Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
ἤκουσε Πασχὼρ ὁ υἱὸς Ἐμμὴρ
ὁ ἱερεὺς καὶ οὗτος ἦν
καθεσταμένος ἡγούμενος οἴκου Κυρίου
τοῦ Ἱερεμίου προφητεύοντος τοὺς
λόγους τούτους. |
Πασχώρ,
υἱὸς τοῦ Ἐμμήρ, ὁ ἱερεύς,
αὐτός ποὺ εἶχε διορισθῆ ἀρχηγὸς
καὶ ἐπόπτης τοῦ ναοῦ τοῦ
Κυρίου, ἤκουσε τὸν Ἱερεμίαν
νὰ προφητεύῃ τοὺς ἀπειλητικοὺς
αὐτοὺς λόγους.
|
ἱερεὺς
Πασχώρ, ὁ ἀπόγονος τοῦ Ἐμμήρ
- αὐτὸς ὁ Πασχὼρ ἦταν διωρισμένος
ὡς ἀρχηγὸς τῆς ἀστυνομίας τοῦ
Ναοῦ τοῦ Κυρίου, τὸ πρόσωπον ποὺ ἐπέβλεπε
τὴν τάξιν καὶ τὴν ἡσυχίαν εἰς
τὸν Ναόν — ἄκουσε τὸν Ἱερεμίαν,
καθὼς ἐπροφήτευε τὰ ἀπειλητικὰ
αὐτὰ λόγια <ποὺ ἀνεφέρθησαν εἰς
τοὺς στίχους 14-15 τοῦ προηγουμένου κεφαλαίου>.
|
2
Καὶ ἐπάταξεν αὐτὸν καὶ
ἐνέβαλεν αὐτὸν εἰς τὸν
καταρράκτην, ὃς ἦν ἐν πύλῃ
οἴκου ἀποτεταγμένου τοῦ ὑπερῴου,
ὃς ἦν οἴκῳ Κυρίου. |
2
Τὸν ἐμαστίγωσε καὶ ἔβαλε τοὺς
πόδας καὶ τὰς χεῖρας, αὐτοῦ
εἰς τὸ βασανιστικὸν ξύλον, ποὺ
ὑπῆρχε μέσα εἰς δωμάτιον μεμονωμένον
ὑπεράνω ἀπὸ τὴν αὐλὴν
τοῦ ναοῦ τοῦ Κυρίου.
|
2
Ὁ Πασχὼρ λοιπὸν αὐτὸς ἐκτύπησε
τὸν Ἱερεμίαν καὶ κατόπιν ἔβαλε <τὰ
χέρια καί> τὰ πόδια του εἰς τὸ
βασανιστικὸν ξύλον, τὸν καταρράκτην, ποὺ
ὑπῆρχεν εἰς ἀπομονωμένον δωμάτιον
τῆς φνλακῆς, ποὺ εὑρίσκετο ἐπάνω
ἀπὸ τὴν πύλην τοῦ τεῖχους, ἡ
ὁποία ὠδηγοῦσε εἰς τὴν αὐλὴν
τοῦ Ναοῦ τοῦ Κυρίου. |
3
Καὶ ἐξήγαγε Πασχὼρ τὸν Ἱερεμίαν
ἐκ τοῦ καταρράκτου, καὶ εἶπεν
αὐτῷ Ἱερεμίας· οὐχὶ
Πασχὼρ ἐκάλεσε Κύριος τὸ ὄνομά
σου, ἀλλ' ἢ Μέτοικον. |
3
Κατόπιν ὁ Πασχὼρ ἔβγαλε τὸν
Ἱερεμίαν ἀπὸ τὸ βασανιστικὸν
αὐτὸ ξύλον καὶ εἶπε πρὸς
αὐτὸν ὁ Ἱερεμίας: Ὁ Κύριος
δὲν σοῦ ἔδωσε τὸ ὄνομα Πασχώρ,
ἀλλὰ τὸ ὄνομα Μέτοικος,
|
3
Κατόπιν <τὴν ἑπομένην> ὁ Πασχὼρ
ἔβγαλε τὸν Ἱερεμίαν ἀπὸ τὸν
βασανιστικὸν καταρράκτην, ὁ δὲ Ἱερεμίας
εἶπεν εἰς αὐτόν: <Ὁ Κύριος δὲν
σὲ ὠνόμασε Πασχώρ, ἀλλὰ Μέτοικον.
|
4
Διότι τάδε λέγει Κύριος· Ἰδοὺ
ἐγὼ δίδωμί σε εἰς μετοικίαν
σὺν πᾶσι τοῖς φίλοις σου, καὶ
πεσοῦνται ἐν μαχαίρᾳ ἐχθρῶν
αὐτῶν, καὶ οἱ ὀφθαλμοί
σου ὄψονται, καὶ σὲ καὶ πάντα
Ἰούδαν δώσω εἰς χεῖρας βασιλέως
Βαβυλῶνος, καὶ μετοικιοῦσιν αὐτοὺς
καὶ κατακόψουσιν ἐν μαχαίραις.
|
4
διότι αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος·
ἰδού, ἐγὼ θὰ σὲ παραδώσω
εἰς μετοικεσίαν μαζῆ μὲ τοὺς
φίλους σου, οἱ ὁποῖοι φίλοι
σου θὰ πέσουν ἐν στόματι μαχαίρας
τῶν ἐχθρῶν των. Αὐτὰ θὰ
τὰ ἴδουν οἱ ὀφθαλμοί σου. Σὲ
τὸν ἴδιον καὶ ὅλους τοὺς Ἰουδαίους
θὰ παραδώσω αἰχμαλώτους εἰς
τὰ χέρια τοῦ βασιλέως τῆς Βαβυλῶνος,
οἱ ἄνδρες τοῦ ὁποίου θὰ
ἀπαγάγουν εἰς μετοικεσίαν καὶ
σὲ καὶ αὐτούς· πολλοὺς
δὲ θὰ κατακόψουν μὲ τὰς μαχαίρας.
|
4
Διότι αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: <Ἰδού:
Ἐγὼ πρόκειται νὰ σὲ μετοικίσω μαζὶ
μὲ ὅλους τοὺς φίλους σου, οἱ ὁποῖοι
θὰ σφαγοῦν ἀπὸ τὸ μαχαίρι τῶν
ἐχθρῶν των· τὰ δὲ μάτια σου θὰ
ἴδουν ὅλα αὐτά. Σὲ δέ, ὅπως
ἐπίσης καὶ κάθε Ἰουδαῖον, θὰ
παραδώσω αἰχμαλώτους εἰς τὰ χέρια
τοῦ βασιλιᾶ τῆς Βαβυλῶνος, οἱ
ἄνδρες τοῦ ὁποίου θὰ μεταφέρουν
καὶ θὰ ἐγκαταστήσουν εἰς μετοικεσίαν
αὐτοὺς καὶ σὲ τὸν ἴδιον,
θὰ κατασφάξουν δὲ καὶ θὰ κατακόψουν
μὲ μαχαίρια. |
5
Καὶ δώσω τὴν πᾶσαν ἰσχὺν
τῆς πόλεως ταύτης καὶ πάντας
τοὺς πόνους αὐτῆς καὶ πάντας
τοὺς θησαυροὺς τοῦ βασιλέως Ἰούδα
εἰς χεῖρας ἐχθρῶν αὐτοῦ,
καὶ ἄξουσιν αὐτοὺς εἰς Βαβυλῶνα.
|
5
Θὰ παραδώσω δὲ ὅλην τὴν δύναμιν
τῆς πόλεως αὐτῆς, ὅλους τοὺς
κόπους της, ὅλους τοὺς θησαυροὺς τοῦ
βασιλέως Ἰούδα, εἰς τὰ χέρια
τῶν ἐχθρῶν του, οἱ ὁποῖοι
ἐχθροί του θὰ ὁδηγήσουν αὐτοὺς
αἰχμαλώτους εἰς τὴν Βαβυλῶνα.
|
5
Ἐπίσης ὅλον τὸν πλοῦτον τῆς
πόλεως αὐτῆς καὶ ὅλα τὰ ἀγαθά
της καὶ ὅλους τοὺς θησαυροὺς τοῦ
βασιλιᾶ τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα
θὰ παραδώσω εἰς τὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν
του, οἱ ὁποῖοι, ἀφοῦ λεηλατήσουν
ὅλα αὐτά, θὰ τὰ μεταφέρουν ὡς
λάφυρα εἰς τὴν Βαβυλῶνα.
|
6
Καὶ σὺ καὶ πάντες οἱ κατοικοῦντες
ἐν τῷ οἴκῳ σου πορεύσεσθε ἐν
αἰχμαλωσίᾳ, καὶ ἐν Βαβυλῶνι
ἀποθανῇ καὶ ἐκεῖ ταφήσῃ,
σὺ καὶ πάντες οἱ φίλοι σου,
οἷς ἐπροφήτευσας αὐτοῖς ψευδῆ.
|
6
Καὶ σὺ καὶ ὅλοι, ὅσοι κατοικοῦν
εἰς τὸ σπίτι σου, θὰ πορευθῆτε
εἰς αἰχμαλωσίαν, εἰς τὴν Βαβυλῶνα
ἐκεῖ θὰ ἀποθάνῃς, ἐκεῖ
καὶ θὰ ταφῇς σὺ καὶ ὅλοι
οἱ φίλοι σου, εἰς τοὺς ὁποίους
εἶπες ψευδεῖς προφητείας.
|
6
Σὺ δέ, Πασχώρ, καὶ ὅλοι, ὅσοι κατοικοῦν
εἰς τὸν οἶκόν σου, θὰ ὁδηγηθῆτε
εἰς αἰχμαλωσίαν. Καὶ εἰς τὴν
Βαβυλῶνα θὰ ἀποθάνῃς καὶ ἐκεῖ
θὰ ταφῇς σὺ καὶ ὅλοι οἱ
φίλοι σου, εἰς τοὺς ὁποίους ἐπροφήτευσες
προφητεῖες ψευδεῖς>. |
7
Ἠπάτησάς με, Κύριε, καὶ ἠπατήθην,
ἐκράτησας καὶ ἠδυνάσθης·
ἐγενόμην εἰς γέλωτα, πᾶσαν ἡμέραν
διετέλεσα μυκτηριζόμενος·
|
7
Παραπονούμενος ὁ προφήτης ἀπευθύνεται
πρὸς τὸν Κύριον καὶ λέγει·
Κύριε, μὲ ἐξηπάτησες σχετικῶς
μὲ τὸ προφητικὸν ἔργον καὶ ἠπατήθην.
Ἐπέμεινες νὰ ἀναλάβω τὸ
ἔργον τοῦ προφήτου καὶ ἐπεκράτησεν
ἡ γνώμη σου. Ἰδοὺ ὅμως, ὅτι
ἐγὼ ἔγινα ἀντικείμενον γέλωτος·
ὅλην τὴν τὴν μέραν ὑπῆρξα
ἀντικείμενον ἐξευτελισμοῦ καὶ
χλευασμοῦ. |
7
<Ὁ Ἱερεμίας, παραπονούμενος εἰς τὸν
Κύριον, λέγει>: Μὲ ἀπάτησες, Κύριε, διότι κατὰ
τὴν κλῆσίν μου εἰς τὸ προφητικὸν
ἔργον δὲν μοῦ ἀνέφερες τὶς δυσκολίες
καὶ τοὺς κινδύνους ποὺ θὰ ἀντιμετώπιζα·
ἐνῷ δὲ μοῦ ὑπεσχέθης βοήθειαν,
δὲν μὲ ἐβοήθησες. Μὲ ἀπάτησες,
καὶ ἐγὼ ἀπατήθηκα ἀποδεχόμενος
τὴν κλῆσιν. Ἐπέμεινες εἰς τὴν
ἄποψίν σου καί, ὡς παντοδύναμος ποὺ εἶσαι,
ὑπερίσχυσεν ἡ γνώμη σου, χωρὶς ἐγὼ
νὰ δυνηθῶ νὰ ἀντισταθῶ. Ἰδοὺ
ὅμως, ὅτι ἔγινα ἀντικείμενον γέλωτος,
ὅλην τὴν ἡμέραν δέχομαι εἰρωνεῖες
καὶ χλευασμούς. |
8
ὅτι πικρῷ λόγῳ μου γελάσομαι,
ἀθεσίαν καὶ ταλαιπωρίαν ἐπικαλέσομαι,
ὅτι ἐγενήθη λόγος Κυρίου εἰς
ὀνειδισμὸν ἐμοὶ καὶ εἰς
χλευασμὸν πᾶσαν ἡμέραν μου.
|
8
Μὲ πικροὺς καὶ δηκτικοὺς λόγους
θὰ μὲ χλευάσουν, θὰ γίνω περίγελως,
διότι ἐγὼ ἤλεγχα τὴν παρανομίαν
καὶ τὴν καταδυνάστευσιν. Ἀλλ' ἰδοὺ
ὅτι ὁ λόγος, τὸν ὁποῖον
ἔθεσεν εἰς τὸ στόμα μου ὁ Κύριος,
ἔγινε δι' ἐμὲ αἰτία ὀνειδισμοῦ.
Ὅλας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς
μου θά μὲ χλευάζουν.
|
8
Διότι κάθε φορὰν ποὺ ὁμιλῶ καὶ
προφητεύω, μὲ περιγελοῦν καὶ μὲ χλευάζουν
μὲ πικρὰ λόγια ὡς ἄνθρωπον ποὺ
λέγει ψέματα, ἐπειδὴ ἐλέγχω τὴν παρανομίαν,
τὴν καταπίεσιν καὶ τυραννίαν τοῦ λαοῦ
ἐκ μέρους τῶν ἰσχυρῶν καὶ τῶν
πλουσίων. Δι’ ἐμὲ ὁ λόγος τοῦ Κυρίου,
τὸν ὁποῖον ἔθεσεν εἰς τὸ
στόμα μου, ἔγινε αἰτία ὀνειδισμῶν
καὶ ὕβρεων καὶ ἐπὶ πλέον χλευασμῶν
ὅλες τὶς ἡμέρες τῆς ζωῆς μου.
|
9
Καὶ εἶπα· οὐ μὴ ὀνομάσω
τὸ ὄνομα Κυρίου καὶ οὐ μὴ
λαλήσω ἔτι ἐπὶ τῷ ὀνόματι
αὐτοῦ. Καὶ ἐγένετο ὡς
πῦρ καιόμενον φλέγον ἐν τοῖς
ὀστέοις μου, καὶ παρεῖμαι πάντοθεν
καὶ οὐ δύναμαι φέρειν.
|
9
Καὶ εἶπα τότε ἀπὸ μέσα
μου: Δὲν θὰ ἀναφέρω ἄλλην φορὰν
τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου καὶ δὲν
θὰ λαλήσω πλέον ἐν τῷ Ὀνόματι
αὐτοῦ. Ἀλλὰ ἡ σκέψις μου
αὐτὴ ἔγινεν ὦσαν πυρκαϊὰ καιομένη,
φλέγουσα, μέσα εἰς τὰ ὀστᾶ
μου. Παρέλυσα ἀπὸ παντοῦ καὶ
δὲν ἠμπορῶ νὰ ὑποφέρω
αὐτὴν τὴν φλόγα.
|
9
Καὶ τότε, ὑπὸ τὸ κράτος ὅλων
αὐτῶν τῶν πικρῶν συναισθημάτων, εἶπα
μέσα μου: <Δὲν θὰ ἀναφέρω ἄλλην
φορὰν τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου καὶ
δὲν θὰ ὁμιλήσω πλέον ἐξ ὀνόματός
του>. Ἀλλά, μόλις ἐσκέφθηκα κάτι τέτοιο,
ἔνοιωσα μέσα μου κάτι ὡσὰν πυρκαϊὰ
νὰ φλογίζῃ καὶ νὰ κατακαίῃ τὰ
ὀστά μου· ἐξαντλήθηκα, παρέλυσα ἀπὸ
παντοῦ καὶ δὲν ἠμπορῶ νὰ
ὑποφέρω αὐτὴν τὴν πυρκαϊάν.
|
10
Ὅτι ἤκουσα ψόγον πολλῶν συναθροιζομένων
κυκλόθεν, ἐπισύστητε καὶ ἐπισυστῶμεν
αὐτῷ, πάντες ἄνδρες φίλοι αὐτοῦ·
τηρήσατε τὴν ἐπίνοιαν αὐτοῦ,
εἰ ἀπατηθήσεται καὶ δυνησόμεθα
αὐτῷ καὶ ληψόμεθα τὴν ἐκδίκησιν
ὑμῶν ἐξ αὐτοῦ.
|
10
Διότι ἤκουσα ψευδεῖς κατηγορίας καὶ
αὐστηρὰς ἐπιτιμήσεις πολλῶν,
οἱ ὁποῖοι εἶχον συγκεντρωθῆ
ὁλόγυρά μου. Ἐπιτεθῆτε ἐναντίον
του, ἔλεγαν, καὶ ἡμεῖς ἐπίσης
θὰ ριφθῶμεν ἐναντίον του, ὅλοι
οἱ ἄνδρες οἱ φίλοι του. Παρακολουθήσατε
καὶ κατασκοπεύσατε τὰς σκέψεις του,
μήπως τυχὸν καὶ παρασυρθῇ εἰς
πλάνην καὶ ψεῦδος, ὁπότε θὰ
κατακυριαρχήσωμεν εἰς αὐτὸν καὶ
θὰ πάρωμεν τὴν ἐκδίκησίν
μας ἐναντίον του.
|
10
Ἄκουσα κατηγορίες καὶ διαβολὲς πολλῶν,
οἱ ὁποῖοι ἔχουν συναθροισθῇ
γύρω μου. Αὐτοὶ δὲ ἔλεγαν: <Ἐπιτεθῆτε
ἐναντίον του! Καὶ ἐμεῖς θὰ ἐπιτεθῶμεν
ἐναντίον του, ὅλοι οἱ ἄνδρες οἱ
φίλοι του! Κατασκοπεύσατε μὲ προσοχήν τις σκέψεις του,
τὶς κινήσεις του, τὰ λόγια του, μήπως πέσῃ
εἰς κάποιο ψέμα ἢ ἀπερισκεψίαν καὶ
ἀδεξιότητα, ἢ διαπράξῃ κάποιο λάθος,
ὁπότε θὰ δυνηθῶμεν νὰ τὸν καταβάλωμεν
καὶ νὰ τὸν ἐκδικηθῶμεν!>
|
11
Ὁ δὲ Κύριος μετ' ἐμοῦ καθὼς
μαχητὴς ἰσχύων· διὰ τοῦτο
ἐδίωξαν καὶ νοῆσαι οὐκ ἠδύναντο·
ᾐσχύνθησαν σφόδρα, ὅτι οὐκ ἐνόησαν
ἀτιμίας αὐτῶν, αἳ δι' αἰῶνος
οὐκ ἐπιλησθήσονται. |
11
Ἀλλὰ ὁ Κύριος ἦτο μαζῆ
μου ἰσχυρὸς ὑπερασπιστής. Διὰ
τοῦτο αὐτοὶ μὲ κατεδίωξαν, χωρὶς
νὰ μὲ καταβάλουν. Δὲν ἠμπόρεσαν
νὰ ἐννοήσουν ὅτι ὁ Κύριος
ἦτο μαζῆ μου. Κατῃσχύνθησαν πάρα
πολύ, διότι δὲν συνῃσθάνθησαν
τὰς ἀτιμίας των, αἱ ὁποῖαι
ἐν τούτοις δὲν θὰ λησμονηθοῦν
διὰ μέσου τῶν αἰώνων.
|
11
Ἄλλα ὁ Κύριος ἦταν μαζί μου ὡς ἰσχυρὸς
προστάτης καὶ πολεμιστής. Διὰ τοῦτο οἱ
ἐχθροί μου μὲ κατεδίωξαν, χωρὶς ὅμως
νὰ ἐπιτύχουν τοῦ σκοποῦ των, καὶ
δὲν ἠμποροῦσαν νὰ ἐννοήσουν
ὅτι ἡ ἀποτυχία των ὠφείλετο εἰς
τὸ ὅτι ὁ Κύριος ἦταν μαζί μου. Ἐντροπιάσθησαν
πάρα πολύ, διότι δὲν συνησθάνθησαν καὶ δὲν
ἀνεγνώρισαν τὶς ἐπαίσχυντες ἐνέργειές
των, οἱ ὁποίες δὲν πρόκειται νὰ
λησμονηθοῦν ποτὲ ἀπὸ τὸν Θεὸν
διὰ μέσου τῶν αἰώνων.
|
12
Κύριε, δοκιμάζων δίκαια, συνίων νεφροὺς
καὶ καρδίας, ἴδοιμι τὴν παρᾳ
σοῦ ἐκδίκησιν ἐν αὐτοῖς,
ὅτι πρὸς σὲ ἀπεκάλυψα τὰ
ἀπολογήματά μου. |
12
Κύριε, σὺ εἶσαι ἐκεῖνος, ὁ
ὁποῖος ἐξετάζεις μὲ δικαιοσύνην
καὶ ἀποδίδεις τὸ δίκαιον. Γνωρίζεις
καὶ τὰ ἀπόκρυφα τῶν ἀνθρώπων,
τοὺς νεφροὺς καὶ τὰς καρδίας.
Ἂς ἴδω λοιπὸν στελλομένην ἀπὸ
σὲ τιμωρίαν ἐναντίον αὐτῶν
τῶν ἀνθρώπων, διότι ἐγὼ
πρὸς σὲ ἐφανέρωσα τὰς θλίψεις
μου, τοὺς διωγμούς μου, ὅπως καὶ τὰς
ἀπολογίας μου.
|
12
Κύριε, Σὺ ὁ ὁποῖος ἐξετάζεις
μὲ δικαιοσύνην, Σὺ ὁ ὁποῖος
ἐρευνᾷς νεφροὺς καὶ καρδίας, καὶ
ἄρα γνωρίζεις τοὺς μυστικοὺς λογισμοὺς
καὶ τὶς πιὸ βαθειὲς σκέψεις καὶ
ἀπόκρυφες ἐπιθυμίες καὶ τὰ συναισθήματα
τῶν ἀνθρώπων, κάμε ὥστε νὰ ἴδω
τὴν ἐκ μέρους Σου τιμωρίαν τῶν ἀνθρώπων
αὐτῶν, διότι εἰς Σὲ τὸν δικαιοκρίτην
ἐφανέρωσα καὶ ἀνέθεσα τὶς ὑποθέσεις
καὶ τὰ ζητήματα ποὺ μὲ ἀπασχολοῦν.
|
-13
Ἄσατε τῷ Κυρίῳ, αἰνέσατε
αὐτῷ, ὅτι ἐξείλατο ψυχὴν
πένητος ἐκ χειρὸς πονηρευομένων.
|
13
Δοξολογήσατε τὸν Κύριον, δοξολογήσατέ
τον, διότι ἔσωσε τὴν ζωὴν ἐμοῦ,
τοῦ πτωχοῦ καὶ ἀδυνάτου, ἀπὸ
τὰ χέρια πονηρῶν καὶ κακῶν ἀνθρώπων.
|
13
Ψάλατε πρὸς δόξαν τοῦ Κυρίου, ὕμνους ἐπαινετικοὺς
ἀναπέμψατε εἰς Αὐτόν, διότι ἔσωσε
καὶ ἐλευθέρωσε τὴν ζωὴν Ἐμοῦ,
τοῦ πτωχοῦ καὶ ταπεινωμένου, ἀπὸ
τὰ χέρια πονηρῶν καὶ κακοποιῶν ἀνθρώπων.
|
-14
Ἐπικατάρατος ἡ ἡμέρα, ἐν
ᾗ ἐτέχθην ἐν αὐτῇ·
ἡ ἡμέρα, ἐν ᾗ ἔτεκέ
με ἡ μήτηρ μου, μὴ ἔστω ἐπευκτή.
|
14
Κατηραμένη ἂς εἶναι ἡ ἡμέρα
κατὰ τὴν ὁποίαν ἐγεννήθην.
Ἡ ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποίαν
μὲ ἐγέννησεν ἡ μήτηρ μου ἂς
μὴ εἶναι εὐλογημένη.
|
14
Ἂς εἶναι καταραμένη ἡ ἡμέρα ἐκείνη,
κατὰ τὴν ὁποίαν ἐγεννήθηκα!
Ἡ ἡμέρα, κατὰ τὴν ὁποίαν μὲ
ἐγέννησεν ἡ μητέρα μου, ἂς μὴ εἶναι
ἀξία εὐχῆς καὶ εὐλογίας.
|
15
Ἐπικατάρατος ὁ ἄνθρωπος ὁ εὐαγγελισάμενος
τῷ πατρί μου λέγων· ἐτέχθη
σοι ἄρσην, εὐφραινόμενος.
|
15
Κατηραμένος ἂς εἶναι ὁ ἄνθρωπος
ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἔφερεν
εἰς τὸν πατέρα μου τὴν χαρμόσυνον
εἴδησιν καὶ τοῦ εἶπε χαίρων·
ἀπέκτησες ἀρσενικὸν παιδί.
|
15
Ἂς εἶναι καταράμενος ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος,
ὁ ὁποῖος μετέφερε τὴν χαρούμενην
ἀγγελίαν εἰς τὸν πατέρα μου καὶ τοῦ
εἶπε γεμᾶτος χαράν: <Ἐγεννήθη διὰ
σέ <ἀπέκτησες> παιδὶ ἀρσενικόν>!
|
16
Ἔστω ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ὡς
αἱ πόλεις, ἃς κατέστρεψε Κύριος
ἐν θυμῷ καὶ οὐ μετεμελήθη·
ἀκουσάτω κραυγῆς τῷ πρωῒ καὶ
ἀλαλαγμοῦ μεσημβρίας.
|
16
Ἂς εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος,
ὅπως αἱ πόλεις, τὰς ὁποίας
ὁ Κύριος ἐν τῇ δικαίᾳ
του ὀργῇ κατέστρεψε καὶ δὲν
μετενόησε διὰ τὴν καταστροφήν των.
Ἂς ἀκούσῃ ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς
τὸ πρωῒ κραυγὰς συναγερμοῦ καὶ
τὴν μεσημβρίαν ἀλαλαγμοὺς πολέμου.
|
16
Εἴθε νὰ εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος
ὅπως οἱ πόλεις, τὶς ὁποῖες κατέστρεψεν
ὁ Κύριος μὲ θυμὸν καὶ ὀργὴν
καὶ δὲν μετενόησε διὰ τὴν ἐρήμωσίν
των. Εἴθε νὰ ἀκούσῃ ὁ ἄνθρωπος
ἐκεῖνος τὸ μὲν πρωῒ πολεμικὴν
κραυγὴν τῶν στρατιωτῶν, τὸ δὲ
μεσημέρι ἀλαλαγμοὺς τοῦ πολέμου,
|
17
Ὅτι οὐκ ἀπέκτεινέ με ἐν
μήτρᾳ μητρὸς καὶ ἐγένετό
μοι ἡ μήτηρ μου τάφος μου καὶ ἡ
μήτρα συλλήψεως αἰωνίας. |
17
Διότι δὲν μὲ ἐθανάτωσε μέσα
εἰς τὴν μήτραν τῆς μητρός μου,
ὥστε νὰ γίνῃ ἡ μητέρα
μου τάφος μου καὶ ἡ μήτρα της παντοτεινὴ
φυλακή μου. |
17
διότι δὲν μὲ ἐφόνευσεν, ἐνῷ
ἀκόμη εὐρισκόμουν εἰς τὴν
μήτραν τῆς μητέρας μου, ὥστε νὰ ἐγίνετο
ἡ μητέρα μου τάφος μου, καὶ ἡ μήτρα της
χῶρος παντοτινῆς συλλήψεώς μου χωρὶς τοκετόν!
|
18
Ἱνατί τοῦτο ἐξῆλθον ἐκ
μήτρα τοῦ βλέπειν κόπους καὶ
πόνους, διετέλεσαν ἐν αἰσχύνῃ
αἱ ἡμέραι μου; |
18
Διατὶ ἐγεννήθην, διατὶ ἐβγῆκα
ἀπὸ τὴν μήτραν; Διὰ νὰ
βλέπω κόπους καὶ νὰ διέρχωμαι
τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς μου με καταισχύνην
καὶ ἐξευτελισμόν; |
18
Διατὶ συνέβη τοῦτο, διατὶ ἐβγῆκα
ἀπὸ τὴν μήτραν <τῆς μητέρας μου>
διὰ νὰ ἀντικρύζω κόπους, ἀδυναμίες
καὶ πόνους, ζωὴν βασανισμένην, καὶ νὰ
περνῷ τὶς ἡμέρες τῆς ζωῆς μου
μέσα εἰς τὴν ἐντροπὴν καὶ τοὺς
ἐξευτελισμούς; |