Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
ὡς κατέπαυσεν ὁ θόρυβος τῶν
ἀνδρῶν τῶν κύκλῳ τῆς συνεδρίας,
καὶ εἶπεν Ὀλοφέρνης ὁ ἀρχιστράτηγος
δυνάμεως Ἀσσοὺρ πρὸς Ἀχιὼρ
ἐναντίον παντὸς τοῦ δήμου ἀλλοφύλων
καὶ πρὸς πάντας υἱοὺς Μωάβ·
|
ταν
ἐσίγασεν ὁ θόρυβος τῶν ἀνδρῶν,
οἱ ὁποῖοι
εὑρίσκοντο γύρω ἀπὸ
τὴν σκηνήν του, ὁ Ὀλοφέρνης
ὁ ἀρχιστράτηγος
τοῦ στρατοῦ τῶν Ἀσσυρίων εἶπε
πρὸς τὸν Ἀχιὼρ ἐνώπιον
ὅλου τοῦ πλήθους τῶν ξένων
στρατιωτῶν καὶ εἰς
ἐπήκοον ὅλων τῶν Μωαβιτῶν.
|
αὶ
ὅταν ἐκόπασεν ὁ θόρυβος, ποὺ
ἔκαμναν οἱ ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι
εἶχαν περικυκλώσει τὸν τόπον, ὅπου ἐγίνετο
ἡ σύσκεψις τοῦ Ὀλοφέρνους καὶ τῶν
ἀξιωματούχων του, εἶπεν ὁ ἀρχιστράτηγος
τῆς στρατιᾶς τῶν
Ἀσσυρίων
Ὀλοφέρνης πρὸς τὸν Ἀχιὼρ ἐνώπιον
ὅλου τοῦ ξένου λαοῦ καὶ ὅλων
τῶν Μωαβιτῶν: |
2
καὶ τίς εἶ σύ, Ἀχιὼρ καὶ
οἱ μισθωτοὶ τοῦ Ἐφραίμ, ὅτι
ἐπροφήτευσας ἐν ἡμῖν καθὼς
σήμερον καὶ εἶπας τὸ γένος Ἰσραὴλ
μὴ πολεμῆσαι, ὅτι ὁ Θεὸς αὐτῶν
ὑπερασπιεῖ αὐτῶν; Καὶ τίς
ὁ Θεὸς εἰ μὴ Ναβουχοδονόσορ;
Οὗτος ἀποστελεῖ τὸ κράτος αὐτοῦ
καὶ ἐξολοθρεύσει αὐτοὺς ἀπὸ
προσώπου τῆς γῆς, καὶ οὐ ρύσεται
αὐτοὺς ὁ Θεὸς αὐτῶν.
|
2
<Ποῖος εἶσαι σύ, Ἀχιώρ, καὶ
οἱ μισθωτοὶ πράκτορες τῆς φυλῆς
τοῦ Ἐφραίμ, ποὺ ἐτόλμησες
καὶ προεφήτευσες, ὅπως ὠμίλησες
σήμερον καὶ εἶπες, ὅτι δὲν πρέπει
νὰ πολεμήσωμεν ἐναντίον τῆς
φυλῆς τῶν Ἰσραηλιτῶν, διότι
ὁ Θεός των θὰ τοὺς ὑπερασπίσῃ;
Ποῖος ἄλλος εἶναι Θεὸς πλὴν
τοῦ Ναβουχοδονόσορος;
Ὁ Ναβουχοδονόσορ αὐτὸς
θὰ ἀποστείλῃ τὸν στρατόν
του καὶ θὰ τοὺς ἐξολοθρεύσῃ
ἐντελῶς ἀπὸ
τὸ πρόσωπον τῆς γῆς. Ὁ δὲ
Θεός των δὲν θὰ ἠμπορέσῃ
νὰ τοὺς γλυτώσῃ.
|
2
<Ποιὸς εἶσαι σύ, Ἀχιώρ, καὶ
ὅσοι ἔχετε ἑξαγορασθῆ ἀπὸ
τὴν φυλὴν τοῦ Ἐφραίμ (δηλαδὴ
ἀπὸ τοὺς Ἰσραηλίτας), καὶ ἐτόλμησες
να μᾶς διδάξῃς σὰν προφήτης μὲ αὐτά,
ποὺ εἶπες σήμερα, ὅτι δηλαδὴ δὲν
πρέπει νὰ πολεμήσωμεν μὲ τὸ γένος τῶν
Ἰσραηλιτῶν, ἐπειδὴ θὰ τοὺς
προστατεύσῃ ὁ Θεός των; Καὶ ποιὸς
ἄλλος θεὸς ὑπάρχει ἐκτὸς ἀπὸ
τὸν Ναβουχοδονόσορα; Αὐτός, ὁ κύριός μου,
θὰ ἀποστείλῃ τὴν δύναμίν του καὶ
θὰ τοὺς ἐξολοθρεύσῃ ἀπὸ
προσώπου τῆς γῆς καὶ εἶναι ἀδύνατον
νὰ τοὺς γλυτώσῃ ὁ Θεός των ἀπὸ
τὰ χέρια του. |
3
Ἀλλ' ἡμεῖς οἱ δοῦλοι αὐτοῦ
πατάξομεν αὐτοὺς ὡς ἄνθρωπον
ἕνα, καὶ οὐχ ὑποστήσονται τὸ
κράτος τῶν ἵππων ἡμῶν.
|
3
Ἀλλὰ ἡμεῖς, οἱ δοῦλοι
τοῦ Ναδουχοδονόσορος, θὰ τοὺς κτυπήσωμεν
κατὰ τρόπον εὔκολον
καὶ ἐξοντωτικόν, ὡς ἐὰν
εἶναι ἕνας μόνον ἄνθρωπος. Αὐτοὶ
δὲν θὰ καταφέρουν καθόλου νὰ
φέρουν οὔτε τὴν παραμικρὰν ἀντίστασιν
εἰς τὴν δύναμιν τοῦ ἱππικοῦ
μας. |
3
Ἐμεῖς δέ, οἱ δοῦλοι τοῦ δεσπότου
καὶ κυρίου μας, θὰ τοὺς κτυπήσωμεν καὶ
θὰ τοὺς φονεύσωμεν ὅλους, σὰν νὰ
ἦσαν ἕνας ἄνθρωπος, καὶ δὲν
θὰ ἠμπορέσουν νὰ ἀντισταθοῦν
εἰς τὴν δύναμιν τοῦ ἱππικοῦ
μας. |
4
Κατακαύσομεν γὰρ αὐτοὺς ἐν αὐτοῖς,
καὶ τὰ ὅρη αὐτῶν μεθυσθήσεται
ἐν τῷ αἵματι αὐτῶν, καὶ
τὰ πεδία αὐτῶν πληρωθήσεται
νεκρῶν αὐτῶν, καὶ οὐκ ἀντιστήσεται
τὸ ἴχνος τῶν ποδῶν αὐτῶν
κατὰ πρόσωπον ἡμῶν, ἀλλὰ
ἀπωλείᾳ ἀπολοῦνται, λέγει
ὁ βασιλεὺς Ναβουχοδονόσορ ὁ κύριος
πάσης τῆς γῆς· εἶπε γάρ,
οὐ ματαιωθήσεται τὰ ρήματα τῶν
λόγων αὐτοῦ. |
4
Θὰ τοὺς κατακαύσωμεν φύρδην μίγδην,
τὰ ὅρη των θὰ πλημμυρήσουν καὶ
θὰ μεθύσουν ἀπὸ τὸ αἷμα
των, αἱ δὲ πεδιάδες
των θὰ γεμίσουν ἀπὸ
τὰ νεκρὰ σώματά των. Οὔτε
ἴχνος ἀπὸ τὰ πόδια των δὲν
θὰ παραμείνῃ ἐνώπιόν μας,
ἀλλὰ ὅλοι θὰ καταστραφοῦν ἐξ
ὁλοκλήρου. Αὐτὰ λέγει ὁ
βασιλεὺς Ναβουχοδονόσορ, ὁ κύριος
ὅλης τῆς οἰκουμένης.
Εἶπεν, ὅτι δὲν πρόκειται νὰ
ἀποδειχθοῦν κούφιοι καὶ μάταιοι
οἱ λόγοι του.
|
4
Θὰ τοὺς κατακαύσωμεν ἐκεῖ, ὅπου
κατοικοῦν. Τὰ βουνά των θὰ πιοῦν,
σὰν αὐτὸν ποὺ πίνει καὶ μεθᾷ,
τὸ αἷμα των, ποὺ θὰ χυθῇ εἰς
αὐτά. Οἱ δὲ πεδιάδες των θὰ γεμίσουν
ἀπὸ τὰ πτώματά των. Καὶ δὲν
θὰ ἠμπορέσουν οὔτε νὰ σταθοῦν
εἰς τὰ πόδια των, μόλις μᾶς ἀντικρύσουν,
ἀλλὰ θὰ ἐξολοθρευθοῦν ἐντελῶς.
Αὐτὸ διατάζει ὁ βασιλεὺς Ναβουχοδονόσορ,
ὁ κύριος ὅλης τῆς γῆς. Ἐφ’ ὅσον
τὸ εἶπε, δὲν πρόκειται ἐπ’ οὐδενὶ
λόγῳ νὰ ματαιωθοῦν τὰ παραγγέλματα
τῶν διαταγμάτων του. |
5
Σὺ δὲ Ἀχιὼρ μισθωτὲ τοῦ
Ἀμμών, ὃς ἐλάλησας τοὺς
λόγους τούτους ἐν ἡμέρᾳ
ἀδικίας σου, οὐκ ὄψει ἔτι τὸ
πρόσωπόν μου ἀπὸ τῆς ἡμέρας
ταύτης, ἕως οὐ ἐκδικήσω τὸ
γένος τῶν ἐξ Αἰγύπτου·
|
5
Σὺ δέ, Ἀχιώρ, μισθωτὲ πράκτορ
τῶν Ἀμμωνιτῶν, ὁ ὁποῖος
κατὰ τὴν ἡμέραν αὐτὴν
ἐτόλμησες νὰ ὁμιλήσῃς
ἐνώπιόν μου τοὺς λόγους αὐτοὺς
τῆς ἀδικίας, δὲν θὰ ἴδῃς
πλέον τὸ πρόσωπόν μου ἀπὸ
τὴν ἡμέραν αὐτήν, μέχρις
ὅτου ἐγὼ τιμωρήσω τὸ
γένος τῶν Ἰσραηλιτῶν, ποὺ ἐξῆλθεν
ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον.
|
5
Σὺ δέ, Ἀχιώρ, μισθωτὲ τῶν Ἀμμωνιτῶν,
ὁ ὁποῖος ἐτόλμησες νὰ
εἴπῃς σήμερα τὰ λόγια αὐτά, ποὺ
σὲ ἀπέδειξαν ἄδικον καὶ προδότην ἀπέναντί
μας, δὲν πρόκειται νὰ ξαναϊδῇς τὸ
πρόσωπόν μου ἀπὸ σήμερα καὶ ἕως ὅτου
ἐκδικηθῶ καὶ τιμωρήσω τὸ γένος αὐτὸ
τῶν ἀνθρώπων, ποὺ ἐβγῆκεν, ὅπως
εἶπες, ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον.
|
6
καὶ τότε διελεύσεται ὁ σίδηρος
τῆς στρατιᾶς μου καὶ ὁ λαὸς
τῶν θεραπόντων μου τὰς πλευράς σου,
καὶ πεσῇ ἐν τοῖς τραυματίαις
αὐτῶν, ὅταν ἐπιστρέψω.
|
6
Καὶ τότε ὅλα τὰ σιδερένια
ὅπλα τοῦ στρατοῦ μου, λόγχαι καὶ
ρομφαῖαι, θὰ διαπεράσουν τὸ σῶμα
σου καὶ τὸ πλῆθος τῶν στρατιωτῶν
μου θὰ σοῦ σπάσῃ τὰ πλευρὰ
καὶ θὰ πέσῃς νεκρὸς μεταξὺ
τῶν νεκρῶν Ἰσραηλιτῶν, ὅταν
ἐγὼ ἐπιστρέψω νικητής.
|
6
Καὶ τότε θὰ τρυπήσουν τὰ πλευρά σου τὰ
σιδερένια ὅπλα τῶν στρατιωτῶν μου καὶ
θὰ σοῦ τὰ τσακίσουν ἐν συνεχεῖᾳ
οἰ δοῦλοί μου, ὥστε νὰ πέσῃς
καὶ σὺ ἀνάμεσα εἰς τοὺς πληγωμένους
καὶ νεκροὺς Ἰσραηλίτας. Αὐτὰ
ὅμως θὰ γίνουν, ὅταν ἐπιστρέψω ἀπὸ
τὴν ἐπίθεσίν μου ἐναντίον των.
|
7
Καὶ ἀποκαταστήσουσί σε οἱ δοῦλοί
μου εἰς τὴν ὀρεινὴν καὶ θήσουσί
σε ἐν μιᾷ τῶν πόλεων τῶν ἀναβάσεων,
|
7
Ἐπὶ τοῦ παρόντος ὅμως οἱ
δοῦλοι μου θὰ σὲ μεταφέρουν εἰς
τὸ ὅρος καὶ θὰ σὲ περιορίσουν
εἰς μίαν πόλιν
ἐπάνω εἰς τὰς διαβάσεις
αὐτάς.
|
7
Πρὸς τὸ παρὸν οἱ δοῦλοι μου
θὰ σὲ μεταφέρουν εἰς τὴν ὀρεινὴν
περιοχὴν καὶ θὰ σὲ ἀφήσουν
εἰς μίαν ἀπὸ τὰς ὀρεινὰς
πόλεις. |
8
καὶ οὐκ ἀπολῇ ἕως οὗ ἐξολοθρευθῇς
μετ' αὐτῶν. |
8
Δὲν θὰ ἐκτελεσθῇς, ἀλλὰ
θὰ ζήσῃς, μέχρις ὅτου ἐξολοθρευθῇς
μαζῆ μὲ τοὺς Ἰσραηλίτας.
|
8
Δὲν θὰ φονευθῇς δέ, ἕως ὅτου
ἔλθῃ ἡ ὤρα νὰ πληρώσῃς,
ὅπως σοῦ ἀξίζει καὶ ὅπως
σοῦ εἶπα. Τότε θὰ ἐξοντωθῇς
καὶ σὺ μαζί των. |
9
Καὶ εἴπερ ἐλπίζεις τῇ καρδίᾳ
σου ὅτι οὐ ληφθήσονται, μὴ συμπεσέτω
σου τὸ πρόσωπον· ἐλάλησα, καὶ
οὐδὲν διαπεσεῖται τῶν ρημάτων
μου. |
9
Καὶ μὴ παίρνῃς αὐτὸ τὸ
ὕφος τὸ θλιμμένον, ἐὰν κατὰ
βάθος σὺ ἐλπίζεις ὅτι ἐκεῖνοι
δὲν θὰ καταληφθοῦν ἀπὸ ἐμέ.
Εἶπα καὶ ἐλάλησα καὶ κανένα
ἀπὸ τὰ λόγια μου δὲν θὰ
πέσῃ εἰς τὸ κενόν>.
|
9
Ἐὰν ὅμως ἐλπίζῃς μέσα εἰς
τὴν καρδιάν σου ὅτι αὐτοὶ δὲν
πρόκειται νὰ κυριευθοῦν, μὴ κατεβάζῃς
μὲ προσποιητὴν λύπην τὸ πρόσωπόν σου. Τὸ
εἶπα ἤδη καὶ τίποτε ἀπὸ τὰ
λόγια μου δὲν θὰ ματαιωθῇ>.
|
10
Καὶ προσέταξεν Ὀλοφέρνης τοῖς
δούλοις αὐτοῦ, οἳ ἦσαν παρεστηκότες
ἐν τῇ σκηνῇ αὐτοῦ, συλλαβεῖν
τὸν Ἀχιὼρ καὶ ἀποκαταστῆσαι
αὐτὸν εἰς Βαιτυλούα καὶ παραδοῦναι
εἰς χεῖρας υἱῶν Ἰσραήλ.
|
10
Διέταξεν ὁ Ὀλοφέρνης τοὺς δούλους
του, οἱ ὁποῖοι
εὑρίσκοντο ὄρθιοι πλησίον εἰς
τὴν σκηνήν του, νὰ
συλλάβουν τὸν Ἀχιὼρ καὶ νὰ
ὁδηγήσουν αὐτὸν εἰς Βαιτυλούα,
διὰ νὰ τὸν παραδώσουν εἰς τὰ
χέρια τῶν Ἰσραηλιτῶν.
|
10
Καὶ διέταξεν ὁ Ὀλοφέρνης τοὺς δούλους
του, ποὺ παρέστεκαν εἰς τὴν σκηνήν
του, νὰ συλλάβουν τὸν Ἀχιὼρ καί, ἀφοῦ
τὸν μεταφέρουν εἰς τὴν πόλιν Βαιτυλούαν,
νὰ τὸν παραδώσουν εἰς τὰ χέρια τῶν
Ἰσραηλιτῶν. |
11
Καὶ συνέλαβαν αὐτὸν οἱ δοῦλοι
αὐτοῦ καὶ ἤγαγον αὐτὸν
ἔξω τῆς παρεμβολῆς εἰς τὸ πεδίον
καὶ ἐπῇραν ἐκ μέσου τῆς
πεδινῆς εἰς τὴν ὀρεινὴν καὶ
παρεγένοντο ἐπὶ τὰς πηγάς, αἳ
ἦσαν ὑποκάτω Βαιτυλούα.
|
11
Οἱ δοῦλοι τοῦ Ὀλοφέρνου συνέλαβαν
πράγματι τὸν Ἀχιώρ, τὸν ὠδήγησαν
ἔξω ἀπὸ τὸ στρατόπεδον εἰς
τὴν πεδιάδα, ἀπὸ
τὴν πεδιάδα τὸν ἀνεβίβασαν εἰς
τὸ ὅρος καὶ ἔφθασαν εἰς τὰς
πηγάς, αἱ ὁποῖαι εὑρίσκοντο
κάτω ἀπὸ τὴν Βαιτυλούα.
|
11
Καὶ ἀμέσως οἱ δοῦλοι του συνέλαβαν
τὸν Ἀχιὼρ καὶ τὸν ὠδήγησαν
ἔξω ἀπὸ τὸ στρατόπεδον τῶν Ἀσσυρίων
εἰς τὴν πεδιάδα. Καί, ἀφοῦ ἐπέρασαν
μέσα ἀπὸ τὴν πεδιάδα, τὸν ἀνέβασαν
εἰς τὴν ὀρεινὴν περιοχὴν καὶ
ἔφθασαν εἰς τὰς πηγάς, ποὺ ὑπῆρχαν
κάτω ἀπὸ τὴν Βαιτυλούαν.
|
12
Καὶ ὡς εἶδαν αὐτοὺς οἱ
ἄνδρες τῆς πόλεως ἐπὶ τὴν
κορυφὴν τοῦ ὅρους, ἀνέλαβον
τὰ ὅπλα αὐτῶν καὶ ἀπῆλθαν
ἔξω τῆς πόλεως ἐπὶ τὴν
κορυφὴν τοῦ ὄρους, καὶ πᾶς ἀνὴρ
σφενδονήτης διεκράτησαν τὴν ἀνάβασιν
αὐτῶν καὶ ἔβαλον ἐν λίθοις
ἐπ' αὐτούς. |
12
Ὅταν οἱ Ἰσραηλῖται, οἱ ἄνδρες
τῆς πόλεως ποὺ εὑρίσκοντο εἰς
τὴν κορυφὴν τοῦ ὅρους,
τοὺς εἶδαν, ἐπῆραν
τὰ ὅπλα των, βγῆκαν ἔξω ἀπὸ
τὴν πόλιν εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ
ὅρους καὶ οἱ σφενδονῆται κατέλαβον
τὰς διαβάσεις καὶ ἔρριπτον
λίθους ἐναντίον ἐκείνων.
|
12
Μόλις ὅμως τοὺς εἶδαν οἱ ἄνδρες
τῆς πόλεως, ποὺ ἦτο εἰς τὴν
κορυφὴν τοῦ βουνοῦ, ἐπῆραν τὰ
ὅπλα των καὶ ἐβγῆκαν ἔξω ἀπὸ
τὴν πόλιν, εἰς διάφορα σημεῖα εἰς
τὴν κορυφὴν τοῦ βουνοῦ. Ὅλοι
δὲ οἱ σφενδονῆται τῆς Βαιτυλούας κατέλαβαν
τὰς θέσεις των καὶ μὲ τοὺς λίθους,
ποὺ ἔρριχναν ἐναντίον των μὲ τὰς
σφενδόνας των, τοὺς ἐμπόδιζαν νὰ ἀνεβοῦν.
|
13
Καὶ ὑποδύσαντες ὑποκάτω τοῦ
ὅρους ἔδησαν τὸν Ἀχιὼρ καὶ
ἀφῆκαν ἐρριμμένον ὑπὸ
τὴν ρίζαν τοῦ ὅρους καὶ ἀπώχοντο
πρὸς τὸν κύριον αὐτῶν.
|
13
Οἱ δοῦλοι τοῦ Ὀλοφέρνου, ποὺ
ἔφεραν συνοδείαν
τὸν ᾿Αχιώρ, εἰσέδυσαν
κάτω ἀπὸ παρυφὴν τοῦ ὅρους,
διὰ νὰ προφυλαχθοῦν, ἔδεσαν ἐκεῖ
τὸν Ἀχιώρ, τὸν ἀφῆκαν
δεμένον εἰς τοὺς πρόποδας τοῦ
ὅρους καὶ ἔφυγαν, διὰ νὰ ἐπανέλθουν
εἰς τὸν κύριόν των.
|
13
Οἱ δὲ δοῦλοι τοῦ Ὀλοφέρνους,
ὅταν εἶδαν τὴν ἀντίστασιν τῶν
κατοίκων τῆς Βαιτυλούας, ἐσύρθηκαν μὲ
προφυλάξεις κάτω ἀπὸ τὸ βουνὸ καί,
ἀφοῦ ἔδεσαν τὸν Ἀχιώρ,
τὸν ἔρριξαν καὶ τὸν ἐγκατέλειψαν
εἰς τοὺς πρόποδας τοῦ βουνοῦ καὶ
ἔφυγαν πρὸς τὸ στρατόπεδον τοῦ κυρίου
των. |
14
Καταβάντες δὲ υἱοὶ Ἰσραὴλ
ἐκ τῆς πόλεως αὐτῶν ἐπέστησαν
αὐτῷ καὶ λύσαντες αὐτὸν
ἀπήγαγαν εἰς τὴν Βαιτυλούα καὶ
κατέστησαν αὐτὸν ἐπὶ τοὺς
ἄρχοντας τῆς πόλεως αὐτῶν,
|
14
Οἱ Ἰσραηλῖται κατέβησαν ἀπὸ
τὴν πόλιν των κάτω, συνήντησαν αὐτόν,
τὸν ἔλυσαν καὶ τὸν
ὠδήγησαν εἰς
τὴν Βαιτυλούα, ὅπου καὶ τὸν
παρουσίασαν εἰς τοὺς ἄρχοντας τῆς
πόλεως.
|
14
Οἱ δὲ Ἰσραηλῖται κατέβηκαν ἀπὸ
τὴν πόλιν των ἐκεῖ, ὅπου ἦτο
ὁ Ἀχιώρ, καὶ τὸν ἐπλησίασαν.
Καί, ἀφοῦ τὸν ἔλυσαν, τὸν ἔφεραν
εἰς τὴν Βαιτυλούαν καὶ τὸν παρουσίασαν
εἰς τοὺς ἄρχοντας τῆς πόλεως των.
|
15
οἳ ἦσαν ἐν ταῖς ἡμέραις
ἐκείναις, Ὀζίας ὁ τοῦ
Μιχὰ ἐκ τῆς φυλῆς Συμεὼν καὶ
Ἀβρὶς ὁ τοῦ Γοθονιὴλ καὶ
Χαρμὶς υἱὸς Μελχιήλ.
|
15
Ἄρχοντες δὲ τῆς πόλεως κατ' ἐκείνας
τὰς ἡμέρας ἦσαν ὁ Ὀζίας,
υἱὸς τοῦ Μιχὰ
ἀπὸ τὴν φυλὴν
Συμεών, καὶ ὁ Ἀβρὶς
υἱὸς τοῦ Γοθονιὴλ καὶ
ὁ Χαρμὶς υἱὸς
τοῦ Μελχιήλ.
|
15
Ἐκείνην τὴν ἐποχὴν ἄρχοντες
τῆς Βαιτυλούας ἦσαν ὁ Ὀζίας,
ὁ υἱὸς τοῦ Μιχά, ποὺ κατήγετο
ἀπὸ τὴν φυλὴν Συμεών, καὶ ὁ
Ἀβρίς, ὁ υἱὸς τοῦ Γοθονιήλ,
καὶ ὁ Χαρμίς, ὁ υἱὸς τοῦ
Μελχιήλ. |
16
Καὶ συνεκάλεσαν πάντας τοὺς πρεσβυτέρους
τῆς πόλεως, καὶ συνέδραμον πᾶς
νεανίσκος αὐτῶν καὶ αἱ γυναῖκες
εἰς τὴν ἐκκλησίαν. Καὶ ἔστησαν
τὸν Ἀχιὼρ ἐν μέσῳ παντὸς
τοῦ λαοῦ αὐτῶν, καὶ ἐπηρώτησεν
αὐτὸν Ὀζίας τὸ συμβεβηκός.
|
16
Οἱ ἀρχηγοὶ αὐτοὶ συνεκάλεσαν
τοὺς πρεσβυτέρους τῆς πόλεως εἰς
σύσκεψιν, ὅπου ὅμως προσῆλθον
καὶ οἱ νέοι Ἰσραηλῖται
καὶ αὐταὶ ἀκόμη
αἱ γυναῖκες. Ἔβαλαν τὸν Ἀχιὼρ
εἰς τὸ μέσον ὅλου τοῦ λαοῦ
των καὶ ὁ Ὀζίας τὸν ἠρώτησε
διὰ τὸ συμβεβηκὸς αὐτό.
|
16
Οἱ δὲ ἄρχοντες τῆς Βαιτυλούας ἐκάλεσαν
ἀμέσως εἰς σύναξιν τοὺς προεστοὺς
τῆς πόλεως. Εἰς τὴν σύναξιν αὐτὴν
ἔτρεξαν καὶ ἐπῆραν μέρος καὶ
ὅλοι οἱ νέοι, καθὼς καὶ οἱ γυναῖκες
τῆς πόλεως. Ἐτοποθέτησαν λοιπὸν εἰς
τὸ μέσον ὅλου τοῦ λαοῦ των τὸν
Ἀχιὼρ καὶ ὁ Ὀζίας τὸν
ἐρώτησε τί ἀκριβῶς συνέβη.
|
17
Καὶ ἀποκριθεὶς ἀπήγγειλεν αὐτοῖς
τὰ ρήματα τῆς συνεδρίας Ὀλοφέρνου
καὶ πάντα τὰ ρήματα, ὅσα ἐλάλησεν
ἐν μέσῳ τῶν ἀρχόντων υἱῶν
Ἀσιούρ, καὶ ὅσα ἐμεγαλορρημόνησεν
Ὀλοφέρνης εἰς τὸν οἶκον Ἰσραήλ.
|
17
Ὁ Ἀχιὼρ ἀπεκρίθη καὶ εἶπεν
εἰς αὐτούς, ὅσα
εἴχαν λεχθῇ κατὰ τὴν συνεδρίασιν
τοῦ Ὀλοφέρνου καὶ ὅλους
τοὺς λόγους, τοὺς
ὁποίους αὐτὸς
εἶχεν εἴπει ἐνώπιον τῶν
Ἀσσυρίων ἀρχηγῶν, ὅπως ἐπίσης
καὶ τοὺς ἀλαζονικοὺς λόγους
τοῦ Ὀλοφέρνου ἐναντίον τῶν
Ἰσραηλιτῶν.
|
17
Καὶ ἀπεκρίθη ὁ Ἀχιὼρ καὶ
ἀνεκοίνωσεν εἰς αὐτοὺς ὅσα ἐλέχθησαν
κατὰ τὴν συνεδρίασιν τοῦ Ὀλοφέρνους
με τοὺς ἀξιωματουχούς του, καθὼς καὶ
ὅσα εἶπεν ὁ Ὀλοφέρνης ἐνώπιον
τῶν ἀρχόντων τῶν Ἀσσυρίων, ὅπως
ἐπίσης καὶ τὰ ἀλαζονικὰ καὶ
ὑβριστικὰ λόγια του ἐναντίον τοῦ λαοῦ
τῶν Ἰσραηλιτῶν. |
18
Καὶ πεσόντες ὁ λαὸς προσεκύνησαν
τῷ Θεῷ καὶ ἐβόησαν λέγοντες·
|
18
Οἱ Ἰσραηλῖται ἔπεσαν
μὲ τὸ πρόσωπον κατὰ γῆς,
προσεκύνησαν τὸν Θεὸν καὶ εἶπαν·
|
18
Μόλις τὰ ἄκουσαν αὐτὰ οἱ Ἰσραηλῖται,
ἔπεσαν κατὰ γῆς καὶ ἐπροσκύνησαν
τὸν Θεὸν καὶ ἄρχισαν νὰ φωνάζουν
καὶ νὰ λέγουν: |
19
Κύριε ὁ Θεὸς τοῦ οὐρανοῦ,
κάτιδε ἐπὶ τὰς ὑπερηφανίας
αὐτῶν καὶ ἐλέησον τὴν
ταπείνωσιν τοῦ γένους ἡμῶν καὶ
ἐπίβλεψον ἐπὶ τὸ πρόσωπον
τῶν ἠγιασμένων σοι ἐν τῇ ἡμέρᾳ
τούτῃ. |
19
<Κύριε, σὺ ὁ Θεὸς τοῦ οὐρανοῦ,
ἰδὲ καλὰ τὰς ἀλαζονείας
αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων καὶ
ἐλέησε τὸ ταπεινωμένον καὶ ἀπειλούμενον
ἀπὸ αὐτοὺς γένος μας· ρῖψε
ἕνα βλέμμα σπλαγχνικὸν κατὰ τὴν
ἡμέραν αὐτὴν εἰς τοὺς
ἠγιασμένους σου>.
|
19
<Κύριε, ὁ Θεὸς τοῦ οὐρανοῦ,
ρίξε τὸ βλέμμα Σου εἰς τοὺς κομπασμοὺς
καὶ τὰς ἀλαζονείας των, καὶ σπλαγχνίσου
τὸ γένος μας, ποὺ ἔχει ταπεινωθῇ καὶ
κινδυνεύει. Στρέψε μὲ εὐμένειαν τὸ πρόσωπόν
Σου κατὰ τὴν ἡμέραν αὐτὴν πρὸς
τὰ πρόσωπα ἐκείνων, ποὺ ἔχουν ἑξαγνισθῇ
καὶ εἶναι πλέον ἀφωσιωμένοι εἰς
Σέ>. |
20
Καὶ παρεκάλεσαν τὸν Ἀχιὼρ καὶ
ἐπῄνεσαν αὐτὸν σφόδρα.
|
20
Ἔπειτα ἀπὸ αὐτὰ ἐπαρηγόρησαν
τὸν Ἀχιὼρ καὶ τὸν ἐπῄνεσαν
πολύ.
|
20
Μετὰ ταῦτα παρηγόρησαν τὸν Ἀχιὼρ
καὶ τὸν ἐτόνωσαν μὲ λόγια πολὺ
ἐπαινετικά. |
21
Καὶ παρέλαβεν αὐτὸν Ὀζίας
ἐκ τῆς ἐκκλησίας εἰς οἶκον
αὐτοῦ καὶ ἐποίησε πότον
τοῖς πρεσβυτέροις, καὶ ἐπεκαλέσαντο
τὸν Θεὸν Ἰσραὴλ εἰς βοήθειαν
ὅλην τὴν νύκτα ἐκείνην.
|
21
Ὁ Ὀζίας τὸν παρέλαβον ἀπὸ
τὴν συγκέντρωσιν ἐκείνην, τὸν
ἔφερεν εἰς τὸν οἶκον του καὶ
παρέθεσε τράπεζαν εἰς αὐτὸν
καὶ τοὺς πρεσβυτέρους. Ὅλην δὲ
ἐκείνην τὴν νύκτα παρακαλοῦσαν
τὸν Θεὸν τοῦ Ἰσραὴλ νὰ
ἔλθῃ εἰς βοήθειάν των.
|
21
Τὸν ἐπῆρε δὲ ὁ Ὀζίας
ἀπὸ τὴν σύναξιν ἐκείνην καὶ
τὸν ἔφερεν εἰς τὸ σπίτι του. Καὶ
ἔκαμεν ἐκεῖ συμπόσιον μὲ ὅλους
τοὺς προεστούς. Κατόπιν ἱκέτευσαν τὸν
Θεὸν τοῦ Ἰσραὴλ μὲ προσευχάς,
ποὺ διήρκεσαν καθ’ ὅλην τὴν νύκτα ἐκείνην,
νὰ τοὺς βοηθήσῃ εἰς τὴν δύσκολον
ὥραν των. |