Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ὰν
δὲ γένηται ἀντιλογία ἀνὰ
μέσον ἀνθρώπων καὶ προσέλθωσιν
εἰς κρίσιν καὶ κρίνωσι καὶ δικαιώσωσι
τὸ δίκαιον καὶ καταγνῶσι τοῦ
ἀσεβοῦς, |
ὰν
δύο ἄνθρωποι ἔλθουν εἰς ἀντίθεσιν
καὶ φιλονεικίαν, θὰ παρουσιασθοῦν
αὐτοὶ εἰς τὸ δικαστήριον καὶ
θὰ κριθοῦν. Οἱ δικασταὶ θὰ ἀθωώσουν
τὸν δίκαιον καὶ θὰ καταδικάσουν
τὸν ἔνοχον. |
ὰν
δὲ συμβῇ νὰ λογομαχήσουν καὶ νὰ
διαπληκτισθοῦν δὺο ἄνθρωποι καὶ ἔλθουν
εἰς τοὺς Κριτὰς καὶ δικάσουν ἐκεῖνοι
καὶ ἀθωώσουν αὐτόν, ποὺ ἔχει
τὸ δίκαιον μὲ τὸ μέρος του, καὶ καταδικάσουν
τὸν ἀσεβῆ, |
2
καὶ ἔσται ἐὰν ἄξιος ᾖ
πληγῶν ὁ ἀσεβῶν, καθιεῖς αὐτὸν
ἔναντι τῶν κριτῶν καὶ μαστιγώσουσιν
αὐτὸν ἐναντίον αὐτῶν κατὰ
τὴν ἀσέβειαν αὐτοῦ.
|
2
Ἐὰν δὲ ὁ ἔνοχος καταδικασθῇ
μὲ τὴν ποινὴν τοῦ ραβδισμοῦ,
θὰ τὸν καθίσετε ἐνώπιον τῶν
δικαστῶν, καὶ ἐνώπιον αὐτῶν
θὰ τὸν μαστιγώσουν ἀναλόγως
τῆς ἐνοχῆς του. |
2
καὶ κριθῇ ὅτι πρέπει νὰ μαστιγωθῇ
ὁ ἀσεβής, θὰ μαστιγωθῇ ὡς ἐξῇς:
Θὰ τὸν βάλῃς νὰ καθήσῃ ἐνώπιον
τῶν Κριτῶν καὶ θὰ τὸν μαστιγώσουν
ἐμπρὸς εἰς τοὺς Κριτὰς ἀναλόγως
πρὸς τὸ παράπτωμά του. |
3
Ἀριθμῷ τεσσαράκοντα μαστιγώσουσιν
αὐτόν, οὐ προσθήσουσιν· ἐὰν
δὲ προσθῇς μαστιγῶσαι ὑπὲρ ταύτας
τὰς πληγὰς πλείους, ἀσχημονήσει
ὁ ἀδελφός σου ἐναντίον σου.
|
3
Μὲ τεσσαράκοντα ραβδισμοῦς θὰ τὸν
μαστιγώσουν· δὲν θὰ προσθέσουν
κανένα ἐπὶ πλέον. Ἐὰν
δὲ τυχὸν καὶ θελήσῃς νὰ
καταφέρῃς ἐναντίον αὐτοῦ
ραβδισμοὺς περισσοτέρους, θὰ σκυθρωπάσῃ
καὶ θὰ δυσφορήσῃ ὁ ἀδελφός
σου ἐναντίον σου. |
3
Θὰ τὸν μαστιγώσουν δὲ μὲ σαράντα κτυπήματα.
Δὲν θὰ προσθέσουν ἄλλο κτύπημα εἰς
αὐτὸν τὸν ἀριθμόν, Ἐὰν
ὅμως συνεχίσῃς νὰ τὸν μαστιγώνῃς
μὲ κτυπήματα περισσότερα ἀπὸ αὐτὰ
ποὺ πρέπει, θὰ παραμορφωθῇ καὶ θὰ
ἐξευτελισθῇ ἐμπρός σου ὁ ἀδελφός
σου καὶ θὰ γίνῃ βδελυκτός.
|
4
Οὐ φιμώσεις βοῦν ἁλοῶντα. |
4
Δὲν πρέπει νὰ βάλῃς φύμωτρον
εἰς τὸ βόδι ποὺ ἁλωνίζει.
|
4
Δὲν θὰ κλείσῃς μὲ φίμωτρον τὸ
στόμα τοῦ βοδιοῦ ποὺ εὑρίσκεται εἰς
τὸ ἁλῶνι καὶ ἁλωνίζει.
|
5
Ἐὰν δὲ κατοικῶσιν ἀδελφοὶ
ἐπὶ τὸ αὐτὸ καὶ ἀποθάνῃ
εἷς ἐξ αὐτῶν, σπέρμα δὲ
μὴ ᾖ αὐτῷ, οὐκ ἔσται ἡ
γυνὴ τοῦ τεθνηκότος ἔξω ἀνδρὶ
μὴ ἐγγίζοντι· ὁ ἀδελφὸς
τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς εἰσελεύσεται
πρὸς αὐτὴν καὶ λήψεται αὐτὴν
ἑαυτῷ γυναῖκα καὶ συνοικήσει
αὐτῇ. |
5
Ἐὰν δύο ἀδελφοὶ κατοικοῦν
μαζῆ καὶ ἀποθάνῃ ὁ ἕνας
ἀπὸ αὐτούς, χωρὶς νὰ ἀφήσῃ
τέκνον, ἢ χήρα τοῦ ἀποθανόντος
δὲν θὰ ὑπανδρευθῇ ἄνδρα ἔξω
ἀπὸ τὴν συγγένειαν τοῦ ἀνδρός
της. Ἀλλὰ ὁ ἀδελφὸς τοῦ
ἀνδρός της θὰ εἰσέλθῃ
πρὸς αὐτήν, θὰ τὴν λάβῃ
σύζυγον καὶ θὰ συγκατοικήσῃ
μαζῆ της. |
5
Ἐὰν δὲ κατοικοῦν μαζὶ δύο ἀδελφοὶ
καὶ πεθάνῃ ἕνας ἀπὸ αὐτούς,
χωρὶς νὰ ἔχῃ ἀφήσει ἀπογόνους,
ἢ γυναῖκα τοῦ νεκροῦ δὲν πρέπει
νὰ πάρῃ ὡς σύζυγον τῆς ξένον
ἄνδρα. Θὰ ἔλθῃ πρὸς αὐτὴν
ὁ ἀδελφὸς τοῦ ἀνδρός της
καὶ θὰ τὴν πάρῃ ὡς σύζυγόν του
καὶ θὰ κατοικήσῃ μαζί της.
|
6
Καὶ ἔσται τὸ παιδίον, ὃ ἐὰν
τέκῃ κατασταθήσεται ἐκ τοῦ ὀνόματος
τοῦ τετελευτηκότος, καὶ οὐκ ἐξαλειφθήσεται
τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐξ Ἰσραήλ.
|
6
Τὸ δὲ πρῶτο παιδί, τὸ ὁποῖον
αὐτὴ θὰ γεννήσῃ, θὰ λάβῃ
τὴν θέσιν καὶ τὸ ὄνομα τοῦ
ἀποθανόντος καὶ ἔτσι δὲν θὰ
ἐξαλειφθῇ ἐκ μέσου τῶν Ἰσραηλιτῶν
τὸ ὄνομα τοῦ ἀποθανόντος.
|
6
Τὸ δὲ παιδί, ποὺ θὰ ἀποκτήσῃ
αὐτὴ μὲ ἐκεῖνον, θὰ καταγραφῇ
βάσει τοῦ ὀνόματος τοῦ νεκροῦ συζύγου
της καὶ θὰ πάρῃ τὴν θέσιν ἐκείνου.
Ἔτσι δὲν θὰ χαθῇ τὸ ὄνομά
του ἀπὸ τοὺς Ἰσραηλίτας.
|
7
Ἐὰν δὲ μὴ βούληται ὁ ἄνθρωπος
λαβεῖν τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ
αὐτοῦ, καὶ ἀναβήσεται ἡ
γυνὴ ἐπὶ τὴν πύλην ἐπὶ
τὴν γερουσίαν καὶ ἐρεῖ·
οὐ θέλει ὁ ἀδελφὸς τοῦ
ἀνδρός μου ἀναστῆσαι τὸ ὄνομα
τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ ἐν Ἰσραήλ,
οὐκ ἠθέλησεν ὁ ἀδελφὸς
τοῦ ἀνδρός μου.
|
7
Ἐὰν ὅμως ὁ ἀδελφὸς δὲν
θέλῃ νὰ λάβῃ σύζυγον τὴν
γυναῖκα τοῦ ἀποθανόντος ἀδελφοῦ
του, τότε ἡ χήρα θὰ μεταβῇ εἰς
τὴν πύλην τῆς πόλεως, ὅπου ἡ
γερουσία δικάζει, καὶ θὰ εἴπη:
Ὁ ἀδελφὸς τοῦ ἀνδρός μου
δὲν θέλει νὰ ἀναστήσῃ
καὶ νὰ δώσῃ συνέχειαν εἰς
τὸ ὄνομα τοῦ ἀδελφοῦ του μεταξὺ
τῶν Ἰσραηλιτῶν· δὲν θέλει
ὁ ἀδελφὸς τοῦ ἀνδρός μου
νὰ μὲ λάβῃ ὡς σύζυγον
καὶ νὰ ἀποκτήσω τέκνον διά
τὸν ἀποθανόντα. |
7
Ἐὰν ὅμως δὲν θέλῃ ὁ ἀδελφὸς
τοῦ νεκροῦ νὰ πάρῃ ὡς
σύζυγον τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ
του, θὰ ἔλθῃ ἡ γυναῖκα εἰς
τὴν πύλην τῆς πόλεως, ὅπου κάθονται οἱ
προεστοὶ καὶ δικάζουν, καὶ θὰ εἴπῃ
<Δὲν θέλει ὁ ἀδελφὸς τοῦ
ἀνδρός μου νὰ συμβάλῃ εἰς τὸ
νὰ μείνῃ ἀνεξάλειπτον τὸ ὄνομα
τοῦ ἀδελφοῦ του εἰς τὸν Ἰσραήλ.
Δὲν ἠθέλησεν ὁ ἀδελφὸς τοῦ
ἀνδρός μου νὰ μὲ πάρῃ σύζυγόν
του>. |
8
Καὶ καλέσουσιν αὐτὸν ἡ γερουσία
τῆς πόλεως αὐτοῦ καὶ ἐροῦσιν
αὐτῷ, καὶ στὰς εἴπῃ·
οὐ βούλομαι λαβεῖν αὐτήν·
|
8
Οἱ ἀποτελοῦντες τὴν γερουσίαν
τῆς πόλεως πρεσβύτεροι θὰ καλέσουν
αὐτὸν καὶ θὰ τοῦ ἀνακοινώσουν
ὅσα ἡ χῆρα εἶπεν. Ἐὰν
ἐκεῖνος ὄρθιος ἐνώπιόν
των εἴπῃ: Δὲν θέλω νὰ λάβω
αὐτὴν σύζυγόν μου,
|
8
Θὰ τὸν καλέσουν λοιπὸν τότε οἱ προεστοὶ
τῆς πόλεώς του καὶ θὰ τοῦ εἰποῦν
ὅσα ἄκουσαν. Καὶ ἂν σταθῇ ἐκεῖνος
ἐμπρός των καὶ εἰπῇ μὲ
σταθερότητα· <Δὲν θέλω νὰ τὴν πάρω ὡς
σύζυγόν μου>, θὰ γίνῃ τὸ ἑξῆς:
|
9
καὶ προσελθοῦσα ἡ γυνὴ τοῦ ἀδελφοῦ
αὐτοῦ ἔναντι τῆς γερουσίας καὶ
ὑπολύσει τὸ ὑπόδημα αὐτοῦ
τὸ ἓν ἀπὸ τοῦ ποδὸς αὐτοῦ
καὶ ἐμπτύσεται κατὰ πρόσωπον
αὐτοῦ καὶ ἀποκριθεῖσα ἐρεῖ·
οὕτω ποιήσουσι τῷ ἀνθρώπῳ,
ὃς οὐκ οἰκοδομήσει τὸν οἶκον
τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ ἐν Ἰσραήλ·
|
9
τότε ἡ νύμφη του θὰ ἔλθῃ
ἐνώπιον τῆς γερουσίας, θὰ λύσῃ
τὸ ἕνα ὑπόδημα ἀπὸ τὸ
πόδι τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ,
θὰ τὸν πτύσῃ κατὰ πρόσωπον
καὶ θὰ διακηρύξῃ <ἔτσι θὰ
κάμουν εἰς ἐκεῖνον τὸν ἄνθρωπον,
ὁ ὁποῖος δὲν θέλει νὰ
δώσῃ συνέχειαν εἰς τὴν οἰκογένειαν
τοῦ ἀδελφοῦ του μεταξὺ τῶν Ἰσραηλιτῶν>!
|
9
Θὰ πλησιάσῃ ἡ γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ
του καὶ ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια
τῶν προεστῶν θὰ λύσῃ ἀπὸ
τὸ πόδι του τὸ ἕνα ὑπόδημά του
καὶ θὰ φτύσῃ εἰς τὸ πρόσωπόν
του. Καὶ θὰ πάρῃ τὸν λόγον καὶ
θὰ εἰπῇ: <Ἔτσι θὰ φερθοῦν
εἰς αὐτόν, ποὺ δὲν χαρίζει ἀπόγονον
εἰς τὸν ἀδελφόν του καὶ ἀρνεῖται
νὰ κρατήσῃ ὅρθιον τὸ σπίτι ἐκείνου
μέσα εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας>.
|
10
καὶ κληθήσεται τὸ ὄνομα αὐτοῦ
ἐν Ἰσραὴλ οἶκος τοῦ ὑπολυθέντος
τὸ ὑπόδημα. |
10
Θὰ ὀνομασθῇ δὲ τὸ ὄνομα
τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ μεταξὺ
τῶν Ἰσραηλιτῶν <οἶκος ἐκείνου
ποὺ τοῦ ἀφῃρέθη τὸ ἕνα
ὑπόδημα> (οἶκος μονοσανδάλου).
|
10
Θὰ διαφημισθῇ δὲ τὸ γεγονὸς
αὐτὸ καὶ θὰ λέγουν δι' αὐτὸν
εἰς τὸ ἑξῆς οἱ Ἰσραηλίται:
<Νὰ τὸ σπίτι καὶ ἡ οἰκογένεια
ἐκείνου, ποὺ τοῦ ἔλυσαν τὸ ὑπόδημα>.
|
11
Ἐὰν δὲ μάχωνται ἄνθρωποι ἐπὶ
τὸ αὐτό, ἄνθρωπος μετὰ τοῦ
ἀδελφοῦ αὐτοῦ, καὶ προσέλθῃ
ἡ γυνὴ ἑνὸς αὐτῶν ἐξελέσθαι
τὸν ἄνδρα αὐτῆς ἐκ χειρὸς
τοῦ τύπτοντος αὐτὸν καὶ ἐκτείνασα
τὴν χεῖρα ἐπιλάβηται τῶν διδύμων
αὐτοῦ, |
11
Ἐὰν συμπλακοῦν δύο ἄνθρωποι,
Ἰσραηλίτης μὲ Ἰσραηλίτην, καὶ
ἡ σύζυγος τοῦ ἑνὸς διὰ
νὰ ἀπαλλάξῃ τὸν σύζυγόν
της ἀπὸ τὰ χέρια ἐκείνου
ποὺ τὸν δέρει, πλησιάσῃ καὶ
ἀπλώσῃ τὸ χέρι της καὶ
συλλάβῃ τὰ ἀπόκρυφα μέλη
τοῦ δέροντος, |
11
Ἐὰν δὲ μαλώνουν δύο ἄνθρωποι, ποὺ
κατοικοῦν εἰς τὸν ἴδιον τόπον, δύο
δηλαδὴ ἀδελφοὶ ἢ δύο Ἰσραηλῖται,
καὶ πλησιάσῃ ἡ γυναῖκα ἐνὸς
ἀπὸ αὐτούς, μὲ σκοπὸν νὰ
γλυτώσῃ τὸν ἄνδρα της ἀπὸ τὰ
χέρια τοῦ ἄλλου ποὺ τὸν κτυπᾷ,
καὶ ἀπλώσῃ τὸ χέρι της καὶ πιάσῃ
τὰ ἀπόκρυφα μέλη του, |
12
ἀποκόψεις τὴν χεῖρα αὐτῆς·
οὐ φείσεται ὁ ὀφθαλμός σου ἐπ'
αὐτῇ. |
12
θὰ κόψετε τὸ χέρι τῆς γυναικὸς
αὐτῆς· δὲν θὰ τὴν λυπηθῇ
τὸ μάτι σας. |
12
θὰ πρέπῃ νὰ κόψῃς ἐντελῶς
τὸ χέρι της. Νὰ μὴ τὴν λυπηθῇ
τὸ μάτι σου. |
13
Οὐκ ἔσται ἐν τῷ μαρσίππῳ
σου στάθμιον καὶ στάθμιον, μέγα ἢ
μικρόν· |
13
Δὲν πρέπει νὰ ὑπάρχουν εἰς
τὸ σακκούλι σου δύο ζύγια, τὸ
ἕνα βαρύτερον ἀπὸ τὸ κανονικὸν
καὶ τὸ ἄλλο ἐλαφρότερον.
|
13
Δὲν θὰ ὑπάρχουν εἰς τὸ σακκούλι
σου δύο εἴδη ἀπὸ τὸ ἴδιο ζύγι,
τὸ ἕνα μεγάλο (βαρύτερο) καὶ τὸ
ἄλλο μικρὸ (ἐλαφρότερο).
|
14
οὐκ ἔσται ἐν τῇ οἰκίᾳ
σου μέτρον καὶ μέτρον, μέγα ἢ
μικρόν· |
14
Δὲν πρέπει νὰ ὑπάρχουν εἰς
τὸ σπίτι σου δύο μέτρα, τὸ ἕνα
μεγαλύτερον καὶ τὸ ἄλλο μικρότερον
ἀπὸ τὸ κανονικόν.
|
14
Δὲν θὰ ὑπάρχουν ἐπίσης εἰς τὸ
σπίτι σου δύο εἴδη ἀπὸ τὸ ἴδιον
μέτρον χωρητικότητος, τὸ ἕνα μεγάλο (κανονικό)
καὶ τὸ ἄλλο μικρότερο (λειψό), διὰ
νὰ ἀγοράζῃς μὲ τὸ μεγάλο καὶ
νὰ πωλῇς μὲ τὸ μικρό.
|
15
στάθμιον ἀληθινὸν καὶ δίκαιον
ἔσται σοι, καὶ μέτρον ἀληθινὸν
καὶ δίκαιον ἔσται σοι, ἵνα πολυήμερος
γένῃ ἐπὶ τῆς γῆς, ἧς
Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσί σοι
ἐν κλήρῳ·
|
15
Ζύγια ἀληθινὰ καὶ δίκαια θὰ
ὑπάρχουν εἰς σέ, μέτρα ἀληθινὰ
καὶ δίκαια θὰ χρησιμοποιῇς, διὰ
νὰ ζήσῃς χρόνια πολλὰ εἰς
τὴν χώραν, τὴν ὁποίαν Κύριος
ὁ Θεός σου ἔδωκεν εἰς σὲ ὡς
κληρονομίαν· |
15
Τὰ ζύγια σου, μὲ τὰ ὁποῖα ζυγίζεις
τὰ βάρη, νὰ εἶναι σωστὰ καὶ
δίκαια. Καὶ τὰ δοχεῖα, ποὺ ἔχεις
διὰ νὰ μετρᾷς μέσα εἰς αὐτὰ
διάφορα προϊόντα, πρέπει νὰ εἶναι σωστὰ
καὶ δίκαια. Ἔτσι θὰ εἶσαι πολύχρονος
εἰς τὴν γῆν, ποὺ σοῦ δίδει ὡς
κληρονομίαν ὁ Κύριος καὶ Θεός σου.
|
16
ὅτι βδέλυγμα Κυρίῳ τῷ Θεῷ
σου πᾶς ποιῶν ταῦτα, πᾶς ποιῶν
ἄδικον. |
16
διότι εἶναι μισητὸς καὶ ἀποκρουστικὸς
εἰς Κύριον τὸν Θεόν σου ἐκεῖνος,
ποὺ χρησιμοποιεῖ δόλια ζύγια καὶ
διαπράττει ἀδικίαν. |
16
Νὰ προσέξῃς, διότι αὐτὸν ποὺ
φέρεται μὲ τὸν τρόπον αὐτόν, αὐτὸν
δηλαδὴ ποὺ ἀδικεῖ εἰς τὰς
συναλλαγάς του, τὸν βδελύσσεται καὶ τὸν
ἀποστρέφεται Κύριος ὁ Θεός σου.
|
17
Μνήσθητι ὅσα ἐποίησέ σοι Ἀμαλὴκ
ἐν τῇ ὁδῷ ἐκπορευομένου
σου ἐκ γῆς Αἰγύπτου,
|
17
Ἐνθυμήσου ὅσα σοῦ ἐκαμαν οἱ
Ἀμαληκῖται εἰς τὸν δρόμον σου,
ὅταν ἔβγαινες ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον,
|
17
Νὰ θυμᾶσαι ὅσα σοῦ ἔκαναν οἱ
Ἀμαληκῖται καθ' ὁδόν, ἐνῷ ἔβγαινες
ἀπὸ τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου.
|
18
πῶς ἀντέστη σοι ἐν τῇ ὁδῷ,
καὶ ἔκοψέ σου τὴν οὐραγίαν,
τοὺς κοπιῶντας ὀπίσω σου, σὺ
δὲ ἐπείνας καὶ ἐκοπίας,
καὶ οὐκ ἐφοβήθη τὸν Θεόν.
|
18
πῶς ἀντεστάθησαν καθ' ὁδόν ἐναντίον
σου, πῶς ἐφόνευσαν τοὺς βραδυποροῦντας,
αὐτοὺς ποὺ ἕνεκα κοπώσεως ἔμειναν
ὀπίσω σου, σὺ δὲ τότε ἐπεινοῦσες
καὶ ὑπέφερες καὶ ἐκεῖνοι
δὲν ἐφοβήθησαν τὸν Θεόν,
|
18
Πῶς δηλαδὴ ἐπετέθησαν ἐναντίον σου
εἰς τὸν δρόμον καὶ πῶς ἐσκότωσαν
αὐτούς, ποὺ ἦσαν ὀπισθοφυλακὴ
τῆς πορείας σας, ὅσους λόγῳ τοῦ κόπου
τῆς πεζοπορίας ἔμεναν πίσω. Ἐνῷ δὲ
σύ, ὁ λαός μου, ἐπεινοῦσες καὶ ἤσουν
κατάκοπος, ὁ λαὸς τῶν Ἀμαληκιτῶν
δὲν ἐφοβήθη τὸν Θεὸν καὶ ἐφέρθη
μὲ τὸν βάρβαρον αὐτὸν τρόπον.
|
19
Καὶ ἔσται ἡνίκα ἐὰν καταπαύσῃ
σε Κύριος ὁ Θεός σου ἀπὸ πάντων
τῶν ἐχθρῶν σου τῶν κύκλῳ
σου ἐν τῇ γῇ, ᾗ Κύριος ὁ
Θεός σου δίδωσί σοι κληρονομῆσαι,
ἐξαλείψεις τὸ ὄνομα Ἀμαλὴκ
ἐκ τῆς ὑπὸ τὸν οὐρανὸν
καὶ οὐ μὴ ἐπιλάθῃ.
|
19
Διὰ τοῦτο, ὅταν σὲ ἀναπαύσῃ
Κύριος ὁ Θεός σου ἐκ τῶν κόπων
σου καὶ σὲ ἀσφαλίσῃ ἀπὸ
τοὺς γύρω ἐχθρούς σου εἰς τὴν
χώραν τὴν ὁποίαν ὁ Κύριος
σοῦ δίδει ὡς κληρονομίαν, τότε
θὰ ἐξαλείψεις τὸ ὄνομα τῶν
Ἀμαληκιτῶν εἰς τὴν ὑπὸ
τὸν οὐρανόν. Αὐτὸ δὲν
πρέπει νὰ τὸ λησμονήσῃς.
|
19
Ὅταν λοιπὸν σὲ ἀπαλλάξῃ Κύριος
ὁ Θεός σου ἀπὸ ὅλους τοὺς ἐχθρούς
σου, ποὺ εὑρίσκονται ὁλόγυρά σου, καὶ
ἠσυχάσῃς καὶ ἐγκατασταθῇς
εἰς τὴν χώραν, ποὺ σοῦ χαρίζει ὡς
κληρονομίαν ὁ Κύριος καὶ Θεός σου, πρέπει νὰ
ἐξαλείψῃς τὸ ὄνομα τῶν
Ἀμαληκιτῶν ἀπὸ τὴν ἐπιφάνειαν
τῆς γῆς. Πρόσεξε νὰ μὴ τὸ
ξεχάσῃς. |