Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
σὺ μὴ λάβῃς γυναῖκα, λέγει
Κύριος ὁ Θεὸς Ἰσραήλ,
|
αὶ
σύ, λέγει ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραὴλ
πρὸς τὸν προφήτην, μὴ πάρῃς
γυναῖκα ὡς σύζυγόν σου,
|
ύριος
ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραὴλ λέγει εἰς
ἑμέ, τὸν προφήτην Ἱερεμίαν: <Καὶ
σὺ μὴ λάβῃς ὡς σύζυγόν σου γυναῖκα,
|
2
καὶ οὐ γεννηθήσεταί σοι υἱὸς
οὐδὲ θυγάτηρ ἐν τῷ τόπῳ
τούτῳ. |
2
διὰ νὰ μὴ γεννηθῇ εἰς σὲ
υἱός, οὔτε θυγάτηρ εἰς τὸν
τόπον τοῦτον.
|
2
καὶ ἂς μὴ γεννηθοῦν εἰς σὲ
υἱός, οὔτε θυγατέρα εἰς τὸν τόπον
αὐτόν, τὴν Ἰουδαίαν. |
3
Ὅτι τάδε λέγει Κύριος περὶ τῶν
υἱῶν καὶ
περὶ τῶν θυγατέρων τῶν γεννωμένων
ἐν τὸ τόπῳ τούτῳ περὶ
τῶν μητέρων αὐτῶν τῶν τετοκυιῶν
αὐτοὺς καὶ περὶ τῶν πατέρων
αὐτῶν τῶν γεγεννηκότων
αὐτοὺς ἐν τῇ γῇ ταύτῃ·
|
3
Διότι αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος
διὰ τοὺς υἱοὺς καὶ τὰς
θυγατέρας, ποὺ θὰ γεννηθοῦν εἰς
τὸν τόπον τοῦτον, διὰ τὰς μητέρας
καὶ τοὺς πατέρας, οἱ ὁποῖοι
θὰ γεννήσουν τὰ παιδιὰ αὐτὰ
εἰς τὴν χώραν αὐτήν·
|
3
Διότι αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος διὰ τοὺς
υἱοὺς καὶ τὶς θυγατέρες, οἱ
ὁποῖοι πρόκειται νὰ γεννηθοῦν εἰς
τὸν τόπον αὐτόν, τὴν Ἰουδαίαν, καὶ
διὰ τὶς μητέρες των, οἱ ὁποῖες
θὰ τοὺς γεννήσουν, καὶ διὰ τοὺς
πατέρες των, οἱ ὁποῖοι θὰ γίνουν οἱ
γεννήτορές των εἰς τὴν χώραν αὐτήν:
|
4
ἐν θανάτῳ νοσερὰ ἀποθανοῦνται,
οὐ κοπήσονται καὶ οὐ ταφήσονται·
εἰς παράδειγμα ἐπὶ προσώπου
τῆς γῆς ἔσονται καὶ τοῖς θηρίοις
τῆς γῆς καὶ τοῖς πετεινοῖς τοῦ
οὐρανοῦ· ἐν μαχαίρᾳ πεσοῦνται
καὶ ἐν λιμῷ συντελεσθήσονται.
|
4
Μὲ θανατηφόρον ἀσθένειαν θὰ
ἀποθάνουν, δὲν θὰ εὐρεθοῦν
ἄνθρωποι νὰ θρηνήσουν μὲ κοπετοὺς
δι' αὐτούς, οὔτε καὶ διὰ νὰ
τοὺς θάψουν. Θὰ εἶναι ἄταφοι
καὶ ἐκτεθειμένοι ὡς παράδειγμα
ἐπάνω εἰς τὴν γῆν, τροφὴ
εἰς τὰ θηρία τῆς περιοχῆς καὶ
εἰς τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ.
Θὰ φονευθοῦν μὲ ἐχθρικὴν μάχαιραν,
ἐνῷ ἄλλοι θὰ ἐξολοθρευθοῦν
διὰ
τοῦ λιμοῦ.
|
4
<Μὲ θανατηφόρες ἀρρώστιες θὰ ἀποθάνουν,
δὲν θὰ ὑπάρξῃ κανεὶς ποὺ
θὰ τοὺς κλαύσῃ καὶ θὰ τοὺς
θρηνήσῃ, οὔτε καὶ κανεὶς ποὺ
θὰ τοὺς θάψῃ. Θὰ παραμένουν
ἄταφοι, ἐκτεθειμένοι εἰς τὴν ἐπιφάνειαν
τὸν ἐδάφους, τροφὴ διὰ τὰ σαρκοβόρα
θηρία τῆς περιοχῆς καὶ τὰ σαρκοφάγο
πτηνὰ τοῦ οὐρανοῦ. Ἄλλοι μὲν
θὰ φονευθοῦν ἀπὸ μαχαίρι ἐχθρικόν,
ἄλλοι δὲ θὰ ἐξολοθρευθοῦν ἀπὸ
πεῖναν>. |
5
Τάδε λέγει Κύριος· μὴ εἰσέλθῃς
αὐτῶν καὶ μὴ πορευθῇς
τοῦ κόψασθαι καὶ μὴ πενθήσῃς
αὐτούς, ὅτι ἀφέστακα τὴν
εἰρήνην μου ἀπὸ τοῦ λαοῦ
τούτου. |
5
Αὐτὰ λέγει ὁ
Κύριος εἰς τὸν προφήτην Ἱερεμίαν:
Μὴ εἰσέλθῃς εἰς τὰς
συγκεντρώσεις τῶν ἁμαρτωλῶν
ἀνθρώπων. Μὴ πορευθῇς εἰς τὰς
κηδείας τῶν νεκρῶν, διὰ νὰ θρηνήσῃς
μὲ κοπετοὺς καὶ νὰ πενθήσῃς
δι' αὐτούς, διότι ἐγὼ ἔχω
ἀποσύρει τὴν εἰρήνην
μου ἀπὸ τὸν λαὸν τοῦτον.
|
5
<Μάλιστα· αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος εἰς
ἐμέ, τὸν Ἱερεμίαν: <Μὴ εἰσέλθῃς
εἰς τὶς συγκεντρώσεις τῶν ἀνθρώπων
αὐτῶν καὶ μὴ μεταβῇς εἰς
τὶς κηδεῖες των, διὰ νὰ θρηνήσῃς
τοὺς νεκρούς των μὲ κοπετοὺς καὶ
θρήνους, καὶ μὴ τοὺς πενθήσῃς, διότι
ἔχω ἀποσύρει τὴν εἰρήνην μου
ἀπὸ τὸν λαὸν αὐτόν.
|
6
Οὐ μὴ κόψονται αὐτοὺς οὐδὲ
ἐντομίδας οὐ μὴ ποιήσουσι καὶ
οὐ ξυρηθήσονται, |
6
Δὲν θὰ εὐρεθοῦν ἄνθρωποι νὰ
θρηνήσουν μὲ κοπετοὺς καὶ θρήνους
αὐτούς, οὔτε νὰ ξεσχίσουν τὰς
σάρκας των ἀπὸ λύπην, οὔτε
καὶ νὰ ξυρισθοῦν οἱ πενθοῦντες.
|
6
Δὲν θὰ εὐρεθοῦν ἄνθρωποι διὰ
νὰ τοὺς θρηνήσουν μὲ κοπετούς, οὔτε
ἄλλοι ποὺ θὰ προξενήσουν ἐντομές,
χαράζοντας καὶ ξεσχίζοντας τὰ σώματά των,
ἢ θὰ ξυρίσουν τὴν κεφαλήν των εἰς
ἔνδειξιν λύπης καὶ πένθους.
|
7
καὶ οὐ μὴ κλασθῇ ἄρτος ἐν
πένθει αὐτῶν εἰς παράκλησιν
ἐπὶ τεθνηκότι, οὐ ποτιοῦσιν
αὐτῶν ποτήριον εἰς παράκλησιν
ἐπὶ πατρὶ καὶ μητρὶ αὐτοῦ.
|
7
Δὲν θὰ κοπῇ καὶ δὲν θὰ
διανεμηθῇ ἄρτος εἰς ἔκφρασιν τοῦ
πένθους, ὅπως
συνηθίζεται, εἰς
παρηγορίαν τῶν οἰκείων τοῦ νεκροῦ,
οὔτε θὰ πίουν ποτήριον οἴνου
εἰς παρηγορίαν τοῦ πατρὸς καὶ
τῆς μητρὸς αὐτῶν.
|
7
Οὔτε πάλιν θὰ κοπῇ καὶ θὰ διανεμηθῇ
ψωμὶ εἰς ἔκφρασιν τοῦ πένθους, ὅπως
συνηθίζεται εἰς τὶς κηδεῖες πρὸς παρηγορίαν
τῶν συγγενῶν τοῦ νεκροῦ· οὔτε
θὰ πιοῦν τὸ ποτήριον τῆς παρηγορίας
πρὸς παράκλησιν διὰ τὸν θάνατον τοῦ
πατέρα ἢ τῆς μητέρας των. |
8
Εἰς οἰκίαν πότου οὐκ εἰσελεύσῃ
συγκαθίσαι μετ' αὐτῶν τοῦ φαγεῖν
καὶ πιεῖν. |
8
Εἰς οἰκίαν συμποσίου δὲν
θὰ εἰσέλθῃς νὰ παρακαθήσῃς
μὲ τοὺς συνδαιτυμόνας, νὰ φάγῃς
καὶ νὰ πίῃς μὲ αὐτούς.
|
8
Καὶ μὴ εἰσέλθῃς εἰς σπίτι, ὅπου
γίνεται συμπόσιον, διὰ νὰ καθήσῃς μαζὶ
μὲ τοὺς ἄλλους ὁμοτραπέζους, ποὺ
συμμετέχουν εἰς τὸ συμπόσιον, καὶ νὰ
φάγῃς καὶ νὰ πίῃς μαζί των.
|
9
Διότι τάδε λέγει Κύριος ὁ Θεὸς
Ἰσραήλ· ἰδοὺ ἐγὼ
καταλύω ἐκ τοῦ τόπου τούτου
ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν ὑμῶν
καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις ὑμῶν
φωνὴν χαρᾶς καὶ φωνὴν εὐφροσύνης,
φωνὴν νυμφίου καὶ φωνὴν νύμφης.
|
9
Διότι αὐτὰ λέγει ὁ
Κύριος ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ:
Ἰδού, ἐγὼ
καταπαύω καὶ καταργῶ
ἀπὸ τὸν τόπον αὐτόν,
ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν σας καὶ
ἐπὶ τῶν ἡμερῶν σας, φωνὴν
χαρᾶς καὶ φωνὴν εὐφροσύνης,
φωνὴν γαμβροῦ καὶ φωνὴν νύμφης.
|
9
Διότι αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος, ὁ Θεὸς
τοῦ Ἰσραήλ: Ἰδού· Ἐγὼ
κατασιγάζω καὶ καταργῶ ἀπὸ τὸν
τόπον αὐτὸν ἐμπρὸς εἰς τὰ
μάτια σας καὶ εἰς τὶς ἡμέρες
σας τὴν φωνὴν τῆς χαρᾶς καὶ
τὴν φωνὴν τῆς εὐφροσύνης, τὴν
φωνὴν τοῦ γαμβροῦ καὶ τὴν φωνὴν
τῆς νύμφης. |
10
καὶ ἔσται ὅταν ἀναγγείλῃς
τῷ λαῷ τούτῳ ἄπαντα τὰ
ρήματα ταῦτα καὶ εἴπωσι πρὸς
σέ· διατὶ ἐλάλησε Κύριος
ἐφ· ἡμᾶς πάντα τὰ κακὰ
ταῦτα; Τίς ἡ ἀδικία ἡμῶν;
Καὶ τίς ἡ ἁμαρτία ἡμῶν,
ἣν ἡμάρτομεν ἔναντι Κυρίου τοῦ
Θεοῦ ἡμῶν; |
10
Ὅταν δὲ ἀναγγείλῃς εἰς
τὸν λαὸν αὐτὸν ὅλα τὰ
λόγια αὐτὰ καὶ
σὲ ἐρωτήσουν,
διατὶ ὁ Κύριος εἶπε καὶ ἀπεφάσισε
νὰ ἐπιφέρῃ ἐναντίον ἡμῶν
ὅλας αὐτὰς τὰς συμφοράς; Ποία
εἶναι ἡ ἀδικία μας; Ποία ἡ
ἁμαρτία, τὴν ὁποίαν
διεπράξαμεν ἐνώπιον Κυρίου τοῦ
Θεοῦ μας;
|
10
Θὰ συμβῇ δὲ τοῦτο: Ὅταν ἀναγγείλῃς
εἰς τὸν λαὸν τοῦτον ὅλα αὐτὰ
τὰ λόγια καὶ σὲ ἐρωτήσουν· Διατὶ
ὁ Κύριος ἐξήγγειλεν ὅτι ἀπεφάσισε
νὰ καταφέρῃ ἐναντίον μας ὅλα αὐτὰ
τὰ κακά; Ποιὰ εἶναι ἡ ἀδικία,
ἡ ἀνομία μας; Ποιὰ εἶναι ἡ ἁμαρτία,
ποὺ διεπράξαμεν ἐνώπιον Κυρίου τοῦ Θεοῦ
μας; |
11
Καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτούς·
ἀνθ' ὧν ἐγκατέλιπόν με οἱ
πατέρες ὑμῶν, λέγει Κύριος,
καὶ ᾤχοντο ὀπίσω θεῶν ἀλλοτρίων,
καὶ ἐδούλευσαν αὐτοῖς καὶ
προσεκύνησαν αὐτοῖς καὶ ἐμὲ
ἐγκατέλιπον καὶ τὸν νόμον μου
οὐκ ἐφυλάξαντο·
|
11
Σὺ θὰ ἀπαντήσῃς πρὸς αὐτούς:
Ἐπειδὴ οἱ πατέρες
σας μὲ ἐγκατέλειψαν, λέγει ὁ
Κύριος, καὶ ἔτρεξαν ὀπίσω ἀπὸ
ξένους θεοὺς καὶ ὑπετάγησαν
καὶ ὑπήκουσαν εἰς αὐτοὺς
καὶ τοὺς προσεκύνησαν, ἐμὲ δέ
μὲ ἐγκατέλειψαν καὶ τὸν Νόμον
μου δὲν ἐτήρησαν,
|
11
Τότε σὺ θὰ τοὺς ἀπαντήσῃς: Ὅλα
αὐτὰ συμβαίνουν, διότι οἱ πατέρες σας μὲ
ἐγκατέλειψαν, λέγει ὁ Κύριος, καὶ ἀκολούθησαν
ἄλλους, ξένους, εἰδωλολατρικοὺς θεοὺς
καὶ ὑπετάγησαν εἰς αὐτοὺς
καὶ τοὺς ἐλάτρευσαν, Ἐμὲ δέ,
τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεόν, μὲ ἐγκατέλειψαν
καὶ δὲν ἐφύλαξαν τὸν Νόμον μου·
|
12
καὶ ὑμεῖς ἐπονηρεύσασθε ὑπὲρ
τοὺς πατέρας
ὑμῶν καὶ
ἰδοὺ ὑμεῖς πορεύεσθε
ἕκαστος ὀπίσω τῶν ἀρεστῶν
τῆς καρδίας ὑμῶν τῆς πονηρὰ
τοῦ μὴ ὑπακούειν μου.
|
12
ἀλλὰ καὶ σεῖς ἐφανήκατε
πονηρότεροι ἀπὸ τοὺς πατέρας
σας, διότι ἰδού, καθένας ἀπὸ
σᾶς ἀκολουθεῖτε τὰς ἁμαρτωλὰς
ἐπιθυμίας τῆς διεφθαρμένης
σας καρδίας, ὥστε νὰ μὴ
ὑπακούετε εἰς ἐμέ·
|
12
ἀλλὰ καὶ σεῖς ἔχετε συμπεριφερθῇ
πολὺ χειρότερα ἀπὸ τοὺς προγόνους
σας· καὶ ἰδού, ὁ καθένας σας ἀκολουθεῖτε
τὶς ἁμαρτωλὲς καὶ πονηρὲς ἐπιθυμίες
τῆς ἐνόχου καρδιᾶς σας, ὥστε νὰ
μὴ ὑπακούετε εἰς Ἐμέ, τὸν ἅγιον
Θεόν. |
13
Καὶ ἀπορρίψω ὑμᾶς ἀπὸ
τῆς γῆ ταύτης εἰς τὴν γῆν,
ἣν οὐκ ᾔδειτε ὑμεῖς καὶ
οἱ πατέρες ὑμῶν, καὶ δουλεύσετε
ἐκεῖ θεοῖς
ἑτέροις, οἳ οὐ δώσουσιν
ὑμῖν ἔλεος. |
13
δι' αὐτὸ ἐγὼ θὰ σᾶς ἀπορρίψω
ἀπὸ τὴν χώραν αὐτὴν καὶ
θὰ σᾶς ὁδηγήσω εἰς ἄλλην
χώραν, τὴν ὁποίαν
δὲν ἐγνωρίζατε
προηγουμένως, οὔτε σεῖς οὔτε
οἱ πρόγονοί σας. Καὶ θὰ δουλεύσετε
ἐκεῖ εἰς
ξένους θεούς, οἱ ὁποῖοι
δὲν εἶναι εἰς θέσιν νὰ σᾶς
λυπηθοῦν καὶ νὰ
σᾶς δώσουν ἔλεος.
|
13
Διὰ τοῦτο θὰ σᾶς ἐξώσω ἀπὸ
τὴν χώραν αὐτὴν εἰς ἄλλην χώραν,
ἄγνωστον εἰς σᾶς καὶ τοὺς προγόνους
σας, ἐκεῖ δὲ θὰ ὑποταγῆτε
καὶ θὰ δουλεύσετε εἰς ἄλλους, ξένους,
εἰδωλολατρικοὺς θεούς, οἱ ὁποῖοι
καθόλου δὲν πρόκειται νὰ σᾶς εὐσπλαγχνισθοῦν>.
|
14
Διὰ τοῦτο ἰδοὺ ἡμέραι
ἔρχονται, λέγει Κύριος, καὶ οὐκ
ἐροῦσιν ἔτι· ζῇ Κύριος
ὁ ἀναγαγὼν τοὺς υἱοὺς
Ἰσραὴλ ἐκ γῆς Αἰγύπτου,
|
14
Διὰ τοῦτο ἰδού, ἔρχονται ἡμέραι,
λέγει ὁ Κύριος, καὶ δὲν θὰ
λέγουν ὁρκιζόμενοι ἄνθρωποι <ζῇ
Κύριος>, ὁ ὁποῖος ἔβγαλε
ἐλευθέρους τοὺς Ἰσραηλίτας ἀπὸ
τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου·
|
14
<Διὰ τοῦτο, ἰδού· ἔρχονται ἡμέρες,
λέγει ὁ Κύριος, κατὰ τὶς ὁποῖες
οἱ ἄνθρωποι, ὅταν ὁρκίζωνται,
δὲν θὰ λέγουν: <Εἶναι ζωντανὸς
καὶ ἀκούει ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος
ἐλευθέρωσε τοὺς Ἰσραηλῖτες ἀπὸ
τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου!>
|
15
ἀλλὰ ζῇ Κύριος, ὃς ἀνήγαγε
οἶκον Ἰσραὴλ ἀπὸ γῆς βορρᾶ
καὶ ἀπὸ πασῶν τῶν χωρῶν,
οὗ ἐξώσθησαν ἐκεῖ· καὶ
ἀποκαταστήσω αὐτοὺς εἰς τὴν
γῆν αὐτῶν, ἣν ἔδωκα τοῖς
πατράσιν αὐτῶν. |
15
ἀλλὰ θὰ λέγουν <ζῇ Κύριος,
ὁ ὁποῖος ἔβγαλε τοὺς Ἰσραηλίτας
ἀπὸ τὴν χώραν τοῦ βορρᾶ
καὶ ἀπὸ ὅλας τὰς ἄλλας
χώρας, εἰς τὰς ὁποίας εἶχαν
ἐξορισθῆ. Καὶ θὰ ἀποκαταστήσω
τοὺς ἐξορίστους Ἰσραηλίτας εἰς
τὴν χώραν των ἐκείνην, τὴν ὁποίαν
ἐγὼ ἔδωκα κληρονομίαν εἰς τοὺς
προγόνους των.
|
15
Ἀλλὰ θὰ λέγουν: <Εἶναι ζωντανὸς
καὶ ἀκούει ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος
ἐλευθέρωσε τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν
ἀπὸ τὴν χώραν, ποὺ εὐρίσκεται
πρὸς βορρᾶν, καὶ ἀπὸ ὅλες
τὶς ἄλλες χῶρες, εἰς τὶς ὁποῖες
εἶχαν ἐξορισθῇ>. Θὰ φέρω πίσω καὶ
θὰ ἀποκαταστήσω τοὺς Ἰσραηλῖτες
εἰς τὴν χώραν των, τὴν ὁποίαν ἔδωκα
εἰς τοὺς προπάτορές των>.
|
16
Ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω τοὺς
ἁλιεῖς τοὺς πολλούς, λέγει Κύριος,
καὶ ἀλιεύσουσιν αὐτούς·
καὶ μετὰ ταῦτα ἀποστελῶ τοὺς
πολλοὺς θηρευτάς, καὶ θηρεύσουσιν
αὐτοὺς ἐπάνω παντὸς ὄρους
καὶ ἐπάνω παντὸς βουνοῦ καὶ
ἐκ τῶν τρυμαλιῶν τῶν πετρῶν.
|
16
Ἰδού, ἐγὼ ἀποστέλλω, λέγει
ὁ Κύριος, πολλοὺς ἁλιεῖς, ἐναντίον
των, οἱ ὁποῖοι καὶ θὰ τοὺς
ἀλιεύσουν. Μετὰ ταῦτα θὰ ἀποστείλω
πολλοὺς κυνηγούς, οἱ ὁποῖοι
καὶ θὰ τοὺς κυνηγήσουν ἐπάνω
εἰς κάθε ὅρος καὶ εἰς κάθε
βουνὸν καὶ εἰς αὐτὰς ἀκόμη
τὰς σχισμὰς τῶν βράχων, ὅπου
θὰ ἔχουν κρυφθῆ.
|
16
<Ἰδού· Ἐγὼ ἀποστέλλω,
λέγει ὁ Κύριος, ἁλιεῖς πολλούς, οἱ
ὁποῖοι καὶ θὰ ἀλιεύσουν
τοὺς Ἰσραηλῖτες. Κατόπιν δὲ θὰ
ἀποστείλω πολλοὺς κυνηγούς, οἱ ὁποῖοι
καὶ θὰ τοὺς κυνηγήσουν ἐπάνω
εἰς κάθε ὄρος καὶ ἐπάνω εἰς
κάθε λόφον καὶ ἀπὸ κάθε σχισμήν, κοίλωμα
καὶ σπηλιὰ τῶν βράχων, εἰς τοὺς
ὁποίους θὰ εἶναι κρυμμένοι.
|
17
Ὅτι οἱ ὀφθαλμοί μου ἐπὶ
πάσας τὰς ὁδοὺς αὐτῶν,
καὶ οὐκ ἐκρύβη τὰ ἀδικήματα
αὐτῶν ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν
μου. |
17
Τοὺς ἐξώρισα, διότι οἱ ὀφθαλμοί
μου εἶδον ὅλους τοὺς ἁμαρτωλοὺς
δρόμους τῆς ζωῆς των καὶ δὲν
ἀπεκρύβησαν, ἀλλὰ εἶναι φανεραὶ
αἱ ἀδικίαι των ἐνώπιον τῶν
ὀφθαλμῶν μου.
|
17
Διότι οἱ ὀφθαλμοί μου, οἱ ὁποῖοι
βλέπουν καὶ παρακολουθοῦν τὰ πάντα, εἶδαν
ὅλην τὴν ἁμαρτωλὴν διαγωγήν
των, καὶ καμμία ἁμαρτία ἢ ἔνοχος πρᾶξις
των δὲν ἔχει ἀποκρυβῇ ἀπὸ
τὰ μάτια μου. |
18
Καὶ ἀνταποδώσω διπλᾶς τὰς κακίας
αὐτῶν καὶ τὰς ἁμαρτίας
αὐτῶν, ἐφ' αἷς ἐβεβήλωσαν
τὴν γῆν μου ἐν τοῖς θνησιμαίοις
τῶν βδελυγμάτων αὐτῶν καὶ ἐν
ταῖς ἀνομίαις αὐτῶν, ἐν
αἷς ἐπλημμέλησαν τὴν κληρονομίαν
μου. |
18
Θὰ ἀνταποδώσω διπλασίας τιμωρίας
διὰ τὰς κακίας των καὶ τὰς ἁμαρτίας
των, μὲ τὰς ὁποίας ἐβεβήλωσαν
τὴν χώραν μου μὲ τὰ θνησιμαῖα
τῶν βδελυρῶν εἰδώλων των καὶ
μὲ τὰς παρανομίας των, τὰς ὁποίας
ἔπταισαν εἰς τὴν χώραν μου.
|
18
Θὰ ἀνταποδώσω δὲ διπλάσιες τιμωρίες <δηλαδὴ
ἐπαρκεῖς, ἐρκετές> διὰ τὶς
κακίες καὶ τὶς ἁμαρτίες των, διὰ τῶν
ὁποίων ἐμόλυναν τὴν χώραν μου μὲ
τὰ πτώματα τῶν σιχαμερῶν εἰδώλων των
καὶ μὲ τὶς ἀνομίες των, τὶς
ὁποῖες διέπραξαν εἰς τὴν χώραν, τὴν
ὁποίαν τοὺς <κληροδότησα>.
|
19
Κύριε, σὺ ἰσχύς μου καὶ βοήθειά
μου καὶ καταφυγή μου ἐν ἡμέρᾳ
κακῶν· πρὸς σὲ ἔθνη ἥξουσιν
ἀπ' ἐσχάτου τῆς γῆς καὶ
ἐροῦσιν· ὡς ψευδῆ ἐκτήσαντο
οἱ πατέρες ἡμῶν εἴδωλα, καὶ
οὐκ ἔστιν ἐν αὐτοῖς ὠφέλημα.
|
19
Κύριε, λέγει ὁ προφήτης, σὺ
εἶσαι ἡ δύναμίς μου καὶ ἡ
βοήθειά μου καὶ τὸ καταφύγιόν
μου εἰς ἡμέρας θλίψεων καὶ συμφορῶν.
Πρὸς σὲ θὰ ἔλθουν ἔθνη ἀπὸ
τὰ ἄκρα τῆς γῆς καὶ θὰ
ποῦν: Πόσον ὄντως ψευδῆ καὶ
ἀνύπαρκτα ἦσαν τὰ εἴδωλα, τὰ
ὁποῖα ἠγόρασαν οἱ πατέρες
μας! Καμμία ἀπολύτως ὠφέλεια
δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ προέλθῃ
ἀπὸ αὐτά. |
19
Ὁ προφήτης Ἱερεμίας ἀπευθύνεται πρὸς
τὸν Θεὸν καὶ λέγει: Κύριε, Σὺ εἶσαι
ἡ ἀκαταγώνιστος δύναμις καὶ ἐνίσχυσίς
μου καὶ ἡ βοήθειά μου καὶ τὸ ὀχυρὸν
καταφύγιόν μου κατὰ τὶς ἡμέρες τῆς
ἀπελπισίας, τῆς δυστυχίας καὶ τῶν
συμφορῶν. Πρὸς Σὲ θὰ ἔλθουν
εἰδωλολατρικὰ ἔθνη ἀπὸ τὰ
τελευταῖα ἄκρα, τὰ πλέον μακρινὰ σημεῖα
τῆς γῆς, καὶ θὰ εἴπουν: <Πράγματι·
πόσον μάταια, ψευδῆ, ἀπατηλὰ ἦσαν
τὰ εἴδωλα, ποὺ ἀπέκτησαν οἱ
προπάτορές μας καὶ μᾶς ἐκληροδότησαν!
Καμμία ὠφέλεια δὲν ἠμπορεῖ νὰ
προέλθῃ ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἄχρηστα
εἴδωλα. |
20
Εἰ ποιήσει ἑαυτῷ ἄνθρωπος θεούς;
Καὶ οὗτοι οὐκ εἰσὶ θεοί.
|
20
Εἶναι δυνατὸν νὰ κατασκευάσῃ
ὁ ἄνθρωπος θεοὺς διὰ τὸν ἑαυτόν
του; Καὶ ἂν κατασκευάσῃ, αὐτοὶ
δὲν εἶναι θεοί.
|
20
Εἶναι ποτὲ δυνατὸν νὰ κατασκευάσῃ
ὁ ἄνθρωπος διὰ τὸν ἐαυτόν
του θεούς; Αὐτοὶ χωρὶς ἄλλο <ὠρισμένως>
δὲν εἶναι θεοί!> |
21
Διὰ τοῦτο ἰδοὺ ἐγὼ δηλώσω
αὐτοῖς ἐν τῷ καιρῷ τούτῳ
τὴν χεῖρά μου καὶ γνωριῶ αὐτοῖς
τὴν δύναμίν μου, καὶ γνώσονται
ὅτι ὄνομά μοι Κύριος. |
21
Διὰ τοῦτο, ἰδού, ἐγώ,
λέγει ὁ Θεός, θὰ καταστήσω φανερὰν
εἰς αὐτοὺς κατὰ τὸν καιρὸν
τοῦτον τὴν παντοδύναμον δεξιάν μου
καὶ θὰ κάμω γνωστὴν εἰς αὐτοὺς
τὴν δύναμίν μου. Καὶ τότε θὰ
μάθουν ὅτι τὸ Ὄνομά μου εἶναι
Κύριος. |
21
<Διὰ τοῦτο, ἰδού>, λέγει ὁ Θεός·
<Ἐγὼ θὰ καταστήσω φανερὸν εἰς
αὐτοὺς κατὰ τὸν καιρὸν τοῦτον
τὸ παντοδύναμον χέρι μου καὶ θὰ γνωρίσω
εἰς αὐτοὺς τὴν ἀκαταγώνιστον
δύναμιν μου καὶ τότε θὰ μάθουν ὅτι τὸ
ἰδικόν μου ὄνομα εἶναι <ὁ
Κύριος>. |