Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
κατέβη Σαμψὼν εἰς Θαμναθὰ καὶ
εἶδε γυναῖκα ἐν Θαμναθὰ ἀπὸ
τῶν θυγατέρων τῶν ἀλλοφύλων
|
ταν
πλέον εἶχε μεγαλώσει ὁ Σαμψὼν
κατέβη μίαν ἡμέραν ἀπὸ
τὴν πόλιν Σαραὰ εἰς τὴν πόλιν
Θαμναθά. Ἐκεῖ εἶδε μίαν γυναῖκα
ἀπὸ τὰς θυγατέρας τῶν Φιλισταίων,
τὴν ὁποίαν καὶ συνεπάθησε.
|
ίαν
ἡμέραν ὁ Σαμψὼν κατέβηκε ἀπὸ
τὴν Σαραὰ εἰς τὴν Θαμναθὰ καὶ
ἐκεῖ εἰς τὴν Θαμναθὰ εἶδε
ἕνα κορίτσι μεταξὺ τῶν κοριτσιῶν τῶν
Φιλισταίων, τὸ ὁποῖον τοῦ ἄρεσε
πολὺ καὶ τὸ ἠθέλησε ὡς γυναῖκα
του. |
2
καὶ ἀνέβη καὶ ἀπήγγειλε
τῷ πατρὶ αὐτοῦ καὶ τῇ
μητρὶ αὐτοῦ καὶ εἶπε· γυναῖκα
ἑώρακα ἐν Θαμναθὰ ἀπὸ
τῶν θυγατέρων Φυλιστιΐμ, καὶ νῦν
λάβετε αὐτὴν ἐμοὶ εἰς
γυναῖκα. |
2
Ἐπέστρεψεν εἰς τὴν Σαραά, ἀνήγγειλε
τὸ γεγονὸς εἰς τὸν πατέρα καὶ
τὴν μητέρα του καὶ εἶπε· <εἶδα
εἰς Θαμναθὰ μίαν γυναῖκα ἀπὸ
τὰς θυγατέρας τῶν Φιλισταίων, τὴν
ὁποίαν καὶ συνεπάθησα. Λάβετε
λοιπὸν αὐτὴν καὶ δώσατέ
την εἰς ἐμὲ ὡς σύζυγόν
μου>. |
2
Ἐγύρισε δὲ πίσω εἰς τὴν Σαραὰ
καὶ ἐγνωστοποίησε τὸν πόθον τῆς
καρδίας του εἰς τὸν πατέρα του καὶ τὴν
μητέρα του. Τοὺς εἶπεν: <Εἶδα ἕνα
κορίτσι εἰς τὴν Θαμναθὰ μεταξὺ τῶν
κοριτσιῶν τῶν Φιλισταίων καὶ τὴν
θέλω ὡς σύζυγον· δι’ αὐτό (τώρα) πηγαίνετε
νὰ τὴν πάρετε ὡς σύζυγόν μου>.
|
3
Καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ πατὴρ
αὐτοῦ καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ·
μὴ οὐκ εἰσὶ θυγατέρες τῶν
ἀδελφῶν σου καὶ ἐκ παντὸς τοῦ
λαοῦ μου γυνή, ὅτι σὺ πορεύῃ
λαβεῖν γυναῖκα ἀπὸ τῶν ἀλλοφύλων
τῶν ἀπεριτμήτων; Καὶ εἶπε Σαμψὼν
πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ·
ταύτην λάβε μοι, ὅτι αὕτη εὐθεῖα
ἐν ὀφθαλμοῖς μου.
|
3
Ὁ πατὴρ καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ
τοῦ εἶπον· <μήπως δὲν ὑπάρχουν
θυγατέρες μεταξὺ τῶν ὁμοεθνῶν
σου, γυνὴ κατάλληλος διὰ σὲ μεταξὺ
τοῦ λαοῦ μου καὶ μετέβης νὰ
ἐκλέξῃς γυναῖκα ἀπὸ τοὺς
ἀλλοφύλους αὐτοὺς καὶ ἀπεριτμήτους;>
Ὁ Σαμψὼν ἐπιμένων εἶπε πρὸς
τὸν πατέρα του· <αὐτὴν πάρε
δι' ἐμὲ ὡς σύζυγον διότι αὐτὴ
εἶναι ὡραία καὶ συμπαθὴς εἰς
τὰ μάτια μου>. |
3
Ἄλλα ὁ πατέρας του καὶ ἢ μητέρα του
τὸν ἐρώτησαν: <Δὲν ὑπάρχουν
θυγατέρες τῶν ἀδελφῶν σου Ἰσραηλιτῶν
καὶ δὲν ἠμπορεῖς νὰ διαλέξῃς
γυναῖκα ἀπὸ ὅλον τὸν λαόν μου
τὸν Ἰσραηλιτικὸν καὶ ἐπῆγες
νὰ πάρῃς γυναῖκα ἀπὸ τοὺς
Φιλισταίους, οἱ ὁποῖοι δὲν ἔχουν
περιτμηθῇ;> Ὁ Σαμψὼν ὅμως ἐπέμενε
καὶ εἶπεν εἰς τὸν πατέρα του: <Αὐτὴν
νὰ μοῦ πάρῃς ὡς γυναῖκα·
διότι αὐτὴ μοῦ ἀρέσει, αὐτὴ
ἔπεσεν εἰς τὰ μάτια μου ὡς καλὴ
καὶ ὡραία>. |
4
Καὶ ὁ πατὴρ αὐτοὺ καὶ
ἡ μήτηρ αὐτοῦ οὐκ ἔγνωσαν
ὅτι παρὰ Κυρίου ἐστίν, ὅτι
ἐκδίκησιν αὐτὸς ζητεῖ ἐκ
τῶν ἀλλοφύλων· καὶ ἐν τῷ
καιρῷ ἐκείνῳ οἱ ἀλλόφυλοι
κυριεύοντες ἐν Ἰσραήλ.
|
4
Ὁ πατὴρ καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ
δὲν ἐγνώριζαν, ὅτι κατὰ παραχώρησιν
Θεοῦ ἔγινε τοῦτο, διὰ νὰ γίνῃ,
τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἀφορμὴ
νὰ τιμωρηθοῦν οἱ Φιλισταῖοι. Κατὰ
τὴν ἐποχὴν δὲ ἐκείνην
οἱ Φιλισταῖοι ἦσαν αὐθένται
καὶ κύριοι τῶν Ἰσραηλιτῶν.
|
4
Ὁ πατέρας του καὶ ἡ μητέρα του δὲν
ἐγνώριζαν ὅτι ἡ ἐπιμονὴ
τοῦ παιδιοῦ των τιροήρχετο ἀπὸ ἐσωτερικὸν
σπρώξιμο, ποὺ εἶχε τὸν φωτισμὸν καὶ
τὴν ἔμπνευσιν τοῦ Κυρίου, διὰ νὰ
δοθῇ ἔτσι ἀφορμὴ εἰς τὸν
Σαμψὼν νὰ τιμωρήσῃ (μὲ τὴν βοήθειαν
τοῦ Θεοῦ) τοὺς Φιλισταίους. Διότι τὴν
ἐποχὴν ἐκείνην οἰ Φιλισταῖοι
εἶχαν ὑποτάξει καὶ ὑποδουλώσει τοὺς
Ἰσραηλῖτες. |
5
Καὶ κατέβη Σαμψὼν καὶ ὁ πατὴρ
αὐτοῦ καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ
εἰς Θαμναθά. Καὶ ἦλθεν ἕως τοῦ
Ἀμπελῶνος Θαμναθά, καὶ ἰδοὺ
σκύμνος λέοντος ὠρυόμενος εἰς
συνάντησιν αὐτοῦ·
|
5
Ὁ Σαμψὼν κατέβαινε μαζῆ μὲ τὸν
πατέρα του καὶ τὴν μητέρα του πρὸς
τὴν πάλιν Θαμναθά, εἰς τὴν ὁποίαν
ἐκεῖνοι καὶ ἐπορεύθησαν. Ὅταν
ὁ Σαμψὼν ἔφθασεν εἰς τοὺς ἀμπελῶνας
Θαμναθά, ἰδοὺ ἕνας νεαρὸς λέων
ὥρμησεν ἐναντίον του ὠρυόμενος.
|
5
Κατόπιν κατέβη ὁ Σαμψὼν καὶ ὁ πατέρας
του καὶ ἡ μητέρα του εἰς τὴν Θαμναθὰ
(εἰς τὴν πόλιν τῆς νύμφης). Καὶ ὁ
Σαμψών (ἐνῷ οἰ γονεῖς του εἶχαν
προχωρήσει εἰς τὴν Θαμναθά) ἦλθε μόνος
του εἰς τὴν περιοχὴν μὲ τὰ περίφημα
ἀμπέλια τῆς Θαμναθά. Καὶ τότε νά·
ἕνα ἄγριον (πεινασμένον) νεαρὸν λιοντάρι
ὥρμησεν ἐπάνω του μουγκρίζοντας.
|
6
καὶ ἥλατο ἐπ' αὐτὸν πνεῦμα
Κυρίου, καὶ συνέτριψεν αὐτόν,
ὡσεὶ συντρίψει ἔριφον αἰγῶν,
καὶ οὐδὲν ἦν ἐν ταῖς χερσὶν
αὐτοῦ. Καὶ οὐκ ἀπήγγειλε
τῷ πατρὶ αὐτοῦ καὶ τῇ
μητρὶ αὐτοῦ ὃ ἐποίησε.
|
6
Πνεῦμα ὅμως Κυρίου ἐπλημμύρισε
τὸν Σαμψών, ὁ ὁποῖος ἐνισχυθεὶς
συνέτριψε τὸν λέοντα, ὅπως ἕνας
ἄλλος θὰ συνέτριβεν ἕνα ἐρίφιον,
καίτοι δὲν ἐκρατοῦσεν εἰς τὰ
χέρια του κανένα ὅπλον. Τὸ κατόρθωμά
του αὐτὸ δὲν τὸ ἀνέφερεν
ὁ Σαμψὼν εἰς τὸν πατέρα του
καὶ τὴν μητέρα του. |
6
Ἀλλὰ τὴν κρίσιμον ἐκείνην στιγμὴν
ἦλθεν ἐπάνω εἰς τὸν Σαμψών μὲ
ὁρμὴν πολλὴν καὶ μὲ δύναμιν
Πνεῦμα τοῦ Κυρίου καὶ τὸν ἐνεδυνάμωσε.
Καὶ ὁ Σαμψὼν ἔπνιξε τὸ λιοντάρι,
τὸ ἐξέσχισε καὶ τὸ ἐτσάκισε,
ὅπως τσακίζει κανεὶς ἕνα μικρὸ καὶ
ἀδύνατο κατσίκι, παρ' ὅλον ὅτι δὲν
εἶχεν εἰς τὰ χέρια του κανένα ἀμυντικὸν
ἢ ἐπιθετικὸν ὅπλον ὅταν
συνήντησε τὸν πατέρα του καὶ τὴν
μητέρα του, δὲν τοὺς εἶπε τίποτε διὰ
τὸ κατόρθωμά του. |
7
Καὶ κατέβησαν καὶ ἐλάλησαν τῇ
γυναικῖ, καὶ ηὐθύνθη ἐν ὀφθαλμοῖς
Σαμψών. |
7
Οἱ γονεῖς του καὶ αὐτὸς ἦλθον
εἰς τὴν Θαμναθὰ καὶ συνωμίλησαν
μὲ τὴν γυναῖκα, ἡ ὁποία
εἶχεν ἀρέσει εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς
τοῦ Σαμψών. Ἐκανόνισαν τὰ τοῦ
γάμου καὶ ἀνεχώρησαν.
|
7
Καὶ ἔφθασαν (αὐτὸς καὶ οἰ
γονεῖς του) εἰς τὸ σπίτι τῆς γυναίκας
(τῆς νύμφης) καὶ ἐμίλησαν μὲ
τὴν γυναῖκα· ἡ δὲ γυναῖκα ἄρεσε
πολὺ εἰς τὸν Σαμψών (ἢ κατ'
ἄλλην ἑρμηνείαν: Καὶ ἄρεσε
πολὺ ὁ Σαμψὼν εἰς τὴν γυναῖκα
καὶ τοὺς οἰκιακούς της). Ἀφοῦ
ἐκλείσθη τὸ συνοικέσιον, ἔφυγαν ὁ
Σαμψὼν μὲ τοὺς γονεῖς του.
|
8
Καὶ ὑπέστρεψε μεθ' ἡμέρας λαβεῖν
αὐτὴν καὶ ἐξέκλινεν ἰδεῖν
τὸ πτῶμα τοῦ λέοντος, καὶ ἰδοὺ
συναγωγὴ μελισσῶν ἐν τῷ στόματι
τοῦ λέοντος καὶ μέλι.
|
8
Μετὰ παρέλευσιν μερικῶν ἡμερῶν
ἐπέστρεψεν ὁ Σαμψὼν εἰς Θαμναθά,
διὰ νὰ λάβῃ αὐτὴν ἐπισήμως
ὡς σύζυγόν του. Καθ' ὁδὸν ἐλοξοδρόμησε
πρὸς τὴν ἄμπελον, διὰ νὰ ἴδῃ
τὸ πτῶμα τοῦ λέοντος. Καὶ ἰδοὺ
ἕνα σμῆνος μελισσῶν εἶχε φωληάσει
εἰς τὸ στόμα τοῦ λέοντος καὶ
κηρύθρα μὲ μέλι ὑπῆρχεν εἰς
αὐτό. |
8
Καὶ ὁ Σαμψὼν ἐπέστρεψε μετὰ
ἀπὸ ἡμέρες, διὰ να κάμῃ
τὸν γάμον καὶ νὰ πάρῃ τὴν σύζυγον.
Κατὰ τὴν ἐπιστροφὴν ἐλοξοδρόμησε
καὶ ἐπῆγε εἰς τὸ μέρος ποὺ
ἐσκότωσε τὸ λιοντάρι, διὰ νὰ
ἰδῇ τὸ πτῶμα του. Καὶ νά· εἶδε
μὲ ἔκπληξιν ἕνα μελίσσι εἰς τὸν
σκελετὸν τοῦ ζώου καὶ εἰς τὶς
σαγονιὲς τοῦ σκελετωμένου λιονταριοῦ ὑπῆρχε
(κηρήθρα ἀπό) μέλι. |
9
Καὶ ἐξεῖλεν αὐτὸ εἰς χεῖρας
αὐτοῦ καὶ ἐπορεύετο πορευόμενος
καὶ ἐσθίων· καὶ ἐπορεύθη
πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ
πρὸς τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ
ἔδωκεν αὐτοῖς, καὶ ἔφαγον·
καὶ οὐκ ἀνήγγειλεν αὐτοῖς
ὅτι ἀπὸ στόματος τοῦ λέοντος
ἐξεῖλε τὸ μέλι.
|
9
Ἐπῆρε τὴν κηρύθραν τοῦ μέλιτος
εἰς τὰ χέρια του καὶ ἐβάδιζε
τρώγων αὐτό. Ἐπέστρεψε πρὸς
τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα του,
ἔδωκεν εἰς αὐτοὺς κηρύθραν καὶ
ἔφαγον, ἀλλὰ δὲν τοὺς ἀνέφερε
ὅτι ἀφήρεσε τὸ μέλι ἀπὸ
τὸ στόμα τοῦ λέοντος. Κατόπιν
μετέβη εἰς τὴν Θαμναθά.
|
9
Ὁ Σαμψὼν ἐμάζεψε ἀπὸ αὐτὸ
ἀρκετὸν εἰς τὰ χέρια του καὶ
ἐπερπατοῦσε τρώγοντας. Ἐπῆγε δὲ
εἰς τὸν πατέρα του καὶ τὴν μητέρα
του καὶ ἔδωκεν εἰς αὐτοὺς καὶ
ἔφαγαν καὶ ἐκεῖνοι. Ἀλλὰ
(καὶ πάλιν) δὲν τοὺς εἶπε ὅτι
ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ λιονταριοῦ,
ποὺ ὁ ἴδιος ἐσκότωσε, ἐμάζεψε
τὸ μέλι. |
10
Καὶ κατέβη ὁ πατὴρ αὐτοῦ
πρὸς τὴν γυναῖκα· καὶ ἐποίησεν
ἐκεῖ Σαμψὼν πότον ἡμέρας
ἑπτά, ὅτι οὕτως ποιοῦσιν οἱ
νεανίσκοι. |
10
Κατέβηκεν ὁ πατὴρ τοῦ Σαμψὼν
εἰς Θαμναθά πρὸς τὴν γυναῖκα
τοῦ παιδιοῦ του. Ἐκεῖ ὁ Σαμψὼν
εἶχεν ἐπταήμερον συμπόσιον εἰς
πανηγυρισμὸν τοῦ γάμου του, διότι
αὐτὸ τὸ ἔθιμον ἐπικρατοῦσε
κατὰ τὴν τέλεσιν τῶν γάμων τῶν
νέων. |
10
Ὁ πατέρας τοῦ Σαμψὼν κατέβηκε εἰς
τὴν Θαμναθὰ εἰς τὴν γυναῖκα
(τὴν νύμφην του). Καὶ ὁ Σαμψὼν ἔκαμε
γαμήλιον συμπόσιον ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρες,
διότι ἔτσι συνηθίζουν νὰ κάμνουν οἱ νέοι
κατὰ τοὺς γάμους των.
|
11
Καὶ ἐγένετο ὅτε εἶδον αὐτόν,
καὶ ἔλαβον τριάκοντα κλητούς, καὶ
ἦσαν μετ' αὐτοῦ.
|
11
Οἱ γονεῖς τῆς νύμφης ὅταν εδαν
τὸν Σαμψὼν ἐκάλεσαν τριάκοντα
παρανύμφους καὶ τοὺς ἔθεσαν τιμητικῶς
πλησίον του. |
11
Συνέβη δὲ τοῦτο: Ὅταν οἰ Φιλισταῖοι
γονεῖς τῆς νύμφης εἶδαν τόσον χαρωπὸν
καὶ λεβεντόκορμον τὸν Σαμψών, τοῦ ἔφεραν
ὡς τιμητικὴν συνοδείαν τριάντα παρανύμφους, οἱ
ὁποῖοι τὸν ἐσυντρόφευαν.
|
12
Καὶ εἶπεν αὐτοῖς Σαμψών·
πρόβλημα ὑμῖν προβάλλομαι· ἐὰν
ἀπαγγέλλοντες ἀπαγγείλητε αὐτὸ
ἐν ταῖς ἑπτὰ ἡμέραις τοῦ
πότου καὶ εὕρητε, δώσω ὑμῖν
τριάκοντα σινδόνας καὶ τριάκοντα στολὰς
ἱματίων· |
12
Ὁ Σαμψὼν εἶπεν εἰς αὐτούς·
<θὰ σᾶς προτείνω ἕνα αἴνιγμα.
Ἐὰν τὸ λύσετε κατὰ τὰς
ἑπτὰ ἡμέρας τοῦ συμποσίου,
ἐὰν βρῆτε τὴν ἐξήγησίν
του, θὰ σᾶς δώσω τριάκοντα χιτῶνας
λινοῦς καὶ τριάκοντα στολάς.
|
12
Καὶ ὁ Σαμψὼν τοὺς εἶπε: <Θὰ
σᾶς θέσω ἕνα αἴνιγμα. Ἐὰν εἰς
τὶς ἑπτὰ ἡμέρες, ποὺ θὰ
διαρκέσῃ τὸ συμπόσιον, μοῦ τὸ ἐξηγήσετε
καὶ μοῦ δώσετε τὴν ἀπάντησιν, θὰ
σᾶς δώσω τριάντα σινδόνια (ἢ λινὲς στολὲς
ἢ ὑποκάμισα λινᾶ) καὶ τριάντα (ἐορτάσιμες)
καινούργιες φορεσιές. |
13
Καὶ ἐὰν μὴ δύνησθε ἀπαγγείλαί
μοι, δώσετε ὑμεῖς ἐμοὶ τριάκοντα
ὀθόνια καὶ τριάκοντα ἀλλασσομένας
στολὰς ἱματίων· καὶ εἶπαν
αὐτῷ προβάλλου τὸ πρόβλημά
σου, καὶ ἀκουσόμεθα αὐτό.
|
13
Ἐὰν ὅμως δὲν ἠμπορέσετε
νὰ μοῦ τὸ ἑρμηνεύσετε, θὰ
μοῦ δώσετε σεῖς τριάκοντα λινοῦς
χιτῶνας καὶ τριάκοντα
καινουργεῖς στολάς>. Ἐκεῖνοι
τοῦ εἶπαν· <πές μας τὸ αἴνιγμά
σου καὶ ἡμεῖς θὰ τὸ ἀκούσωμεν>.
|
13
Ἐὰν ὅμως δὲν ἠμπορέσετε
νὰ μοῦ λύσετε τὸ αἴνιγμα, τότε θὰ
μοῦ δώσετε σεῖς τριάντα σινδόνια (ἢ λινὲς
στολὲς ἢ ὑποκάμισα λινᾶ) καὶ
τριάντα (ἐορτάσιμες) καινούργιες φορεσιές>.
Αὐτοὶ τοῦ ἀπάντησαν: <Θέσε
τὸ αἴνιγμά σου καὶ θὰ τὸ ἀκούσωμεν>.
|
14
Καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τί βρωτὸν
ἐξῆλθεν ἐκ βιβρώσκοντος καὶ
ἀπὸ ἰσχυροῦ γλυκύ; Καὶ
οὐκ ἠδύναντο ἀπαγγεῖλαι τὸ
πρόβλημα ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας.
|
14
Ὁ Σαμψὼν τοὺς εἶπεν· <ποῖον
εἶναι τὸ βρώσιμον ἐκεῖνο ποὺ
ἐξῆλθεν ἀπὸ κατατρώγοντα, καὶ
ποῖον τὸ γλυκὺ ποῦ ἐξῆλθεν
ἀπὸ κάποιον
ἰσχυρόν; Ἐκεῖνοι ἐπὶ
τρεῖς ἡμέρας δὲν ἠμπόρεσαν
νὰ ἐξηγήσουν τὸ
αἴνιγμα. |
14
Καὶ ὁ Σαμψὼν τοὺς εἶπε: <Τὶ
φαγώσιμον ἐβγῆκε ἀπὸ αὐτὸν
ποὺ τρώγει καὶ τὶ γλυκὸ ἔτρεξεν
ἀπὸ στόμα πολὺ δυνατόν;> Καὶ ἐκεῖνοι
δὲν ἠμποροῦσαν νὰ ἐξηγήσουν
καὶ νὰ λύσουν τὸ αἴνιγμα ἐπὶ
τρεῖς ἡμέρες. |
15
Καὶ ἐγένετο ἐν τῇ ἡμέρᾳ
τῇ τετάρτῃ καὶ εἶπαν τῇ
γυναικὶ Σαμψών· ἀπάτησον δὴ
τὸν ἄνδρα σου καὶ ἀπαγγειλάτω
σοι τὸ πρόβλημα, μή ποτε κατακαύσωμέν
σε καὶ τὸν οἶκον τοῦ πατρός
σου ἐν πυρί· ἢ ἐκβιάσαι
ἡμᾶς κεκλήκατε;
|
15
Κατὰ τὴν τετάρτην ἡμέραν εἶπαν
εἰς τὴν γυναῖκα
τοῦ Σαμψών· <κύτταξε
νὰ ξεγελάσῃς τὸν ἄνδρα σου,
διὰ νὰ σοῦ ἀναγγείλῃ τὴν
λύσιν τοῦ
αἰνίγματος. Ἐὰν ὅμως
καὶ δὲν κάμῃς
αὐτὸ ποὺ σοῦ λέγομεν
θὰ κατακαύσωμεν σὲ καὶ τὴν πατρικήν
σου οἰκογένειαν. Ἢ μήπως καὶ
μᾶς ἐκαλέσατε ἐδῶ διὰ
νὰ μᾶς ληστεύσετε
μὲ τὰ αἰνίγματα;>
|
15
Καὶ συνέβη τοῦτο: Κατὰ τὴν τετάρτην
ἡμέραν οἱ Φιλισταῖοι εἶπαν εἰς
τὴν γυναῖκα τοῦ Σαμψών: <Ἐξαπάτησε
τὸν ἄνδρα σου, κολάκευσέ τον καὶ πεῖσε
τον νὰ σοῦ εἰπῇ τὴν λύσιν τοῦ
αἰνίγματος, Ἐὰν δὲν τὸ κάμῃς,
θὰ κάψωμεν καὶ σένα καὶ τὸ σπίτι τοῦ
πατέρα σου. Τί μᾶς ἐφέρατε ἐδῶ
εἰς τὸν γάμον σου; Μᾶς ἐκαλέσατε διὰ
νὰ μᾶς ἐκβιάσετε καὶ νὰ
πληρώσωμεν τὴν πρόσκλησν σας ἀκριβὰ μὲ
τὰ αἰνίγματα;> |
16
Καὶ ἔκλαυσεν ἡ γυνὴ Σαμψὼν πρὸς
αὐτὸν καὶ εἶπε· πλὴν μεμίσηκάς
με καὶ οὐκ ἠγάπησάς με, ὅτι
τὸ πρόβλημα, ὃ προεβάλου τοῖς
υἱοῖς τοῦ λαοῦ μου, οὐκ ἀπήγγειλάς
μοι αὐτό· καὶ εἶπεν αὐτῇ
Σαμψών· εἰ τῷ πατρί μου καὶ
τῇ μητρί μου οὐκ ἀπήγγελκα,
σοὶ ἀπαγγείλω;
|
16
Ἔκλαυσεν ἡ γυνὴ τοῦ Σαμψὼν ἐνώπιον
αὐτοῦ καὶ μετὰ δακρύων τοῦ
εἶπε· <μὲ ἐμίσησες καὶ
δὲν μὲ ἀγάπησες. Καὶ αὐτὸ
τὸ συμπεραίνω ἐκ τοῦ γεγονότος,
ὅτι τὸ αἴνιγμα, τὸ ὁποῖον
ἐπρότεινες εἰς τοὺς
συμπατριώτας μου δὲν μοῦ τὸ
ἐξήγησες>. Ὁ Σαμψὼν τῆς εἶπε·
<μὴ σοῦ φαίνεται παράδοξον αὐτό.
Ἀφοῦ οὔτε εἰς τὸν πατέρα
μου καὶ τὴν μητέρα μου δὲν τὸ
ἀνέφερα, καὶ θὰ τὸ εἴπω
εἰς σέ;> |
16
Καὶ ἡ γυναῖκα τοῦ Σαμψὼν ἄρχισε
νὰ κλαίῃ καὶ νὰ τοῦ λέγῃ:
<Εἶμαι βέβαιη ὅτι μὲ ἐμίσησες,
δὲν μὲ θέλεις καὶ δὲν μὲ άγαπᾶς
καθόλου. Διότι τὸ αἴνιγμα, τὸ ὁποῖον
ἔθεσες εἰς τοὺς συμπατριῶτές μου,
δὲν μοῦ τὸ ἐξήγησες καὶ
δὲν μοῦ εἶπες τί σημαίνει>. Ὁ
Σαμψὼν τῆς ἀπάντησε: <Ἀφοῦ
δὲν τὸ ἐξήγησα καὶ δὲν
τὸ εἶπα οὔτε εἰς τὸν πατέρα
μου καὶ τὴν μητέρα μου, θὰ τὸ εἴπω
εἰς σέ;> |
17
Καὶ ἔκλαυσε πρὸς αὐτὸν ἐπὶ
τὰς ἑπτὰ ἡμέρας, ἃς ἦν
αὐτοῖς ὁ πότος· καὶ ἐγένετο
ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ
καὶ ἀπήγγειλεν αὐτῇ, ὅτι
παρηνώχλησεν αὐτῷ· καὶ αὐτὴ
ἀπήγγειλε τοῖς υἱοῖς τοῦ
λαοῦ αὐτῆς·
|
17
Ἡ γυνὴ ἐπὶ ἑπτὰ
ἡμέρας, κατὰ τὰς ὁποίας
διήρκει τὸ συμπόσιον τοῦ γάμου,
ἔκλαιε καὶ παρεκάλει τὸν Σαμψών.
Κατὰ τὴν ἐβδόμην ἡμέραν
τῆς εἶπεν ὁ Σαμψὼν
τὴν ἐξήγησιν τοῦ αἰνίγματος,
διότι τὸν εἶχε πολὺ στενοχωρήσει.
Ἐκείνη δὲ κατέστησεν
ἀμέσως τοῦτο γνωστὸν εἰς τοὺς
συμπατριώτας της.
|
17
Αὐτὴ ὅμως ἐπέμενε νὰ τῆς
τὸ φανερώσῃ καὶ ἔκλαιεν ἐπὶ
ἑπτὰ ἡμέρες, ποὺ διαρκοῦσε
τὸ γαμήλιον συμπόσιον. Καὶ συνέβη τοῦτο:
Κατὰ τὴν ἑβδόμην ἡμέραν, ποὺ
ἔληγεν ἡ προθεσμία τοῦ αἰνίγματος,
τῆς τὸ ἐφανέρωσε, διότι τὸν
εἶχε πιέσει καὶ στενοχωρήσει πολύ. Αὐτὴ
δὲ γρήγορα - γρήγορα ἐφανέρωσε καὶ
ἐπρόδωσε τὴν λύσιν τοῦ αἰνίγματος
εἰς τοὺς συμπατριῶτες της.
|
18
καὶ εἶπαν αὐτῷ οἱ ἄνδρες
τῆς πόλεως ἐν τῇ ἡμέρα
τῇ ἑβδόμῃ πρὸ τοῦ ἀνατεῖλαι
τὸν ἥλιον· τί γλυκύτερον μέλιτος,
καὶ τί ἰσχυρότερον λέοντος;
Καὶ εἶπεν αὐτοῖς Σαμψών·
εἰ μὴ ἠροτριάσατε ἐν τῇ
δαμάλει μου, οὐκ ἂν ἔγνωτε τὸ
πρόβλημά μου. |
18
Κατὰ τὴν ἑβδόμην καὶ τελευταίαν
ἡμέραν τοῦ συμποσίου,
πρὶν ἀνατείλῃ ὁ
ἥλιος, οἱ ἄνδρες τῆς Θαμναθὰ
εἶπον τὴν ἐξήγησιν
τοῦ αἰνίγματος
εἰς τὸν Σαμψών·
<τί γλυκύτερον ὑπάρχει ἀπὸ
τὸ μέλι, καὶ τί ἰσχυρότερον
ἀπὸ τὸν λέοντα;> Εἶπεν εἰς
αὐτοὺς ὁ Σαμψών· <ἐὰν
δὲν ἐξεβιάζατε μὲ ἀπειλὰς
τὴν σύζυγόν μου, δὲν θὰ ἠμπορούσατε
νὰ εὕρετε ποτὲ τὴν ἑρμηνείαν
τοῦ αἰνίγματός μου>.
|
18
Καί οἰ ἄνδρες (οἱ Φιλισταῖοι) τῆς
Θαμναθὰ εἶπαν εἰς τὸν Σαμψὼν
κατὰ τὴν ἑβδόμην ἡμέραν πρωΐ - πρωΐ,
πρὶν ἀκόμη ἀνατείλῃ ὁ
ἥλιος: <Τί ἄλλο ὑπάρχει πιὸ γλυκὺ
ἀπὸ τὸ μέλι, καὶ τὶ ἄλλο
πιὸ δυνατὸν ἀπὸ τὸ λιοντάρι;>
Τότε ὁ Σαμψὼν εἶπεν εἰς αὐτούς:
<Τὸ αἴνιγμά μου ἔμοιαζε μὲ σκληρὸν
καὶ ἀπὸ πολὺν καιρὸν ἀκαλλιέργητον
χωράφι. Ἂν λοιπὸν δὲν τὸ ὠργώνατε
μὲ τὴν ἰδικήν μου δαμαλίδα (μικρὴ
ἀγελάδα), δὲν θὰ ἐπετυγχάνατε
τίποτε· (ἐὰν δηλαδὴ δὲν ἐξεβιάζατε
καὶ δὲν ἀπειλούσατε τὴν γυναῖκα
μου) δὲν θὰ ἐμαθαίνατε τὴν ἑρμηνείαν
τοῦ αἰνίγματός μου>. |
19
Καὶ ἥλατο ἐπ' αὐτὸν πνεῦμα
Κυρίου, καὶ κατέβη εἰς Ἀσκάλωνα
καὶ ἐπάταξεν ἐξ αὐτῶν
τριάκοντα ἄνδρας καὶ ἔλαβε τὰ
ἱμάτια αὐτῶν καὶ ἔδωκε
τὰς στολὰς τοῖς ἀπαγγείλασι
τὸ πρόβλημα. Καὶ ὠργίσθη θυμῷ
Σαμψὼν καὶ ἀνέβη εἰς τὸν
οἶκον τοῦ πατρὸς αὐτοῦ.
|
19
Ἐπέπεσεν εἰς τὸν Σαμψὼν πνεῦμα
Κυρίου, ἐνισχύθη, κατέβη εἰς
τὴν Ἀσκάλωνα, πόλιν τῶν Φιλισταίων,
ἐφόνευσε τριάκοντα ἄνδρας ἐκεῖ,
ἐπῆρε τὰ ἱμάτια
καὶ τὰς στολάς
των καὶ τὰ ἔδωκεν
εἰς τοὺς τριάκοντα νέους ποὺ
εἶχαν λύσει τὸ αἴνιγμα. Ἐκυριεύθη
ἀπὸ ὀργὴν διὰ τὴν ἀπάτην
ποὺ τοῦ εἶχαν κάμει καὶ ἐπέστρεψεν
εἰς τὸν πατρικόν
του οἶκον ἐγκαταλείψας τὴν γυναῖκα
του.
|
19
Τότε ἦλθεν ἐπάνω εἰς τὸν Σαμψὼν
τὸ Πνεῦμα τοῦ Κυρίου, τὸν ἐκυρίευσε
καὶ τὸν ἐνεδυνάμωσε. Καὶ ὁ
Σαμψὼν κατέβη εἰς τὴν πόλιν τῶν Φιλισταίων
Ἀσκάλωνα καὶ ἐφόνευσε τριάντα ἀπὸ
τοὺς Φιλισταίους καὶ ἐπῆρε τὶς
στολές των καὶ τὶς ἔδωκεν εἰς
αὐτοὺς ποὺ τοῦ ἔλυσαν καὶ
ἑρμήνευσαν τὸ αἴνιγμα. Καὶ ὁ
Σαμψὼν ὠργίσθη πάρα πολύ, ἄναψε ὁ
θυμός του ἀπὸ τὴν ἀπάτην τῆς
συζύγου του καὶ ἔφυγεν ἀπὸ τὴν
Θαμναθά, ἐγκατέλειψε τὴν γυναῖκα του καὶ
ἐπῆγε εἰς τὸ πατρικόν του σπίτι.
|
20
Καὶ ἐγένετο ἡ γυνὴ Σαμψὼν
ἑνὶ τῶν φίλων αὐτοῦ, ὧν
ἐφιλίασεν. |
20
Ἡ σύζυγος ὅμως αὐτὴ τοῦ
Σαμψὼν ὑπανδρεύθη ἕνα ἀπὸ
τοὺς τριάκοντα παρανύμφους μὲ τοὺς
ὁποίους προηγουμένως εἶχε φιλικῶς
συμφάγει ὁ Σαμψών.
|
20
Τότε συνέβη τοῦτο: Ἡ γυναῖκα τοῦ Σαμψών
(ἀντὶ νὰ τρέξῃ εἰς τὸ
σπίτι τοῦ πενθεροῦ της νὰ συμφιλιωθῇ
μὲ τὸν ἄνδρα της) τὰ ἔφτιαξε
μὲ ἕνα ἀπὸ τοὺς τριάντα παρανύμφους,
μὲ τοὺς ὁποίους ὁ Σαμψὼν εἶχε
γίνει φίλος κατὰ τὶς ἑπτὰ ἡμέρες
τοῦ γαμηλίου συμποσίου· τὰ ἔφτιαξε μὲ
ἐκεῖνον καὶ τὸν ὑπανδρεύθη.
|