Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
δοὺ
Δαμασκὸς ἀρθήσεται ἀπὸ πόλεων
καὶ ἔσται εἰς πτῶσιν,
|
δού,
ἡ Δαμασκὸς θὰ ἐξαφανισθῇ ἐκ
μέσου τῶν ἄλλων πόλεων τῆς οἰκουμένης,
ἡ δὲ πτῶσις αὐτῆς θὰ εἶναι
μεγάλη. |
δοὺ
ἡ Δαμασκὸς θὰ ἀρθῇ καὶ
θὰ ἑξαφανισθῇ ἀπὸ τὰς
πόλεις τῆς γῆς καὶ θὰ καταπέσῃ
εἰς ἐρείπια· |
2
καταλελειμμένη εἰς τὸν αἰῶνα,
εἰς κοίτην ποιμνίων καὶ ἀνάπαυσιν,
καὶ οὐκ ἔσται ὁ διώκων.
|
2
Θὰ ἐγκαταλειφθῇ ἀπὸ τοὺς
ἄνθρωπους καὶ θὰ μείνῃ ἔρημος
διὰ παντός. Ὡς μάνδρα ποιμνίων
θὰ χρησιμοποιηθοῦν αἱ περιοχαί της,
ὅπου θὰ ἀναπαύωνται πρόβατα,
καὶ δὲν θὰ ὑπάρχῃ κανεὶς
νὰ τὰ ἐκδίωξῃ ἀπὸ
ἐκεῖ.
|
2
καὶ θὰ μείνῃ ἐγκαταλελειμμένη ἐπὶ
μακρὸν διὰ νὰ χρησιμεύῃ μόνον ὡς
τόπος, ὅπου θὰ κοιμῶνται καὶ θὰ
ἀναπαύωνται ποίμνια, καὶ δὲν θὰ ὑπάρχῃ
κανείς, ποὺ νὰ τὰ διώχνω ἀπὸ
ἐκεῖ. |
3
Καὶ οὐκέτι ἔσται ὀχυρὰ
τοῦ καταφυγεῖν Ἐφραίμ. Καὶ οὐκέτι
ἔσται βασιλεία ἐν Δαμασκῷ, καὶ
τὸ λοιπὸν τῶν Σύρων ἀπολεῖται·
οὐ γὰρ σὺ βελτίων εἶ υἱῶν
Ἰσραὴλ καὶ τῆς δόξης αὐτῶν·
τάδε λέγει Κύριος Σαβαώθ.
|
3
Δὲν θὰ εἶναι πλέον ἡ Δαμασκὸς
ὀχυρὰ πόλις, διὰ νὰ καταφεύγῃ
ἐκεῖ τὸ βασίλειον τῶν Ἰσραηλιτῶν.
Δὲν θὰ βασιλεύσῃ πλέον ὡς
πρωτεύουσα λαῶν ἡ Δαμασκὸς καὶ
τὸ ὑπόλοιπον μέρος τοῦ συριακοῦ
κράτους θὰ ἐξολοθρευθῆ. Διότι
σύ, ὦ Δαμασκός, δὲν εἶσαι βέβαια
καλύτερη ἀπὸ τοὺς Ἰσραηλίτας
καὶ τὴν δόξαν αὐτῶν, οἱ
ὁποῖοι ἐν τούτοις διὰ τὰς
ἁμαρτίας των κατεστράφησαν. Αὐτὰ
λέγει ὁ Κύριος τῶν Δυνάμεων.
|
3
Καὶ δὲν θὰ εἶναι πλέον ὀχυρὰ
ἡ Δαμασκός, διὰ νὰ καταφεύγῃ εἰς
αὐτὴν ἡ φυλὴ τοῦ Ἐφραὶμ
καὶ τὸ βασίλειον τοῦ Ἰσραήλ. Καὶ
δὲν θὰ εἶναι ἕδρα βασιλέως ἐν
τῇ Δαμασκῶ· καὶ τὸ ὑπόλοιπον
τῆς χώρας τῶν Σύρων θὰ καταστραφῇ·
διότι σύ, ὦ Συρία, δὲν εἶσαι καλλιτέρα ἀπὸ
τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰσραὴλ καὶ
ἀπὸ τὴν δόξαν των. Δὲν πρέπει λοιπὸν
νὰ περιμένῃς |
4
Ἔσται ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ
ἔκλειψις τῆς δόξης Ἰακώβ, καὶ
τὰ πίονα τῆς δόξης αὐτοῦ
σεισθήσεται. |
4
Κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην
τῆς παρὰ Θεοῦ τιμωρίας θὰ λείψῃ
καὶ θὰ σβήσῃ ἡ δόξα τοῦ
ἰσραηλιτικοῦ βασιλείου, θὰ σεισθοῦν
ἐκ θεμελίων καὶ θὰ καταπέσουν
ὅλα τὰ ὡραῖα καὶ ἄφθονα
ὑλικὰ καὶ πνευματικὰ ἀγαθά,
ποὺ ἀποτελοῦσαν τὴν δόξαν του.
|
4
Καὶ θὰ γίνῃ κατὰ τὴν ἡμέραν
ἐκείνην ἀμαύρωσις πλήρης καὶ ἀφανισμὸς
τῆς δόξης τῶν δέκα φυλῶν τοῦ Ἰακώβ,
καὶ θὰ σεισθοῦν ὅλα τὰ πλούσια
καὶ ποὺ ἀποτελοῦν τὴν δόξαν
του. |
5
Καὶ ἔσται ὃν τρόπον ἐάν
τις συναγάγῃ ἀμητὸν ἐστηκότα
καὶ σπέρμα σταχύων ἐν τῷ βραχίονι
αὐτοῦ ἀμήσῃ, καὶ ἔσται
ὃν τρόπον ἐάν τις συναγάγῃ
στάχυν ἐν φάραγγι στερεᾷ
|
5
Θὰ μείνῃ χωρὶς δόξαν καὶ
ἀξίαν, ὅπως ὅταν ὁ θεριστὴς
θερίσῃ τοὺς ὡρίμους στάχεις,
συγκέντρωσῃ αὐτοὺς εἰς τὰ
χέρια του, σηκώσῃ ἀπὸ τὴν
περιοχὴν τὰ ὥριμα καὶ παχειὰ
στάχυα ἀπὸ τὰς πλουσίας κοιλάδας
|
5
Καὶ θὰ συμβῇ, καθ’ ὃν τρόπον γίνεται,
ἐάν τις μαζεύσῃ σῖτον ὥριμον πρὸς
θερισμόν, ποὺ στέκει ἐπὶ τῆς καλάμης
του, καὶ ὅπως θὰ συσσωρεύσῃ
στάχυας εἰς τὸν βραχίονά του, καὶ θὰ
γίνῃ, ὅπως γίνεται, ἐὰν κανεὶς
συναθροίσῃ στάχυας εἰς εὔφορον κοιλάδα,
|
6
καὶ καταλειφθῇ ἐν αὐτὴ καλάμη,
ἢ ὡς ρῶγες ἐλαίας δύο
ἢ τρεῖς ἐπ' ἄκρου μετεώρου,
ἢ τέσσαρες ἢ πέντε ἐπὶ
τῶν κλάδων αὐτῶν καταλειφθῇ·
τάδε λέγει Κύριος ὁ Θεὸς Ἰσραήλ.
|
6
καὶ ἀπομείνῃ, ἡ καλαμιὰ
μόνη. Ὀλίγοι Ἰσραηλῖται θὰ
ἀπομείνουν σὰν δύο ἢ τρεῖς
ρῶγες ἐληᾶς εἰς τὸ ἄκρον
ὑψηλοῦ κλάδου ἢ τέσσαρες ἢ
πέντε ἐληὲς εἰς τοὺς πλαγίους
κλάδους. Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος
ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ.
|
6
καὶ ἐναπομείνῃ εἰς αὐτὴν
καλάμη, ἡ ὅπως ρῶγες ἐλαίας δύο ἢ
τρεῖς εἰς τὸ ἄκρον ὑψηλὰ
αἰωρουμένου κλάδου, ἢ τέσσαρες ἢ πέντε
ἐπὶ τῶν κλάδων καταλειφθοῦν. Οὕτως
ὀλίγοι θὰ περισωθοῦν καὶ ἐκ
τοῦ Ἰσραήλ. Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος
τοῦ Ἰσραήλ. |
7
Τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ
πεποιθὼς ἔσται ἄνθρωπος
ἐπὶ τῷ
ποιήσαντι αὐτόν, οἱ δὲ
ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ εἰς τὸν
ἅγιον τοῦ Ἰσραὴλ ἐμβλέψονται,
|
7
Ἔπειτα ὅμως ἀπὸ τὴν δικαίαν
καὶ παιδαγωγικὴν αὐτὴν τιμωρίαν,
ὁ ἄνθρωπος θὰ στηρίζῃ τὴν
πεποίθησίν του εἰς τὸν Δημιουργὸν
καὶ Πλάστην του, οἱ δὲ ὀφθαλμοί
του θὰ στρέφωνται μὲ ἐμπιστοσύνην
καὶ θὰ προσβλέπουν εἰς τὸν ἅγιον
Θεὸν τοῦ Ἰσραήλ.
|
7
Κατ’ ἐκείνην τὴν ἡμέραν κάθε ἄνθρωπος
ἐκ τοῦ περισωθέντος μικροῦ καταλοίπου θὰ
στηρίζῃ τὴν πεποίθησίν του εἰς τὸν
ἀληθῆ Θεόν, ὁ ὁποῖος τὸν
ἐδημιούργησε: Καὶ οἱ ὀφθαλμοί
του θὰ βλέπουν τὸν ἅγιον Θεὸν τοῦ
Ἰσραήλ, εἰς αὐτὸν καὶ μόνον
στρεφόμενοι μετ’ ἐλπίδος. |
8
καὶ οὐ μὴ πεποιθότες ὦσιν ἐπὶ
τοῖς βωμοῖς, οὐδὲ ἐπὶ
τοῖς ἔργοις τῶν χειρῶν αὐτῶν,
ἃ ἐποίησαν οἱ δάκτυλοι αὐτῶν,
καὶ οὐκ ὄψονται τὰ δένδρα, οὐδὲ
τὰ βδελύγματα αὐτῶν.
|
8
Δὲν θὰ στηρίζουν πλέον τὴν πεποίθησιν
καὶ τὰς ἐλπίδας των οἱ ἄνθρωποι
εἰς τοὺς βωμοὺς τῶν εἰδώλων.
Οὔτε εἰς τὰ ἔργα τῶν χειρῶν
των, τὰ χειροποίητα εἴδωλα, ποὺ τὰ
κατεσκεύασαν οἱ δάκτυλοί των. Δὲν
θὰ προσέχουν πλέον τὰ ἱερὰ
δένδρα τῶν εἰδωλολατρικῶν βωμῶν,
οὔτε τὰ βδελυρὰ εἴδωλά των.
|
8
Καὶ δὲν θὰ ἔχουν τὴν πεποίθησίν
των εἰς τοὺς εἰδωλολατρικοὺς βωμούς,
οὔτε εἰς τὰ ἔργα τῶν χειρῶν
των, τὰ εἴδωλα δηλαδή, τὰ ὁποῖα
κατεσκεύασαν οἱ δάκτυλοί των καὶ δὲν
θὰ στρέψουν εὐλαβῶς τὰ βλέμματά
των εἰς τὰ ἱερὰ δένδρα, οὔτε
εἰς τὰ μυσαρὰ εἴδωλά των.
|
9
Τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ
ἔσονται αἱ πόλεις σου ἐγκαταλελειμμέναι,
ὃν τρόπον κατέλιπον οἱ Ἀμορραῖοι
καὶ οἱ Εὐαῖοι ἀπὸ προσώπου
τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ, καὶ ἔσονται
ἔρημοι, |
9
Κατὰ τὴν ἡμέραν ὅμως τῆς
δικαίας καὶ παιδαγωγικῆς τιμωρίας
σου, αἱ πόλεις σου, ὦ Ἰσραήλ,
θὰ ἔχουν ἐγκαταλειφθῇ ὅπως ἔχουν
ἐγκαταλείψει ἄλλοτε οἱ Ἀμορραῖοι
καὶ οἱ Εὐαῖοι τὰς πόλεις
των ἐμπρὸς ἀπὸ τοὺς προελαύνοντας
Ἰσραηλίτας. Ἔτσι αἱ πόλεις σᾶς
θὰ μείνουν ἔρημοι καὶ ἀκατοίκητοι·
|
9
Κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην θὰ εἶναι
αἱ πόλεις σου ἐγκαταλελειμμέναι, ὅπως ἀκριβῶς
ἐγκατέλιπον τὰς πόλεις των οἱ Ἀμορραίοι
καὶ οἱ Εὐαῖοι ἔμπροσθεν τῶν
ἀπογόνων τοῦ Ἰσραήλ, καὶ θὰ
παραμένουν αὖται ἔρημοι.
|
10
διότι κατέλιπες τὸν Θεὸν τὸν
σωτῆρά σου καὶ Κυρίου τοῦ βοηθοῦ
σου οὐκ ἐμνήσθης. Διὰ τοῦτο
φυτεύσεις φύτευμα ἄπιστον καὶ σπέρμα
ἄπιστον· |
10
καὶ τοῦτο, διότι ἐγκατέλειψες
τὸν σωτῆρα σου Θεὸν καὶ δὲν
ἐνεθυμήθης τὸν Κύριόν σου, ὁ
ὁποῖος ὑπῆρξε καὶ ἠμπορεῖ
νὰ εἶναι διὰ σὲ βοηθός. Διὰ
τὴν ἀχαριστίαν σου αὐτὴν καὶ
τὴν ἐγκατάλειψιν τοῦ ἀληθινοῦ
Θεοῦ, θὰ σπείρῃς εἰς τὴν
χώραν σου σπόρον, ποὺ δὲν θὰ
σοῦ δώσῃ ἐλπίδας ἀποδόσεως,
καὶ δὲν θὰ περιμένῃς ὠφέλιμον
συγκομιδην.
|
10
Θὰ μείνουν δὲ ἔρημοι αἱ πόλεις σου,
διότι ἐγκατέλιπες τὸν Θεόν, ὁ Ὁποῖος
σὲ ἔσωσεν ἀπὸ τῆς δουλείας τοῦ
Φαραώ, καὶ δὲν ἐνεθυμήθης τὸν Κύριον,
ποὺ ὑπῆρξε βοηθός σου διὰ νὰ
ἔλθῃς καὶ ἐγκατασταθῇς εἰς
τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας. Διὰ
τοῦτο θὰ φυτεύσῃς φύτευμα καὶ θὰ
σπείρῃς σπόρον, ποὺ δὲν θὰ σοῦ
δίδουν ἐλπίδα ἀποδόσεως, οὔτε θὰ δύνασαι
νὰ ἐμπιστευθῇς εἰς αὐτά.
|
11
τῇ δὲ ἡμέρᾳ, ᾗ ἂν
φυτεύσῃς, πλανηθήσῃ· τὸ
δὲ πρωΐ, ἐὰν σπείρῃς, ἀνθήσει
εἰς ἀμητὸν ᾗ ἂν ἡμέρᾳ
κληρώσῃ, καὶ ὡς πατὴρ ἀνθρώπου
κληρώσῃ τοῖς υἱοῖς σου.
|
11
Ἀμέσως κατὰ τὴν ἡμέραν,
κατὰ τὴν ὁποίαν θὰ σπείρῃς,
θὰ πλανηθῇς, θὰ διαψευσθοῦν αἱ
ἐλπίδες σου. Ἐὰν δὲ σπείρῃς
τὸ πρωΐ, θὰ ἀνθίσῃ παράκαιρα
καὶ θὰ φανῇ ὡσὰν ὥριμον
πρὸς θερισμόν, πρὶν ἔλθῃ ὁ
καιρός του. Θὰ συμβῇ μὲ σὲ ὅ,τι
μὲ ἔνα πατέρα, ποὺ ἀφήνει
τὰ παιδιά του εἰς τὴν τύχην.
|
11
Κατὰ τὴν ἡμέραν δέ, κατὰ τὴν
ὁποίαν θὰ φυτεύσῃς, θὰ πλανηθῇς
καὶ θὰ διαψευσθοῦν αἱ ἐλπίδες
σου ἐὰν δὲ σπείρῃς τὸ πρωΐ,
θὰ ἀνθήσῃ καὶ θὰ φανῇ
ὠριμάζον πρὸς θερισμὸν ἀκαίρως
καὶ ἀβεβαίως, εἰς ὅποιαν ἡμέραν
τύχῃ, οὐχὶ δὲ εἰς τὸν
φυσικὸν καὶ κατάλληλον καιρόν του·
καὶ θὰ συμβῇ ὅ,τι καὶ μὲ
ἕνα πατέρα, ποὺ θὰ ἀφήσῃ τὰ
τέκνα του εἰς τὴν τύχην. |
12
Οὐαὶ πλῆθος ἐθνῶν πολλῶν·
ὡς θάλασσα κυμαίνουσα οὕτω ταραχθήσεσθε,
καὶ νῶτος ἐθνῶν πολλῶν ὡς
ὕδωρ ἠχήσει. |
12
Ἀλλοίμονον εἰς σὲ πλῆθος πολλῶν
ἐθνῶν! Ὡσὰν τὴν τρικυμισμένην
θάλασσαν ἔτσι καὶ σεῖς θὰ ταραχθῆτε.
Ἐπιδρομὴ καὶ ἄπλωμα πολλῶν ἐθνῶν
θὰ ἀντηχήσουν, ὡσὰν τὰ
ἀνυψούμενα κύματα τῆς θαλάσσης.
|
12
Ἀλλοίμονον εἰς σέ, ὦ πλῆθος
πολλῶν ἐθνῶν σὰν θάλασσα τεταραγμένη
καὶ τρικυμιῶσα ἔτσι θὰ ταραχθῆτε,
καὶ ὡς ἐπιφάνεια θαλάσσης τὰ
κύματα τῶν πολλῶν ἐθνῶν σὰν
νερὸν θὰ ἠχήσουν. |
13
Ὡς ὕδωρ πολὺ ἔθνη πολλά, ὡς
ὕδατος πολλοῦ βίᾳ καταφερομένου·
καὶ ἀποσκορακιεῖ αὐτὸν καὶ
πόρρω αὐτὸν διώξεται ὡς χνοῦν
ἀχύρου λικμώντων ἀπέναντι ἀνέμου
καὶ ὡς κονιορτὸν τροχοῦ καταιγὶς
φέρουσα. |
13
Ὅπως εἶναι τὸ πολὺ ὕδωρ τῶν
πλημμυρῶν, ἔτσι θὰ εἶναι καὶ
τὰ ἔθνη, ποὺ θὰ ἐπιδράμουν
ἐναντίον σου. Θὰ ὁμοιάζουν μὲ
καταρράκτην ὑδάτων, ποὺ κρημνίζονται
μὲ ὁρμὴν μεγάλην. Ὁ Θεὸς
ὅμως θὰ ἐξευτελίσῃ καὶ
θὰ ἐξουδενώσῃ τὸν Ἀσσύριον,
θὰ τὸν ἐκδιώξῃ μακρὰν
ὡσὰν τὸ λεπτὸν χνούδι τοῦ
ἀχύρου, τὸ ὁποῖον λιχνίζουν
οἱ γεωργοὶ εἰς τὸν ἄνεμον·
ὡσὰν τὸν κονιορτὸν ὀπίσω
ἀπὸ τοὺς τροχοὺς κινουμένης
ἁμάξης, τὸν ὁποῖον διασκορπίζει
ὁ ὀρμητικὸς ἄνεμος.
|
13
Σὰν νερὸν πολὺ ἔθνη πολλά· μὲ
τὴν ὁρμὴν ὕδατος πολλοῦ μετὰ
βίας καταπίπτοντος καὶ κατακρημνιζομένου, οὕτω
θὰ ἐπιδράμουν οἱ Ἀσσύριοι. Καὶ
ὁ Θεὸς θὰ ἐξουδενώσῃ ἀπωθῶν
τὸν Ἀσσύριον καὶ θὰ τὸν
διώξῃ μακρὰν σὰν ψιλὸν ἄχυρον,
τὸ ὁποῖον οἱ λιχνίζοντες διασκορπίζουν
ἀπέναντι τοῦ ἀνέμου, καὶ σὰν
σκόνην ἀνεμοστροβίλου, τὴν ὁποίαν διασκορπίζει
μετὰ σφοδρότητος καταιγίς. |
14
Πρὸς ἑσπέραν ἔσται πένθος, πρὶν
ἢ πρωῒ καὶ οὐκ ἔσται. Αὕτη
ἡ μερὶς τῶν προνομευσάντων ὑμᾶς
καὶ κληρονομία τοῖς ὑμᾶς κληρονομήσασιν.
|
14
Ὁ ἐχθρὸς ὅμως θὰ ἐξαφανισθῇ
ταχέως καὶ ἐνῷ κατὰ τὸ
βράδυ θὰ ἐμπνέῃ φόβον
καὶ τρόμον μὲ τὰς πολυπληθεῖς
δυνάμεις του, τὸ πρωῒ δὲν θὰ
ὑπάρχῃ πλέον. Αὐτὸ εἶναι
τὸ ὀλέθριον κατάντημα ἐκείνων,
ποὺ σᾶς ἐλεηλάτησαν. Αὐτὴ
εἶναι ἡ τύχη καὶ ἡ κληρονομία
ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἠθέλησαν
νὰ σᾶς κληρονομήσουν. |
14
Ὁ ἐχθρὸς θὰ ἐξαψανισθῇ
τάχιστα οὕτως, ὥστε κατὰ τὸ βράδυ,
ὅταν θὰ στρατοπεδεύῃ μὲ τὰς
πολυπληθεῖς δυνάμεις του, θὰ εἶναι πένθος
καὶ φόβος εἰς τὴν ὑπ’ αὐτοῦ
ἀπειλουμένην πόλιν. Πρὶν ἢ ὅμως ἔλθῃ
τὸ πρωΐ, δὲν θὰ ὑπάρχῃ τὸ
πένθος, διότι θὰ ἔχῃ ἐξαφανισθῇ
καὶ ὁ ἐχθρός. Αὐτὸ εἶναι
τὸ μερίδιον καὶ ἡ τύχη ἐκείνων, οἱ
ὁποῖοι σᾶς ἐλαφυραγώγησαν, καὶ
αὐτὴ ἡ κληρονομία ἐπιφυλάσσεται εἰς
ἐκείνους ποὺ σᾶς διήρπασαν, σὰν νὰ
ἦσθε κληρονομία των. |