Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
συνετέλεσε Μωυσῆς λαλῶν πάντας τοὺς
λόγους τούτους πρὸς πάντας υἱοὺς
Ἰσραήλ, |
Μωϋσῆς
ἐτελείωσε διδάσκων ὅλα αὐτὰ
τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ πρὸς ὅλους
τοὺς Ἰσραηλίτας. |
αὶ
ἐτελείωσεν ὁ Μωϋσῆς ὅλους αὐτοὺς
τοὺς λόγους, ποὺ εἶχε νὰ εἰπῇ
πρὸς ὅλους τοὺς Ἰσραηλίτας.
|
2
καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· ἑκατὸν
καὶ εἴκοσιν ἐτῶν ἐγώ εἰμι
σήμερον· οὐ δυνήσομαι ἔτι εἰσπορεύεσθαι
καὶ ἐκπορεύεσθαι, Κύριος δὲ
εἶπε πρός με· οὐ διαβήσῃ
τὸν Ἰορδάνην τοῦτον.
|
2
Κατόπιν δὲ εἶπε πρὸς αὐτούς·
<ἐγὼ εἶμαι σήμερον ἑκατὸν
εἴκοσι ἕτων· δὲν ἠμπορῶ
πλέον νὰ πηγαινοέρχομαι. Ἐξ ἄλλου
ὁ Κύριος μοῦ εἶχε πεῖ·
Δὲν θὰ διαβῇς σὺ αὐτὸν
τὸν Ἰορδάνην ποταμόν.
|
2
Μετὰ δὲ ἀπὸ αὐτὰ τοὺς
εἶπε: <Ἤδη ἐγὼ εἶμαι σήμερον
ἑκατὸν εἴκοσι ἐτῶν. Δὲν
θὰ ἠμπορῶ εἰς τὸ ἑξῆς
νὰ πηγαίνω καὶ νὰ ἔρχωμαι ὡς
ἀρχηγός σας. Ὁ δὲ Κύριος μοῦ
τὸ εἶπε σαφῶς: <Δὲν θὰ περᾴσῃς
αὐτὸν τὸν ποταμόν, τὸν Ἰορδάνην>.
|
3
Κύριος ὁ Θεός σου ὁ προπορευόμενος
πρὸ προσώπου σου, αὐτὸς ἐξολοθρεύσει
τὰ ἔθνη ταῦτα ἀπὸ προσώπου
σου, καὶ κατακληρονομήσεις αὐτούς·
καὶ Ἰησοῦς ὁ προπορευόμενος
πρὸ προσώπου σου, καθὰ ἐλάλησε
Κύριος. |
3
Ἐπαναλαμβάνω πρὸς σᾶς καὶ πάλιν·
Κύριος ὁ Θεός σας, ὁ ὁποῖος
προπορεύεται ἐνώπιόν σας, αὐτὸς
θὰ ἐξολοθρεύσῃ ἀπὸ ἐμπρός
σας αὐτὰ τὰ ἔθνη, καὶ σεῖς
θὰ τὰ κληρονομήσετε. Ὁ δὲ Ἰησοῦς
τοῦ Ναυῆ θὰ εἶναι πλέον ὁ
ἀρχηγός σας, ὅπως εἶπε πρὸς
ἐμὲ ὁ Κύριος. |
3
Ὁ Κύριος καὶ Θεός σου, ποὺ προπορεύεται
εἰς τὴν πορείαν σου, αὐτὸς εἶναι
ποὺ θὰ ἐξολοθρεύσῃ ἀπὸ
ἐμπρός σου τοὺς λαοὺς αὐτούς. Καὶ
θὰ πάρῃς σὺ ὡς κληρονομίαν σου
κάθε τι, ποὺ κατέχουν τώρα αὐτοί. Ἐκεῖνος
δὲ ποὺ θὰ προχωρῇ ἐπὶ
κεφαλῆς σου ὡς ἡγέτης σου, συμφώνως
πρὸς ὅσα εἶπεν ὁ Κύριος, θὰ
εἶναι ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ.
|
4
Καὶ ποιήσει Κύριος ὁ Θεός σου
αὐτοῖς καθὼς ἐποίησε Σηὼν
καὶ Ὤγ, τοῖς δυσὶ βασιλεῦσι
τῶν Ἀμορραίων, οἳ ἦσαν πέραν
τοῦ Ἰορδάνου, καὶ τῇ γῇ
αὐτῶν, καθότι ἐξωλόθρευσεν αὐτούς·
|
4
Ἐναντίον τῶν λαῶν ἐκείνων,
ποὺ κατέχουν τὴν γῆν τῆς Ἐπαγγελίας,
θὰ κάμῃ ὁ Κύριος ὅ,τι
ἔκαμε εἰς τους δύο βασιλεῖς τῶν
Ἀμορραίων, τὸν Σηὼν καὶ τὸν
Ὤγ, οἱ ὁποῖοι ἦσαν ἀνατολικῶς
τοῦ Ἰορδάνου, ὅ,τι ἔκαμε καὶ
εἰς τὴν χώραν των, διότι, ὅπως
γνωρίζετε, ἐξωλόθρευσεν αὐτοὺς
καὶ τοὺς λαούς των. |
4
Καὶ θὰ κάνῃ Κύριος ὁ Θεός σου εἰς
τοὺς λαοὺς αὐτοὺς ὅ,τι ἔκανε
εἰς τὸν Σηὼν καὶ τὸν Ὤγ,
εἰς τοὺς δύο ἐκείνους βασιλεῖς τῶν
Ἀμορραίων, ποὺ ἦσαν πέραν τοῦ
Ἰορδάνου, καὶ εἰς τὴν χώραν των. Θὰ
τοὺς ἐξολοθρεύσῃ δηλαδὴ ὁπωσδήποτε,
ὅπως ἐξωλόθρευσε καὶ ἐκείνους.
|
5
καὶ παρέδωκεν αὐτοὺς Κύριος
ὑμῖν, καὶ ποιήσετε αὐτοῖς,
καθότι ἐνετειλάμην ὑμῖν.
|
5
Ἔτσι ἔχει παραδώσει τοὺς λαοὺς
τῆς Χαναάν εἰς τὰ χέρια σας
ὁ Κύριος, καὶ θὰ κάμετε εἰς
αὐτοὺς ὅ,τι ἐγὼ σᾶς διέταξα.
|
5
Καὶ ἤδη σᾶς τοὺς παρέδωσεν ὁ
Κύριος καὶ πρέπει νὰ τοὺς φερθῆτε,
ὅπως ἀκριβῶς σᾶς παρήγγειλα.
|
6
Ἀνδρίζου καὶ ἴσχυε, μὴ φοβοῦ
μηδὲ δειλιάσῃς μηδὲ πτοηθῇς
ἀπὸ προσώπου αὐτῶν, ὅτι
Κύριος ὁ Θεός σου ὁ προπορευόμενος
μεθ' ὑμῶν ἐν ὑμῖν, οὔτε
μή σε ἀνῇ, οὔτε μή σε ἐγκαταλίπῃ.
|
6
Νὰ εἶσθε λοιπὸν ἀνδρεῖοι καὶ
θαρραλέοι· μὴ φοβηθῆτε, μὴ δειλιάσετε,
μὴ πτοηθῆτε ἀπὸ αὐτούς,
διότι Κύριος ὁ Θεός σας, ποὺ
εἶναι μαζῆ σας, προπορεύεται ἀπὸ
σᾶς καὶ οὔτε πρὸς στιγμὴν θὰ
σᾶς ἀφήσῃ οὔτε, πολὺ περισσότερον,
ὁλοτελῶς θὰ σᾶς ἐγκαταλείψῃ>.
|
6
Νὰ ἔχῃς ἀνδρείαν καὶ θάρρος.
Μὴ φοβᾶσαι, οὔτε νὰ δειλιάσῃς.
Οὔτε νὰ τρομάξῃς ἐμπρός των,
διότι Κύριος ὁ Θεός σου, ποὺ προπορεύεται εἰς
τὴν πορείαν σας, εἶναι μαζί σας καὶ
κάνει αἰσθητὴν τὴν παρουσίαν Του μεταξύ
σας μὲ τὴν Κιβωτὸν τῆς Διαθήκης. Δὲν
θὰ σὲ ἀφήσῃ Ἐκεῖνος
μόνον σου, οὔτε θὰ σὲ ἐγκαταλείψῃ.
|
7
Καὶ ἐκάλεσε Μωυσῆς Ἰησοῦν
καὶ εἶπεν αὐτῷ ἔναντι παντὸς
Ἰσραήλ· ἀνδρίζου καὶ ἴσχυε,
σὺ γὰρ εἰσελεύσῃ πρὸ προσώπου
τοῦ λαοῦ τούτου εἰς τὴν γῆν,
ἣν ὤμοσε Κύριος τοῖς πατράσιν
ὑμῶν δοῦναι αὐτοῖς, καὶ
σὺ κατακληρονομήσεις αὐτὴν αὐτοῖς·
|
7
Ἐκάλεσεν ὁ Μωϋσῆς τὸν Ἰησοῦν
καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν ἐνώπιον
ὅλου τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ·
<ἔχε θάρρος, νὰ εἶσαι γενναῖος.
Διότι σύ, προπορευόμενος ὡς ἀρχηγὸς
τοῦ λαοῦ τούτου θὰ εἰσέλθῃς
εἰς τὴν χώραν, τὴν ὁποίαν
Κύριος ὁ Θεὸς ὡρκίσθη εἰς
τοὺς προπάτοράς μας, ὅτι θὰ
τοὺς δώσῃ. Σὺ θὰ κατακτήσῃς
αὐτὴν καὶ θὰ τὴν διανείμῃς
εἰς αὐτούς. |
7
Ἐκάλεσε δὲ κατόπιν ὁ Μωϋσῆς τὸν
Ἰησοῦν τοῦ Ναυῆ καὶ τοῦ
εἶπεν ἐνώπιον ὅλων τῶν Ἰσραηλιτῶν:
<Νὰ ἔχῃς ἀνδρείαν καὶ θάρρος,
διότι σὺ πλέον εἶσαι ἐκεῖνος, ποὺ
θὰ εἰσέλθῃς ἐπὶ κεφαλῆς
τοῦ λαοῦ αὐτοῦ εἰς τὴν
χώραν, τὴν ὁποίαν ὡρκίσθη ὁ Κύριος
εἰς τοὺς πατέρας σας ὅτι θὰ τοὺς
τὴν χαρίσῃ. Σὺ θὰ τὴν κυριεύσῃς
καὶ θὰ τὴν μοιράσῃς εἰς αὐτοὺς
ὡς κληρονομίαν των. |
8
καὶ Κύριος ὁ συμπορευόμενος μετὰ
σοῦ οὐκ ἀνήσει σε, οὐ δὲ
μή σε ἐγκαταλίπῃ· μὴ φοβοῦ
μηδὲ δειλία. |
8
Ὁ δὲ Κύριος, ὁ ὁποῖος
πορεύεται μαζῆ σου, δὲν θὰ σὲ
ἀφήσῃ οὐδὲ πρὸς στιγμὴν
οὔτε ποτὲ θὰ σὲ ἐγκαταλείψῃ
μόνον. Μὴ φοβῆσαι λοιπὸν καὶ
μὴ δειλιάζῃς>. |
8
Νὰ εἶσαι δὲ βέβαιος ὅτι ὁ Κύριος,
ποὺ συμπορεύεται μὲ σέ, δὲν θὰ σὲ
ἀφήσῃ μόνον, οὔτε θὰ σὲ ἐγκαταλείψῃ.
Μὴ φοβᾶσαι, οὔτε νὰ δειλιάζης>.
|
9
Καὶ ἔγραψε Μωυσῆς τὰ ρήματα
τοῦ νόμου τούτου εἰς βιβλίον
καὶ ἔδωκε τοῖς ἱερεῦσι τοῖς
υἱοῖς Λευὶ τοῖς αἴρουσι τὴν
κιβωτὸν τῆς διαθήκης Κυρίου, καὶ
τοῖς πρεσβυτέροις τῶν υἱῶν Ἰσραήλ.
|
9
Ὁ Μωϋσῆς κατέγραψε τοὺς λόγους
τοῦ Νόμου τούτου εἰς βιβλίον,
τὸ ὁποῖον ἔδωκεν εἰς τοὺς
ἱερεῖς τῆς φυλῆς Λευΐ, τοὺς
μεταφέροντας τὴν Κιβωτὸν τῆς Διαθήκης
τοῦ Κυρίου καὶ εἰς τοὺς πρεσβυτέρους
τῶν Ἰσραηλιτῶν. |
9
Καὶ ἔγραψεν ὁ Μωϋσῆς εἰς βιβλίον
τὰ λόγια τοῦ Νόμου αὐτοῦ καὶ
τὸ ἔδωσεν εἰς τοὺς ἱερεῖς,
τοὺς ἀπογόνους τοῦ Λευΐ, ποὺ
εἶχαν ἀποστολὴν νὰ μεταφέρουν ἀπὸ
τόπου εἰς τόπον τὴν Κιβωτὸν τῆς Διαθήκης
τοῦ Κυρίου, καὶ εἰς τοὺς προεστοὺς
τῶν Ἰσραηλιτῶν. |
10
Καὶ ἐνετείλατο Μωυσῆς αὐτοῖς
ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ
λέγων· μετὰ ἑπτὰ ἔτη ἐν
καιρῷ ἐνιαυτοῦ ἀφέσεως ἐν
ἑορτῇ σκηνοπηγίας,
|
10
Κατὰ δὲ τὴν ἡμέραν ἐκείνην
διέταξεν αὐτοὺς ὁ Μωϋσῆς λέγων·
<κάθε ἑπτὰ ἔτη κατὰ τὸ
ἔτος τῆς ἀπελευθερώσεως τῶν
δούλων καὶ τῆς ἀφέσεως τῶν
χρεῶν, κατὰ τὴν ἑορτὴν τῆς
Σκηνοπηγίας, |
10
Τοὺς ἔδωσε δὲ καὶ ἐντολὴν
κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην ὁ Μωϋσῆς
μὲ τὰ ἑξῆς λόγια: <Μετὰ ἀπὸ
ἑπτὰ χρόνια, ὅταν θὰ εὑρίσκεσθε
εἰς τὸ ἔτος τῆς ἀφέσεως, κατὰ
τὸ ὁποῖον παραγράφονται τὰ χρέη καὶ
ἐλευθερώνονται οἱ δοῦλοι, καὶ
ἐνῷ θὰ ἑορτάζετε τὴν ἑορτὴν
τῆς Σκηνοπηγίας, |
11
ἐν τῷ συμπορεύεσθαι πάντα Ἰσραὴλ
ὀφθῆναι ἐνώπιον Κυρίου τοῦ
Θεοῦ ὑμῶν, ἐν τῷ τόπῳ
ᾧ ἂν ἐκλέξηται Κύριος, ἀναγνώσεσθε
τὸν νόμον τοῦτον ἐναντίον παντὸς
Ἰσραὴλ εἰς τὰ ὦτα αὐτῶν·
|
11
ὅταν ὅλοι οἱ Ἰσραηλῖται θὰ
πηγαίνουν νὰ ἐμφανισθοῦν ἐνώπιον
Κυρίου τοῦ Θεοῦ σας εἰς τὸν
τόπον, τὸν ὁποῖον
θὰ ἐκλέξῃ ὁ
Κύριος ὡς ναόν του, θὰ ἀναγνώσετε
τὸν Νόμον τοῦτον ἐνώπιον ὅλων
τῶν Ἰσραηλιτῶν, διὰ
νὰ τὸν ἀκούσουν ὅλοι.
|
11
τότε ποὺ θὰ πηγαίνουν ὅλοι μαζὶ οἱ
Ἰσραηλῖται διὰ νὰ παρουσιασθοῦν
ἐνώπιον Κυρίου τοῦ Θεοῦ σας εἰς τὸν
τόπον, ποὺ θὰ διαλέξῃ διὰ τὸν
σκοπὸν αὐτὸν ὁ Κύριος, θὰ ἀναγνώσετε
τὸν Νόμον αὐτὸν ἐνώπιον ὅλων
τῶν Ἰσραηλιτῶν, ὥστε νὰ τὸν
ἀκούσουν ὅλοι. |
12
ἐκκλησιάσας τὸν λαόν, τοὺς ἄνδρας
καὶ τὰς γυναῖκας καὶ τὰ ἔκγονα
καὶ τὸν προσήλυτον τὸν ἐν ταῖς
πόλεσιν ὑμῶν, ἵνα ἀκούσωσι
καὶ ἵνα μάθωσι φοβεῖσθαι Κυρίον
τὸν Θεὸν ὑμῶν, καὶ ἀκούσονται
ποιεῖν πάντας τοὺς λόγους τοῦ
νόμου τούτου· |
12
Ἀφοῦ συγκεντρώσετε
τὸν λαόν, τοὺς ἄνδρας, τὰς
γυναῖκας, τὰ παιδιὰ καὶ τοὺς
ξένους ποὺ ὑπάρχουν εἰς τὰς
πόλεις σας, θὰ ἀναγνώσετε
τὸν νόμον, διὰ νὰ τὸν ἀκούσουν
ὅλοι καὶ νὰ μάθουν ἔτσι νὰ
εὐλαβοῦνται καὶ νὰ φοβοῦνται
Κύριον τὸν Θεόν σας καὶ νὰ τηροῦν
ὅλας τὰς ἐντολὰς τοῦ νόμου
τούτου.
|
12
Θὰ συγκαλέσῃς δηλαδὴ καὶ θὰ
συγκεντρώσῃς τὸν λαόν, τοὺς ἄνδρας
καὶ τὰς γυναῖκας καὶ τὰ παιδιὰ
καὶ κάθε ξένον, ποὺ διαμένει εἰς τὰς
πόλεις σας καὶ σέβεται τὴν Θρησκείαν σας, διὰ
νὰ ἀκούσουν τὸν Νόμον καὶ νὰ
μάθουν νὰ φοβοῦνται Κύριον τὸν Θεόν
σας. Καὶ θὰ ἀκούσουν καὶ θὰ
διδαχθοῦν ὅτι πρέπει νὰ τηροῦν ὅλας
τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ τοῦ
Νόμου. |
13
καὶ οἱ υἱοὶ αὐτῶν, οἳ
οὐκ οἴδασιν, ἀκούσονται καὶ
μαθήσονται φοβεῖσθαι Κύριον τὸν Θεόν
σου πάσας τὰς ἡμέρας, ὅσας αὐτοὶ
ζῶσιν ἐπὶ τῆς γῆς, εἰς
ἣν ὑμεῖς διαβαίνετε τὸν Ἰορδάνην
ἐκεῖ κληρονομῆσαι αὐτήν.
|
13
Καὶ τὰ παιδιά των, τὰ ὁποῖα
δὲν γνωρίζουν τὸν νόμον, θὰ
τὸν ἀκούσουν καὶ θὰ μάθουν
νὰ φοβοῦνται Κύριον τὸν Θεόν
σας ὅλας τὰς ἡμέρας, κατὰ
τὰς ὁποίας θὰ ζοῦν εἰς
τὴν χώραν, πρὸς τὴν ὁποίαν
σεῖς διαβαίνοντες τὸν Ἰορδάνην
πηγαίνετε, διὰ νὰ τὴν κληρονομήσετε>.
|
13
Μαζὶ μὲ αὐτοὺς θὰ ἀκούσουν
τὸν Νόμον καὶ τὰ παιδιά των, ποὺ
δὲν τὸν γνωρίζουν ἀκόμη, καὶ
θὰ μάθουν νὰ φοβοῦνται Κύριον τὸν
Θεόν σου. Θὰ μάθουν νὰ Τὸν φοβοῦνται
καθ ὅλον τὸ χρονικὸν διάστημα, κατὰ
τὸ ὁποῖον θὰ ζοὺν αὐτοὶ
εἰς τὴν χώραν, εἰς τὴν ὁποίαν
θὰ εἰσέλθετε διὰ νὰ τὴν κληρονομήσετε,
ἀφοῦ διαβῆτε τὸν Ἰορδάνην>.
|
14
Καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Μωυσῆν·
ἰδοὺ ἐγγίκασιν αἱ ἡμέραι
τοῦ θανάτου σου· κάλεσον Ἰησοῦν
καὶ στῆτε παρὰ τὰς θύρας τῆς
σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου, καὶ ἐντελοῦμαι
αὐτῷ. Καὶ ἐπορεύθη Μωυσῆς
καὶ Ἰησοῦς εἰς τὴν σκηνὴν
τοῦ μαρτυρίου, καὶ ἔστησαν παρὰ
τὰς θύρας τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου.
|
14
Ὁ δὲ Κύριος εἶπε πρὸς τὸν
Μωϋσῆν· <ἰδοὺ ἐπλησίασαν
αἱ ἡμέραι τοῦ θανάτου σου·
κάλεσε τὸν Ἰησοῦν τοῦ Ναυῆ,
σταθῆτε πλησίον εἰς τὴν θύραν
τῆς Σκηνῆς τοῦ
Μαρτυρίου καὶ ἐγὼ
θὰ δώσω εἰς αὐτὸν ἐντολάς>.
Ὁ Μωϋσῆς μαζῆ μὲ τὸν Ἰησοῦν
τοῦ Ναυῆ ἐπορεύθη εἰς τὴν
Σκηνὴν τοῦ Μαρτυρίου καὶ ἐστάθησαν
πλησίον εἰς τὴν θύραν τῆς Σκηνῆς
τοῦ Μαρτυρίου.
|
14
Καὶ εἶπεν ὁ Κύριος πρὸς τὸν
Μωϋσῆν: <Ἰδοὺ ἔχει πλησιάσει ὁ
καιρὸς τοῦ θανάτου σου. Κάλεσε λοιπὸν τὸν
Ἰησοῦν τοῦ Ναυῆ καὶ σταθῆτε
κοντὰ εἰς τὰς θύρας τῆς Σκηνῆς
τοῦ Μαρτυρίου καὶ θὰ τοῦ δώσω ἐντολάς>.
Καὶ ἐπῆγεν ἀμέσως ὁ Μωϋσῆς
μὲ τὸν Ἰησοῦν τοῦ Ναυῆ
εἰς τὴν Σκηνὴν τοῦ Μαρτυρίου καὶ
ἐστάθησαν κοντὰ εἰς τὰς θύρας τῆς
Σκηνῆς τοῦ Μαρτυρίου. |
15
Καὶ κατέβη Κύριος ἐν νεφέλη
καὶ ἔστη παρὰ τὰς θύρας τῆς
σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου, καὶ ἔστη
ὁ στύλος τῆς νεφέλης παρὰ τὰς
θύρας τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου.
|
15
Κατέβη ὁ Κύριος μέσα εἰς τὴν
νεφέλην καὶ ἐστάθη εἰς τὴν
θύραν τῆς Σκηνῆς τοῦ
Μαρτυρίου. Ἐκεῖ, παρὰ τὴν
θύραν τῆς Σκηνῆς τοῦ
Μαρτυρίου, ἐστάθη καὶ ὁ
στύλος τῆς νεφέλης.
|
15
Κατέβη δὲ ὁ Κύριος ἐν εἴδει νεφέλης
καὶ ἐστάθη εἰς τὰς θύρας τῆς
Σκηνῆς τοῦ Μαρτυρίου. Καὶ ἐστάθη ὁ
στῦλος τῆς νεφέλης πλησίον τῶν θυρῶν
τῆς Σκηνῆς τοῦ Μαρτυρίου.
|
16
Καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Μωυσῆν·
ἰδοὺ σὺ κοιμᾷ μετὰ τῶν
πατέρων σου, καὶ ἀναστὰς οὗτος
ὁ λαὸς ἐκπορνεύσει ὀπίσω
θεῶν ἀλλοτρίων τῆς γῆς, εἰς
ἣν οὗτος εἰσπορεύεται, καὶ καταλείψουσί
με καὶ διασκεδάσουσι τὴν διαθήκην
μου, ἣν διεθέμην αὐτοῖς.
|
16
Εἶπεν ὁ Κύριος πρὸς τὸν Μωϋσῆν·
<ἰδού, ἔφθασεν ὁ καιρὸς κατὰ
τὸν ὁποῖον θὰ κοιμηθῇς σὺ
μαζῆ μὲ τοὺς πατέρας σου. Ἀλλὰ
ὁ λαὸς αὐτὸς θὰ ξεσηκωθῇ
καὶ ἐγκαταλείπων ἐμὲ τὸν
ἀληθινὸν Θεὸν θὰ ἐκτραπῇ
εἰς πορνείαν
ἀκολουθῶν τοὺς ξένους, τοὺς
φαύλους θεοὺς τῆς χώρας, εἰς
τὴν ὁποίαν αὐτὸς σήμερον
εἰσέρχεται. Ἔτσι δὲ θὰ μὲ
ἐγκαταλείψουν καὶ θὰ διαλύσουν
τὴν συμφωνίαν, τὴν ὁποίαν εἶχα
συνάψει μὲ αὐτούς.
|
16
Καὶ εἶπεν ὁ Κύριος πρὸς τὸν
Μωϋσῆν: <Ἰδοὺ ἐντὸς ὀλίγου
θὰ κοιμηθῇς καὶ σὺ τὸν ὕπνον
τοῦ θανάτου μαζὶ μὲ τοὺς προγόνους
σου. Θὰ σηκωθῇ δὲ ὁ λαὸς αὐτὸς
καὶ θὰ προδώσῃ τὴν ἀγάπην μου
καὶ θὰ ἀκολουθήσῃ θεοὺς ξένους,
θεοὺς τῆς χώρας αὐτῆς, εἰς τὴν
ὁποίαν εἰσέρχεται αὐτὸς τώρα. Καὶ
θὰ μὲ ἐγκαταλείψουν καὶ θὰ
διαλύσουν καὶ θὰ ἀκυρώσουν τὴν
συμφωνίαν, ποὺ ἔκανα μαζί των.
|
17
Καὶ ὀργισθήσομαι θυμῷ εἰς αὐτοὺς
ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ
καὶ καταλείψω αὐτοὺς καὶ ἀποστρέψω
τὸ πρόσωπόν μου ἀπ' αὐτῶν,
καὶ ἔσται κατάβρωμα, καὶ εὑρήσουσιν
αὐτὸν κακὰ πολλὰ καὶ θλίψεις,
καὶ ἐρεῖ ἐν τῇ ἡμέρᾳ
ἐκείνῃ· διότι οὐκ ἔστι
Κύριος ὁ Θεός μου ἐν ἐμοί,
εὕροσάν με τὰ κακὰ ταῦτα.
|
17
Τότε δὲ θὰ ὀργισθῶ ὀργὴν
μεγάλην ἐναντίον των κατὰ τὴν
ἡμέραν ἐκείνην, θὰ τοὺς
ἐγκαταλείψω, θὰ ἀποστρέψω ἀπὸ
αὐτοὺς τὸ πρόσωπόν μου καὶ
ἀβοήθητοι πλέον αὐτοὶ ἀπὸ
ἐμέ, θὰ καταφαγωθοῦν
καὶ θὰ καταστραφοῦν ἀπὸ
τοὺς ἐχθρούς των. Θὰ τοὺς εὔρουν
πολλὰ κακὰ καὶ πολλαὶ θλίψεις,
καὶ τότε θὰ εἴπουν: Μᾶς εὑρῆκαν
αὐταὶ αἱ συμφοραί, διότι δὲν
ὑπάρχει πλέον μαζῆ μας Κύριος
ὁ Θεός μας.
|
17
Θὰ ὀργισθῶ δὲ ἐναντίον των μὲ
μεγάλον θυμὸν κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην
καὶ θὰ τοὺς ἐγκαταλείψω. Καὶ
θὰ ἀποστρέψω ἀπὸ αὐτοὺς
τὸ πρόσωπόν μου καὶ θὰ ἐπακολουθήσῃ
καταστροφή. Θὰ εὔρουν τότε τὸν λαὸν
αὐτὸν συμφοραὶ πολλαὶ καὶ θλίψεις
καὶ θὰ εἴπῃ κατὰ τὴν ἡμέραν
ἐκείνην: <Μὲ εὑρῆκαν αὐταὶ
αἱ συμφοραὶ ἐπειδὴ δὲν εἶναι
πλέον μαζί μου Κύριος ὁ Θεός μου>.
|
18
Ἐγὼ δὲ ἀποστροφῇ ἀποστρέψω
τὸ πρόσωπόν μου ἀπ' αὐτῶν
ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ
διὰ πάσας τὰς κακίας, ἃς ἐποίησαν,
ὅτι ἀπέστρεψαν ἐπὶ θεοὺς
ἀλλοτρίους. |
18
Ἐγὼ δὲ θὰ ἀποστρέψω μὲ
ἀγανάκτησιν τὸ πρόσωπόν μου
ἀπὸ αὐτοὺς κατὰ τὴν ἡμέραν
ἐκείνην δι' ὅλας τὰς παρανομίας,
τὰς ὁποίας διέπραξαν μὲ τὸ
νὰ στραφοῦν καὶ ἀκολουθήσουν
ξένους θεούς.
|
18
Ἐγὼ δὲ θὰ στρέψω ἐξωργισμένος
τὸ πρόσωπόν μου ἀπὸ αὐτοὺς κατὰ
τὴν ἡμέραν ἐκείνην δι' ὅλας τὰς
κακίας, ποὺ διέπραξαν ἐξ αἰτίας τοῦ
ὅτι ἔφυγαν ἀπὸ ἐμὲ καὶ
ἐστράφησαν πρὸς ξένους θεούς.
|
19
Καὶ νῦν γράψατε τὰ ρήματα τῆς
ᾠδῆς ταύτης καὶ διδάξατε αὐτὴν
τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ καὶ
ἐμβαλεῖτε αὐτὴν εἰς τὸ
στόμα αὐτῶν, ἵνα γένηταί
μοι ἡ ᾠδὴ αὕτη κατὰ πρόσωπον
μαρτυροῦσα ἐν υἱοῖς Ἰσραήλ.
|
19
Γράψατε, λοιπόν, τώρα τὰ λόγια
τῆς ἑπομένης ὠδῆς, διδάξατέ
την εἰς τους Ἰσραηλίτας, θέσατέ
την εἰς τὰ στόματά των, ὥστε
αὐτὴ ἡ ὠδὴ νὰ γίνῃ
μία καταμαρτυρία ἐναντίον
τῶν Ἰσραηλιτῶν. |
19
Νὰ γράψετε λοιπὸν τώρα τὰ λόγια τῆς
ᾠδῆς αὐτῆς, ποὺ θὰ ἐπακολουθήσῃ,
καὶ νὰ τὴν διδάξετε εἰς τοὺς
Ἰσραηλίτας. Καὶ νὰ τὴν βάλετε εἰς
τὸ στόμα των, διὰ νὰ μοῦ χρησιμεύσῃ
ἡ ᾠδὴ αὐτὴ ὡς μάρτυς κατηγορίας
ἐναντίον τῶν ἀχαρίστων Ἰσραηλιτῶν,
ποὺ δὲν ἐπρόσεξαν τὰ λόγια μου.
|
20
Εἰσάξω γὰρ αὐτοὺς εἰς
τὴν γῆν τὴν ἀγαθήν, ἣν
ὤμοσα τοῖς πατράσιν αὐτῶν δοῦναι
αὐτοῖς, γῆν ρέουσαν γάλα καὶ
μέλι, καὶ φάγονται καὶ ἐμπλησθέντες
κορήσουσι· καὶ ἐπιστραφήσονται
ἐπὶ θεοὺς ἀλλοτρίους καὶ
λατρεύσουσιν αὐτοῖς καὶ παροξυνοῦσί
με καὶ διασκεδάσουσι τὴν διαθήκην
μου. |
20
Διότι ἐγὼ μὲν θὰ εἰσαγάγω
αὐτοὺς εἰς τὴν εὔφορον καὶ
πλουσίαν γῆν, τὴν ὁποίαν ὡρκίσθην
εἰς τοὺς προπάτοράς των ὅτι
θὰ τοὺς δώσω, τὴν γῆν ποὺ
ρέει γάλα καὶ μέλι. Ἐκεῖ
θὰ φάγουν καὶ θὰ ἐμπλησθοῦν
μέχρι κορεσμοῦ. Ἔπειτα ὅμως θὰ
στραφοῦν καὶ θὰ ἀκολουθήσουν
ξένους θεοὺς καὶ θὰ λατρεύσουν
αὐτοὺς καὶ θὰ διαλύσουν τὴν
διαθήκην μου καὶ θὰ γίνουν αἰτία
νὰ ἐξοργισθῶ ἐναντίον των.
|
20
Διότι Ἐγὼ μὲν θὰ τοὺς βάλω
μέσα εἰς τὴν πλουσίαν καὶ εὔφορον
χώραν, τὴν ὁποίαν ὠρκίσθηκα εἰς
τοὺς προγόνους των ὅτι θὰ τοὺς τὴν
χαρίσω· μίαν χώραν ὅπου τρέχει γάλα καὶ μέλι.
Αὐτοὶ ὅμως, ὅταν φάγουν τὰ ἀγαθὰ
τῆς γῆς καὶ χορτάσουν καὶ γεμίσουν
τὴν κοιλίαν των, θὰ στραφοῦν καὶ θὰ
ἀκολουθήσουν ξένους θεούς. Θὰ τοὺς
λατρεύσουν καὶ θὰ μὲ ἐξοργίσουν
καὶ θὰ διαλύσουν καὶ θὰ ἀκυρώσουν
τὴν Διαθήκην μου, ποὺ ἔκανα μαζί των.
|
21
Καὶ ἀντικαταστήσεται ἡ ᾠδὴ
αὕτη κατὰ πρόσωπον μαρτυροῦσα, οὐ
γὰρ μὴ ἐπιλησθῇ ἀπὸ στόματος
αὐτῶν καὶ ἀπὸ στόματος
τοῦ σπέρματος αὐτῶν· ἐγὼ
γὰρ εἶδα τὴν πονηρίαν αὐτῶν,
ὅσα ποιοῦσιν ὧδε σήμερον πρὸ
τοῦ εἰσαγαγεῖν μὲ αὐτοὺς
εἰς τὴν γῆν τὴν ἀγαθήν,
ἣν ὤμοσα τοῖς πατράσιν αὐτῶν.
|
21
Τότε δὲ θὰ ὀρθωθῇ ἐναντίον
των αὐτὴ ἡ ὠδή, καταμαρτυροῦσα
εἰς βάρος των· διότι δὲν θὰ
λησμονηθῇ αὐτὴ καὶ δὲν θὰ
παύσῃ νὰ ἀπαγγέλλεται ἀπὸ
τὸ στόμα των καὶ ἀπὸ τὸ
στόμα τῶν ἀπογόνων των. Θὰ γίνουν
αὐτά, διότι ἐγὼ γνωρίζω
πολὺ καλὰ τὰς πονηρίας των, ὅσα
διαπράττουν ἐδῶ σήμερον πρὶν
τοὺς εἰσαγάγω εἰς τὴν εὔφορον
καὶ πλουσίαν γῆν, τὴν ὁποίαν
ὡρκίσθηκα εἰς τοὺς πατέρας των>.
|
21
Θὰ σταθῇ λοιπὸν τότε ἐναντίον
των ὡς μάρτυς ἡ ᾠδὴ αὐτὴ
καὶ θὰ τοὺς κατηγορῇ κατὰ πρόσωπον,
διότι δὲν θὰ ξεχασθῇ καὶ δὲν
θὰ παύσῃ νὰ ἐκφωνῆται ἀπὸ
τὸ στόμα των καὶ ἀπὸ τὸ στόμα
τῶν παιδιῶν των. Ξεύρω τί λέγω διὰ
τὸ μέλλον, διότι ξεύρω τὴν πονηρίαν των. Γνωρίζω
αὐτὰ ποὺ κάνουν καὶ ἐδῶ
σήμερον, πρὶν ἀκόμη νὰ τοὺς
βάλω μέσα εἰς τὴν πλουσίαν καὶ εὔφορον
χώραν, τὴν ὁποίαν ὑποσχέθηκα ἐνόρκως
εἰς τοὺς προγόνους των ὅτι θὰ τὴν
δώσω>. |
22
Καὶ ἔγραψε Μωυσῆς τὴν ᾠδὴν
ταύτην ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ,
καὶ ἐδίδαξεν αὐτὴν τοὺς
υἱοὺς Ἰσραήλ.
|
22
Ὁ Μωϋσῆς ἔγραψεν αὐτὴν τὴν
ὠδὴν κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην
καὶ τὴν ἐδίδαξεν εἰς τοὺς
Ἰσραηλίτας. |
22
Καὶ ἔγραψεν ὁ Μωϋσῆς κατὰ τὴν
ἡμέραν ἐκείνην τὴν ᾠδὴν αὐτὴν
καὶ τὴν ἐδίδαξεν εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας.
|
23
Καὶ ἐνετείλατο Μωυσῆς Ἰησοῦ
καὶ εἶπεν· ἀνδρίζου καὶ
ἴσχυε, σὺ γὰρ εἰσάξεις τους
υἱοὺς Ἰσραὴλ εἰς τὴν γῆν,
ἣν ὤμοσεν αὐτοῖς Κύριος, καὶ
αὐτὸς ἔσται μετὰ σοῦ.
|
23
Ἔδωσε δὲ ἐντολὴν εἰς τὸν
Ἰησοῦν τοῦ Ναυῆ καὶ τοῦ
εἶπε· <νὰ εἶσαι ἀνδρεῖος,
νὰ εἶσαι γενναῖος, διότι σὺ
θὰ ὁδηγήσῃς τοὺς Ἰσραηλίτας
μέσα εἰς τὴν γῆν, τὴν ὁποίαν
ὡρκίσθη πρὸς αὐτοὺς ὁ
Κύριος. Αὐτὸς δὲ ὁ Κύριος
θὰ εἶναι μαζῆ σου>.
|
23
Καὶ ἐτόνωσεν ὁ Μωϋσῆς τὸν
Ἰησοῦν τοῦ Ναυῆ καὶ τοῦ
παρήγγειλε καὶ εἶπε: <Νὰ ἔχῃς
ἀνδρείαν καὶ θάρρος, διότι σὺ πλέον θὰ
ὁδηγήσῃς τοὺς Ἰσραηλίτας μέσα
εἰς τὴν γῆν, τὴν ὁποίαν τοὺς
ὑπεσχέθη ενόρκως ὁ Κύριος. Ὁ
δὲ Κύριος θὰ εἶναι μαζί σου>.
|
24
Ἡνίκα δὲ συνετέλεσε Μωυσῆς γράφων
πάντας τοὺς λόγους τοῦ νόμου
τούτου εἰς βιβλίον ἕως εἰς τέλος,
|
24
Ὅτε ὁ Μωϋσῆς ἐτελείωσε γράφων
ὅλους τοὺς λόγους τοῦ νόμου
τούτου εἰς βιβλίον μέχρι τέλους,
|
24
Ὅταν δὲ ἔγραψεν ὁ Μωϋσῆς μέχρι
τέλους ὅλα τὰ λόγια τοῦ Νόμου αὐτοῦ
εἰς βιβλίον καὶ ἐτελείωσεν,
|
25
καὶ ἐνετείλατο τοῖς Λευίταις
τοῖς αἴρουσι τὴν κιβωτὸν τῆς
διαθήκης Κυρίου λέγων·
|
25
διέταξε τοὺς Λευΐτας, τοὺς μεταφέροντας
τὴν Κιβωτὸν τῆς Διαθήκης τοῦ
Κυρίου λέγων· |
25
ἔδωσεν ἐντολὴν εἰς τοὺς Λευΐτας,
ποὺ εἶχαν ἀποστολὴν νὰ σηκώνουν
καὶ νὰ μεταφέρουν ἀπὸ τόπου εἰς
τόπον τὴν Κιβωτὸν τῆς Διαθήκης τοῦ
Κυρίου, καὶ τοὺς εἶπε:
|
26
λαβόντες τὸ βιβλίον τοῦ νόμου
τούτου θήσετε αὐτὸ ἐκ πλαγίων
τῆς κιβωτοῦ τῆς διαθήκης Κυρίου
τοῦ Θεοῦ ὑμῶν, καὶ ἔσται
ἐκεῖ ἐν σοὶ εἰς μαρτύριον.
|
26
<λάβετε τὸ βιβλίον τοῦ Νόμου
τούτου καὶ θέσατέ το παραπλεύρως
τῆς Κιβωτοῦ τῆς Διαθήκης Κυρίου
τοῦ Θεοῦ σας· ἐκεῖ θὰ εἶναι
πάντοτε διὰ νὰ μαρτυρῇ εἰς σᾶς
τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Θὰ εἶναι
καὶ μάρτυς κατηγορίας, |
26
<Πάρετε τὸ βιβλίον αὐτοῦ τοῦ
Νόμου καὶ τοποθετήσατέ το παραπλεύρως τῆς
Κιβωτοῦ τῆς Διαθήκης Κυρίου τοῦ Θεοῦ
σας. Θὰ εἶναι δὲ ἐκεῖ, διὰ
νὰ ὁμιλῇ κατὰ κάποιον τρόπον καὶ
νὰ σοῦ δίδῃ μαρτυρίαν δι' ὅσα
ἔκανε ὑπὲρ σοῦ ὁ Θεὸς
καὶ δι' ὅσα θὰ πάθῃς, ἐὰν
ἀποστατήσῃς ἀπὸ Ἐκεῖνον.
|
27
Ὅτι ἐγὼ ἐπίσταμαι τὸν
ἐρεθισμόν σου καὶ τὸν τράχηλόν
σου τὸν σκληρόν· ἔτι γὰρ ἐμοῦ
ζῶντος μεθ' ὑμῶν σήμερον, παραπικραίνοντες
ἦτε τὰ πρὸς τὸν Θεόν, πῶς
οὐχὶ καὶ ἔσχατον τοῦ θανάτου
μου; |
27
διότι ἐγὼ γνωρίζω ὅτι εἶσθε
λαὸς εὐερέθιστος καὶ σκληροτράχηλος,
ἀφοῦ, ἐνῶ ἐγὼ ζῶ
ἀκόμη μαζῆ σας μέχρι σήμερον,
σεῖς ἐπικραίνετε συνεχῶς Κύριον
τὸν Θεόν, πῶς καὶ μετὰ τὸν
θάνατόν μου δὲν θὰ πράξετε τὰ
ἴδια; |
27
Τὰ λέγω αὐτά, διότι ξεύρω πόσον εὐερέθιστοι
ἐγωϊσταὶ καὶ σκληροτράχηλοι εἶσθε.
Διότι, ἐφ' ὅσον φέρεσθε συνεχῶς ἔναντι
τοῦ Θεοῦ ἔτσι, ὥστε νὰ τὸν
πικραίνετε ἀκόμη καὶ τώρα, ποὺ ζῶ
ἀνάμεσά σας, πῶς δὲν θὰ κάνετε
τὰ ἴδια καὶ μετὰ τὸν θάνατόν
μου; |
28
Ἐκκλησιάσατε πρός με τοὺς φυλάρχους
ὑμῶν καὶ τοὺς πρεσβυτέρους ὑμῶν
καὶ τοὺς κριτὰς ὑμῶν καὶ
τοὺς γραμματοεισαγωγεῖς ὑμῶν, ἵνα
λαλήσω εἰς τὰ ὦτα αὐτῶν
πάντας τοὺς λόγους τούτους, καὶ
διαμαρτύρωμαι αὐτοῖς τόν τε οὐρανὸν
καὶ τὴν γῆν·
|
28
Συγκεντρώσατε ἐνώπιόν μου τοὺς
ἀρχηγοὺς τῶν φυλῶν, τοὺς πρεσβυτέρους
σας, τοὺς δικαστάς σας καὶ τοὺς γραμματεῖς
σας, διὰ νὰ ὁμιλήσω εἰς τὰ
αὐτιά των ὅλους αὐτοὺς τοὺς
λόγους καὶ νὰ καλέσω τὸν οὐρανὸν
καὶ τὴν γῆν μάρτυρας ἐναντίον
των. |
28
Καλέσατε καὶ συγκεντρώσατε ἐδῶ κοντά μου
τοὺς ἀρχηγοὺς τῶν φυλῶν σας
καὶ τοὺς προεστούς σας καὶ τοὺς
Κριτάς σας καὶ τοὺς γραμματεῖς σας.
Θέλω νὰ τοὺς μιλήσω ἐντόνως, ὥστε
νὰ ἀκούσουν μὲ τὰ αὐτιά
των ὅλα αὐτὰ τὰ λόγια καὶ νὰ
ἐπικαλεσθῶ ἐνώπιόν των ὡς μάρτυρας
καὶ τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν
γῆν. |
29
οἶδα γὰρ ὅτι ἔσχατον τῆς τελευτῆς
μου ἀνομίᾳ ἀνομήσετε καὶ
ἐκκλινεῖτε ἐκ τῆς ὁδοῦ,
ἧς ἐνετειλάμην ὑμῖν, καὶ
συναντήσεται ὑμῖν τὰ κακὰ ἔσχατον
τῶν ἡμερῶν, ὅτι ποιήσετε τὰ
πονηρὰ ἐναντίον Κυρίου παροργίσαι
αὐτὸν ἐν τοῖς ἔργοις τῶν
χειρῶν ὑμῶν. |
29
Γνωρίζω πολὺ καλὰ ὅτι μετὰ τὸν
θάνατόν μου θὰ παρανομήσετε, θὰ
παρεκκλίνετε ἀπὸ τὸν δρόμον,
τὸν ὁποῖον ἐγὼ σᾶς ἔδωσα
ἐντολὴν νὰ ἀκολουθῆτε. Καὶ
τὸ ἀποτέλεσμα θὰ εἶναι ὅτι
θὰ σᾶς εὔρουν πολλαὶ συμφοραὶ
ἔπειτα ἀπὸ ὀλίγον χρόνον,
διότι θὰ διαπράξετε πονηρίας ἐναντίον
τοῦ Κυρίου, ὥστε νὰ τὸν παροργίσετε
μὲ τὰ ἁμαρτωλὰ ἔργα τῶν
χειρῶν σας>. |
29
Γνωρίζω καλὰ ὅτι μετὰ τὸν θάνατόν
μου θὰ παρανομήσετε πολὺ καὶ θὰ ξεφύγετε
ἀπὸ τὸν δρόμον, τᾶν ὁποῖον
σᾶς παρήγγειλα νὰ ἀκολουθῆτε. Κατὰ
δὲ τὰς ἐσχάτας ἡμέρας θὰ σᾶς
εὔρουν μεγάλαι συμφοραί, διότι θὰ ἔχετε
διαπράξει πονηρίας ἐνώπιον τοῦ Κυρίου καὶ
θὰ Τὸν ἐξοργίσετε μὲ τὰ
ἔργα, ποὺ θὰ κάνουν τὰ χέρια σας>.
|
30
Καὶ ἐλάλησε Μωυσῆς εἰς τὰ
ὦτα πάσης ἐκκλησίας τὰ ρήματα
τῆς ᾠδῆς τούτης ἕως εἰς
τέλος. |
30
Μετὰ ταῦτα ὁ Μωϋσῆς ἐλάλησεν
εἰς τὰ αὐτιὰ ὅλης τῆς
συγκεντρώσεως τὰ λόγια τῆς ἑπομένης
ὠδῆς μέχρι τέλους. |
30
Καὶ διεκήρυξεν ὁ Μωϋσῆς εἰς ἐπήκοον
ὅλης τῆς συνάξεως τοῦ Ἰσραὴλ
καὶ ἀνήγγειλεν ὅλα τὰ λόγια τῆς
ἐν συνεχείᾳ ᾠδῆς μέχρι τέλους.
|