Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
γένετο
δὲ Ἅβραμ ἐτῶν ἐνενηκονταεννέα,
καὶ ὤφθη Κύριος τῷ Ἅβραμ καὶ
εἶπεν αὐτῷ· ἐγώ εἰμι
ὁ Θεός σου· εὐαρέστει ἐνώπιον
ἐμοῦ καὶ γίνου ἄμεμπτος,
|
ταν
ὁ Ἅβραμ ἔφθασεν εἰς ἡλικίαν
ἐνενήκοντα ἐννέα ἐτῶν,
παρουσιάσθη ὁ Κύριος εἰς αὐτὸν
καὶ τοῦ εἶπεν· <ἐγὼ
εἶμαι, ὁ Θεός σου· γίνε εὐάρεστος
ἐνώπιόν μου, ἀνεπίληπτος καὶ
ἐνάρετος· |
Ἅβραμ ἔγινε ἐνενῆντα ἐννέα ἐτῶν.
Τότε παρουσιάσθη πάλιν ὁ Θεὸς εἰς αὐτόν,
δηλαδὴ τὸν ἀξίωσε τῆς ἐπισκέψεώς
του, καὶ τοῦ εἶπεν: <Ἐγὼ
εἶμαι ὁ Θεός σου· γίνου εὐάρεστος ἐνώπιόν
μου καὶ ἄμεμπτος· δίκαιος, ἐνάρετος, εὐθὺς
καὶ εἰλικρινής, |
2
καὶ θήσομαι τὴν διαθήκην μου ἀνὰ
μέσον ἐμοῦ καὶ ἀνὰ μέσον
σοῦ καὶ πληθυνῶ σε σφόδρα.
|
2
καὶ θὰ συνάψω τὴν διαθήκην μου
μεταξὺ ἐμοῦ καὶ σοῦ καὶ
θὰ πληθύνω τοὺς ἀπογόνους σου
πάρα πολύ>. |
2
καὶ ἐγὼ δὲν θὰ παραβλέψω τοὺς
ἱδρῶτες τῆς τόσον μεγάλης ἀρετῆς
σου, ἀλλὰ θὰ συνάψω καὶ θὰ ὑπογράψω
διαθήκην μεταξὺ ἐμοῦ καὶ σοῦ
καὶ θὰ σὲ πληθύνω πάρα πολύ>.
|
3
Καὶ ἔπεσεν Ἅβραμ ἐπὶ πρόσωπον
αὐτοῦ, καὶ ἐλάλησεν αὐτῷ
ὁ Θεὸς λέγων·
|
3
Γεμᾶτος ἱερὸν δέος καὶ εὐγνωμοσύνην
ὁ Ἅβραμ ἔπεσε πρηνὴς ἐνώπιον
τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ὡμίλησε
πάλιν καὶ τοῦ εἶπεν·
|
3
Ὁ Ἅβραμ, ὅταν ἄκουσε τὴν θείαν
αὐτὴν ὑπόσχεσιν, γεμᾶτος εὐγνωμοσύνην
καὶ ἅγιον φόβον πρὸς τὸν φιλάνθρωπον
Κύριον, ὁ ὁποῖος συγκατέβη τόσον πολύ, ἐταπεινώθη
περισσότερον ἐνώπιον το Θεοῦ καὶ ἔπεσε
μὲ τὸ πρόσωπον κατὰ γῆς. Καὶ
ὁ Θεὸς ἐμίλησε καὶ το εἶπε:
|
4
καὶ ἐγὼ ἰδοὺ ἡ διαθήκη
μου μετὰ σοῦ, καὶ ἔσῃ πατὴρ
πλήθους ἐθνῶν,
|
4
<Ἰδοὺ ἡ συμφωνία καὶ ἡ
ὑπόσχεσίς μου πρὸς σέ·
θὰ γίνῃς γενάρχης πολυαρίθμων
ἐθνῶν. |
4
<Νά, ἡ διαθήκη καὶ ἡ ὑπόσχεσίς
μου πρὸς σέ· θὰ γίνῃς γενάρχης καὶ
πρόγονος πολλῶν ἐθνῶν.
|
5
καὶ οὐ κληθήσεται ἔτι τὸ ὄνομά
σου Ἅβραμ, ἀλλ' ἔσται τὸ ὄνομά
σου Ἁβραάμ, ὅτι πατέρα πολλῶν
ἐθνῶν τέθεικά σε.
|
5
Τὸ ὄνομά σου δὲν θὰ εἶναι
πλέον Ἅβραμ, ἀλλὰ θὰ ὀνομάζεσαι
Ἁβραάμ, διότι σὲ ἔχω προορίσει
ὡς πρόγονον καὶ πατριάρχην πολλῶν
λαῶν. |
5
Καὶ τὸ ὄνομά σου δὲν θὰ εἶναι
ὅπως μέχρι τώρα Ἅβραμ> (τὸ ὁποῖον
σημαίνει πατέρας μεγάλος ἢ ὑψηλός·
ἢ περάτης, διότι ἐπέρασες ἀπὸ τὴν
Μεσοποταμίαν εἰς τὴν Χαναάν)· <Ἀπὸ
τώρα καὶ εἰς τὸ ἑξῆς θὰ
ὀνομζεσαι Ἁβραὰμ (πατέρας λαῶν), διότι
σὲ κατέστησα πατριάρχην καὶ σὲ ὥρισα
γενάρχην πολλῶν ἐθνῶν.
|
6
Καὶ αὐξανῶ σε σφόδρα σφόδρα
καὶ θήσω σε εἰς ἔθνη καὶ βασιλεῖς
ἐκ σοῦ ἐξελεύσονται.
|
6
Θὰ σὲ αὐξήσω πολύ, πάρα
πολύ, θὰ σὲ ἀναδείξω πρόγονον
πολλῶν ἐθνῶν καὶ βασιλεῖς θὰ
προέλθουν ἀπὸ σέ.
|
6
Θὰ σὲ αὐξήσω ὑπερβολικά· ἀπὸ
τοὺς ἀπογόνους σου θὰ προέλθουν ἔθνη
πολλά, ἀκόμη καὶ βασιλεῖς θὰ γεννηθοῦν
ἀπὸ σέ. |
7
Καὶ στήσω τὴν διαθήκην μου ἀνὰ
μέσον σοῦ καὶ ἀνὰ μέσον
τοῦ σπέρματός σου μετὰ σέ, εἰς
τὰς γενεὰς αὐτῶν, εἰς διαθήκην
αἰώνιον, εἶναί σου Θεὸς καὶ
τοῦ σπέρματός σου μετὰ σέ.
|
7
Καὶ θὰ στήσω ἔγκυρον καὶ ἀκατάλυτον
τὴν συμφωνίαν καὶ τὴν ὑπόσχεσίν
μου αὐτὴν καὶ εἰς τοὺς ἀπογόνους
σου ἔπειτα ἀπὸ σὲ εἰς ὅλας
τὰς γενεὰς αὐτῶν· ὑπόσχεσιν
παντοτεινὴν καὶ ἀνέκκλητον ὅτι
θὰ εἶμαι ἰδικός σου Θεὸς καὶ
Θεὸς τῶν ἔπειτα ἀπὸ σὲ
ἀπογόνων σου. |
7
Θὰ πραγματοποιήσω καὶ θὰ τηρήσω τὴν
ὑπόσχεσίν μου αὐτὴν πρὸς σὲ
καὶ τοὺς ἀπογόνους σου, οἱ ὁποῖοι
θὰ ἀκολουθήσουν μετὰ ἀπὸ
σέ, εἰς ὅλες τὶς γενεές. Σοῦ δίδω
ὑπόσχεσιν αἰώνιον, παντοτινήν, ὑπόσχεσιν,
ἡ ὁποία δὲν ἠμπορεῖ ποτὲ
νὰ χάσῃ τὴν δύναμιν καὶ τὸ κῦρος
της, ὅτι θὰ εἶμαι Θεὸς ἰδικός
σου καὶ Θεὸς τῶν ἀπογόνων σου, οἱ
ὁποῖοι θὰ ἀκολουθήσουν μετὰ
ἀπὸ σέ. |
8
Καὶ δώσω σοι καὶ τῷ σπέρματί
σου μετὰ σὲ τὴν γῆν, ἣν παροικεῖς,
πᾶσαν τὴν γῆν Χαναάν, εἰς κατάσχεσιν
αἰώνιον καὶ ἔσομαι αὐτοῖς
εἰς Θεόν. |
8
Καὶ θὰ δώσω εἰς σὲ καὶ,
ἔπειτα ἀπὸ σὲ εἰς τοὺς
ἀπογόνους σου ὡς αἰωνίαν ἰδιοκτησίαν
ὅλην αὐτὴν τὴν γῆν Χαναάν,
εἰς τὴν ὁποίαν τώρα κατοικεῖς
ὡς ξένος· καὶ θὰ εἶμαι
εἰς τοὺς ἀπογόνους σου ὁ Θεός
των>. |
8
Καὶ θὰ δώσω εἰς σὲ καὶ εἰς
τοὺς ἀπογόνους σου, οἱ ὁποῖοι
θὰ ἀκολουθήσουν μετὰ ἀπὸ
σέ, ὁλόκληρον τὴν χώραν Χαναάν, εἰς τὴν
ὁποίαν τώρα διαμένεις ὡς προσωρινὸς κάτοικος,
ὡς μετανάστης· θὰ δώσω τὴν χώραν αὐτήν,
ὥστε νὰ τὴν κατέχουν αἰωνίως οἱ
ἀπόγονοι σου. Καὶ θὰ εἶμαι Θεὸς
ἰδικός των, ὁποῖος θὰ τοὺς
φροντίζῃ καὶ θὰ τοὺς βοηθῇ πάντοτε>.
|
9
Καὶ εἶπεν ὁ Θεὸς πρὸς Ἁβραάμ·
σὺ δὲ τὴν διαθήκην μου διατηρήσεις,
σὺ καὶ τὸ σπέρμα σου μετὰ σὲ
εἰς τὰς γενεὰς αὐτῶν.
|
9
Εἶπε δὲ ἀκόμη ὁ Θεὸς πρὸς
τὸν Ἁβραάμ· <σὺ θὰ φυλάξῃς
τὴν διαθήκην μου αὐτήν, σὺ καὶ
οἱ ἀπόγονοί σου εἰς ὅλας
τὰς γενεάς των. |
9
Καὶ ὁ Θεὸς εἶπεν εἰς τὸν
Ἀβραάμ: <Σὺ δὲ νὰ κρατήσῃς
καὶ νὰ φυλάξῃς τὴν διαθήκην μου, σὺ
καὶ οἱ ἀπόγονοι, οἱ ὁποῖοι
θὰ ἀκολουθήσουν μετὰ ἀπὸ
σὲ εἰς ὅλες τὶς γενεές των.
|
10
Καὶ αὕτη ἡ διαθήκη, ἣν διατηρήσεις,
ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ ὑμῶν
καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σπέρματός
σου μετὰ σὲ εἰς τὰς γενεὰς αὐτῶν·
περιτμηθήσεται ὑμῶν πᾶν ἀρσενικόν,
|
10
Σημεῖον δὲ καὶ ἐξωτερικὸν γνώρισμα
τῆς συμφωνίας μεταξὺ ἐμοῦ καὶ
ὑμῶν καὶ τῶν ἀπογόνων
σου ἔπειτα ἀπὸ σέ, εἰς ὅλας
τὰς γενεὰς αὐτῶν ὅτι θὰ
τηρήσετε τὴν διαθήκην μου εἶναι τοῦτο·
Ἀπὸ τώρα καὶ εἰς τὸ ἑξῆς
θὰ περιτέμνεται κάθε ἀρσενικὸν
τέκνον σας. |
10
Ὡς ἐξωτερικὸν δὲ γνώρισμα τῆς
συμφωνίας, τὴν ὁποίαν θὰ διατηρήσῃς
μεταξὺ ἐμοῦ καὶ ὅλων σας καὶ
μεταξὺ τῶν ἀπογόνων σου, οἱ ὁποῖοι
θὰ ἀκολουθήσουν μετὰ ἀπὸ
σὲ εἰς ὅλες τὶς γενεές των,
εἶναι τοῦτο: Κάθε ἀρσενικὸν παιδὶ
τῆς οἰκογενείας σας θὰ περιτέμνεται·
|
11
καὶ περιτμηθήσεσθε τὴν σάρκα τῆς
ἀκροβυστίας ὑμῶν, καὶ ἔσται
εἰς σημεῖον διαθήκης ἀνὰ μέσον
ἐμοῦ καὶ ὑμῶν.
|
11
Θὰ περικόψετε τὴν σαρκίνην ἀκροβυστίαν
σας· καὶ τοῦτο θὰ εἶναι σημεῖον
τῆς συμφωνίας μας μεταξὺ ἐμοῦ
καὶ ὑμῶν. |
11
θὰ περικόψετε τὴν σαρκίνην ἀκροβυστίαν σας·
αὐτὸ θὰ εἶναι τὸ σημεῖον
καὶ ἡ σφραγῖδα τῆς συμφωνίας, ἡ
ὁποία γίνεται μεταξύ μου καὶ μεταξύ σας.
|
12
Καὶ παιδίον ὀκτὼ ἡμερῶν
περιτμηθήσεται ὑμῖν, πᾶν ἀρσενικὸν
εἰς τὰς γενεὰς ὑμῶν, ὁ
οἰκογενὴς καὶ ὁ ἀργυρώνητος,
ἀπὸ παντὸς υἱοῦ ἀλλοτρίου,
ὃς οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ σπέρματός
σου. |
12
Κάθε ἀρσενικὸν παιδὶ θὰ περιτέμνεται
ὀκτὼ ἡμέρας μετὰ τὴν γέννησίν
του, κάθε ἀρσενικὸν εἰς ὅλας
τὰς γενεάς σας, ὅπως ἐπίσης
θὰ περιτέμνεται καὶ ὁ δοῦλος,
ὁ ὁποῖος θὰ ἀγορασθῇ μὲ
χρήματα, καὶ τὸ παιδὶ παντὸς
ξένου ὁ ὁποῖος κατοικεῖ μαζῆ
σας, ἔστω καὶ ἂν δὲν εἶναι ἀπόγονός
σου. |
12
Κάθε ἀρσενικὸν παιδί σας θὰ περιτέμνεται
ὀκτὼ ἡμέρες μετὰ τὴν γέννησίν
του κάθε ἀρσενικὸν παιδὶ εἰς ὅλες
τὶς γενεὲς ποὺ θὰ ἀκολουθήσουν.
Θὰ περιτέμνεται ἐπίσης καὶ ὁ δοῦλος,
ποὺ ἐγεννήθη εἰς τὴν οἰκογένειάν
σας καὶ ὁ δοῦλος, ποὺ ἔχει ἀγορασθῆ
μὲ χρήματα καὶ κάθε ἀπόγονος ξένου, ὁ
ὁποῖος κατοικεῖ μαζί σας καὶ
δὲν κατάγεται ἀπὸ τὸ σπέρμα σου.
|
13
Περιτομῇ περιτμηθήσεται ὁ οἰκογενὴς
τῆς οἰκίας σου καὶ ὁ ἀργυρώνητος,
καὶ ἔσται ἡ διαθήκη μου ἐπὶ
τῆς σαρκὸς ὑμῶν εἰς διαθήκην
αἰώνιον. |
13
Θὰ περιτμηθῇ ὅπως δήποτε ὁ δοῦλος,
ποὺ ἐγεννήθη εἰς τὴν οἰκίαν
σου, καὶ ὁ δοῦλος, ποὺ ἠγοράσθη
μὲ χρήματα. Ἡ περιτομὴ αὐτὴ
τῆς σαρκός σας θὰ εἶναι ὑποχρέωσις
ἀπορρέουσα ἀπὸ τὴν συμφωνίαν
μας, ἡ ὁποία θὰ ἔχῃ αἰωνίαν
ἰσχύν. |
13
Μὲ τὴν περιτομὴν θὰ περιτμηθῇ
ὁπωσδήποτε ὁ δοῦλος, ποὺ ἐγεννήθη
εἰς τὸ σπίτι σου καὶ ἀνήκει
εἰς τὴν οἰκογένειάν σου καὶ
ὁ δοῦλος, ποὺ ἔχει ἀγορασθῆ
μὲ χρήματα. Καὶ θὰ εἶναι ἡ συμφωνία
μου αὐτὴ ὡς σημεῖον καὶ σφραγῖδα
ἐπανῶ εἰς τὴν σάρκα σας, ἡ ὁποία
θὰ δεικνύῃ, ὅτι ἡ συμφωνία εἶναι
αἰώνιος καὶ ἀπαράβατος.
|
14
Καὶ ἀπερίτμητος ἄρσην, ὃς οὐ
περιτμηθήσεται τὴν σάρκα τῆς ἀκροβυστίας
αὐτοῦ τῇ ἡμέρα τῇ ὀγδόῃ,
ἐξολοθρευθήσεται ἡ ψυχὴ ἐκείνῃ
ἐκ τοῦ γένους αὐτῆς, ὅτι
τὴν διαθήκην μου διεσκέδασε.
|
14
Κάθε ἀρσενικόν, τοῦ ὁποίου
δὲν περιεκόπη ἡ σὰρξ τῆς ἀκροβυστίας
του κατὰ τὴν ὀγδόην ἡμέραν
ἀπὸ τῆς γεννήσεώς του καὶ
ἔμεινεν ἀπερίτμητον, θὰ ἐξολοθρευθῇ
ἡ ὕπαρξις αὐτὴ ἐκ μέσου
τῆς φυλῆς του, διότι κατεφρόνησε καὶ
κατεπάτησε τὴν ἐντολήν μου>.
|
14
Κάθε ἀρσενικὸν ἀπερίτμητον, τοῦ ὁποίου
δὲν θὰ περικοπῇ ἡ σάρκα τῆς
ἀκροβυστίας κατὰ τὴν ὀγδόην ἡμέραν
ἀπὸ τῆς γεννήσεώς του, θὰ ἀποκοπῇ
καὶ θὰ ἐξολοθρευθῇ ἀπὸ
τὸν λαὸν καὶ τὴν φυλήν του,
διότι παρέβη τὴν ἐντολήν μου καὶ ἐπεριφρόνησε
τὴν συμφωνίαν μου αὐτήν>.
|
15
Καὶ εἶπεν ὁ Θεὸς τῷ Ἁβραάμ·
Σάρα ἡ γυνή σου οὐ κληθήσεται
τὸ ὄνομα αὐτῆς Σάρα, ἀλλὰ
Σάρρα ἔσται τὸ ὄνομα αὐτῆς.
|
15
Εἶπεν ἀκόμη ὁ Θεὸς εἰς
τὸν Ἁβραάμ· <ἡ σύζυγός
σου ἡ Σάρα δὲν θὰ λέγεται πλέον
Σάρα, ἀλλὰ θὰ ὀνομάζεται
Σάρρα. |
15
Καὶ ὁ Θεὸς εἶπεν εἰς τὸν
Ἀβραάμ: <Ἡ γυναῖκα σου δὲν θὰ
ὀνομάζεται πλέον Σάρα (=ἡ πριγκίπισσά μου), ἀλλὰ
Σάρρα (=πριγκίπισσα πολλῶν). |
16
Εὐλογήσω δὲ αὐτήν, καὶ
δώσω σοι ἐξ αὐτῆς τέκνον·
καὶ εὐλογήσω αὐτό, καὶ
ἔσται εἰς ἔθνη, καὶ βασιλεῖς
ἐθνῶν ἐξ αὐτοῦ ἔσονται.
|
16
Θὰ εὐλογήσω δὲ αὐτήν,
θὰ λύσω τὴν ἀτεκνίαν της καὶ
θὰ δώσω εἰς σὲ ἀπὸ αὐτὴν
τέκνον. Ἐγὼ δὲ θὰ εὐλογήσω
αὐτὸ καὶ θὰ τὸ ἀναδείξω
πατριάρχην ἐθνῶν πολλῶν, καὶ
βασιλεῖς ἐθνῶν θὰ προέλθουν
ἀπὸ αὐτό>. |
16
Θὰ τὴν εὐλογήσω δέ, θὰ τὴν καταστήσω
καρποφόρον καὶ θὰ σοῦ δώσω ἀπὸ
αὐτὴν παιδὶ ἀρσενικόν. Τὸ παιδὶ
αὐτὸ θὰ τὸ εὐλογήσω ἐγὼ
ὁ Κύριος τοῦ οὐρανοῦ καὶ θὰ
γίνῃ πρόγονος καὶ γενάρχης πολλῶν ἐθνῶν
καὶ βασιλεῖς λαῶν θὰ γεννηθοῦν
ἀπὸ αὐτόν>. |
17
Καὶ ἔπεσεν Ἁβραὰμ ἐπὶ
πρόσωπον αὐτοῦ καὶ ἐγέλασε
καὶ εἶπεν ἐν τῇ διανοίᾳ
αὐτοῦ λέγων· εἰ τῷ ἑκατονταετεῖ
γενήσεται υἱός; Καὶ εἰ ἡ
Σάρρα ἐνενήκοντα ἐτῶν τέξεται;
|
17
Ἔπεσεν ὁ Ἁβραὰμ πρηνὴς ἐνώπιον
τοῦ Θεοῦ, ἐχάρη καὶ εἶπεν
ἀπὸ μέσα του· <λοιπὸν εἰς
ἡλικίαν ἑκατὸν ἐτῶν θὰ
ἀποκτήσω υἱὸν καὶ ἡ Σάρρα
εἰς ἠλικίαν ἐνενήκοντα ἐτῶν
θὰ γεννήσῃ;> |
17
Ὁ Ἀβραὰμ ἐκατάλαβε τὸ
μέγεθος καὶ τὴν σοβαρότητα τῆς ὑποσχέσεως
καὶ ἔπεσε μπρούμυτα εἰς τὴν γῆν
προσκυνῶν εὐλαβικὰ καὶ ταπεινὰ
τὸν Θεὸν καὶ ἐχάρηκε ὑπερβολικά·
ἐπλημμύρισεν ἀπὸ χαράν. Ἐπειδὴ
ὅμως τοῦ ἐφάνη παράδοξος ἡ ὑπόσχεσις,
ἐστοχάσθη μέσα του καὶ εἶπε: Μέγας εἶσαι,
Κύριε! Εἶναι δυνατὸν νὰ γεννηθῇ υἱὸς
ἀπὸ ἑμὲ τὸν ἄνδρα ἑκατὸν
ἐτῶν; Καὶ εἶναι δυνατὸν ἡ
στεῖρα καὶ ἐνενήντα ἐτῶν Σάρρα
νὰ γεννήσῃ; |
18
Εἶπε δὲ Ἁβραὰμ πρὸς τὸν
Θεόν· Ἰσμαὴλ οὗτος ζήτω
ἐναντίον σου. |
18
Εἶπε δὲ ὁ Ἁβραὰμ πρὸς
τὸν Θεόν· <ὁ Ἰσμαὴλ
εἶναι καὶ αὐτὸς υἱός μου·
ἂς ζήσῃ καὶ αὐτὸς ἐνώπιόν
σου καὶ μὲ τὴν εὐλογίαν σου>.
|
18
Ἐνῷ ὅμως τὰ ἐσκέπτετο
αὐτά, δὲν ἐκλονίσθη εἰς τὴν
πίστιν ἐσκέφθη μόνον τὸν Ἰσμαὴλ καὶ
γεμᾶτος εὐγνωμοσύνην πρὸς τὸν Θεόν,
εἶπε προσευχόμενος: <Κύριε, αὐτὸς ὁ
Ἰσμαήλ, τὸν ὁποῖον μοῦ ἐχάρισες,
εἴθε νὰ ζῇ κάτω ἀπὸ τὴν
προστασίαν σου>. |
19
Εἶπε δὲ ὁ Θεὸς πρὸς Ἁβραάμ·
ναί· ἰδοὺ Σάρρα ἡ
γυνή σου τέξεταί σοι υἱόν, καὶ
καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰσαάκ,
καὶ στήσω τὴν διαθήκην μου πρὸς
αὐτὸν εἰς διαθήκην αἰώνιον,
εἶναι αὐτῷ Θεὸς καὶ τῷ
σπέρματι αὐτοῦ μετ' αὐτόν.
|
19
Ἀπήντησεν ὁ Θεὸς πρὸς τὸν
Ἁβραάμ· <ναί· ἰδοὺ
ἡ Σάρρα ἡ σύζυγός σου θὰ
γεννήσῃ πρὸς μεγάλην σου χαρὰν
υἱὸν καὶ θὰ ὀνομάσῃς
αὐτὸν Ἰσαάκ, καὶ πρὸς
αὐτὸν ἐγὼ θὰ συνάψω τὴν
διαθήκην μου, διαθήκην αἰωνίαν, ὅτι
θὰ εἶμαι εἰς αὐτὸν καὶ
εἰς τοὺς ἀπογόνους αὐτοῦ
ὁ Θεός των. |
19
Καὶ ὁ Θεὸς ἀπάντησεν εἰς τὸν
Ἀβραάμ: <Ναί, θὰ γίνῃ αὐτὸ
ποὺ σοῦ εἶπα· ἄκουε λοιπὸν καὶ
λάβε θάρρος· διότι νά, ἡ γυναῖκα σου ἡ
Σάρρα, τὴν ὁποῖον θεωρεῖς ἀνίκανον
διὰ τεκνογονίαν, θὰ σοῦ γεννήσῃ υἱὸν
καὶ θὰ δώσης εἰς αὐτὸν τὸ
ὄνομα Ἰσαάκ· καὶ ἐγὼ θὰ
συνάψω διαθήκην μὲ αὐτὸν καὶ ἡ
συμφωνία μου αὐτὴ θὰ ἔχῃ ἰσχὺν
καὶ κῦρος αἰώνιον· θὰ εἶμαι
δι’ αὐτὸν καὶ τοὺς ἀπογόνους,
οἱ ὁποῖοι θὰ προέλθουν ἀπὸ
αὐτόν, Θεὸς προστάτης καὶ προνοητής.
|
20
Περὶ δὲ Ἰσμαὴλ ἰδοὺ ἐπήκουσά
σου· καὶ ἰδοὺ εὐλόγηκα
αὐτὸν καὶ αὐξανῶ αὐτὸν
καὶ πληθυνῶ αὐτὸν ἀφόδρα·
δώδεκα ἔθνη γεννήσει καὶ δώσω
αὐτὸν εἰς ἔθνος μέγα.
|
20
Τὴν δὲ παράκλησίν σου περὶ τοῦ
Ἰσμαὴλ ἰδοὺ τὴν ἤκουσα
καὶ τὴν ἐδέχθην· τὸν ἔχω
εὐλογήσει καὶ αὐτόν. Θὰ
τὸν αὐξήσω καὶ θὰ τὸν
πληθύνω πολύ· δώδεκα ἔθνη θὰ
προέλθουν ἀπὸ αὐτὸν καὶ
θὰ ἀναδείξω αὐτὸν γενάρχην
μεγάλου λαοῦ. |
20
Τὴν δὲ προσευχήν σου διὰ τὸν Ἰσμαὴλ
τὴν ἄκουσα· καὶ νά, τὸν ἔχω
εὐλογήσει. Θὰ τὸν αὐξήσω, θὰ
τὸν προστατεύσω καὶ θὰ τὸν πληθύνω
πάρα πολύ. Ἀπὸ αὐτὸν θὰ προέλθουν
δώδεκα λαοὶ καὶ ἔτσι θὰ γίνη ὁ
Ἰσμαὴλ πρόγονος καὶ γενάρχης μεγάλου λαοῦ.
|
21
Τὴν δὲ διαθήκην μου στήσω πρὸς
Ἰσαάκ, ὃν τέξεταί σοι Σάρρα
εἰς τὸν καιρὸν τοῦτον, ἐν τῷ
ἐνιαυτῷ τῷ ἑτέρῳ.
|
21
Ἀλλὰ τὴν διαθήκην μου θὰ συνάψω
καὶ θὰ πραγματοποιήσω πρὸς τὸν
Ἰσαάκ, τὸν ὁποῖον θὰ γεννήσῃ
εἰς σὲ ἡ Σάρρα τὴν ἐποχὴν
αὐτὴν κατὰ τὸ ἑπόμενον
ἔτος>. |
21
Θὰ πραγματοποιήσω δὲ καὶ θὰ τηρήσω
τὴν διαθήκην μου πρὸς τὸν Ἰσαάκ, τὸν
ὁποῖον θὰ γεννήσῃ εἰς σὲ
ἡ Σάρρα τὴν ἐποχὴν αὐτήν, κατὰ
τὸν ἑπόμενον χρόνον>. |
22
Συνετέλεσε δὲ λαλῶν πρὸς αὐτὸν
καὶ ἀνέβη ὁ Θεὸς ἀπὸ
Ἁβραάμ. |
22
Ἐτελείωσε τὴν ὁμιλίαν του ὁ
Θεὸς πρὸς τὸν Ἀβραὰμ καὶ
ἀνεχώρησεν ἀπὸ αὐτόν.
|
22
Ὁ Θεὸς ἐτελείωσε τὴν σπουδαίαν αὐτὴν
συνομιλίαν του μὲ τὸν δίκαιον Ἀβραὰμ
καὶ ἀπεμακρύνθη ἀπὸ αὐτόν.
|
23
Καὶ ἔλαβεν Ἁβραὰμ Ἰσμαὴλ
υἱὸν ἑαυτοῦ καὶ πάντας
τοὺς οἰκογενεῖς αὐτοῦ
καὶ πάντας τοὺς ἀργυρωνήτους
καὶ πᾶν ἄρσεν τῶν ἀνδρῶν
τῶν ἐν τῷ οἴκῳ Ἁβραὰμ
καὶ περιέτεμε τὰς ἀκροβυστίας
αὐτῶν ἐν καιρῷ τῆς ἡμέρας
ἐκείνης, καθὰ ἐλάλησεν αὐτῷ
ὁ Θεός. |
23
Ὁ Ἁβραάμ, τὴν ἐντολὴν
τοῦ Θεοῦ ἀμέσως ἐκτελῶν,
ἔλαβε τὸν υἱόν του τὸν Ἰσμαὴλ
καὶ ὅλους τοὺς δούλους, οἱ ὁποῖοι
ἐγεννήθησαν εἰς τὸν οἶκον του,
καὶ ὅλους ὅσοι ἠγοράσθησαν μὲ
χρήματα, ὅλα τὰ ἀρσενικὰ τῶν
ἀνθρώπων, ποὺ ἦσαν εἰς τὸν
οἶκον του, καὶ περιέτεμεν αὐτοὺς
κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην
σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολήν, ποὺ
τοῦ εἶχε δώσει ὁ Θεός.
|
23
Ὁ Ἀβραὰμ χωρὶς ἀναβολὴν
καὶ χωρὶς κανένα δισταγμὸν ἐπῆρε
τὸν υἱόν του Ἰσμαὴλ καὶ
ὅλους τοὺς δούλους, ποὺ ἐγεννήθησαν
εἰς τὸ σπίτι του καὶ ὅλους τοὺς
δούλους, ποὺ ἀγόρασε μὲ χρήματα καὶ
γενικῶς κάθε ἀρσενικὸν ἀπὸ τοὺς
ἀνθρώπους, ποὺ ἦσαν εἰς τὸ σπίτι
του καὶ περιέκοψε τὴν σάρκα τῆς ἀκροβυστίας
των κατὰ τὴν ἰδίαν ἀκριβῶς ἡμέραν,
ποὺ τοῦ ἐμίλησεν ὁ Θεός, συμφώνως
πρὸς ὅσα τοῦ παρήγγειλεν.
|
24
Ἁβραὰμ δὲ ἐνενηκονταεννέα
ἦν ἐτῶν, ἡνίκα πιριετέμετο
τὴν σάρκα ἀκροβυστίας αὐτοῦ.
|
24
Κατὰ δὲ τὴν ἡμέραν ἐκείνην,
ποὺ περιέκοψεν ὁ Ἁβραὰμ καὶ
τὴν ἰδικήν του σαρκίνην ἀκροβυστίαν,
ἦτο ἡλικίας ἐνενήκοντα ἐννέα
ἐτῶν. |
24
Ὁ Ἀβραὰμ δὲ ἦταν ἐνενῆντα
ἐννέα ἐτῶν, ὅταν περιέκοψε τὴν
σάρκα τῆς ἀκροβυστίας του. |
25
Ἰσμαὴλ δὲ ὁ υἱὸς αὐτοῦ
ἦν ἐτῶν δεκατριῶν, ἡνίκα
περιετέμετο τὴν σάρκα τῆς ἀκροβυστίας
αὐτοῦ. |
25
Ὁ δὲ υἱός του ὁ Ἰσμαὴλ
ἦτο δέκα τριῶν ἐτῶν, ὅταν
ἔλαβε τὴν περιτομήν.
|
25
Ὁ δὲ υἱὸς τοῦ Ἀβραάμ,
ὁ Ἰσμαήλ, ἦταν δεκατριῶν ἐτῶν,
ὅταν τὸν περιέτεμεν ὁ πατέρας καὶ
περιέκοψε τὴν σάρκα τῆς ἀκροβυστίας του.
|
26
Ἐν δὲ τῷ καιρῷ τῆς ἡμέρας
ἐκείνης περιετμήθη Ἁβραὰμ καὶ
Ἰσμαὴλ ὁ υἱὸς αὐτοῦ·
|
26
Τὴν ἰδίαν ἡμέραν, ποὺ
ἔλαβε τὴν ἐντολὴν ἀπὸ
τὸν Θεόν, περιετμήθη ὁ Ἁβραάμ,
ὁ υἱὸς τοῦ Ἰσμαήλ,
|
26
Κατὰ τὴν ἰδίαν λοιπὸν ἐκείνην
ἡμέραν, ποὺ ἔλαβε τὴν ἐντολὴν
ἀπὸ τὸν Θεόν, περιετμήθησαν ὁ Ἀβραὰμ
καὶ ὁ υἱὸς τοῦ Ἰσμαήλ.
|
27
καὶ πάντες οἱ ἄνδρες τοῦ οἴκου
αὐτοῦ καὶ οἱ οἰκογενεῖς
αὐτοῦ καὶ οἱ ἀργυρώνητοι
ἐξ ἀλλογενῶν ἐθνῶν, περιέτεμεν
αὐτούς. |
27
ὅλοι οἱ ἄνδρες τοῦ οἴκου του,
οἱ δοῦλοι οἱ γεννηθέντες εἰς
τὸν οἶκον του, οἱ δοῦλοι οἱ
ἀγορασθέντες ἀπὸ ἄλλους λαούς·
ὅλους αὐτοὺς περιέτεμεν ὁ Ἁβραάμ.
|
27
Περιετμήθησαν ἐπίσης καὶ ὅλοι οἱ
ἄνδρες, ποὺ ἦσαν εἰς τὸ σπίτι
του καὶ οἱ δουλοί, ποὺ ἐγεννήθησαν
εἰς τὸ σπίτι του καὶ οἰ δοῦλοι,
τοὺς ὁποίους ἀγόρασε μὲ χρήματα
ἀπὸ ξένους λαούς· ὅλους αὐτοὺς
τοὺς περιέτεμεν ὁ Ἀβραὰμ τὴν
ἰδίαν μὲ αὐτὸν ἡμέραν.
|