Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ερὶ
δὲ τὸν καιρὸν ἐκεῖνον ἐτύγχανεν
Ἀντίοχος ἀναλελυκὼς ἀκόσμως
ἐκ τῶν κατὰ τὴν Περσίδα τόπων.
|
ατὰ
τὴν ἐποχὴν ἐκείνην ὁ Ἀντίοχος
ἐπέστρεφε κατεξευτελισμένος ἀπὸ
τὰς χώρας τῆς Περσίας,
|
ατὰ
τὴν ἐποχὴν δέ, ποὺ ὁ Νικάνωρ
καὶ οἱ ἄλλοι στρατηγοὶ τῆς Συρίας
ἐνικήθησαν ἀπὸ τὸν Ἰούδαν, ὁ
Ἀντίοχος Δ' ὁ Ἐπιφανὴς ἐπέστρεφε
κατὰ τρόπον ἄτακτον καὶ ἐπαίσχυντον
ἀπὸ τὶς χῶρες τῆς Περσίας.
|
2
Εἰσεληλύθει γὰρ εἰς τὴν λεγομένην
Περσέπολιν καὶ ἐπεχείρησεν Ἰεροσυλεῖν
καὶ τὴν πόλιν συνέχειν. Διὸ
δὴ τῶν πληθῶν ὁρμησάντων ἐπὶ
τὴν τῶν ὅπλων βοήθειαν ἐτράπησαν,
καὶ συνέβη τροπωθέντα τὸν Ἀντίοχον
ὑπὸ τῶν ἐγχωρίων ἀσχήμονα
τὴν ἀναζυγὴν ποιήσασθαι.
|
2
διότι εἶχεν εἰσέλθει εἰς τὴν
πόλιν, τὴν λεγομένην Περσέπολιν, καὶ
ἐπεχείρησε νὰ ἀφαιρέσῃ
τοὺς θησαυρούς της ἀπὸ τοὺς
ναοὺς καὶ νὰ καταλάβῃ τὴν
πόλιν. Διὰ τὸν λόγον αὐτὸν
πλῆθος τῶν κατοίκων ἐξηγέρθησαν,
ὥρμησαν καὶ ἔλαβαν τὰ ὅπλα ἐναντίον
τοῦ Ἀντιόχου, ὥστε ὁ Ἀντίοχος
κατατροπωθεὶς ἀπὸ τοὺς κατοίκους
ἠναγκάσθη εἰς ταπεινωτικὴν ὑποχώρησιν.
|
2
Διότι εἶχεν εἰσέλθει εἰς τὴν
πόλιν, ποὺ ἐλέγετο Περσέπολις, καὶ ἐπεχείρησε
νὰ λεηλατήσῃ καὶ ἀφαιρέσῃ
τοὺς θησαυροὺς ἀπὸ τοὺς ναούς
της καὶ νὰ καταλάβῃ τὴν πόλιν. Ἕνεκα
τούτου ἐξηγέρθησαν οἱ κάτοικοί της
καὶ κατέφυγαν εἰς τὰ ὅπλα διὰ
νὰ ἀμυνθοῦν· ἀποτέλεσμα τῆς
ἐξεγέρσεως αὐτῆς ὑπῆρξε
τὸ νὰ κατατροπωθῇ ὁ Ἀντίοχος
ἀπὸ τοὺς πολίτας καὶ νὰ ἑξαναγκασθῇ
εἰς ταπεινωτικὴν ὑποχώρησιν.
|
3
Ὄντι δὲ αὐτῷ κατ' Ἐκβάτανα
προσέπεσε τὰ κατὰ Νικάνορα καὶ
τοὺς περὶ Τιμόθεον γεγονότα.
|
3
Ὅταν δὲ αὐτὸς εὑρίσκετο,
εἰς τὴν περὶ τὰ Ἐκβάτανα
περιοχήν, ἐπληροφαρήθη, τί εἶχε
συμβῆ εἰς τὸν Νικάνορα καὶ εἰς
τὸν στρατὸν τοῦ Τιμοθέου.
|
3
Ἐνῷ δὲ ὁ Ἀντίοχος Δ' εὑρίσκετο
κοντὰ εἰς τὰ Ἐκβάτανα, ἐπληροφορήθη
τὰ γεγονότα, τὰ σχετικὰ μὲ τὸν
Νικάνορα καὶ τὸν στρατὸν τοῦ Τιμοθέου.
|
4
Ἐπαρθεὶς δὲ τῷ θυμῷ ᾤετο
καὶ τὴν τῶν πεφυγαδευκότων αὐτὸν
κακίαν εἰς τοὺς Ἰουδαίους ἐναπερείσασθαι,
διὸ συνέταξε τὸν ἁρματηλάτην
ἀδιαλείπτως ἐλαύνοντα κατανύειν
τὴν πορείαν, τῆς ἐξ οὐρανοῦ
δὴ κρίσεως συνούσης αὐτῷ·
οὕτω γὰρ ὑπερηφάνως εἶπε·
πολυάνδριον Ἰουδαίων Ἱεροσόλυμα
ποιήσω παραγενόμενος ἐκεῖ.
|
4
Παρασυρθεὶς δὲ ἀπὸ ἔξαλλον θυμὸν
ἐνόμιζεν ὅτι θὰ κάμῃ τοὺς
Ἰουδαίους νὰ πληρώσουν ἀκριβὰ
τὸν ἐξευτελισμόν, ποὺ ὑπέστη
εἰς τὴν Περσέπολιν καταδιωχθεὶς ἀπὸ
τοὺς κατοίκους. Διὰ τοῦτο διέταξε
τὸν ὁδηγὸν τοῦ ἅρματός
του νὰ ἐπιταχύνη ἀκατάπαυστα
τὴν πορείαν του, χωρὶς σταμάτημα.
Ἡ θεία ὅμως ἀπὸ τὸν οὐρανὸν
τιμωρία τὸν παρακολουθοῦσε, διότι
αὐτὸς εἶχε πεῖ μὲ μεγάλην
ὑπερηφάνειαν· <μόλις φθάσω
εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ θὰ τὴν
κάμω νεκρόπολιν τῶν Ἰουδαίων>.
|
4
Κυριευμένος δὲ ἀπὸ θυμὸν καὶ
εὑρισκόμενος ἐκτὸς ἑαυτοῦ, ἐνόμιζεν
ὅτι ἔπρεπε να ἀφήσῃ τὸν θυμόν
του νὰ ἐκσπάσῃ κατὰ τῶν
Ἰουδαίων, διὰ τὴν προσβολὴν καὶ
τὰ δεινά, τὰ ὁποῖα τοῦ ἐπροξένησαν
ἐκεῖνοι, ποὺ τὸν ὑπεχρέωσαν
νὰ τραπῇ εἰς φυγὴν ἀπὸ
τὴν Περσέπολιν διὰ τοῦτο διέταξε τὸν
ὁδηγὸν τοῦ πολεμικοῦ του ἅρματος
νὰ προχωρῇ γρήγορα, χωρὶς νὰ σταματᾷ
πουθενά, μέχρις ὅτου φθάσῃ εἰς τὸ
τέλος τοῦ ταξιδίου του. Ἀλλ' ἡ οὐράνιος
θεία δίκη συνεβάδιζε μαζί του καὶ ἐκρέμετο
ἐπάνω ἀπὸ τὴν κεφαλήν του! Διότι
ἐπάνω εἰς τὴν λύσσαν καὶ τὴν
ἑωσφορικήν του ὑπερηφάνειαν εἶπε: <Μόλις
φθάσω εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, θὰ τὴν
μεταβάλω εἰς κοινὸν νεκροταφεῖον διὰ
τοὺς Ἰουδαίους>. |
5
Ὁ δὲ παντεπόπτης Κύριος ὁ Θεὸς
τοῦ Ἰσραὴλ ἐπάταξεν αὐτὸν
ἀνιάτῳ καὶ ἀοράτῳ
πληγῇ· ἄρτι δὲ αὐτοῦ καταλήξαντος
τὸν λόγον, ἔλαβεν αὐτὸν ἀνήκεστος
τῶν σπλάγχνων ἀλγηδὼν καὶ πικραὶ
τῶν ἔνδον βάσανοι, |
5
Ὁ Κύριος ὅμως, ὁ Θεὸς τοῦ
Ἰσραήλ, ὁ ὁποῖος βλέπει
τὰ πάντα, ἐκτύπησεν αὐτὸν
μὲ ἀθεράπευτον καὶ ἀόρατον
τρομερὰν πληγήν. Διότι μόλις εἶχε
τελειώσει τὸν μοχθηρὸν καὶ κομπαστικὸν
αὐτὸν λόγον, τὸν κατέλαβε μέγας
ἀθεράπευτος πόνος τῶν σπλάχνων
καὶ τρομεροὶ βασανισμοὶ εἰς ὅλον
τὸ ἐσωτερικόν του.
|
5
Ἀλλ’ ὁ Κύριος, ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ,
ὁ ὁποῖος τὰ πάντα βλέπει καὶ
παρακολουθεῖ, τὸν ἐκτύπησε μὲ
ἀσθένειαν ἀθεράπευτον καὶ ὀλεθρίαν,
ποὺ δὲν διεκρίνετο ἐξωτερικῶς. Διότι
μόλις εἶχε τελειώσει τὸν ἀνωτέρω ἀπειλητικὸν
καὶ ἑωσφορικὸν λόγον, τὸν ἔπιασε
ἀνίατος καὶ ἀφόρητος πόνος τῶν
σπλάγχνων καὶ ὀδυνηροί, βασανιστικοὶ καὶ
τρομεροὶ πόνοι τῶν ἐσωτερικῶν του
ὀργάνων. |
6
πάνυ δικαίως τὸν πολλαῖς καὶ
ξενιζούσαις συμφοραῖς ἑτέρων σπλάγχνα
βασανίσαντα. |
6
Καὶ πολὺ δικαίως ἐτιμωρήθη μὲ
φρικτοὺς πόνους τῶν σπλάγχνων αὐτός,
ὁ ὁποῖος εἶχε προκαλέσει εἰς
τὰ σπλάγχνα τῶν ἄλλων πολυαρίθμους
καὶ πρωτοφανεῖς βασανισμούς.
|
6
Τοῦτο ἦταν μία πάρα πολὺ δικαία τιμωρία,
ποὺ ἐταίριαζε ἀπολύτως εἰς ἐκεῖνον,
ὁ ὁποῖος εἶχε προξενήσει πολλά, πρωτοφανῆ,
ἀνήκουστα καὶ βάρβαρα βασανιστήρια εἰς τὰ
σπλάγχνα πολλῶν ἄλλων ἀνθρώπων.
|
7
Ὁ δ' οὐδαμῶς τῆς ἀγερωχίας
ἔληγεν· ἔτι δὲ καὶ τῆς
ὑπερηφανίας ἐπεπλήρωτο, πῦρ
πνέων τοῖς θυμοῖς ἐπὶ τοὺς
Ἰουδαίους καὶ κελεύων ἐποξύνειν
τὴν πορείαν. Συνέβη δὲ καὶ πεσεῖν
αὐτὸν ἀπὸ τοῦ ἅρματος
φερομένου ροίζῳ καὶ δυσχερεῖ
πτώματι περιπεσόντα πάντα τὰ μέλῃ
τοῦ σώματος ἀποστρεβλοῦσθαι.
|
7
Αὐτὸς ὅμως παρὰ τοὺς φρικτοὺς
βασανισμούς του δὲν ἔθεσε τέρμα εἰς
τὸν ἐγωϊσμόν του. Ἀλλὰ ἐγέμιζεν
ὁλοένα καὶ περισσότερον ἀπὸ
ὑπερηφάνειαν. Πῦρ θυμοῦ ἔπνεεν
ἐναντίον τῶν Ἰουδαίων καὶ
διέτασσε τὸν ὁδηγὸν τοῦ ἅρματός
του νὰ ἐπισπεύδῃ συνεχῶς τὴν
πορείαν. Αἴφνης κατέπεσεν ἀπὸ
τὸ ἅρμα, τὸ ὁποῖον ἐφέρετο
μετὰ πολλοῦ θορύβου, καὶ ἡ πτῶσις
του ὑπῆρξε τόσον τρομερά, ὥστε
ὅλα τὰ μέλη τοῦ σώματός
του ἔπαθαν ὀδυνηρὰν στρέβλωσιν.
|
7
Ὁ Ἀντίοχος ὅμως, παρ’ ὅλα αὐτά,
δὲν ἐμείωνε καθόλου τὴν προπέτειαν
καὶ τὸν ἐγωισμόν του· ἀπ’
ἐναντίας ἐγέμιζεν ὁλονὲν καὶ
περισσότερον ἀπὸ αὐθάδειαν καὶ ὑπερηφάνειαν,
ἀπέπνεε φωτιὰ ἀπὸ τὴν ὀργήν
του ἐναντίον τῶν Ἰουδαίων καὶ διέτασσε
τὸν ὁδηγὸν τοῦ ἅρματός του νὰ
ἐπιταχύνῃ συνεχῶς τὴν πορείαν. Ἔξαφνα
ὅμως συνέβη νὰ πέσῃ ὁ Ἀντίοχος
ἀπὸ τὸ ἅρμα, καθὼς αὐτὸ
ἔτρεχε μὲ πάταγον ἡ πτῶσις του ὑπῆρξε
τόσον ἀπότομος καὶ βιαία, ὥστε ὅλα
τὰ μέλη τοῦ σώματός του ἑξαρθρώθηκαν ἐντελῶς
καὶ παραμορφώθηκαν. |
8
Ὁ δ' ἄρτι δοκῶν τοῖς τῆς θαλάσσης
κύμασιν ἐπιτάσσειν διὰ τὴν ὑπὲρ
ἄνθρωπον ἀλαζονείαν καὶ πλάστιγγι
τὰ τῶν ὀρέων οἰόμενος
ὕψη στήσειν, κατὰ γῆν γενόμενος
ἐν φορείῳ παρεκομίζετο, φανερὰν
τοῦ Θεοῦ πᾶσι τὴν δύναμιν ἐνδεικνύμενος,
|
8
Ἔτσι δὲ αὐτός, ὁ ὁποῖος
ἐξ αἰτίας τῆς μεγάλης του ἀλαζονίας
ἐνόμιζε μέχρι πρὸ ὀλίγου
χρόνου ὅτι ἔχει τὴν δύναμιν
νὰ διατάσσῃ καὶ τὰ κύματα
τῆς θαλάσσης, αὐτὸς ποὺ ἐνόμιζεν
ὅτι ἠμπορεῖ νὰ θέσῃ εἰς
τὴν πλάστιγγα καὶ νὰ ζυγίσῃ
τὰς κορυφὰς τῶν ὀρέων, ἐκρημνίσθη
εἰς τὸ ἔδαφος καὶ ἀνάπηρος
ἐφέρετο ἐπάνω εἰς ἕνα
φορεῖον. ῎Ετσι δὲ ἔκαμε φανερὰν
εἰς ὅλους, μὲ τὸ πάθημά
του, τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ.
|
8
Αὐτὸς δέ, ὁ ὁποῖος μόλις πρὸ
ὀλίγου ἐνόμιζεν, ἕνεκα τῆς μεγάλης
του ἀλαζονείας καὶ προπετείας, ὅτι ἠμποροῦσε
νὰ διατάσσῃ τὰ κύματα τῆς θαλάσσης
καὶ νὰ ζυγίζῃ εἰς τὴν πλάστιγγα
τὰ ὕψη τῶν ὀρέων, ἀφοῦ
ἔπεσεν ἀπὸ τὸ ἅρμα εἰς
τὴν γῆν, μετεφέρετο ἀκίνητος καὶ ἀνάπηρος
εἰς φορεῖον, καθιστὼν διὰ τοῦ
τρόπου αὐτοῦ φανερὰν εἰς ὅλους
τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ.
|
9
ὥστε καὶ ἐκ τοῦ σώματος τοῦ
δυσσεβοῦς σκώληκας ἀναζεῖν, καὶ
ζῶντος ἐν ὀδύναις καὶ ἀλγηδόσι
τὰς σάρκας αὐτοῦ διαπίπτειν,
ὑπὸ δὲ τῆς ὀσμῆς αὐτοῦ
πᾶν τὸ στρατόπεδον βαρύνεσθαι τῇ
σαπρίᾳ. |
9
Περιέπεσε εἰς τόσον ἀθλίαν κατάστασιν,
ὥστε ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ ἀσεβοῦς
αὐτοῦ νὰ βγαίνουν πλῆθος σκώληκες,
νὰ ζῇ καὶ καθ' ὃν χρόνον ἐζοῦσε
νὰ ἀποσπῶνται σάπιες σάρκες
του μὲ τρομερὰς ὀδύνας καὶ βασάνους.
Ἡ δὲ κακοσμία, ἡ ὁποία
ἀνεδίδετο ἀπὸ τὸ ἀρρωστημένον
σῶμα του, κατεβάρυνεν ὁλόκληρον τὸ
στρατόπεδον.
|
9
Ἦταν δὲ τόσον φρικτὴ ἡ ὅλη κατάστασις,
εἰς τὴν ὁποίαν εἶχε περιέλθει, ὥστε
καὶ ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ ἀσεβοῦς
καὶ ἀθέου Ἀντιόχου ἀναπηδοῦσαν
σκουλήκια καί, ἐνῷ τὸ σῶμα του ἦταν
ἀκόμη ζωντανὸν καὶ βυθισμένον εἰς
τὴν ἀγωνίαν καὶ τὴν ὀδύνην,
οἱ σάρκες του ἐσάπιζαν καὶ ἔπεφταν
κομμάτια - κομμάτια, ἀπὸ τὴν δυσοσμίαν δὲ
τῶν σαπισμένων σαρκῶν του ἀηδίαζεν
ὅλον τὸ στρατόπεδον! |
10
Καὶ τὸν μικρῷ πρότερον τῶν οὐρανίων
ἄστρων ἅπτεσθαι δοκοῦντο πορακομίζειν
οὐδεὶς ἐδύνατο διὰ τὸ
τῆς ὀσμῆς ἀφόρητον βάρος.
|
10
Καὶ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος μέχρι
πρὸ ὀλίγου ἐνόμιζεν ὅτι
εἶχε τὴν δύναμιν νὰ ἐγγίσῃ
καὶ τὰ ἄστρα, τώρα κανεὶς δὲν
ἠμποροῦσε νὰ τὸν μεταφέρῃ
ἐξ αἰτίας τῆς ἀνυποφόρου
δυσωδίας του.
|
10
Ἐκεῖνον δέ, ὁ ὁποῖος μόλις πρὸ
ὀλίγου ἐνόμιζεν ὅτι θὰ ἀγγίξῃ
τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ, τώρα κανεὶς
δὲν ἠμποροῦσε νὰ τὸν συνοδεύσῃ
καὶ νὰ τὸν μετακομίσῃ, ἕνεκα
τῆς ἐντόνως ἀφορήτου δυσοσμίας, ποὺ
ἀνεδίδετο ἀπὸ τὸ σῶμα του!
|
11
Ἐνταῦθα οὖν ἤρξατο τὸ πολὺ
τῆς ὑπερηφανίας λήγειν ὑποτεθραυσμένος
καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἔρχεσθαι θείᾳ
μάστιγι κατὰ στιγμὴν ἐπιτεινόμενος
τοῖς ἀλγηδόσι. |
11
Τότε συντετριμμένος καὶ ἐξουθενωμένος
ἀπὸ τοὺς πολλοὺς πόνους του,
ἤρχισε νὰ ἀποθέτῃ τὸν
ὄγκον τῆς ὑπερηφανείας του καί,
καθὼς συνεχῶς ἐπεδεινώνοντο οἱ
πόνοι του, συνῃσθάνετο ὅτι εὑρίσκετο
ὑπὸ τὴν θεῖαν μάστιγα.
|
11
Τότε λοιπόν, μέσα εἰς τοὺς ἀφορήτους πόνους
καὶ τὴν ἀπελπιστικὴν κατάστασιν ἀπομονώσεως,
ἄρχισε τὸ τέλος τῆς μεγάλης του ὑπερηφανείας·
καταβεβλημένος δὲ ἀπὸ τὴν μάστιγα
τοῦ Θεοῦ καὶ βασανιζόμενος ἀπὸ
τοὺς ὁλονὲν αὐξανομένους πόνους, ἄρχισε
νὰ συνέρχεται καὶ νὰ βλέπῃ τὰ
πράγματα εἰς τὶς πραγματικές των διαστάσεις.
|
12
Καὶ μηδὲ τῆς ὀσμῆς αὐτοῦ
δυνάμενος ἀνέχεσθαι ταῦτ' ἔφη·
δίκαιον ὑποτάσσεσθαι τῷ Θεῷ
καὶ μὴ θνητὸν ὄντα ἰσόθεα
φρονεῖν ὑπερηφάνως. |
12
Ἐπειδὴ δὲ καὶ ὁ ἴδιος
δὲν ἠμποροῦσε νὰ ὑποφέρῃ
τὴν κακοσμίαν του, ὡμολόγησεν·
<εἶναι δίκαιον νὰ ὑποτάσσεται
κανεὶς εἰς τὸν Θεόν, καὶ ὄχι
ἐν τῇ ὑψηλοφροσύνῃ του νὰ
ἐξισώνῃ τὸν ἑαυτόν του
μὲ τὸν Θεόν>.
|
12
Ἐπειδὴ δὲ καὶ ὁ ἴδιος
δὲν ἠμποροῦσε νὰ ὑποφέρῃ
τὴν δυσοσμίαν, ποὺ ἀνεδίδετο ἀπὸ
τὸ σῶμα του, ὡμολόγησεν: <Εἶναι
δίκαιον νὰ ὑποτάσσεται κανεὶς εἰς
τὸν Θεὸν καί, ἐφ’ ὅσον εἶναι
θνητός, νὰ μὴ θεωρῇ μὲ ὑπερηφάνειαν
τὸν ἑαυτόν του ἴσον πρὸς τὸν
Θεόν>. |
13
Ηὔχετο δὲ ὁ μιαρὸς πρὸς τὸν
οὐκέτι αὐτὸν ἐλεήσοντα
Δεσπότην, οὕτω λέγων
|
13
Πρὸς τὸν Δεσπότην δὲ Θεόν, ὁ
ὁποῖος δὲν ἐπρόκειτο ποτὲ
νὰ τὸν ἐλεήσῃ, ὁ μιαρὸς
αὐτὸς βασιλεὺς προσηύχετο καὶ
ἔταζε
|
13
Ὁ ἄθλιος καὶ ἐλεεινὸς Ἀντίοχος
Δ' προσηύχετο πρὸς τὸν Δεσπότην Θεόν, ὁ
ὁποῖος δὲν ἐπρόκειτο πλέον νὰ
φανῇ εὐσπλαγχνικὸς ἀπέναντί του, τὰ
ἀκόλουθα καὶ ὑπέσχετο
|
14
τὴν μὲν ἁγίαν πόλιν, ἣν
σπεύδων παραγίνετο ἰσόπεδον ποιῆσαι
καὶ πολυάνδριον οἰκοδομῆσαι, ἐλευθάραν
ἀναδεῖξαι· |
14
ὅτι τὴν μὲν ἁγίαν πάλιν,
πρὸς τὴν ὁποίαν ἔσπευδε διὰ
νὰ τὴν ἰσοπεδώσῃ καὶ τὴν
μεταβάλῃ εἰς νεκρόπολιν, νὰ
τὴν ἀνακηρύξῃ ἐλευθέραν.
|
14
ὅτι τὴν μὲν ἁγίαν πόλιν, τὴν
Ἱερουσαλήμ, πρὸς τὴν ὁποίαν ἐβιάζετο
προηγουμένως νὰ φθάσῃ τὸ συντομώτερον διὰ
νὰ τὴν καταστρέψῃ, νὰ τὴν ἰσοπεδώσῃ
καὶ νὰ τὴν μεταβάλῃ εἰς κοινὸν
νεκροταφεῖον διὰ τοὺς Ἰουδαίους, τώρα
θὰ τὴν ἀνεκήρυσσεν ἐλευθέραν πόλιν
|
15
τοὺς δὲ Ἰουδαίους, οὕς διεγνώκει
μηδὲ ταφῆς ἀξιῶσαι, οἰωνοβρώτους
δὲ σὺν τοῖς νηπίοις ἐκρίψειν
θηρίοις, πάντας αὐτοὺς ἴσους
Ἀθηναίοις ποιήσειν·
|
15
Τοὺς δὲ Ἰουδαίους, τοὺς ὁποίους
οὔτε ταφῆς δὲν ἔκρινεν ἀξίους
ἀλλὰ εἶχε σκοπὸν νὰ δώσῃ
ὡς τροφήν, αὐτοὺς καὶ τὰ
τέκνα των, εἰς τὰ σαρκοβόρα πτηνὰ
καὶ νὰ τοὺς ρίψῃ εἰς τὰ
θηρία, ὅλους νὰ τοὺς κάμῃ
ἴσους πρὸς τοὺς Ἀθηναίους.
|
15
εἰς δὲ τοὺς Ἰουδαίους, τοὺς
ὁποίους δὲν ἐθεωροῦσε ἀξίους
οὔτε ταφῆς, ἀλλὰ μόνον ἀξίους
νὰ ριφθοῦν μαζὶ μὲ τὰ παιδιά
των ὡς τροφὴ εἰς τὰ ἁρπακτικὰ
πτηνὰ καὶ τὰ σαρκοβόρα θηρία, τώρα θὰ
ἔδιδε προνόμια ὅσα πρὸς ἐκεῖνα,
τὰ ὁποῖα ἀπελάμβαναν οἱ πολῖται
τῶν Ἀθηνῶν. |
16
ὃν δὲ πρότερον ἐσκύλευεν ἅγιον
νεὼν καλλίστοις ἀναθήμασι κοσμήσειν
καὶ τὰ ἱερὰ σκεύη πολυπλάσια
πάντα ἀποδώσειν, τὰς δὲ ἐπιβαλλούσας
πρὸς τὰς θυσίας συντάξεις ἐκ
τῶν ἰδίων προσόδων χορηγήσειν·
|
16
Τὸν ἅγιον ναόν, τὸν ὁποῖον
προηγουμένως αὐτὸς εἶχε συλήσει,
νὰ τὸν στολίσῃ μὲ ὡραιότατα
ἀφιερώματα, νὰ ἀποδώσῃ
δὲ πάλιν ὅλα τὰ ἱερὰ σκεύη
καὶ μάλιστα πολὺ περισσότερα ἀπὸ
ἐκεῖνα, ποὺ εἶχεν ἀφαιρέσει,
νὰ χορηγῇ δὲ ἀπὸ τὰ ἰδικά
του ἔσοδα διὰ τὰς δαπάνας, ποὺ
ἀπαιτοῦνται διὰ τὰς θυσίας.
|
16
Τὸν δὲ ἅγιον Ναόν, τὸν ὁποῖον
εἶχε λεηλατήσει προηγουμένως, τώρα θὰ τὸν
ἐτιμοῦσε καὶ θὰ τὸν ἐστόλιζε
μὲ τὰ πλέον ὡραῖα ἀφιερώματα
καὶ τὰ πλέον θαυμάσια δῶρα θὰ ἀντικαθιστοῦσε
ὅλα τὰ ἱερὰ σκεύη, ποὺ ἀφήρεσε,
μὲ πολὺ περισσότερα· ἐπὶ πλέον
τὰ ἀπαιτούμενα ἔξοδα διὰ τὶς
θυσίες θὰ τὰ ἐχορηγοῦσε ἀπὸ
τὰ ἰδικά του, τὰ προσωπικά του ἔσοδα.
|
17
πρὸς δὲ τούτοις καὶ Ἰουδαῖον
ἔσεσθαι καὶ πάντα τόπον οἰκητὸν
ἐπελεύσεσθαι καταγγέλλοντα τὸ τοῦ
Θεοῦ κράτος. |
17
Ἐπὶ δὲ τούτοις ὑπεσχέθη
νὰ γίνῃ καὶ ὁ ἴδιος Ἰουδαῖος
καὶ νὰ ἐπισκέπτεται κάθε κατοικούμενον
τόπον, διὰ νὰ κηρύττῃ τὸ
μεγαλεῖον τοῦ Θεοῦ.
|
17
Ἐπιπροσθέτως, ὡς ἐπιστέγασμα ὅλων
αὐτῶν, ὑπέσχετο ὅτι θὰ ἐγίνετο
καὶ ὁ ἴδιος Ἰουδαῖος καὶ
ὅτι θὰ ἐπεσκέπτετο κάθε κατοικήσιμον τόπον
διὰ νὰ διακηρύξῃ τὴν δύναμιν τοῦ
Θεοῦ. |
18
Οὐδαμῶς δὲ ληγόντων τῶν πόνων,
ἐπεληλύθει γὰρ ἐπ' αὐτὸν
δικαία ἡ τοῦ Θεοῦ κρίσις, τὰ
κατ' αὐτὸν ἀπελπίσας, ἔγραψε
πρὸς τοὺς Ἰουδαίους τὴν ὑπογεγραμμένην
ἐπιστολήν, ἱκετηρίας τάξιν ἔχουσαν,
περιέχουσαν δὲ οὕτως·
|
18
Καθὼς δὲ οἱ πόνοι του δὲν κατηυνάζοντο,
διότι εἶχεν ἐπέλθει πλέον ἐναντίον
του ἡ δικαία κρίσις καὶ ὀργὴ
τοῦ Θεοῦ, ἀπηλπίσθη πλέον διὰ
τὴν θεραπείαν του, καὶ ἔγραψε πρὸς
τοὺς Ἰουδαίους τὴν κατωτέρω
ἐπιστολήν, ἡ ὁποία ἔχει
θέσιν ἰκεσίας καὶ περιλαμβάνει
τὰ ἐξῆς·
|
18
Ἐπειδὴ ὅμως οἱ πόνοι τὸν Ἀντιόχου
δὲν ὀλιγόστευαν μὲ κανένα τρόπον,
διότι ἡ δικαία κρίσις τοῦ Θεοῦ εἶχε
πέσει ἐναντίον του, καὶ ἀφοῦ ἔχασε
πλέον κάθε ἐλπίδα βελτιώσεως τῆς ὑγείας
του, ἔγραψε πρὸς τοὺς Ἰουδαίους τὴν
κατωτέρω ἐπιστολήν, ἡ ὁποία ἐπέχει
θέσιν ἱκεσίας καὶ τῆς ὁποίας τὸ
περιεχόμενον εἶναι τὸ ἀκόλουθον:
|
19
<Τοῖς χρηστοῖς Ἰουδαίοις τοῖς
πολίταις πολλὰ χαίρειν καὶ ὑγιαίνειν
καὶ εὖ πράττειν βασιλεὺς καὶ
στρατηγὸς Ἀντίοχος. |
19
<Πρὸς τοὺς Ἰουδαίους, τοὺς
ἀγαθοὺς αὐτοὺς πολίτας, ὁ
βασιλεὺς καὶ στρατηγὸς Ἀντίοχος
εὔχεται πλήρη χαρὰν καὶ ὑγείαν
καὶ εὐημερίαν.
|
19
<Πρὸς τοὺς Ἰουδαίους, τοὺς ἐξόχους,
λαμπροὺς καὶ ἀγαθοὺς πολίτας, ὁ
βασιλιᾶς καὶ στρατηγὸς Ἀντίοχος
εὔχεται να χαίρουν πολύ, νὰ ὑγιαίνουν καὶ
νὰ εὐτυχοῦν. |
20
Εἰ ἔρρωσθε καὶ τὰ τέκνα καὶ
τὰ ἴδια κατὰ γνώμην ἐστὶν
ὑμῖν, εὔχομαι μὲν τῷ Θεῷ
τὴν μεγίστην χάριν, εἰς οὐρανὸν
τὴν ἐλπίδα ἔχων,
|
20
Ἐὰν σεῖς καὶ τὰ τέκνα
σας ὑγιαίνετε, ἐὰν αἱ ὑποθέσεις
σας προχωροῦν καὶ ἐξελίσσονται σύμφωνα
μὲ τὰς ἐπιθυμίας σας, εὐχαριστῶ
καὶ δοξάζω τὸν Θεὸν διὰ τὴν
μεγάλην αὐτὴν χάριν, διότι καὶ
ἐγὼ εἰς τὸν οὐράνιον Θεὸν
στηρίζω τὰς ἐλπίδας μου.
|
20
Ἐὰν ὑγιαίνετε σεῖς καὶ τὰ
τέκνα σας καὶ ἐὰν οἰ ὑποθέσεις
σας προχωροῦν καλά, ὅπως ἐπιθυμεῖτε,
εὐχαριστῶ τὸν Θεὸν διὰ τὴν
πολὺ μεγάλην αὐτὴν χάριν, ἐπειδὴ
καὶ ἐγὼ ἔχω τὴν ἐλπίδα
μου εἰς τὸν οὐρανόν. |
21
κἀγὼ δὲ ἀσθενῶς διεκείμην,
ὑμῶν τὴν τιμὴν καὶ τὴν
εὔνοιαν ἂν ἐμνημόνευον φιλοστόργως.
Ἐπανάγων ἐκ τῶν περὶ τὴν
Περσίδα τόπων καὶ περιπεσὼν ἀσθενείᾳ
δυσχέρειαν ἐχούσῃ, ἀναγκαῖον
ἡγησάμην φροντίσαι τῆς κοινῆς
πάντων ἀσφαλείας. |
21
Ὡς πρὸς ἐμέ, εἶμαι κατάκοιτος
χωρὶς δύναμιν ἐπάνω εἰς τὸ
κρεββάτι καὶ διατηρῶ μίαν στοργικὴν
ἀνάμνησιν τῆς τιμῆς καὶ τῆς
εὐμενείας, ποὺ μὲ ἠξιώσατε.
Ἐπιστρέφων ἀπὸ τὰς χώρας
τῆς Περσίας, καὶ περιπεσὼν εἰς
τρομερὰν ἀσθένειαν ἔκρινα ἀπαραίτητον
νὰ ἀσχοληθῶ διὰ τὴν ἀσφάλειαν
ὅλων σας.
|
21
Ὅσον δὲ ἀφορᾷ εἰς τὸν
ἑαυτόν μου, ἐγὼ εὑρίσκομαι ἄρρωστος
καὶ κατάκοιτος, διατηρῶ ὅμως φιλόστοργον
μνήμην τοῦ σεβασμοῦ, τῆς τιμῆς καὶ
τῆς φιλικῆς σας διαθέσεις. Καθὼς λοιπὸν
ἐπέστρεφα ἀπὸ τὶς χῶρες τῆς
Περσίας καὶ ἐπειδὴ ἔπεσα εἰς
ἀρρώστιαν σοβαράν, ἡ ὁποία μὲ ταλαιπωρεῖ,
ἐθεώρησα ἀπαραίτητον νὰ φροντίσω διὰ
τὴν γενικὴν ἀσφάλειαν ὅλων σας.
|
22
Οὐκ ἀπογινώσκων τὰ κατ' ἐμαυτόν,
ἀλλὰ ἔχων πολλὴν ἐλπίδα
ἐκφεύξεσθαι τὴν ἀσθένειαν,
|
22
Δὲν ἀπελπίζομαι διὰ τὰ κατ'
ἐμέ, ἀλλὰ ἔχω πολλὰς ἐλπίδας
ὅτι θὰ διαφύγω ἀπὸ τὴν
ἀσθένειαν αὐτήν.
|
22
Τὸ κάμνω, ὄχι διότι ἀπελπίζομαι ἀπὸ
τὴν κατάστασιν, εἰς τὴν ὁποίαν εὑρίσκομαι
- ἀπ' ἐναντίας ἔχω πολλὲς ἐλπίδες
ὅτι θὰ ἀναλάβω ἀπὸ τὴν
ἀσθένειάν μου - |
23
θεωρῶν δὲ ὅτι καὶ ὁ πατήρ,
καθ' οὓς καιροὺς εἰς τοὺς ἄνω
τόπους ἐστρατοπέδευσεν, ἀνέδειξε
τὸν διαδεξόμενον, |
23
Ἔχων ὅμως ὑπ' ὄψιν ὅτι ὁ
πατήρ μου, ὅταν ἀκόμη εὑρίσκετο
εἰς ἐκστρατείαν καὶ εἰς πολεμικὰς
ἐπιχειρήσεις εἰς τὰς ἄλλας χώρας,
ἀνέδειξε τὸν μέλλοντα διάδοχόν
του, |
23
ἀλλ’ ἐπειδὴ ἔχω ὑπ’ ὄψιν
μου ὅτι ὁ πατέρας μου (Ἀντιόχος ὁ
Γ ), κάθε φορὰν ποὺ ἐξεστράτευε καὶ
ἔστηνε τὸ στρατόπεδόν του εἰς τὶς
χῶρες ἀνατολικῶς τοῦ Εὐφράτη
ποταμοῦ, ὥριζε τὸν μέλλοντα διάδοχόν του,
|
24
ὅπως ἐάν τι παράδοξον ἀποβαίνῃ
καὶ προσαγγελθῇ τι δυσχερές, εἰδότες
οἱ κατὰ τὴν χώραν ᾧ καταλέλειπται
τὰ πράγματα, μὴ ἐπιταράσσωνται.
|
24
ὥστε, ἐὰν ἐπέλθῃ τὰ
ἀπροσδόκητον μοιραῖον ἢ κάποια
κακὴ φήμη κυκλοφορήσῃ, οἱ ἄνθρωποι
τῆς χώρας του νὰ γνωρίζουν, εἰς
ποῖον ἔχει ἐμπιστευθῆ τὴν διοίκησιν,
διὰ νὰ μὴ γίνωνται ταραχαί·
|
24
οὕτως ὥστε, ἐὰν τυχὸν συνέβαινε
κάτι τὸ ἀναπάντεχον ἢ ἐὰν κάποια
εἴδησις ἀνησυχητικὴ καὶ ὀδυνηρὰ
διεδίδετο, οἱ ὑπήκοοί του νὰ γνωρίζουν εἰς
ποῖον εἶχαν ἀνατεθῇ οἱ ὑποθέσεις
τοῦ κράτους καὶ ἔτσι νὰ μὴ ταράσσωνται.
|
25
Πρὸς δὲ τούτοις κατανοῶν τοὺς
παρακειμένους δυνάστας καὶ γειτνιῶντας
τῇ βασιλείᾳ τοῖς καιροῖς ἐπέχοντας
καὶ προσδεχομένους τὸ ἀποβησόμενον,
ἀναδέδειχα τὸν υἱόν μου Ἀντίοχον
βασιλέα, ὃν πολλάκις ἀνατρέχων
εἰς τὰς ἐπάνω σατραπείας τοῖς
πλείστοις ὑμῶν παρακατετιθέμην καὶ
συνίστων· γέγραφα δὲ πρὸς αὐτὸν
τὰ ὑπογεγραμμένα. |
25
πρὸς τούτοις ἐπειδὴ γνωρίζω
καὶ ἐγὼ καλῶς, ὅτι οἱ
συνορεύοντες μὲ σᾶς βασιλεῖς, ὅπως
καὶ οἱ γειτονεύοντες εἰς τὸ
ἰδικόν μου βασίλειον, παραμονεύουν
τὰς περιστάσεις καὶ περιμένουν τὸ
μοιραῖον, διὰ νὰ τὸ ἐκμεταλλευθοῦν
πρὸς ὄφελός των, ὁρίζω καὶ
ἀναδεικνύω ὡς διάδοχόν μου τὸν
υἱόν μου Ἀντίοχον, τὸν ὁποῖον
πολλὲς φορές, ὅταν διέτρεχα τὰς
ἄνω σατραπείας, συνιστοῦσα καὶ ἐνεπιστευόμην
εἰς πλείστους ἀπὸ σᾶς. Ἔχω
δὲ γράψει καὶ εἰς αὐτὸν
σχετικὴν ἐπιστολήν. |
25
Ἐπὶ πλέον ἐπειδὴ γνωρίζω πολὺ
καλὰ ὅτι οἱ γειτονικοὶ μονάρχαι, ποὺ
εἶναι ὅμοροι μὲ τὸ βασίλειόν
μου, καραδοκοῦν καὶ περιμένουν τὴν
κατάλληλον εὐκαιρίαν (τὸν θάνατόν μου), διὰ
τοῦτο ἔχω ὁρίσει ὡς διάδοχόν μου εἰς
τὴν βασιλείαν τὸν υἱόν μου Ἀντίοχον,
τὸν ὁποῖον ἔχω πολλὲς φορὲς
ἐμπιστευθῆ καὶ συστήσει εἰς τοὺς
περισσοτέρους ἀπὸ σᾶς κατὰ τὴν
διαρκειαν τῶν συχνῶν ἐπισκέψεών μου εἰς
τὶς ἐπάνω περιοχὲς τοῦ κράτους,
τὶς πέραν τοῦ Εὐφράτη ποταμοῦ σατραπεῖες.
Ἔχω δὲ γράψει εἰς αὐτὸν ἐπιστολήν,
τὴν ὁποίαν καὶ ἐπισυνάπτω ἐδῶ.
|
26
Παρακαλῶ οὖν ὑμᾶς καὶ ἀξιῶ,
μεμνημένους τῶν εὐεργεσιῶν κοινῇ
καὶ κατ' ἰδίαν, ἕκαστον συντηρεῖν
τὴν οὖσαν εὔνοιαν εἰς ἐμὲ
καὶ τὸν υἱόν μου·
|
26
Σᾶς παρακαλῶ, λοιπόν, καὶ ἀξιώνω,
ὅπως ἐνθυμούμενοι τὰς εὐεργεσίας,
τὰς ὁποίας ἐγὼ ἔχω κάμει
εἰς ὅλους γενικῶς καὶ εἰς τὸν
καθένα ἰδιαιτέρως, νὰ κρατήσῃ
ὁ καθένας σας τὴν ἰδίαν εὔνοιαν
πρὸς τὸν υἱόν μου, τὴν ὁποίαν
εἴχατε καὶ πρὸς ἐμέ.
|
26
Διὰ τοῦτο σᾶς παρακαλῶ καὶ ἔχω
τὴν ἀξίωσιν, ὅπως, ἐνθυμούμενοι τὶς
εὐεργεσίες, ποὺ ἔκαμα εἰς σᾶς,
καὶ συνολικῶς ὡς κοινότητα, καὶ ὡς
ἄτομα, εἰς τὸν καθένα χωριστά, διατηρήσῃ
ὁ καθένας σας τὴν ὑπάρχουσαν εὔνοιαν
καὶ φιλικὴν διάθεσιν, ποὺ εἴχατε πρὸς
ἐμὲ καὶ πρὸς τὸν υἱόν
μου. |
27
πέπεισμαι γὰρ αὐτὸν ἐπιεικῶς
καὶ φιλανθρώπως παρακολουθοῦντα τῇ
ἐμῇ προαιρέσει συμπεριενεχθήσεσθαι
ὑμῖν>. |
27
Ἔχω δὲ τὴν πεποίθησιν, ὅτι καὶ
αὐτὸς θὰ φερθῇ πρὸς σᾶς
μὲ πλήρη ἐπιείκειαν καὶ φιλανθρωπίαν,
ἀκολουθῶν τὴν ἰδικήν μου καλὴν
πρὸς σᾶς διαγωγήν>.
|
27
Διότι εἶμαι πεπεισμένος ὅτι καὶ ὁ
υἱός μου θὰ ἀκολουθήσῃ τὴν ἰδικήν
μου φρόνιμον διαγωγὴν μετριοπαθείας καὶ φιλανθρωπίας
καὶ θὰ συμμορφωθῇ πρὸς τὶς ἀπαιτήσεις
σας, διευθετῶν τὰ συμφέροντά σας>.
|
28
Ὁ μὲν οὖν ἀνδροφόνος καὶ
βλάσφημος τὰ χείριστα παθών, ὡς
ἑτέρους διέθηκεν, ἐπὶ ξένης
ἐν τοῖς ὄρεσιν οἰκτίστῳ
μόρῳ κατέστρεψε τὸν βίον.
|
28
Ὁ ἀνδροφόνος καὶ βλάσφημος αὐτὸς
βασιλεὺς Ἀντίοχος, βασανιζόμενος μὲ
φοβερὰς βασάνους, ὅπως αὐτὸς
εἶχε βασανίσει ἄλλους, ἄπέθανεν
εἰς ξένην χώραν, εἰς τὰ ὄρη
μὲ ἕνα θάνατον ἐλεεινότατον.
|
28
Ἔτσι λοιπὸν αὐτὸς ὁ φονιᾶς
καὶ βλάσφημος (Ἀντίοχος Δ' ὁ Ἐπιφανής),
ἀφοῦ ὑπέφερε μέσα εἰς πολλὴν
ἀγωνίαν τὰ πλέον φοβερὰ βάσανα, ὅπως
ἐκεῖνα μὲ τὰ ὁποῖα ἐβασάνισεν
ἄλλους, ἀπέθανε μὲ ἄθλιον καὶ
οἰκτρὸν θάνατον εἰς τὰ ὅρη ξένης
χώρας, μακριὰ ἀπὸ τὴν πατρίδα του.
|
29
Παρεκομίζετο δὲ τὸ σῶμα Φίλιππος
ὁ σύντροφος αὐτοῦ, ὃς καὶ
διευλαβηθεὶς τὸν υἱὸν Ἀντιόχου,
πρὸς Πτολεμαῖον τὸν Φιλομήτορα εἰς
Αἴγυπτον διεκομίσθη. |
29
Ὁ Φίλιππος, ὁ παιδικός του σύντροφος,
διεκόμισε τὸ σῶμα τοῦ Ἀντιόχου.
Ἐφοβήθη ὅμως τὸν νέον βασιλέα
Ἀντίοχον καὶ ἀπεσύρθη εἰς
τὴν αἴγυπτον πρὸς τὸν Πτολεμαῖον
τὸν Φιλομήτορα. |
29
Ὁ δὲ Φίλιππος, μὲ τὸν ὁποῖον
ὁ Ἀντίοχος εἶχε συναναστραφῆ
καὶ συνεκπαιδευθῆ, μετέφερε τὴν σορόν
του εἰς τὴν Ἀντιόχειαν φοβούμενος
ὅμως ὁ Φίλιππος τὸν υἱὸν τοῦ
Ἀντιόχου Δ', τὸν Ἀντίοχον Ε', κατέφυγεν
εἰς τὴν Αἴγυπτον, εἰς τὴν αὐλὴν
τοῦ βασιλιᾶ Πτολεμαίου ΣΤ' τοῦ Φιλομήτορος.
|