Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
ἐγένετο λόγος Κυρίου πρός με
λέγων· |
Κύριος
ὡμίλησε πρὸς ἐμὲ καὶ εἶπε·
|
μίλησε
δὲ ὁ Κύριος πρὸς ἐμὲ καὶ
εἶπε: |
2
διὰ τοῦτο προφήτευσον, υἱὲ ἀνθρώπου
καὶ στήρισον τὸ πρόσωπόν σου
ἐπὶ Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐπίβλεψον
ἐπὶ τὰ ἅγια
αὐτῶν καὶ προφητεύσεις ἐπὶ
τὴν γῆν τοῦ Ἰσραὴλ |
2
<διὰ τοῦτο, υἱὲ ἀνθρώπου,
προφήτευσε καὶ στρέψε ἀπειλητικὸν
τὸ πρόσωπόν σου ἐναντίον τῆς
Ἱερουσαλήμ. Ρίψε τὸ βλέμμα σου
εἰς τοὺς ἱεροὺς τόπους καὶ
θὰ προφητεύσῃς καθ' ὅλην τὴν
χώραν τῆς Ἰουδαίας.
|
2
Προφήτευσε λοιπόν, ἄνθρωπε, καὶ στήριξε τὸ
πρόσωπόν σου ἀπειληηκὸν πρὸς τὴν Ἱερουσαλήμ·
προσήλωσε τὸ βλέμμα σου εἰς τοὺς ἁγίους
τόπους τῆς λατρείας των. Θὰ προφητεύσῃς
δὲ πρὸς τὴν χώραν τῶν Ἰσραηλιτῶν
|
3
καὶ ἐρεῖς πρὸς τὴν γῆν
τοῦ Ἰσραήλ· τάδε λέγει
Κύριος· ἰδοὺ ἐγὼ πρὸς
σὲ καὶ ἐκσπάσω τὸ ἐγχειρίδιον
μου ἐκ τοῦ κολεοῦ αὐτοῦ καὶ
ἐξολοθρεύσω ἐκ σοῦ ἄνομον καὶ
ἄδικον· |
3
Ἐναντίον τῆς χώρας τοῦ Ἰσραὴλ
θὰ εἴπῃς· αὐτὰ λέγει
ὁ Κύριος: Ἰδοὺ ἐγὼ ἔρχομαι
ἐναντίον σου, θὰ ἀνασπάσω τὴν
μάχαιράν μου ἀπὸ τὴν θήκην
της καὶ θὰ ἐξολοθρεύσω ἀπὸ
σὲ κάθε παράνομον καὶ ἄδικον
ἄνθρωπον.
|
3
καὶ θὰ εἰπῇς τὰ ἑξῆς
πρὸς τὴν χώραν αὐτὴν τῶν Ἰσραηλιτῶν,
δηλαδὴ πρὸς τοὺς κατοίκους της: Αὐτὰ
λέγει ὁ Κύριος: Ἰδοὺ στρέφομαι πλέον Ἐγὼ
ἐναντίον σου καὶ θὰ τραβήξω ἀπὸ
τὴν θήκην του τὸ μαχαίρι μου καὶ θὰ
ἐξοντώσω κάθε παράνομον καὶ ἄδικον, ἀσεβῆ
κάτοικόν σου. |
4
ἀνθ' ὧν ἐξολοθρεύσω ἐκ σοῦ
ἄδικον καὶ ἄνομον, οὕτως ἐξελεύσεται
τὸ ἐγχειρίδιόν μου ἐκ τοῦ
κολεοῦ αὐτοῦ ἐπὶ πᾶσαν
σάρκα ἀπὸ ἀπηλιώτου ἕως
βορρᾶ· |
4
Ἐπαναλαμβάνω διὰ νὰ ἐξολοθρεύσω
ἀπὸ σὲ κάθε ἄδικον καὶ
παράνομον ἄνθρωπον, δι' αὐτὸν τὸν
σκοπὸν θὰ ἐξέλθῃ ἡ μάχαιρά
μου ἀπὸ τὴν θήκην αὐτῆς,
διὰ νὰ ἐξοντώσῃ κάθε ἁμαρτωλὸν
ἄνθρωπον ἀπὸ ἀνατολῶν ἕως
βορρᾶ.
|
4
Ἐπειδὴ ἀπεφάσισα νὰ ἐξολοθρεύσω
κάθε παράνομον καὶ ἄδικον, ἀσεβῆ κάτοικόν
σου, θὰ βγῇ πλέον τὸ μαχαίρι μου ἀπὸ
τὴν θήκην του καὶ θὰ στραφῇ ἐναντίον
κάθε ἀνθρώπου ὁ ὁποῖος κατοικεῖ
ἀπὸ τὴν ἀνατολὴν ἕως τὸν
βορρᾶν. |
5
καὶ ἐπιγνώσεται πᾶσα σὰρξ διότι
ἐγὼ Κύριος ἐξέσπασα τὸ
ἐγχειρίδιόν μου ἐκ τοῦ κολεοῦ
αὐτοῦ καὶ οὐκ ἀποστρέψει
οὐκέτι. |
5
Ἔτσι κάθε ἄνθρωπος θὰ μάθῃ,
ὅτι ἐγὼ ὁ Κύριος ἀνέσπασα
τὴν μάχαιράν μου ἀπὸ τὴν
θήκην αὐτῆς καὶ δὲν θὰ
ἐπιστρέψῃ πλέον εἰς αὐτήν.
|
5
Θὰ καταλάβῃ δὲ τότε καλὰ κάθε ἄνθρωπος
ὅτι Ἐγώ, ὁ Κύριος τῶν πάντων, ἐτράβηξα
τὸ μαχαίρι μου ἀπὸ τὴν θήκην του καὶ
δὲν πρόκειται νὰ ἐπιστρέψῃ πλέον ἄπρακτον
εἰς αὐτήν. |
6
Καὶ σὺ υἱὲ ἀνθρώπου, καταστέναξον
ἐν συντριβῇ ὀσφύος σου καὶ ἐν
ὀδύναις στενάξεις κατ' ὀφθαλμοὺς
αὐτῶν. |
6
Καὶ σύ, υἱὲ ἀνθρώπου,
στέναξε καὶ ξαναστέναξε πολύ, ἐν
συντριβῇ καρδίας. Βγάλε ὀδυνηροὺς
στεναγμοὺς ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν
των. |
6
Καὶ σύ, ἄνθρωπε, ἀναστέναξε βαθιὰ
διὰ τὴν συμφορὰν ποὺ θὰ ἐπέλθῃ.
Νὰ ἀναστενάξῃς ἐμπρός των, ὡσὰν
νὰ ἐκυριεύθης ἀπὸ πόνους εἰς
τὴν μέσην σου καὶ ὡσὰν νὰ ὑποφέρῃς
ἀπὸ φρικτοὺς πόνους. |
7
Καὶ ἔσται ἐὰν εἴπωσι πρὸς
σέ· ἕνεκα τίνος σὺ στενάζεις;
Καὶ ἐρεῖς· ἐπὶ τῇ
ἀγγελίᾳ, διότι ἔρχεται, καὶ
θραυσθήσεται πᾶσα καρδία, καὶ πᾶσαι
χεῖρες παραλυθήσονται, καὶ ἐκψύξει
πᾶσα σὰρξ καὶ πᾶν πνεῦμα, καὶ
πάντες μηροὶ μολυνθήσονται ὑγρασία·
ἰδοὺ ἔρχεται καὶ ἔσται λέγει
Κύριος. |
7
Ἐὰν δὲ καὶ σὲ ἐρωτήσουν,
διατὶ σὺ στενάζεις; Θὰ πῇς·
διὰ τὴν ἀναγγελίαν, ὅτι ἔρχεται
ἡ καταστροφὴ καὶ θὰ θρυμματισθῇ
κάθε καρδία καὶ ὅλαι αἱ χεῖρες
θὰ παραλύσουν ἀπὸ τὸν τρόμον.
Κάθε ζωντανὴ σὰρξ καὶ κάθε πνεῦμα
θὰ λιποψυχήσουν καὶ ἕνεκα τοῦ
τρόμου θὰ μολυνθοῦν οἱ μηροὶ
ὅλων ἀπὸ τὸ ἀκάθαρτον
ὑγρὸν τοῦ σώματος. Ἰδού,
ἔρχεται ἡ σύμφορά· καὶ
ἔτσι θὰ γίνῃ>, λέγει ὁ
Κύριος.
|
7
Καὶ ἐὰν σὲ ἐρωτήσουν διατὶ
ἀναστενάζεις; Νὰ τοὺς εἰπῇς:
Δι' αὐτὸ ποὺ μοῦ ἀνήγγειλεν
ὁ Κύριος· διότι ἔρχεται συμφορὰ καὶ
θὰ τσακισθῇ κάθε καρδιά. Θὰ παραλύσουν
ὅλα τὰ χέρια, θὰ λιποψυχήσω κάθε ἄνθρωπος,
κάθε νοῦς. Ὅλων δὲ οἱ μηροὶ
θὰ μολυνθοῦν ἀπὸ τὰ ὑγρά
των, λόγῳ τοῦ μεγάλου φόβον των. Ἰδοὺ
ἔρχεται ἡ συμφορὰ καὶ θὰ πραγματοποιηθῇ.
Τὸ λέγει ὁ Κύριος τῶν πάντων!
|
8
Καὶ ἐγένετο λόγος Κυρίου πρός
με, λέγων· |
8
Ὁ Κύριος ὡμίλησε πρὸς ἐμὲ
καὶ εἶπε·
|
8
Ὡμίλησε δὲ πάλιν ὁ Κύριος καὶ μοῦ
εἶπε: |
9
υἱὲ ἀνθρώπου, προφήτευσον καὶ
ἐρεῖς· τάδε λέγει Κύριος·
εἰπόν· ρομφαία ρομφαία, ὀξύνου
καὶ θυμώθητι, |
9
<υἱὲ ἀνθρώπου, προφήτευσε
καὶ εἶπε· αὐτὰ λέγει ὁ
Κύριος· εἰπέ: Μάχαιρα, μάχαιρα
ἀκονίσου, θύμωσε,
|
9
Προφήτευσε, ἄνθρωπε, καὶ νὰ εἰπῇς
τὰ ἑξῆς: Αὐτὰ λέγει ὁ
Κύριος. Νὰ εἰπῇς δηλαδή: Ρομφαία,
ρομφαία, ἐτοιμάσου, ἀκονίσου καὶ
θύμωσε, ἀγρίεψε! |
10
ὅπως σφάξῃς σφάγια, ὀξύνου
ὅπως γένῃ εἰς στίλβωσιν, ἑτοίμη
εἰς παράλυσιν, σφάζε, ἐξουδένει,
ἀπωθοῦ πᾶν ξύλον.
|
10
διὰ νὰ σφάξῃς σφάγια. Γίνε
ὀξεῖα καὶ κοπτερή, στίλβουσα,
ἑτοίμη νὰ παραλύσῃς κάθε
ἄνθρωπον. Σφάζε κατὰ συνέχειαν, ἐξωλόθρευε,
ἀπομάκρυνε ἀπὸ ἐμπρός
σου κάθε ἐμπόδιον>.
|
10
Ἐτοιμάσου νὰ σφάξῃς πολλὰ θύματα,
ἀκονίσου διὰ νὰ λάμπῃς καθὼς
θὰ σφάζῃς, ἐτοιμάσου διὰ νὰ
παραλύσῃς ἀνθρώπους. Σφάζε, ἐξόντωνε,
ρίψε κάτω κάθε ἄνθρωπον ποὺ θὰ σταθῇ
ὡσὰν δένδρον ἐμπρός σου.
|
11
Καὶ ἔδωκεν αὐτὴν ἑτοίμην
τοῦ κρατεῖν χεῖρα αὐτοῦ·
ἐξηκονήθη ἡ ρομφαία, ἐστὶν
ἑτοίμη τοῦ δοῦναι αὐτὴν
εἰς χεῖρα ἀποκεντοῦντος. |
11
Καὶ ἔδωκεν ὁ Κύριος ἑτοίμην
τὴν μάχαιραν αὐτὴν εἰς τὴν
χεῖρα τοῦ ἐξολοθρευτοῦ. Ἡ μάχαιρα
ἠκονίσθη, εἶναι ἑτοίμη, διὰ
νὰ τὴν δώσῃ ὁ Κύριος εἰς
τὰ χέρια τοῦ φονευτοῦ.
|
11
Ἔδωσε δὲ ὁ Κύριος τὴν ρομφαίαν ἑτοίμην
διὰ τὸ φονικὸν ἔργον της εἰς
τὸ χέρι τοῦ ἐκτελεστοῦ διὰ νὰ
τὴν κρατῇ. Ἔχει πλέον ἀκονισθῇ
ἡ ρομφαία. Εἶναι ἕτοιμη διὰ
νὰ τὴν παραδώσῃ εἰς τὰ χέρια
τοῦ ἐξολοθρευτοῦ ὁ Κύριος.
|
12
Ἀνάκραγε καὶ ὀλόλυξον, υἱὲ
ἀνθρώπου, ὅτι αὐτὴ ἐγένετο
ἐν τῷ λαῷ μου, αὐτὴ ἐν
πᾶσι τοῖς ἀφηγουμένοις τοῦ Ἰσραήλ·
παροικήσουσιν ἐπὶ ρομφαίᾳ, ἐγένετο
ἐν τῷ λαῷ μου. Διὰ τοῦτο κρότησον
ἐπὶ τὴν χεῖρά σου, |
12
<Κραύγασε καὶ ὁλόλυξε, υἱὲ
ἀνθρώπου, διότι αὐτὴ ἡ
κοπτερὴ μάχαιρα ἐπέρχεται ἐναντίον
τοῦ λαοῦ μου, ἐναντίον ὅλων
τῶν ἀρχόντων τοῦ ἰσραηλιτικοῦ
λαοῦ. Ὅλοι αὐτοὶ κάτω ἀπὸ
τὴν ἀπειλὴν τῆς φονικῆς ρομφαίας
θὰ παροικήσουν αἰχμάλωτοι εἰς
ξένας χώρας. Αὐτὸ ἔγινε πλέον
ἐναντίον τοῦ λαοῦ μου. Διὰ τοῦτο
κρότησε τὰς παλάμας σου,
|
12
Φώναξε δυνατὰ καὶ θρήνησε, ἄνθρωπε, διότι
ἡ ρομφαία ἐστράφη πλέον ἐναντίον τοῦ
λαοῦ μου, διότι ἡ ρομφαία θὰ σφάξῃ
ὅλους τοὺς ἄρχοντας τοῦ Ἰσραήλ.
Θὰ χάσουν πλέον τὸν τόπον των λόγῳ τῆς
ρομφαίας, ἡ ὁποία ἐστράφη κατὰ τοῦ
λαοῦ μου. Διὰ τοῦτο κτύπησε ἐπάνω
εἰς τὸ ἕνα χέρι σου τὸ ἄλλο
χέρι, ὥστε νὰ ἐκδηλώσῃς τὸν
πόνον καὶ τὰ συναισθήματά σου ἐμπρὸς
εἰς τὴν μεγάλην καὶ δικαίαν συμφοράν.
|
13
ὅτι δεδικαίωται· καὶ τί εἰ
καὶ φυλὴ ἀπώσθη; Οὐκ ἔσται,
λέγει Κύριος Κύριος.
|
13
διότι ἀπεδόθη δικαιοσύνη. Καὶ
τί σημαίνει, ἐὰν μία φυλὴ
ἀπολεσθῇ; Δὲν θὰ ὑπάρχῃ
πλέον αὐτὴ ἡ φυλή, λέγει
ὁ Κύριος Κύριος.
|
13
Γνώριζε δὲ ὅτι τὸ ἔργον τῆς
ρομφαίας ἔχει δικαιωθῆ. Ἔχει μήπως σημασίαν
ἐὰν μία τέτοια φυλὴ <ὡσὰν
τὴν φυλὴν τῶν σκληροτραχήλων Ἰουδαίων>
κατέπεσε καὶ ἐχάθη; Εἶναι δὲ
βέβαιον ὅτι θὰ ἐξοντωθῇ, διότι τὸ
λέγει ὁ Κύριος, ὁ Ὁποῖος εἶναι
ὁ Κύριος καὶ Δεσπότης τοῦ σύμπαντος.
|
14
Καὶ σύ, υἱὲ ἀνθρώπου,
προφήτευσον καὶ κρότησον χεῖρα ἐπὶ
χεῖρα καὶ διπλασίασον ρομφαίαν·
ἡ τρίτη ρομφαία τραυματιῶν ἐστι,
ρομφαίᾳ τραυματιῶν ἡ μεγάλη
καὶ ἐκστήσει αὐτούς,
|
14
Καὶ σύ, υἱὲ ἀνθρώπου,
προφήτευσε, κτύπησε τὴν μίαν παλάμην
εἰς τὴν ἄλλην, ἀνάγγειλε καὶ
δευτέραν ρομφαίαν ὀλέθρου. Ἡ
τρίτη ὅμως ρομφαία θὰ ρίψῃ
κάτω πολλὰ θύματα, θὰ εἶναι
ρομφαία τραυματιῶν, μεγάλη, ἡ ὁποία
θὰ τοὺς καταπλήξῃ.
|
14
Καὶ σύ, ἄνθρωπε, προφήτευσε καὶ χειροκρότησε.
Νὰ ὁμιλήσῃς δὲ καὶ διὰ
δευτέραν ρομφαίαν καὶ νὰ εἰπῇς ὅτι
θὰ ἔλθῃ καὶ τρίτη ρομφαία, ἡ
ὁποία θὰ πληγώσῃ πολλούς, θὰ προκαλέσῃ
πολλὰ θύματα· θὰ εἶναι ἡ μεγάλη
ρομφαία, ἡ ὁποία θὰ τοὺς κάμῃ
νὰ <τὰ χάσουν>. |
15
ὅπως θραυσθῇ ἡ καρδία καὶ πληθυνθῶσιν
οἱ ἀσθενοῦντες ἐπὶ πᾶσαν
πύλην αὐτῶν· παραδέδονται εἰς
σφάγια ρομφαίας, εὖ γέγονεν εἰς
σφαγήν, εὖ γέγονεν εἰς στίλβωσιν.
|
15
Ἔτσι θὰ συντριβῇ καὶ θὰ τρομάξῃ
κάθε ἀνθρωπίνη καρδία. Πολὺ
δὲ πλῆθος ἀσθενούντων ἀνθρώπων
θὰ συγκεντρωθοῦν εἰς ὅλας τὰς
πύλας τῶν πόλεων. Ἐκεῖ ὅμως
θὰ ἔχουν παραδοθῇ πρὸς σφαγὴν
εἰς τὴν φονικὴν ρομφαίαν. Ἡ
μάχαιρα αὐτὴ ἐξεπλήρωσε καλῶς
τὴν ἀποστολήν της, ἐστιλβώθη
καλῶς διὰ τὸν σκοπόν, ποὺ ἔχει
προορισθῆ.
|
15
Θὰ πέσῃ ἡ μεγάλη αὐτὴ ρομφαία,
διὰ νὰ τσακισθῇ ἡ καρδία των καὶ
νὰ πληθυνθοῦν οἱ ἀσθενεῖς εἰς
κάθε πύλην των. Ἔχει ἀποφασισθῇ πλέον νὰ
παραδοθοῦν εἰς σφαγὴν διὰ ρομφαίας.
Ἡ ρομφαία ἔχει ἐτοιμασθῇ καλὰ
διὰ τὴν σφαγήν, ἔχει ἐτοιμασθῇ
καλὰ διὰ νὰ λάμπῃ καὶ ἀστράπτη
κατὰ τὴν σφαγήν. |
16
Καὶ διαπορεύου, ὀξύνου ἐκ δεξιῶν
καὶ ἐξ εὐωνύμων, οὗ ἂν
τὸ πρόσωπόν σου ἐξεγείρηται.
|
16
Καὶ σύ, μάχαιρα, πορεύου διὰ
μέσου τοῦ λαοῦ. Γίνε ὀξεῖα
καὶ κοπτερή, κόπτε ἀπὸ τὰ
δεξιὰ καὶ ἀπὸ τὰ ἀριστερά,
πρὸς κάθε κατεύθυνσιν, ποὺ θὰ
στραφῇ ἡ κοπτερή σου ὄψις.
|
16
Καὶ σύ, ρομφαία, προχώρει μέσα ἀπὸ
τὰ πλήθη, γίνε κοπτερὴ καὶ κόβε ἀπὸ
δεξιὰ καὶ ἀπὸ ἀριστερά, παντοῦ
ὅπου στραφῇ ἡ ὄψις σου.
|
17
Καὶ ἐγὼ δὲ κροτήσω χεῖρά
μου πρὸς χεῖρά μου καὶ ἀναφήσω
τὸν θυμόν μου· ἐγὼ Κύριος
λελάληκα. |
17
Καὶ ἐγὼ θὰ ἐπικροτῶ τὸ
ἕνα μου χέρι μὲ τὸ ἄλλο καὶ
τότε πλέον θὰ ἀφήσω νὰ
καταπαύσῃ ὁ θυμός μου. Ἐγὼ
ὁ Κύριος ὡμίλησα καὶ ἔτσι
θὰ γίνῃ>. |
17
Σοῦ λέγω δὲ ὅτι καὶ Ἐγὼ
θὰ εἶμαι συνεργός σου, θὰ χειροκροτῶ
καὶ θὰ ξεχύνω τὸν θυμόν μου. Ἐγώ,
ὁ Κύριος τῶν πάντων, ἔχω ὁμιλήσει
περὶ τούτου καὶ θὰ πραγματοποιηθοῦν
ὁπωσδήποτε οἱ λόγοι μου. |
18
Καὶ ἐγένετο λόγος Κυρίου πρός
με λέγων· |
18
Ὁ Κύριος ὡμίλησε πάλιν πρὸς
ἐμὲ καὶ εἶπε·
|
18
Ὡμίλησε δὲ ὁ Κύριος καὶ μοῦ
εἶπε: |
19
καὶ σὺ υἱὲ ἀνθρώπου, διάταξον
σεαυτῷ δύο ὁδοὺς
|
19
<σύ, υἱὲ ἀνθρώπου, χάραξε
ἐμπρός σου δύο δρόμους,
|
19
Σὺ τώρα, ἄνθρωπε, χάραξε, ὡσὰν νὰ
ζωγραφίζῃς, δύο δρόμους, |
20
τοῦ εἰσελθεῖν ρομφαίαν βασιλέως
Βαβυλῶνος· ἐκ χώρας μιᾶς ἐξελεύσονται
αἱ δύο, καὶ χεὶρ ἐν ἀρχῇ
ὁδοῦ πόλεως, ἐπ' ἀρχῆς
ὁδοῦ διατάξεις τοῦ εἰσελθεῖν
ρομφαίαν ἐπὶ Ραββὰθ υἱῶν
Ἀμμὼν καὶ ἐπὶ τὴν Ἰουδαίαν
καὶ ἐπὶ Ἱερουσαλὴμ ἐν
μέσῳ αὐτῆς. |
20
διὰ τῶν ὁποίων ἠμπορεῖ
νὰ περάσῃ ἡ μάχαιρα τοῦ
βασιλέως τῆς Βαβυλῶνος. Καὶ αἱ
δύο αὐταὶ ὁδοὶ ἀπὸ
μίαν χώραν θὰ ἐξέλθουν. Χάραξε
ἕνα σημεῖον, ποὺ θὰ φανερώνῃ
τὴν ἀρχὴν τῆς ὁδοῦ τῆς
πόλεως. Ἀπὸ τὴν ἀρχὴν
τῆς ὁδοῦ θὰ χαράξῃς νὰ
εἰσέλθῃ ἡ φονικὴ ρομφαία
ἐναντίον τῆς πόλεως Ραββάθ,
πρωτευούσης τῶν Ἀμμωνιτῶν καὶ
ἐναντίον τῆς Ἰουδαίας, ἐν
μέσῳ καὶ αὐτῆς ταύτης
τῆς Ἱερουσαλήμ.
|
20
διὰ νὰ φανῇ ἡ πορεία τὴν ὁποίαν
θὰ ἀκολουθήσῃ ὁ βασιλεὺς τῆς
Βαβυλῶνος, ὁ ὁποῖος κρατεῖ τὴν
ρομφαίαν πρὸς ἐκτέλεσιν τῆς ἀποφάσεώς
μου νὰ τιμωρηθοῦν οἱ ἀσεβεῖς.
Καὶ οἱ δύο αὐτοὶ δρόμοι θὰ
ξεκινοῦν ἀπὸ τὴν ἰδίαν χώραν.
Νὰ χαράξῃς καὶ ἕνα χέρι εἰς
τὴν ἀρχὴν τοῦ κάθε δρόμου, ποὺ
ὁδηγεῖ εἰς τὴν μίαν καὶ εἰς
τὴν ἄλλην πόλιν. Τὸ χέρι αὐτό, ποὺ
θὰ χαράξῃς εἰς τὴν ἀρχὴν
τοῦ δρόμου, θὰ δείχνῃ ποίαν πορείαν πρέπει
νὰ ἀκολουθήσῃ ἡ ρομφαία, διὰ
νὰ εἰσέλθῃ ἢ εἰς τὴν πρωτεύουσαν
τῶν Ἀμμωνιτῶν Ραββὰθ ἢ εἰς
τὴν Ἰουδαίαν καὶ μέσα εἰς τὴν
Ἱερουσαλήμ. |
21
Διότι στήσεται βασιλεὺς Βαβυλῶνος
ἐπὶ τὴν ἀρχαίαν ὁδόν,
ἐπ' ἀρχῆς τῶν δύο ὁδῶν,
τοῦ μαντεύσασθαι μαντείαν, τοῦ ἀναβράσαι
ράβδον καὶ ἐπερωτῆσαι ἐν τοῖς
γλυπτοῖς καὶ κατασκοπήσασθαι ἐκ δεξιῶν
αὐτοῦ. |
21
Ὁ βασιλεὺς τῆς Βαβυλῶνος, καθὼς
θὰ ἔρχεται, θὰ σταθῇ εἰς τὴν
ἀρχαίαν ὁδόν· ἐκεῖ,
ὅπου ἀρχίζουν αἱ δύο ὁδοί.
Θά ἐρωτήσῃ τὰ μαντεῖα
νὰ τὸν πληροφορήσουν, συμβουλευόμενα
τὰς μαγικὰς ράβδους των. Θὰ ἐρωτήσῃ
σχετικῶς τὰ εἴδωλα καὶ θὰ προσπαθήσῃ
νὰ διακριβώσῃ, ἂν πρέπει νὰ
βαδίσῃ εἰς τὰ δεξιά.
|
21
Γνώριζε δὲ ὅτι ὁ βασιλεὺς τῆς
Βαβυλῶνος θὰ σταθῇ εἰς τὸ σημεῖον
τῆς ἀρχαίας ἐμπορικῆς ὁδοῦ,
εἰς τὸ ὁποῖον συναντῶνται καὶ
ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἀρχίζουν
οἱ δύο δρόμοι, ὁ ἕνας πρὸς τὴν
Ραββὰθ καὶ ὁ ἄλλος πρὸς τὴν
Ἱερουσαλήμ. Θὰ σταθῇ καὶ θὰ
συμβουλευθῇ τοὺς μάντεις του ὡς πρὸς
τὴν πορείαν ποὺ θὰ πρέπῃ νὰ
ἀκολουθήσῃ. Θὰ ἀνακινήσῃ δηλαδὴ
τὰς ράβδους, ὅπως κάμνουν συνήθως, διὰ νὰ
πληροφορηθῇ τὴν γνώμην τῶν εἰδώλων
των καὶ διαπιστώσει ἐὰν πρέπῃ νὰ
ἀκολουθήσῃ πρῶτον τὸν δρόμον ὁ
ὁποῖος ἀρχίζει ἀπὸ τὰ
δεξιά του καὶ ὁδηγεῖ εἰς τὴν
Ἱερουσαλήμ. |
22
Ἐγένετο τὸ μαντεῖον
ἐπὶ Ἱερουσαλὴμ τοῦ βαλεῖν
χάρακα, τοῦ διανοῖξα
στόμα ἐν βοῇ, ὑψῶσαι
φωνὴν μετὰ κραυγῆς, τοῦ βαλεῖν
χάρακα ἐπὶ τὰς πύλας αὐτῆς
καὶ βαλεῖν χῶμα καὶ οἰκοδομῆσαι
βελοστάσεις. |
22
Ἐδόθη εἰς αὐτὸν πληροφορία
ἀπὸ τὸ μαντεῖον νὰ βαδίσῃ
μὲ τὸν στρατόν του ἐναντίον
τῆς Ἱερουσαλήμ, νὰ περιβάλουν
αὐτὴν μὲ χάρακα, νὰ ἀνοίξουν
τὸ στόμα αὐτῶν κραυγάζοντες
ἀπειλητικῶς ἐναντίον της, νὰ
ἐκβάλουν πολεμικὰς κραυγάς, νὰ
ἀνοίξουν χαράκωμα κοντὰ εἰς
τὰς πύλας της, νὰ
συσσωρεύσουν χώματα εἰς ὕψος καὶ
νὰ στήσουν πολιορκητικὰς
μηχανάς, ποὺ ἐκτοξεύουν βέλη.
|
22
Γνωρίζω δὲ ὅτι τὰ μαντικὰ μέσα θὰ
ὑποδείξουν ὁπωσδήποτε εἰς τοὺς Βαβυλωνίους
νὰ ἀκολουθήσουν τὴν ὁδὸν
πρὸς τὴν Ἱερουσαλήμ. Γύρω δὲ ἀπὸ
αὐτὴν θὰ ἀνοίξουν χαρακώματα καὶ
τάφρον, θὰ κραυγάζουν πολεμικὰς ἰαχὰς
μὲ δύναμιν μεγάλην, ὥστε νὰ ἀκούωνται
ἀπὸ τοὺς κατοίκους τῆς Ἱερουσαλήμ.
Θὰ κατασκευάσουν ἐπίσης χαρακώματα ὡς προγεφυρώματα
ἐμπρὸς εἰς τὰς πύλας της καὶ
θὰ συγκεντρώσουν χῶμα, διὰ νὰ ἀνέλθουν
εἷς τὰ τείχη- θὰ φτιάξουν ἐπίσης πολιορκητικὰς
μηχανὰς δι’ ἐκτόξευσιν τῶν βελῶν.
|
23
Καὶ αὐτὸς αὐτοῖς ὡς μαντευόμενος
μαντείαν ἐνώπιον αὐτῶν καὶ
αὐτὸς ἀναμιμνήσκων ἀδικίας
αὐτοῦ μνησθῆναι. |
23
Οἱ Ἰουδαῖοι θὰ ἴδουν αὐτὸν
νὰ ζητῇ μαντείας
ἐναντίον των, νὰ ἐνθυμῆται καὶ
νὰ ὑπενθυμίζῃ τὰς ἀδικίας
των καὶ τὴν παράβασιν τῆς συνθήκης
των. |
23
Θὰ θεωρηθῇ ὅμως ὁ βασιλεὺς τῶν
Βαβυλωνίων ἀπὸ τοὺς κατοίκους τῆς
Ἱερουσαλὴμ ὡς θῦμα τῶν ψευδομάντεών
του. Δὲν θὰ τοῦ δώσουν, ἀνοήτως σκεπτόμενοι,
καμμίαν σημασίαν. Ὁ ἴδιος ὅμως θὰ
τοὺς ὑπενθυμίσῃ τὴν ἀδικίαν
καὶ παρασπονδίαν εἰς βάρος του τοῦ βασιλέως
τῶν Σεδεκίου, τὴν ὁποίαν ἐνθυμεῖται
διαρκῶς. |
24
Διὰ τοῦτο τάδε λέγει Κύριος·
ἀνθ' ὧν ἀνεμνήσατε τὰς ἀδικίας
ὑμῶν, ἐν τῷ ἀποκαλυφθῆναι
τὰς ἀσεβείας ὑμῶν, τοῦ
ὁραθῆναι ἁμαρτίας ὑμῶν
ἐν πάσαις ταῖς ἀσεβείαις ὑμῶν
καὶ ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ὑμῶν,
ἀνθ' ὧν ἀνεμνήσατε, ἐν τούτοις
ἁλώσεσθε. |
24
Διὰ τοῦτο αὐτὰ λέγει ὁ
Κύριος· ἐπειδὴ ἐθυμηθήκατε
τὰς παλαιὰς παρανομίας σας, καθὼς
ἔχουν ἐπίσης ἀποκαλυφθῆ καὶ
αἱ σημεριναὶ ἀσέβειαί σας πρὸς
ἐμέ, ὥστε νὰ εἶναι ὁλοφάνεραι
αἱ ἁμαρτίαι σας, ὅλαι
αἱ ἀσέβειαί σας καὶ αἱ
ἀδικίαι σας, ἐπειδὴ μὲ τὰ
πονηρά σας ἔργα μοῦ
ἐνεθυμήσατε ὅλην τὴν ἁμαρτωλότητά
σας, διὰ τοῦτο καὶ θὰ ἐξολοθρευθῆτε
ἐξ αἰτίας αὐτῶν.
|
24
Διὰ τοῦτο αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος:
Ἐπειδὴ μὲ τὴν ἀποκάλυψιν τῶν
σημερινῶν ἀσεβειῶν σας ἐφέρατε
εἰς τὴν μνήμην καὶ τὰς παρανομίας
τῶν πατέρων σας καὶ φαίνονται πλέον αἱ ἁμαρτίαι
σας, τὰς ὁποίας διεπράξατε μὲ ὅλας
τὰς ἀσεβείας σας καὶ τὰ διεφθαρμένα
ἔργα σας, σᾶς λέγω τὸ ἑξῆς:
Αὐτὰ ἀκριβῶς ποὺ ὑπενθυμίσατε
μὲ τὴν συμπεριφοράν σας θὰ γίνουν
αἰτία τῆς καταστροφῆς σας.
|
25
Καὶ σύ, βέβηλε, ἄνομε, ἀφηγούμενε
τοῦ Ἰσραήλ, οὗ ἥκει ἡ
ἡμέρα, ἐν καιρῷ ἀδικίας
πέρας, |
25
Καὶ σύ, βέβηλε καὶ παράνομε
ἀρχηγὲ τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ,
ἐναντίον τοῦ ὁποίου ἦλθε
πλέον ἡ ἡμέρα τῆς τιμωρίας,
διὰ νὰ τεθῇ τέρμα εἰς τὸν
καιρὸν τῆς ἀδικίας
σου, ἄκουσε τί λέγει ὁ Κύριος.
|
25
Καὶ διὰ σέ, ἄρχοντα τοῦ Ἰσραήλ,
βέβηλε καὶ παράνομε, ποὺ ἔφθασεν ἡ
ἡμέρα τῆς κρίσεώς σου καὶ τελειώνει ἡ
ζωή σου, ἐνῷ ζῇς,μέσα εἰς ἀδικίας,
|
26
τάδε λέγει Κύριος· ἀφείλου
τὴν κίδαριν καὶ ἐπέθου τὸν
στέφανον· αὕτη οὐ τοιαύτη ἔσται·
ἐταπείνωσας τὸ ὑψηλὸν καὶ
ὕψωσας τὸ ταπεινόν. |
26
Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος· βγάλε
ἀπὸ τὴν κεφαλήν σου τὸ πολύτιμον
βασιλικὸν κάλυμμα,
ἀπόθεσε τὸν στέφανόν σου. Ἡ
κίδαρις δὲν θὰ εἶναι πλέον τὸ
κάλυμμα τῆς κεφαλῆς σου, διότι σὺ
παρεγνώρισες καὶ ἐξηυτέλισες τοὺς
ἀξίους. Ἐτίμησες καὶ ἀνύψωσες
τοὺς ἀναξίους καὶ χυδαίους.
|
26
αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: Βγάλε τὸ βααιλικὸν
κάλυμμα ἀπὸ τὸ κεφάλι σου καὶ ἀπόθεσε
τὸ βααιλικὸν στεφάνι. Ἡ ἐξουσία ποὺ
ἔχεις τώρα δὲν θὰ ὑπάρχῃ πλέον.
Τὰ πράγματα θὰ ἀλλάξουν. Διέπραξες
παρανομίας καὶ ἀδικίας, διότι ἐκτύπησες
καὶ ἐταπείνωσες κάθε ἀξίαν καὶ
ἀρετὴν καὶ ἐβράβευσες καὶ
ὕψωσες κάθε τι τὸ κατώτερον καὶ ἁμαρτωλόν.
|
27
Ἀδικίαν ἀδικίαν ἀδικίαν
θήσομαι αὐτήν, οὐδ' αὕτη τοιαύτη
ἔσται, ἕως οὗ ἔλθῃ ᾧ καθήκει,
καὶ παραδώσω αὐτῷ.
|
27
Θὰ καταλογίσω εἰς τὴν βασιλείαν
σου τὰς πολυαρίθμους φοβερὰς ἀδικίας
καὶ δὲν θὰ παραμείνῃ εἰς
τὰ χέρια σου αὐτὴ ἡ βασιλεία,
ἕως ὅτου ἔλθῃ
ἐκεῖνος εἰς τὸν ὁποῖον
ἀνήκουν ὅλα, ὁ Μεσσίας καὶ
Λυτρωτής, πρὸς τὸν ὁποῖον καὶ
θὰ τὴν παραδώσω.
|
27
Διέπραξες ὄχι μίαν, ἀλλὰ τὴν μίαν
μετὰ τὴν ἄλλην πολλὰς ἀδικίας.
Ἡ βασιλικὴ ἐξουσία τῆς οἰκογενείας
σου θὰ παύσῃ πλέον νὰ ὑπάρχῃ
εἰς τὸ μέλλον θὰ ὑπάρχῃ μόνον
ἕως ὅτου ἔλθῃ Ἐκεῖνος
εἰς τὸν Ὁποῖον ἀνήκει
καὶ ἁρμόζει ἡ βασιλεία εἰς τοὺς
αἰῶνας καὶ εἰς τὸν Ὁποῖον
θὰ τὴν παραδώσω, δηλαδὴ ὁ Μεσσίας.
|
-28
Καὶ σὺ υἱὲ ἀνθρώπου, προφήτευσον,
καὶ ἐρεῖς· τάδε λέγει Κύριος
πρὸς τοὺς υἱοὺς Ἀμμὼν
καὶ πρὸς τὸν ὀνειδισμὸν αὐτῶν
καὶ ἐρεῖς· ρομφαία ρομφαία
ἐσπασμένη εἰς σφάγια καὶ ἐσπασμένη
εἰς συντέλειαν, ἐγείρου ὅπως
στίλβῃς |
28
Καὶ σύ, υἱὲ ἀνθρώπου,
προφήτευσε καὶ εἰπέ· αὐτὰ
λέγει ὁ Κύριος πρὸς τοὺς Ἀμμωνίτας·
πρὸς ἔλεγχόν των εἰπὲ πρὸς
αὐτούς: Ἡ μάχαιρα ἡ φοβερά,
ἡ ὁποία ἔχει ἀνασπασθῆ
ἀπὸ τὴν θήκην της, διὰ νὰ
σφάξῃ ὡσὰν σφάγια
τὰ θύματά της,
ἔχει ἀνασπασθῆ ἀπὸ τὴν
θήκην της, διὰ νὰ ἐπιφέρῃ
πλήρη ὄλεθρον. Σήκω ρομφαία, διὰ
νὰ ἀκτινοβολήσῃς τὴν λάμψιν
σου.
|
28
Καὶ σύ, ἄνθρωπε, προφήτευσε καὶ νὰ
εἰπῇς τὰ ἑξῆς: Αὐτὰ
λέγει ὁ Κύριος τοῦ παντὸς πρὸς τοὺς
Ἀμμωνίτας καὶ πρὸς τὴν ὑβριστικὴν
καὶ ἀλαζονικὴν συμπεριφοράν των. Θὰ
εἰπῇς δηλαδή: Ρομφαία, ρομφαία, ποὺ
ἔχεις ἐτοιμασθῆ διὰ νὰ σφάζῃς,
ποὺ ἔχεις ἐτοιμασθῆ διὰ νὰ
ἐξοντώνῃς, σήκω καὶ ἄστραψε!
|
29
ἐν τῇ ὁράσει σου τῇ ματαίᾳ
καὶ ἐν τῷ μαντεύεσθαί σε ψευδῆ,
τοῦ παραδοῦναί σε ἐπὶ τραχήλους
τραυματιῶν ἀνόμων, ὧν ἥκει ἡ
ἡμέρα ἐν καιρῷ ἀδικίας
πέρας. |
29
Ἀνωφελῆ ὑπῆρξαν διὰ σᾶς
τὰ ὁράματα τῶν ψευδοπροφητῶν
σας καὶ αἱ ψευδεῖς μαντεῖαι τῶν
μάντεών σας, διὰ νὰ παραδώσουν
σᾶς ἀμερίμνους εἰς σφαγὴν καὶ
ὄλεθρον τῶν ἀνόμων, διὰ τοὺς
ὁποίους ἔχει φθάσει ἡ ἡμέρα
τῆς τιμωρίας. Ἐτερματίσθη ὁ
χρόνος τῆς ἀδικίας των.
|
29
Σᾶς ἐξηπάτησαν οἱ ψευδοπροφῆται σας
καὶ οἱ μάντεις σας μὲ τὰ ψεύδη των.
Σᾶς παρεκίνησαν νὰ πατήσετε εἰς τοὺς
τραχήλους τῶν παρανόμων τραυματιῶν, τῶν
Ἰουδαίων δηλαδή, τῶν ὁποίων ἔφθασεν
ἡ ἡμέρα τῆς κρίσεως διὰ τῆς
ἐπιθέσεως ἐναντίον των τῶν Βαβυλωνίων καὶ
ἐτελείωσε πλέον ἡ ζωὴ τῆς ἀδικίας
των. |
30
Ἀπόστρεφε, μὴ καταλύσῃς ἐν
τῷ τόπῳ τούτῳ, ᾧ γεγέννησαι·
ἐν τῇ γῆ τῇ ἰδίᾳ
σου κρινῶ σὲ
|
30
Καὶ σύ, μάχαιρα τῶν Βαβυλωνίων,
μὴ παραμείνῃς ἐπὶ πολὺ
εἰς τὸν τόπον τοῦτον, εἰς τὸν
ὁποῖον ἔχεις γεννηθῇ δι' ὄλεθρον.
Ἐγὼ μέσα εἰς τὴν ἰδικήν
σου χώραν θὰ σὲ
κρίνῳ καὶ θὰ σὲ καταδικάσω.
|
30
Γύρισε πίσω, λαὲ τῶν Ἀμμωνιτῶν, μὴ
παραμείνῃς εἰς τὸν τόπον αὐτόν. Γύρισε
ἐκεῖ ὅπου ἐγεννήθης. Θὰ σὲ
κρίνῳ μέσα εἰς τὴν ἰδικήν σου χώραν.
|
31
καὶ ἐκχεῶ ἐπὶ σὲ ὀργήν
μου ἐν πυρὶ ὀργῆς μου ἐμφυσήσω
ἐπὶ σὲ καὶ παραδώσω σε εἰς
χεῖρας ἀνδρῶν βαρβάρων τεκταινόντων
διαφθοράν. |
31
Θὰ ἀφήσω, ὦ Ἀμμωνῖται,
νὰ ἐκσπάσῃ ἡ ὀργή
μου καὶ ἐναντίον σας, θὰ ἀναρριπίσω
καὶ θὰ ἀνάψω τὴν φωτιὰν
τῆς ὀργῆς μου, θὰ σᾶς παραδώσω
εἰς τὰ χέρια βαρβάρων ἀνδρῶν,
οἱ ὁποῖοι σχεδιάζουν καὶ διαπράττουν
μὲ τέχνην πολλὴν καταστροφάς.
|
31
Θὰ ξεχύσω δὲ ἐπάνω σου τὴν ὀργήν
μου· θὰ φυσήσω μὲ τὴν φωτιὰ τῆς
ὀργῆς μου ἐναντίον σου καὶ θὰ
σὲ παραδώσω εἰς τὰ χέρια ἀνθρώπων
βαρβάρων, οἱ ὁποῖοι ὡς τέχνην καὶ
ἔργον των ἔχουν τὴν καταστροφήν.
|
32
Ἐν πυρὶ ἔσῃ κατάβρωμα, τὸ
αἷμά σου ἔσται ἐν μέσῳ
τῆς γῆς σου· οὐ μὴ γένηταί
σου μνεία, διότι ἐγὼ Κύριος
λελάληκα. |
32
Θὰ σὲ καταφάγῃ τὸ πῦρ,
καὶ τὸ αἷμα τῶν φονευομένων
τέκνων σου θὰ πλημμυρίσῃ τὴν
χώραν σου. Θὰ χαθῇς καὶ κανεὶς
πλέον δὲν θὰ σὲ ἐνθυμηθῇ.
Ἐγώ, ὁ Κύριος εἶπα αὐτὰ
καὶ ἔτσι θὰ γίνῃ>.
|
32
Θὰ σὲ καταφάγῃ ἡ φωτιά·
καὶ τὸ αἷμα σου θὰ κυλᾷ μέσα
εἰς τὴν χώραν σου. Κανεὶς πλέον δὲν
θὰ σὲ ἐνθυμῆται, διότι Ἐγώ,
ὁ Κύριος τοῦ παντός, τὰ εἶπα ἤδη
αὐτὰ καὶ θὰ πραγματοποιηθοῦν
ὅλα ὅσα εἶπα διὰ σέ. |