Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν λέγων·
|
λάλησεν
ὁ Κύριος πρὸς τὸν Μωϋσῆν λέγων·
|
αὶ
ἐλάλησεν ὁ Κύριος πρὸς τὸν Μωϋσῆν
καὶ εἶπε: |
2
λάλησον τῇ συναγωγῇ τῶν υἱῶν
Ἰσραὴλ καὶ ἐρεῖς πρὸς
αὐτούς· ἅγιοι ἔσεσθε, ὅτι
ἅγιος ἐγὼ Κύριος ὁ Θεὸς
ὑμῶν. |
2
<μίλησε πρὸς ὅλους τοὺς Ἰσραηλίτας
καὶ εἰπὲ εἰς αὐτούς: Γίνετε
ἅγιοι, διότι ἐγὼ ὁ Κύριος
καὶ Θεός σας εἶμαι ἅγιος.
|
2
<Νὰ ὁμιλήσῃς πρὸς ὅλον τὸ
πλῆθος τῶν Ἰσραηλιτῶν καὶ νὰ
εἰπῇς πρὸς αὐτοὺς τὰ ἑξῆς:
Νὰ εἶσθε ἅγιοι, ξεχωρισμένοι δηλαδὴ
ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν, διότι Ἐγὼ
ὁ Κύριος, ποὺ εἶμαι ὁ Θεός σας,
εἶμαι ἅγιος. Δὲν ἔχω καμμίαν ἀπολύτως
σχέσιν μὲ τὴν ἁμαρτίαν.
|
3
Ἕκαστος πατέρα αὐτοῦ καὶ μητέρα
αὐτοῦ φοβείσθω, καὶ τὰ σάββατά
μου φυλάξεσθε· ἐγὼ Κύριος ὁ
Θεὸς ὑμῶν. |
3
Ὁ καθένας νὰ σέβεται τὸν πατέρα
του καὶ τὴν μητέρα του. Νὰ τηρῆτε
τὰ σάββατά μου. Ἐγὼ ὁ
Κύριος καὶ Θεός σας δίδω τὴν
ἐντολήν.
|
3
Καθένας σας πρέπει νὰ σέβεται καὶ νὰ
τιμᾷ τὸν πατέρα του καὶ τὴν μητέρα
του καὶ νὰ τηρῆτε τὰ Σάββατά μου,
τὰς ἡμέρας δηλαδὴ ποὺ ὥρισα
διὰ τὴν λατρείαν μου. Ἐγὼ εἶμαι
Κύριος ὁ Θεός σας. |
4
Οὐκ ἐπακολουθήσετε εἰδώλοις
καὶ θεοὺς χωνευτοὺς οὐ ποιήσετε
ὑμῖν· ἐγὼ Κύριος ὁ
Θεὸς ὑμῶν. |
4
Δὲν θὰ ἀκολουθήσετε καὶ δὲν
θὰ προσκυνήσετε εἴδωλα καὶ δὲν
θὰ κάμετε ποτὲ διὰ τὸν ἑαυτόν
σας θεοὺς χυτούς. Ἐγὼ εἶμαι
Κύριος ὁ Θεός σας.
|
4
Δὲν θὰ ἀφήσετε Ἐμέ, διὰ νὰ
ἀκολουθήσετε ὀπίσω ἀπὸ τὰ εἴδωλα,
καὶ δὲν θὰ κατασκευάσετε διὰ τοὺς
ἑαυτούς σας εἰς τὸ χυτήριον θεοὺς
ἀπὸ μέταλλον. Ἐγὼ εἶμαι ὁ
μόνος Κύριος, ὁ Θεός σας. |
5
Καὶ ἐὰν θύσητε θυσίαν σωτηρίου
τῷ Κυρίῳ, δεκτὴν ὑμῶν
θύσετε. |
5
Ἐὰν προσφέρετε θυσίαν εἰρηνικῆν
καὶ εὐχαριστήριον εἰς τὸν Κύριον,
νὰ τὴν προσφέρετε κατὰ τρόπον
εὐλαβῆ, ὥστε νὰ γίνῃ δεκτή.
|
5
Καὶ ὅταν προσφέρετε εἰς τὸν Κύριον
θυσίαν <σωτηρίου>, θυσίαν δηλαδὴ εὐχαριστήριον
διὰ τὴν προστασίαν Του εἰς ὥρας δυσκόλους
καὶ διὰ τὰ ἀγαθὰ ποὺ σᾶς
ἐχάρισε, νὰ φροντίζετε, ὥστε νὰ
γίνεται ἡ θυσία σας σνμφώνως πρὸς τὰς ὡρισμένας
ὁδηγίας Του, διὰ νὰ εἶναι εὐπρόσδεκτος.
|
6
Ἧ ἂν ἡμέρᾳ θύσετε, βρωθήσεται
καὶ τῇ αὔριον· καὶ ἐὰν
καταλειφθῇ ἕως ἡμέρας τρίτης,
ἐν πυρὶ κατακαυθήσεται.
|
6
Ἡ θυσία ποὺ θὰ προσφέρετε, πρέπει
νὰ φαγωθῇ κατὰ τὴν ἰδίαν
ἡμέραν ἢ καὶ κατὰ τὴν
ἑπομένην. Ἐὰν ὅμως ὑπολειφθῇ
κάτι μέχρι τῆς τρίτης ἡμέρας,
πρέπει νὰ κατακαῇ.
|
6
Πρέπει νὰ τρώγεται ἡ προσφορὰ τῆς
θυσίας αὐτῆς κατὰ τὴν ἡμέραν
ποὺ προσφέρεται καὶ κατὰ τὴν ἑπομένην.
Ἐὰν δὲ μείνῃ κάτι διὰ τὴν
τρίτην ἡμέραν, πρέπει να καῇ τελείως εἰς
τὴν φωτιάν. |
7
Ἐὰν δὲ βρώσει βρωθῇ τῇ
ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ, ἄθυτόν
ἐστιν, οὐ δεχθήσεται.
|
7
Ἐὰν ὅμως φαγωθῇ κατὰ τὴν
τρίτην ἡμέραν εἶναι σὰν νὰ
μὴ ἔχῃ προσφερθῆ πρὸς θυσίαν.
Ἡ προσφορά της ὡς θυσίας δὲν
θὰ εἶναι δεκτὴ ἀπὸ τὸν
Θεόν.
|
7
Ἐὰν ἀντιθέτως φαγωθῇ τὸ ὑπόλοιπον
τῆς Θυσίας αὐτῆς κατὰ τὴν τρίτην
ἡμέραν, τότε εἶναι σὰν νὰ μὴ
ἔγινε θυσία. Δὲν θὰ γίνῃ δεκτὴ
ἡ θυσία σας. |
8
Ὁ δὲ ἔσθων αὐτὸ ἁμαρτίαν
λήψεται, ὅτι τὰ ἅγια Κυρίου
ἐβεβήλωσε· καὶ ἐξολοθρευθήσονται
αἱ ψυχαὶ αἱ ἔσθουσαι ἐκ τοῦ
λαοῦ αὐτῶν. |
8
Ἐκεῖνος δὲ ὁ ὁποῖος θὰ
φάγῃ αὐτὸ κατὰ τὴν τρίτην
ἡμέραν, θὰ ἁμαρτήσῃ, διότι
ἐμόλυνε τὰ ἅγια τοῦ Κυρίου.
Θὰ ἐξολοθρευθοῦν ἐκ
μέσου τοῦ λαοῦ
ἐκεῖνοι, οἱ
ὁποῖοι τρώγουν ἔτσι
τὰς θυσίας. |
8
Αὐτὸς δὲ ποὺ τρώγει κατὰ τὴν
τρίτην ἡμέραν τὸ ὑπόλοιπον τῆς θυσίας
<σωτηρίου> θὰ ἔχῃ ἁμαρτίαν,
διότι ἐβεβήλωσεν αὐτὰ ποὺ ἦσαν
ἅγια, ἀφιερωμένα εἰς τὸν Θεόν.
Καὶ οἱ ἄνθρωποι, ποὺ θὰ τὰ
φάγουν, θὰ ἐξολοθρευθοῦν ἐκ μέσου
τοῦ λαοῦ των. |
9
Καὶ ἐκθεριζόντων ὑμῶν τὸν
θερισμὸν τῆς γῆς ὑμῶν, οὐ
συντελέσετε τὸν θερισμὸν ὑμῶν
τοῦ ἀγροῦ σου ἐκθερίσαι, καὶ
τὰ ἀποπίπτοντα τοῦ θερισμοῦ
σου οὐ συλλέξεις. |
9
Ὅταν θερίζετε τὰ χωράφια σας νὰ
μὴ κάμετε ὁλοκληρωτικὸν καὶ
πλήρη τὸν θερισμὸν τῶν ἀγρῶν
σας. Τὰ πίπτοντα κατὰ τὸν θερισμὸν
στάχυα δὲν θὰ τὰ μαζεύσῃς.
|
9
Ὅταν θὰ ἔχετε θερισμὸν καὶ θὰ
συγκομίζετε τοὺς καρποὺς τῆς γῆς σας,
νὰ μὴ τελειώνετε τὸν θερισμόν σας
ἔτσι, ὥστε νὰ ἔχετε θερίσει ἐντελῶς
τὸ χωράφι σας, ἀλλὰ νὰ ἀφήνετε
καὶ κάτι ἀθέριστον. Οὔτε νὰ μαζεύετε
τὰ στάχυα, ποὺ πέφτουν.
|
10
Καὶ τὸν ἀμπελῶνά σου οὐκ
ἐπανατρυγήσεις, οὐδὲ τὰς ρῶγας
τοῦ ἀμπελῶνός σου συλλέξεις·
τῷ πτωχῷ καὶ τῷ προσηλύτῳ
καταλείψεις αὐτά· ἐγώ εἰμι
Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν.
|
10
Τὴν ἄμπελόν σου δὲν θὰ ἐπανέλθῃς
νὰ τὴν τρυγήσῃς διὰ δευτέραν
φορὰν οὔτε τὰς ρῶγας τῶν κλημάτων
σου θὰ συλλέξῃς. Θὰ ἀφήσῃς
αὐτὰ διὰ τὸν πτωχὸν καὶ
τὸν ξένον. Ἐγὼ εἶμαι Κύριος
ὁ Θεός σας, ποὺ δίδω αὐτὴν
τὴν ἐντολήν. |
10
Καὶ νὰ μὴ περάσῃς διὰ
δευτέραν φορὰν εἰς τὸ ἀμπέλι
σου, διὰ νὰ τὸ τρυγήσῃς καὶ
πάλιν, οὔτε νὰ μαζεύσῃς τὶς ρῶγες
ἀπὸ τὸ ἀμπέλι σου, ποὺ
θὰ πέσουν εἰς τὸ χῶμα. Θὰ τὰ
ἀφήσῃς διὰ τὸν πτωχὸν
καὶ τὸν ξένον, ποὺ ζῇ μαζί σας.
Τὰ ὁρίζω αὐτὰ Ἐγώ, ὁ Κύριος
καὶ Θεός σας. |
11
Οὐ κλέψετε, οὐ ψεύσεσθε, οὐδὲ
συκοφαντήσει ἕκαστος τὸν πλησίον.
|
11
Δὲν θὰ κλέψετε, δὲν θὰ πῆτε
ψέματα, δὲν θὰ συκοφαντήσετε ὁ
ἕνας τὸν ἄλλον. |
11
Δὲν θὰ κλέψετε τὰ ἀγαθὰ τοῦ
ἄλλου. Δὲν θὰ λέγετε ἐπίσης ψέματα
καὶ δὲν θὰ συκοφαντῆτε καθένας
τὸν πλησίον του. |
12
Καὶ οὐκ ὀμεῖσθε τῷ ὀνόματί
μου ἐπ' ἀδίκῳ καὶ οὐ βεβηλώσετε
τὸ ὄνομα τὸ ἅγιον τοῦ Θεοῦ
ὑμῶν· ἐγώ εἰμι Κύριος
ὁ Θεὸς ὑμῶν.
|
12
Δὲν θὰ ὁρκισθῆτε ψευδῶς εἰς
τὸ ὄνομά μου, δὲν θὰ ἀδικήσετε
κάποιον, καὶ δὲν θὰ μολύνετε
τὸ ἅγιον ὄνομα τοῦ Θεοῦ σας.
Ἐγὼ εἶμαι ὁ Κύριος καὶ
Θεός σας. |
12
Δὲν θὰ ὁρκίζεσθε ἐπίσης εἰς
τὸ Ὄνομά μου, διὰ νὰ ἀδικήσετε
καὶ ἐξαπατήσετε τὸν πλησίον σας, καὶ
δὲν θὰ βεβηλώσετε τὸ Ὄνομα τὸ
ἅγιον τοῦ Θεοῦ σας. Ἐγὼ εἶμαι
Κύριος ὁ Θεός σας. |
13
Οὐκ ἀδικήσεις τὸν πλησίον καὶ
οὐχ ἁρπάσεις καὶ οὐ μὴ
κοιμηθήσεται ὁ μισθὸς τοῦ μισθωτοῦ
σου παρὰ σοὶ ἕως πρωΐ.
|
13
Δὲν θὰ ἀδικήσῃς τὸν πλησίον
σου, δὲν θὰ ἁρπάσῃς ὅ,τι
τοῦ ἀνήκει. Τὸ ἡμερομίσθιον
τοῦ ἐργάτου σου δὲν θὰ μείνῃ
μαζῆ σου ἕως τὸ πρωΐ. Θὰ πληρώσῃς
αὐτὸν τὸ ἴδιο βράδυ.
|
13
Δὲν θὰ ἀδικήσῃς μὲ κανένα τρόπον
τὸν πλησίον σου καὶ δὲν θὰ ἀρπάξῃς
ὅσα ἀνήκουν εἰς ἐκεῖνον καὶ
δὲν θὰ παραμείνῃ μαζί σου τὴν νύκτα
μέχρι τὸ πρωῒ ὁ μισθός, ποὺ πρέπει
νὰ δώσῃς εἰς τὸν μισθωτὸν ἐργάτην
σου. |
14
Οὐ κακῶς ἐρεῖς κωφόν, καὶ
ἀπέναντι τυφλοῦ οὐ προσθήσεις
σκάνδαλον, καὶ φοβηθήσῃ Κύριον
τὸν Θεόν σου· ἐγὼ εἰμι
Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν.
|
14
Δὲν θὰ κακολογήσῃς τὸν κωφόν,
καὶ εἰς τὸν δρόμον τοῦ τυφλοῦ
δὲν θὰ βάλῃς πρόσκομμα διὰ
νὰ σκοντάψη. Θὰ φοβηθῇς Κύριον
τὸν Θεόν σου καὶ θὰ ἀποφύγῃς
αὐτά. Ἐγὼ εἶμαι Κύριος
ὁ Θεός σου. |
14
Δὲν θὰ εἰρωνευθῇς καὶ δὲν
θὰ κακολογήσῃς κάποιον κωφὸν καὶ ἐμπρὸς
εἰς τυφλὸν ἄνθρωπον δὲν θὰ βάλῃς
κάτι, ποὺ νὰ ἐμποδίζῃ τὴν πορείαν
του εἰς τὸν δρόμον. Νὰ φοβᾶσαι καὶ
νὰ σέβεσαι Κύριον τὸν Θεόν σου καὶ νὰ
μὴ κάνῃς τίποτε ἀπὸ αὐτά. Ἐγὼ
εἶμαι Κύριος ὁ Θεός σας.
|
15
Οὐ ποιήσετε ἄδικον ἐν κρίσει·
οὐ λήψῃ πρόσωπον πτωχοῦ, οὐδὲ
μὴ θαυμάσῃς πρόσωπον δυνάστου·
ἐν δικαιοσύνῃ κρινεῖς τὸν πλησίον
σου. |
15
Δὲν θὰ ἐπιζητήσετε νὰ ἀδικήσετε
κανένα, ὅταν θὰ γίνεται δίκη.
Ὡς δικαστὴς δὲν θὰ ἐπηρεασθῇς
δυσμενῶς ἀπὸ τὸ πρόσωπον τοῦ
πτωχοῦ οὔτε θὰ καταληφθῇς ἀπὸ
θαυμασμὸν καὶ θὰ ἐπηρεασθῇς
εὐμενῶς ἀπὸ πρόσωπον ἄρχοντος.
Δικαίως θὰ κρίνῃς τὸν πλησίον
σου, ὁποιοσδήποτε καὶ ἂν εἶναι
αὐτός. |
15
Δὲν θὰ ἀδικήσετε κανένα, ὅταν γίνεται
δίκη. Σὺ ὁ δικαστὴς δεν θὰ μεροληπτήσῃς
ὑπὲρ τοῦ πτωχοῦ λόγῳ τῆς
πτωχείας του καὶ δεν θὰ ἐπηρεασθῇς
ἀπὸ τὰ πλούτη καὶ τὴν
ἐξουσίαν κάποιου ἄρχοντος. Θὰ δικάσῃς
κάθε συνάνθρωπόν σου μὲ δικαιοσύνην.
|
16
Οὐ πορεύσῃ δόλῳ ἐν τῷ
ἔθνει σου, οὐκ ἐπιστήσῃ ἐφ'
αἷμα τοῦ πλησίον σου· ἐγὼ
εἰμι Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν.
|
16
Δὲν θὰ συμπεριφέρεσαι δολίως μεταξὺ
τῶν ὁμοεθνῶν σου καὶ ποτὲ δὲν
θὰ λάβῃς φονικὰς ἀποφάσεις
ἐναντίον τοῦ πλησίον σου. Ἐγὼ
εἶμαι Κύριος ὁ Θεός σας.
|
16
Δὲν θὰ συμπεριφέρεσαι μὲ δολιότητα εἰς
τὸ ἔθνος σου καὶ δεν θὰ ἐπιβουλευθῇς
μόνος σου, ἤ μὲ τὴν σύμπραξιν καὶ
ἄλλων, τὴν ζωὴν τοῦ πλησίον σου. Ἐγὼ
εἶμαι Κύριος ὁ Θεὸς σας.
|
17
Οὐ μισήσεις τὸν ἀδελφόν σου
τῇ διανοίᾳ σου· ἐλεγμῷ
ἐλέγξεις τὸν πλησίον σου καὶ
οὐ λήψῃ δι' αὐτὸν ἁμαρτίαν.
|
17
Δὲν θὰ τρέφῃς εἰς τὴν
καρδίαν σου μῖσος ἐναντίον τοῦ
ἀδελφοῦ σου. Θὰ ἐλέγξῃς
τὸν πλησίον σου, ἐάν σοῦ προτείνῃ
κάτι κακὸν καὶ δὲν θὰ θελήσῃς
ποτὲ νὰ ἀναλάβῃς ἐνοχὴν
ἁμαρτίας πρὸς χάριν αὐτοῦ.
|
17
Δὲν θὰ μισήσῃς μέσα εἰς τὴν
ψυχήν σου τὸν ἀδελφὸν σου. Θὰ ἐλέγξῃς
ὅμως ὁπωσδήποτε τὸν πλησίον σου, διὰ
νὰ μὴ ἔχῃς ἐξ αἰτίας του
ἁμαρτίαν, ποὺ θὰ τὴν εἶχες,
ἂν ἔδειχνες ἀδιαφορίαν διὰ τὴν
διόρθωσίν του. |
18
Καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ
χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς
τοῦ λαοῦ σου, καὶ ἀγαπήσεις
τὸν πλησίον σου ὡς σαυτόν· ἐγὼ
εἰμι Κύριος. |
18
Δὲν θὰ χειροδικῇς καὶ δὲν θὰ
τρέφῃς ὀργὴν ἐναντίον
τῶν συμπατριωτῶν σου. Θὰ ἀγαπήσῃς
τὸν πλησίον σου ὅπως τὸν ἑαυτόν
σου. Ἐγὼ εἶμαι ὁ Κύριος, ποὺ
διατάσσω αὐτά. |
18
Καὶ δὲν θὰ ἐκδικῆται τὸ
χέρι σου (δὲν θὰ χειροδικῇς δηλαδὴ
διὰ τὸ δίκαιον σου), οὔτε θὰ ὀργίζεσαι
ἐναντίον τῶν συμπατριωτῶν σου. Θὰ
ἀγαπᾷς δὲ τὸν συνάνθρωπόν σου, ὅπως
ἀκριβῶς τὸν ἑαυτόν σου. Ἐγώ,
ποὺ τὰ ὁρίζω αὐτά, εἶμαι ὁ
Κύριος ὅλων. |
19
Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε· τὰ κτήνη
σου οὐ κατοχεύσεις ἑτεροζύγῳ,
καὶ τὸν ἀμπελῶνά σου οὐ
κατασπερεῖς διάφορον, καὶ ἱμάτιον
ἐκ δύο ὑφασμένον κίβδηλον οὐκ
ἐπιβαλεῖς σεαυτῷ.
|
19
Θὰ φυλάξετε τὸν Νόμον μου. Δὲν
θὰ ζευγαρώσῃς πρὸς ἕνωσιν ζῶα
διαφόρων γενῶν. Δὲν θὰ σπείρῃς
εἰς τὸν ἀμπελῶνα σου διαφόρους
ἄλλους σπόρους. Νὰ μὴ ἐνδυθῇς
ἱμάτιον κίβδηλον, ὑφασμένον
ἀπὸ νήματα διαφόρων ποιοτήτων.
|
19
Θὰ τηρήσετε εἰς ὅλα τὸν νόμον μου.
Δὲν θὰ ὁδηγήσῃς πρὸς σαρκικὴν
ἕνωσιν μεταξύ των τὰ ζῶα σου, ποὺ
ἀνήκουν εἰς διαφορετικὰ εἴδη. Καὶ
δὲν θὰ γεμίσῃς κατὰ τὴν
σπορὰν τὸ ἀμπέλι σου μὲ διαφορετικοὺς
σπόρους, οὔτε θὰ φορέσῃς ἐπάνω
σουῦ ἔνδυμα ὑφασμένον μὲ νήματα δύο
ποιοτήτων, νοθευμένον ἐκ κατασκευῆς.
|
20
Καὶ ἐὰν τις κοιμηθῇ μετὰ γυναικὸς
κοίτην σπέρματος, καὶ αὕτη ᾖ
οἰκέτις διαπεφυλαγμένη ἀνθρώπῳ,
καὶ αὐτὴ λύτροις οὐ λελύτρωται,
ἢ ἐλευθερία οὐκ ἐδόθη
αὐτῇ, ἐπισκοπὴ ἔσται αὐτοῖς,
οὐκ ἀποθανοῦνται, ὅτι οὐκ ἀπηλευθερώθη.
|
20
Ἐὰν ἕνας ἀνὴρ ἔλθῃ,
εἰς σαρκικὴν συνάφειαν μὲ γυναῖκα
δούλην, ἡ ὁποία ὅμως ἦτο
προωρισμένη δι' ἄλλον ἄνθρωπον, ἐφ'
ὅσον αὐτὴ δὲν εἶχεν ἐξαγορασθῆ
μὲ χρήματα, οὔτε κατ' ἄλλον τινὰ
τρόπον τῆς ἐδόθη ἐλευθερία,
θὰ ὑποβληθοῦν καὶ οἱ δύο
εἰς ἀνάκρισιν καὶ δίκην, καὶ
θὰ τιμωρηθοῦν, ὄχι ὅμως διὰ
θανάτου, διότι ἡ δούλη αὐτὴ
γυνὴ δὲν εἶχεν ἀποκτήσει τὴν
ἐλευθερίαν της. |
20
Καὶ ἐὰν κάποιος ἔλθῃ εἰς
σχέσιν σαρκικήν μὲ γυναῖκα δούλην, ποὺ ἐφυλέσσετο
καὶ προωρίζετο δι’ ἄλλον ἄνδρα καὶ
αὐτὴ δὲν εἶχεν ἀπελευθερωθῆ
ἀπὸ τὴν δουλείαν της μὲ χρηματικὰ
λύτρα, ἢ δὲν τῆς εἶχε χαρισθῇ
ἡ ἐλευθερία, θὰ πρέπῃ νὰ ἀνακριθοῦν
καὶ νὰ θεωρηθοῦν ἔνοχοι, ἀλλὰ
δὲν θὰ θανατωθοῦν, διότι δὲν ἦτο
ἐλευθέρα ἡ γυναῖκα. |
21
Καὶ προσάξει τῆς πλημμελείας αὐτοῦ
τῷ Κυρίῳ παρὰ τὴν θύραν
τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου κριὸν
πλημμελείας· |
21
Ὁ ἐξαπατήσας αὐτήν, εἰς
ἔνδειξιν μετανοίας διὰ τὴν κακήν
του αὐτὴν πρᾶξιν, θὰ προσφέρῃ
εἰς τὴν θύραν τῆς Σκηνῆς τοῦ
Μαρτυρίου κριὸν τῆς πλημμελείας του.
|
21
Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔκανε αὐτὴν
τὴν πρᾶξιν, θὰ προσφέρῃ διὰ
τὸ πλημμέλημά του εἰς τὸν Κύριον, εἰς
τὴν θύραν τῆς Σκηνῆς τοῦ Μαρτυρίου,
ἕνα κριάρι ὡς θυσίαν ἐπανορθώσεως τοῦ
πλημμελήματος. |
22
καὶ ἐξιλάσεται περὶ αὐτοῦ
ὁ ἱερεὺς ἐν τῷ κριῷ τῆς
πλημμελείας ἔναντι Κυρίου περὶ τῆς
ἁμαρτίας, ἧς ἥμαρτε, καὶ ἁφεθήσεται
αὐτῷ ἡ ἁμαρτία, ἣν ἥμαρτεν.
|
22
Ὁ ἱερεὺς θὰ προσφέρῃ τὴν
ἐξιλεωτικὴν θυσίαν ὑπὲρ αὐτοῦ
διὰ τοῦ κριοῦ τῆς πλημμελείας
ἐνώπιον τοῦ Κυρίου καὶ θὰ
τοῦ συγχωρηθῇ ἡ ἁμαρτία, τὴν
ὁποίαν διέπραξε. |
22
Καὶ μὲ τὸ κριάρι, ποὺ θυσιάζεται διὰ
τὸ πλημμέλημα ἐνώπιον Κυρίου, θὰ τὸν
ἐξιλεώση ὁ ἱερεὺς διὰ
τὴν ἁμαρτίαν ποὺ διέπραξε καὶ ἔτσι
θὰ τοῦ συγχωρηθῇ ἡ ἁμαρτί
του. |
23
Ὅταν δὲ εἰσέλθητε εἰς τὴν
γῆν, ἣν Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν
δίδωσιν ὑμῖν, καὶ καταφυτεύσετε
πᾶν ξύλον βρώσιμον καὶ περικαθαριεῖτε
τὴν ἀκαθαρσίαν αὐτοῦ· ὁ
καρπὸς αὐτοῦ τρία ἔτη ἔσται
ὑμῖν ἀπερικάθαρτος, οὐ βρωθήσεται.
|
23
Ὅταν εἰσέλθετε εἰς τὴν γῆν,
τὴν ὁποίαν Κύριος ὁ Θεὸς
θὰ σᾶς δώσῃ, θὰ καταφυτεύσετε
εἰς αὐτὴν κάθε καρποφόρον δένδρον,
τοὺς δὲ πρώτους αὐτοῦ καρποὺς
θὰ τοὺς ἀπορρίψετε ὡς ἀκαθάρτους.
Ὁ καρπὸς τοῦ νεοφυτευμένου δένδρου
θὰ εἶναι ἀκάθαρτος ἐπὶ
τρία ἔτη καὶ δὲν πρέπει νὰ
τρώγεται. |
23
Ὅταν δὲ εἰσέλθετε εἰς τὴν
χώραν, ποὺ σᾶς δίδει Κύριος ὁ Θεός
σας, καὶ τὴν φυτεύσετε ὅλην μὲ κάθε
εἴδους καρποφόρον δένδρον, θὰ ἑξαγνίσετε
τὰ δένδρα αὐτά, σὰν νὰ ἦσαν
ἀκάθαρτα ἀντικείμενα. Ὁ καρπός των
δηλαδὴ θὰ εἶναι διὰ σᾶς ἀκάθαρτος
ἐπὶ τρία χρόνια, δὲν θὰ τρώγεται.
|
24
Καὶ τῷ ἔτει τῷ τετάρτῳ
ἔσται πᾶς ὁ καρπὸς αὐτοῦ
ἅγιος αἰνετὸς τῷ Κυρίῳ.
|
24
Κατὰ τὸ τέταρτον ἔτος ὁ καρπός
του θὰ εἶναι ἅγιος, ἄξιος νὰ
προσφερθῇ εἰς δόξαν τοῦ Κυρίου.
|
24
Κατὰ τὸν τέταρτον ὅμως χρόνον ὅλοι
οἱ καρποὶ τῶν δένδρων αὐτῶν
θὰ εἶναι καθαροὶ καὶ ἄξιοι νὰ
προσφερθοῦν ὡς ἔκφρασις δοξολογίας πρὸς
τὸν Κύριον. |
25
Ἐν δὲ τῷ ἔτει τῷ πέμπτῳ
φάγεσθε τὸν καρπόν, πρόσθεμα ὑμῖν
τὰ γενήματα αὐτοῦ· ἐγώ
εἰμι Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν.
|
25
Κατὰ τὸ πέμπτον ἔτος θὰ φάγετε
σεῖς τὸν καρπὸν καὶ ἀπὸ
τοῦ ἔτους αὐτοῦ καὶ ἐφεξῆς
τὰ προϊόντα αὐτοῦ θὰ προστίθενται
εἰς τὰ εἰσοδήματά σας. Ἐγὼ
εἶμαι Κύριος ὁ Θεός σας, ποὺ
διατάσσω αὐτά.
|
25
Κατὰ δὲ τὸ πέμπτον ἔτος θὰ ἠμπορῆτε
πλέον νὰ τρώγετε τοὺς καρποὺς αὐτῶν
τῶν δένδρων καὶ σεῖς. Αὐτὰ δὲ
ποὺ θὰ παράγουν τὰ δένδρα, θὰ
προστίθενται εἰς τὰ εἰσοδήματά
σας. |
26
Μὴ ἔσθετε ἐπὶ τῶν ὀρέων
καὶ οὐκ οἰωνιεῖσθε, οὐδὲ
ὀρνιθοσκοπήσεσθε. |
26
Μὴ ἀναβαίνετε εἰς
τὰ ὄρη κατ' ἀπομίμησιν τῶν εἰδωλολατρῶν,
διὰ νὰ τρώγετε ἐκεῖ. Μὴ
δίδετε πίστιν εἰς τὴν μαντείαν
καὶ μὴ προσπαθῆτε νὰ γνωρίσετε
τὸ μέλλον ἀπὸ τὸ πέταγμα
τῶν πτηνῶν.
|
26
Μὴ τρώγετε ἐπάνω εἰς τὰ βουνά,
ὅπως αὐτοὶ ποὺ λατρεύουν ἐκεῖ
τοὺς δαίμονας καὶ τελοῦν θυσίας. Μὴ
μαντεύετε μὲ τὸ πέταγμα τῶν ὀρνέων
ὅπως οἱ μάντεις καὶ μὴ προσέχετε τὰ
πτηνὰ ὅπως οἱ μάγοι. |
27
Οὐ ποιήσετε σισόην ἐκ τῆς κόμης
τῆς κεφαλῆς ὑμῶν, οὐδὲ
φθερεῖτε τὴν ὄψιν τοῦ πώγωνος
ὑμῶν. |
27
Δὲν θὰ κάμετε εἰς τὴν κεφαλήν
σας κόρυμβον (κότσον) ὅπως οἱ εἰδωλολάτραι
καὶ δὲν θὰ ξυρίζετε τὸ ἔμπροσθεν
τῆς γιενειάδος σας.
|
27
Δὲν θὰ κάμνετε εἰς τὸ κεφάλι σας μὲ
τὰ μαλλιά σας πλεξίδα (σὰν κότσον), οὔτε
θὰ παραποιῆτε τὴν γενειάδα σας, μὲ
τὸ νὰ ξυρίζετε τὴν πρόσοψίν
της. |
28
Καὶ ἐντομίδας οὐ ποιήσετε ἐπὶ
ψυχῇ ἐν τῷ σώματι ὑμῶν
καὶ γράμματα στικτὰ οὐ ποιήσετε
ἐν ὑμῖν· ἐγώ εἰμι
Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν.
|
28
Δὲν θὰ κάμετε ἐντομὰς εἰς
τὸ σῶμα σας, οὔτε θὰ χαράξετε
γράμματα εἰς τὸ δέρμα σας. Ἐγὼ
εἶμαι Κύριος ὁ Θεός σας.
|
28
Δὲν θὰ χαράζετε ἐπίσης, οὔτε θὰ
κόβετε τὸ σῶμα σας, διὰ νὰ πενθήσετε
διὰ τὴν ψυχὴν κάποιου συγγενοῦς
σας ποὺ ἀπέθανεν, οὔτε θὰ κεντάτε
μὲ βελόνην τὸ δέρμα σας, διὰ νὰ γίνουν
γράμματα εἰς αὐτό, ὅπως κάνουν οἱ
εἰδωλολάτραι, ποὺ σχεδιάζουν ἐπάνω
των τοὺς θεούς των. Ἐγὼ εἶμαι
ὁ μόνος Κύριος, ὁ Θεός σας.
|
29
Οὐ βεβηλώσεις τὴν θυγατέρα σου ἐκπορνεῦσαι
αὐτὴν καὶ οὐκ ἐκπορνεύσει
ἡ γῆ, καὶ ἡ γῆ πλησθήσεται
ἀνομίας. |
29
Δὲν θὰ μολύνῃς τὴν θυγατέρα
σου ἐκδίδων αὐτὴν εἰς διαφθοράν,
καὶ δὲν θὰ μολύνῃς τὴν
γῆν μὲ τοιαῦτα μυσαρὰ ἔργα,
διὰ νὰ μὴ γέμισῃ αὐτὴ
ἀπὸ ἁμαρτίας.
|
29
Δὲν θὰ μολύνῃς τὴν θυγατέρα σου, μὲ
τὸ νὰ τὴν κάνῃς πόρνην, καὶ
δὲν θὰ διαδοθῇ αὐτὴ ἡ
μόλυνσις εἰς τὴν χώραν, ὥστε νὰ γεμίσῃ
αὐτὴ ἀπὸ ἁμαρτίας.
|
30
Τὰ σάββατά μου φυλάξεσθε καὶ
ἀπὸ τῶν ἁγίων μου φοβηθήσεσθε·
ἐγώ εἰμι Κύριος.
|
30
Θὰ φυλάξετε τὰ Σάββατά μου καὶ
θὰ τρέφετε σεβασμὸν καὶ φόβον
πρὸς τὰ ἅγιά μου πράγματα. Ἐγὼ
εἶμαι ὁ Κύριος!
|
30
Τὰς ἡμέρας τοῦ Σαββάτου, ποὺ εἶναι
ἀφιερωμέναι εἰς Ἐμέ, θὰ τὰς
τηρῆτε καὶ θὰ φοβῆσθε καὶ θὰ
σέβεσθε τὰ ἅγιά μου (πράγματα καὶ πρόσωπα).
Ἐγὼ εἶμαι ὁ μόνος Κύριος.
|
31
Οὐκ ἐπακολουθήσετε ἐγγαστριμύθοις
καὶ τοῖς ἐπαοιδοῖς οὐ προσκολληθήσεσθε,
ἐκμιανθῆναι ἐν αὐτοῖς·
ἐγὼ εἶμι Κύριος ὁ Θεὸς
ὑμῶν. |
31
Δὲν θὰ ἀκολουθήσετε τοὺς ἐγγαστριμύθους
καὶ δὲν θὰ προσκολληθῆτε
εἰς αὐτούς, ποὺ
ψάλλουν μαγικὰς ὠδάς. Προσέχετε
νὰ μὴ μολυνθῆτε δι' αὐτῶν. Ἐγὼ
εἶμαι Κύριος
ὁ Θεός σας.
|
31
Δὲν θὰ ἀκολουθήσετε τοὺς ἐγγαστριμύθους
(οὕτως ὥστε νὰ πέσετε θύματα τοῦ δαίμονος,
ποὺ ὁμιλεῖ ἀπὸ τὴν κοιλίαν
των), οὔτε θὰ προσκολληθῆτε εἰς αὐτούς,
ποὺ γητεύουν μὲ μαγικὰ τραγούδια, ὥστε
νὰ μολυνθῆτε μαζί των. Ἐγὼ εἶμαι
ὁ μόνος Κύριος, ὁ Θεός σας.
|
32
Ἀπὸ προσώπου πολιοῦ ἐξαναστήσῃ
καὶ τιμήσεις πρόσωπον πρεσβυτέρου
καὶ φοβηθήσῃ τὸν Θεόν σου·
ἐγὼ εἶμι Κύριος ὁ Θεὸς
ὑμῶν. |
32
Θὰ ἐγερθῇς μὲ σεβασμὸν ἐνώπιον
ἀνθρώπου, ποὺ ἔχει λευκὴν τὴν
κόμην, καὶ θὰ τιμήσῃς τὸ
πρόσωπον τοῦ γέροντος, καὶ θὰ
φοβῆσαι πάντοτε τὸν Θεόν σου. Ἐγὼ
εἶμαι Κύριος ὁ Θεάς σας.
|
32
Θὰ σηκωθῇς ὄρθιος ἐμπρὸς εἰς
ἄνθρωπον ἀσπρομάλλην καὶ θὰ τιμήσῃς
κάθε ἠλικιωμένον πρόσωπον καὶ θὰ φοβᾶσαι
τὸν Θεόν σου. Ἐγὼ εἶμαι Κύριος ὁ
Θεός σας. |
33
Ἐὰν δέ τις προσέλθῃ ὑμῖν
προσήλυτος ἐν τῇ γῇ ὑμῶν,
οὐ θλίψετε αὐτόν·
|
33
Ἐὰν ξένος τις ἔλθῃ εἰς
τὴν χώραν σας, δὲν θὰ τὸν θλίψετε.
|
33
Καὶ ἐὰν ἔλθῃ εἰς τὴν
χώραν σας κάποιος ξένος ἄνθρωπος, δὲν θὰ
τὸν καταπιέσετε. |
34
ὡς ὁ αὐτόχθων ἐν ὑμῖν
ἔσται ὁ προσήλυτος ὁ προσπορευόμενος
πρὸς ὑμᾶς, καὶ ἀγαπήσεις
αὐτὸν ὡς σεαυτόν, ὅτι προσήλυτοι
ἐγενήθητε ἐν γῆ Αἰγύπτῳ·
ἐγὼ εἶμι Κύριος ὁ Θεὸς
ὑμῶν. |
34
Ὁ ξένος αὐτὸς ὁ
ἐρχόμενος ἀπὸ
ἄλλην χώραν πρὸς σᾶς θὰ εἶναι,
ὅπως ὁ ἐντόπιος,
ὁ συμπατριώτης σας. Θὰ
ἀγαπήσῃς καὶ αὐτὸν
ὅπως τὸν ἑαυτόν
σου, διότι καὶ σεῖς
ὑπήρξατε ξένοι εἰς τὴν Αἴγυπτον.
Ἐγὼ εἶμαι ὁ Κύριος
ὁ Θεός σας, ποὺ διατάσσω αὐτά.
|
34
Θὰ ζῇ καὶ θὰ κινῆται μεταξύ
σας ὁ ξένος, ποὺ ἔρχεται νὰ μείνῃ
μαζί σας, ὅπως καὶ ὁ ἐκ καταγωγῆς
Ἰσραηλίτης. Θὰ τὸν ἀγαπήσῃς
δέ, ὅπως ἀκριβῶς τὸν ἑαυτόν
σου, διότι ἐζήσατε καὶ σεῖς ὡς ξένοι
εἰς τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου. Τὸ
ὁρίζω Ἐγώ, ὁ Κύριος καὶ Θεός
σας. |
35
Οὐ ποιήσετε ἄδικον ἐν κρίσει,
ἐν μέτροις καὶ ἐν σταθμοῖς καὶ
ἐν ζυγοῖς. |
35
Δὲν θὰ ἀδικήσετε κανένα, οὔτε
εἰς τὸ δικαστήριον οὔτε εἰς
τὰ μέτρα μήκους, βάρους καὶ
χωρητικότητος· μὲ κανένα ἀπὸ
τὰ ζυγίσματά σας.
|
35
Δὲν θὰ ἀδικήσετε κανένα εἰς τὰς
κρίσεις σας (κατὰ τὰ δικαστήρια), οὔτε εἰς
τὰ μέτρα μήκους καὶ εἰς τὰς μονάδας
τοῦ βάρους καὶ εἰς τὰ ζύγια, ποὺ
χρησιμοποιεῖτε εἰς τὰς συναλλαγάς
σας. |
36
Ζυγὰ δίκαια καὶ σταθμία δίκαια
καὶ χοῦς δίκαιος ἔσται ἐν ὑμῖν·
ἐγὼ εἰμι Κύριος ὁ Θεὸς
ὑμῶν, ὁ ἐξαγαγὼν ὑμᾶς
ἐκ γῆς Αἰγύπτου.
|
36
Ἡ ζυγαριά σας νὰ εἶναι ἀκριβής,
τὰ σταθμὰ δίκαια, τὸ πήλινον
μέτρον τῶν ὑγρῶν προϊόντων πρέπει
νὰ εἶναι σωστόν.
Ἐγὼ εἶμαι Κύριος
ὁ Θεός σας, ὁ ὁποῖος σᾶς
ἔβγαλα ἐλευθέρους ἀπὸ τὴν
χώραν τῆς Αἰγύπτου.
|
36
Τὰ ζύγια, μὲ τὰ ὁποῖα ζυγίζετε,
νὰ εἶναι δίκαια καὶ τὰ βαρίδια, μὲ
τὰ ὁποῖα ὑπολογίζετε τὰ βάρη,
δίκαια καὶ τὰ πήλινα δοχεῖα, ποὺ χρησιμοποιεῖτε
διὰ νὰ ὑπολογίζετε τὰ ὑγρά,
νὰ εἶναι ἐπίσης δίκαια. Ἐγώ, ποὺ
ὁρίζω αὐτά, εἶμαι ὁ Κύριος, ὁ
Θεός σας, ποὺ σᾶς ἔβγαλα ἐλευθέρους
ἀπὸ τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου.
|
37
Καὶ φυλάξεσθε πάντα τὸν νόμον
μου καὶ πάντα τὰ προστάγματά
μου καὶ ποιήσετε αὐτά· ἐγὼ
εἰμι Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν.
|
37
Θὰ φυλάξετε ὅλον τὸν νόμον καὶ
ὅλας τὰς ἐντολάς
μου· θὰ ἐφαρμόσετε αὐτάς.
Ἐγὼ εἶμαι Κύριος
ὁ Θεός σας, ποὺ
σᾶς δίδω αὐτὰς
τὰς ἐντολάς. |
37
Καὶ πρέπει νὰ τηρήσετε ὅλον τὸν νόμον
μου καὶ ὅλας τὰς ἐντολάς μου καὶ
νὰ τὰ ἐφαρμόσετε ὅλα. Ἐγὼ
εἶμαι ὁ μόνος Κύριος, ὁ Θεός σας>.
|