Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ότε
προσκαλεσάμενος Ἕρμωνα τὸν πρὸς
τῇ τῶν ἐλεφάντων ἐπιμέλεια,
βαρείᾳ μεμεστωμένος ὀργῇ καὶ
χόλῳ κατὰ πᾶν ἀμετάθετος
|
ότε
ὁ βασιλεὺς γεμᾶτος ὀργὴν καὶ
πικρίαν ἐναντίον τῶν Ἰουδαίων,
ἔχων ὀπωσδήποτε ἀμετάθετον τὴν
ἀπόφασιν νὰ τοὺς τιμωρήσῃ,
ἐκάλεσε τὸν Ἕρμωνα, ὁ ὁποῖος
εἶχεν ἀναλάβει τὴν φροντίδα
διὰ τοὺς ἐλέφαντας.
|
ατόπιν
ὁ βασιλιᾶς Πτολεμαῖος προσεκάλεσε τὸν
Ἕρμωνα, ὁ ὁποῖος ἦταν ὑπεύθυνος
διὰ τὴν φροντίδα καὶ τὴν ἐπιμέλειαν
τῶν ἐλεφάντων ὁ Φιλοπάτωρ πλημμυρισμένος
ἀπὸ ἐμπαθῆ μανίαν καὶ ὁρμὴν
καὶ ἀπὸ πικρίαν καὶ λύσσαν κατὰ
τῶν Ἰουδαίων, ὁλωσδιόλου δὲ ἀμετάπειστος
εἰς τὴν ἀπόφασίν του,
|
2
ἐκέλευσεν ὑπὸ τὴν ἐπερχομένην
ἡμέραν δαψιλέσι δράκεσι λιβανωτοῦ
καὶ οἴνῳ πλείονι ἀκράτῳ
ἅπαντας τοὺς ἐλέφαντας ποτίσαι,
ὄντας τὸν ἀριθμὸν πεντακοσίους,
καὶ ἀγριωθέντας τῇ τοῦ πόματος
ἀφθόνῳ χορηγίᾳ εἰσαγαγεῖν
πρὸς συνάντησιν τοῦ μόρου τῶν
Ἰουδαίων. |
2
Διέταξε, λοιπόν, αὐτὸν νὰ χρησιμοποίησῃ
κατὰ τὴν ἑπομένην ἡμέραν
ἄφθονες χουφτιὲς λιβανωτοῦ διὰ τοὺς
ἐλέφαντας καὶ νὰ ποτίσῃ
αὐτοὺς μὲ ἀνόθευτον οἶνον
- ἦσαν δὲ πεντακόσιοι κατὰ τὸν
ἀριθμόν - ὥστε αὐτοὶ ὑπὸ
τὴν ἐπήρειαν τοῦ ἀφθόνου
θυμιάματος καὶ τῆς πλουσίας χορηγήσεως
τοῦ ἀκράτου οἴνου, ἐξηγριωμένοι
νὰ ὁδηγηθοῦν ἐναντίον τῶν
Ἰουδαίων, διὰ νὰ τοὺς καταπατήσουν
καὶ τοὺς ἐξοντώσουν.
|
2
διέταξε τὸν Ἕρμωνα νὰ δώσῃ τὴν
ἑπομένην ἡμέραν εἰς ὅλους τοὺς
ἐλέφαντες, οἱ ὁποῖοι ἦσαν συνολικῶς
πεντακόσιοι (500), ἄφθονες καὶ μεγάλες <χουψτιὲς>
(χειρόβολα) λιβανωτοῦ καὶ νὰ τοὺς
ποτίσῃ μὲ ἄφθονον καθαρό, ἀνόθευτο
κρασί. Κατόπιν, καὶ ἀφοῦ οἱ ἐλέφαντες
θὰ εἶχαν μεθύσει καὶ ἐξαγριωθῆ
ἀπὸ τὴν πλουσιοπάροχον χορήγησιν τοῦ
οἰνοπνευματώδους ποτοῦ, νὰ τοὺς ὁδηγήσῃ
εἰς τὸν ἱππόδρομον, ὥστε νὰ
καταπατήσουν καὶ νὰ θανατώσουν τοὺς Ἰουδαίους.
|
3
Ὁ μὲν τάδε προστάσσων ἐτρέπετο
πρὸς τὴν εὐωχίαν, συναγαγὼν
τοὺς μάλιστα τῶν φίλων καὶ τῆς
στρατιᾶς ἀπεχθῶς ἔχοντας πρὸς
τοὺς Ἰουδαίους·
|
3
Καὶ ὁ μὲν βασιλεύς, ἀφοῦ
διέταξεν αὐτά, ἐνδιεφέρθη πάλιν
διὰ τὸ συμπόσιον καὶ προσεκάλεσε
καὶ συνεκέντρωσεν εἰς αὐτὸ τοὺς
φίλους καὶ τοὺς ἐκ τοῦ στρατοῦ
τοῦ ἀξιωματούχους, οἱ ὁποῖοι
περισσότερον ἀπὸ κάθε ἄλλον
διέκειντο ἐχθρικῶς ἐναντίον
τῶν Ἰουδαίων.
|
3
Καὶ ὁ μὲν βασιλιᾶς, ἀφοῦ
ἔδωκε τὶς διαταγὲς αὐτές, ἐπέστρεψεν
εἰς τὸ ξεφάντωμα τοῦ συμποσίου του, ἀφοῦ
ἐπροσκάλεσε τὰ πρόσωπα ἐκεῖνα ἀπὸ
τοὺς φίλους του καὶ ἀπὸ τοὺς
ἀξιωματούχους τοῦ στρατοῦ του, τὰ
ὁποῖα ἦσαν τὰ πλέον ἐχθρικὰ
πρὸς τοὺς Ἰουδαίους· |
4
Ὁ δὲ ἐλεφαντάρχης τὸ προσταγὲν
ἀραρότως Ἕρμων συνετέλει.
|
4
Ὁ δὲ ἐπιμελητὴς τῶν ἐλεφάντων,
ὁ Ἕρμων, ἐξετέλει, ὅπως ἔπρεπε,
τὴν διαταγὴν τοῦ βασιλέως.
|
4
ὁ δὲ Ἕρμων, ὁ ὑπεύθυνος διὰ
τὴν φροντίδα καὶ τὴν ἐπιμέλειαν τῶν
ἐλεφάντων, ἐπροχωροῦσε εἰς τὴν
ἐφαρμογὴν καὶ ὁλοκλήρωσιν τῆς
διαταγῆς τοῦ βασιλιᾶ μὲ πολλὴν
προσοχὴν καὶ μὲ τὴν πρέπουσαν ἐπιμέλειαν.
|
5
Οἳ τε πρὸς τούτοις λειτουργοὶ κατὰ
τὴν ἑσπέραν ἐξιόντες τὰς
τῶν ταλαιπώρων ἐδέσμευον χεῖρας
τήν τε λοιπὴν ἐμηχανῶντο περὶ
αὐτοὺς ἀσφάλειαν, ἔννυχον δόξαντες
ὁμοῦ λήψεσθαι τὸ φῦλον πέρας
τῆς ὀλεθρίας. |
5
Οἱ διὰ τὰς ὑποθέσεις αὐτὰς
ὑπηρέται ἐξῆλθον κατὰ τὴν
ἑσπέραν, ἔδεναν τὰ χέρια τῶν
ταλαιπώρων Ἰουδαίων, ποὺ εὑρίσκοντο
εἰς τὸ στάδιον, ἐπινοοῦσαν δὲ
καὶ ἐχρησιμοποιοῦσαν κάθε ἄλλον
τρόπον, διὰ νὰ τοὺς κρατήσουν
ἐκεῖ ἀσφαλεῖς. Ἐπίστευον
δέ, ὅτι κατὰ τὴν ἑπομένην
νύκτα θὰ λάβῃ πέρας ἡ
ἐξολόθρευσις ὁλοκλήρου τοῦ γένους
τῶν Ἑβραίων.
|
5
Καὶ οἱ ὑπάλληλοι, ποὺ ἦσαν ὑπεύθυνοι
διὰ τοὺς Ἰουδαίους, ἀφοῦ ἐξῆλθαν
κατὰ τὴν ἑσπέραν, ἔδεναν τὰ
χέρια τῶν δυστυχισμένων Ἰουδαίων, ποὺ ἦσαν
φυλακισμένοι εἰς τὸν ἱππόδρομον, ἐπινοοῦσαν
δὲ καὶ ἐλάμβαναν ὅλες τὶς
ὑπόλοιπες προφυλάξεις διὰ νὰ τοὺς
κρατοῦν ἀσφαλισμένους. Εἶχαν δὲ
τὴν βεβαιότητα ὅτι τὸ γένος τῶν Ἰουδαίων
θὰ ἐδέχετο τὴν τελικὴν καταστροφήν
του διὰ μιᾶς κατὰ τὴν διαρκειαν τῆς
νυκτός, πρὶν ξημερώσῃ. (Κατ' ἄλλην ἑρμηνείαν:
...διὰ νὰ τοὺς κρατοῦν ἀσφαλισμένους
κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς νυκτός, πρὶν
ξημερώσῃ. Εἶχαν δέ... θὰ ἐδέχετο τὴν
τελικὴν καταστροφήν του διὰ μιᾶς).
|
6
Οἱ δὲ πάσης σκέπης ἔρημοι δοκοῦντες
εἶναι τοῖς ἔθνεσιν Ἰουδαῖοι
διὰ τὴν πάντοθεν περιέχουσαν αὐτοὺς
δεσμῶν ἀνάγκην, |
6
Οἱ Ἰουδαῖοι, ἐπιστεύετο ἀπὸ
τοὺς ἐθνικούς, ὅτι ἦσαν ἔρημοι
ἀπὸ κάθε σκέπην καὶ προστασίαν,
διότι τοὺς ἔβλεπαν δεμένους καὶ
ἀπὸ ὅλα τὰ σημεῖα φρουρουμένους
διὰ τὴν προσεχῆ των ἐκτέλεσιν.
|
6
Οἱ δὲ Ἰουδαῖοι, οἱ ὁποῖοι
ἐθεωροῦντο ἀπὸ τοὺς ἐθνικοὺς
ὅτι ἦσαν στερημένοι καὶ ἔρημοι ἀπὸ
κάθε προστασίαν, διότι τοὺς ἔβλεπαν νὰ εἶναι
περιωρισμένοι ἀπὸ τὰ δεσμά, τὰ ὁποῖα
τοὺς περιέβαλλαν ἀπὸ ὅλες τὶς
πλευρές, |
7
τὸν παντοκράτορα Κύριον καὶ πάσης
δυνάμεως δυναστεύοντα, ἐλεήμονα Θεὸν
αὐτῶν καὶ πατέρα, δυσκαταπαύστῳ
βοῇ πάντες μετὰ δακρύων ἐπεκαλέσαντο,
δεόμενοι |
7
Οἱ Ιουδαῖοι ὅμως προσηύχοντο καὶ
ἐδέοντο, μὲ ἀκατάπαυστον βοὴν
καὶ μὲ δάκρυα, πρὸς τὸν Παντοκράτορα
Κύριον, τὸν κυρίαρχον πάσης δυνάμεως,
τὸν ἐλεήμονα Θεόν των καὶ πατέρα
των, παρακαλοῦσαν δὲ αὐτόν,
|
7
παρακαλοῦσαν τὸν παντοκράτορα Κύριον, τὸν
Ἐξουσιαστὴν καὶ Κυβερνήτην πάσης δυνάμεως,
τὸν ἐλεήμονα Θεόν των καὶ πατέρα,
μὲ φωνήν, ποὺ ἦταν δύσκολον νὰ
τὴν καταπαύσῃ κανείς, καὶ μὲ δάκρυα·
|
8
τὴν κατ' αὐτῶν μεταστρέψαι βουλὴν
ἁνοσίαν καὶ ρύσασθαι αὐτοὺς
μετὰ μεγαλομεροῦς ἐπιφανείας ἐκ
τοῦ παρὰ πόδας ἐν ἑτοίμῳ
μόρου. |
8
νὰ μεταστρέψῃ τὴν ἐναντίον
των ἁνοσίαν ἀπόφασιν τοῦ βασιλέως
καὶ νὰ γλυτώσῃ αὐτοὺς
ἀπὸ τὸν ἐπικείμενον σκληρὸν
θάνατον μὲ μίαν ἔκτακτον καὶ
μεγαλοπρεπῆ ἐμφάνισίν του.
|
8
τὸν παρακαλοῦσαν νὰ μεταστρέψῃ τὴν
ἐναντίον των ἀσεβῆ καὶ πονηρὰν
ἀπόφασιν καὶ νὰ τοὺς γλυτώσῃ
μὲ ἔκτακτον καὶ μεγαλοπρεπῆ ἐμφάνισιν
ἀπὸ τὸν ἐπικείμενον πραγματικὸν
καὶ βέβαιον θάνατόν των. |
9
Τούτων μὲν οὖν ἐκτενῶς ἡ
λιτανεία ἀνέβαινεν εἰς οὐρανόν.-
|
9
Ἡ ἐκτενὴς αὐτὴ λιτανεία
τούτων ἀνέβαινε πρὸς τὸν οὐρανόν,
πρὸς τὸν Θεόν. |
9
Ἔτσι λοιπὸν ἡ δέησις καὶ ἡ ἱκεσία
των ἀνέβαινεν εἰς τὸν οὐρανὸν
μὲ δύναμιν, θέρμην καὶ ἐπιμονήν.
|
10
Ὁ δὲ Ἕρμων τοὺς ἀνηλεεῖς
ἐλέφαντας ποτίσας πεπληρωμένους τῆς
τοῦ οἴνου πολλῆς χορηγίας καὶ
τοῦ λιβάνου μεμεστωμένους, ὄρθριος
ἐπὶ τὴν αὐλὴν παρῆν περὶ
τούτων προσαγγεῖλαι τῷ βασιλεῖ.
|
10
Ὁ Ἕρμων, ἀφοῦ ἐπότισε
τοὺς ἀγρίους ἄλλως τε ἐλέφαντάς
του μὲ πολὺν καὶ ἄκρατον οἶνον,
καὶ ἀφοῦ τοὺς ἐγέμισε
ἀπὸ τὸ θυμίαμα τοῦ λιβανωτοῦ,
ἦλθε λίαν πρωῒ εἰς τὴν βασιλικὴν
αὐλήν, διὰ νὰ ἀναγγείλῃ
εἰς τὸν βασιλέα ὅτι ὅλα ἦσαν
ἕτοιμα. |
10
Ὁ δὲ Ἕρμων, ἀφοῦ ἐπότισε
τοὺς σκληροὺς ἐλέφαντες, μέχρις ὅτου
ἐξεχείλισαν κυριολεκτικὰ ἀπὸ
τὴν πολλὴν χορήγησιν τοῦ κρασιοῦ καὶ
ἐγέμισαν ἀπὸ τὸ θυμίαμα τοῦ
λιβανωτοῦ, παρουσιάσθη εἰς τὴν ἀνακτορικὴν
αὐλὴν πολὺ πρωῒ διὰ νὰ
ἀναγγείλῃ τὶς προετοιμασίες αὐτὲς
εἰς τὸν βασιλιᾶ. |
11
Τὸ δὲ ἀπ' αἰῶνος χρόνου
κτίσμα καλὸν ἐν νυκτὶ καὶ ἡμέρᾳ
ἐπιβαλλόμενον ὑπὸ τοῦ χαριζομένου
πᾶσιν, οἷς ἂν αὐτὸς θελήσῃ,
ὕπνου μέρος ἀπέστειλε πρὸς τὸν
βασιλέα, |
11
Ὁ Θεὸς ὅμως, ὁ ὁποῖος
ἀπὸ αἰῶνας αἰώνων χαρίζει
νύκτα καὶ ἡμέραν τὸ καλὸν
εἰς ἐκείνους, ποὺ αὐτὸς
θέλει, ἔστειλεν εἰς τὸν βασιλέα
ἕνα βαθὺν ὕπνον.
|
11
Ἀλλ’ ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος χαρίζει
τὸν ὕπνον, αὐτὴν τὴν ἀπὸ
ἀρχαιοτάτων χρόνων χρήσιμον καὶ ὠφέλιμον
ἀγαθοεργίαν του, νύκτα καὶ ἡμέραν εἰς
ὅλους ἐκείνους, εἰς τοὺς ὁποίους
ὁ ἴδιος θέλει, ἔστειλε καὶ εἰς
τὸν βασιλιᾶ μέρος ἐλαφροῦ καὶ
ἠρέμου ὕπνου. |
12
καὶ ἡδίστῳ καὶ βαθεῖ κατεσχέθη
τῇ ἐνεργείᾳ τοῦ Δεσπότου,
τῆς ἀθέσμου μὲν προθέσεως πολὺ
διεσφαλμένος, τοῦ δὲ ἀμεταθέτου
λογισμοῦ μεγάλως διεψευσμένος.
|
12
Ἔτσι δὲ ὁ βασιλεύς, διὰ τῆς
ἐνεργείας τοῦ Δεσπότου Θεοῦ,
ἐβυθίσθη εἰς ἕνα βαθὺν καὶ
κατ' ἐξοχὴν εὐχάριστον ὕπνον,
ὥστε ἐματαίωσε τὴν πραγμάτωσιν
τῆς ἀδίκου ἐπιθέσεώς του
καὶ διεψεύσθη μεγάλως εἰς τὴν
ἀμετάθετον αὐτὴν ἀπόφασίν
του. |
12
Ἔτσι ὁ βασιλιᾶς μὲ τὴν ἐπέμβασιν
καὶ τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ ἐκυριεύθη
ἀπὸ πολὺ γλυκύν, εὐχάριστον καὶ
βαθὺν ὕπνον, καὶ μὲ τὸν τρόπον
αὐτὸν ἠμποδίσθη πάρα πολὺ καὶ
δὲν ἐπέτυχε τὸν ἄνομον σκοπόν
του. Διεψεύσθη πλήρως εἰς τὴν ἐκτέλεσιν
τῆς ἐπιμόνου προθέσεως καὶ τοῦ ἀμετακλήτου
σχεδίου του. |
13
Οἱ δὲ Ἰουδαῖοι τὴν προσημανθεῖσαν
ὥραν διαφυγόντες, τὸν ἅγιον ᾔνουν
Θεὸν αὐτῶν καὶ πάλιν ἠξίουν
τὸν εὐκατάλλακτον δεῖξαι τῆς
μεγαλοσθενοῦς αὐτοῦ χειρὸς κράτος
ἔθνεσιν ὑπερηφάνοις.
|
13
Οἱ ᾿Ιουδαῖοι ἰδόντες ὅτι
κατὰ τὴν προμνημονευθεῖσαν ὥραν διέφυγαν
τὸν ὄλεθρον, ὑμνολογοῦσαν τὸν
ἅγιον Θεὸν καὶ παρακαλοῦσαν τὸν
εὐδιάλλακτον καὶ ἐλεήμονα Κύριον,
νὰ δείξῃ τὸ σθένος τῆς
παντοδυνάμου αὐτοῦ ἰσχύος εἰς
ὅλα τὰ ἀλαζονικὰ ἔθνη.
|
13
Οἱ δὲ Ἰουδαῖοι, ὅταν διέφυγαν
τὸν θάνατον κατὰ τὴν προσδιορισθεῖσαν
ὥραν, ὑμνοῦσαν καὶ ἐδοξολογοῦσαν
τὸν ἅγιον Θεόν των καὶ παρακαλοῦσαν
πάλιν τὸν εὐδιάλλακτον Κύριον νὰ δείξῃ
καὶ να φανερώσῃ εἰς τὰ ὑπερήφανα
ἔθνη τὴν δύναμιν τῆς παντοδυνάμου χειρός
του. |
14
Μεσούσης δὲ ἤδη τῆς δεκάτης
ὥρας σχεδόν, ὁ πρὸς ταῖς κλήσεσι
τεταγμένος, ἀθρόους τοὺς κλητοὺς
ἰδών, ἔνυξε προσελθὼν τὸν βασιλέα.
|
14
Ὅταν πλέον ἡ ὥρα ἦτο δέκα
καὶ μισή, τέσσαρες δηλαδὴ καὶ
μισὴ τὸ ἀπόγευμα, ὁ βασιλεὺς
ἐκοιμᾶτο ἀκόμη. Ὁ αὐλικός,
ὁ ἐπιφορτισμένος μὲ τὰς προσκλήσεις
τῶν συνδαιτυμόνων, ὅταν εἶδεν ὅτι
οἱ προσκεκλημένοι διὰ τὸ συμπόσιον
εἶχον ὅλοι συγκεντρωθῆ, ἐπλησίασε
καὶ ἐκέντησεν ὀλίγον τὸν
βασιλέα.
|
14
Ἀλλ’ ὅταν ἔφθασε σχεδὸν τὸ μέσον
τῆς δεκάτης ὥρας (3.30' μ.μ. Αἰγυπτιακὴ
ὥρα· 4.30' μ.μ. Ρωμαϊκὴ ὥρα), ὁ ἀξιωματοῦχος,
ὁ ὑπεύθυνος διὰ τὶς προσκλήσεις, ἀφοῦ
εἶδεν ὅτι ὅλοι ἐκεῖνοι, ποὺ
προσεκλήθησαν εἰς τὸ συμπόσιον, εἶχαν συγκεντρωθῆ,
ἐπλησίασε τὸν βασιλιᾶ, ποὺ ἐκοιμᾶτο
ἀκόμη, καὶ τὸν ἔσπρωξε ἐλαφρὰ
διὰ νὰ ξυπνήσῃ. |
15
Καὶ μόλις διεγείρας ὑπέδειξε
τὸν τῆς συμποσίας καιρὸν ἤδη
παρατρέχοντο, τὸν περὶ τούτων λόγον
ποιούμενος. |
15
Μὲ κάποιαν δὲ δυσκολίαν ἀφοῦ
τὸν ἐξύπνησε, τοῦ ἀνήγγειλεν,
ὅτι ὁ ὁρισθεὶς διὰ τὸ
συμπόσιον χρόνος εἶχε σχεδὸν παρέλθει
καὶ τοῦ ἔδιδε τὰς ἀπαραιτήτους
δι' αὐτὸ πληροφορίας.
|
15
Καὶ ἀφοῦ ἐξύπνησε μὲ δυσκολίαν
τὸν βασιλιᾶ, τοῦ ὑπέδειξεν ὅτι
ἡ ὥρα τοῦ συμποσίου ἤδη ἐπερνοῦσε.
Ἔδωκε δὲ εἰς τὸν βασιλιᾶ τὶς
ἀπαραίτητες πληροφορίες διὰ τὴν κατάστασιν
καὶ τοῦ ὑπέμνησε τὶς περιστάσεις.
|
16
Ὃν ὁ βασιλεὺς λογισάμενος καὶ
τραπεὶς εἰς τὸν πότον, ἐκέλευσε
τοὺς παραγεγονότας εἰς τὴν συμποσίαν
ἄντικρυς ἀνακλιθῆναι αὐτοῦ.
|
16
Ὁ βασιλεὺς ὅταν ἤκουσε καὶ κατενόησε
τὴν ἀναγγελίαν αὐτὴν τοῦ
αὐλικοῦ του, ἐστράφη πρὸς τὸ
συμπόσιον καὶ διέταξε τοὺς προσελθόντας
νὰ ἀνακλιθοῦν ἀπέναντί
του. |
16
Ὁ δὲ βασιλιᾶς, ἀφοῦ ἐσυλλογίσθη
καὶ ἐσκέφθη, ὅσα τοῦ εἶπεν ὁ
ἀξιωματοῦχος, καὶ ἀφοῦ ἐπέστρεψεν
εἰς τὸ συμπόσιον, διέταξε αὐτούς, ποὺ
ἦσαν παρόντες, νὰ λάβουν τὶς θέσεις των
καὶ νὰ καθίσουν (ἀνακλιθοῦν) ἀπέναντί
του. |
17
Οὗ καὶ γενομένου, παρῄνει εἰς
εὐωχίαν δόντας ἑαυτούς, τὸ
παρὸν τῆς συμποσίας ἐπιπολὺ
γεραιρομένους εἰς εὐφροσύνην καταθέσθαι
μέρος. |
17
Ἀφοῦ δὲ ὅλοι κατέλαβαν τὰς
θέσεις των, ὁ βασιλεὺς τοὺς προέτρεπε
νὰ δοθοῦν ὁλόκληροι εἰς τὴν
εὐωχίαν, εἰς τὴν παροῦσαν συμμετοχὴν
τοῦ συμποσίου, νὰ εὐφραίνωνται
καὶ ἐπὶ πολὺ νὰ ἀπολαμβάνουν
αὐτό. |
17
Ὅταν ἔγινε αὐτό, προέτρεπεν ὅσους
παρευρίσκοντο ἐκεῖ, νὰ ἐπιδοθοῦν
εἰς τὸ ξεφάντωμα, καὶ τὴν παροῦσαν
εὐκαιρίαν συμμετοχῆς των εἰς τὸ συμπόσιον,
διὰ τῆς ὁποίας ἐτιμήθησαν πάρα πολύ,
νὰ τὴν ἐορτάσουν μὲ εὐφροσύνην
καὶ νὰ τὴν ἀπολαύσουν ὅσον τὸ
δυνατὸν περισσότερον. |
18
Ἐπὶ πλεῖον δὲ προβαινούσης τῆς
ὁμιλίας, τὸν Ἕρμωνα μεταπεμψάμενος
ὁ βασιλεύς, μετὰ πικρᾶς ἀπειλῆς
ἐπυνθάνετο, τίνος ἕνεκεν αἰτίας
εἰάθησαν οἱ Ἰουδαῖοι τὴν
παροῦσαν ἡμέραν περιβεβιωκότες;
|
18
Ἐνῷ ὅμως ἡ συνομιλία κατὰ
τὸ συμπόσιον ἐπροχωροῦσε ὁ βασιλεὺς
ἔστειλε καὶ ἐκάλεσε τὸν Ἕρμωνα
καὶ ἀπειλῶν αὐτὸν αὐστηρῶς
ἐζητοῦσε νὰ μάθῃ τὴν αἰτίον,
διὰ τὴν ὁποίαν εἶχαν ἀφεθῇ
ἐν τῇ ζωῇ οἱ Ἑβραῖοι κατὰ
τὴν παροῦσαν ἡμέραν.
|
18
Ὅταν δὲ ἡ διασκέδασις καὶ οἱ
συζητήσεις εἰς τὸ συμπόσιον εἶχαν προχωρήσει
ἐπὶ ἀρκετὴν ὥραν, ὁ βασιλιᾶς
ἔστειλε καὶ ἐκάλεσε τὸν Ἕρμωνα
καὶ μὲ σκληρὲς καὶ αὐστηρὲς
ἀπειλὲς ἐζητοῦσε νὰ πληροψορηθῇ
διὰ ποῖον λόγον οἱ Ἰουδαῖοι
ἀφέθησαν νὰ παραμείνουν εἰς τὴν
ζωὴν κατὰ τὴν παροῦσαν ἡμέραν.
|
19
Τοῦ δὲ ὑποδείξαντος ἐκ νυκτὸς
τὸ προσταγὲν ἐπὶ τέλος ἀγηοχέναι
καὶ τῶν φίλων αὐτῷ προσμαρτυρησάντων,
|
19
Ὅταν δὲ ὁ Ἕρμων τοῦ ἀνήγγειλεν,
ὅτι ἡ διαταγή του εἶχεν ἐξ ὁλοκλήρου
ἐκτελεσθῆ ἀπὸ τῆς νυκτὸς
ἀκόμη, οἱ δὲ φίλοι τοῦ
βασιλέως ἐπεβεβαίωναν τὸ γεγονός,
|
19
Ἀλλ’ ὅταν ὁ Ἕρμων τοῦ ἔδωκε
νὰ ἐννοήσῃ ὅτι ἐπραγματοποίησε
πλήρως τὶς βασιλικὲς διαταγὲς ἤδη
ἀπὸ τὴν νύκτα, οἱ δὲ φίλοι τοῦ
βασιλιᾶ ἐπεβεβαίωσαν τοῦτο μὲ τὴν
μαρτυρίαν των, |
20
τὴν ὠμότητα χείρονα Φαλάριδος
ἐσχηκὼς ἔφη τῷ τῆς σήμερον
ὕπνῳ χάριν ἔχειν αὐτούς·
ἀνυπερθέτως δὲ εἰς τὴν ἐπιτέλλουσαν
ἡμέραν κατὰ τὸ ὅμοιον ἐτοίμασαν
τοὺς ἐλέφαντας ἐπὶ τὸν
τῶν ἀθεμίτων Ἰουδαίων ὀφανισμόν.
|
20
αὐτὸς ἔχων σκληρότητα χειροτέραν
ἀπὸ τὴν σκληρότητα τοῦ τυράννου
Φαλάριδος, εἶπεν· <ἂς ἔχουν
χάριν οἱ ᾿Ιουδαῖοι εἰς τὸν
σημερινόν μου ὕπνον. Ἀνυπερθέτως ὅμως
ἐτοίμασε καὶ πάλιν κατὰ τὸν
ἴδιον τρόπον τοὺς ἐλέφαντας
διὰ τὴν αὐριανὴν ἡμέραν
εἰς ἐξολόθρευσιν τῶν παρανόμων
αὐτῶν Ἰουδαίων>.
|
20
ὁ βασιλιᾶς, κυριευμένος ἀπὸ σκληρότητα
καὶ θηριωδίαν χειροτέραν ἀπὸ ἐκείνην
τοῦ Φαλάριδος, τυράννου τοῦ Ἀκράγαντος,
εἶπεν: <Ἂς ἔχουν χάριν οἱ Ἰουδαῖοι
διὰ τὴν σωτηρίαν των εἰς τὸν σημερινὸν
ὕπνον μου. Ἀλλά>, ἐπρόσθεσε ὁ βασιλιᾶς,
<χωρὶς καμμίαν ἀναβολὴν ἐτοίμασε
καὶ πάλιν διὰ τὴν αὐριανὴν ἡμέραν
κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον τοὺς ἐλέφαντες
διὰ τὴν ἐξολόθρευσιν τῶν παρανόμων
καὶ καταραμένων Ἰουδαίων>.
|
21
Εἰπόντος δὲ τοῦ βασιλέως, ἀσμένως
πάντες μετὰ χαρᾶς οἱ παρόντες
ὁμοῦ συναινέσαντες, εἰς τὸν
ἴδιον οἶκον ἕκαστος ἀνέλυσε.
|
21
Ὅταν εἶπεν αὐτὰ ὁ βασιλεύς,
ὅλοι οἱ παρευρισκόμενοι συγκατετέθησαν
εἰς αὐτὰ μὲ ἐνθουσιασμὸν
καὶ χαράν. Μετὰ δὲ τὸ πέρας
τοῦ συμποσίου ὁ καθένας ἐπανῆλθεν
εἰς τὸν οἶκον του.
|
21
Ὅταν δὲ ὁ βασιλιᾶς εἶπε τὰ
λόγια αὐτά, ὅλοι, ὅσοι ἦσαν παρόντες,
ἀφοῦ συνεφώνησαν καὶ συγκατετέθησαν μὲ
χαρὰν καὶ εὐχαρίστησιν, ἀνεχώρησαν
ὁ καθένας εἰς τὸ σπίτι του.
|
22
Καὶ οὐχ οὕτως εἰς ὕπνον κατεχρήσαντο
τὸν χρόνον τῆς νυκτός, ὡς εἰς
τὸ παντοίους μηχανᾶσθαι τοῖς ταλαιπώροις
δοκοῦσιν ἐμπαιγμούς.- |
22
Ἀλλὰ δὲν ἐχρησιμοποίησαν τόσον
τὸν χρόνον τῆς νυκτὸς πρὸς ὕπνον,
ὅσον διὰ νὰ ἐφευρίσκουν πολλοὺς
καὶ διαφόρους τρόπους ἐμπαιγμῶν
καὶ βασανισμῶν διὰ τοὺς Ἑβραίους,
τοὺς ὁποίους ἐθεωροῦσαν ἐλεεινούς.
|
22
Ἀλλ’ αὐτοὶ κατεξώδευσαν τὸν χρόνον
τῆς νύκτας ὄχι τόσον διὰ τὸν ὕπνον,
ὅσον διὰ νὰ σχεδιάζουν καὶ νὰ
ἐφευρίσκουν διαφόρους τρόπους ὕβρεων καὶ
προσβολῶν διὰ τοὺς Ἰουδαίους, τοὺς
ὁποίους ἐθεωροῦσαν ταλαιπώρους, ἀθλίους
καὶ ἐλεεινούς. |
23
Ἄρτι δὲ ἀλεκτρυὼν ἐκεκράγει
ὄρθριος, καὶ τὰ θηρία καθωπλικὼς
ὁ Ἕρμων ἐν τῷ μεγάλῳ περιστύλῳ
διεκίνει. |
23
Ὅταν λίαν πρωῒ οἱ ἀλέκτορες
ἔκραζαν, ὁ δὲ Ἕρμων ἀξαγριώσας
τοὺς ἐλέφαντας τοὺς ὠδηγοῦσε
πρὸς τὸ περιστύλιον,
|
23
Εὐθὺς δὲ μόλις ὁ πετεινὸς ἐλάλησε
πολὺ πρωΐ, ὁ Ἕρμων, ἀφοῦ ἐξώπλισε
(ἐτοίμασε καταλλήλως) τοὺς ἐλέφαντες,
ἄρχισε νὰ τοὺς ὁδηγῇ εἰς
τὸ μεγάλο περιστύλιον (τὸν χῶρον τὸν
τριγυρισμένον ἀπὸ στύλους, κολῶνες).
|
24
Τὰ δὲ κατὰ τὴν πόλιν πλήθη
σηνήθροιστο πρὸς τὴν οἰκτροτάτην
θεωρίαν, προσδοκῶντα τὴν πρωΐαν μετὰ
σπουδῆς. |
24
τὰ πλήθη τῶν ἀνθρώπων, ποὺ
εὑρίσκοντο εἰς τὴν πόλιν ἀνέμενον
μὲ ἀνυπομονησίαν ἀπὸ τὴν
πρωΐαν καὶ εἶχαν συγκεντρωθῆ, διὰ
νὰ ἀπολαύσουν τὸ ἐλεεινότατον
ἐκεῖνο θέαμα.
|
24
Τὰ δὲ πλήθη τῶν ἀνθρώπων, ποὺ
εὑρίσκοντο μέσα εἰς τὴν πόλιν, εἶχαν
συγκεντρωθῆ διὰ νὰ παρακολουθήσουν τὸ
κατ’ ἐξοχὴν ἐλεεινὸν καὶ ἀξιοθρήνητον
τοῦτο θέαμα τῆς ἐξοντώσεως τῶν
Ἰουδαίων διὰ τῶν ἐλεφάντων καὶ
ἐπερίμεναν μὲ ἀνυπομονησίαν τὴν χαραυγήν.
|
25
Οἱ δὲ Ἰουδαῖοι κατὰ τὸν
ἀμερῆ ψυχουλκούμενοι χρόνον, πολυδάκρυον
ἱκετείαν ἐν μέλεσι γοεροῖς τείνοντες
τὰς χεῖρας εἰς τὸν οὐρανὸν
ἐδέοντο τοῦ μεγίστου Θεοῦ πάλιν
αὐτοῖς βοηθῆσαι συντόμως.
|
25
Οἱ εἰς τὸ στάδιον κατάδικοι
Ἰουδαῖοι, οἱ ὁποῖοι ὡς
οἱ ψυχορραγοῦντες εἶχον ἀκόμη
ὀλίγον χρόνον ζωῆς, ὕψωναν τὰ
χέρια των εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ
παρακαλοῦσαν μὲ πολυδάκρυον ἰκεσίαν
καὶ μὲ θρηνώδη ᾄσματα τὸν μέγιστον
Θεόν, νὰ βοηθήσῃ καὶ πάλιν
αὐτούς.
|
25
Ἀλλ' οἱ Ἰουδαῖοι, ποὺ ἦσαν
φυλακισμένοι εἰς τὸν ἱππόδρομον καὶ
ἦσαν οὐσιαστικὰ ἐτοιμοθάνατοι καὶ
ἐψυχορραγοῦσαν, καθὼς ὁ χρόνος τῆς
ζωῆς των ἐξηντλεῖτο, ὑψώνοντες
τὰ χέρια εἰς τὸν οὐρανὸν παρακαλοῦσαν
τὸν μέγιστον Θεὸν μὲ πολλὰ δάκρυα
καὶ μὲ θρηνητικὰ ᾄσματα, καὶ
τὸν ἰκέτευαν νὰ τοὺς βοηθήσῃ
καὶ πάλιν ἀμέσως (πολὺ γρήγορα).
|
26
Οὔπω δὲ ἡλίου βολαὶ κατεσπείροντο,
καὶ τοῦ βασιλέως τοὺς φίλους
ἐκδεχομένου, ὁ ῞Ερμων παραστὰς
ἐκάλει πρὸς τὴν ἔξοδον, ὑποδεικνύων
τὸ πρόθυμον τοῦ βασιλέως ἐν
ἑτοίμῳ κεῖσθαι.
|
26
Ἐνῷ δὲν εἶχον ἀκόμη αἱ
ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου διασπαρῆ
εἰς τὴν φύσιν, καὶ ὁ βασιλεὺς
ἐδέχετο τοὺς φίλους του, ὁ Ἕρμων
ἐπλησίασε καὶ παρεκάλει αὐτὸν
νὰ ἐξέλθῃ ὑπενθυμίζων,
ὅτι ἡ ἐπιθυμία του εἶναι ἤδη
ἑτοίμη νὰ ἐκτελεσθῇ.
|
26
Προτοῦ δὲ νὰ διασκορπισθοῦν οἱ
ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου καὶ φωτίσουν
τὴν κτίσιν, καὶ ἐνῷ ὁ βασιλιᾶς
ὑπεδέχετο τοὺς φίλους του, ὁ Ἕρμων
παρουσιάσθη εἰς τὸν βασιλιᾶ καὶ τὸν
ἐπροσκαλοῦσε να βγῇ ἔξω, ἐξηγῶν
ὅτι ἡ βασιλικὴ ἐπιθυμία ἦταν
ἤδη καθ’ ὅλα ἑτοίμη νὰ ἐκτελεσθῆ.
|
27
Τοῦ δὲ ἀποδεξαμένου καὶ καταπλαγέντος
ἐπὶ τῇ παρανόμῳ ἐξόδῳ,
κατὰ πᾶν ἀγνωσίᾳ κεκρατημένος
ἐπυνθάνετο, τί τὸ πρᾶγμα, ἐφ'
οὗ τοῦτο αὐτῷ μετὰ σπουδῆς
τετέλεσται· |
27
Ὅταν ὁ βασιλεὺς ἤκουσε τὰ λόγια
αὐτά, ἐξεπλάγη διὰ τὴν
παράνομον αὐτὴν ἔξοδόν του,
διότι εἶχε περιέλθει εἰς πλήρη
ἄγνοιαν παντὸς ὅ,τι εἶχε διατάξει,
καὶ ἐζητοῦσε νὰ μάθῃ,
ποῖον εἶναι αὐτὸ τὸ πρᾶγμα,
τὸ ὁποῖον πρὸς χάριν αὐτοῦ
μετὰ τόσης ἐπιμελείας εἶχεν
ἐκτελεσθῆ.
|
27
Ὅταν ὅμως ὁ βασιλιᾶς ἄκουσε
τὴν ἀναφορὰν τοῦ Ἕρμωνος, ἔμεινε
κατάπληκτος ἀπὸ τὴν ἐκπληκτικήν,
ἀσυνήθη καὶ παράξενον πρόσκλησιν να βγῇ
ἀπὸ τὰ ἀνάκτορά του, διότι εἶχεν
ὁλοτελῶς κυριευθῇ ἀπὸ λήθην
καὶ ἀμνησίαν. Διὰ τοῦτο ἐζητοῦσε
νὰ πληροφορηθῇ τί ἦταν τὸ πρᾶγμα
ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον ἔχει
ὁλοκληρωθῇ πρὸς χάριν του μὲ τόσον
ζῆλον καὶ ἐπιμέλειαν.
|
28
τοῦτο δὲ ἦν ἡ ἐνέργεια
τοῦ πάντα δεσποτεύοντος Θεοῦ, τῶν
πρὶν
αὐτῷ
μεμηχανημένων λήθην κατὰ διάνοιαν
ἐντεθεικότος. |
28
Ἡ ἀμνησία αὐτὴ τοῦ βασιλέως
ἦλθε κατόπιν τῆς ἐνεργείας τοῦ
Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι κύριος
τῶν πάντων. Ὁ Θεός, δηλαδή,
ἐνέβαλεν εἰς τὴν διάνοιαν τοῦ
βασιλέως λησμοσύνην δι' ὅλα ἐκεῖνα,
τὰ ὁποῖα προηγουμένως εἶχε μηχανευθῆ
καὶ ἀποφασίσει ἐν τῇ διανοίᾳ
του κατὰ τῶν Ἰουδαίων.
|
28
Αὐτὴ ἡ ἀμνησία ἦταν ἔργον
τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ἐξουσιάζει
τὰ πάντα· Αὐτὸς εἶχε βάλει εἰς
τὴν διάνοιαν τοῦ βασιλιᾶ λησμοσύνην ὅλων
ἐκείνων τῶν κακῶν, τὰ ὁποῖα
ὁ ἴδιος εἶχε προηγουμένως ἐπινοήσει
καὶ μεθοδεύσει κατὰ τῶν Ἰουδαίων.
|
29
Ὁ δὲ Ἕρμων ὑπεδείκνυε καὶ
πάντες οἱ φίλοι τὰ θηρία καὶ
τὰς δυνάμεις ἡτοιμάσθαι, βασιλεῦ
κατὰ τὴν σὴν ἐκτενῆ πρόθεσιν.
|
29
Ὁ Ἕρμων καὶ ὅλοι οἱ φίλοι
του, ἀνέφεραν εἰς αὐτόν, ὅτι
<οἱ ἐλέφαντες καὶ αἱ στρατιωτικαὶ
δυνάμεις εἶναι ἤδη ἕτοιμοι, βασιλεῦ,
σύμφωνα μὲ τὴν ἰδικήν σου ἐπίμονον
ἐντολήν>. |
29
Τότε ὅμως ὁ Ἕρμων καὶ ὅλοι οἱ
φίλοι τοῦ βασιλιᾶ ἀνέφεραν εἰς αὐτόν:
<Οἱ ἐλέφαντες καὶ ὁ στρατὸς
ἐτοιμάσθησαν, βασιλιᾶ, σύμφωνα μὲ
τὴν ἰδικήν σου ἐπίμονον καὶ ρητὴν
ἐντολήν>. |
30
Ὁ δὲ ἐπὶ τοῖς ρηθεῖσι
πληρωθεὶς βαθεῖ χόλῳ διὰ τὸ
περὶ τούτων πρόνοια Θεοῦ διασκεδάσθαι
πᾶν αὐτοῦ τὸ νόημα, ἐνατενίσας
μετὰ ἀπειλῆς εἶπεν·
|
30
Ὁ βασιλεύς, ὅταν ἤκουσεν αὐτά,
ἐκυριεύθη ἀπὸ συγκλονιστικὸν
θυμόν, διότι χάρις εἰς τὴν θείαν
πρόνοιαν εἶχε φύγει ἀπὸ τὴν
μνήμην του κάθε σκέψις ἀφανισμοῦ
τῶν Ἰουδαίων. Ἀτενίσας δὲ
μὲ μεγάλην ἀπειλὴν εἶπεν εἰς
τὸν ῞Ερμωνα:
|
30
Ἀλλ' ὁ Φιλοπάτωρ εἰς τὸ ἄκουσμα
τῶν λόγων αὐτῶν ἐγέμισε καὶ
ἐκυριεύθη ἀπὸ μεγάλον καὶ ἄγριον
θυμόν, διότι διὰ τῆς προνοίας τοῦ Θεοῦ
εἶχε διασκορπισθῆ καὶ χαθῆ ἀπὸ
τὴν διάνοιάν του κάθε σκέψις καὶ σκοπὸς
σχετικῶς μὲ τὸ ζήτημα τῆς ἐξολοθρεύσεως
τῶν Ἰουδαίων! Καὶ ἀφοῦ προσήλωσε
τὸ γεμᾶτον ἀπειλὴν βλέμμα του εἰς
τὸν Ἕρμωνα, τοῦ εἶπεν:
|
31
εἴ σοι γονεῖς παρῆσαν ἢ παίδων
γοναί, τήνδε θηρσὶν ἀγρίοις
ἐσκεύασα ἂν δαψιλῆ θοῖναν ἀντὶ
τῶν ἀνεγκλήτων ἐμοὶ καὶ
προγόνοις ἐμοῖς ἀποδεδειγμένων
ὁλοσχερῆ βεβαίαν πίστιν ἐξόχως
Ἰουδαίων. |
31
<Ἐὰν εἶχες γονεῖς ἢ τέκνα,
θὰ ἔδιδον αὐτοὺς ὡς πλούσιον
φάγητον εἰς τοὺς ἀγρίους ἐλέφαντας
ἀντὶ τῶν Ἰουδαίων, οἱ
ὁποῖοι εἶναι ἀθῷοι ἀπέναντί
μου καὶ ἀπέναντι τῶν προγόνων
μου, καὶ οἱ ὁποῖοι εἶχαν δείξει
πρὸς ἡμᾶς πάντοτε πλήρη καὶ
βεβαίαν πίστιν.
|
31
<Ἐὰν ἦσαν παρόντες οἱ γονεῖς
σου ἢ τὰ παιδιά σου, θὰ τοὺς προετοίμαζα
καὶ θὰ τοὺς προσέφερα ὡς πλούσιον
συμπόσιον εἰς τὰ ἄγρια αὐτὰ
θηρία (τοὺς ἐλέφαντες), ἀντὶ τῶν
Ἰουδαίων, ἐναντίον τῶν ὁποίων
δὲν ἔχω κανένα παραπόνον καὶ οἱ ὁποῖοι
ἔχουν δείξει εἰς ἐμὲ καὶ τοὺς
προγόνους μου πλήρη καὶ σταθερὰν πίστιν κατὰ
τρόπον ἐξόχως ἀσυνήθη καὶ ἐκπληκτικόν.
|
32
Καίπερ εἰ μὴ διὰ τὴν τῆς
συντροφίας στοργὴν καὶ τῆς χρείας,
τὸ ζῆν ἀντὶ τούτων ἐστερήθης.
|
32
Ἐὰν δὲ σὺ δὲν ἤσουνα εἰς
ἐμὲ προσφιλὴς λόγῳ τῆς
ἀπὸ τῆς παιδικῆς ἡλικίας
ἀναστροφῆς μας καὶ τῆς ὑπηρεσίας,
ποὺ σοῦ ἔχω ἐμπιστευθῆ, θὰ
ἔχανες σὺ τὴν ζωήν σου ἀντὶ
τῶν Ἰουδαίων>.
|
32
Πράγματι δέ, σὺ θὰ ἀπέθνῃσκες ἀντὶ
τούτων, ἐὰν δὲν μοῦ ἤσουν ἀγαπητός,
ἕνεκα τῆς ἀπὸ παιδικῆς ἡλικίας
κοινῆς ἀνατροφῆς μας καὶ ἕνεκα
τῆς χρησίμου καὶ ἐμπίστου ὑπηρεσίας
σου>. |
33
Οὕτως ὁ Ἕρμων ἀπροσδόκητον καὶ
ἐπικίνδυνον ὑπήνεγκεν ἀπειλὴν
καὶ τῇ ὁράσει καὶ τῷ προσώπῳ
συνεστάλη. |
33
Ὅταν ὁ Ἕρμων ἤκουσε αὐτὴν
τὴν ἀπροσδόκητον καὶ ἐπικίνδυνον
ἀπειλήν, ἐθολώθη τὸ βλέμμα
του καὶ ἠλλοιώθη τὸ πρόσωπόν
του. |
33
Ἔτσι ὁ Ἕρμων ὑπέστη ἀναπάντεχον
καὶ ἐπικίνδυνον ἀπειλὴν καὶ
τὸ βλέμμα του ἔχασε τὴν φυσικότητα καὶ
τὴν καθαρότητά του, τὸ δὲ πρόσωπόν
του συνωφρυώθη καὶ ἐσκυθρώπασεν.
|
34
Ὁ καθεὶς δὲ τῶν φίλων σκυθρωπῶς
ὑπεκρέων, τοὺς συνηθροισμένους ἀπέλυσαν
ἕκαστον ἐπὶ τὴν ἰδίαν
ἀσχολίαν. |
34
Καθένας δὲ ἀπὸ τοὺς φίλους
τοῦ βασιλέως ἀπεσύρετο σκυθρωπὸς
καὶ διέλυσαν, διὰ τὰς καθημερινάς
των ἐργασίας, τοὺς ἐκεῖ συνηθροισμένους
πολίτας. |
34
Οἱ δὲ φίλοι τοῦ βασιλιᾶ, ὁ ἕνας
μετὰ τὸν ἄλλον, ξεγλιστροῦσαν σκυθρωποὶ
καὶ κατηφεῖς καὶ ἀναχωροῦσαν
κρυφά, διέλυσαν δὲ καὶ ἀπέλυσαν τὸ
πλῆθος, ποὺ εἶχε συναθροισθῇ, καὶ
ἔστειλαν τὸν κάθε πολίτην εἰς τὴν
συνηθισμένην ἐργασίαν του. |
35
Οἵ τὲ Ἰουδαῖοι τὰ παρὰ
τοῦ βασιλέως ἀκούσαντες, τὸν
ἐπιφανῆ Θεὸν καὶ βασιλέα τῶν
βασιλέων ᾔνουν καὶ τῆσδε τῆς
βοηθείας αὐτοῦ τετευχότες.-
|
35
Οἱ δὲ Ἰουδαῖοι πληροφορηθέντες
αὐτά, ποὺ εἶπε καὶ διέταξεν
ὁ βασιλεύς, ἐδόξασαν τὸν ἐπιφανῆ
Θεὸν καὶ βασιλέα τῶν βασιλευόντων,
διότι ἔλαβον ἀπὸ αὐτὸν
αὐτὴν τὴν βοήθειαν.
|
35
Ὅταν οἱ Ἰουδαῖοι ἐπληροφορήθησαν
ὅσα συνέβησαν καὶ ὅσα ἐλέχθησαν ἀπὸ
τὸν βασιλιᾶ, ὑμνοῦσαν καὶ ἐδοξολογοῦσαν
τὸν ἔνδοξον Θεόν (ἤ: Τὸν Θεόν,
ποὺ ἔκαμε φανερὰν τὴν δόξαν του) καὶ
Βασιλέα τῶν βασιλέων, διότι εἶχαν ἀξιωθῇ
νὰ λάβουν τὴν βοήθειαν. |
36
Κατὰ δὲ τοὺς αὐτοὺς νόμους
ὁ βασιλεὺς συστησάμενος πάλιν τὸ
συμπόσιον εἰς εὐφροσύνην τραπῆναι
παρεκάλει. |
36
Κατὰ τὴν γνωστὴν πάλιν συνήθειάν
του ὁ βασιλεὺς ὠργάνωσε νέον
συμπόσιον καὶ παρεκίνει τοὺς συνδαιτυμόνας
νὰ ἐπιδοθοῦν εἰς εὐωχίαν.
|
36
Ὅμως ὁ βασιλιᾶς ὠργάνωσε καὶ
πάλιν ἐκ νέου τὸ συμπόσιον κατὰ τὸν
ἴδιον τρόπον καὶ προέτρεπε τοὺς προσκαλεσμένους
του νὰ ἐπιδοθοῦν εἰς τὸ ξεφάντωμα.
|
37
Τὸν δὲ ῞Ερμωνα προσκαλεσάμενος μετὰ
ἀπειλῆς εἶπε· ποσάκις σοι δεῖ
περὶ τούτων αὐτῶν προστάττειν,
ἀθλιώτατε; |
37
Ἀφοῦ δὲ προσεκάλεσε τὸν ἕρμωνα
εἶπε πρὸς αὐτὸν μὲ ἀπειλήν·
<πόσες φορὲς πρέπει νὰ σε διατάξω,
ἀθλιώτατε, διὰ τὴν ἐξολόθρευσιν
τῶν Ἰουδαίων;
|
37
Ἀφοῦ δὲ ἐπροσκάλεσε τὸν Ἕρμωνα,
τοῦ εἶπε μὲ ὕφος ἀπειλητικόν:
<Πόσες φορές, ἀθλιώτατε, πρέπει νὰ σὲ
διατάξω διὰ τὰ ἴδια αὐτὰ πράγματα
ἀκριβῶς; |
38
Τοὺς ἐλέφαντας ἔτι καὶ νῦν
καθόπλισον εἰς τὴν αὔριον ἐπὶ
τὸν τῶν Ἰουδαίων ὀφανισμόν.
|
38
Ἐξαγρίωσε, λοιπόν, καὶ ἐτοίμασε
πάλιν αὔριον τοὺς ἐλέφαντας
διὰ τὸν ἐξαφανισμὸν τῶν Ἰουδαίων>.
|
38
Ἐτοίμασε λοιπὸν καὶ ἑξαγρίωσε πάλιν
τοὺς ἐλέφαντες αὔριον διὰ τὴν
ἐξολόθρευσιν τῶν Ἰουδαίων>.
|
39
Οἱ δὲ συνανακείμενοι συγγενεῖς τὴν
ἄστατον διάνοιαν αὐτοῦ θαυμάζοντες,
προεφέροντο τάδε· |
39
Οἱ παρευρισκόμενοι εἰς τὸ συμπόσιον
αὐτὸ συγγενεῖς καὶ ἀνώτεροι
αὐλικοὶ τοῦ βασιλέως, κατάπληκτοι
διὰ τὴν ἄστατον αὐτοῦ διάνοιαν,
τοῦ εἶπαν τὰ ἐξῆς·
|
39
Ὅμως οἱ ἀνώτεροι ἀξιωματοῦχοι
τοῦ βασιλιᾶ, οἱ συγγενεῖς του (κατ’
ἄλλην ἑρμηνείαν: ...τοῦ βασιλιᾶ καὶ
ἀνώτεροι αὐλικοί του), οἱ ὁποῖοι
ἐκάθοντο μαζί του εἰς τὸ συμπόσιον,
ἀποροῦντες διὰ τὴν ἀστάθειαν
τῶν σκοπῶν καὶ ἀποφάσεων του, διεμαρτυρήθησαν
μὲ παρρησίαν διὰ τὶς κατηγορίες ὡς
ἐξῇς: |
40
βασιλεῦ, μέχρι τίνος ὡς ἀλόγους
ἡμᾶς διαπειράζεις, προστάσσων ἤδη
τρίτον αὐτοὺς ἀφανίσαι καὶ
πάλιν ἐπὶ τῶν πραγμάτων ἐκ
μεταβολῆς ἀναλύων τά σοι δεδογμένα;
|
40
<βασιλεῦ, ἕως πότε θὰ μᾶς
θεωρῇς ἀνοήτους καὶ θὰ μᾶς
πειράζῃς, ἀφοῦ σὺ τρίτην
τώρα φορὰν διέταξες τὸν ἀφανισμὸν
τῶν Ἑβραίων, καὶ ὅταν ἤρχετο
ἡ ὥρα νὰ ἐκτελεσθῇ ἡ ἀπόφασίς
σου, ἐσκέπτεσο ἄλλα πράγματα καὶ
ἀναιροῦσες τὴν διαταγήν σου;
|
40
<Ἐπὶ πόσον καιρόν, βασιλιᾶ, θὰ
μᾶς δοκιμάζῃς καὶ θὰ μᾶς πειράζῃς
πλαγίως καὶ μὲ τρόπον, ὡσὰν νὰ
εἴμεθα βλᾶκες καὶ ἠλίθιοι, μὲ
τὸ νὰ δίδῃς διαταγὴν διὰ τρίτην
ἥδη φορὰν νὰ ἐξολοθρευθοῦν οἱ
Ἰουδαῖοι, νὰ ἀνακαλῇς δὲ
πάλιν τὴν ἀπόφασιν καὶ νὰ ἀκυρώνῃς
τὴν διαταγήν σου, μόλις ἔλθῃ ἡ ὥρα
τῆς ἐκτελέσεώς της;
|
41
Ὧν χάριν ἡ πόλις διὰ τὴν
προσδοκίαν ὀχλοῖ καὶ πληθύουσα
σηστροφαῖς, ἤδη καὶ κινδυνεύει πολλάκις
διαρπασθῆναι. |
41
Ἕνεκα τούτου καὶ διότι ὁ λαὸς
ἐπερίμενε τὸν ἀφανισμὸν τῶν
Ἰουδαίων, ἡ πόλις ἔχει περιέλθει
εἰς ἀναταραχήν. Ἔλαβον δὲ χώραν
πολυάριθμοι συγκεντρώσεις καὶ ὑπάρχει
κίνδυνος νὰ λεηλατηθῇ ἡ πόλις>.
|
41
Ἀποτέλεσμα τούτου εἶναι ὅτι ἡ πόλις,
ἕνεκα τῆς ἀναμονῆς τῆς ἐξολοθρεύσεως
τῶν Ἰουδαίων, εὑρίσκεται εἰς ἀναταραχὴν
καὶ θύελλαν· πλημμυρίζει ἀπὸ μάζες
λαοῦ καὶ ἕνεκα τούτου κινδυνεύει μονίμως
νὰ λεηλατηθῇ καὶ νὰ καταστραφῇ>.
|
42
Ὃθεν ὁ κατὰ πάντα Φάλαρις βασιλεὺς
ἐμπληθυνθεὶς ἀλογιστίας καὶ
τὰς γινομένας πρὸς ἐπισκοπὴν
τῶν Ἰουδαίων ἐν αὐτῷ μεταβολὰς
τῆς ψυχῆς παρ' οὐδὲν ἡγούμενος,
ἀτελέστατον ἐβεβαίωσεν ὅρκον,
ὁρισάμενος τούτους μὲν ἀνυπερθέτως
πέμψειν εἰς ᾅδην ἐν γόνασι καὶ
πόσι θηρίων ᾐκισμένους,
|
42
Ἐξ αἰτίας αὐτῶν ὁ Φιλοπάτωρ,
ὁ κατὰ πάντα ὅμοιος πρὸς τὸν
τυραννικώτατον Φάλαριν, ἐκυριεύθη
ἀπὸ μεγάλην ἀπερισκεψίαν καὶ
χωρὶς νὰ λαμβάνῃ καθόλου ὑπ'
ὄψιν, ὅτι αἱ μέχρι τοῦδε μεταβολαὶ
τῆς ψυχῆς ἔγιναν εἰς αὐτὸν
ὑπὸ τοῦ Θεοῦ πρὸς χάριν
τῶν Ἑβραίων, ὡρκίσθη ἕνα
τρομερὸν ἀλλὰ καὶ ἀπραγματοποίητον
ὅρκον, μὲ τὸ νὰ διατάξῃ
νὰ στείλουν χωρὶς ἀναβολὴν τοὺς
Ἰουδαίους εἰς τὸν ᾅδην, ἀφοῦ
βασανισθοῦν καὶ συνθλιβοῦν ἀπὸ
τὰ γόνατα καὶ τὰ πόδια τῶν
ἐλεφάντων. |
42
Εἰς τὸ ἄκουσμα τῶν λόγων αὐτῶν
ὁ βασιλιᾶς, ὁ ὁποῖος ἔμοιαζε
εἰς ὅλα πρὸς τὸν τύραννον τοῦ
Ἀκράγαντος Φάλαριν, γεμᾶτος ἀπὸ
ἀνοησίαν, χωρὶς νὰ σκέπτεται καὶ χωρὶς
νὰ λογαριάζῃ καθόλου τὶς μεταβολὲς
τῆς σκέψεως καὶ τῆς ψυχῆς του, ποὺ
συνέβησαν εἰς τὸ βάθος τοῦ ἐσωτερικοῦ
του κόσμου ἀπὸ ἐπέμβασιν τοῦ Θεοῦ
διὰ τὴν προστασίαν τῶν Ἰουδαίων, ὡρκίσθη
φοβερόν, ἀλλ' ἀκατόρθωτον ὅρκον. Εἶπεν
ὅτι θὰ ἀποστείλῃ τούτους (τοὺς
Ἰουδαίους) χωρὶς καμμίαν καθυστέρησιν εἰς
τὸν ἅδην, ἀκρωτηριασμένους καὶ
παραμορφωμένους ἀπὸ τὰ γόνατα καὶ
τὰ πόδια τῶν ἐλεφάντων.
|
43
ἐπιστρατεύσαντα δὲ ἐπὶ τὴν
Ἰουδαίαν ἰσόπεδον πυρὶ καὶ
δόρατι θήσεσθαι διὰ τάχους καὶ
τὸν ἄβατον αὐτῶν ἡμῖν
ναὸν πυρὶ πρηνέα ἐν τάχει τῶν
συντελούντων ἐκεῖ θυσίας ἔρημον
εἰς τὸν ἅπαντα χρόνον καταστήσειν.
|
43
Ἔλεγε δέ, ὅτι θὰ ἐκστρατεύσῃ
ἐναντίον τῆς Ἰουδαίας, τὴν
ὁποίαν διὰ πυρὸς καὶ σιδήρου
ταχέως θὰ ἰσοπεδώσῃ. Τὸν
δὲ ἄβατον δι' ἡμᾶς ναὸν τῶν
Ἰουδαίων διὰ πυρὸς θὰ κατεδαφίσῃ
ἀμέσως καὶ ἔτσι θὰ τὸν
καταστήσῃ εἰς ὅλον τὸν ἔπειτα
χρόνον ἔρημον ἀπὸ τὰς θυσίας,
αἱ ὁποῖαι προσεφέροντο ἐκεῖ.
|
43
Ὡρκίσθη ἀκόμη ὅτι θὰ ἐκστρατεύσῃ
ἐναντίον τῆς Ἰουδαίας καὶ θὰ
τὴν ἰσοπεδώσῃ ταχύτατα μὲ τὴν
φωτιὰ καὶ τὸ δόρυ (τὰ πολεμικὰ
ὅπλα)· καὶ τὸν Ναόν, εἰς τὸν
ὁποῖον τοῦ ἀπηγόρευσαν νὰ εἰσέλθῃ,
διότι τὸν κατέστησαν δι’ αὐτὸν ἄβατον,
θὰ τὸν ἰσοπεδώσῃ γρήγορα μὲ
φωτιὰ καὶ θὰ τὸν ἐρημώσῃ
διὰ παντὸς ἀπὸ κάθε θυσίαν, ποὺ
προσεφέρετο ἐκεῖ (ἤ: Ἀπὸ ἐκείνους,
ποὺ προσφέρουν ἐκεῖ θυσίαν).
|
44
Τότε περιχαρεῖς ἀναλύσαντες οἱ
φίλοι καὶ συγγενεῖς μετὰ πίστεως
διέτασσον τὰς δυνάμεις ἐπὶ τοὺς
εὐκαιροτάτους τόπους τῆς πόλεως
πρὸς τήρησιν. |
44
Περιχαρεῖς δὲ οἱ φίλοι καὶ οἱ
συγγενεῖς τοῦ βασιλέως, μὲ βέβαιον
τὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ ἔβλεπαν
τὴν ἐπομένην ἐκτελουμένους τοὺς
Ἑβραίους, ἀνεχώρησαν ἀπὸ
ἐκεῖ. Ἔδωσαν διαταγὰς εἰς τὰς
στρατιωτικὰς δυνάμεις νὰ καταλάβουν
τὰς ἐπικαιροτάτας θέσεις τῆς
πόλεως διὰ τὴν φρούρησίν της.
|
44
Τότε οἱ φίλοι καὶ οἱ ἀνώτεροι ἀξιωματοῦχοι
τοῦ βασιλιᾶ, ἀφοῦ ἀνεχώρησαν
ἀπὸ ἐκεῖ καταχαρούμενοι, διέτασσαν
τὶς στρατιωτικὲς δυνάμεις νὰ καταλάβουν
καὶ νὰ ἀναλάβουν τὴν φρούρησιν τῶν
πλέον ἐπικαίρων τόπων. |
45
ὁ δὲ ἐλεφαντάρχης τὰ θηρία
σχεδὸν εἰπεῖν εἰς κατάστημα
μανιῶδες ἀγηοχώς, εὐωδεστάτοις
πόμασιν οἴνου λελιβανωμένου φοβεραῖς
κατεσκευασμένα σκευαῖς, |
45
Ὁ Ἕρμων, ὁ ἐλεφαντάρχης, ἐπότισε
τὰ θηρία αὐτὰ μὲ οἶνον,
ὁ ὁποῖος εἶχε ἀνακατευθῆ
μὲ εὐωδέστατον λιβανωτόν, καὶ
εἶχε φέρει τὰ ζῶα αὐτὰ
εἰς κατάστασιν σχεδὸν μανιώδη. Ἐπὶ
πλέον δὲ τὰ εἶχεν ἐξοπλίσει
καὶ μὲ φοβερὰ φονικὰ ὄργανα.
|
45
Ὁ δὲ Ἕρμων, ὁ ἐπιμελητὴς
καὶ ἀρχηγὸς τῶν ἐλεφάντων, ἀφοῦ
ἐπότισε τοὺς ἐλέφαντες μὲ εὐωδέστατον
κρασί ἀναμεμειγμένον μὲ θυμίαμα λιβανωτοῦ,
ἔφερε τὰ ζῶα αὐτά, θὰ ἔλεγε
κανείς, εἰς κατάστασιν μανίας. Ἐπὶ πλέον
ὁ Ἕρμων, ἀφοῦ ἐξώπλισε
τὰ ζῶα αὐτὰ μὲ τρομερὰς
κατασκευῆς ὅπλα, |
46
περὶ τὴν ἕω, τῆς πόλεως ἤδη
πλήθεσιν ἀναριθμήτοις κατὰ τοῦ
ἱπποδρόμου καταμεμεστωμένης, εἰσελθὼν
εἰς τὴν αὐλὴν ἐπὶ τὸ
προκείμενον ὤτρυνε τὸν βασιλέα.
|
46
Κατὰ τὴν πρωΐαν, ὅταν τὰ ἀναρίθμητα
πλήθη εἶχον καταπλημμυρίσει πλέον
ἀσφυκτικῶς τὸν ἱππόδρομον, ὁ
ἐλεφαντάρχης εἰσῆλθεν εἰς τὴν
αὐλὴν τοῦ βασιλέως καὶ τὸν
παρώτρυνε διὰ τὸ προκείμενον ἔργον
του. |
46
εἰσῆλθε περὶ τὴν αὐγήν
- ὅταν ἡ πόλις εἶχεν ἤδη καταπλημμυρίσει
ἀπὸ ἀναρίθμητα πλήθη, τὰ ὁποῖα
ἔτρεχαν καὶ συνωστίζοντο ἐμπρὸς εἰς
τὸν ἱππόδρομον - εἰς τὴν βασιλικὴν
αὐλὴν καὶ παρεκίνησε τὸν βασιλιᾶ
εἰς τὸ προκείμενον ἔργον.
|
47
Ὁ δὲ ὀργῇ βαρείᾳ γεμίσας
δυσσεβῆ φρένα παντὶ τῷ βάρει
σὺν τοῖς θηρίοις ἐξώρμησε, βουλόμενος
ἀτρώτῳ καρδίᾳ καὶ κόραις
ὀφθαλμῶν θεάσασθαι τὴν ἐπίπονον
καὶ ταλαίπωρον τῶν προσεσημαμμένων
καταστροφήν. |
47
Ὁ δὲ βασιλεύς, ὁ ὁποῖος
εἶχε γεμίσει τὴν ἀσεβῆ ψυχήν
του μὲ ἀγριώτατον θυμόν, ὥρμησε
μαζῆ μὲ τὰ θηρία ἔξω ἀπὸ
τὴν αὐλήν. Ἤθελε μὲ ἀσυγκίνητον
τὴν καρδίαν καὶ ὀρθάνοικτα τὰ
μάτια, νὰ ἀπολαύσῃ τὸ
ὀδυνηρὸν θέαμα τῆς ἀξιοθρηνήτου
καταστροφῆς τῶν καταδικασθέντων ὑπ'
αὐτοῦ Ἰουδαίων |
47
Τότε ὁ βασιλιᾶς, τοῦ ὁποίου ὁ
ἀσεβὴς νοῦς καὶ ἡ καρδιὰ
εἶχαν γεμίσει ἀπὸ πολύν, μεγάλον καὶ
ἄγριον θυμόν, ὥρμησε πρὸς τὰ ἔξω
μὲ μεγάλην καὶ βιαίαν ὀργὴν μαζὶ
μὲ τοὺς ἑξαγριωμένους καὶ φοβεροὺς
ἐλέφαντες. Ἐπιθυμοῦσε μὲ ἀνεπηρέαστον
καὶ ἀσυμπαθῆ καρδιὰ καὶ μὲ
ὀλάνοιχτα τὰ ἰδικά του μάτια νὰ
ἰδῇ καὶ νὰ ἀπολαύσῃ τὴν
γεμάτην πόνον, σκληρὰν καὶ ἀξιοθρήνητον
καταστροφὴν τῶν Ἰουδαίων, τοὺς ὁποίους
ἀνεφέραμεν προηγουμένως (ἢ κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν:
Οἱ ὁποῖοι εἶχαν καταδικασθῆ
προηγουμένως ἀπὸ τὸν ἴδιον).
|
48
Ὡς δὲ τῶν ἐλεφάντων ἐξιόντων
περὶ πύλην καὶ τῆς συνεπομένης
ἐνόπλου δυνάμεως τῆς τε τοῦ
πλήθους πορείας κονιορτὸν ἰδόντες,
καὶ βαρυηχῆ θόρυβον ἀκούσαντες
οἱ Ἰουδαῖοι, |
48
Ὅταν οἱ Ἰουδαῖοι εἶδαν τοὺς
ἐλέφαντας, ποὺ ἐξήρχοντο, διὰ
νὰ εἰσέλθουν εἰς τὴν πύλην
τοῦ σταδίου, τὴν ἔνοπλον στρατιωτικὴν
δύναμιν ποὺ ἀκολουθοῦσε, τὴν
πορείαν τοῦ ἀμέτρητου πλήθους,
τὸν κονιορτὸν καὶ τὸν μεγάλον
θόρυβον ποὺ ἐγίνετο, ὅταν λοιπὸν
οἱ Ἰουδαῖοι εἶδον καὶ ἤκουσαν
αὐτά,
|
48
Ὅταν οἰ Ἰουδαῖοι εἶδαν τὸ
σύννεφον τῆς σκόνης, ποὺ ἐσηκώνετο
ἀπὸ τοὺς ἐλέφαντες, οἱ ὁποῖοι
ἐπροχωροῦσαν πρὸς τὴν πύλην, καὶ
ἀπὸ τὴν ἔνοπλον στρατιωτικὴν
δύναμιν, ποὺ ἀκολουθοῦσε τοὺς
ἐλέφαντας, καθὼς ἐπίσης καὶ ἀπὸ
τὴν πορείαν τοῦ πλήθους, ποὺ ἔτρεχε,
καὶ ὅταν ἄκουσαν τὸ δυνατὸ καὶ
βαρὺ βουητὸ τοῦ θορύβου (ὅταν εἶδαν
καὶ ἄκουσαν ὅλα αὐτά),
|
49
ὑστάτην βίου ροπὴν αὐτοῖς
ἐκείνην δόξαντες εἶναι τὸ τέλος
τῆς ἀθλιωτάτης προσδοκίας, εἰς
οἶκτον καὶ γόους τραπέντες κατεφίλουν
ἀλλήλους περιπλεκόμενοι τοῖς συγγενέσιν
ἐπὶ τοὺς τραχήλους ἐπιπίπτοντες,
γονεῖς παισὶ καὶ μητέρες νεάνισιν,
ἔτεραι δὲ νεογνὰ πρὸς μαστοὺς
ἔχουσαι βρέφη τελευταῖον ἕλκσντα γάλα.
|
49
ἀντελήφθησαν πλέον ὅτι ἔφθασε
δι' αὐτοὺς ἡ τελευταία στιγμὴ
τοῦ βίου των, ἡ ὁποία ἦτο
καὶ τὸ τέρμα τῆς ἀθλιεστάτης
των ἀναμονῆς. Ἐνηγκαλίζοντο τότε
οἱ συγγενεῖς καὶ καταφιλοῦσαν ἀλλήλους,
ἔπιπτον ὁ ἐνας εἰς τὸν τράχηλον
τοῦ ἄλλου, οἱ πατέρες εἰς τὰ
παιδιά των καὶ αἱ μητέρες εἰς
τὰς θυγατέρας των. Ἄλλαι δὲ μητέρες
ἐκρατοῦσαν εἰς τοὺς μαστούς
των τὰ νήπια, τὰ ὁποῖα ἐρροφοῦσαν
τὸ τελευταῖον γάλα τῆς ζωῆς
των. |
49
συνεπέραναν ὅτι αὐτὴ ἦταν ἡ
τελευταία στιγμὴ τῆς ζωῆς των καὶ
τὸ τέλος τῆς ἀθλιωτάτης ἀναμονῆς
των. Ἕνεκα τούτου κατέφυγαν εἰς θρήνους καὶ
ὀδυρμούς, ξεφωνητὰ καὶ μυρολόγια καὶ
ἐκαταφιλοῦσαν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον,
ἀγκαλιάζοντας τοὺς συγγενεῖς καὶ
πέφτοντας ὁ ἕνας εἰς τὸν τράχηλον
τοῦ ἄλλου (κατ’ ἄλλην γραφήν: Εἰς
τὴν ἀγκάλην τοῦ ἅλλου) - οἱ
γονεῖς μὲ τὰ παιδιά, οἱ μητέρες μὲ
τὶς νεαρὲς θυγατέρες· ἄλλες δὲ μητέρες
ἐκρατοῦσαν βρέφη, τὰ ὁποῖα ἐθήλαζαν
καὶ ἐρροφοῦσαν ἀπὸ τοὺς
μητρικοὺς μαστοὺς τὸ τελευταῖον γάλα
τῆς ζωῆς των. |
50
Οὐ μὴν δὲ ἀλλὰ καὶ τὰς
ἔμπροσθεν αὐτῶν γεγενημένας ἀντιλήψεις
ἐξ οὐρανοῦ συνιδόντες, πρηνεῖς
ὁμοθυμαδὸν ρίψαντες ἑαυτοὺς
καὶ τὰ νήπια χωρίσαντες τῶν
μαστῶν. |
50
Παρ' ὅλα ὅμως αὐτὰ οἱ Ἰουδαῖοι
ἔχοντες ὑπ' ὄψει των τὰς προηγουμένας
βοηθείας τοῦ Θεοῦ πρὸς αὐτούς,
ἔπεσαν πρηνεῖς νὰ προσευχηθοῦν ὅλοι
μαζῆ μὲ μίαν ψυχήν, ἀπεμάκρυναν
αἱ μητέρες τὰ νήπιά των ἀπὸ
τοὺς μαστούς, καὶ
|
50
Παρ’ ὅλα αὐτά, ὅταν οἱ Ἰουδαῖοι
ἔφεραν εἰς τὴν μνήμην των καὶ ἀνελογίσθησαν
τὴν βοήθειαν καὶ σωτηρίαν, ποὺ τοὺς
ἐστάλη προηγουμένως ἀπὸ τὸν οὐρανόν,
ἔπεσαν ὅλοι μαζὶ μπρούμυτα εἰς τὴν
γῆν διὰ νὰ προσευχηθοῦν. Ἀφοῦ
δὲ οἱ μητέρες ἀπέσπασαν καὶ ἀπεμάκρυναν
τὰ νήπια ἀπὸ τοὺς μαστούς των,
|
51
Ἀνεβόησαν φωνῇ μεγάλῃ σφόδρα,
τὸν τῆς ἁπάσης δυνάμεως δυνάστην
ἱκετεύοντες, οἰκτεῖραι μετ' ἐπιφάνειας
αὐτοὺς ἤδη πρὸς πύλαις ᾅδου
καθεστῶτας. |
51
ἀνεβόησαν μὲ φωνὴν πάρα πολὺ
μεγάλην πρὸς τὸν Κύριον πάσης
δυνάμεως, καὶ παρακαλοῦσαν αὐτὸν
νὰ τοὺς λυπηθῇ, δεικνύων καὶ
πάλιν τὴν λαμπρὰν προστατευτικὴν δύναμίν
του πρὸς αὐτούς, οἱ ὁποῖοι
τώρα πλέον προχωροῦσαν εἰς τὰς
πύλας τοῦ ᾅδου. |
51
ἐφώναξαν δυνατὰ καὶ μὲ πάρα
πολὺ ἰσχυρὰν φωνήν, παρακαλοῦντες
τὸν Θεόν, τὸν Ἐξουσιαστὴν καὶ
Κυβερνήτην πάσης δυνάμεως, νὰ εὐσπλαγχνισιθῇ
καὶ νὰ δείξῃ τὴν συμπάθειάν του μὲ
ἔκτακτον καὶ μεγαλοπρεπῆ ἐμφάνισιν
πρὸς αὐτούς, οἱ ὁποῖοι εὑρίσκοντο
ἤδη ἐμπρὸς εἰς τὶς πύλες τοῦ
ἅδου καὶ τοῦ θανάτου. |