Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
τι
σύμπαν τοῦτο ἔδωκα εἰς καρδίαν
μου, καὶ καρδία μου σὺν πᾶν εἶδε
τοῦτο, ὡς οἱ δίκαιοι καὶ οἱ
σοφοὶ καὶ αἱ ἐργασίαι αὐτῶν
ἐν χειρὶ τοῦ Θεοῦ, καί γε ἀγάπην
καί γε μῖσος οὐκ ἐστὶν εἰδὼς
ὁ ἄνθρωπος· τὰ πάντα πρὸ
προσώπου αὐτῶν, ματαιότης ἐν
τοῖς πᾶσι. |
ἰς
ὅλα τὰ περὶ ἐμὲ ἔστρεψα
τὴν προσοχήν μου. Ὅλα τὰ ἐμελέτησεν
ὁ νοῦς καί ἡ καρδία μου καὶ
εἶδα τοῦτο· ὅτι δηλαδὴ οἱ
δίκαιοι καὶ οἱ σοφοί, ὅπως ἐπίσης
καὶ τὰ ἔργα των, εὑρίσκονται
βεβαίως εἰς τὸ χέρι καὶ τὴν
προστασίαν τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος
ὅμως δὲν γνωρίζει εἰς βάθος
καὶ πλάτος οὔτε τὴν ἀγάπην
καὶ τὰς συνεπείας της, οὔτε τὸ
μῖσος καὶ τὰς συνεπείας του. Ὅλα
εἶναι ἄγνωστα καὶ ἐνδεχόμενα
ἐνώπιόν των. Ματαιότης, λοιπόν,
ὑπάρχει εἰς ὅλα τὰ πράγματα.
|
ἰς
ὅλα ἔστρεψα τὴν προσοχήν μου καὶ ὅλα
τὰ ἐμελέτησεν ὁ νοῦς μου καὶ
εἶδα ὅτι οἱ δίκαιοι καὶ οἱ εὐσεβεῖς
καὶ τὰ ἔργα των εὑρίσκονται ὑπὸ
τὴν ἀπόλυτον προστασίαν καὶ τὴν σοφὴν
κατεύθυνσιν τοῦ παντοδυνάμου Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος
ὅμως δὲν γνωρίζει ποῖος εἶναι ἄξιος
ἀγάπης ἢ ἀποστροφῆς καὶ μίσους·
ὅλα τὰ μέλλοντα εἶναι ἄγνωστα εἰς
αὐτόν. |
2
Συνάντημα ἓν τῷ δικαίῳ καὶ
τῷ ἀσεβεῖ, τῷ ἀγαθῷ καὶ
τῷ κακῷ καὶ τῷ καθαρῷ καὶ
τῷ ἀκαθάρτῳ καὶ τῷ θυσιάζοντι
καὶ τῷ μὴ θυσιάζοντι· ὡς
ὁ ἀγαθός, ὡς ὁ ἁμαρτάνων
ὡς ὁ ὀμνύων, καθὼς ὁ τὸν
ὅρκον φοβούμενος. |
2
Κοινὴ συνάντησις καὶ κοινὴ τύχη
ἐπιφυλάσσεται εἰς τὸν δίκαιον
καὶ εἰς τὸν ἀσεβῆ, εἰς
τὸν ἀγαθὸν καὶ εἰς τὸν
κακόν, εἰς τὸν νομικῶς καθαρὸν
καὶ εἰς τὸν νομικῶς ἀκάθαρτον·
εἰς ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος προσφέρει
θυσίας, καὶ εἰς ἐκεῖνον ὁ
ὁποῖος δὲν θυσιάζει τίποτε.
Ὅπως ὁ ἀγαθός, ἔτσι καὶ
ἐκεῖνος ποὺ καταπατεῖ τὸ θέλημα
τοῦ Θεοῦ. Ὅπως ἐκεῖνος ποὺ
ὁρκίζεται ψευδῶς, ἔτσι καὶ ἐκεῖνος
ποὺ εὐλαβεῖται καὶ φοβεῖται
τὸν ὅρκον.
|
2
Εἰς ὅλα κυριαρχεῖ ἡ ματαιότης. Κοινὴ
ἡ τύχη, καὶ εἰς τὸν δίκαιον καὶ
εἰς τὸν ἀσεβῆ, εἰς τὸν
ἀγαθὸν καὶ εἰς τὸν κακόν, εἰς
τὸν καθαρὸν καὶ τὸν ἀκάθαρτον
σύμφωνα μὲ τὸν Μωσαϊκὸν νόμον, εἰς
ἐκεῖνον ποὺ προσφέρει θυσίας καὶ
εἰς ἐκεῖνον ποὺ δὲν θυσιάζει·
ὅπως ὁ ἀγαθός, ἔτσι καὶ ἐκεῖνος
ποὺ ἁμαρτάνει· ὅπως ἐκεῖνος
ποὺ κάμνει ἀνευλαβεῖς ὅρκους, ἔτσι
καὶ ἐκεῖνος ποὺ εὐλαβεῖται
καὶ φοβεῖται τὸν ὅρκον.
|
3
Τοῦτο πονηρὸν ἐν παντὶ πεποιημένῳ
ὑπὸ τὸν ἥλιον, ὅτι συνάντημα
ἓν τοῖς πᾶσι· καί γε καρδία
υἱῶν τοῦ ἀνθρώπου ἐπληρώθη
πονηροῦ, καὶ περιφέρεια ἐν καρδίᾳ
αὐτῶν ἐν ζωῇ αὐτῶν, καὶ
ὀπίσω αὐτῶν πρὸς τοὺς
νεκρούς. |
3
Εἶναι ἄδικον καὶ σκανδαλῶδες νὰ
ἔχουν ὅλοι καὶ ὅλα τὴν αὐτὴν
τύχην, καὶ κοινὴ συνάντησις νὰ
ὑπάρχῃ δι' ὅλους τοὺς ἀνθρώπους.
Ἕνεκα τούτου ἐγέμισεν ἀπὸ
κακὸν καὶ ἐπωρώθη ἡ καρδία
τοῦ ἀνθρώπου. Παραφέρεται καὶ
ὁρμᾷ πρὸς τὸ κακὸν ἡ καρδία
τῶν ἀνθρώπων, ἐν ὅσῳ ζοῦν,
καὶ ἀποθνήσκοντες κατευθύνονται πρὸς
τοὺς νεκροὺς εἰς τὸν ᾅδην.
|
3
Αὐτὸ τὸ κακὸν καὶ ἄδικον
συμβαίνει εἰς ὅλα, ὅσα γίνονται κάτω ἀπὸ
τὸν ἥλιον, ὅτι ὅλων εἶναι μία
κοινὴ συνάντησις, ὁ θάνατος. Καὶ παρὰ
ταῦτα τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι ἡ
ἠθικὴ πώρωσις καὶ ἡ ἠθικὴ
παραφορὰ τῆς καρδίας τῶν ἀνθρώπων
ἐν ὅσῳ ζοῦν καὶ κατευθύνονται
ὅλοι πρὸς τοὺς νεκρούς, εἰς τὸν
Ἅδην. |
4
Ὅτι τίς ὃς κοινωνεῖ πρὸς πάντας
τοὺς ζῶντας; Ἔστιν ἐλπίς, ὅτι
ὁ κύων ὁ ζῶν, αὐτὸς ἀγαθὸς
ὑπὲρ τὸν λέοντα τὸν νεκρόν.
|
4
Διότι ποιὸς εἶναι ἐκεῖνος, ὁ
ὁποῖος ἐπικοινωνεῖ μὲ ὅλους
τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ ζοῦν εἰς
τὴν γῆν; Αὐτὸς ποὺ ζῇ·
αὐτὸς ἔχει τὴν ἐλπίδα
τῆς ἐπικοινωνίας. Ὅταν ὅμως
ἀποθάνῃ, χάνει τὴν ἐπικοινωνίαν
του πρὸς τὴν γῆν. Διότι ἕνα
ζωντανὸ σκυλὶ εἶναι ἀνώτερο
ἀπὸ ἕνα λέοντα μεγαλοπρεπῆ,
ἀλλὰ νεκρόν.
|
4
Διότι ποῖος εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ
ἐπικοινωνεῖ μὲ ὅλους τοὺς ζωντανούς;
Ἐκεῖνος ποὺ ζῇ ἀκόμη.
Αὐτὸς ἔχει κάποιαν ἐλπίδα. Ἡ
ἐλπὶς ταιριάζει πιὸ πολὺ εἰς
τὸ εὐτελὲς ἀλλὰ ζωντανὸ
σκυλί, διότι αὐτὸ εἶναι ἀνώτερον ἀπὸ
τὸ μεγαλοπρεπὲς ἀλλὰ ψόφιο λεοντάρι.
|
5
Ὅτι οἱ ζῶντες γνώσονται ὅτι
ἀποθανοῦνται, καὶ οἱ νεκροὶ
οὐκ εἰσὶ γινώσκοντες οὐδέν·
καὶ οὐκ ἔστιν αὐτοῖς ἔτι
μισθός, ὅτι ἐπελήσθη κνήμη αὐτῶν.
|
5
Οἱ ζωντανοὶ γνωρίζουν, ὅτι ὀπωσδήποτε
θὰ ἀποθάνουν. Οἱ νεκροὶ δὲν
γνωρίζουν τίποτε σχετικῶς μὲ τοὺς
ζωντανούς. Εἰς τοὺς νεκροὺς δὲν
ὑπάρχει πλέον πιθανότης ἀμοιβῆς,
ὅπως ὑπῆρχε, ὅταν εὑρίσκοντο
εἰς τὴν γῆν. Ἀλλὰ καὶ
αὐτὴ ἡ ἀνάμνησίς των ἐλησμονήθη
μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων.
|
5
Διότι οἱ ζωντανοὶ γνωρίζουν ὅτι θὰ
ἀποθάνουν, οἱ νεκροὶ ὅμως τίποτε δὲν
γνωρίζουν διὰ τοὺς ζωντανούς. Δὲν ὑπάρχει
πλέον δι’ αὐτοὺς ὠφέλεια καὶ
ἀνταμοιβὴ τῶν κόπων των, διότι ἡ μνήμη
των ἐλησμονήθη. |
6
Καί γε
ἀγάπη αὐτῶν
καί γε μίσος
αὐτῶν καί γὲ ζῆλος αὐτῶν
ἤδη ἀπώλετο, καί γε μερὶς οὐκ
ἔστιν αὐτοῖς ἔτι εἰς τὸν
αἰῶνα ἐν παντὶ τῷ πεποιημὲνῳ
ὑπὸ τὸν ἥλιον.
|
6
Ἡ ἀγάπη των καὶ τὰ μίση
των, ὅπως καὶ ἡ μεταξύ των ζηλοφθονία,
ἔχουν ἤδη ἐξαφανισθῆ καὶ δὲν
ἔχουν αὐτοὶ καμμίαν πλέον συμμετοχὴν
εἰς κάθε τι, τὸ ὁποῖον συμβαίνει
εἰς τὴν ὑφήλιον.
|
6
Καὶ ἡ ἀγάπη, ποὺ εἶχαν αὐτοί,
καὶ τὸ μῖσος των καὶ ἡ ζηλοτυπία
των ἐχάθησαν πλέον δι’ αὐτούς, ἔπαυσαν.
Δὲν ὑπάρχει δι' αὐτοὺς ὑλικὴ
ἀμοιβὴ δι’ ὅλα, ὅσα ἔπραξαν
εἰς τὴν παροῦσαν ζωήν.
|
7
Δεῦρο φάγε ἐν εὐφροσύνῃ
τὸν ἄρτον σου καὶ πίε ἐν καρδίᾳ
ἀγαθῇ οἶνόν σου, ὅτι ἤδη
εὐδόκησεν ὁ Θεὸς τὰ ποιήματά
σου. |
7
Ἔλα, λοιπόν, ἄνθρωπε, φάγε μὲ
εὐχαρίστησιν τὰ φαγητά σου καὶ
πίε μὲ καλὴ καρδιὰ τὸν οἶνον
σου, διότι ὁ Θεὸς ἠθέλησε καὶ
ηὐλόγησε τὰ ἔργα τῶν χειρῶν
σου. |
7
Ἐμπρὸς λοιπόν, φάγε μὲ εὐχαρίστησιν
τὸ ψωμί σου καὶ πίε μὲ καλὴ καρδία
τὸ κρασί σου, ἀπόλαυσε τὰ ὑλικὰ
ἀγαθά, διότι ὁ Θεὸς εὐηρεστήθη
καὶ εὐλόγησε τὰ ἔργα σου.
|
8
Ἐν παντὶ καιρῷ ἔστωσαν ἱμάτιά
σου λευκά, καὶ ἔλαιον ἐπὶ κεφαλῆς
σου μὴ ὑστερησάτω. |
8
Πάντοτε νὰ ἐνδύεσαι μὲ λευκὰ
ὡραῖα ἐνδύματα, καὶ τὸ
μυρωμένον ἔλαιον ἂς μὴ λείψῃ
ἀπὸ τὴν κεφαλήν σου.
|
8
Πάντοτε τὰ ἐνδύματά σου νὰ εἶναι λευκὰ
καὶ φρεσκοπλυμένα εἰς ἔνδειξιν χαρᾶς,
καὶ τὸ εὐωδιαστὸ λάδι ἂς μὴ
λείψῃ ἀπὸ τὸ κεφάλι σου.
|
9
Καὶ ἰδὲ ζωὴν μετὰ γυναικός,
ἧς ἠγάπησας, πάσας τὰς ἡμέρας
ζωῆς ματαιότητός σου τὰς δοθείσας
σοι ὑπὸ τὸν ἥλιον, ὅτι αὐτὸ
μερίς σου ἐν τῇ ζωῇ σου καὶ
ἐν τῷ μόχθῳ σου, ᾧ σὺ
μοχθεῖς ὑπὸ τὸν ἥλιον.
|
9
Γνώρισε καὶ ἀπόλαυσε τὴν καλὴν
ζωὴν μὲ τὴν γυναῖκα, τὴν ὁποίαν
ἠγάπησες, καθ' ὅλας τὰς ἡμέρας
τῆς προσκαίρου αὐτῆς ζωῆς σου,
αἱ ὁποῖαι σοῦ ἐδόθησαν
νὰ ζῇς εἰς τὴν γῆν ὑπὸ
τὸν ἥλιον. Διότι τὰ ἀγαθὰ
αὐτὰ σοῦ ἐδόθησαν ὡς μερίδιον
καὶ κληρονομία σου ἀπὸ τὸν Θεόν.
Αὐτά, διὰ τὰ ὁποῖα καὶ
σὺ εἰργάσθης μὲ κόπον καὶ
μόχθον εἰς τὴν γῆν.
|
9
Ἀπόλαυσε τὴν ζωήν σου μὲ τὴν
νόμιμον γυναῖκα, ποὺ ἠγάπησες, ὅλας
τὰς ἡμέρας τῆς προσκαίρου ζωῆς σου,
ὅση θὰ σοῦ χαρισθῇ κάτω ἀπὸ
τὸν ἥλιον, ὅλες τίς ἡμέρες
σου τὶς μάταιες, διότι αὐτὸ θὰ εἶναι
τὸ κέρδος σου εἰς τὴν ζωὴν καὶ
διὰ τὸν κόπον, ποὺ θὰ καταβάλλῃς
ἐδῶ εἰς τὴν γῆν κάτω ἀπὸ
τὸν ἥλιον. |
10
Πάντα, ὅσα ἂν εὕρῃ ἡ χεὶρ
τοῦ ποιῆσαι, ὡς ἡ δύναμίς
σου ποίησον, ὅτι οὐκ ἔστὶ ποίημα
καὶ λογισμὸς καὶ γνῶσις καὶ
σοφία ἐν ᾅδῃ,
ὅπου σὺ πορεύῃ ἐκεῖ.
|
10
Ὅλα ὅσα εἶναι τοῦ χεριοῦ σου
καὶ ἠμπορεῖς νὰ τὰ κάμῃς,
κάμε τα μὲ ὅλην σου τὴν δραστηριότητα.
Διότι εἰς τὸν ᾅδην, ὅπου καὶ
σὺ κατευθύνεσαι, ὅπως ὅλοι οἱ
ἄνθρωποι, δὲν ὑπάρχει δυνατότης
διὰ κανένα ἔργον, οὔτε διὰ σχέδιον,
οὔτε γνῶσις καὶ σοφία, ὅπως
ὑπάρχει εἰς τὴν γῆν.
|
10
Ὅλα, ὅσα βρεθοῦν εἰς τὰ χέρια
σου καὶ δύνασαι νὰ τὰ κάμῃς, κάμε
τα μὲ ὅλην σου τὴν δραστηριότητα, διότι
εἰς τὸν Ἅδην, ὅπου καὶ σὺ
κατευθύνεσαι ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι,
δὲν ὑπάρχει δρᾶσις, σχέδια, γνῶσις
καὶ σοφία. |
11
Ἐπέστρεψα καὶ εἶδον ὑπὸ
ἥλιον ὅτι οὐ τοῖς κούφοις
ὁ δρόμος καὶ οὐ τοῖς δυνατοῖς
ὁ πόλεμος καί γε οὐ τῷ σοφῷ
ἄρτος καί γε οὐ τοῖς συνετοῖς
πλοῦτος καί γε οὐ τοῖς γινώσκουσι
χάρις, ὅτι καιρὸς καὶ ἀπάντημα
συναντήσεται τοῖς πᾶσιν αὐτοῖς.
|
11
Πάλιν ἐγὼ παρετήρησα μὲ προσοχὴν
εἰς τὴν γῆν κάτω ἀπὸ τὸν
ἥλιον καὶ εἶδα ὅτι πολλὲς φορὲς
δὲν ὑπερέχουν εἰς τὸν δρόμον
οἱ ταχεῖς τοὺς πόδας καὶ ἐλαφροί,
οὔτε ἡ νίκη δίδεται κατὰ τοὺς
πολέμους εἰς τοὺς δυνατούς, ἀκόμη
δὲ καὶ ὁ ἄρτος δὲν δίδεται
εἰς τὸν σοφὸν οὔτε ὁ πλοῦτος
εἰς τὸν συνετόν· οὔτε ἀναγνωρίζεται
καμμία χάρις καὶ ἐκτίμησις εἰς
τοὺς ἔχοντας γνῶσιν. Ὑπάρχουν
περιστάσεις, κατὰ τὰς ὁ ποίας
αὐτοὶ θὰ συναντήσουν δυσκολίας
καὶ ἐναντιότητας.
|
11
Καὶ πάλιν παρετήρησα καὶ εἶδα εἰς
τὸν κόσμον αὐτόν, ὅτι ἡ νίκη εἰς
τὸν δρόμον δὲν κερδίζεται ἀπὸ ἐκείνους
ποὺ εἶναι ἐλαφροὶ εἰς τὰ
πόδια, οὔτε ἡ νίκη εἰς ἕνα πόλεμον
ἀπὸ τοὺς δυνατούς, οὔτε ἀκόμη
εἰς τοὺς σοφοὺς δίδεται τὸ ψωμὶ
καὶ εἰς τοὺς συνετοὺς ὁ πλοῦτος
καὶ εἰς τοὺς γραμματισμένους ἡ χάρις,
διότι ἀπρόοπτες περιστάσεις καὶ ἐναντιότητες
θὰ συναντήσουν ὅλους αὐτούς. |
12
Ὅτι καί γε οὐκ ἔγνω ὁ ἄνθρωπος
τὸν καιρὸν αὐτοῦ· ὡς οἱ
ἰχθύες οἱ θηρευόμενοι ἐν
αφιβλήστρῳ κακῷ καὶ ᾡς
ὄρνεα τὰ θηρευόμενα ἐν παγίδι
ὡς αὐτὰ παγιδεύονται οἱ υἱοῖ
τοῦ ἀνθρώπου εἰς καιρὸν πονηρόν,
ὅταν ἐπιπέσῃ ἀπ' αὐτοὺς
ἄφνω. |
12
Ὁ ἄνθρωπος, βεβαίως, δὲν γνωρίζει,
τί θὰ τοῦ συμβῇ κατὰ τὰς
ἡμέρας τῆς ζωῆς του. Ὅπως τὰ
ψάρια συλλαμβάνονται εἰς τὸ ὀλέθριον
δι' αὐτὰ δίκτυον, ὅπως τὰ πτηνὰ
συλλαμβάνονται εἰς τὴν παγίδα, ἔτσι
καὶ οἱ ἄνθρωποι παγιδεύονται εἰς
κάποιαν μοιραίαν καὶ κακὴν στιγμήν,
ὅταν ἐπέλθῃ ἐναντίον των
αἰφνίδιος ὁ κίνδυνος, ὁ θάνατος.
|
12
Ὁ ἄνθρωπος πρὸ παντὸς δὲν γνωρίζει
τὰς μεγάλας καὶ ἀποφασιστικὰς στιγμὰς
τῆς ζωῆς του. Ὅπως τὰ ψάρια πιάνονται
εἰς τὸ ἀνεπάντεχον δίκτυον καὶ ὅπως
τὰ πουλιὰ συλλαμβάνονται εἰς τὴν ἀπροσδόκητον
παγίδα, ἔτσι παγιδεύονται καὶ οἱ ἄνθρωποι
κατὰ τὴν κακὴν ὥραν τοῦ θανάτου,
ὅταν ξαφνικὰ πέσῃ ἐπάνω τους.
|
13
Καί γε τοῦτο εἶδον σοφίαν ὑπὸ
τὸν ἥλιον, καὶ μεγάλη ἐστὶ
πρός με· |
13
Εἶδα ἀκόμη καὶ κάτι ἄλλο,
ποὺ συμβαίνει εἰς τὴν γῆν ὑπὸ
τὸν ἥλιον, καὶ τὸ ὁποῖον
κατ' ἐμὲ εἶναι μεγάλη σοφία.
|
13
Ἀκόμη παρετήρησα καὶ εἶδα κάτω ἀπὸ
τὸν ἥλιον ὡς ἀπόδειξιν σοφίας καὶ
τοῦτο, τὸ ὁποῖον εἰς ἐμὲ
φαίνεται ὡς μεγάλη καὶ ἀξιοπρόσεκτος σοφία.
|
14
πόλις μικρὰ καὶ ἄνδρες ἐν αὐτῇ
ὀλίγοι, καὶ ἔλθῃ ἐπ' αὐτὴν
βασιλεὺς μέγας καὶ κυκλώσῃ αὐτὴν
καὶ οἰκοδομήσῃ ἐπ' αὐτὴν
χάρακας μεγάλους· |
14
Ἐναντίον μιᾶς μικρᾶς πόλεως,
μέσα εἰς τὴν ὁποίαν οἱ
ὑπερασπισταί της ἄνδρες ἦσαν ὀλίγοι,
ἐπῆλθεν ἕνας μεγάλος βασιλεύς.
Τὴν περιεκύκλωσε, ἀνήγειρε γύρω
ἀπὸ αὐτὴν χαρακώματα καὶ
ἐτοποθέτησε μεγάλας πολιορκητικὰς
μηχανάς.
|
14
Νὰ εἶναι δηλαδὴ μία πόλις μικρὴ καὶ
εἰς αὐτὴν νὰ εὑρίσκωνται ὀλίγοι
ἄξιοι πολεμισταὶ καὶ ὑπερασπισταί
της· νὰ ἔλθῃ ὅμως ἐναντίον της
ἕνας μεγάλος βασιλεὺς καὶ νὰ τὴν
πολιορκήσῃ καὶ κτίσῃ πύργους ὑψηλοὺς
καὶ κατασκευάσῃ γύρω της μεγάλα χαρακώματα καὶ
πολιορκητικὰς μηχανάς. |
15
καὶ εὔρῃ ἐν αὐτῇ ἄνδρα
πένητα σοφόν, καὶ διασώσει αὐτὸς
τὴν πόλιν ἐν τῇ σοφίᾳ
αὐτοῦ· καὶ ἄνθρωπος οὐκ
ἐμνήσθη σὺν τοῦ ἀνδρὸς
τοῦ πένητος ἐκείνου. |
15
Εὐρέθηκε ὅμως μέσα εἰς τὴν
πόλιν αὐτὴν ἕνας ἄνθρωπος πτωχὸς
καὶ ἄσημος, συνετὸς ὅμως, καὶ
διέσωσε τὴν πόλιν μὲ τὴν ἱκανότητά
του. Αὐτὸν ὅμως τὸν πτωχόν,
ἀλλὰ σοφόν, ἄνθρωπον κανεὶς
κατόπιν δὲν τὸν ἐνεθυμήθη
|
15
Ἀλλὰ νὰ εὑρεθῇ εἰς τὴν
πόλιν αὐτὴν ἕνας ἄνθρωπος πτωχὸς
καὶ σοφὸς καὶ μὲ τὴν ἐξυπνάδα
του νὰ σώσῃ τὴν πόλιν αὐτήν. Κανεὶς
ὅμως δὲν ἐθυμήθηκε μὲ εὐγνωμοσύνην
τὴν πρᾶξιν τοῦ πτωχοῦ ἐκείνου
σοφοῦ. |
16
Καὶ εἶπα ἐγώ· ἀγαθὴ
σοφία ὑπὲρ δύναμιν, καὶ σοφία
τοῦ πένητος ἐξουδενωμένη, καὶ
οἱ λόγοι αὐτοῦ οὐκ εἰσὶν
ἀκουόμενοι. |
16
Εἶπα, λοιπόν, τότε ἐγὼ ἀπὸ
μέσα μου· <ἀνωτέρα πάντων
ἡ σοφία ἀπὸ τὴν δύναμιν>,
ἔστω καὶ ἂν εἶδα νὰ καταφρονῆται
ἡ σοφία τοῦ πτωχοῦ αὐτοῦ
ἀνθρώπου καὶ οἱ λόγοι του νὰ
μὴ εἰσακούωνται πλέον.
|
16
Καὶ εἶπα τότε ἐγώ, ὅτι ἡ σοφία
εἶναι ἀνωτέρα ἀπὸ τὴν δύναμιν.
Ἡ σοφία ὅμως τοῦ πτωχοῦ περιεφρονήθη
καὶ αἱ συμβουλαί του δὲν συζητοῦνται
πλέον, ἀλλ' ἐλησμονήθησαν ἐξ αἰτίας
τῆς πτωχείας του. |
17
Λόγοι σοφῶν ἐν ἀναπαύσει ἀκούονται
ὑπὲρ κραυγὴν ἐξουσιαζόντων ἐν
ἀφροσύναις. |
17
Οἱ λόγοι πάντως τῶν σοφῶν ἀκούονται
μὲ ἠρεμίαν καὶ εὐχαρίστησιν,
καὶ προτιμῶνται ἀπὸ τὰς κραυγὰς
τῶν ἀρχόντων, οἱ ὁποῖοι
ἀσκοῦν τὴν ἐξουσίαν των ἀσυνέτως.
|
17
Τὰ λόγια τῶν σοφῶν ἀκούονται μὲ
ἠρεμίαν, ὄχι ὅμως καὶ αἱ κραυγαὶ
ἐκείνων ποὺ διοικοῦν μὲ ἀφροσύνην.
|
18
Ἀγαθὴ σοφία ὑπὲρ σκεύη
πολέμου, καὶ ἁμαρτάνων εἶς ἀπολέσει
ἀγαθωσύνην πολλήν. |
18
Προτιμοτέρα εἶναι ἡ σοφία καὶ
ἀπὸ αὐτὰ τὰ πολεμικὰ μέσα,
ἐνῷ ἐνας ἁμαρτωλὸς καὶ
ἀσύνετος εἶναι δυνατὸν νὰ καταστρέψῃ
πολλὴν καὶ πολλῶν τὴν εὐτυχίαν.
|
18
Ἡ σοφία εἶναι προτιμοτέρα ἀπὸ τὰ
πολεμικὰ ὅπλα, τοὐναντίον δὲ ἕνας
ἁμαρτωλὸς θὰ προξενήσῃ πολλὲς
συμφορές. |