Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
ἐγένετο ὡς ἐπαύσατο βοῶσα
πρὸς τὸν Θεὸν Ἰσραὴλ καὶ
συνετέλεσε πάντα τὰ ρήματα ταῦτα,
|
ταν
ἔπαυσεν ἡ Ἰουδὶθ νὰ προσεύχεται
ἀπὸ βάθους καρδίας πρὸς τὸν
Θεὸν τοῦ Ἰσραὴλ καὶ ἐτελείωσεν
ὅλα αὐτὰ τὰ λόγια,
|
ταν
λοιπὸν ἐτελείωσεν ἡ Ἰουδὶθ
τὴν θερμὴ προσευχήν της πρὸς τὸν
Θεὸν τοῦ Ἰσραὴλ καὶ συνεπλήρωσεν
ὅλα αὐτά, ποὺ εἶχε νὰ εἴπῃ
εἰς τὸν Κύριον, |
2
καὶ ἀνέστη ἀπὸ τῆς πτώσεως
καὶ ἐκάλεσε τὴν ἄβραν αὐτῆς
καὶ κατέβη εἰς τὸν οἶκον, ἐν
ᾧ διέτριβεν ἐν αὐτῷ ἐν
ταῖς ἡμέραις τῶν σαββάτων καὶ
ἐν ταῖς ἑορταῖς αὐτῆς·
|
2
ἐσηκώθη ἀπὸ τὸ ἔδαφος,
ὅπου εἶχε πέσει πρηνής, ἐκάλεσε
τὴν θεραπαινίδα της καὶ κατέβηκε εἰς
τὰ διαμερίσματά της, εἰς τὰ
ὁποῖα παρέμενε κατὰ τὰς ἡμέρας
τῶν Σαββάτων καὶ κατὰ τὰς ἄλλας
ἑορτάς. |
2
ἐσηκώθη ἀπὸ τὸ δάπεδον, ὅπου
εἶχε προσπέσει διὰ νὰ προσευχηθῶ.
Ἐν συνεχείᾳ ἐκάλεσε τὴν ὑπηρέτριάν
της καὶ κατέβη ἀπὸ τὸ δῶμα καὶ
ἐμβῆκεν εἰς τὸ σπίτι της, ὅπου
ἔμενε κανονικῶς τὰς ἡμέρας τῶν
Σαββάτων καὶ κατὰ τὰς ἑορτὰς
τῶν Ἰουδαίων. |
3
καὶ περιείλατο τὸν σάκκον, ὃν
ἐνεδεδύκει, καὶ ἐξεδύσατο τὰ
ἱμάτια τῆς χηρεύσεως αὐτῆς
καὶ περιεκλύσατο τὸ σῶμα ὕδατι
καὶ ἐχρίσατο μύρῳ παχεῖ
καὶ διέταξε τὰς τρίχας τῆς κεφαλῆς
αὐτῆς καὶ ἐπέθετο μίτραν
ἐπ' αὐτῆς καὶ ἐνεδύσατο
τὰ ἱμάτια τῆς εὐφροσύνης
αὐτῆς, ἐν οἷς ἐστολίζετο
ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς ζωῆς
τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς Μανασσῆ,
|
3
Ἐκεῖ ἔβγαλε τὸν σάκκον, τὸν
ὁποῖον εἶχεν ἐνδυθῆ, ἔβγάλε
τὰ ἐνδύματα τῆς χηρείας της,
ἔλουσε τὸ σῶμα της μὲ ὕδωρ καὶ
τὸ ἤλειψε μὲ πλούσιον μῦρον.
Ἐκτένισε κατὰ τρόπον ὡραῖον
τὰς τρίχας τῆς κεφαλῆς της, ἔβαλε
μανδήλιον ἐπάνω εἰς αὐτήν,
ἐφόρεσε τὰ ἐορταστικὰ ἐνδύματα
τῆς χαρᾶς της, μὲ τὰ ὁποῖα
ἐστολίζετο κατὰ τὰς ἡμέρας
ποὺ ἐζοῦσεν ὁ ἄνδρας της ὁ
Μανασσῆς. |
3
Κατόπιν ἔβγαλε τὸν τρίχινον σάκκον, ποὺ
ἐφοροῦσε διὰ τὸ πένθος της. Ἔβγαλεν
ἐπίσης καὶ τὰ ἄλλα πένθιμα ἐνδύματα
τῆς χηρείας της. Ἔλουσεν ἔπειτα μὲ
νερὸ τὸ σῶμα της καὶ τὸ ἄλειψε
μὲ πλούσιον μύρον. Καὶ ἀφοῦ ἐκτένισε
καὶ ἐτακτοποίησε τὰ μαλλιά της,
ἔβαλεν εἰς τὸ κεφάλη της ἕνα
ἐντυπωσιακὸ κάλυμμα. Ἐφόρεσε δὲ
τὰ πιὸ λαμπρά, τὰ ἐορταστικὰ
ἐνδύματά της, μὲ τὰ ὁποῖα
ἐστολίζετο κατὰ τὸν καιρὸν ποὺ
ἐζοῦσεν ὁ σύζυγός της Μανασσῆς.
|
4
καὶ ἔλαβε σανδάλια εἰς τοὺς
πόδας αὐτῆς καὶ περιέθετο τοὺς
χλιδῶνας καὶ τὰ ψέλλια καί,
τοὺς δακτυλίους καὶ τὰ ἐνώτια
καὶ πάντα τὸν κόσμον αὐτῆς
καὶ ἐκαλλωπίσατο σφόδρα εἰς
ἀπάτησιν ὀφθαλμῶν ἀνδρῶν,
ὅσοι ἂν ἴδωσιν αὐτήν.
|
4
Ἐφόρεσε σανδάλια εἰς τὰ πόδια
της, ἔβαλε εἰς τὰ χέρια της βραχιόλια,
δακτυλίδια καὶ τὰ ἄλλα κοσμήματα,
σκουλαρίκια εἰς τὰ αὐτιά της
καὶ ὅλον τὸν στολισμόν της καὶ
ἐκαλλωπίσθη πάρα πολύ, διὰ νὰ
ἐξαπατήσῃ καὶ ἀποπλανήσῃ
τοὺς ὀφθαλμοὺς τῶν ἀνδρῶν,
ὅσοι θὰ τὴν ἔβλεπον.
|
4
Ἐφόρεσεν ἐπίσης σανδάλια εἰς τὰ
πόδια της καὶ ἔβαλε τὰ βραχιόλια, τὰ
στολίδια, τὰ δαχτυλίδια, τὰ σκουλαρίκια καὶ
ὅλα τὰ ἄλλα κοσμήματά της. Ἔτσι
ἐστολίσθη καὶ ὠμόρφηνε πολύ,
διότι ἤθελε νὰ ἐξαπατήσῃ τὰ
μάτια τῶν ἀνδρῶν, ποὺ θὰ τὴν
ἔβλεπαν. |
5
Καὶ ἔδωκε τῇ ἅβρα αὐτῆς
ἀσκοπυτίνην οἴνου καὶ καψάκην
ἐλαίου καὶ πήραν ἐπλήρωσεν
ἀλφίτων καὶ παλάθης καὶ ἄρτων
καθαρῶν καὶ περιεδίπλωσε πάντα τὰ
ἀγγεῖα αὐτῆς καὶ ἐπέθηκεν
ἐπ' αὐτῇ. |
5
Ἔδωσεν εἰς τὴν θεραπαινίδα της ἕνα
ἀσκὶ μὲ οἶνον καὶ μίαν
ὑδρίαν μὲ λάδι. Ἐγέμισε
μὲ ἄρτον ἀπὸ κριθὴν καὶ
μὲ σῦκα καὶ μὲ καθαρὸν ἄρτον
ἕνα σάκκον, ἐδίπλωσεν ὅλα αὐτὰ
εἰς τὰς ἀποσκευάς της καὶ τὰ
ἐφόρτωσεν εἰς τὴν θεραπαινίδα
της. |
5
Ἔδωσε κατόπιν εἰς τὴν ὑπηρέτριάν
της ἕνα ἀσκὶ μὲ κρασί, ἕνα δοχεῖον
μὲ λάδι καὶ ἐγέμισεν ἕνα σακκὶ
μὲ κρίθινα ψωμιά, μὲ τσαπέλα σύκων καὶ
μὲ ψωμιὰ ἀπὸ καθαρὸ σιτάρι.
Καὶ ἀφοῦ ἐτακτοποίησεν ὅλα
τὰ σακκίδια καὶ τὰ δοχεῖα, τὰ
ἐφόρτωσεν εἰς τὴν δούλην της.
|
6
Καὶ ἐξήλθοσαν ἐπὶ τὴν
πύλην τῆς πόλεως Βαιτυλούα καὶ
εὕροσαν ἐφεστῶτας ἐπ' αὐτῆς
Ὀζίαν καὶ τοὺς πρεσβυτέρους
τῆς πόλεως Χαβρὶν καὶ Χαρμίν.
|
6
Ἡ Ἰουδὶθ μὲ τὴν θεραπαινίδα
της ἐξῆλθαν εἰς τὴν πύλην τῆς
πόλεως, ὅπου καὶ συνήντησαν τὸν
Ὀζίαν καὶ τοὺς πρεσβυτέρους
τῆς πόλεως, τὸν Χαβρὶν καὶ Χαρμίν,
οἱ ὁποῖοι καὶ τὰς ἐπερίμεναν.
|
6
Μετὰ ταῦτα ἐβγῆκαν ἀπὸ
τὸ σπίτι καὶ ἦλθαν εἰς τὴν πύλην
τῆς πόλεως Βαιτυλούας καὶ εὑρῆκαν
τὸν Ὀζίαν καὶ τοὺς ἄλλους
προεστοὺς τῆς πόλεως, Χαβρὶν καὶ Χαρμίν,
νὰ τὰς περιμένουν ἐκεῖ.
|
7
Ὡς δὲ εἶδον αὐτὴν καὶ
ἦν ἠλλοιωμένον τὸ πρόσωπον αὐτῆς
καὶ τὴν στολὴν μεταβεβληκυῖαν αὐτῆς,
καὶ ἐθαύμασαν ἐπὶ τῷ κάλλει
αὐτῆς ἐπὶ πολὺ σφόδρα
καὶ εἶπαν αὐτῇ·
|
7
Ὅταν δὲ τὴν εἶδαν μὲ τὸ
πρόσωπόν της ἀλλοιωμένον καὶ
ὡραιότατον καὶ ἀλλαγμένην τὴν
στολὴν τῆς χηρείας της μὲ στολὴν
λαμπράν, ἐθαύμασαν τὴν ὡραιότητά
της πάρα πολὺ καὶ τῆς εἶπαν·
|
7
Μόλις τὴν εἶδαν οἱ ἄρχοντες καὶ
ἐπρόσεξαν ὅτι τὸ πρόσωπόν της εἶχεν
ἀλλάξει καὶ εἶχε γίνει πολὺ
πιὸ ὠραῖον καὶ ὅτι ἐφοροῦσε
διαφορετικήν, λαμπρὰν στολήν, ἐθαύμασαν διὰ
τὸ κάλλος της καί, καθὼς τὴν ἀτένιζαν
μὲ μεγάλον θαυμασμόν, τῆς εἶπαν:
|
8
ὁ Θεὸς ὁ Θεὸς τῶν πατέρων
ἡμῶν δῴη σε εἰς χάριν καὶ
τελειώσαι τὰ ἐπιτηδεύματά σου
εἰς γαυρίαμα υἱῶν Ἰσραὴλ
καὶ ὕψωμα Ἱερουσαλήμ. Καὶ προσεκύνησε
τῷ Θεῷ |
8
<Ὁ Θεός, ὁ Θεός τῶν πατέρων
μας εὐχόμεθα νὰ σοῦ δώσῃ
χάριν, ὥστε νὰ φέρῃς εἰς
πέρας τὸ ἔργον σου εἰς ἔπαινον
τῶν Ἰσραηλιτῶν καὶ δόξαν τῆς
Ἱερουσαλήμ>. Αὐτὴ προσεκύνησε
τὸν Θεὸν
|
8
<Εἴθε νὰ σοῦ δώσῃ χάριν ὁ
Θεός, ὁ Θεὸς τῶν πατέρων μας, καὶ
νὰ φέρῃ εἰς πέρας τὰ σχέδιά σου διὰ
νὰ δοξασθοῦν οἱ Ἰσραηλῖται καὶ
νὰ ἐξυψωθῇ ἡ Ἱερουσαλήμ>.
Ἡ δὲ Ἰουδὶθ ἐπροσκύνησε τὸν
Θεὸν |
9
καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· ἐπιτάξατε
ἀνοῖξαί μοι τὴν πύλην τῆς
πόλεως, καὶ ἐξελεύσομαι εἰς
τελείωσιν τῶν λόγων, ὧν ἐλαλήσατε
μετ' ἐμοῦ· καὶ συνέταξαν
τοῖς νεανίσκοις ἀνοῖξαι αὐτῇ
καθότι ἐλάλησε.
|
9
καὶ τοὺς εἶπε· <διατάξατε
νὰ μοῦ ἀνοίξουν τὴν πύλην
τῆς πόλεως, νὰ ἐξέλθω καὶ
νὰ φέρω εἰς πέρας τὰ ἔργα,
διὰ τὰ ὁποῖα εἴχατε ὁμιλήσει
μαζῆ μου>. Ἐκεῖνοι διέταξαν τοὺς
νεαροὺς φρουροὺς τῆς θύρας νὰ
ἀνοίξουν εἰς αὐτήν, ὅπως
αὐτὴ εἶχεν εἴπει.
|
9
καὶ εἶπε πρὸς τοὺς ἄρχοντας:
<Διατάξτε νὰ μοῦ ἀνοίξουν τὴν πύλην
τῆς πόλεως, καὶ θὰ βγῶ διὰ να
κάμω πρᾶξιν καὶ νὰ ὁλοκληρώσω τὰ
ὅσα εἴπατε μαζί μου>. Καὶ οἱ ἄρχοντες
διέταξαν ἀμέσως τοὺς νέους, ποὺ ἐφρουροῦσαν
τὴν πύλην, νὰ τὴν ἀνοίξουν, ὅπως
τὸ ἐζήτησεν ἡ Ἰουδίθ.
|
10
Καὶ ἐποίησαν οὕτως. Καὶ ἐξῆλθεν
Ἰουδίθ, αὐτὴ καὶ ἡ παιδίσκη
αὐτῆς μετ' αὐτῆς· ἐπεσκόπευον
δὲ αὐτὴν οἱ ἄνδρες τῆς
πόλεως ἕως οὗ κατέβη τὸ ὄρος,
ἕως διῆλθε τὸν αὐλῶνα καὶ
οὐκέτι ἐθεώρουν αὐτήν.
|
10
Οἱ νεαροὶ θυρωροὶ ἔκαμαν, ὅπως
διετάχθησαν. Ἡ Ἰουδὶθ ἐξῆλθεν,
αὐτὴ καὶ ἡ θεραπαινίδα της.
Οἱ δὲ ἄνδρες τῆς πόλεως Βαιτυλούα
τὴν παρετήρουν, μέχρις ὅτου ἐκείνη
κατέβη τὸ ὄρος, ἔφθασεν εἰς
τὴν κοιλάδα, ὁπότε καὶ δὲν
τὴν ἔβλεπον πλέον.
|
10
Οἱ δὲ φρουροὶ συνεμορφώθησαν πρὸς
τὴν διαταγὴν τῶν ἀρχόντων. Καὶ
ἐβγῆκεν ἡ Ἰουδίθ, ἔχοντας μαζί
της καὶ τὴν ὑπηρέτριάν της. Οἱ
δὲ ἄνδρες τῆς πόλεως τὴν παρατηροῦσαν,
ἕως ὅτου κατέβη ἀπὸ τὸ βουνὸ
καὶ μέχρις ὅτου ἔφθασε καὶ ἐπέρασε
μέσα εἰς τὴν κοιλάδα, ὅπου δὲν ἠμποροῦσαν
πλέον νὰ τὴν ἰδοῦν.
|
11
Καὶ ἐπορεύοντο ἐν τῷ αὐλῶνι
εἰς εὐθεῖαν, καὶ συνήντησεν
αὐτῇ προφυλακὴ τῶν Ἀσσυρίων.
|
11
Ἡ Ἰουδίθ, συνοδευομένη ἀπὸ
τὴν θεραπαινίδα της, ἐβάδιζεν εἰς
τὴν κοιλάδα κατ' εὐθεῖαν, ὁπότε
τὴν συνήντησε μία προφυλακὴ τῶν
Ἀσσυρίων.
|
11
Ἡ δὲ Ἰουδὶθ μὲ τὴν ὑπηρέτριάν
της ἐπροχωροῦσαν κατ' εὐθεῖαν μέσα
εἰς τὴν κοιλάδα, ἕως ὅτου τοὺς
συνήντησε μία ἐμπροσθοφυλακὴ τοῦ στρατοῦ
τῶν Ἀσσυρίων. |
12
Καὶ συνέλαβον αὐτὴν καὶ ἐπηρώτησαν·
τίνων εἶ καὶ πόθεν ἔρχῃ
καὶ τοῦ πορεύῃ; Καὶ εἶπε·
θυγάτηρ εἰμὶ τῶν Ἑβραίων
καὶ ἀποδιδράσκω ἀπὸ προσώπου
αὐτῶν, ὅτι μέλλουσι δίδοσθαι
ὑμῖν εἰς κατάβρωμα·
|
12
Οἱ ἄνδρες τοῦ φυλακίου τούτου
τὴν συνέλαβαν καὶ τὴν ἠρώτησαν·
<ἀπὸ ποίους εἶσαι; Ἀπὸ
ποῦ ἔρχεσαι; Ποῦ πηγαίνεις;> Ἐκείνη
ἀπήντησεν. <Ἐγὼ εἶμαι κόρη
τῶν Ἑβραίων καὶ ἐδραπέτευσα
ἀπὸ αὐτούς, διότι πρόκειται
αὐτοὶ νὰ παραδοθοῦν εἰς σᾶς
εἰς λεηλασίαν καὶ διαρπαγήν.
|
12
Οἱ δὲ Ἀσσύριοι στρατιῦται τὴν
συνέλαβαν ἀμέσως καὶ τὴν ἐρώτησαν:
<Ἀπὸ ποίους εἶσαι; Ἀπὸ ποὺ
ἔρχεσαι καὶ ποὺ πηγαίνεις;> Καὶ
ἐκείνη ἀπεκρίθη: <Εἶμαι κόρη τῶν
Ἑβραίων καὶ ἔχω δραπετεύσει ἀπὸ
αὐτούς, διότι πρόκειται συντόμως νὰ σᾶς
παραδοθοῦν, ὥστε νὰ τοὺς λεηλατήσετε
καὶ τοὺς ἐξοντώσετε.
|
13
κἀγὼ ἔρχομαι εἰς τὸ πρόσωπον
Ὀλοφέρνου ἀρχιστρατήγου δυνάμεως
ὑμῶν τοῦ ἀναγγεῖλαι ρήματα
ἀληθείας καὶ δείξω πρὸ προσώπου
αὐτοῦ ὁδόν, καθ' ἣν πορεύσεται
και κυριεύσει πάσης τῆς ὀρεινῆς,
καὶ οὐ διαφωνήσει τῶν ἀνδρῶν
αὐτοῦ σὰρξ μία οὐδὲ πνεῦμα
ζωῆς. |
13
Ἐγὼ ἔρχομαι, διὰ νὰ ἴδω
προσωπικῶς τὸν Ὀλοφέρνην τὸν
ἀρχιστράτηγον τῶν δυνάμεων σας, νὰ
γνωστοποιήσω εἰς αὐτὸν λόγους
ἀληθείας καὶ νὰ φανερώσω ἐνώπιόν
του τὴν ὁδόν, τὴν ὁποίαν
πρέπην νὰ ἀκολουθήσῃ, διὰ
νὰ καταλάβῃ ὅλην τὴν ὀρεινὴν
περιοχήν μας, χωρὶς ἀπὸ τοὺς
ἄνδρας τοῦ στρατοῦ του νὰ πάθῃ
κανεὶς τίποτε, χωρὶς νὰ σβήσῃ
οὔτε μία ζωή>.
|
13
Ἔρχομαι δὲ ἐγὼ διὰ νὰ
συναντήσω προσωπικῶς τὸν Ὀλοφέρνην, τὸν
ἀρχιστράτηγον τῆς στρατιᾶς σας, καὶ
νὰ τοῦ εἴπω λόγια ἀληθινὰ καὶ
νὰ δείξω ἐμπρός του τὸν δρόμον, ποὺ
πρέπει νὰ ἀκολουθήσῃ διὰ νὰ
κυριεύσῃ ὅλην τὴν ὀρεινὴν περιοχήν.
Ἐὰν μὲ ἀκούση, δὲν πρόκειται
νὰ πάθῃ τίποτε κανεὶς ἀπὸ τοὺς
ἄνδρας του καὶ δὲν θὰ σβήσῃ
καμμία πνοὴ ζωῆς>. |
14
Ὡς δὲ ἤκουσαν οἱ ἄνδρες τὰ
ρήματα αὐτῆς καὶ κατενόησαν
τὸ πρόσωπον αὐτῆς - καὶ ἦν
ἐναντίον αὐτῶν θαυμάσιον τῷ
κάλλει σφόδρα - καὶ εἶπαν πρὸς
αὐτήν· |
14
Ὅταν οἱ ἄνδρες τοῦ φυλακίου
ἐκείνου ἤκουσαν αὐτοὺς τοὺς
λόγους καὶ παρετήρησαν τὸ πρόσωπόν
της - τὸ ὁποῖον ἐφάνη
εἰς τοὺς ὀφθαλμούς των, ὅπως
καὶ ἦτο, θαυμάσιον καὶ ὡραιότατον
- εἶπαν πρὸς αὐτήν·
|
14
Μόλις ἄκουσαν οἱ Ἀσσύριοι ἄνδρες
τὰ λόγια της αὐτὰ καὶ παρετήρησαν
τὸ πρόσωπόν της, τὸ ὁποῖον τοὺς
ἐφαίνετο ἐξαιρετικὰ θαυμάσιον διὰ
τὸ κάλλος του, τῆς εἶπαν;
|
15
σέσωκας τὴν ψυχήν σου σπεύσασα καταβῆναι
εἰς πρόσωπον τοῦ κυρίου ἡμῶν·
καὶ νῦν πρόσελθε ἐπὶ τὴν
σκηνὴν αὐτοῦ, καὶ ἀφ' ἡμῶν
προπέμψουσί σε, ἕως παραδώσουσι σε
εἰς τὰς χεῖρας αὐτοῦ·
|
15
<Σὺ ἔχεις σώσει τώρα τὴν
ζωήν σου, ποὺ ἔσπευσες νὰ ἔλθῃς
καὶ νὰ παρουσιασθῇς ἐνώπιον
τοῦ κυρίου μας. Τώρα πήγαινε
εἰς τὴν σκηνήν του. Ἀπὸ
ἡμᾶς θὰ σὲ συνοδεύσουν μερικοί,
μέχρις ὅτου σὲ
παραδώσουν εἰς τὰ χέρια του.
|
15
<Ἔχεις σώσει τὴν ζωήν σου, μὲ τὸ
ὅτι ἔσπευσες καὶ κατέβης διὰ νὰ
συναντήσῃς τὸν κύριόν μας. Καὶ
τώρα πήγαινε πρὸς τὴν σκηνήν του. Θὰ
σὲ συνοδεύσουν μάλιστα μερικοὶ ἀπὸ
ἐμᾶς, ἕως ὅτου σὲ παραδώσουν
εἰς τὰ χέρια του. |
16
ἐὰν δὲ στῇς ἐναντίον αὐτοῦ,
μὴ φοβηθῇς τῇ καρδίᾳ σου, ἀλλὰ
ἀνάγγειλον κατὰ τὰ ρήματά
σου, καὶ εὖ σὲ ποιήσει.
|
16
Ὅταν δὲ σταθῇς ἐνώπιόν
του, μὴ ταραχθῇ ἡ
καρδία σου, ἀλλὰ ἀνάγγειλε
εἰς αὐτὸν ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα
εἶπες, καὶ αὐτὸς
θὰ δειχθῇ γενναιόδωρος πρὸς
σέ>.
|
16
Ὅταν δὲ σταθῇς ἐμπρός του, μὴ
φοβηθῇς καὶ δειλιάσῃ ἡ καρδιά
σου, ἀλλὰ μίλησε καὶ φανέρωσε ὅσα
ἔχεις νὰ εἴπῃς, μὲ τὴν
βεβαιότητα ὅτι θὰ σὲ προσέξῃ καὶ
θὰ σοῦ φερθῇ καλά>.
|
17
Καὶ ἐπέλεξαν ἐξ αὐτῶν
ἄνδρας ἑκατὸν καὶ παρέζευξαν
αὐτῇ καὶ τῇ ἅβρᾳ αὐτῆς,
καὶ ἤγαγον αὐτὰς ἐπὶ τὴν
σκηνὴν Ὀλοφέρνου.
|
17
Ἐξέλεξαν ἀπὸ τὴν φρουράν
των ἑκατὸν ἄνδρας, ἔβαλαν εἰς
τὴν ἅμαξαν αὐτὴν
καὶ τὴν θεραπαινίδα της καὶ ἔτσι
τὴν ὠδήγησαν εἰς
τὴν σκηνὴν τοῦ
Ὀλοφέρνου.
|
17
Μετὰ ταῦτα ἐδιάλεξαν ἑκατὸν
ἄνδρας, ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ
ἦσαν εἰς τὴν ἐμπροσθοφυλακήν,
καὶ ἀφοῦ ἔζευξαν ἕνα ἅρμα
διὰ τὴν Ἰουδὶθ καὶ τὴν
δούλην της, τὰς ὡδήγησαν μὲ αὐτὸ
εἰς τὴν σκηνὴν τοῦ Ὀλοφέρνους.
|
18
Καὶ ἐγένετο συνδρομὴ πάσῃ
τῇ παρεμβολῇ, διεβοήθη γὰρ εἰς
τὰ σκηνώματα ἡ παρουσία αὐτῆς·
καὶ ἐλθόντες ἐκύκλουν αὐτὴν
ὡς εἱστήκει ἔξω τῆς σκηνῆς
Ὀλοφέρνου, ἕως προσήγγειλαν αὐτῷ
περὶ αὐτῆς. |
18 Γύρω δὲ ἀπὸ
τὴν σκηνὴν τοῦ Ὀλοφέρνου ἔγινε
συρροὴ ἀνδρῶν ἀπὸ ὅλον
τὸ στρατόπεδον, διότι διεδόθη καὶ
ἐγνωστοποιήθη ἡ παρουσία της εἰς
τὰς σκηνὰς τῶν στρατιωτῶν. Ἦλθον,
λοιπόν, αὐτοὶ καὶ τὴν περιεκύκλωσαν,
καθ' ὃν χρόνον ἦτο ὀρθία ἔξω
ἀπὸ τὴν σκηνὴν τοῦ Ὀλοφέρνου,
μέχρις ὅτου ἀνήγγειλαν εἰς ἐκεῖνον
τὰ περὶ αὐτῆς.
|
18
Ἔτρεξαν δὲ καὶ ἐμαζεύθηκαν ἐκεῖ
πολλοὶ ἀπὸ τὸ στρατόπεδον τῶν
Ἀσσυρίων, διότι διεδόθη ἀμέσως εἰς
τὰς σκηνὰς ἡ εἴδησις διὰ τὴν
παρουσίαν της. Ἔτσι ἦλθαν ἀρκετοὶ
στρατιῶται ἐπὶ τόπου, κοντὰ εἰς
τὴν Ἰουδίθ, καὶ τὴν περιεκύκλωναν
ὅσην ὥραν ἔστεκεν ἔξω ἀπὸ
τὴν σκηνὴν τοῦ Ὀλοφέρνους, ἕως
ὅτου δηλαδὴ ἀνακοινώσουν εἰς αὐτὸν
τὰ σχετικὰ μὲ τὴν ἄφιξίν
της. |
19
Καὶ ἐθαύμαζον ἐπὶ τῷ καλεῖ
αὐτῆς καὶ ἐθαύμαζον τοὺς
υἱοὺς Ἰσραὴλ ἀπ' αὐτῆς,
καὶ εἶπεν ἕκαστος πρὸς τὸν πλησίον
αὐτοῦ· τίς καταφρονήσει τοῦ
λαοῦ τούτου, ὃς ἔχει ἐν ἑαυτῷ
γυναῖκας τοιαύτας; Ὅτι οὐ καλόν
ἐστιν ὑπολείπεσθαι ἐξ αὐτῶν
ἄνδρα ἕνα, οἳ ἀφεθέντες δυνήσονται
κατασοφίσασθαι πᾶσαν τὴν γῆν.
|
19
Ὅλοι δὲ ἐθαύμαζαν τὴν ὡραιότητά
της καὶ ἐξ αἰτίας αὐτῆς
ἐθαύμαζαν καὶ τοὺς Ἰσραηλίτας
καὶ ἔλεγεν ὁ ἕνας
πρὸς τὸν ἄλλον· <ποιὸς θὰ
ἠμπορέσῃ νὰ καταφρονήσῃ
τὸν λαὸν αὐτόν, ὁ ὁποῖος
ἔχει εἰς τὰς τάξεις του τέτοιας
γυναῖκας; Δὲν εἶναι λοιπὸν καθόλου
καλὸν νὰ παραμείνῃ εἰς τὴν
ζωὴν οὔτε ἕνας ἄνδρας ἀπὸ
αὐτούς, διότι αὐτοὶ μένοντες
ἐλεύθεροι θὰ ἠμπορέσουν νὰ
καταδολιευθοῦν καὶ νὰ ὑποτάξουν
ὅλην τὴν χώραν>.
|
19
Ἐθαύμαζαν δὲ διὰ τὴν ὡραιότητά
της, καὶ ἐξ αἰτίας της ἐθαύμαζαν
καὶ τοὺς Ἰσραηλίτας καὶ ἔλεγε
καθένας πρὸς τὸν πλησίον του: <Ποιὸς
εἶναι ἐκεῖνος ποὺ θὰ καταφρονήσῃ
τὸν λαὸν αὐτόν, ποὺ ἔχει εἰς
τὰς τάξεις του τέτοιες γυναῖκες; Τὰ πράγματα
δείχνουν ὅτι δὲν εἶναι σωστὸν νὰ
ἀφήσωμεν ζωντανὸν οὔτε ἕνα ἄνδρα
ἀπὸ αὐτούς, διότι ἂν ἀφεθοῦν
ἐλεύθεροι, θὰ ἠμπορέσουν νὰ τυλίξουν
εἰς τὰ δίκτυά των καὶ νὰ ὑποτάξουν
ὅλην τὴν γῆν>. |
20
Καὶ ἐξῆλθον οἱ παρακαθεύδοντες
Ὀλοφέρνῃ καὶ πάντες οἱ
θεράποντες αὐτοῦ καὶ εἰσήγαγαν
αὐτὴν εἰς τὴν σκηνήν.
|
20
Ἐβγῆκαν οἱ ἄνδρες τῆς φρουρᾶς
τοῦ Ὀλοφέρνου καὶ ὅλοι οἱ
δοῦλοι του καὶ ὠδήγησαν τὴν
Ἰουδὶθ ἐντὸς τῆς σκηνῆς.
|
20
Ἐβγῆκαν δὲ ἀπὸ τὴν σκηνὴν
τοῦ Ὀλοφέρνους ὅσοι ἐκοιμῶντο
κοντά του, οἱ σωματοφύλακές του δηλαδή,
καὶ ὅλοι οἰ δοῦλοι του, καὶ
ἔφεραν τὴν Ἰουδὶθ μέσα εἰς τὴν
σκηνήν. |
21
Καὶ ἦν Ὀλοφέρνης ἀναπαυόμενος
ἐπὶ τῆς κλίνης αὐτοῦ ἐν
τῷ κωνωπείῳ, ὃ ἦν ἐκ πορφύρας
καὶ χρυσίου καὶ σμαράγδου καὶ
λίθων πολυτελῶν καθυφασμένων.
|
21
Ὁ Ὀλοφέρνης ἀνεπαύετο ἐπάνω
εἰς τὴν κλίνην του, ἡ ὁποία
ἐσκεπάζετο ἀπὸ κουνουπιέραν,
αὐτὴ δὲ
ἡ κουνουπιέρα ἦτο κατασκευασμένη ἀπὸ
πορφύραν εἰς τὴν ὁποίαν εἶχαν
ὑφανθῆ χρυσίον, σμάραγδοι καὶ
ἄλλοι πολύτιμοι λίθοι.
|
21
Ὁ δὲ Ὀλοφέρνης τὴν στιγμὴν ἐκείνην
ἀνεπαύετο εἰς τὸ κρεββάτι του κάτω ἀπὸ
μίαν κουνουπιέραν, ποὺ ἦτο φτιαγμένη ἀπὸ
πορφύραν, εἰς τὴν ὁποίαν εἶχαν ὑφανθῇ
χρυσάφι, σμαράγδι καὶ ἄλλα πολύτιμα πετράδια.
|
22
Καὶ ἀνήγγειλαν αὐτῷ περὶ
αὐτῆς, καὶ ἐξῆλθεν εἰς
τὸ προσκήνιον, καὶ λαμπάδες ἀργυραῖ
προάγουσοι αὐτοῦ.
|
22
Οἱ τῆς προσωπικῆς φρουρᾶς τοῦ
Ὀλοφρνου ἀνήγγειλαν εἰς αὐτὸν
τὰ περὶ αὐτῆς.
Ὁ Ὀλοφέρνης ἐβγῆκεν
εἰς τὴν πρὸ τῆς σκηνῆς
αὐλήν, ἐνῷ ἐμπρὸς ἀπὸ
αὐτὸν προηγοῦντο
ἀργυραῖ λυχνίαι.
|
22
Τοῦ ἀνήγγειλαν λοιπὸν τὴν ἄφιξιν
τῆς Ἰουδὶθ καὶ ἐβγῆκεν
αὐτὸς εἰς τὸν χῶρον, ποὺ
ἦτο πρὸ τῆς κυρίως σκηνῆς. Ἐμπρὸς
ἀπὸ τὸν Ὀλοφέρνην ἐβάδιζαν
δοῦλοι μὲ ἀσημένιες λαμπάδες εἰς
τὰ χέρια των. |
23
Ὡς δὲ ἦλθε κατὰ πρόσωπον αὐτοῦ
Ἰουδὶθ καὶ τῶν θεραπόντων αὐτοῦ,
ἐθαύμασαν πάντες ἐπὶ τῷ
κάλλει τοῦ προσώπου αὐτῆς·
καὶ πεσοῦσα ἐπὶ πρόσωπον προσεκύσεν
αὐτῷ, καὶ ἤγειραν αὐτὴν
οἱ δοῦλοι αὐτοῦ. |
23
Μόλις δὲ ἡ Ἰουδὶθ παρουσιάσθηκε
ἐνώπιον αὐτοῦ καὶ ἐνώπιον
τῶν ἄλλων ὑπηρετῶν του, ὅλοι
ἐθαύμασαν τὸ κάλλος τοῦ προσώπου
της. Ἐκείνη ἔπεσε μὲ τὰ πρόσωπον
κατὰ γῆς καὶ προσεκύνησε τὸν
Ὀλοφέρνην. Οἱ δὲ δοῦλοι τοῦ
Ὀλοφέρνου τὴν ἐσήκωσαν.
|
23
Μόλις δὲ ἔφθασεν ἐμπρὸς εἰς
τὸν Ὀλοφέρνην καὶ τοὺς δούλους του
ἡ Ἰουδίθ, ἔμειναν ὅλοι ἐκστατικοί,
γεμᾶτοι θαυμασμὸν διὰ τὸ κάλλος τοῦ
προσώπου της. Αὐτὴ δὲ ἔπεσε μὲ
τὸ πρόσωπον κατὰ γῆς καὶ τὸν
ἐπροσκύνησε. Οἱ δοῦλοι του ὅμως τὴν
ἐσήκωσαν ἀμέσως ἐπάνω. |