Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
ταῦτα τὰ προστάγματα καὶ αἱ
κρίσεις, ἂς φυλάξετε τοῦ ποιεῖν
ἐν τῇ γῇ, ἣν Κύριος ὁ
Θεὸς τῶν πατέρων ὑμῶν δίδωσιν
ὑμῖν ἐν κλήρῳ πάσας τὰς
ἡμέρας, ἃς ὑμεῖς ζῆτε
ἐπὶ τῆς γῆς.
|
ὐτὰ
δὲ εἶναι τὰ προστάγματα κα αἱ
διατάξεις, τὰς ὁποίας θὰ φροντίσετε
νὰ τηρῆτε εἰς τὴν χώραν, τὴν
ὁποίαν Κύριος ὁ Θεὸς τῶν
πατέρων σας δίδει ὡς κληρονομίαν σας
ὅλας τὰς ἡμέρας, ποὺ θὰ
ζήσετε ἐπὶ τῆς γῆς.
|
ὐτοὶ
δὲ εἶναι οἰ νόμοι καὶ αἱ διατάξεις,
ποὺ θὰ προσέξετε, ὥστε νὰ τὰς
τηρῆτε εἰς τὴν χώραν, ποὺ σᾶς
δίδει ὡς κληρονομίαν Κύριος ὁ Θεὸς τῶν
πατέρων σας, ὅλον τὸν καιρὸν ποὺ Θὰ
ζῆτε ἐπὶ τῆς γῆς.
|
2
Ἀπωλείᾳ ἀπολεῖτε πάντας
τοὺς τόπους, ἐν οἷς ἐλάτρευσαν
ἐκεῖ τοῖς θεοῖς αὐτῶν,
οὓς ὑμεῖς κληρονομεῖτε αὐτούς,
ἐπὶ τῶν ὀρέων τῶν ὑψηλῶν
καὶ ἐκεῖ τῶν θινῶν καὶ
ὑποκάτω δένδρου δασέως.
|
2
Θὰ καταστρέψετε ἐξ ὁλοκλήρου
ὅλους τοὺς τόπους, ἐπάνω εἰς
τοὺς ὁποίους οἱ εἰδωλολάτραι
ἐλάτρευσαν τοὺς θεούς των - τόπους
οἱ ὁποῖοι θὰ γίνουν πλέον
ἰδικοί σας - ἐπάνω εἰς τὰ
ὑψηλὰ ὄρη καὶ εἰς τοὺς
λόφους καὶ κάτω ἀπὸ βαθύσκια
δένδρα. |
2
Θὰ καταστρέψετε ἐντελῶς ὅλους τοὺς
τόπους, ὅπου ἐλάτρευσαν οἱ εἰδωλολάτραι
κάτοικοι τῆς χώρας ἐκείνης τοὺς θεούς
των, ὅλους τοὺς τόπους, ποὺ ἤδη σεῖς
τοὺς κληρονομεῖτε καὶ ποὺ εὑρίσκονται
εἰς τὰ ὑψηλὰ βουνὰ καὶ
εἰς τοὺς λόφους καὶ κάτω ἀπὸ
πυκνόφυλλον καὶ βαθύσκιον δένδρον. |
3
Καὶ κατασκάψετε τοὺς βωμοὺς αὐτῶν
καὶ συντρίψατε τὰς στήλας αὐτῶν
καὶ τὰ ἄλση αὐτῶν ἐκκόψετε
καὶ τὰ γλυπτὰ τῶν θεῶν αὐτῶν
κατακαύσετε πυρί, καὶ ἀπολεῖτε
τὸ ὄνομα αὐτῶν ἐκ τοῦ
τόπου ἐκείνου.
|
3
Θὰ κατασκάψετε ἐκ θεμελίων τοὺς
βωμούς των, θὰ συντρίψετε τὰς εἰδωλολατρικὰς
στήλας των, θὰ κόψετε ἀπὸ τὴν
ρίζαν τὰ ἱερὰ δάση των, θὰ
καύσετε εἰς τὸ πῦρ τὰ ἀγάλματα
τῶν θεῶν των, καὶ αὐτὰ ἀκόμη
τὰ ὀνόματά των θὰ τὰ ἐξαλείψετε
ἀπὸ ἐκείνους τοὺς τόπους.
|
3
Θὰ κατεδαφίσετε δηλαδὴ τοὺς βωμούς
των καὶ θὰ συντρίψετε τὰς στήλας, ποὺ
τὰς θεωροῦν ἱερὰς καὶ ὡς
σύμβολα τῶν θεῶν των. Καὶ θὰ κόψετε
ἀπὸ τὴν ρίζαν τὰ δάση των, ποὺ
τὰ θεωροῦν ἱερά. Θὰ καύσετε δὲ
τελείως εἰς τὴν φωτιὰν τὰ ἀγάλματα
τῶν θεῶν των καὶ θὰ ἐξαλείψετε
τὸ ὄνομά των ἀπὸ τὸν τόπον
ἐκεῖνον. |
4
Οὐ ποιήσετε οὕτω Κυρίῳ τῷ
Θεῷ ὑμῶν, |
4
Δὲν θὰ κάμετε ὅμως τὸ ἴδιον
πρᾶγμα διὰ τὸν Κύριον καὶ Θεόν
σας. |
4
Δὲν θὰ κάνετε ὅμως πρὸς τιμὴν
τοῦ Θεοῦ σας ὅ,τι ἔκαναν οἱ
εἰδωλολάτραι, δηλαδὴ τόπους ἱεροὺς
πολλοὺς καὶ ἄλση καὶ ἀγάλματα.
|
5
ἀλλ' ἢ εἰς τὸν τόπον, ὃν
ἂν ἐκλέξηται Κύριος ὁ Θεός
σου ἐν μιᾷ τῶν πόλεων ὑμῶν
ἐπονομάσαι τὸ ὄνομα αὐτοῦ
ἐκεῖ καὶ ἐπικληθῆναι, καὶ
ἐκζητήσετε καὶ εἰσελεύσεσθε
ἐκεῖ |
5
Ἀλλὰ θὰ προσέρχεσθε νὰ ζητῆτε
αὐτόν, εἰς τὸν τόπον, τὸν
ὁποῖον θὰ ἐκλέξῃ Κύριος
ὁ Θεός σας, εἰς μίαν ἀπὸ
τὰς πόλεις σας, διὰ νὰ τιμᾶται
ἰδιαιτέρως ἐκεῖ τὸ ὄνομά
του. |
5
Ἀντιθέτως θὰ τὸν λατρεύετε μόνον εἰς
τὸν τόπον, ποὺ θὰ διαλέξῃ Κύριος ὁ
Θεός σου εἰς μίαν ἀπὸ τὰς πόλεις σας,
διὰ νὰ εἶναι τόπος ἰδικός Του, ἅγιος
καὶ ἱερός, διὰ νὰ ἐπικαλοῦνται
ἐκεῖ τὸ ὄνομα Του οἱ ἄνθρωποι.
Εἰς αὐτὸν μόνον τὸν τόπον θὰ
ζητῆτε τὸν Κύριον καὶ ἐκεῖ θὰ
εἰσέρχεσθε, διὰ νὰ παίρνετε βοήθειαν ἀπὸ
Ἐκεῖνον. |
6
καὶ οἴσετε ἐκεῖ τὰ ὁλοκαυτώματα
ὑμῶν καὶ τὰ θυσιάσματα ὑμῶν
καὶ τὰς ἀπαρχὰς ὑμῶν καὶ
τὰς εὐχὰς ὑμῶν καὶ τὰ
ἑκούσια ὑμῶν καὶ τὰς ὁμολογίας
ὑμῶν, τὰ πρωτότοκα τῶν βοῶν
ὑμῶν καὶ τῶν προβάτων ὑμῶν
|
6
Ἐκεῖ θὰ προσφέρετε τὰ ὁλοκαυτώματά
σας, τὰς θυσίας σας, τοὺς πρώτους
καρποὺς ἀπὸ τὰ προϊόντα σας,
τὰ ταξίματά σας, τὰς ἄλλας αὐτοπροαιρέτους
προσφοράς σας, ὅ,τι ἄλλο ἠθέλατε
ξεχωρίσει διὰ τὸν Κύριον, τὰ
πρωτότοκα ἀπὸ τὰ βόδια σας καὶ
ἀπὸ τὰ πρόβατά σας.
|
6
Ἐκεῖ θὰ προσφέρετε τὰ ὁλοκαυτώματα,
τὰ ζῶα δηλαδὴ ποὺ καίονται ἐντελῶς
εἰς τὸ θυσιαστήριον, καὶ τὰς ἄλλας
θυσίας σας καὶ τὰ πρῶτα γεννήματα ἀπὸ
τὰ χωράφια σας· ἐκεῖ καὶ τὰ
ταξίματά σας καὶ τὰς προσφοράς, ποὺ
ἔχετε τὴν διάθεσιν νὰ προσφέρετε, καὶ
ὅ,τι ὑποσχεθήκατε δημοσίως ὅτι θὰ
προσφέρετε καὶ τὰ πρωτογέννητα ἀπὸ
τὰ βόδια σας καὶ ἀπὸ τὰ πρόβατά
σας. |
7
καὶ φάγεσθε ἐκεῖ ἐναντίον
Κυρίου τοῦ Θεοῦ ὑμῶν καὶ
εὐφρανθήσεσθε ἐπὶ πᾶσιν, οὗ
ἐὰν ἐπιβάλητε τὴν χεῖρα,
ὑμεῖς καὶ οἱ οἴκοι ὑμῶν,
καθότι εὐλόγησέ σε Κύριος ὁ
Θεός σου. |
7
Ἐκεῖ θὰ φᾶτε ἐνώπιον Κυρίου
τοῦ Θεοῦ σας καὶ θὰ εὐφρανθῆτε
δι' ὅλα αὐτά, τὰ ὁποῖα
προσφέρετε μὲ τὸ χέρι σας· θὰ
εἶσθε εὐτυχεῖς σεῖς καὶ αἱ
οἰκογενειαί σας, μὲ ὅλα ὅσα
σᾶς ηὐλόγησεν Κύριος ὁ Θεός
σας. |
7
Καὶ θὰ φάγετε ἐκεῖ ἐνώπιον Κυρίου
τοῦ Θεοῦ σας καὶ θὰ εὐφρανθῆτε
σεῖς καὶ αἱ οἰκογένειαί
σας μὲ ὅλα, ὅσα πιάσετε μὲ τὰ
χέρια σας, μὲ τὰ ἀγαθὰ δηλαδὴ
ποὺ θὰ σοῦ ἔχῃ χαρίσει ἡ
εὐλογία Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου.
|
8
Οὐ ποιήσετε πάντα ὅσα ἡμεῖς
ποιοῦμεν ὧδε σήμερον, ἕκαστος τὸ
ἀρεστὸν ἐνώπιον αὐτοῦ·
|
8
Δὲν θὰ κάμετε αὐτά, ποὺ
ἡμεῖς σήμερον κάμνομεν ἐδῶ,
ὅπου ὁ καθένας κάμνει ὅ,τι τοῦ
ἀρέσει, |
8
Δὲν θὰ κάνετε ἐκεῖ ὅ,τι ἀκριβῶς
κάμνομεν ἐδῶ τώρα, ποὺ δεν ἔχομεν
ἐγκατασταθῇ ἀκόμη μονίμως καὶ
κάμνει καθένας ὅ,τι τοῦ φαίνεται καλὸν
καὶ ἀρεστόν. |
9
οὐ γὰρ ἥκατε ἕως τοῦ νῦν
εἰς τὴν κατάπαυσιν καὶ εἰς τὴν
κληρονομίαν ἣν Κύριος ὁ Θεὸς
ἡμῶν δίδωσιν ὑμῖν.
|
9
διότι δὲν ἔχετε εἰσέλθει ἀκόμη
εἰς τὴν ἀνάπαυσιν καὶ εἰς
τὴν κληρονομίαν τὴν ὁποίαν ὁ
Κύριος ὁ Θεός μας δίδει εἰς
σᾶς. |
9
Γίνεται αὐτὸ πρὸς τὸ παρόν,
διότι δὲν ἐφθάσατε ἀκόμη εἰς
τὴν χώραν τῆς ἀναπαύσεως ἀπὸ
τοὺς κόπους τῆς μακρᾶς πορείας καὶ
εἰς τὴν κληρονομίαν, ποὺ σᾶς δίδει
Κύριος ὁ Θεός μας. |
10
Καὶ διαβήσεσθε τὸν Ἰορδάνην,
καὶ κατοικήσετε ἐπὶ τῆς γῆς,
ἧς Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν
κατακληρονομεῖ ὑμῖν, καὶ καταπαύσει
ὑμᾶς ἀπὸ πάντων τῶν ἐχθρῶν
ὑμῶν τῶν κύκλω, καὶ κατοικήσετε
μετὰ ἀσφαλείας.
|
10
Ὅταν ὅμως διαβῆτε τὸν Ἰορδάνην
καὶ ἐγκατασταθῆτε εἰς τὴν γῆν,
τὴν ὁποίαν Κύριος ὁ Θεός
μας κληροδοτεῖ εἰς σᾶς, ἐκεῖ
ὅπου θὰ σᾶς ἀναπαύσῃ καὶ
θὰ σᾶς κατασφαλίσῃ ἀπὸ
ὅλους τοὺς γύρω ἐχθρούς σας,
καὶ σεῖς θὰ κατοικῆτε ἐκεῖ
μὲ ἀσφάλειαν, |
10
Εἶναι ὅμως βέβαιον πλέον ὅτι θὰ περάσετε
τὸν Ἰορδάνην καὶ θὰ ἐγκατασταθῆτε
εἰς τὴν χώραν, ποὺ σᾶς δίδει ὡς
κληρονομίαν Κύριος ὁ Θεός μας, καὶ θὰ
σᾶς προστατεύσῃ καὶ θὰ σᾶς γλυτώσῃ
ἀπὸ ὅλους τοὺς ἐχθρούς
σας, ποὺ σᾶς περικυκλώνουν, καὶ θὰ
κατοικήσετε ἐκεῖ ἀσφαλεῖς.
|
11
Καὶ ἔσται ὁ τόπος, ὃν ἂν
ἐκλέξηται Κύριος ὁ Θεός σου
ἐπικληθῆναι τὸ ὄνομα αὐτοῦ
ἐκεῖ, ἐκεῖ οἴσετε πάντα,
ὅσα ἐγὼ ἐντέλλομαι ὑμῖν
σήμερον, τὰ ὁλοκαυτώματα ὑμῶν
καὶ τὰ θυσιάσματα ὑμῶν καὶ
τὰ ἐπιδέκατα ὑμῶν καὶ
τὰς ἀπαρχὰς τῶν χειρῶν ὑμῶν
καὶ πᾶν ἐκλεκτὸν τῶν δώρων
ὑμῶν, ὅσα ἂν εὔξησθε Κυρίῳ
τῷ Θεῷ ὑμῶν,
|
11
τότε εἰς τὸν τόπον, τὸν ὁποῖον
θὰ ἐκλέξῃ ὁ Κύριος διὰ
νὰ λατρεύετε τὸ ὄνομά του, ἐκεῖ
θὰ προσφέρετε ὅσα ἐγὼ σήμερον
σᾶς διατάσσω, δηλαδὴ τὰ ὁλοκαυτώματά
σας, τὰς θυσίας σας, τὰ δέκατα τῶν
εἰσοδημάτων σας, τὰ πρωτογεννήματα
ἀπὸ τοὺς κόπους τῶν χειρῶν
σας καὶ κάθε τι ἐκλεκτὸν δῶρον
ἀπὸ τὰ δῶρα σας, ὅσα ἠθέλατε
τάξει πρὸς Κύριον τὸν Θεόν σας.
|
11
Τότε λοιπὸν θὰ ὁρισθῇ καὶ ὁ
τόπος, τὸν ὁποῖον θὰ διαλέξῃ
ὁ Κύριος καὶ Θεός σου, διὰ νὰ τὸν
λατρεύετε καὶ νὰ ἐπικαλῆσθε ἐκεῖ
τὸ ὄνομά Του. Καὶ ἐκεῖ θὰ
προσφέρετε ὅλα, ὅσα σᾶς παραγγέλλω ἐγὼ
σήμερον, τὰ ὁλοκαυτώματά σας δηλαδὴ
καὶ τὰς ἄλλας θυσίας σας καὶ τὸ
ἓν δέκατον τῶν ἀγαθῶν σας καὶ
τοὺς πρώτους καρπούς, ποὺ παράγονται μὲ
τοὺς κόπους τῶν χεριῶν σας· ἐκεῖ
θὰ προσφέρετε καὶ κάθε τι ἄλλο, ποὺ
θὰ εἶναι διαλεγμένον διὰ τὸν Κύριον
ἀπὸ τὰ δῶρα σας, ὅλα γενικῶς,
ὅσα θὰ ἔχετε τάξει νὰ προσφέρετε εἰς
Κύριον τὸν Θεόν σας. |
12
καὶ εὐφρανθήσεσθε ἐναντίον Κυρίου
τοῦ Θεοῦ ὑμῶν, ὑμεῖς καὶ
οἱ υἱοὶ ὑμῶν καὶ αἱ
θυγατέρες ὑμῶν καὶ οἱ παῖδες
ὑμῶν καὶ αἱ παιδίσκαι ὑμῶν
καὶ ὁ Λευίτης ὁ ἐπὶ τῶν
πυλῶν ὑμῶν, ὅτι οὐκ ἔστιν
αὐτῷ μερὶς οὐδὲ κλῆρος
μεθ' ὑμῶν. |
12
Θὰ εὐφρανθῆτε ἐνώπιον Κυρίου
τοῦ Θεοῦ σας, σεῖς καὶ οἱ υἱοί
σας καὶ αἱ θυγατέρες σας, οἱ δοῦλοι
σας καὶ αἱ δοῦλαι σας καὶ ὁ
Λευΐτης, ὁ ὁποῖος εὑρίσκεται
ἔξω ἀπὸ τὴν θύραν σας, διότι
αὐτὸς δὲν ἔχει μερίδιον καὶ
κλῆρον μαζῆ μὲ σᾶς εἰς τὴν
γῆν τῆς Ἐπαγγελίας.
|
12
Καὶ θὰ εὐφρανθῆτε ἐνώπιον Κυρίου,
τοῦ Θεοῦ σας, σεῖς καὶ οἱ υἱοὶ
σας καὶ αἱ κόραι σας καί οἰ δοῦλοι
σας καὶ αἱ δοῦλαι σας καὶ ὁ
Λευΐτης, ποὺ μένει ἔξω ἀπὸ τὰς
αὐλοθύρας σας, διότι δεν ἔχει πάρει μερίδιον
καὶ κλῆρον γῆς, ὅπως σεῖς.
|
13
Πρόσεχε σεαυτῷ, μὴ ἀνενέγκῃς
τὰ ὁλοκαυτώματά σου ἐν παντὶ
τόπω, οὗ ἐὰν ἴδῃς,
|
13
Προσέχετε εἰς τὸν ἑαυτόν σας
νὰ μὴ προσφέρετε τὰ ὁλοκαυτώματά
σας εἰς οἰονδήποτε τόπον, τὸν
ὁποῖον σεῖς ἠθέλατε ἴδει
καὶ προτιμήσει, |
13
Πρόσεχε λοιπὸν εἲς τὸν ἑαυτὸν
σοῦ νὰ μὴ προσφέρῃς τὰ ὁλοκαυτώματά
σου εἷς κάθε τόπον, ποὺ θὰ ἴδῃς,
|
14
ἀλλ' ἢ εἰς τὸν τόπον, ὃν
ἂν ἐκλέξηται Κύριος ὁ Θεός
σου αὐτὸν ἐν μιᾷ τῶν φυλῶν
σου, ἐκεῖ ἀνοίσετε τὰ ὁλοκαυτώματα
ὑμῶν καὶ ἐκεῖ ποιήσεις
πάντα, ὅσα ἐγὼ ἐντέλλομαί
σοι σήμερον. |
14
ἀλλὰ μόνον εἰς τὸν τόπον,
τὸν ὁποῖον ἤθελεν ἐκλέξει
Κύριος ὁ Θεός σου, τὸν ὡρισμένον
τόπον εἰς μίαν ἀπὸ τὰς
δώδεκα φυλάς σας, ἐκεῖ θὰ προσφέρετε
τὰ ὁλοκαυτώματά σας καὶ ὅλα
ὅσα ἐγὼ σᾶς διατάσσω σήμερον.
|
14
ἄλλα μόνον εἰς τὸν τόπον, ποὺ θὰ
διαλέξῃ Κύριος ὁ Θεός σου εἰς μίαν ἀπὸ
τὰς φυλάς σου. Ἐκεῖ μόνον θὰ προσφέρετε
τὰ ὁλοκαυτώματά σας καὶ ἐκεῖ
θὰ κάνετε ὅλα, ὅσα σοῦ παραγγέλλω
ἐγὼ σήμερον. |
15
Ἀλλ' ἢ ἐν πάσῃ ἐπιθυμίᾳ
σου θύσεις καὶ φαγῇ κρέα κατὰ
τὴν εὐλογίαν Κυρίου τοῦ Θεοῦ
σου, ἣν ἔδωκέ σοι ἐν πάσῃ
πόλει· ὁ ἀκάθαρτος ἐν σοὶ
καὶ ὁ καθαρὸς ἐπὶ τὸ αὐτὸ
φάγεται αὐτό, ὡς δορκάδα ἢ
ἔλαφον. |
15
Ἐὰν ὅμως ἐπιθυμήσῃς νὰ
σφάξῃς ἕνα ζῶον σου καὶ νὰ
φάγῃς τὸ κρέας του, δῶρον τὸ
ὁποῖον Κύριος ὁ Θεός σου σοῦ
ἔδωκεν, ἠμπορεῖς νὰ τὸ σφάξῃς
καὶ νὰ τὸ φάγῃς εἰς οἰανδήποτε
πόλιν. Ἀπὸ αὐτὸ δύναται
νὰ φάγῃ ὄχι μόνον ὁ καθαρὸς
κατὰ τὸν Νόμον τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ
καὶ ὁ ἀκάθαρτος, ὅπως ἀδιαφόρως
τρώγετε τὸ ζαρκάδι ἢ τὸ ἐλάφι.
|
15
Κάθε φορὰν ὅμως ποὺ ἐπιθυμεῖς,
ἠμπορεῖς νὰ σφάζῃς καὶ νὰ
τρώγῃς κρέατα, ἀπὸ ὅσα σοῦ ἐχάρισεν
ἡ εὐλογία Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου, εἰς
κάθε πόλιν. Ἠμποροῦν δὲ
νὰ καθήσουν μαζὶ καὶ νὰ φάγουν τὸ
κρέας αὐτὸ καὶ αὐτὸς ἀπὸ
σᾶς ποὺ εἶναι ἀκάθαρτος ἔναντι
τοῦ Νόμον καὶ ὁ καθαρός, ὅπως δηλαδὴ
τρώγονται τὸ ζαρκάδι ἢ τὸ ἔλαφι, ποὺ
δὲν προσφέρονται ὡς θυσία εἰς τὸν
Κύριον. |
16
Πλὴν τὸ αἷμα οὐ φάγεσθε, ἐπὶ
τὴν γῆν ἐκχεεῖτε αὐτὸ
ὡς ὕδωρ. |
16
Ἀλλὰ τὸ αἷμα αὐτῶν δὲν
θὰ τὸ φάγετε· θὰ τὸ χύσετε
εἰς τὴν γῆν, ὅπως χύνετε τὸ
νερό.
|
16
Πλὴν ὅμως δὲν θὰ χρησιμοποιῆτε
ὡς τροφὴν καὶ τὸ αἷμα τοῦ
ζώου. Θὰ τὸ χύνετε εἰς τὴν γῆν,
σὰν νὰ ἦτο νερό. |
17
Οὐ δυνήσῃ φαγεῖν ἐν ταῖς
πόλεσί σου τὸ ἐπιδέκατον τοῦ
σίτου σου καὶ τοῦ οἴνου σου καὶ
τοῦ ἐλαίου σου, τὰ πρωτότοκα
τῶν βοῶν σου καὶ τῶν προβάτων
σου καὶ πάσας τὰς εὐχάς, ὅσας
ἂν εὔξησθε, καὶ τὰς ὁμολογίας
ὑμῶν καὶ τὰς ἀπαρχὰς τῶν
χειρῶν ὑμῶν, |
17
Δὲν ἐπιτρέπεται ὅμως νὰ φάγῃς
μέσα εἰς τὰς οἰασδήποτε πόλεις
σου τὸ δέκατον τοῦ σίτου σου καὶ
τοῦ οἴνου σου καὶ τοῦ ἐλαίου
σου, τὰ πρωτότοκα τῶν βοῶν καὶ
τῶν προβάτων σου, τὰ ταξίματα ποὺ
ἤθελες κάμει πρὸς
τὸν Θεόν, τὰς αὐτοπροαιρέτους
προσφορὰς καὶ τὰ πρωτογεννήματα τῶν
ἀγρῶν σου, ποὺ συλλέγετε μὲ
τὰ χέρια σας.
|
17
Δὲν θὰ ἠμπορῇς νὰ φάγῃς
εἰς τὰς πόλεις, ὅπου κατοικεῖς, τὸ
ἓν δέκατον ἀπὸ τὸ σιτάρι σου καὶ
τὸ κρασί σου καὶ τὸ λάδι σου, τὰ πρωτογέννητα
ἀπὸ τὰ βόδια σου καὶ τὰ πρόβατά
σου καὶ ὅλα τὰ ταξίματα, ποὺ θὰ
τάζετε εἰς τὸν Κύριον, καὶ ὅ,τι θὰ
ὑπόσχεσθε δημοσίως ὅτι θὰ τὸ προσφέρετε
εἰς Ἐκεῖνον καθὼς ἐπίσης καὶ
τὰ πρῶτα προϊόντα τῆς γῆς, ποὺ
παράγονται μὲ τὸν κόπον τῶν χεριῶν
σας. |
18
ἀλλ' ἢ ἐναντίον Κυρίου τοῦ
Θεοῦ σου φαγῇ αὐτὸ ἐν τῷ
τόπῳ, ᾧ ἂν ἐκλέξηται Κύριος
ὁ Θεός σου αὐτῷ, σὺ καὶ
ὁ υἱός σου καὶ ἡ θυγάτηρ
σου, ὁ παῖς σου καὶ ἡ παιδίσκη
σου καὶ ὁ προσήλυτος ὁ ἐν ταῖς
πόλεσιν ὑμῶν, καὶ εὐφρανθήσῃ
ἐναντίον Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου
ἐπὶ πάντα, οὗ ἐὰν ἐπιβάλῃς
τὴν χεῖρά σου.
|
18
Αὐτά, δῶρα τοῦ Κυρίου καὶ
προσφοραὶ πρὸς τὸν Κύριον, θὰ
φαγωθοῦν εἰς τὸν ἱερὸν τόπον,
τὸν ὁποῖον θὰ ἐκλέξῃ
διὰ τὸν ἑαυτόν του Κύριος ὁ
Θεός σου. Θὰ φάγῃς αὐτὰ
σύ, ὁ υἱός σου καὶ ἡ
κόρη σου, ὁ δοῦλος καὶ ἡ δούλη
σου καὶ ὁ ξένος, ποὺ θὰ εὑρίσκεται
εἰς τὰς πόλεις σας. Θὰ εὐφρανθῆτε
ἐνώπιον Κυρίου τοῦ Θεοῦ σας
ἀπὸ ὅλα αὐτά, ποὺ θὰ
εἶναι καὶ τῶν ἰδικῶν σας χειρῶν
ἔργα. |
18
Ὅλα αὐτὰ θὰ τὰ τρώγῃς
ἐνώπιον Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου εἰς τὸν
τόπον, ποὺ θὰ διαλέξῃ Κύριος ὁ Θεός
σου ὡς ἰδικόν Του, σὺ καὶ ὁ
υἱός σου καὶ ἡ κόρη σου, ὁ δοῦλος
σου καὶ ἡ δούλη σου καὶ ὁ ξένος, ποὺ
διαμένει εἰς τὰς πόλεις σας καὶ τιμᾷ
τὴν θρησκείαν σας. Καὶ θὰ εὐφραίνεσαι
ἐνώπιον Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου μὲ ὅλα,
ὅσα θὰ ἀποκτᾷς μὲ τὰ χέρια
σου. |
19
Πρόσεχε σεαυτῷ, μὴ ἐγκαταλίπῃς
τὸν Λευίτην πάντα τὸν χρόνον,
ὅσον ἂν ζῇς ἐπὶ τῆς γῆς.
|
19
Προσέχετε νὰ μὴ ἐγκαταλείψετε
ἀβοηθήτον τὸν Λευΐτην ὅλον τὸν
καιρόν, ποὺ θὰ ζῆτε εἰς
τὴν χώραν σας.
|
19
Πρόσεχε εἰς τὸν ἑαυτόν σου, νὰ
μὴ ἀδιαφορήσῃς καὶ ἐγκαταλείψῃς
τὸν Λευΐτην καθ' ὅλον τὸ χρονικὸν
διάστημα, ποὺ θὰ ζῇς εἰς τὴν
χώραν σου. |
20
Ἐὰν δὲ ἐμπλατύνῃ Κύριος
ὁ Θεός σου τὰ ὅριά σου, καθάπερ
ἐλάλησέ σοι, καὶ ἐρεῖς·
φάγομαι κρέα, ἐὰν ἐπιθυμήσῃ
ἡ ψυχή σου ὥστε φαγεῖν κρέα,
ἐν πάσῃ ἐπιθυμίᾳ τῆς
ψυχῆς σου φαγῇ κρέα.
|
20
Ἐὰν Κύριος ὁ Θεός σας εὐρύνῃ
τὰ ὅριά σας, ὅπως σᾶς ὑπεσχέθη,
καὶ σᾶς δώσῃ τὰ ἀγαθά
του, σὺ δὲ εἴπῃς· Θὰ φάγω
κρέας. Ἐὰν ἐπιθυμῇ ἡ ψυχή
σου νὰ φάγῃ κρέας, φάγε κατὰ
τὴν ἐπιθυμίαν σου.
|
20
Ὅταν δὲ πλατύνῃ πολὺ τὰ σύνορα
τῆς χώρας σου Κύριος ὁ Θεός σου, ὅπως ἀκριβῶς
σοῦ τὸ εἶπε, καὶ εἰπῇς:
<Θὰ φάγω κρέας>, ἐὰν δηλαδὴ
ἐπιθυμήσῃ ἡ ψυχή σου νὰ φάγῃς
κρέας, ἠμπορεῖς νὰ φάγῃς ὅσον
κρέας ποθεῖ ἡ ψυχή σου. |
21
Ἐὰν δὲ μακρὰν ἀπέχῃ
σου ὁ τόπος, ὃν ἂν ἐκλέξηται
Κύριος ὁ Θεός σου ἐκεῖ ἐπικληθῆναι
τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐκεῖ, καὶ
θύσεις ἀπὸ τῶν βοῶν σου καὶ
ἀπὸ τῶν προβάτων σου, ὧν ἂν
δῷ ὁ Θεός σοι, ὃν τρόπον ἐνετειλάμην
σοι καὶ φαγῇ ἐν ταῖς πόλεσί
σου κατὰ τὴν ἐπιθυμίαν τῆς ψυχῆς
σου· |
21
Ἐάν ὁ τόπος, εἰς
τὸν ὁποῖον
μένεις, εὑρίσκεται μακρὰν ἀπὸ
τὸν τόπον, τὸν ὁποῖον ἐξέλεξε
Κύριος ὁ Θεός σου, διὰ νὰ λατρεύεται
ἐκεῖ τὸ ὄνομά του, θὰ
σφάξῃς ἀπὸ τὰ βόδια του
καὶ ἀπὸ τὰ πρόβατά
σου, ποὺ σοῦ ἔχει δώσει ὁ Θεός,
καί, ὅπως σὲ διέταξα, θὰ
φάγῃς ἀπὸ αὐτὰ εἰς
τὰς πόλεις σου σύμφωνα μὲ τὴν
ἐπιθυμίαν καὶ τὴν διάθεσίν
σου.
|
21
Καὶ ἐὰν εὑρίσκεται μακρὰν ἀπὸ
ἐκεῖ, ὅπου διαμένεις, ὁ τόπος, ποὺ
τὸν ἐδιάλεξε Κύριος ὁ Θεός σου διὰ
νὰ ἐπικαλοῦνται ἐκεῖ τὸ
Ὄνομά Του, ἠμπορεῖς νὰ σφάξῃς
ἀπὸ τὰ βόδια σου καὶ ἀπὸ
τὰ πρόβατά σου, ὅσα θὰ σοῦ δώσῃ
ὁ Θεός, συμφώνως πρὸς τὸν τρόπον ποὺ
σοῦ παρήγγειλα, καὶ νὰ φάγῃς τὰ
κρέατα εἰς τὰς πόλεις σου, ὅπως ἐπιθυμεῖ
ἡ ψυχή σου. |
22
ὡς ἔσθεται ἡ δορκὰς καὶ ἡ
ἔλαφος, οὕτω φαγῇ αὐτό, ὁ
ἀκάθαρτος ἐν σοὶ καὶ ὁ
καθαρὸς ὠσαύτως ἔδεται.
|
22
Ὅπως ἀδιαφόρως τρώγεται τὸ ζαρκάδι
καὶ τὸ ἐλάφι, ἔτσι καὶ
σὺ θὰ φάγῃς αὐτό. Ἀπὸ
αὐτὸ θὰ φάγῃ ἐπίσης,
ὄχι μόνον ὁ κατὰ τὸν Νόμον
τοῦ Θεοῦ καθαρός, ἀλλὰ καὶ
ὁ ἀκάθαρτος.
|
22
Θὰ τρώγεται τὸ κρέας αὐτό, σὰν
νὰ ἦτο ζαρκάδι καὶ ἐλάφι, ποὺ
δὲν προσφέρονται ὡς θυσία εἰς τὸν
Θεόν.
Ἠμποροῦν
δηλαδὴ νὰ τὸ φάγουν καὶ αὐτὸς
ἀπὸ σᾶς ποὺ εἶναι ἀκάθαρτος
νομικῶς καὶ ὁ καθαρός, χωρὶς καμμίαν
διάκρισιν. |
23
Πρόσεχε ἰσχυρῶς τοῦ μὴ φαγεῖν
αἷμα, ὅτι τὸ αἷμα αὐτοῦ
ψυχή· οὐ βρωθήσεται ψυχὴ μετὰ
τῶν κρεῶν, |
23
Πρόσεχε ὅμως πολὺ νὰ μὴ φάγῃς
αἷμα, διότι τὸ αἷμα τοῦ ζώου
εἶναι ἡ ζωή του (κάθε δὲ ζωὴ
ἀνήκει εἰς τὸν Θεόν). Δὲν
πρέπει νὰ φαγωθῇ ἡ
ζωὴ μαζῆ μὲ τὸ κρέας.
|
23
Πρόσεχε πολὺ ὅμως νὰ μὴ χρησιμοποίησῃς
ὡς τροφὴν καὶ τὸ αἷμα τοῦ
ζώου, διότι τὸ αἷμα τοῦ εἶναι ἡ
ἕδρα τῆς ζωῆς του. Δὲν πρέπει νὰ
τρώγεται καὶ ἡ ζωὴ μαζὶ μὲ τὰ
κρέατα. |
24
οὐ φάγεσθε, ἐπὶ τὴν γῆν
ἐκχεεῖτε αὐτὸ ὡς ὕδωρ·
|
24
Δὲν θὰ φάγετε τὸ αἷμα, ἀλλὰ
θὰ τὸ χύσετε εἰς τὸ χῶμα,
ὅπως τὸ νερό.
|
24
Δὲν θὰ τρώγετε, ἐπαναλαμβάνω, τὸ αἷμα
του. Θὰ τὸ χύνετε σὰν νερὸ εἰς
τὴν γῆν. |
25
οὐ φαγῆ αὐτό, ἵνα εὖ σοι
γένηται καὶ τοῖς υἱοῖς σου μετὰ
σέ, ἐὰν ποίησῃς τὸ καλὸν
καὶ τὸ ἀρεστὸν ἐναντίον
Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου.
|
25
Δὲν θὰ φάγῃς, λοιπόν, τὸ
αἷμα τοῦ ζώου, διὰ νὰ ζήσῃς
ἔτσι εὐτυχὴς σὺ καὶ οἱ
υἱοί σου ἔπειτα ἀπὸ σέ,
ἐὰν θὰ πράξετε τὸ καλὸν
καὶ εὐάρπτον ἐνώπιον Κυρίου
τοῦ Θεοῦ σου. |
25
Δὲν θὰ χρησιμοποιήσετε λοιπὸν ὡς τροφὴν
τὸ αἷμα τοῦ ζώου. Καὶ ἐὰν
προσέχῃς καὶ τηρῇς αὐτὸ ποὺ
εἶναι καλὸν καὶ εὐάρεστον ἐνώπιον
Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου, θὰ εὐτυχῇς
σὺ καὶ οἱ ἀπόγονοί σου μετὰ
ἀπὸ σέ. |
26
Πλὴν τὰ ἅγιά σου, ἐὰν
γένηταί σοι, καὶ τὰς εὐχάς
σου λαβὼν ἥξεις εἰς τὸν τόπον,
ὃν ἂν ἐκλέξηται Κύριος ὁ
Θεός σου ἐπικληθῆναι τὸ ὄνομα
αὐτοῦ ἐκεῖ,
|
26
Ὅμως τὰς ἁγίας προσφοράς σου,
ὅταν αὐτὰς θὰ τὰς ἐτοιμάσῃς,
καὶ τὰ ταξίματά σου, λάβε τα
καὶ πρόσφερέ τα εἰς τὸν τόπον,
τὸν ὁποῖον θὰ ἐκλέξῃ
Κύριος ὁ Θεός σου, διὰ νὰ λατρεύεται
ἐκεῖ τὸ ὄνομά του.
|
26
Τὰς ἁγίας ὅμως προσφοράς σου, τὰ πρωτογέννητα
δηλαδή, τὰ δέκατα καὶ τὰ πρῶτα γεννήματα
τῆς γῆς, καθὼς καὶ τὰ τάματά
σου, μόλις ἐτοιμασθοῦν, θὰ τὰ παίρνῃς
καὶ θὰ τὰ φέρνῃς εἰς τὸν
τόπον, ποὺ θὰ διαλέξῃ Κύριος ὁ Θεός
σου διὰ νὰ ἐπικαλῆσθε ἐκεῖ
τὸ Ὄνομά Του. |
27
καὶ ποιήσεις τὰ ὁλοκαυτώματά
σου· τὰ κρέα ἀνοίσεις ἐπὶ
τὸ θυσιαστήριον Κυρίου τοῦ Θεοῦ
σου, τὸ δὲ αἷμα τῶν θυσιῶν σου
προσχεεῖς πρὸς τὴν βάσιν τοῦ
θυσιαστηρίου Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου,
τὰ δὲ κρέα φαγῇ.
|
27
Ἐκεῖ θὰ πρασφέρῃς τὰ ὁλοκαυτώματά
σου, τὸ κρέας μὲ τὸ αἷμα ἐπάνω
εἰς τὸ θυσιαστήριον Κυρίου τοῦ
Θεοῦ σου. Τὸ αἷμα ὅμως τῶν ἄλλων
θυσιῶν, θὰ τὸ χύσῃς εἰς
τὴν βάσιν τοῦ θυσιαστηρίου Κυρίου
τοῦ Θεοῦ σου, τὸ δὲ κρέας αὐτῶν
θὰ τὸ φάγετε σεῖς.
|
27
Καὶ θὰ προσφέρῃς ἐκεῖ τὰ
ὁλοκαυτώματά σου. Τὰ κρέατα μὲ τὸ
αἷμα των θὰ τὰ βάζῃς ἐπάνω
εἰς τὸ θυσιαστήριον Κυρίου τοῦ Θεοῦ
σου, διὰ νὰ καίωνται τελείως. Τὸ αἷμα
ὅμως τῶν θυσιῶν ἄλλου εἴδους,
ἐκτὸς τῶν ὁλοκαυτωμάτων, θὰ
τὸ χύνῃς εἰς τὴν βάσιν τοῦ θυσιαστηρίου,
τὰ δὲ κρέατά των θὰ τὰ τρώγῃς.
|
28
Φυλάσσου καὶ ἄκουε καὶ ποιήσεις
πόντος τοὺς λόγους, οὓς ἐγὼ
ἐντέλλομαί σοι, ἵνα εὖ σοι γένηται
καὶ τοῖς υἱοῖς σου δι' αἰῶνος,
ἐὰν ποίησῃς τὸ ἀρεστὸν
καὶ τὸ καλὸν ἐναντίον Κυρίου
τοῦ Θεοῦ σου. |
28
Πρόσεχε, ἄκουε, καὶ θέσε εἰς
ἐφαρμογὴν ὅλας τὰς ἐντολάς,
τὰς ὁποίας ἐγὼ σὲ διατάσσω,
διὰ νὰ ζήσῃς εὐτυχὴς σὺ
καὶ τὰ τέκνα σου πάντοτε, ἐφόσον
θὰ πράττῃς τὸ καλὸν καὶ
εὐάρεστον ἐνώπιον Κυρίου τοῦ
Θεοῦ σου. |
28
Πρόσεχε καὶ ἄκουε καὶ ἐφάρμοζε
ὅλας τὰς ἐντολάς, ποὺ σοῦ παραγγέλλω
ἐγώ, διὰ νὰ εὐτυχῇς σὺ
καὶ οἱ ἀπόγονοί σου αἰωνίως,
ἀφοῦ θὰ κάνης ὅ,τι εἶναι εὐάρεστον
καὶ καλὸν ἐνώπιον Κυρίου τοῦ Θεοῦ
σου. |
29
Ἐὰν δὲ ἐξολοθρεύσῃ Κύριος
ὁ Θεός σου τὰ ἔθνη, εἰς οὓς
εἰσπορεύῃ ἐκεῖ κληρονομῆσαι
τὴν γῆν αὐτῶν, ἀπὸ προσώπου
σου καὶ κατακληρονομήσῃς αὐτήν,
καὶ κατοικήσῃς ἐν τῇ γῇ
αὐτῶν, |
29
Ὅταν δὲ ὁ Κύριος ἐξολοθρεύσῃ
τὰ ἔθνη, εἰς τὰ ὁποῖα
σὺ πορεύεσαι, διὰ νὰ καταλάβῃς
ὡς ἰδικήν σου κληρονομίαν τὴν
χώραν αὐτῶν, καὶ τὴν κληρονομήσῃς
καὶ ἐγκατασταθῆς εἰς αὐτήν,
|
29
Ὅταν δὲ ἐξαφανίσῃ ἀπὸ
ἐμπρός σου ὁ Κύριος καὶ Θεός σου τὰ
εἰδωλολατρικὰ ἔθνη, πρὸς τὰ
ὁποῖα εἰσέρχεσαι ἤδη διὰ νὰ
κληρονομήσῃς τὴν χώραν των καὶ τὴν
ἀποκτήσῃς ὅλην ὡς κληρονομίαν σου
καὶ κατοικήσῃς μονίμως εἰς τὴν χώραν
των, |
30
πρόσεχε σεαυτῷ, μὴ ἐκζητήσῃς
ἐπακολουθῆσαι αὐτοῖς μετὰ τὸ
ἐξολοθρευθῆναι αὐτοὺς ἀπὸ
προσώπου σου λέγων· πῶς ποιοῦσι
τὰ ἔθνη ταῦτα τοῖς θεοῖς αὐτῶν,
ποιήσω κἀγώ. |
30
πρόσεχε τὸν ἑαυτόν σου, μήπως
τυχὸν καὶ ζητήσῃς νὰ ἀκολουθήσῃς
τρόπους ζωῆς τῶν ἐθνῶν αὐτῶν
μετὰ τὴν ἐξολόθρευσίν των, λέγων,
ὅτι ὅπως κάμνουν τὰ ἔθνη αὐτὰ
εἰς τοὺς θεούς των, ἔτσι θὰ
κάμνω καὶ ἐγὼ εἰς τὸν
Θεόν μου. |
30
πρόσεχε εἰς τὸν ἑαυτόν σοῦ,
μήπως θελήσῃς νὰ τὰ μιμηθῇς, ἀφοῦ
μάλιστα θὰ ἔχουν ἤδη ἐξολοθρευθῆ
ἀπὸ ἐμπρός σου, καὶ εἰπῇς:
<Θὰ κάνω καὶ ἐγὼ ὅ,τι
κάνουν τὰ ἔθνη αὐτὰ εἰς τοὺς
θεούς των>. |
31
Οὐ ποιήσεις οὕτω τῷ Θεῷ σου·
τὰ γὰρ βδελύγματα Κυρίου, ἃ
ἐμίσησεν, ἐποίησαν ἐν τοῖς
θεοῖς αὐτῶν, ὅτι τοὺς υἱοὺς
αὐτῶν καὶ τὰς θυγατέρας αὐτῶν
κατακαίουσιν ἐν πυρὶ τοῖς θεοῖς
αὐτῶν. |
31
Ὄχι· δὲν θὰ κάμῃς σὺ
ἔτσι εἰς τὸν Θεόν σου· διότι
ἀηδιαστικὰ καὶ ἀποκρουστικὰ
πράγματα, τὰ ὁποῖα ἐμίσησεν
ὁ Θεός, ἔκαμαν αὐτοὶ πρὸς
τοὺς θεούς των, ἀφοῦ ἔφθασαν
μέχρι τοῦ σημείου νὰ καίουν
τοὺς υἱοὺς καὶ τὰς θυγατέρας
των εἰς τὴν φωτιὰν χάριν τῶν
θεῶν των. |
31
Δὲν πρέπει νὰ κάνῃς καὶ σὺ τὰ
ἴδια εἰς τὸν Θεόν σου. Διότι αὐτοὶ
ἔκαναν εἰς τοὺς θεούς των πράγματα,
ποὺ εἶναι σιχαμερὰ εἰς τὸν Κύριον,
πράγματα ποὺ τὰ ἀπεστράφη καὶ τὰ
ἐβδελύχθη Ἐκεῖνος, ἀφοῦ
καίουν εἰς τὴν φωτιὰν πρὸς τιμὴν
τῶν θεῶν των ἀκόμη καὶ τοὺς
υἱούς των καὶ τὰς θυγατέρας των!
|