Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
ἐγένετο λόγος Κυρίου πρός με
λέγων· |
Κύριος
ὡμίλησε πρὸς ἐμὲ καὶ μοῦ
εἶπε· |
μίλησε
δὲ ὁ Κύριος πάλιν εἰς ἐμὲ καὶ
εἶπε: |
2
καὶ σύ, υἱὲ ἀνθρώπου,
τί ἂν γένοιτο τὸ ξύλον τῆς
ἀμπέλου ἐκ πάντων τῶν ξύλων
τῶν κλημάτων τῶν ὄντων ἐν τοῖς
ξύλοις τοῦ δρυμοῦ; |
2
<σύ, υἱὲ ἀνθρώπου, εἰς
τί νομίζεις ὅτι δύναται νὰ χρησιμεύσῃ
ἡ κληματόβεργα τῆς ἀμπέλου ἐν
συγκρίσει μὲ τὰ ἀλλὰ κλωνάρια
τῶν δένδρων, ποὺ εὑρίσκονται
εἰς τὸ δάσος;
|
2
Τί νομίζεις, ἄνθρωπε, ὡς πρὸς τὴν
χρησιμότητα ἐνὸς κλάδου τῆς ἀμπέλου,
ἐὰν τὸν συγκρίνῃς μὲ ὅλα
τὰ ξύλα τῶν κλάδων ποὺ ὑπάρχουν εἰς
τὰ δένδρα τοῦ δάσους; Ὑπερέχει ἄραγε
εἰς κάτι; |
3
Εἰ λήψονται ἐξ αὐτῆς ξύλον
τοῦ ποιῆσαι εἰς ἐργασίαν; Εἰ
λήψονται ἐξ αὐτῆς πάσσαλον τοῦ
κρεμάσαι ἐπ' αὐτὸν πᾶν σκεῦος;
|
3
Μήπως εἶναι δυνατὸν νὰ πάρουν
οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ μίαν κληματόβεργαν
ξύλον καὶ νὰ τὸ χρησιμοποιήσουν
διὰ κάποιαν ἐργασίαν;
Μήπως ἠμποροῦν νὰ κατασκευάσουν
ἀπὸ αὐτὴν
ἕνα πάσσαλον, διὰ νὰ κρεμάσουν
κάποιο σκεῦος οἰκιακόν;
|
3
Μήπως θὰ πάρουν ποτὲ οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ
αὐτὸ τὸ ξύλον ἕνα τεμάχιον, διὰ
νὰ τοὺς χρησιμεύσῃ εἰς τὴν ἐργασίαν
των; Θὰ πάρουν μίαν κληματόβεργα ἀπὸ τὴν
ἄμπελον, διὰ νὰ κάμουν ἕνα πάσσαλον,
ἐπάνω εἰς τὸν ὁποῖον νὰ
κρεμοῦν κάποιο σκεῦος; |
4
Πάρεξ πυρὶ δέδοται εἰς ἀνάλωσιν,
τὴν κατ' ἐνιαυτόν κάθαρσιν ἀπ'
αὐτῆς ἀναλίσκει τὸ πῦρ,
καὶ ἐκλείπει εἰς τέλος·
μὴ χρήσιμον ἔσται εἰς ἐργασίαν;
|
4
Μόνον ρίπτεται εἰς τὸ πῦρ, διὰ
νὰ καῇ. Κάθε δὲ χρόνον, ποὺ
ὁ ἀμπελουργὸς
καθαρίζει τὴν ἄμπελον,
τὰ κλήματά της τὰ κατατρώγει
τὸ πῦρ καὶ ἐξαφανίζονται
ἐξ ὁλοκλήρου. Μήπως αὐτὰ
εἶναι δυνατὸν νὰ χρησιμεύσουν διὰ
κάποιον ἄλλην ἐργασίαν;
|
4
Κανεὶς δὲν χρησιμοποιεῖ αὐτὸ
τὸ ξύλον, ἀλλὰ ρίπτεται εἰς τὴν
φωτιά, διὰ νὰ καῇ ἐντελῶς. Ὅσα
κλαδιὰ κόπτουν κάθε χρόνον ἀπὸ τὴν
ἄμπελον, διὰ νὰ καθαρισθῇ, τὰ
κατατρώγει ἡ φωτιὰ καὶ ἐξαφανίζονται
ἐντελῶς. Εἰς τί ἠμπορεῖ
νὰ χρησιμεύσῃ πλέον ἕνα καμένο κλαδὶ
ἀμπέλου; |
5
Οὐδὲ ἔτι αὐτοῦ ὄντος ὁλοκλήρου
οὐκ ἔσται εἰς ἐργασίαν. Μὴ
ὅτι ἐὰν καὶ πῦρ αὐτὸ
ἀναλώσῃ εἰς τέλος, ἔτι
ἔσται εἰς ἐργασίαν;
|
5
Ἐφ' ὅσον, ὅταν ἀκόμη ἦτο
κληματόβεργα, πρὶν καῇ, δὲν ἠμποροῦσε
νὰ χρησιμεύσῃ ὡς ἐργαλεῖον
κατάλληλον πρὸς ἐργασίαν, πόσον
μᾶλλον ὅταν τὸ πῦρ
τὴν καταστρέψῃ ἐξ ὁλοκλήρου,
δὲν θὰ εἶναι κατάλληλον μέσον
πρὸς ἐργασίαν;
|
5
Ἐφ’ ὅσον ἦτο ἀκατάλληλον διὰ
κάποιαν ἐργασίαν, ὅταν ἦτο ὁλόκληρον
εἰς τὸν κορμὸν τῆς ἀμπέλου,
θὰ χρησιμεύσῃ ἄραγε πότε δι' ὁποιανδήποτε
ἐργασίαν, ἐὰν καῇ καὶ τὸ
ἔχῃ καταφάγει ἡ φωτιά;
|
6
Διὰ τοῦτο εἰπόν· τάδε λέγει
Κύριος· ὃν τρόπον τὸ ξύλον
τῆς ἀμπέλου ἐν τοῖς ξύλοις
τοῦ δρυμοῦ, ὃ δέδωκα αὐτὸ
πυρὶ εἰς ἀνάλωσιν, οὕτως δέδωκα
τοὺς κατοικοῦντας Ἱερουσαλήμ.
|
6
Διὰ τοῦτο εἰπέ· αὐτὰ
λέγει ὁ Κύριος· Ὅπως ἡ
κληματόβεργα, ἐν συγκρίσει πρὸς τὰ
ξύλα τοῦ δάσους, παραδίδεται αὐτὴ
κυρίως εἰς τὴν φωτιὰν
πρὸς καταστροφήν,
ἔτσι καὶ ἐγὼ θὰ παραδώσω
εἰς ἀφανισμὸν τοὺς κατοίκους
τῆς Ἱερουσαλήμ.
|
6
Διὰ τοῦτο νὰ εἰπῇς τὰ
ἑξῆς: Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: Ὅπως
συμβαίνει μὲ τὸ ξύλον τῆς ἀμπέλου
μεταξὺ τῶν ἄλλων ξύλων τοῦ δάσους,
ὅπως δηλαδὴ τὸ ἔκαμα ἔτσι, ὥστε
νὰ ρίπτεται τελικῶς εἰς τὴν φωτιά,
ἔτσι ἀπεφάσισα νὰ καταστραφοῦν οἱ
κάτοικοι τῆς Ἱερουσαλήμ. |
7
Καὶ δώσω τὸ πρόσωπόν μου ἐπ'
αὐτούς· ἐκ τοῦ πυρὸς ἐξελεύσονται,
καὶ πῦρ αὐτοὺς καταφάγεται,
καὶ ἐπιγνώσονται ὅτι ἐγὼ
Κύριος ἐν τῷ στηρίσαι με τὸ
πρόσωπόν μου ἐπ' αὐτούς.
|
7
Θὰ στρέψω τὸ πρόσωπόν
μου ἀπειλητικὸν ἐναντίον των. Μερικοὶ
ἀπὸ αὐτοὺς θὰ διασωθοῦν
ἀπὸ τὴν φωτιάν, ἀλλὰ ἐν
τέλει καὶ αὐτοὺς θὰ τοὺς
καταφάγῃ τὸ πῦρ. Ὅταν, λοιπόν,
ἐγὼ στρέψω τιμωρὸν τὸ πρόσωπόν
μου ἐναντίον αὐτῶν, θὰ μάθουν
ὅλοι ὅτι ἐγὼ εἶμαι ὁ Κύριος.
|
7
Θὰ στρέψω δὲ ὠργισμένον τὸ πρόσωπόν
μου ἐναντίον των. Θὰ γλυτώσουν βεβαίως ἀπὸ
τὴν φωτιὰ ὡρισμένοι καὶ θὰ φύγουν
ἀπὸ τὴν πόλιν θὰ τοὺς καταφάγῃ
ὅμως ἄλλη φωτιὰ ἐκεῖ ὅπου
θὰ ἐξορισθοῦν. Καὶ θὰ μάθουν
καλὰ τότε, ὅταν δηλαδὴ στρέψω τὸ πρόσωπόν
μου ἐναντίον των καὶ τοὺς τιμωρήσω,
ὅτι Ἐγὼ καὶ μόνον εἶμαι ὁ
Κύριος τῶν πάντων. |
8
Καὶ δώσω τὴν γῆν εἰς ἀφανισμόν,
ἀνθ' ὧν παρέπεσον παραπτώματι, λέγει
Κύριος. |
8
Θὰ παραδώσω τὴν χώραν τῶν Ἰσραηλιτῶν
εἰς καταστροφὴν καὶ ὄλεθρον ἐξ
αἰτίας τῶν μεγάλων αὐτῶν
παραπτωμάτων, εἰς τὰ ὁποῖα ἔχουν
περιπέσει>, λέγει ὁ Κύριος.
|
8
Καὶ θὰ παραδώσω τὴν χώραν των εἰς
ὄλεθρον, ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτημάτων
εἰς τὰ ὁποῖα παρέπεσαν, λέγει ὁ
Κύριος. |