ὅσα εὑρίσκονται
εἰς τὰ ὕδατα ποταμῶν καὶ θαλάσσης
καὶ κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιφάνειαν
τῆς γῆς.
|
8
Δὲν θὰ κατασκευάσῃς εἴδωλον, διὰ
νὰ τὸ λατρεύῃς, οὔτε ὁμοίωμα
κανενὸς ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ
ὑπάρχουν ἐπάνω εἰς τὸν οὐρανὸν
καὶ κάτω εἰς τὴν γῆν καὶ μέσα
εἰς τὰ νερά, κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιφάνειαν
τῆς γῆς. |
9
Οὐ προσκυνήσεις αὐτοῖς οὐδὲ
μὴ λατρεύσῃς αὐτοῖς, ὅτι
ἐγὼ εἰμι Κύριος ὁ Θεός
σου, Θεὸς ζηλωτής, ἀποδιδοὺς ἁμαρτίας
πατέρων ἐπὶ τέκνα ἐπὶ
τρίτην καὶ τετάρτην γενεὰν τοῖς
μισοῦσί με. |
9
Δὲν θὰ προσκυνήσῃς αὐτὰ
οὔτε θὰ τὰ λατρεύσῃς, διότι
ἐγὼ εἶμαι Κύριος
ὁ Θεός σου, Θεὸς ζηλότυπος, τιμωρῶν
τέκνα διὰ τὰς ἁμαρτίας τῶν
γονέων μέχρι τρίτης καὶ τετάρτης
γενεᾶς, εἰς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι
μὲ μισοῦν. |
9
Δὲν θὰ προσκυνήσῃς καὶ δὲν θὰ
λατρεύσῃς αὐτὰ τὰ εἴδωλα καὶ
ὁμοιώματα, διότι ἐγὼ εἶμαι ὁ
μόνος Κύριος, ὁ Θεός σου. Εἶμαι Θεὸς ζηλότυπος.
Εἰς τοὺς ἀνθρώπους ποὺ μὲ μισοῦν,
πληρώνω τὰς ἁμαρτίας καὶ ἀνομίας τῶν
πατέρων μὲ τιμωρίας τῶν τέκνων μέχρι τρίτης καὶ
τετάρτης γενεᾶς. |
10
Καὶ ποιῶν ἔλεος εἰς χιλιάδας
τοῖς ἀγαπῶσί με καὶ τοῖς
φυλάσσουσι τὰ προστάγματά μου.
|
10
Εἶμαι ὅμως καὶ
Θεὸς ἐλεήμων, ὁ ὁποῖος
δεικνύω καὶ δίδω ἔλεος εἰς χιλιάδας
ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι μὲ
ἀγαποῦν καὶ φυλάσουν τὰς ἐντολάς
μου. |
10
Εἰς ὅσους ὅμως μὲ ἀγαποῦν
καὶ φυλάσσουν τὰ προστάγματά μου, δείχνω ἔλεος
καὶ εὐσπλαγχνίαν εἰς χιλιάδας γενεῶν.
|
11
Οὐ λήψῃ τὸ ὄνομα Κυρίου
τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίῳ·
οὐ γὰρ μὴ καθαρίσῃ Κύριος
ὁ Θεός σου τὸν λαμβάνοντα τὸ
ὄνομα αὐτοῦ ἐπὶ ματαίῳ.
|
11
Δέν θὰ προφέρῃς ἐπιπόλαια
καὶ μάταια τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ
Θεοῦ σου, διότι ὁ Κύριος δὲν
θὰ ἀπαλλάξῃ ἀπὸ τὴν
ἐνοχήν, ἀλλὰ τουναντίον θὰ
τιμωρήσῃ ὅποιον παίρνει εἰς
τὸ στόμα του τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ
ἐπιπολαίως καὶ ἀνωφελῶς.
|
11
Δὲν θὰ παίρνης εἰς τὸ στόμα σου τὸ
ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου δι' ἀσήμαντα
θέματα, διότι δὲν θὰ ἀθωώσῃ
Κύριος ὁ Θεός σου ἐκεῖνον, ποὺ παίρνει
εἰς τὸ στόμα του τὸ ὄνομά Του δι'
ἀσημάντους ἀφορμάς. |
12
Φύλαξαι τὴν ἡμέραν τῶν σαββάτων
ἁγιάζειν αὐτήν, ὃν τρόπον
ἐνετείλατό σοι Κύριος ὁ Θεός
σου. |
12
Πρόσεξε, ὥστε τὴν ἡμέραν τοῦ
Σαββάτου νὰ τὴν ἀφιερώνῃς
ὡς ἁγίαν πρὸς τὸν Θεόν,
ὅπως σὲ διέταξε Κύριος ὁ Θεός
σου.
|
12
Νὰ προσέχῃς καὶ νὰ ξεχωρίζῃς
τὴν ἡμέραν τῶν Σαββάτων, ὥστε νὰ
τὴν ἁγιάζῃς, ὅπως σὲ διέταξε
Κύριος ὁ Θεός σου. |
13
Ἓξ ἡμέρας ἐργᾷ καὶ ποιήσεις
πάντα τὰ ἔργα σου·
|
13
Ἓξ ἡμέρας θὰ ἐργάζεσαι
καὶ κατ' αὐτὰς θὰ κάμνῃς
ὅλα τὰ ἔργα σου.
|
13
Ἕξι ἡμέρας νὰ ἐργαζεσαι καὶ
νὰ κάμνῃς ὅλας τὰς ἐργασίας
σου. |
14
τῇ δὲ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ
σάββατα Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου, οὐ
ποιήσεις ἐν αὐτῇ πᾶν ἔργον,
σὺ καὶ ὁ υἱός σου καὶ
ἡ θυγάτηρ σου, ὁ παῖς σου καὶ
ἡ παιδίσκη σου, ὁ βοῦς σου καὶ
τὸ ὑποζύγιόν σου καὶ πᾶν
κτῆνος σου καὶ προσήλυτος ὁ παροικῶν
ἐν σοί, ἵνα ἀναπαύσηται ὁ
παῖς σου καὶ ἡ παιδίσκη σου καὶ
τὸ ὑποζύγιόν σου, ὥσπερ καὶ
σύ· |
14
Κατὰ δὲ τὴν ἑβδόμην ἡμέραν
θὰ ἔχῃς σάββατον, ἀνάπαυσιν
καὶ ἁγιασμὸν,
ἡμέραν ἀφιερωμένην εἰς Κύριον
τὸν Θεόν σου. Κανένα ἔργον δὲν
θὰ κάνῃς κατὰ τὴν ἡμέραν
αὐτήν, σὺ καὶ ὁ υἱός
σου καὶ ἡ θυγατέρα σου καὶ ὁ
δοῦλος σου καὶ ἡ δούλη σου καὶ
τὸ βόδι σου καὶ τὸ φορτηγὸν
ζῶον σου καὶ οἰονδήποτε ἄλλο
ζῶον, καὶ ὁ ξένος ποὺ ζῇ
κοντά σου. Τοῦτο δέ, διὰ νὰ
ἀναπαυθοῦν ὁ δοῦλος σου καὶ
ἡ δούλη σου καὶ τὸ ὑποζύγιόν
σου, ὅπως καὶ σύ.
|
14
Κατὰ τὴν ἑβδόμην ὅμως ἡμέραν
θὰ ἀναπαύεσαι πρὸς τιμὴν Κυρίου τοῦ
Θεοῦ σου. Δὲν θὰ κάμνῃς κατὰ
τὴν ἡμέραν αὐτὴν κανένα ἔργον,
σὺ καὶ ὁ υἱός σου καὶ ἡ
κόρη σου, ὁ δοῦλος σου καὶ ἡ δούλη
σου, τὸ βόδι σου καὶ τὸ ὑποζύγιον
σου καὶ κάθε ἄλλο ζῶον σου καὶ ὁ
προσήλυτος ξένος, ποὺ διαμένει μαζί σου καὶ ἐκτιμᾷ
τὴν θρησκείαν σου· διὰ νὰ ἀναπαύωνται
ἔτσι, ὅπως καὶ σύ, ὁ δοῦλος
σου καὶ ἡ δούλη σου καὶ τὸ ὑποζύγιον
σου. |
15
καὶ μνησθήσῃ ὅτι οἰκέτης
ἦσθα ἐν γῇ Αἰγύπτῳ καὶ
ἐξήγαγέ σε Κύριος ὁ Θεός
σου ἐκεῖθεν ἐν χειρὶ κραταιᾷ
καὶ ἐν βραχίονι ὑψηλῷ, διὸ
τοῦτο συνέταξέ σοι Κύριος ὁ
Θεός σου, ὥστε φυλάσσεσθαι τὴν ἡμέραν
τῶν σαββάτων καὶ ἁγιάζειν αὐτήν.
|
15
Πρέπει νὰ ἐνθυμῆσαι ὅτι καὶ
σὺ ἤσουν δοῦλος εἰς τὴν Αἴγυπτον,
καὶ Κύριος ὁ Θεός σου σὲ ἔβγαλεν
ἀπὸ ἐκεῖ ἐλεύθερον, μὲ
τὴν παντοδύναμον δεξιάν του καὶ μὲ
τὴν μεγαλειώδη δύναμίν του. Διὰ
τοῦτο καὶ σὲ διέταξε Κύριος
ὁ Θεός σου νὰ τηρῇς τὴν ἀργίαν
τῆς ἡμέρας τοῦ Σαββάτου καὶ
νὰ ἀφιερώνῃς τὴν ἡμέραν
αὐτὴν εἰς τὸν Κύριον.
|
15
Καὶ θὰ ἐνθυμῆσαι ὅτι ἤσουν
δοῦλος εἰς τὴν Αἴγυπτον καὶ
σὲ ἔβγαλεν ἐλεύθερον ἀπὸ ἐκεῖ
ὁ Κύριος μὲ τὸ παντοδύναμον χέρι Του καὶ
μὲ τὴν ἀκατανίκητον δύναμίν Του. Διὰ
τοῦτο σὲ διέταξε Κύριος ὁ Θεός σου νὰ
φυλάττῃς καὶ νὰ ἁγιάζῃς τὴν
ἡμέραν τῶν Σαββάτων πρὸς τιμήν Του.
|
16
Τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν
μητέρα σου, ὃν τρόπον ἐνετείλατό
σοι Κύριος ὁ Θεός σου, ἵνα εὖ
σοι γένηται καὶ ἵνα μακροχρόνιος γένῃ
ἐπὶ τῆς γῆς, ἧς Κύριος
ὁ Θεός σου δίδωσί σοι.
|
16
Τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν
μητέρα σου, ὅπως Κύριος ὁ Θεός
σου σὲ διέταξε, διὰ νὰ σοῦ ἔλθουν
ὅλα καλὰ εἰς τὴν ζωήν σου καὶ
νὰ γίνῃς μακροχρόνιος εἰς τὴν
γῆν, τὴν ὁποίαν Κύριος ὁ
Θεός σου δίδει.
|
16
Νὰ τιμᾷς τὸν πατέρα σου καὶ τὴν
μητέρα σου, ὅπως ἀκριβῶς σὲ διέταξε
Κύριος ὁ Θεός σου, διὰ νὰ εὐτυχῇς
καὶ νὰ ζῇς πολλὰ χρόνια εἰς
τὴν γῆν, τὴν ὁποίαν σοῦ δίδει
Κύριος ὁ Θεός σου. |
17
Οὐ φονεύσεις. |
17
Δὲν θὰ φονεύσῃς.
|
17
Νὰ μὴ φονεύσῃς. |
18
Οὐ μοιχεύσεις. |
18
Δὲν θὰ μοιχεύσῃς.
|
18
Νὰ μὴ μοιχεύσης. |
19
Οὐ κλέψεις. |
19
Δὲν θὰ κλέψῃς.
|
19
Νὰ μὴ κλέψης. |
20
Οὐ ψευδομαρτυρήσεις κατὰ τοῦ πλησίον
σου μαρτυρίαν ψευδῆ.
|
20
Δὲν θὰ γίνῃς ψευδομάρτυς καὶ
δὲν θὰ καταθέσῃς ποτὲ
ψευδομαρτυρίαν κατὰ τοῦ πλησίον
σου. |
20
Νὰ μὴ ψευδομαρτυρήσῃς ἐναντίον
τοῦ πλησίον σου, μὲ τὸ νὰ καταθέσῃς
ψευδῆ μαρτυρίαν εἰς βάρος του.
|
21
Οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα
τοῦ πλησίον σου· οὐκ ἐπιθυμήσεις
τὴν οἰκίαν τοῦ πλησίον σου οὔτε
τὸν ἀγρὸν αὐτοῦ οὔτε τὸν
παῖδα αὐτοῦ οὔτε τὴν παιδίσκην
αὐτοῦ οὔτε τοῦ βοὸς αὐτοῦ
οὔτε τοῦ ὑποζυγίου αὐτοῦ
οὔτε παντὸς κτήνους αὐτοῦ οὔτε
πάντα ὅσα τῷ πλησίον σού ἐστι.
|
21
Δὲν θὰ ἐπιθυμήσῃς τὴν
γυναῖκα τοῦ πλησίον σου· δὲν
θὰ ἐπιθυμήσῃς τὴν οἰκίαν
τοῦ πλησίον σου οὔτε τὸν ἀγρόν
του, οὔτε τὸν δοῦλον του, οὔτε τὴν
δούλην του, οὔτε τὸ βόδι του, οὔτε
τὸ ὑποζύγιόν του, οὔτε κανένα
ἄλλο ἀπὸ τὰ κτήνη του καὶ
γενικῶς τίποτε ἀπὸ ὅλα, ὅσα
ἀνήκουν εἰς τὸν πλησίον σου.
|
21
Νὰ μὴ ἐπιθυμήσῃς τὴν γυναῖκα
τοῦ πλησίον σου. Νὰ μὴ ἐπιθυμήσῃς
τὸ σπίτι τοῦ πλησίον σου, οὔτε τὸ
χωράφι του, οὔτε τὸν δοῦλον του, οὔτε
τὴν δούλην του, οὔτε τὸ βόδι του, οὔτε
τὸ ὑποζύγιόν του, οὔτε κάθε ἄλλο ζῶον
του, οὔτε ὀτιδήποτε ἄλλο ἀνήκει
εἰς τὸν συνάνθρωπόν σου>.
|
22
Ταῦτα τὰ ρήματα ἐλάλησε Κύριος
πρὸς πᾶσαν συναγωγὴν ὑμῶν ἐν
τῷ ὄρει ἐκ μέσου τοῦ πυρός,
σκότος, γνόφος, θύελλα, φωνὴ μεγάλη,
καὶ οὐ προσέθηκε· καὶ ἔγραψεν
αὐτὰ ἐπὶ δύο πλάκας λιθίνας
καὶ ἔδωκέ μοι.
|
22
Αὐτὰ εἶναι τὰ λόγια, τὸ
ὁποῖα εἶπε πρὸς ὅλους σᾶς
τοὺς Ἰσραηλίτας ὁ Κύριος εἰς
τὸ ὄρος Χωρὴβ ἐκ μέσου τοῦ
πυρός, ὅταν σκότος καὶ γνόφος
ἐκάλυπτε τὸ ὄρος, ἡ θύελλα
τὸ συνεκλόνιζε καὶ ἠκούετο ἰσχυρὰ
ἡ φωνή. Τίποτε ἄλλο δὲν προσέθεσεν.
Ἐχάραζε δὲ αὐτὰ εἰς δύο
λιθίνας πλάκας, τὰς ὁποίας καὶ
ἔδωκεν εἰς ἐμέ.
|
22
Αὐτοὺς τοὺς λόγους εἶπεν ὁ Κύριος
πρὸς ὅλον τὸν λαόν σας εἰς τὸ
βουνό, μέσα ἀπὸ τὴν φωτιὰν καὶ
ἐνῷ παντοῦ ἐπικρατοῦσε σκοτάδι,
καταχνιὰ καὶ θύελλα καὶ ἠκούετο δυνατὴ
φωνή. Δὲν προσέθεσε δὲ τίποτε ἄλλο εἰς
αὐτά. Καὶ τὰ ἐχάραξεν ἐπάνω
εἰς δύο λιθίνας πλάκας καὶ μου τὰς ἔδωσε.
|
23
Καὶ ἐγένετο ὡς ἠκούσατε
τὴν φωνὴν ἐκ μέσου τοῦ πυρὸς
καὶ τὸ ὄρος ἐκαίετο πυρί,
καὶ προσήλθετε πρός με πάντες οἱ
ἡγούμενοι τῶν φυλῶν ὑμῶν
καὶ ἡ γερουσία ὑμῶν,
|
23
Συνέβη δὲ καὶ τοῦτο τότε·
ὅταν σεῖς ἠκούσατε τὴν φωνὴν
τοῦ Θεοῦ ἐκ μέσου τοῦ πυρὸς
καὶ εἴδατε ὅτι τὸ ὄρος ἐκαίετο
ὑπὸ τοῦ πυρός, προσήλθατε ὅλοι
πρὸς ἐμέ, οἱ ἀρχηγοὶ τῶν
φυλῶν καὶ οἱ γεροντότεροι ἀπὸ
σᾶς, |
23
Καὶ μόλις ἀκούσατε τὴν φωνήν, ποὺ
ἔβγαινε μέσα ἀπὸ τὸ πῦρ, καὶ
ἐνῷ ἐκαίετο τὸ βουνὸ μὲ
φωτιάν, μὲ ἐπλησιάσατε ὅλοι οἰ προεστοὶ
τῶν φυλῶν σας καὶ ἡ γερουσία σας,
|
24
καὶ ἐλέγετε· ἰδοὺ ἔδειξεν
ἡμῖν Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν
τὴν δόξαν αὐτοῦ, καὶ τὴν
φωνὴν αὐτοῦ ἠκούσαμεν ἐκ
μέσου τοῦ πυρός· ἐν τῇ
ἡμέρᾳ ταύτῃ εἴδομεν ὅτι
λαλήσει ὁ Θεὸς πρὸς ἄνθρωπον,
καὶ ζήσεται. |
24
καὶ ἐλέγατε· Ἰδού! Κύριος
ὁ Θεὸς ἡμῶν ἔδειξεν εἰς
ἡμᾶς κατὰ τὴν ἡμέραν αὐτὴν
τὴν δόξαν του· καὶ τὴν φωνήν
του ἐκ μέσου τοῦ πυρὸς τὴν ἠκούσαμεν·
κατὰ τὴν ἡμέραν αὐτὴν
εἴδομεν ὅτι ὁμιλεῖ ὁ Θεὸς
μὲ τὸν ἄνθρωπον καὶ ὁ ἄνθρωπος
ζῇ, δὲν ἀποθνήσκει. |
24
καὶ μοῦ ἐλέγατε μὲ φόβον: <Ἰδού!
Μᾶς ἔδειξε Κύριος ὁ Θεός μας τὴν
δόξαν Του καὶ ἠκούσαμεν τὴν φωνήν
Του μέσα ἀπὸ τὸ πῦρ. Εἴδαμε
κατὰ τὴν ἡμέραν αὐτὴν ὅτι
εἶναι δυνατὸν νὰ ὁμιλήσῃ ὁ
Θεὸς πρὸς τὸν ἄνθρωπον καὶ αὐτὸς
να μὴ ἀποθάνῃ, ἀλλὰ νὰ
ζήσῃ. |
25
Καὶ νῦν μὴ ἀποθάνωμεν, ὅτι
ἐξαναλώσει ἡμᾶς τὸ πῦρ
τὸ μέγα τοῦτο, ἐὰν προσθώμεθα
ἡμεῖς ἀκοῦσαι τὴν φωνὴν
Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν ἔτι,
καὶ ἀποθανούμεθα·
|
25
Καὶ τώρα, ἂς μὴ ἀποθάνωμεν.
Διότι ἐὰν συνεχίσωμεν νὰ ἀκούωμεν
τὴν φωνὴν Κυρίου τοῦ Θεοῦ μας
θὰ ἀπαθάνωμεν. Τὸ φοβερὸν αὐτὸ
πῦρ θὰ μᾶς ἐξοντώσῃ,
|
25
Τώρα ὅμως λυπήσου μας, διὰ νὰ μὴ πεθάνωμε,
διότι θὰ μᾶς καταφάγῃ αὐτὴ ἡ
μεγάλη φωτιά, ἐὰν ἑξακολουθήσωμεν νὰ
ἀκούωμεν περισσότερον τὴν φωνὴν Κυρίου τοῦ
Θεοῦ μας. Θὰ πεθάνωμε! |
26
τίς γὰρ σάρξ, ἥτις ἤκουσε φωνὴν
Θεοῦ ζῶντος λαλοῦντος ἐκ μέσου
τοῦ πυρός, ὡς ἡμεῖς, καὶ
ζήσεται; |
26
διότι ποῖος ποτὲ ἄνθρωπος ἀκούσας
τὴν φωνὴν τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος
νὰ λαλῇ ἐκ μέσου τοῦ πυρός,
ὅπως ἡμεῖς, ἔζησε;
|
26
Διότι ποῖος θνητὸς ἄνθρωπος ἄκουσε
τὴν φωνὴν τοῦ ζῶντος Θεοῦ, νὰ
λαλῇ μάλιστα μέσα ἀπὸ τὸ πῦρ,
ὅπως ἔγινε μὲ ἡμᾶς, καὶ
ἔζησε; |
27
Πρόσελθε σὺ καὶ ἄκουσον πάντα,
ὅσα ἂν εἴπῃ Κύριος ὁ Θεὸς
ἡμῶν, καὶ σὺ λαλήσεις πρὸς
ἡμᾶς πάντα, ὅσα ἂν λαλήσῃ
Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν πρὸς
σέ, καὶ ἀκουσόμεθα καὶ ποιήσομεν.
|
27
Σὺ μόνος πλησίασε τὸν Κύριον
καὶ ἄκουσε ὅλα ὅσα θὰ εἴπῃ
εἰς σὲ Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν,
σὺ δὲ θὰ μᾶς εἴπῃς ὅλα
ὅσα ὁ Κύριος θὰ σοῦ φανερώσῃ,
ἡμεῖς δὲ θὰ τὰ ἀκούσωμεν
καὶ θὰ τὰ ἐφαρμόσωμεν.
|
27
Πλησίασε λοιπὸν σὺ καὶ ἄκουσε ὅλα,
ὅσα θὰ εἰπῇ Κύριος ὁ Θεός
μας, καὶ νὰ μᾶς ἀναγγείλῃς κατόπιν
σὺ ὅλα, ὅσα θὰ σοῦ εἰπῇ
ὁ Κύριος καὶ Θεός μας. Καὶ ἡμεῖς
θὰ τὰ ἀκούσωμεν καὶ θὰ τὰ
τηρήσωμεν>. |
28
Καὶ ἤκουσε Κύριος τὴν φωνὴν
τῶν λόγων ὑμῶν λαλούντων πρός
με, καὶ εἶπε Κύριος πρός με·
ἤκουσα τὴν φωνὴν τῶν λόγων τοῦ
λαοῦ τούτου, ὅσα ἐλάλησαν πρός
σέ· ὀρθῶς πάντα, ὅσα ἐλάλησαν.
|
28
Ὁ Κύριος ἤκουσε τοὺς λόγους
αὐτούς, τοὺς ὁποίους εἴπατε
πρὸς ἐμέ, καὶ μοῦ εἶπε·
Ἤκουσα τὰ λόγια τοῦ λαοῦ αὐτοῦ,
ποὺ εἶπαν εἰς σέ. Ὅλα ὅσα
σοῦ εἶπαν εἶναι ὀρθά.
|
28
Καὶ ἤκουσεν ὁ Κύριος τοὺς λόγους σας,
ποὺ ἐλέγατε εἰς ἐμέ, καὶ
μοῦ εἶπεν ὁ Κύριος: <Ἤκουσα τοὺς
λόγους τοῦ λαοῦ αὐτοῦ, ὅσα σοῦ
εἶπαν. Ὅλα αὐτά, ποὺ εἶπαν,
εἶναι πολὺ σωστά. |
29
Τίς δώσει εἶναι οὕτω τὴν καρδίαν
αὐτῶν ἐν αὐτοῖς, ὥστε
φοβεῖσθαί με καὶ φυλάσσεσθαι τὰς
ἐντολάς μου πάσας τὰς ἡμέρας,
ἵνα εὖ ᾖ αὐτοῖς καὶ τοῖς
υἱοῖς αὐτῶν δι' αἰῶνος;
|
29
Ποιὸς θὰ δώσῃ εἰς αὐτοὺς
μίαν τέτοιαν καρδίαν, ὥστε νὰ
μὲ εὐλαβοῦνται, νὰ μὲ ὑπακούουν
καὶ νὰ τηροῦν τὰς ἐντολάς
μου, ὅλας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς
των, διὰ νὰ εἶναι πάντοτε εὐτυχεῖς
αὐτοὶ καὶ τὰ παιδιά των;
|
29
Ποῖος ἄραγε θὰ τοὺς δώσῃ τέτοιαν
διάθεσιν εἰς τὴν καρδιά των, ὥστε
νὰ μὲ φοβοῦνται καὶ νὰ φυλάττουν
τὰς ἐντολάς μου ὅλας τὰς ἡμέρας
τῆς ζωῆς των, διὰ νὰ εὐτυχοῦν
αὐτοὶ καὶ τὰ παιδιά των εἰς
τοὺς αἰῶνας; |
30
Βάδισον, εἰπὸν αὐτοῖς·
ἀποστράφητε ὑμεῖς εἰς τοὺς
οἴκους ὑμῶν·
|
30
Πήγαινε καὶ εἰπὲ πρὸς αὐτούς·
Γυρίστε σεῖς εἰς τὰς σκηνάς
σας. |
30
Πήγαινε λοιπὸν καὶ νὰ τοὺς εἰπῇς
τὰ ἑξῆς: <Γυρίσατε πίσω, εἰς τοὺς
τόπους ὅπου διαμένετε>. |
31
σὺ δὲ αὐτοῦ στήθι μετ' ἐμοῦ,
καὶ λαλήσω πρὸς σὲ τὰς ἐντολὰς
καὶ τὰ δικαιώματα καὶ τὰ κρίματα,
ὅσα διδάξεις αὐτούς, καὶ ποιείτωσαν
οὕτως ἐν τῇ γῇ, ἣν ἐγὼ
δίδωμι αὐτοῖς ἐν κλήρῳ.
|
31
Σὺ ὅμως ἔλα καὶ στάσου κοντὰ
εἰς ἐμέ, καὶ ἐγὼ θὰ
σοῦ εἴπω ὅλας τὰς ἐντολάς
μου καὶ τὸν Νόμον μου καὶ τὰς
κρίσεις μου, ὅλα ὅσα θὰ διδάξῃς
εἰς αὐτούς. Αὐτοὶ δὲ ἂς
τὰ ἐφαρμόσουν καὶ ἂς ζήσουν
σύμφωνα μὲ αὐτὰ εἰς τὴν
γῆν τῆς ἐπαγγελίας, τὴν ὁποίαν,
ὡς κληρονομίαν των ἐγὼ τοὺς
δίδω. |
31
Σὺ ὅμως στάσου ἐδῶ μαζί μου καὶ
θὰ σοῦ ἀνακοινώσω τὰς ἐντολὰς
καὶ τοὺς νόμους καὶ τὰ προστάγματα
ὅλα, ὅσα θὰ τοὺς διδάξῃς. Καὶ
πρέπει νὰ συμπεριφέρωνται συμφώνως πρὸς
αὐτὰ εἰς τὴν χώραν, ποὺ τοὺς
δίδω Ἐγὼ ὡς κληρονομίαν>.
|
32
Καὶ φυλάξεσθε ποιεῖν ὃν τρόπον
ἐνετείλατό σοι Κύριος ὁ Θεός
σου· οὐκ ἐκκλινεῖτε εἰς δεξιὰ
οὐδὲ εἰς ἀριστερά,
|
32
Θὰ φροντίσετε, ὥστε νὰ τηρῆτε
τὰς ἐντολὰς αὐτάς, ὅπως
Κύριος ὁ Θεός σας διέταξε. Δὲν
θὰ παρεκλίνετε οὔτε δεξιὰ οὔτε
ἀριστερά. |
32
Νὰ προσέξετε λοιπόν, ὥστε νὰ κάμνετε ὅ,τι
ἀκριβῶς σᾶς διέταξε Κύριος ὁ Θεός
σου. Δὲν θὰ ξεφύγετε οὔτε δεξιὰ οὔτε
ἀριστερά. |
33
κατὰ πᾶσαν τὴν ὁδόν, ἣν
ἐνετείλατό σοι Κύριος ὁ Θεός
σου πορεύεσθαι ἐν αὐτῇ, ὅπως
καταπαύσῃ σε καὶ εὖ σοι ᾖ καὶ
μακροημερεύσητε ἐπὶ τῆς γῆς,
ἣν κληρονομήσετε. |
33
Τὴν ὁδόν, τὴν ὁποίαν ὁ
Κύριος σοῦ ἔδειξε καὶ σὲ διέταξε
νὰ βαδίζῃς, ἔτσι θὰ πορευθῇς
αὐτήν, διὰ νὰ σὲ ἐπαναπαύσῃ
καὶ σὲ καταστήσῃ εὐτυχῆ
καὶ σοῦ χαρίσῃ μακρότητα ἡμερῶν
εἰς τὴν γῆν τῆς Ἐπαγγελίας,
τὴν ὁποίαν θὰ καταλάβετε καὶ
θὰ κατέχετε ὡς ἰδικήν σας.
|
33
Θὰ ἀκολουθήσῃς, λαὲ τοῦ Ἰσραήλ,
πιστὰ τὸν τρόπον ζωῆς, ποὺ σὲ
διέταξεν ὁ Κύριος. Θὰ βαδίζῃς τὸν
δρόμον ποὺ σοῦ ὑπέδειξε, διὰ νὰ
σοῦ χαρίσῃ ἀνάπαυσιν καὶ διὰ
νὰ εὐτυχῇς καὶ νὰ ζῆτε
πολλὰ χρόνια εἰς τὴν γῆν, ποὺ
θὰ κληρονομήσετε. |