Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ἱ
διψῶντες, πορεύεσθε ἐφ' ὕδωρ, καὶ
ὅσοι μὴ ἔχετε ἀργύριον, βαδίσαντες
ἀγοράσατε, καὶ φάγετε
καὶ πίεσθε ἄνευ ἀργυρίου
καὶ τιμῆς οἶνον καὶ στέαρ.
|
εῖς
τῶν ὁποίων ἡ ψυχὴ διψᾷ,
πηγαίνετε εἰς τὸ πνευματικὸν ὕδωρ,
ποὺ τρέχει εἰς τὴν νέαν Ἱερουσαλήμ·
καὶ ὅσοι δὲν ἔχετε χρήματα νὰ
ἀγοράσετε, πηγαίνετε μὲ θάρρος.
Ἐκεῖ θὰ προμηθευθῆτε χωρὶς χρῆμα,
χωρὶς νὰ καταβάλλετε ἀντίτιμον
τι, κρέατα καὶ οἶνον. Θὰ φάγετε
καὶ θὰ πίετε δωρεάν.
|
σοι
διψᾶτε, πηγαίνετε εἰς τὸ ὕδωρ, ποὺ
τρέχει ἐν τῇ νέᾳ Ἱερουσαλήμ·
καὶ ὅσοι δὲν ἔχετε χρήματα, βαδίσατε
πρὸς αὐτὴν καὶ προμηθευθῆτε
καὶ θὰ φάγετε καὶ θὰ πίετε, χωρὶς
χρῆμα καὶ χωρὶς νὰ καταβάλετε ἀξίαν
τινα, οἶνον καὶ βούτυρον. |
2
Ἱνατὶ τιμᾶσθε ἀργυρίου ἐν
οὐκ ἄρτοις καὶ
τὸν μόχθον ὑμῶν οὐκ
εἰς πλησμονήν; ἀκούσατέ
μου καὶ φάγεσθε ἀγαθά, καὶ ἐντρυφήσει
ἐν ἀγαθοῖς ἡ ψυχὴ ὑμῶν.
|
2
Διατὶ ἐξοδεύετε τὰ χρήματά
σας ὄχι διὰ ἄρτους καὶ τρόφιμα,
καὶ τὸ προϊὸν τοῦ κόπου σας
ὄχι πρὸς χορτασμόν σας; Ἀκούσατέ
μου καὶ θὰ φάγετε τὰ ἀγαθά,
θὰ ἐντρυφήσῃ ἡ ψυχή σας
μέσα εἰς τὸν πλοῦτον τῶν πραγματικῶν
ἀγαθῶν. |
2
Διατὶ δαπανᾶτε τὰ χρήματά σας οὐχὶ
δι’ ἄρτους καὶ τὸ προϊὸν τοῦ
κόπου σας οὐχὶ διὰ νὰ χορτασθῆτε;
Ἀκούσατέ με καὶ θὰ φάγετε ἀγαθά, καὶ
θὰ ἐντρυφήσῃ ἡ ψυχή σας
μέσα εἰς πλεονασμὸν ἀγαθῶν.
|
3
προσέχετε τοῖς ὠσὶν ὑμῶν
καὶ ἐπακολουθήσατε ταῖς ὁδοῖς
μου· εἰσακούσατέ μου, καὶ ζήσεται
ἐν ἀγαθοῖς ἡ ψυχὴ ὑμῶν·
καὶ διαθήσομαι ὑμῖν διαθήκην
αἰώνιον, τὰ ὅσια Δαυὶδ τὰ
πιστά. |
3
Ἀνοίξατε τὰ αὐτιά σας καὶ
δώσατε προσοχὴν εἰς τὰ λόγια
μου. Ἀκολουθήσατε τὸν δρόμον τῶν
ἐντολῶν μου. Ἀκούσατέ με καὶ
ἡ ψυχή σας θὰ ζήσῃ μέσα
εἰς τὸν πλοῦτον τῶν ἀγαθῶν.
Θὰ κάμω δὲ μαζῆ σας νέαν διαθήκην,
αἰωνίαν. Θὰ ἐκπληρώσω τὰς
ἱεράς, τὰς ἀμετακινήτους καὶ
ἀξιοπίστους ὑποσχέσεις μου πρὸς
τὸν Δαυΐδ.
|
3
Προσέχετε μὲ τὰ πνευματικὰ αὐτιά
σας καὶ ἀκολουθήσατε πιστῶς εἰς τὰς
ὁδούς, τὰς ὁποίας σᾶς καθορίζουν αἱ
ἐντολαί μου. Ὑπακούσατε εἰς Ἐμὲ
καὶ θὰ ζήσῃ ἐν περισσείᾳ ἀγαθῶν
ἡ ψυχή σας· καὶ θὰ συνάψω μαζί
σας διαθήκην αἰωνίαν, πραγματοποιῶν τὰς
πρὸς τὸν Δαβὶδ ἱερὰς καὶ
ἀπαραβιάστους ὑποσχέσεις μου, τὰς βεβαίας
καὶ ἀξιοπίστους. |
4
Ἰδοὺ μαρτύριον ἐν ἔθνεσιν ἔδωκα
αὐτόν, ἄρχοντα καὶ προστάσσοντα
ἔθνεσιν. |
4
Ἰδού, αὐτόν, τὸν ὁποῖον
ὑπεσχέθην εἰς τὸν Δαυΐδ, τὸν
ἔδωσα καὶ τὸν ἀνέδειξα ἀξιόπιστον
κήρυκα τῆς ἀληθείας μεταξὺ ὅλων
τῶν ἐθνῶν, παγκόσμιον ἄρχοντα
καὶ δίδοντα προσταγὰς εἰς ὅλα
τὰ ἔθνη. |
4
Ἰδού, ἔδωκα αὐτόν, ἐπὶ τοῦ
ὁποίου ἐπραγματοποιήθησαν αἱ ἱεραὶ
πρὸς τὸν Δαβὶδ ὑποσχέσεις μου, μάρτυρα
τῆς ἀληθείας μεταξὺ τῶν ἐθνῶν,
ἄρχοντα καὶ διδόντα ἐντολὰς καὶ
προσταγὰς εἰς τὰ ἔθνη.
|
5
Ἰδοὺ ἔθνη, ἃ οὐκ οἴδασί
σε, ἐπικαλέσονταί σε, καὶ λαοί,
οἳ οὐκ ἐπίστανταί σε, ἐπὶ
σὲ καταφεύξονται ἕνεκεν Κυρίου τοῦ
Θεοῦ σου, τοῦ ἁγίου Ἰσραήλ,
ὅτι ἐδόξασέ σε.
|
5
Ἰδού, ἔθνη, τὰ ὁποῖα προηγουμένως
δὲν σὲ ἐγνώριζαν, διότι τίποτε
περὶ σοῦ δὲν εἶχαν ἀκούσει,
θὰ σὲ ἐπικαλοῦνται τώρα μὲ
πίστιν. Καὶ λαοί, οἱ ὁποῖοι
δὲν ἔμαθαν τίποτε καὶ δὲν ἐγνώριζον
τίποτε διὰ σέ, θὰ καταφύγουν
πρὸς σὲ ὡς πρὸς σωτῆρα, ἕνεκεν
Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου, τοῦ ἁγίου
Θεοῦ τοῦ Ἰσραήλ, διότι αὐτὸς
σὲ ἐδόξασε.
|
5
Ἰδοὺ ἔθνη, τὰ ὁποῖα δὲν
σὲ γνωρίζουν, διότι δὲν ἤκουσαν τὸ
περὶ Μεσσίου κήρυγμα τῶν προφητῶν, θὰ
σὲ ἐπικαλεσθοῦν, καὶ λαοί, οἱ
ὁποῖοι δὲν ἔμαθαν περὶ σοῦ,
θὰ καταφύγουν εἰς σὲ ὡς εἰς
προστάτην καὶ σωτῆρα, ἕνεκεν Κυρίου τοῦ
Θεοῦ σου, τοῦ ἁγίου Θεοῦ τοῦ
Ἰσραήλ, διότι σὲ ἐδόξασεν.
|
-6
Ζητήσατε τὸν Κύριον καὶ ἐν τῷ
εὑρίσκειν αὐτὸν ἐπικαλέσασθε·
ἡνίκα δ' ἄν ἐγγίζῃ ὑμῖν,
|
6
Ἀναζητήσατε τὸν Κύριον μὲ προθυμίαν·
καὶ ὅταν τὸν εὕρετε, ἐπικαλεσθῆτε
μὲ πίστιν τὴν βοήθειάν του·
ὅταν δὲ ὁ Κύριος σᾶς πλησιάζῃ,
|
6
Ἀναζητήσατε τὸν Κύριον καί, καθ’ ὂν χρόνον
εὑρίσκετε Αὐτόν, ἐπικαλεσθῆτε τὸ
ἔλεός Του· ὅταν δὲ πλησιάζῃ πρὸς
σᾶς ὁ Κύριος, |
7
ἀπολιπέτω ὁ ἀσεβὴς τὰς
ὁδοὺς αὐτοῦ καὶ ἀνὴρ
ἄνομος τὰς βουλὰς αὐτοῦ καὶ
ἐπιστραφήτω ἐπὶ Κύριον, καὶ
ἐλεηθήσεται, ὅτι ἐπὶ πολὺ
ἀφήσει τὰς ἁμαρτίας ὑμῶν.
|
7
ὁ ἀσεβὴς ἂς ἐγκαταλείψῃ
τὰς ἁμαρτωλὰς αὐτοῦ ὁδοὺς
καὶ ὁ παράνομος ἄνθρωπος ἂς
ἐπιστρέψῃ ἐν μετανοίᾳ
πρὸς τὸν Κύριον. Καὶ τότε ὁ
Κύριος θὰ τὸν ἐλεήσῃ,
διότι εἰς μεγάλην ἔκτασιν θὰ
συγχωρήσῃ τὰς ἁμαρτίας ἐκείνου
καὶ ὅλων σας.
|
7
ἂς ἀφήσῃ ὁ ἀσεβὴς
τὰς ἁμαρτωλὰς συνηθείας του καὶ ὁ
παράνομος τὰ σχέδιά του καὶ ἂς ἐπιστρέψῃ
ἐν μετανοίᾳ εἰς τὸν Κύριον. Καὶ
θὰ ἐλεηθῇ ὑπ’ Αὐτοῦ, διότι
θὰ συγχωρήσῃ ἐντελῶς τὰς ἁμαρτίας
σας. |
8
Οὐ γὰρ εἰσιν αἱ βουλαί μου ὥσπερ
αἱ βουλαὶ ὑμῶν, οὐδ' ὥσπερ
αἱ ὁδοὶ ὑμῶν αἱ ὁδοί
μου, λέγει Κύριος. |
8
Διότι αἱ ἰδικαί μου βουλαὶ καὶ
ἀποφάσεις, λέγει ὁ Κύριος, δὲν
εἶναι ὥσὰν τὰς ἰδικάς
σας βουλάς· οὔτε οἱ ἰδικοί
μου τρόποι ἐνεργείας καὶ αἱ
ὁδοί, τὰς ὁποίας σᾶς ὑποδεικνύω,
εἶναι ὡσὰν τὰς ἰδικάς
σας ὁδούς.
|
8
Ναί· θὰ σᾶς συγχωρήσω τελείως· διότι αἱ
ἰδικαί μου βουλαὶ καὶ ἀποφάσεις δὲν
εἶναι ὡσὰν τὰς ἰδικάς
σας βουλάς, οὔτε ὅπως εἶναι ὁ τρόπος
τῆς ζωῆς σας καὶ ἡ ἐν γένει
συμπεριφορά σας, εἶναι καὶ αἱ ἰδικαί
μου ἐκδηλώσεις πρὸς τὰ πλάσματά μου, λέγει
ὁ Κύριος. |
9
Ἀλλ' ὡς ἀπέχει ὁ οὐρανὸς
ἀπὸ τῆς γῆς, οὕτως ἀπέχει
ἡ ὁδός μου ἀπὸ τῶν ὁδῶν
ὑμῶν καὶ τὰ διανοήματα ὑμῶν
ἀπὸ τῆς διανοίας μου.
|
9
Ἀλλά, ὅσον ἀπέχει ὁ οὐρανὸς
ἀπὸ τὴν γῆν, τόσον ἀπέχει
καὶ ἡ ἰδική μου ὁδὸς ἀπὸ
τὰς ὁδούς σας, καὶ τὰ ἰδικά
σας διανοήματα ἀπὸ τὴν ἰδικήν
μου διάνοιαν καὶ βουλήν.
|
9
Ἀλλ’ ὅσον ἀπέχει ὁ οὐρανὸς
ἀπὸ τῆς γῆς, τόσον ἀπέχει ἡ
ἰδική μου ὁδὸς καὶ συμπεριφορὰ
πρὸς τὰ πλάσματά μου ἀπὸ τὰς
ὁδούς σας, καὶ τὰ διανοήματά
σας ἀπὸ τὴν διάνοιάν μου καὶ τὰς
σκέψεις μου. |
10
Ὡς γὰρ ἂν καταβῆ ὁ ὑετὸς
ἢ χιὼν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ
καὶ οὐ μὴ ἀποστραφῇ, ἕως
ἂν μεθύσῃ τὴν γῆν, καὶ
ἐκτέκῃ καὶ ἐκβλαστήσῃ
καὶ δῶ σπέρμα τῷ σπείροντι καὶ
ἄρτον εἰς βρῶσιν, |
10
Διότι, ὅπως ὅταν κατεβῇ ἀπὸ
τὸν οὐρανὸν ἡ βροχὴ ἢ
ἡ χιών, δὲν θὰ ἐπιστρέψῃ
πάλιν, ἕως ὅτου ποτίσῃ πλουσίως
τὴν γῆν, φυτρώσῃ ὁ σπαρεὶς
σπόρος, βλαστήσῃ καὶ καρποφορήσῃ
χάριν τοῦ γεωργοῦ, ποὺ τὸν ἔσπειρε,
καὶ δώσει εἰς αὐτὸν ἄρτον
πρὸς τροφήν,
|
10
Ναί· Ἐγὼ ἐκτελῶ, ὅσα ὑπόσχομαι.
Διότι ὅπως, ὅταν καταβῇ ἡ βροχὴ
ἢ ἡ χιὼν ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ,
δὲν θὰ γυρίσῃ πάλιν ὀπίσω, ἕως
ὅτου ποτίσῃ πλουσίως τὴν γῆν,
καὶ βγάλῃ αὕτη ἀπὸ μέσα της
καὶ ἐκβλαστήσῃ καὶ δώσῃ
σπόρον εἰς τὸν σπείροντα καὶ ἄρτον
πρὸς βρῶσιν, |
11
οὕτως ἔσται τὸ ρῆμα μου, ὅ ἐὰν
ἐξέλθῃ ἐκ τοῦ στόματός
μου, οὐ μὴ ἀποστροφῇ, ἕως ἂν
τελεσθῇ ὅσα ἂν ἠθέλησα καὶ
εὐοδώσω τὰς ὁδούς μου καὶ
τὰ ἐντάλματά μου. |
11
ἔτσι θὰ γίνῃ καὶ μὲ κάθε
λόγον μου, ὁ ὁποῖος θὰ βγῇ
ἀπὸ τὸ στόμα μου. Δὲν θὰ
πέσῃ εἰς τὸ κενόν, δὲν
θὰ ἐπιστρέψῃ ἀπραγματοποίητος,
μέχρις ὅτου ἐκτελεσθοῦν ὅλα
ὅσα ἐγὼ ἠθέλησα καὶ θέλω.
Θὰ κατευοδώσω ἐγὼ ὅλους τοὺς
τρόπους ἐνεργείας μου καὶ θὰ
μεταβάλω εἰς πραγματικότητα ἐκεῖνα,
τὰ ὁποῖα διέταξα.
|
11
κατὰ παρόμοιον τρόπον θὰ γίνῃ καὶ
μὲ οἰονδήποτε λόγον μου, ὁ ὁποῖος
θὰ ἐξέλθῃ ἀπὸ τὸ στόμα
μου· δὲν θὰ ἐπιστρέψῃ εἰς
Ἐμέ, ἕως ὅτου γίνουν ὁσαδήποτε
ἠθέλησα· καὶ θὰ εὐοδώσω
τὰ σχέδια καὶ τὰς ἀποφάσεις μου καὶ
ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα Ἐγὼ
διέταξα. |
12
Ἐν γὰρ εὐφροσύνη ἐξελεύσεσθε
καὶ ἐν χαρᾷ διδαχθήσεσθε· τὰ
γὰρ ὅρη καὶ οἱ βουνοὶ ἐξαλοῦνται
προσδεχόμενοι ὑμᾶς ἐν χαρᾷ,
καὶ πάντα τὰ ξύλα τοῦ ἀγροῦ
ἐπικροτήσει τοῖς κλάδοις,
|
12
Καὶ ἰδού, ὅτι σεῖς, μὲ
μεγάλην ἀγαλλίασιν θὰ λυτρωθῆτε
καὶ θὰ ἐξέλθετε ἀπὸ τὸν
ζυγὸν τῆς δουλείας σας, μὲ μεγάλην
χαρὰν θὰ διδαχθῆτε καὶ θὰ δεχθῆτε
τὴν διδασκαλίαν μου. Καὶ αὐτὰ
ἀκόμη τὰ μεγάλα ὄρη καὶ
τὰ μικρὰ βουνὰ θὰ σκιρτοῦν ἀπὸ
ἀγαλλίασιν, ὑποδεχόμενα μὲ χαρὰν
σᾶς. Καὶ ὅλα τὰ δένδρα τῆς
ὑπαίθρου θὰ κροτοῦν ἀπὸ
τὴν χαράν των τοὺς κλάδους των.
|
12
Ναὶ θὰ πραγματοποιηθοῦν αἱ βουλαί
μου· διότι μὲ εὐφροσύνην θὰ ἐξέλθετε
ἐκ τῆς καταστάσεως τῆς δουλείας καὶ
δοκιμάζοντες μεγάλην χαρὰν θὰ διδαχθῆτε
τὴν διδασκαλίαν μου. Θὰ χαίρετε δὲ καὶ
σεῖς πολύ, διότι καὶ τὰ ὅρη καὶ
τὰ βουνὰ θὰ πηδοῦν, ὑποδεχόμενα
ὑμᾶς μετὰ χαρᾶς, καὶ ὅλα
τὰ δένδρα τῆς ὑπαίθρου θὰ κροτοῦν
ἐκ χαρᾶς μὲ τοὺς κλάδους.
|
13
καὶ ἀντὶ τῆς στοιβῆς ἀναβήσεται
κυπάρισσος, ἀντὶ δὲ τῆς κονύζης
ἀναβήσεται μυρσίνη·
καὶ ἔσται Κύριος εἰς ὄνομα
καὶ εἰς σημεῖον αἰὼνιον καὶ
οὐκ ἐκλείψει. |
13
Κατὰ τὴν πανευφρόσυνον ἐκείνην
περίοδον ἀντὶ τῆς ἀκάρπου
θαμνώδους στοιβῆς θὰ ὑψωθῇ ἡ
μεγαλοπρεπὴς κυπάρισσος. Ἀντὶ δὲ
τῆς δυσώδους κονύζης θὰ βλαστήσῃ
καὶ θὰ μεγαλώσῃ ἡ εὐώδης
μυρτιά. Ὀνομαστὸς καὶ ἔνδοξος
θὰ γίνῃ ὁ Κύριος κατὰ
τὴν ἡμέραν ἐκείνην. Καὶ
ἡ λύτρωσις, ποὺ θὰ σᾶς δοθῇ
ἐκ μέρους του, θὰ εἶναι μέγα
καὶ αἰώνιον θαῦμα, ποὺ δὲν
θὰ λείψῃ ποτέ. |
13
Καὶ εἰς τὴν θέσιν τῆς ἀκάρπου
καὶ ἀσημάντου στοιβῆς θὰ ὑψωθῇ
κυπάρισσος, ἀντὶ δὲ τῆς ἀποκρουστικὴν
ὀσμὴν ἐχούσης κονύζης θὰ ἀναβῇ
εὐώδης μυρτιά. Καὶ θὰ γίνῃ ὁ
Κύριος ἑξακουστὸς καὶ ἔνδοξος, καὶ
ἡ λύτρωσίς Του αὕτη θὰ εἶναι
αἰώνιον καὶ καταπληκτικὸν θαῦμα, τὸ
ὁποῖον δὲν θὰ ἐκλείψῃ
ποτέ. |