Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ναβόησον
ἐν ἰσχύϊ καὶ μὴ φείσῃ,
ὡς σάλπιγγα ὕψωσον τὴν φωνήν
σου, καὶ ἀνάγγειλον τῷ λαῷ μου
τὰ ἁμαρτήματα αὐτῶν καὶ
τῷ οἴκῳ Ἰακὼβ τὰς ἀνομίας
αὐτῶν. |
ώναξε
μὲ ὅλην σου τὴν δύναμιν, μὴ
λυπηθῇς τὴν φωνήν σου· ὕψωσε
καὶ δυνάμωσε τὴν φωνήν σου σαν μεγαλόφωνον
σάλπιγγα καὶ, εἰπὲ καθαρὰ εἰς
τὸν λαόν μου τὰ ἁμαρτήματά
των καὶ εἰς τοὺς ἀπογόνους τοῦ
Ἰακὼβ τὰς παρανομίας των.
|
ώναξε
μὲ δύναμιν καὶ μὴ τσιγκουνευθῇς τὴν
φωνήν σου, λέγει ὁ Θεὸς εἰς τὸν Ἡσαΐαν·
ὡσὰν σάλπιγγα ὕψωσε τὴν φωνήν σου
καὶ εἰπὲ καθαρὰ εἰς τὸν
λαόν μου τὰ ἁμαρτήματά των καὶ εἰς
τὸν οἶκον Ἰακὼβ τὰς ἀνομίας
των. |
2
Ἐμὲ ἡμέραν ἐξ ἡμέρας
ζητοῦσι καὶ γνῶναί μου τὰς ὁδοὺς
ἐπιθυμοῦσιν· ὡς λαὸς δικαιοσύνην
πεποιηκὼς καὶ κρίσιν Θεοῦ αὐτοῦ
μὴ ἐγκαταλελοιπὼς αἰτοῦσί
με νῦν κρίσιν δικαίαν καὶ ἐγγίζειν
Θεῷ ἐπιθυμοῦσι |
2
Αὐτοὶ κάθε ἡμέραν ζητοῦν
νὰ μὲ εὔρουν. Ἐπιθυμοῦν νὰ
μάθουν τὰς ἐντολάς μου. Σὰν
λαός, ὁ ὁποῖος
ἔχει τάχα τηρήσει δικαιοσύνην
εἰς τὴν ζωήν του, καὶ δὲν
ἔχει ἐγκαταλείψει ποτὲ τὰς ἐντολὰς
τοῦ Θεοῦ, ζητοῦν τώρα ἀπὸ
ἐμὲ δίκαιον κρίσιν ἐναντίον
τῶν ἐχθρῶν των. Θέλουν νὰ πλησιάσουν
τὸν Θεὸν ἐν τῇ ἐπιθυμίᾳ
νὰ εὔρουν προστασίαν
|
2
Ἐμὲ κάθε ἡμέραν ζητοῦν διὰ τῶν
χειλέων των μόνον καὶ ἐπιθυμοῦν νὰ
μάθουν τοὺς εἰς τὰς διαφόρους περιστάσεις
των καὶ κινδύνους των τρόπους τῆς κυβερνήσεώς
μου· ὡς λαός, ποὺ ἔχει ποιήσει πᾶν
ὅ,τι δίκαιον καὶ ὁ ὁποῖος δὲν
ἔχει ἐγκαταλείψει τὸν νόμον καὶ τὰ
κρίματα τοῦ Θεοῦ, μοῦ ζητοῦν τώρα
εἰς τὴν ἀνάγκην των δικαίαν κρίσιν κατὰ
τῶν ἐχθρῶν των καὶ ἐπιθυμοῦν
νὰ πλησιάζουν εἰς τὸν Θεόν, μόνον καὶ
μόνον διὰ νὰ ἐξασφαλίζουν τὴν προστασίαν
Του. |
3
λέγοντες· τί ὅτι ἐνηστεύσαμεν
καὶ οὐκ εἶδες; Ἐταπεινώσαμεν
τὰς ψυχὰς ἡμῶν καὶ οὐκ
ἔγνως; ᾿Εν γὰρ ταῖς ἡμέραις
τῶν νηστειῶν ὑμῶν εὑρίσκετε
τὰ θελήματα ὑμῶν καὶ πάντας
τοὺς ὑποχειρίους ὑμῶν ὑπονύσσετε.
|
3
καὶ λέγουν: Διατί,
ὅταν ἐνηστεύσαμεν, δὲν ἐπρόσεξες
τὴν νηστείαν μας; Ἐταπεινώσαμεν ἐν
μετανοίᾳ τὰς ψυχάς μας καὶ σὺ
δὲν ἠθέλησες νὰ λάβῃς
γνῶσιν. Δὲν θὰ σᾶς ἐπρόσεξα,
ὅταν ἐπράττετε αὐτά, λέγει
ὁ Κύριος, διότι καὶ κατὰ τὰς
ἡμέρας τῶν νηστειῶν σας ἐπραγματοποιούσατε
τὰ ἰδικά σας ἐγωϊστικὰ
θελήματα. Κατεπιέζατε δὲ καὶ
ἐτραυματίζατε ὅλους ἐκείνους,
ποὺ ἦσαν ὑποχείριοί σας.
|
3
λέγοντες: Διατί, ὅτε ἐνηστεύσαμεν, δὲν
εἶδες τὴν νηστείαν μας; Ἐταπεινώσαμεν
τὰς ψυχάς μας· διατὶ δὲν ἔλαβες
γνῶσιν τῆς ταπεινώσεως ταύτης; Διότι <ἀπαντῶ>
κατὰ τὰς ἡμέρας τῶν νηστειῶν
σας εὑρίσκετε καὶ ἰκανοποιεῖτε τὰ
πονηρὰ θελήματά σας καὶ ὅλους τοὺς
ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν σας ὑφισταμένους,
καταπιέζετε. |
4
Εἰ εἰς κρίσεις καὶ μάχας νηστεύετε
καὶ τύπτετε πυγμαῖς ταπεινόν, ἱνατί
μοι νηστεύετε ὡς σήμερον, ἀκουσθῆναι
ἐν κραυγῇ τὴν φωνὴν ὑμῶν;
|
4
Ἐάν, καθ' ὃν χρόνον νηστεύετε,
ἐκτρέπεσθε εἰς φιλονεικίας καὶ
εἰς μάχας, καὶ με τοὺς γρόνθους
σας κτυπᾶτε καὶ ταπεινώνετε
τὸν ἄσημον καὶ ἀνίσχυρον, εἶναι
ματαία καὶ ἀνωφελὴς ἡ νηστεία
σας. Πρὸς τί λοιπὸν νὰ
νηστεύετε, ὅπως νηστεύετε σήμερον,
διὰ νὰ ἀκουσθῇ
ἡ ἔντονος κραυγή σας ἀπὸ ἐμέ;
|
4
Ἐὰν ὅμως εἰς φιλονικίας καὶ
συγκρούσεις νηστεύετε καὶ κτυπᾶτε μὲ τοὺς
γρόνθους σας τὸν ταπεινὸν καὶ ἀνίσχυρον,
πρὸς τί μοῦ νηστεύετε ὅπως σήμερον, διὰ
νὰ ἀκουσθῇ μὲ κραυγὴν ἡ
φωνή σας ὑπ’ Ἐμοῦ, φθάνουσα μέχρι
τοῦ οὐρανοῦ; |
5
Οὐ ταύτην τὴν νηστείαν ἐξελεξάμην
καὶ ἡμέραν ταπεινοῦν ἄνθρωπον
τὴν ψυχὴν αὐτοῦ· οὐδ' ἂν
κάμψῃς ὡς κρίκον τὸν τράχηλόν
σου καὶ σάκκον καὶ σποδὸν ὑποστρώσῃ,
οὐδ' οὕτω καλέσετε νηστείαν δεκτήν.
|
5
Ἐγὼ δὲν ἐξέλεξα καὶ δὲν
ἐνέκρινα αὐτοῦ τοῦ εἴδους
τὴν νηστείαν. Δὲν μοῦ
εἶναι εὐάρεστος ἡ ἡμέρα,
κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ ἄνθρωπος
μὲ μίαν τέτοιαν νηστείαν ταπεινώνει
τὸν ἑαυτόν του. Οὔτε, ἐὰν
ἀπὸ τὴν πολλὴν νηστείαν κάμψῃς
τὸν τράχηλόν σου, ὡσὰν τὸν
κρῖκον, καὶ στρώσῃς νὰ κοιμηθῇς
ἐπάνω εἰς στάκτην, οὔτε αὐτὴν
τὴν κακουχίαν σας
δὲν ἠμπορεῖτε νὰ τὴν χαρακτηρίσετε
ὡς νηστείαν δεκτὴν
ἀπὸ ἐμέ.
|
5
Ἐγὼ δὲν ἐξέλεξα καὶ δὲν
εὐηρεστήθην εἰς αὐτὴν τὴν
νηστείαν καὶ δὲν μοῦ ἤρεσεν ἡ
ἡμέρα, κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ ἄνθρωπος
ταπεινώνει μὲ τοιαύτην νηστείαν ἑαυτόν. Οὔτε
ἐὰν κάμψῃς ὡσὰν κρίκον τὸν
τράχηλόν σου πρὸς ἐκδήλωσιν ταπεινώσεως
καὶ στρώσῃς ὅπως κατακλιθῇς τρίχινον
σάκκον καὶ ὑποκάτω αὐτοῦ ρίψῃς
στρῶμα στάκτης, οὔτε καὶ σεῖς
οἱ ἴδιοι ἔτσι κακουχούμενοι θὰ καλέσετε
τὴν νηστείαν σας εὐάρεστον εἰς Ἐμέ.
|
6
Οὐχὶ τοιαύτην νηστείαν ἐγὼ
ἐξελεξάμην, λέγει Κύριος, ἀλλὰ
λύε πάντα σύνδεσμον ἀδικίας,
διάλυε στραγγαλιὰς βιαίων συναλλαγμάτων,
ἀπόστελλε τεθραυσμένους ἐν ἐφέσει
καὶ πᾶσαν συγγραφὴν ἄδικον διάσπα·
|
6
Δὲν ἐξέλεξα καὶ
δὲν ὥρισα ἐγὼ τέτοιαν νηστείαν,
λέγει ὁ Κύριος, ἀλλὰ λύε
κάθε δεσμὸν καὶ σύνδεσμον μὲ
τὴν ἀδικίαν. Ἀκύρωσε καὶ
σχίσε τὰς διεστραμμένας συμφωνίας,
τὰς ὁποίας σὺ διὰ βίας
καὶ ἐξαναγκασμοῦ ἔχεις συνάψει
μὲ τοὺς ἄλλους. Στεῖλε
ἐλευθέρους τοὺς συντετριμμένους
ἀπὸ τὸν πόνον καὶ τὴν
συμφοράν, καὶ κάθε συμβόλαιον ἀδίκου
συναλλαγῇς σχίσε το. |
6
Ὄχι· δὲν ἀρέσκομαι Ἐγὼ
εἰς τοιαύτην νηστείαν, λέγει ὁ Κύριος· ἀλλὰ
λῦε κάθε δεσμὸν ἄδικον, διάλυε τὰς
διεστραμμένας συμφωνίας ἀναγκαστικῶν καὶ
ὑπὸ τὸ κράτος βίας συναφθέντων συναλλαγμάτων
ἀπόστελλε ἐλευθέρους τοὺς συντετριμμένους
ἐξ ἀδικίων καὶ συμφορῶν καὶ
σχίσε κάθε γραμμάτιον ἄδικον. |
7
διάθρυπτε πεινῶντι τὸν ἄρτον σου καὶ
πτωχοὺς ἀστέγους εἴσαγε εἰς
τὸν οἶκόν σου· ἐὰν ἴδῃς
γυμνόν, περιέβαλε, καὶ ἀπὸ τῶν
οἰκείων τοῦ σπέρματός σου οὐχ
ὑπερόψει.
|
7
Κόβε τὸ ψωμί σου καὶ μοιράσου
το μὲ τὸν πτωχόν. Βάλε ἀστέγους
εἰς τὸν οἶκον σου, ἐὰν ἴδῃς
γυμνὸν ἔνδυσέ τον. Καὶ ἀπέναντι
τῶν οἰκείων σου μὴ δείξῃς
ἀδιαφορίαν καὶ καταφρόνησιν.
|
7
Κόπτε καὶ μοίραζε εἰς τὸν πεινῶντα
τὸν ἄρτον σου, καὶ πτωχούς, ποὺ δὲν
ἔχουν στέγην, ἔμβαζε εἰς τὸ σπίτι
σου· ἐὰν ἴδῃς γυμνόν, ἔνδυσέ
τον, καὶ ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς
σου δὲν θὰ σηκώσῃς ὑψηλὰ τὰ
μάτια σου, προσποιούμενος ὅτι δὲν τοὺς βλέπεις.
|
8
Τότε ραγήσεται πρώϊμον τὸ φῶς
σου καὶ τὰ ἰάματά σου ταχὺ
ἀνατελεῖ, καὶ προπορεύσεται ἔμπροθέν
σου ἡ δικαιοσύνη σου, καὶ ἡ δόξα
τοῦ Θεοῦ περιστελεῖ σε. |
8
Ἐὰν τηρήσῃς αὐτά, τότε
θὰ ἀναλάμψη σὰν τῆς αὐγῆς
χαρούμενον τὸ φῶς τῆς εἰρήνης
καὶ τῆς χαρᾶς σου. Ταχέως θὰ
ἀνατείλῃ ἡ θεραπεία τῶν
πληγῶν σου καὶ θὰ ἀποκατασταθῇ
ἡ ὑγεία σου. Ἔμπροσθέν σου θὰ
προπορεύεται ἡ ἀρετή σου, ἡ
δὲ δόξα τοῦ Θεοῦ θὰ σὲ
περιβάλλῃ πάντοτε.
|
8
Τότε θὰ ἐκραγῇ ὡσὰν τὸ
πρωϊνὸν τῆς αὐγῆς τὸ φῶς
τῆς παρὰ Θεοῦ προστασίας σου, καὶ
θὰ ἀνατείλουν ταχέως αἱ θεραπεῖαι
τῆς ὑγείας σου, καὶ θὰ προπορεύεται
ἐμπρός σου ἡ ἀρετή σου· ἡ δὲ
δόξα τοῦ Θεοῦ θὰ σὲ περιβάλλῃ
καὶ θὰ σὲ κατακλείῃ ὄπισθέν
σου. |
9
Τότε βοήσῃ, καὶ ὁ Θεὸς
εἰσακούσεταί σου· ἔτι λαλοῦντός
σου ἐρεῖ· ἰδοὺ πάρειμι.
Ἐὰν ἀφέλῃς ἀπὸ σοῦ
σύνδεσμον καὶ χειροτονίαν καὶ ρῆμα
γογγυσμοῦ |
9
Τότε, διὰ τῆς εἰλικρινοῦς προσευχῆς
θὰ φωνάξῃς πρὸς τὸν Θεόν,
καὶ ὁ Θεὸς θὰ σὲ ἀκούσῃ.
Καθ' ἣν στιγμὴν ἀκόμη σὺ θὰ
προσεύχεσαι πρὸς αὐτόν, ἐκεῖνος
θὰ σοῦ ἀπαντήση· Ἰδοὺ
ἐγὼ εἶμαι παρών, εὑρίσκομαι
κοντά σου. Καὶ ταῦτα, ἐὰν ἀφαιρέσῃς
καὶ σταματήσῃς κάθε ἄδικον καταπίεσιν,
κάθε ἐμπαικτικὴν καὶ ἀπειλητικὴν
χειρονομίαν, κάθε λόγον γογγυσμοῦ.
|
9
Τότε θὰ φωνάξῃς, καὶ ὁ Θεὸς
θὰ σὲ εἰσακούση· ὅταν ἀκόμη
λαλῇς πρὸς Αὐτόν, θὰ εἴπῃ:
Ἰδού, εἶμαι παρών. Ἐὰν ἀφαιρέσῃς
ἀπὸ σὲ κάθε ἄδικον καταπίεσιν καὶ
κίνησιν τῆς χειρὸς χλευαστικὴν καὶ
ἀπειλητικὴν καὶ λόγον γογγυσμοῦ
|
10
καὶ δῶς πεινῶντι τὸν ἄρτον ἐκ
ψυχῆ σου καὶ ψυχὴν τεταπεινωμένην
ἐμπλήσῃς, τότε ἀνατελεῖ
ἐν τῷ σκότει τὸ φῶς σου, καὶ
τὸ σκότος σου ὡς μεσημβρία.
|
10
Ἐὰν δώσῃς μὲ ὅλην σου
τὴν καρδιὰ ψωμὶ εἰς τὸν πεινασμένον,
ἐὰν χορτάσῃς μίαν ψυχήν,
ἡ ὁποία εὑρίσκεται εἰς
κατάστασιν ταιτεινώσεως καὶ πόνου.
Τότε, μέσα εἰς τὸ σκοτάδι τῆς
θλίψεώς σου θὰ ἀνατείλῃ
τὸ φῶς τῆς χαρᾶς καὶ τῆς
εἰρήνης σου. Καὶ τὸ σκοτάδι
τῆς πλάνης καὶ τῆς ἀθλιότητός
σου θὰ μεταβληθῇ καὶ θὰ λάμψῃ
σὰν τὸ φῶς τῆς μεσημβρίας.
|
10
καὶ ἐὰν δώσῃς εἰς τὸν
πεινῶντα τὸν ἄρτον μὲ ὅλην τὴν
προθυμίαν τῆς ψυχῆς σου καὶ χορτάσῃς
ψυχήν, ἡ ὁποία ἔχει ταπεινωθῇ ἐκ
τῶν στερήσεων, τότε θὰ ἀνατείλῃ τὸ
φῶς τῆς εὐτυχίας σου καὶ τῆς
θείας προστασίας σου εἰς τὸ σκότος· τὸ δὲ
σκότος τῆς ἀθλιότητός σου θὰ μεταβληθῇ
καὶ θὰ λάμψη ὡσὰν φῶς μεσημβρίας.
|
11
Καὶ ἔσται ὁ Θεός σου μετὰ σοῦ
διαπαντός· καὶ ἐμπλησθήσῃ
καθάπερ ἐπιθυμεῖ ἡ ψυχή σου,
καὶ τὰ ὀστᾶ σου πιανθήσεται,
καὶ ἔσῃ ὡς κῆπος μεθύων
καὶ ὡς πηγὴ ἣν μὴ ἐξέλιπεν
ὕδωρ καὶ τὰ ὀστᾶ σου ὡς
βοτάνη ἀνατελεῖ καὶ πιανθήσεται
καὶ κληρονομήσουσι γενεὰς γενεῶν.
|
11
Τότε ὁ Θεὸς θὰ εἶναι πάντοτε
μαζῆ σου. Θὰ χορτάσῃς, ὅπως
ἐπιθυμεῖ ἡ ψυχή σου, καὶ αὐτὰ
τὰ ὀστᾶ σου θὰ εὐφρανθοῦν
καὶ θὰ γίνουν ἰσχυρότερα, θὰ
εἶσαὶ κῆπος θαλλερὸς γεμᾶτος
μεθυστικὰ ἄνθη, σὰν πηγὴ ἀπὸ
τὴν ὁποίαν ποτὲ δὲν λείπει
τὸ νερό. Καὶ τὰ ὀστᾶ σου
σὰν δροσερὸ χορτάρι θὰ ἀναπτυχθοῦν,
θὰ εἶναι ἰσχυρὰ καὶ χονδρὰ
καὶ θὰ κληρονομήσῃς γενεὰς γενεῶν.
|
11
Καὶ θὰ εἶναι ὁ Θεός σου πάντοτε μαζί
σου, προστατεύων καὶ καθοδηγῶν σε· καὶ
θὰ χορτάσῃς ἰκανοποιούμενος, ὅπως
ἐπιθυμεῖ ἡ ψυχή σου, καὶ τὰ
ὀστᾶ σου θὰ ἰσχυροποιηθοῦν,
καθιστῶντα δυνατὸν τὸν ὅλον ὀργανισμόν
σου· καὶ θὰ εἶσαι ὡσὰν
κῆπος, ποὺ ποτίζεται ἀφθόνως, καὶ
ὡσὰν πηγή, ἀπὸ τὴν ὁποίαν
δὲν ἔλειψε ποτὲ νερό· τὰ δὲ
ὀστᾶ σου ὡσὰν δροσερὸς χόρτος
θὰ ἀναπτυχθοῦν καὶ θὰ εἶναι
ἰσχυρὰ καὶ παχέα, καὶ θὰ κληρονομήσῃς
δι’ αὐτῶν γενεᾶς γενεῶν.
|
12
Καὶ οἰκοδομηθήσονταί σου αἱ
ἔρημοι αἰώνιοι, καὶ ἔσται σου
τὰ θεμέλια αἰώνια γενεῶν γενεαῖς·
καὶ κληθήσῃ Οἰκοδόμος φραγμῶν,
καὶ τοὺς τρίβους τοὺς ἀναμέσον
παύσεις. |
12
Αἱ ἀπὸ αἰῶνος ἔρημοι πόλεις
σου θὰ ἀνοικοδομηθοῦν καὶ τὰ
θεμέλια, ποὺ ἐσὺ θὰ θέσῃς,
θὰ εἶναι αἰώνια εἰς γενεὰς
γενεῶν. Θὰ ὀνομασθῇς οἰκοδόμος
φραγμῶν, τοὺς ὁποίους ἐχθροὶ
εἶχον κρημνίσει. Θὰ ἐπανορθώσῃς
καὶ θὰ κλείσῃς τοὺς δρόμους,
τοὺς διανοιχθέντας ἀπὸ ἐχθροὺς
ἀνάμεσα εἰς τὸ κτῆμα σου.
|
12
Καὶ θὰ οἰκοδομηθοῦν ἀπὸ
σὲ αἱ ἀπὸ αἰώνων ὁλοκλήρων
ἐρημωμέναι πόλεις, καὶ τὰ θεμέλια,
ποὺ θὰ βάλῃς σύ, θὰ εἶναι αἰώνια,
διατηρούμενα ἐπὶ γενεᾶς γενεῶν καὶ
θὰ ὀνομασθῇς οἰκοδόμος φραγμῶν,
τοὺς ὁποίους ἀπὸ κήπους κατέρριψαν,
καὶ θὰ σταματήσῃς τοὺς δρόμους, τοὺς
ὁποίους διήνοιξαν διὰ μέσου τῶν κήπων.
|
13
Ἐὰν ἀποστρέψῃς τὸν πόδα
σου ἀπὸ τῶν σαββάτων τοῦ μὴ
ποιεῖν τὰ θελήματά σου ἐν τῇ
ἡμέρᾳ τῇ ἁγίᾳ καὶ
καλέσεις τὰ σάββατα τρυφερά, ἅγια
τῷ Θεῷ σου, οὐκ ἀρεῖς τὸν
πόδα σου ἐπ' ἔργῳ, οὐδὲ
λαλήσεις λόγον ἐν ὀργῇ ἐκ
τοῦ στόματός σου, |
13
Ἐὰν σταματήσῃς τὰ πόδια
σου καὶ ἐν ἡμέρᾳ Σαββάτου
δὲν κινηθῇς πρὸς ἐργασίαν, ὥστε
νὰ μὴ πράττῃς σύμφωνα
μὲ τὰ ἐγωιστικά σου θελήματα
κατὰ τὴν ἁγίαν αὐτὴν ἡμέραν,
θεωρήσῃς δὲ τὸ Σάββατον ὡς
ἡμέραν εὐφροσύνης, ἀφιερωμένην
εἰς τὸν Θεόν, δὲν θὰ κινήσῃς
τὰ πόδια σου πρὸς ἐργασίαν,
οὔτε καὶ θὰ σοῦ ξεφύγῃ
ἀπὸ τὸ στόμα λόγος ὀργῆς.
|
13
Ἐὰν ἀπομακρύνῃς τὸν πόδα σου
ἀπὸ τὴν καταπάτησιν τῶν Σαββάτων,
ὥστε νὰ μὴ κινῆσαι καὶ νὰ
μὴ ποιῇς τὰ θελήματά σου καὶ τὰς
βιοτικὰς ἐργασίας σου κατὰ τὴν ἡμέραν
τὴν ἁγίαν, καὶ καλέσῃς τὰ Σάββατα
ἡμέραν τρυφῆς καὶ ἀναπαύσεως, ἀφιερωμένην
εἰς τὸν Θεόν, καὶ δὲν σηκώσῃς
τὸν πόδα σου, ὥστε νὰ κινηθῇς πρὸς
ἐπιτέλεσιν ἔργου, οὔτε λαλήσῃς λόγον
μὲ θυμὸν ἀπὸ τὸ στόμα σου,
|
14
καὶ ἔσῃ πεποιθὼς ἐπὶ Κύριον,
καὶ ἀναβιβάσει σε ἐπὶ τὰ
ἀγαθὰ τῆς γῆς καὶ ψωμιεῖ
σε τὴν κληρονομίαν Ἰακὼβ τοῦ
πατρός σου· τὸ γὰρ στόμα Κυρίου
ἐλάλησε ταῦτα. |
14
Ἐὰν γενικῶς ἔχῃς στηρίξει
τὴν πεποίθησίν σου εἰς τὸν Κύριον,
ὁ Θεὸς θὰ ἐπαναφέρῃ σὲ
εἰς τὰ ἀγαθὰ τῆς πατρίδος
σου, θὰ σὲ χορτάσῃ μέσα εἰς
τὴν κληρονομίαν τοῦ Ἰακὼβ τοῦ
προπάτορός σου. Αὐτὰ θὰ γίνουν
ἀσφαλῶς καὶ βεβαίως, διότι τὸ
στόμα τοῦ Κυρίου ἐλάλησεν αὐτά.
|
14
τότε θὰ ἔχῃς στηριγμένην τὴν πεποίθησίν
σου ἐπὶ τὸν Κύριον, ὁ Ὁποῖος
θὰ εἶναι παντοτινὸς προστάτης σου· θὰ
σὲ ἀνεβάσῃ δὲ ὡς ἀσφαλῆ
κάτοχόν των εἰς τὰ ἀγαθὰ τῆς
ἀληθινῆς γῆς τῆς ἐπαγγελίας
καὶ θὰ σὲ θρέψῃ μὲ τὴν
ἀπόλαυσιν τῶν ἀγαθῶν τῆς κληρονομίας
τοῦ πατρός σου Ἰακώβ. Θὰ γίνουν ταῦτα
ἀσφαλῶς· διότι τὸ στόμα τοῦ Κυρίου
ἐλάλησεν αὐτά. |