Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
προσέθηκαν ἔτι οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ
ποιῆσαι τὸ πονηρὸν ἐνώπιον
Κυρίου, καὶ παρέδωκεν αὐτοὺς
Κύριος ἐν χειρὶ Φυλιστιῒμ τεσσαράκοντα
ἔτη. |
αὶ
πάλιν οἱ Ἰσραηλῖται ἐξέκλιναν
εἰς τὴν εἰδωλολατρείαν καὶ τὴν
φαυλότητα ἐνώπιον τοῦ Κυρίου
διὰ τοῦτο καὶ παρέδωκεν αὐτοὺς
ὁ Κύριος εἰς τὰ χέρια τῶν
Φιλισταίων ἐπὶ τεσσαράκοντα ἔτη.
|
ἱ
Ἰσραηλῖται παρεσύρθησαν πάλιν εἰς
παρεκτροπὲς καὶ ἁμαρτωλὲς πράξεις
καὶ ἔκαμαν ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον
εἶναι πονηρὸν εἰς τὰ μάτια τοῦ
Κυρίου· ἐξανάπεσαν εἰς τὸν κατήφορον
τῆς εἰδωλολατρίας. Διὰ τοῦτο
ὁ Κύριος τοὺς ἐγκατέλειψε καὶ τοὺς
παρέδωκεν εἰς τὴν ἐξουσίαν τῶν γειτόνων
των Φιλισταίων ἐπὶ σαράντα χρόνια.
|
2
Καὶ ἦν ἀνὴρ εἶς ἀπὸ
Σαραὰ ἀπὸ δήμου συγγενείας τοῦ
Δανί, καὶ ὄνομα αὐτῷ Μανωέ,
καὶ γυνὴ αὐτοῦ στεῖρα καὶ
οὐκ ἔτεκε. |
2
Ὑπῆρχε τότε μεταξὺ τῶν Ἰσραηλιτῶν
ἀνὴρ καταγόμενος ἀπὸ τὴν
πόλιν Σαραὰ ἡ ὁποία ἀνῆκεν
εἰς τὴν φυλὴν τοῦ Δάν, ὀνόματι
Μανωέ. Ἡ σύζυγός του ἦτο στεῖρα
καὶ δὲν ἐτεκνοποίει.
|
2
Τὴν ἐποχὴν ἐκείνην ἐζοῦσε
ἕνας εὐσεβὴς Ἰσραηλίτης, ποὺ
κατήγετο ἀπὸ τὴν Σαραά· ὁ ἄνθρωπος
αὐτὸς ἀνῆκεν εἰς τὴν φυλὴν
τοῦ Δὰν (ἢ ὁποία ἐσυνώρευε
μὲ τοὺς Φιλισταίους) καὶ τὸ ὄνομά
του ἦταν Μανωέ. Ἡ δὲ γυναῖκα το ἦταν
στεῖρα καὶ δὲν ἐγεννοῦσε παιδιά.
|
3
Καὶ ὤφθη ἄγγελος Κυρίου πρὸς
τὴν γυναῖκα, καὶ εἶπε πρὸς αὐτὴν·
ἰδοὺ σὺ στεῖρα καὶ οὐ
τέτοκας, καὶ συλλήψῃ υἱόν.
|
3
Ἄγγελος Κυρίου παρουσιάσθη εἰς τὴν
γυναῖκα αὐτὴν καὶ τῆς εἶπεν·
<ἰδοὺ σὺ εἷσαι στεῖρα καὶ
ἕως τώρα δὲν ἐγέννησες υἱόν.
Τώρα ὅμως θὰ συλλάβῃς υἱόν.
|
3
Καὶ παρουσιάσθη ὁ ἄγγελος Κυρίου εἰς
τὴν γυναῖκα καὶ τῆς εἶπε: <Νά·
εἶσαι στεῖρα καὶ ποτὲ δὲν ἔχεις
γεννήσει παιδί· ἀλλὰ τώρα θὰ συλλάβῃς
εἰς τὰ σπλάγχνα σου καὶ θὰ γεννήσῃς
υἱόν. |
4
Καὶ νῦν φύλαξαι δὴ καὶ μὴ
πίῃς οἶνον καὶ μέθυσμα καὶ
μὴ φάγῃς πᾶν ἀκάθαρτον·
|
4
Ἀπὸ τώρα λοιπὸν πρόσεξε νὰ
μὴ πίῃς οἶνον ἢ ἄλλο μεθυστικὸν
ποτόν· πρόσεξε ἐπὶ πλέον
νὰ μὴ φάγῃς τίποτε ἀπὸ
ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα ὁ νόμος
τοῦ Θεοῦ χαρακτηρίζει ἀκάθαρτα.
|
4
Ἀπὸ τώρα λοιπὸν φυλάξου· δὲν θὰ
πιῇς κρασὶ ἢ ἄλλο μεθυστικὸν
ποτόν· οὔτε θὰ φάγῃς τίποτε ἀπὸ
αὐτά, ποὺ Μωσαϊκὸς
νόμος θεωρεῖ ἀκάθαρτα. |
5
ὅτι ἰδοὺ σὺ ἐν γαστρὶ
ἔχεις καὶ τέξῃ υἱόν, καὶ
σίδηρος ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ
οὐκ ἀναβήσεται, ὅτι ναζὶρ Θεοῦ
ἔσται τὸ παιδάριον ἀπὸ τῆς
κοιλίας, καὶ αὐτὸς ἄρξεται σῶσαι
τὸν Ἰσραὴλ ἐκ χειρὸς Φυλιστιΐμ
|
5
Διότι σὺ θὰ συλλάβῃς ἐν
γαστρὶ καὶ θὰ γεννήσῃς υἱόν.
Ψαλλίδι δὲν θὰ ἀνεβῇ εἰς
τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ διὰ νὰ
κόψῃ τὴν κόμην του, διότι τὸ
παιδίον τοῦτο θὰ εἶναι ναζιραῖος
(ἀφιερωμένος δηλαδὴ εἰς τὸν
Θεόν) ἐκ κοιλίας μητρός του. Καὶ
αὐτὸς θὰ κάμῃ ἀρχὴν
τοῦ ἔργου τῆς σωτηρίας καὶ ἀπελευθερώσεως
τῶν Ἰσραηλιτῶν ἀπὸ τὴν
ἐξουσίαν τῶν Φιλισταίων>.
|
5
Διότι, νά· θὰ συλλάβῃς εἰς τὴν κοιλίαν
σου καὶ θὰ μεῖνῃς ἀνελπίστως
ἔγκυος καὶ θὰ γεννήσῃς υἱόν.
Εἰς τὴν κεφαλὴν τοῦ παιδιοῦ
δὲν θὰ χρησιμοποιηθῇ σιδερένιο ὅργανον
(ψαλίδι ἢ ξυράφι), διὰ νὰ κοποῦν μὲ
αὐτὸ τὰ μαλλιά του· διότι τὸ
παιδὶ θὰ εἶναι ἀπὸ τώρα, ποὺ
θὰ συλληφθῇ εἰς τὴν κοιλία σου, Ναζιραῖος,
δηλαδὴ ἀφιερωμένος εἰς τὸν Θεόν. Καὶ
τὸ παιδὶ αὐτό, ὁ υἱός
σου, θὰ ἀρχίσῃ τὸ ἔργον
τῆς ἀπελευθερώσεως τῶν Ἰσραηλιτῶν
ἀπὸ τὴν τυραννίαν τῶν Φιλισταίων>.
|
6
καὶ εἰσῆλθεν ἡ γυνὴ καὶ
εἶπε τῷ ἀνδρὶ αὐτῆς λέγουσα·
ἄνθρωπος Θεοῦ ἦλθε πρός με, καὶ
εἶδος αὐτοῦ ὡς εἰδὸς ἀγγέλου
Θεοῦ, φοβερὸν σφόδρα· καὶ οὐκ
ἠρώτησα αὐτόν, πόθεν ἐστί,
καὶ τὸ ὄνομα αὐτοῦ οὐκ
ἀπήγειλέ μοι. |
6
Ἡ γυναίκα αὐτὴ εἰσῆλθε
κατόπιν εἰς τὸν οἶκον της καὶ
εἶπεν εἰς τὸν ἄνδρα της· <ἕνας
ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος
εἶχε τὴν ἐμφάνισιν ἀγγέλου,
συγκλονιστικὴν καὶ πολὺ φοβεράν, ἦλθε
πρὸς ἐμέ. Δὲν τὸν ἠρώτησα
πόθεν κατάγεται οὔτε καὶ ὁ ἴδιος
μοῦ ἐγνωστοποίησε τὸ ὄνομά
του. |
6
Κατόπιν ἡ γυναῖκα ἔτρεξε (ἦλθεν εἰς
τὸ σπίτι της) καὶ ἀνεκοίνωσεν εἰς
τὸν ἄνδρα της τὴν ἀνέλπιστον εἴδησιν.
Τοῦ εἶπε: <Ἄνθρωπος ὄχι κοινὸς
καὶ συνηθισμένος, ἀλλὰ (ἄνθρωπος)
τοῦ Θεοῦ ἦλθεν εἰς ἑμέ· ἡ
μορφή τοῦ προσώπου του ἔμοιαζε μὲ
τὴν μορφὴν τοῦ προσώπου ἀγγέλου τοῦ
Θεοῦ καὶ ἡ ἔκτακτη λάμψις καὶ
ἀκτινοβολία, ποὺ ἔβγαινε ἀπὸ
τὸ πρόσωπόν του, ἐπροκαλοῦσε μεγάλον τρόμον,
σεβασμὸν καὶ εὐλάβειαν εἰς ἐκεῖνον,
ποὺ τὸ ἔβλεπε! Καὶ δὲν ἔλαβα
τὸ θάρρος να τὸν ἐρωτήσω ἀπὸ
ποὺ ἔρχεται· ἄλλα καὶ αὐτὸς
δὲν μοῦ ἀπεκάλυψε τὸ ὄνομά
του! |
7
καὶ εἶπέ μοι· ἰδοὺ σὺ
ἐν γαστρὶ ἔχεις καὶ τέξῃ
υἱόν· καὶ νῦν μὴ πίνῃς
οἶνον καὶ μέθυσμα καὶ μὴ φάγῃς
πᾶν ἀκάθαρτον, ὅτι Θεοῦ ἅγιον
ἔσται τὸ παιδάριον ἀπὸ γαστρὸς
ἕως ἡμέρας θανάτου αὐτοῦ.
|
7
Μοῦ εἶπεν ὅμως τὰ ἐξῆς·
Ἰδοὺ σὺ θὰ μείνῃς ἔγκυος
καὶ θὰ γεννήσῃς υἱόν.
Ἀπὸ τώρα καὶ εἰς τὸ ἐξῆς
μὴ πίῃς οἶνον ἢ ἄλλο μεθυστικὸν
ποτὸν οὔτε καὶ νὰ φάγῃς
τίποτε ἀπὸ ἐκεῖνα, τὰ
ὁποῖα ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ
χαρακτηρίζει ἀκάθαρτα. Καὶ τοῦτο
διότι τὸ παιδίον αὐτὸ θὰ
εἶναι ἀφιερωμένον εἰς τὸν Κύριον
ἐκ κοιλίας μητρὸς μέχρι τῆς
ἡμέρας τοῦ θανάτου του>.
|
7
Μοῦ εἶπεν ὅμως τοῦτο: <Νά· σὺ
πρόκειται νὰ συλλάβῃς εἰς τὴν κοιλία
σου καὶ θὰ μείνῃς ἀνελπίστως ἔγκυος
καὶ θὰ γεννήσῃς υἱόν· ἀπὸ
τώρα λοιπὸν φυλάξου νὰ μὴ πιῇς κρασὶ
ἢ ἄλλο μεθυστικὸν ποτὸν οὔτε
νὰ φάγῃς τίποτε ἀπὸ αὐτά,
ποὺ ὁ Μωσαϊκὸς νόμος θεωρεῖ ἀκάθαρτα,
διότι τὸ παιδὶ θὰ εἶναι ἀφιερωμένον
εἰς τὸν Θεὸν ἀπὸ τώρα, ποὺ
θὰ συλληφθῇ εἰς τὴν κοιλίαν σου, μέχρι
τὴν ἡμέραν τοῦ θανάτου του>.
|
8
Καὶ προσηύξατο Μανωὲ πρὸς Κύριον
καὶ εἶπεν· ἐν ἐμοί, Κύριε
Ἀδωναϊέ, τὸν ἄνθρωπον τοῦ Θεοῦ,
ὃν ἀπέστειλας, ἐλθέτω δὴ
ἔτι πρὸς ἡμᾶς καὶ συμβιβασάτω
ἡμᾶς τί ποιήσωμεν τῷ παιδὶ
τῷ τικτομένῳ. |
8
Ὁ Μανωὲ προσηυχήθη πρὸς τὸν
Κύριον καὶ εἶπε· <Κύριε Ἀδωναϊέ,
σὲ παρακαλῶ, ὁ ἄνθρωπος τοῦ
Θεοῦ, τὸν ὁποῖον σὺ ἀπέστειλες,
ἂς ἔλθῃ πάλιν πρὸς ἡμᾶς
καὶ ἂς μᾶς συμβουλεύσῃ τί
πρέπει νὰ πράξωμεν διὰ τὸ παιδίον,
τὸ ὁποῖον μέλλει νὰ γεννηθῇ.
|
8
Κατόπιν αὐτῶν ὁ Μανωὲ προσηυχήθη εἰς
τὸν Κύριον καὶ εἶπε: <Σὲ παρακαλῶ,
Κύριε, Κύριέ μου (-Ἀδωναϊέ), τὸν ἄνθρωπον
τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔστειλες καὶ ἐμφανίσθηκε
εἰς τὴν γυναῖκα μου, στεῖλε τὸν
νὰ παρουσιασθῇ καὶ πάλιν εἰς ἡμᾶς
καὶ νὰ μᾶς πληροφορήσῃ καὶ ἐξηγήσῃ
τὶ πρέπει νὰ κάμωμεν εἰς τὸ παιδί,
ὅταν θὰ γεννηθῇ. |
9
Καὶ εἰσήκουσεν ὁ Θεὸς τῆς
φωνῆς Μανωέ, καὶ ἦλθεν ὁ ἄγγελος
τοῦ Θεοῦ ἔτι πρὸς τὴν γυναῖκα,
καὶ αὕτη ἐκάθητο ἐν ἀγρῷ,
καὶ Μανωὲ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς
οὐκ ἦν μετ' αὐτῆς.
|
9
Ὁ Θεὸς ἤκουσε τὴν δέησιν τοῦ
Μανωὲ καὶ ὁ ἄγγελός του ἦλθε
πάλιν πρὸς τὴν γυναῖκα, ὅταν
αὐτὴ ἐκάθητο εἰς τὸν ἀγρόν,
ὁ δὲ σύζυγός της ὁ Μανωὲ
δὲν εὑρίσκετο μαζῆ της.
|
9
Ὁ Θεὸς ἄκουσε καὶ ἐδέχθη τὴν
προσευχὴν τοῦ Μανωέ. Καὶ ὁ ἄγγελος
τοῦ Θεου ἦλθε πάλιν καὶ παρουσιάσθη εἰς
τὴν γυναῖκα (τοῦ Μανωέ)· αὐτὴ
εὑρίσκετο (ἐκάθητο) ἔξω εἰς τὸ
χωράφι καὶ ὁ Μανωέ, ὁ σύζυγός της,
δὲν ἦταν μαζί της. |
10
Καὶ ἐτάχυνεν ἡ γυνὴ καὶ
ἔδραμε καὶ ἀνήγγειλε τῷ ἀνδρὶ
αὐτῆς καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν·
ἰδοὺ ὦπται πρός με ὁ ἀνήρ,
ὃς ἦλθεν ἐν ἡμέρᾳ πρός
με. |
10
Ἡ γυνὴ ἔσπευσε δρομέως καὶ συνήντησε
τὸν ἄνδρα της εἰς τὸν ὁποῖον
ἀνήγγειλε· <ἰδοὺ παρουσιάσθη
εἰς ἐμὲ καὶ πάλιν ὁ ἀνήρ,
ὁ ὁποῖος καὶ προηγουμένως μοῦ
εἶχεν ἐμφανισθῆ>.
|
10
Τότε ἡ γυναῖκα ἔτρεξε γρήγορα - γρήγορα
καὶ ἀνήγγειλεν εἰς τὸν ἄνδρα
της (τὴν ἐμφάνισιν τοῦ ἀγγέλου) καὶ
τοῦ εἶπε: <Νά· μοῦ παρουσιάσθη πάλιν
ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος
ἦλθε τὴν γνωστὴν ἐκείνην ἡμέραν
καὶ μοῦ ἐμίλησε!>
|
11
Καὶ ἀνέστη καὶ ἐπορεύθη
Μανωὲ ὀπίσω τῆς γυναικὸς αὐτοῦ
καὶ ἦλθε πρὸς τὸν ἄνδρα καὶ
εἶπεν αὐτῷ· εἰ σὺ εἶ
ὁ ἀνὴρ ὁ λαλήσας πρὸς
τὴν γυναῖκα; Καὶ εἶπεν ὁ ἄγγελος·
ἐγώ. |
11
Ὁ Μανωὲ ἠγέρθη, ἠκολούθησε
τὴν σύζυγόν του, ἦλθε πρὸς τὸν
ἄγνωστον αὐτὸν ἄνδρα καὶ τοῦ
εἶπε· <σὺ εἶσαι πράγματι ὁ
ἀνὴρ ὁ ὁποῖος συνωμίλησες
με τὴν γυναῖκα μου;> Ὁ δὲ ἄγγελος
ἀπήντησεν· <ἐγὼ εἶμαι>.
|
11
Καὶ ὁ Μανωὲ ἐσηκώθη καὶ
ἀκολούθησε τὴν γυναῖκα του καὶ
ἦλθε πρὸς τὸν ἄνθρωπον καί (νομίζοντας
ὅτι εἶναι ἄνθρωπος καὶ ὄχι ἄγγελος)
τὸν ἐρώτησε μὲ σεβασμόν, ἀλλὰ
καὶ μὲ κάποιο θάρρος: Σὺ εἶσαι
ὁ ἄνθρωπος, ποὺ ἐμίλησες τὶς
ἡμέρες αὐτὲς εἰς τὴν γυναῖκα
(μοῦ);> Ὁ ἄγγελος τοῦ ἀπάντησε:
<Ναί, ἐγὼ εἶμαι>.
|
12
Καὶ εἶπε Μανωέ· νῦν ἐλεύσεται
ὁ λόγος σου· τίς ἔσται κρίσις
τοῦ παιδίου καὶ τὰ ποιήματα
αὐτοῦ; |
12
Ὁ Μανωὲ εἶπε πρὸς αὐτόν·
<τώρα ὅταν ὁ λόγος σου γίνῃ
πραγματικότης καὶ ἀποκτήσω υἱόν,
ποῖος θὰ εἶναι ὁ νόμος, ποὺ
θὰ ρυθμίζῃ τὴν ζωὴν τοῦ
παιδίου, καὶ ποῖα τὰ ἔργα αὐτοῦ;>
|
12
Τότε ὁ Μανωὲ ἐξωτερίκευσε τὴν
ἀγαθὴν διάθεσίν του καὶ εἶπε: <Εἴθε
νὰ γίνῃ σύμφωνα μὲ τὸν λόγον σου.
Ὅταν (λοιπὸν) πραγματοποιηθῇ ὁ λόγος
σου καὶ γεννηθῇ τὸ παιδί, πῶς πρέπει
νὰ τακτοποιηθῇ (ἀνατραφῇ); Τί
εἴδους ζωὴν καὶ ἔργα πρέπει νὰ
κάμῃ; Ποία ἡ ἐξέλιξίς του; Τί
ὑποχρεώσεις ἔχομεν (ἐγὼ καὶ
ἡ γυναῖκα μου) ἀπέναντί του;>
|
13
Καὶ εἶπεν ὁ ἄγγελος Κυρίου πρὸς
Μανωέ· ἀπὸ πάντων, ὧν εἴρηκα
πρὸς τὴν γυναῖκα, φυλάξεται·
|
13
Ἀπήντησεν ὁ ἄγγελος τοῦ Κυρίου
πρὸς τὸν Μανωέ· <τὸ παιδὶ
ποὺ θὰ γεννηθῇ θὰ φυλαχθῇ ἀπὸ
ὅλα ἐκεῖνα, ποὺ εἶπα πρὸς
τὴν γυναῖκα σου· |
13
Καὶ ὁ ἄγγελος τοῦ Κυρίου εἶπεν
εἰς τὸν Μανωέ: <Ἡ γυναῖκα σου πρέπει
νὰ προσέξῃ, ὥστε νὰ τηρήσῃ μὲ
προσοχὴν ὅλα, ὅσα τῆς εἶπα·
(ἢ κατ' ἄλλην ἑρμηνείαν: Τὸ παιδὶ
πρέπει νὰ προσέξῃ, ὥστε νὰ τηρήσῃ
κλπ.). |
14
ἀπὸ παντός, ὃ ἐκπορεύεται
ἐξ ἀμπέλου τοῦ οἴνου, οὐ
φάγεται καὶ οἶνον καὶ μέθυσμα
μὴ πιέτω καὶ πᾶν ἀκάθαρτον
μὴ φαγέτω· πάντα ὅσα ἐνετειλάμην
αὐτῇ, φυλάξεται.
|
14
κάθε προϊὸν τὸ ὁποῖον παράγεται
ἀπὸ ἄμπελον, μὲ τὰς σταφυλὰς
τῆς ὁποίας γίνεται ὁ οἶνος,
δὲν θὰ φάγῃ· οἶνον καὶ
μεθυστικὰ ποτὰ δὲν θὰ πίῃ.
Κάθε τι ποὺ ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ
χαρακτηρίζει ἀκάθαρτον, δὲν θὰ
φάγῃ. Ὅλα ὅσα διέταξα αὐτὴν
νὰ φυλάξῃ, θὰ τὰ φυλάξῃ
καὶ τὸ παιδίον>. |
14
Δὲν πρέπει νὰ φάγῃ τίποτε ἀπὸ
τὰ προϊόντα τοῦ ἀμπελιοῦ, ἀπὸ
τὰ σταφύλια τοῦ ὁποίου παράγεται κρασί·
οὔτε πρέπει νὰ πιῇ κρασὶ ἢ ἄλλο
μεθυστικὸν ποτόν· οὔτε πρέπει νὰ
φάγῃ τίποτε ἀπὸ ἐκεῖνα, ποὺ
ὁ Μωσαϊκὸς νόμος θεωρεῖ ἀκάθαρτα.
Ὅλα, ὅσα τὴν διέταξα, πρέπει νὰ τὰ
τηρήσῃ). |
15
Καὶ εἶπε Μανωὲ πρὸς τὸν ἄγγελον
Κυρίου· κατάσχωμεν ὧδέ σε καὶ
ποιήσωμεν ἐνώπιόν σου ἔριφον
αἰγῶν. |
15
Εἶπε τότε ὁ Μανωὲ πρὸς τὸν
ἄγγελον τοῦ Κυρίου· <θὰ μᾶς
ἐπιτρέψῃς νὰ σὲ κρατήσωμεν
ἐδῶ, διὰ νὰ σοῦ προσφέρωμεν
νὰ φάγῃς ἀπὸ τὰς αἶγας
μας ἐρίφιον;> |
15
Καὶ ὁ ἀγαθὸς καὶ ἁπλὸς
Ἰσραηλίτης Μανωέ (ποὺ ἐξακολουθοῦσε
νὰ θεωρῶ τὸν συνομιλητήν του μόνον
ὡς ἄνθρωπον τοῦ Θεοῦ) εἶπεν
εἰς τὸν ἄγγελον τοῦ Θεοῦ: <Σὲ
παρακαλῶ, δῶσε μας τὴν ἄδειαν νὰ
σὲ κρατήσωμεν ἐδῶ, διὰ νὰ φτιάξωμεν
καὶ σοῦ προσφέρωμεν ἕνα τρυφερὸ κατσίκι
διὰ νὰ φάγῃς>. |
16
Καὶ εἶπεν ὁ ἄγγελος Κυρίου πρὸς
Μανωέ· ἐὰν κατάσχῃς με,
οὐ φάγομαι ἀπὸ τῶν ἄρτων
σου, καὶ ἐὰν ποιήσῃς ὁλοκαύτωμα,
τῷ Κυρίῳ ἀνοίσεις αὐτό·
ὅτι οὐκ ἔγνω Μανωὲ ὅτι ἄγγελος
Κυρίου αὐτός. |
16
Ὁ ἄγγελος τοῦ Κυρίου εἶπε πρὸς
τὸν Μανωέ· <ἐὰν μὲ κρατήσῃς
θὰ μείνω, ἀλλὰ δὲν θὰ
φάγω ἀπὸ τὴν τράπεζάν
σου. Ἐὰν θελήσῃς νὰ κάμῃς
θυσίαν ὁλοκαυτώματος, εἰς τὸν
Κύριον θὰ προσφέρῃς αὐτήν>.
Παρεκάλεσεν ὁ Μανωὲ τὸν ξένον
νὰ μείνῃ, διότι δὲν εἶχεν
ἀντιληφθῇ, ὅτι αὐτὸς ἦτο
ἄγγελος Κυρίου. |
16
Ἀλλὰ ὁ ἄγγελος Κυρίου ἀπάντησε
εἰς τὸν Μανωέ: <Καὶ ἂν μὲ
κρατήσῃς, ἐγὼ δὲν θὰ φάγω ἀπὸ
τὸ ψωμὶ καὶ τὸ φαγητόν σου. Ἐὰν
θέλῃς νὰ τὸ ἐτοιμάσῃς,
ἐκεῖνο ποὺ θὰ φτιάσῃς, πρόσφερέ
το ὡς θυσίαν εἰς τὸν Κύριον καὶ κάψε
το ὁλόκληρον εἰς λατρείαν του>. Αὐτὰ
ὅλα τὰ εἶπεν ὁ Μανωέ, διότι δὲν
εἶχεν (ἀκόμη) ἀντιληφθῇ ὅτι
αὐτὸς ἦταν ἄγγελος Κυρίου.
|
17
Καὶ εἶπε Μωνωὲ πρὸς τὸν ἄγγελον
Κυρίου· τί τὸ ὄνομά σοι;
Ὅτι ἔλθοι τὸ ρῆμά σου, καὶ
δοξάσομέν σε. |
17
Ὁ Μανωὲ εἶπε πρὸς τὸν ἄγγελον
τοῦ Κυρίου· <εἰπέ μου, ποῖον
εἶναι τὸ ὄνομά σου, ὥστε ὅταν
ἐκπληρωθοῦν τὰ λόγια σου νὰ
σοῦ προσφέρωμεν εἰς ἔνδειξιν ἐκτιμήσεως
καὶ εὐγνωμοσύνης ἕνα δῶρον>.
|
17
Ὁ Μανωὲ εἰς τὴν ἄρνησιν αὐτὴν
τοῦ ἀγνώστου (ἀκόμη) προσώπου ἐπῆρε
θάρρος καὶ ἐρώτησε τὸν ἄγγελον
Κυρίου: <Ἀφοῦ δὲν θέλεις τίποτε τώρα,
πές μας· ποῖον εἶναι τὸ ὄνομά
σου, ὥστε, ὅταν γεννηθῇ τὸ παιδὶ
καὶ ἐκπληρωθῇ ὁ λόγος σου, νὰ
σὲ εὐχαριστήσωμεν ὅπως πρέπει καὶ
νὰ σὲ τιμήσωμεν>. |
18
Καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ ἄγγελος
Κυρίου· εἰς τί τοῦτο ἐρωτᾶς
τὸ ὄνομά μου; Καὶ αὐτό
ἐστι θαυμαστόν. |
18
Ὁ ἄγγελος τοῦ ἀπήντησε·
<διατὶ ἐρωτᾷς νὰ μάθῃς
τὸ ὄνομά μου; Τὸ ὄνομά
μου εἶναι σεβαστὸν καὶ ἀνέκφραστον>.
|
18
Ὁ ἄγγελος Κυρίου τοῦ ἀπάντησε: <Διατὶ
ἐρωτᾷς νὰ μάθῃς τὸ ὄνομά
μου; Τὸ ὄνομά μου εἶναι θαυμαστόν, μυστηριῶδες,
τρομερὸν καὶ ἀνέκφραστον>!
|
19
Καὶ ἔλαβε Μανωὲ τὸν ἔριφον τῶν
αἰγῶν καὶ τὴν θυσίαν καὶ
ἀνήνεγκεν ἐπὶ τὴν πέτραν
τῷ Κυρίῳ· καὶ διεχώρισε
ποιῆσαι, καὶ Μανωὲ καὶ γυνὴ
αὐτοῦ βλέποντες.
|
19
Ὁ Μανωὲ ἐπῆρε τὸ ἐρίφιον
ἀπὸ τὰ γίδια του καὶ τὴν
ἄλλην ἀναίμακτον θυσίαν καὶ
προσέφερεν αὐτὰ θυσίαν πρὸς
τὸν Κύριον ἐπάνω εἰς λίθον,
ὁ ὁποῖος ἐπεῖχε θέσιν
θυσιαστηρίου. Ὁ ἄγγελος ἀπεμακρύνθη
ὀλίγον ἀπὸ αὐτοὺς διὰ
νὰ προσφέρῃ τὴν θυσίαν, ὁ
δὲ Μανωὲ καὶ ἡ γυνή του παρετήρουν.
|
19
Τότε ὁ Μανωὲ ἐπῆρε τὸ τρυφερὸ
κατσίκι καὶ τὴν ἀνάλογον θυσίαν καὶ
τὰ ἔβαλε ἐπάνω εἰς μίαν πέτραν, ποὺ
ἐχρησίμευεν ὡς θυσιαστήριον, καὶ τὰ
ἐπρόσφερε ὡς θυσίαν εἰς τὸν Κύριον.
Καὶ ὁ ἄγγελος ἐχωρίσθη ἀπὸ
αὐτοὺς διὰ νὰ προσφέρῃ τὴν
θυσίαν, ὁ δὲ Μανωὲ καὶ ἡ γυναῖκα
του παρακολουθοῦσαν μὲ θαυμασμὸν ἀπὸ
κάποιαν ἀπόστασιν τί θὰ ἐπακολουθοῦσε.
|
20
Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἀναβῆναι
τὴν φλόγα ἐπάνω τοῦ θυσιαστηρίου
ἕως τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἀνέβη
ὁ ἄγγελος Κυρίου ἐν τῇ φλογὶ
τοῦ θυσιαστηρίου, καὶ Μανωὲ καὶ
ἡ γυνὴ αὐτοῦ βλέποντες καὶ
ἔπεσαν ἐπὶ πρόσωπον αὐτῶν
ἐπὶ τὴν γῆν.
|
20
Ὅταν ἤναψεν ἡ φλόγα ἐπάνω
εἰς τὸ θυσιαστήριον καὶ ἀνέβαινε
πρὸς τὸν οὐρανόν, ἀνέβη
καὶ ὁ ἄγγελος Κυρίου διὰ τῆς
φλογὸς αὐτῆς τοῦ θυσιαστηρίου.
Ὁ Μανωὲ καὶ ἡ γυνή του ἔβλεπον
αὐτὸν ἔκπληκτοι καὶ ἔπεσαν πρηνεῖς
κάτω εἰς τὸ ἔδαφος.
|
20
Συνέβη δὲ τοῦτο: Εἰς κάποιαν στιγμὴν
ἀνέβη ἀπὸ τὴν πέτραν ἐκείνην,
ποὺ μετεβλήθη εἰς θυσιαστήριον, τόσον μεγάλη φλόγα,
ποὺ ὑψώθη ἕως τὸν οὐρανόν.
Συγχρόνως μαζὶ μὲ τὴν φλόγα (ποὺ ἀνέβαινε
ἀπὸ τὸ θυσιαστήριον) ὑψώθη καὶ
ὁ ἄγγελος Κυρίου καὶ ἐχάθη.
Ὁ Μανωὲ καὶ ἡ γυναῖκα του παρακολουθοῦσαν
τὸ θαυμαστὸν καὶ καταπληκτικὸν αὐτὸ
γεγονός. Τόσον πολὺ δὲ ἐτρόμαξαν,
ὥστε ἔπεσαν καὶ οἱ δύο μὲ τὸ
πρόσωπον εἰς τὴν γῆν.
|
21
Καὶ οὐ προσέθηκεν ἔτι ὁ ἄγγελος
Κυρίου ὀφθῆναι πρὸς Μανωὲ καὶ
πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ·
τότε ἔγνω Μανωὲ ὅτι ἄγγελος
Κυρίου οὗτος. |
21
Ὁ ἄγγελος τοῦ Κυρίου δὲν ἐνεφανίσθη
πλέον οὔτε πρὸς τὸν Μανωέ, οὔτε
πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ. Τότε
ἐνόησεν ὁ Μανωὲ ὅτι ὁ
ἄγνωστος ἐκεῖνος ἀνὴρ ἦτο
ἄγγελος Κυρίου. |
21
Ὁ ἄγγελος Κυρίου οὐδέποτε πλέον παρουσιάσθη,
οὔτε ες τὸν Μανωὲ οὔτε εἰς τὴν
γυναῖκα του. Τότε ἐκατάλαβε ὁ Μανωέ,
ὅτι δὲν εἶχε νὰ κάμῃ μὲ
ἄνθρωπον, ἀλλὰ αὐτὸς ἦταν
ἄγγελος Κυρίου. Διότι μόνον ὁ ἀσώματος ἄγγελος,
ποὺ δὲν ἀνήκει εἰς τὸν
φθαρτὸν κόσμον, ἠμποροῦσε νὰ ἀνέβη
εἰς τὸν οὐρανὸν μαζὶ μὲ
τὴν φλόγα τοῦ βωμοῦ χωρὶς νὰ
καίγεται. |
22
Καὶ εἶπε Μανωὲ πρὸς τὴν γυναῖκα
αὐτοῦ· θανάτῳ ἀποθανούμεθα,
ὅτι Θεὸν εἴδομεν.
|
22
Γεμᾶτος φόβον ὁ Μανωὲ εἶπε πρὸς
τὴν σύζυγόν του· <θὰ ἀποθάνωμεν,
διότι εἴδομεν τὸν Θεόν>.
|
22
Καὶ ὁ Μανωὲ γεμᾶτος φόβον εἶπεν
εἰς τὴν γυναῖκα του: <Θὰ ἀποθάνωμεν
ἐξάπαντος, διότι εἴδαμε τὸν Θεόν>!
|
23
Καὶ εἶπεν αὐτῷ ἡ γυνὴ
αὐτοῦ· εἰ ἤθελεν ὁ Κύριος
θανατῶσαι ἡμᾶς, οὐκ ἂν ἔλαβεν
ἐκ χειρὸς ἡμῶν ὁλοκαύτωμα
καὶ θυσίαν καὶ οὐκ ἂν ἔδειξεν
ἡμῖν ταῦτα πάντα καὶ καθὼς
καιρὸς οὐκ ἂν ἠκούτισεν ἡμᾶς
ταῦτα. |
23
Ἡ γυναῖκα του ὅμως τοῦ εἶπε·
<ἐὰν ὁ Κύριος ἤθελε νὰ
μᾶς θανατώσῃ, δὲν θὰ ἐδέχετο
ἀπὸ τὰ χέρια μας τὴν αἱματηρὰν
θυσίαν τοῦ ὁλοκαυτώματος καὶ
τὴν ἀναίμακτον θυσίαν. Δὲν θὰ
ἐφανέρωνεν εἰς ἡμᾶς ὅλα
ὅσα ἐξαίρετα εἴδομεν καὶ δὲν
θὰ συγκατέβαινεν ὥστε νὰ ἀκούσωμεν
κατὰ τὴν ἡμέραν αὐτὴν
αὐτά, ποὺ ἠκούσαμεν>.
|
23
Ἀλλ' ἡ γυναῖκα του τοῦ εἶπε:
<Ἐὰν ὁ Θεὸς ἤθελε νὰ
μᾶς θανατώσῃ, δὲν θὰ ἐδέχετο
ἀπὸ τὰ χέρια μας τὸ ὅλοκαύτωμα
καὶ τὴν θυσίαν καὶ δὲν θὰ ἔδειχνε
εἰς ἡμᾶς ὅλα αὐτὰ τὰ
θαυμαστά, ἀλλ' οὔτε καὶ θὰ μᾶς
ἀξίωνε νὰ ἀκούσωμεν ὑποσχέσεις,
ὅπως αὐτὲς ποὺ ἀκούσαμε
καὶ ἐλάβαμε (τώρα) κατὰ τὶς
ἡμέρες αὐτές>.
|
24
Καὶ ἔτεκεν ἡ γυνὴ υἱὸν
καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ
Σαμψών· καὶ ἡδρύνθη τὸ
παιδάριον, καὶ εὐλόγησεν αὐτὸ
Κύριος. |
24
Ὅταν ἦλθεν ὁ καιρός, ἐγέννησεν
ἡ σύζυγος τοῦ Μανωὲ υἱὸν
καὶ ὠνόμασεν αὐτὸν Σαμψών.
Ἐμεγάλωσε τὸ παιδίον, ὁ δὲ
Κύριος εὐλόγησεν αὐτό.
|
24
Ὅταν ἦλθεν ὁ καιρὸς τοῦ τοκετοῦ,
ἐγέννησεν ἡ γυναῖκα τοῦ Μανωὲ
υἱόν, τὸν ὁποῖον ὠνόμασε Σαμψών
(ποὺ σημαίνει μικρὸς ἥλιος· ἡλιακός).
Καὶ τὸ μικρὸ παιδὶ ἔγινε ἄνδρας
μὲ δύναμιν καὶ ἀνάπτυξιν ὄχι
συνηθισμένην· ὁ δὲ Κύριος τὸ εὐλόγησε
καὶ τὸ ἐχαρίτωσε, διὰ νὰ
πραγματοποιήσῃ κάτι τὸ ἔκτακτον καὶ
μεγάλο μεταξὺ τοῦ Ἰσραήλ.
|
25
Καὶ ἤρξατο πνεῦμα Κυρίου συνεκπορεύεσθαι
αὐτῷ ἐν παρεμβολῇ Δὰν καὶ
ἀνὰ μέσον Σαραὰ καὶ ἀνὰ
μέσον Ἐσθαόλ. |
25
Πνεῦμα δὲ Κυρίου ἤρχισε νὰ συνοδεύῃ
αὐτὸ ἐντὸς καὶ ἐκτὸς
τοῦ στρατοπέδου τῆς φυλῆς Δάν,
τὸ ὁποῖον στρατόπεδον εὑρίσκετο
μεταξὺ Σαραὰ καὶ Ἐσθαόλ.
|
25
Καὶ τὸ Πνεῦμα τοῦ Κυρίου ἄρχισε
νὰ τὸν συνοδεύῃ καὶ νὰ τὸν
ἐνδυναμώνῃ, ὥστε νὰ ἐπιτυγχάνῃ
διάφορα κατορθώματα καὶ νὰ δείχνῃ τὴν
γενναιότητά του εἰς τὸ στρατόπεδον τῆς φυλῆς
Δάν, ποὺ εὑρίσκετο μεταξὺ Σαραὰ καὶ
Ἐσθαόλ (καὶ ἐπειδὴ ἐσυνώρευε
μὲ τοὺς Φιλισταίους, ἐγίνοντο ἐκεῖ
διάφορες συγκρούσεις). |