Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
κούσατε
λόγον Κυρίου, υἱοῦ Ἰσραήλ,
ὅτι κρίσις τῷ Κυρίῳ πρὸς
τοὺς κατοικοῦντας
τὴν γῆν,
διότι οὐκ ἔστιν ἀλήθεια οὐδὲ
ἔλεος οὐδὲ ἐπίγνωσις Θεοῦ
ἐπὶ τῆς γῆς. |
εῖς
οἱ Ἰσραηλῖται ἀκούσατε τὸν
λόγον Κυρίου, διότι ὁ Κύριος
θὰ κρίνῃ, θὰ δικάσῃ, θὰ
τιμωρήσῃ τοὺς κατοίκους τῆς
χώρας αὐτῆς, ἐπειδὴ δὲν
ὑπάρχει μεταξύ των ἀλήθεια,
οὔτε εὐσπλαγχνία, οὔτε γνῶσις
καὶ σεβασμὸς τοῦ Θεοῦ. |
κούστε
τὸν λόγον Κυρίου, Ἰσραηλῖται· διότι
ὁ Κύριος ἐγκαλεῖ τοὺς πολίτας τῆς
χώρας σας, καθ’ ὅτι δὲν ὑπάρχει μεταξύ
των εἰλικρίνεια καὶ ἀξιοπιστία, οὔτε
εὐσπλαγχνία οὔτε πλήρης, τελεία καὶ βαθειὰ
γνῶσις τοῦ Θεοῦ εἰς τὴν χώραν.
|
2
Ἀρὰ καὶ ψεῦδος καὶ φόνος
καὶ κλοπὴ καὶ μοιχεία κέχυται
ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ αἵματα
ἐφ' αἵμασι μίσγουσι. |
2
Ἐξ ἀντιθέτου ἔχουν χυθῇ καὶ
πλημμυρίσει τὴν χώραν σας κατάραι,
ψεύδῃ, φόνοι, κλοπαί, μοιχεῖαι·
τὰ δὲ αἵματα χύνονται συνεχῶς
καὶ ἀνακατεύονται τὸ ἕνα μὲ
τὸ ἄλλο.
|
2
Μόνον ὅρκοι, ἀναμεμειγμένοι μὲ λοιδορίες
καὶ διαβολές, καὶ ψεύδη καὶ φόνοι καὶ
κλοπὲς καὶ μοιχεῖες ἔχουν πλημμυρίσει
τὴν χώραν, καὶ αἱματοχυσίες ἐπὶ
αἱματοχυσιῶν, καὶ ἔτσι τὰ αἵματα
ἀνακατεύονται μεταξύ των. |
3
Διὰ τοῦτο πενθήσει ἡ γῆ καὶ
σμικρυνθήσεται σὺν πᾶσι τοῖς κατοικοῦσιν
αὐτήν, σὺν τοῖς θηρίοις τοῦ
ἀγροῦ καὶ σὺν τοῖς ἐρπετοῖς
τῆς γῆς καὶ σὺν τοῖς πετεινοῖς
τοῦ οὐρανοῦ, καὶ οἱ ἰχθύες
τῆς θαλάσσης ἐκλείψουσιν, |
3
Διὰ τοῦτο ἡ χώρα σας θὰ περιέλθῃ
εἰς πένθος, οἱ κάτοικοί της
θὰ ὀλιγοστεύσουν μαζῆ δὲ μὲ
αὐτὴν θὰ ὀλιγοστεύσουν καὶ
ὅσα ζωντανὰ κατοικοῦν εἰς αὐτήν,
τὰ θηρία τοῦ ἀγροῦ, τὰ
ἐρπετὰ τῆς γῆς καὶ τὰ
πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, καὶ αὐτὰ
ἀκόμη τὰ ψάρια τῆς θαλάσσης
θὰ ἐκλείψουν.
|
3
Διὰ τοῦτο ἡ χώρα σας θὰ βυθισθῇ
εἰς πένθος, καὶ οἱ κάτοικοί
της θὰ φθίνουν καὶ θὰ ὀλιγοστεύσουν
μαζὶ μὲ αὐτοὺς θὰ ὀλιγοστεύουν
καὶ τὰ θηρία τῆς ὑπαίθρου καὶ
τὰ ἑρπετὰ τῆς γῆς καὶ
τὰ πτηνὰ τοῦ οὐρανοῦ· ἀκόμη
καὶ αὐτὰ τὰ ψάρια τῆς θαλάσσης
θὰ ἀποθάνουν καὶ θὰ χαθοῦν.
|
4
ὅπως μηδεὶς μήτε δικάζηται μῆτε
ἐλέγχῃ μηδείς· ὁ δὲ
λαός μου ὡς ἀντιλεγόμενος ἱερεύς.
|
4
Ἐξ αἰτίας τῆς γενικῆς πωρώσεως
οὔτε κανεὶς θὰ δικάζεται διὰ
τὰς παρανομίας του οὔτε καὶ κανεὶς
θὰ διαμαρτύρεται διὰ τὴν ἁμαρτωλότητα
αὐτήν. Ὁ δὲ τέως περιούσιος
λαός μου θὰ εἶναι σὰν τὸν ἱερέα,
ποὺ ἔχει χάσει τὴν ὑπόληψίν
του καὶ συνεχῶς ἐπικρίνεται.
|
4
Εἶναι τόσον μεγάλη καὶ τόσον βαθειὰ ἡ
διαφθορά, ὥστε κανεὶς δὲν θὰ δικάζεται,
ἀλλ’ οὔτε καὶ κανεὶς θὰ διαμαρτύρεται
δι’ ὅσα συμβαίνουν διότι ὁ ἐκλεκτὸς
λαός μου θὰ ἔχῃ τόσον πολὺ διαφθαρῇ,
ὥστε θὰ ὁμοιάζῃ πρὸς ἱερέα,
ὁ ὁποῖος δὲν ἔχει καμμίαν ὑπόληψιν
καὶ ἐκτίμησιν διὰ τοῦτο καὶ
ὅλοι τὸν κατηγοροῦν, ἀντὶ νὰ
ὑπακούουν εἰς αὐτόν. |
5
Καὶ ἀσθενήσεις ἡμέρας, καὶ
ἀσθενήσει ὁ προφήτης μετά σοῦ·
νυκτὶ ὡμοίωσα τὴν μητέρα σου.
|
5
Σὺ δέ, ὦ λαέ μου, θὰ χάσῃς
τὴν πνευματικήν σου ὑγείαν καὶ
ἰσχύν, μαζῆ μὲ σὲ καὶ
ὁ προφήτης θὰ χάσῃ τὴν
πνευματικήν του δύναμιν καὶ ἰσχύν.
Πρὸς νύκτα δὲ παρομοιάζω τὴν
σκοτεινὴν ζωὴν τοῦ ἔθνους αὐτοῦ.
|
5
Καὶ σύ, λαὲ τοῦ Ἰσραήλ, θὰ παραπαίῃς
καὶ θὰ σκοντάπτῃς μέσα εἰς τὸ
ἄπλετον φῶς τῆς ἡμέρας· κατὰ
τὸν ἴδιον τρόπον θὰ τρικλίζουν καὶ
θὰ σκοντάπτουν μαζί σου καὶ οἱ ψευδοπροφῆται·
τὴν δὲ μητέρα σου <ὁλόκληρον τὸ
βασίλειον τοῦ Ἰσραὴλ> παρομοιάζω πρὸς
ἄμορφον, ἀκαλλῆ, μαύρην νύκτα· δι’
αὐτὸ θὰ καταστροφῆς, διότι δὲν
ἔχεις κανένα φῶς, ποὺ θὰ σὲ
βοηθήσῃ νὰ ἐπιστρέψῃς.
|
6
Ὡμοιώθη ὁ λαός μου ὡς οὐκ
ἔχων γνῶσιν· ὅτι σὺ ἐπίγνωσιν
ἀπώσω, κἀγὼ ἀπώσομαί
σε τοῦ μὴ ἱερατεύειν μοι· καὶ
ἐπελάθου νόμον Θεοῦ σου, κἀγὼ
ἐπιλήσομαι τέκνων σου.
|
6
Ὁ λαός μου αὐτὸς ὠμοίασε
πρὸς ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος
δὲν ἔχει καθόλου γνῶσιν τοῦ
Θεοῦ καὶ τοῦ θείου θελήματος.
Ἐπειδὴ ὅμως σύ, λαέ μου, ἀπώθησες
τὴν γνῶσιν τοῦ Θεοῦ, διὰ τοῦτο
καὶ ἐγὼ θὰ σὲ ἀπωθήσω,
ὥστε νὰ μὴ ὑπάρχουν διὰ
σὲ ἱερεῖς καὶ ἱερατικαὶ
προσφοραί. Σὺ ἐλησμόνησες τὸν
νόμον τοῦ Θεοῦ σου, καὶ ἐγὼ
θὰ λησμονήσω τὰ ἰδικά σου τέκνα.
|
6
Ὁ περιούσιος λαὸς ἔγινε ὅμοιος μὲ
ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος δὲν
ἔχει οὐδὲ στοιχειώδη γνῶσιν ἐπειδὴ
σύ, λαὲ τοῦ Ἰσραήλ, ἀπώθησες τὴν
πλήρη, τελείαν καὶ βαθεῖαν γνῶσιν ἐμοῦ
τοῦ Θεοῦ, διὰ τοῦτο θὰ σὲ
ἀπωθήσω καὶ ἐγὼ ἀπὸ τοῦ
vα εἶσαι ἱερεὺς ἰδικός μου καὶ
νὰ μοῦ προσφέρῃς θυσίες· ἐφ’
ὅσον σὺ ἐλησμόνησες τὸν ἅγιον
νόμον τοῦ Θεοῦ σου, διὰ τοῦτο καὶ
ἐγὼ θὰ λησμονήσω τὰ τέκνα σου.
|
7
Κατὰ τὸ πλῆθος αὐτῶν οὕτως
ἥμαρτόν μοι· τὴν δόξαν αὐτῶν
εἰς ἀτιμίαν θήσομαι.
|
7
Ὅσον πολυάριθμοι ὑπήρξατε εἰς
τὴν χώραν σας, τόσον ἀναρίθμητοι
ὑπῆρξαν καὶ αἱ ἁμαρτίαι
σας ἐναντίον μου. Διὰ τοῦτο τὴν
ἕως τώρα δόξαν σας, ἐγὼ θὰ
μεταβάλω εἰς ἐξευτελισμόν.
|
7
Ὅσον περισσότερον ηὐξάνοντο καὶ ἐπληθύνοντο,
τόσον καὶ περισσότερον ἁμάρταναν εἰς
ἐμέ. Διὰ τοῦτο, ἐκεῖνο
τὸ ὁποῖον αὐτοὶ θεωροῦν
δόξαν καὶ τιμήν, θὰ τὸ μεταστρέψω εἰς
ἐντροπὴν καὶ ἐξευτελισμόν.
|
8
Ἁμαρτίας λαου μου φάγωνται καὶ ἐν
ταῖς ἀδικίαις αὐτῶν λήψονται
τὰς ψυχὰς αὐτῶν.
|
8
Οἱ ἱερεῖς εἰδικώτερον συμμετέχουν
καὶ χορταίνουν καὶ αὐτοὶ ἀπὸ
τὰς ἁμαρτίας τοῦ λαοῦ μου. Διὰ
τοῦτο θὰ πληρώσουν μὲ τὴν ζωήν
των τὰς πολλὰς ἀδικίας των.
|
8
<Οἱ ἱερεῖς> τρέφονται καὶ χορταίνουν
μὲ τὶς ἁμαρτίες καὶ παρανομίες
τοῦ ἐκλεκτοῦ λαοῦ μου· διὰ τοῦτο,
ἕνεκα τῆς ἀπληστίας των αὐτῆς,
καὶ ἐπειδὴ γίνονται ἠθικοὶ αὐτουργοὶ
διὰ τὶς ἁμαρτίες τοῦ λαοῦ, θὰ
ἀναλάβουν οἱ ἴδιοι τὴν εὐθύνην
τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν εἰς
τὶς ψυχές των καὶ θὰ πληρώσουν μὲ
τὴν ζωήν των. |
9
Καὶ ἔσται καθὼς ὁ λαὸς οὕτως
καὶ ὁ ἱερεύς· καὶ ἐκδικήσω
ἐπ' αὐτὸν τὰς ὁδοὺς αὐτοῦ
καὶ τὰ διαβούλια αὐτοῦ ἀνταποδώσω
αὐτῷ. |
9
Δὲν θὰ γίνῃ διάκρισις μεταξὺ
λαϊκῶν καὶ ἱερέων· ὅπως
οἱ λαϊκοὶ ἔτσι θὰ τιμωρηθοῦν
καὶ οἱ ἱερεῖς. Θὰ τιμωρήσω
τὸν λαὸν τοῦτον διὰ τοὺς ἁμαρτωλοὺς
δρόμους τῆς ζωῆς του, θὰ ἀνταποδώσω
εἰς αὐτὸν σύμφωνα μὲ τὰς
ἁμαρτωλὰς ἐπιθυμίας τῆς καρδίας
του καὶ τὰ πονηρά του σχέδια.
|
9
Καὶ θὰ συμβῇ τοῦτο· εἰς
τὸ ζήτημα τῆς τιμωρίας δὲν θὰ ὑπάρξῃ
διάκρισις· θὰ τιμωρηθοῦν οἱ ἱερεῖς
ὅπως καὶ οἱ λαϊκοί. Θὰ τιμωρήσω τὰ
ἔργα καὶ τὴν ὅλην συμπεριφορὰν
τοῦ λαοῦ καὶ θὰ ἀνταποδώσω εἰς
αὐτὸν σύμφωνα μὲ τὶς περίτεχνες
παγίδες, ποὺ ἐτοιμάζει μὲ πανουργίαν, καὶ
τὶς ἁμαρτωλὲς ἐπιθυμίες τῆς
καρδίας του. |
10
Καὶ φάγονται καὶ οὐ μὴ ἐμπλησθῶσιν,
ἐπόρνευσαν καὶ οὐ μὴ κατευθύνωσι,
διότι τὸν Κύριον ἐγκατέλιπον
τοῦ φυλάξαι. |
10
Θὰ τρώγουν καὶ δὲν θὰ χορταίνουν,
θὰ ἐκτρέπωνται εἰς τὴν πορνείαν
καὶ δὲν θὰ ἐπιτύχουν αὐτό,
ποὺ θέλουν, τὴν χαρὰν καὶ τὴν
εἰρήνην, ἐπειδὴ ἐγκατέλιπαν
τὸν Κύριον καὶ δὲν ἐφύλαξαν
τὸ θέλημά του.
|
10
Θὰ φάγουν, ἀλλ’ οὐδέποτε θὰ ἰκανοποιηθοῦν
καὶ θὰ χορτάσουν ἐστράφησαν εἰς τὴν
εἰδωλολατρίαν καὶ ἔτσι διέπραξαν πνευματικὴν
πορνείαν ὅμως δὲν εὐωδώθησαν τὰ
σχέδιά των καὶ δὲν ηὐξήθησαν περισσότερον,
ὅπως ἤλπιζαν. Τοῦτο συνέβη, διότι ἐγκατέλειψαν
τὸν Κύριον καὶ ἔπαυσαν νὰ φυλάσσουν
τὶς ἐντολές του. |
-11
Πορνείαν καὶ οἶνον καὶ μέθυσμα
ἐδέξατο καρδία λαοῦ μου.
|
11
Ἡ καρδία τοῦ λαοῦ μου ἐστράφη
καὶ ἐδέχθη πορνείαν καὶ οἶνον
καὶ μέθην. |
11
Ἡ καρδία τοῦ ἐκλεκτοῦ λαοῦ μου
ἀγάπησε μὲ πάθος, ἐκυλίσθη κυριολεκτικὰ
εἰς τὴν πνευματικὴν πορνείαν <τὴν
εἰδωλολατρίαν>, τὸ κρασὶ καὶ τὴν
μέθην, δηλαδὴ εἰς κάθε εἴδους τρυφήν·
ὁ λαός μου ἔχασε τὴν καθαρότητα, τὴν
ψυχραιμίαν καὶ τὴν αὐτοκυριαρχίαν του.
|
12
Ἐν συμβόλοις ἐπηρώτων, καὶ ἐν
ράβδοις αὐτοῦ ἀπήγγελλον αὐτῷ·
πνεύματι πορνείας ἐπλανήθησαν καὶ
ἐξεπόρνευσαν ἀπὸ τοῦ Θεοῦ
αὐτῶν. |
12
Μὲ διάφορα εἰδωλολατρικὰ σύμβολα,
μὲ ἀγάλματα καὶ μὲ ράβδους,
ἐσυμβουλεύοντο τοὺς εἰδωλικοὺς
θεούς των· καὶ ἐκεῖνοι διὰ
τῆς ραβδομαντείας ἔδιδαν εἰς αὐτοὺς
ἀπαντήσεις. Ἀπεπλανήθησαν εἰς
μεγάλην πνευματικὴν πορνείαν, διότι
ἐγκατέλειψαν τὸν Θεόν των καὶ
προσεκολλήθησαν εἰς τὰ εἴδωλα.
|
12
Ὁ λαὸς τοῦ Ἰσραὴλ ἐζητοῦσε
συμβουλὴν ἀπὸ τὰ εἴδωλα μὲ
διάφορα σημεῖα, καὶ οἱ ψευδοθεοὶ ἀνήγγελλαν
εἰς αὐτὸν τὸ δῆθεν θέλημά
των μὲ τὴν ραβδομαντείαν ὁ λαὸς ἀπεπλανήθη
μὲ ἀκατάσχετον ὁρμὴν πρὸς τὴν
πνευματικὴν πορνείαν <τὴν εἰδωλολατρίαν>,
παρεδόθη ἐξ ὁλοκλήρου εἰς αὐτὴν
καὶ ἀπεμακρύνθη ἀπὸ τὸν Θεόν
του. |
13
Ἐπὶ τὰς κορυφὰς τῶν ὀρέων
ἐθυσίαζον καὶ ἐπὶ τοὺς
βουνοὺς ἔθυον, ὑποκάτω δρυὸς
καὶ λεύκης καὶ δένδρου συσκιάζοντος,
ὅτι καλὸν σκέπη. Διὰ τοῦτο ἐκπορνεύσουσιν
αἱ θυγατέρες ὑμῶν, καὶ αἱ
νύμφαι ὑμῶν μοιχεύσουσι·
|
13
Εἰς τὰς κορυφὰς τῶν ὑψηλῶν
ὀρέων, ἐπάνω εἰς θυσιαστήρια
εἰδώλων, προσέφεραν θυσίας καὶ
εἰς τὰς κορυφὰς τῶν βουνῶν ἐθυσίαζαν,
κάτω ἀπὸ δρῦν καὶ λεύκην
καὶ δένδρον εὐσκιόφυλλον, διότι
ἦτο εὐάρεστος εἰς αὐτοὺς
ἡ σκιὰ τῶν κλάδων των. Ἐξ αἰτίας
τῆς ἐκτροπῆς σας εἰς τὴν ἁμαρτωλότητα
τῆς εἰδωλολατρείας, αἱ θυγατέρες
σας θὰ ἐκδίδωνται ἀναισχύντως
εἰς τὴν πορνείαν καὶ αἱ νύμφαι
σας πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν σας θὰ
παραδίδωνται εἰς τὴν μοιχείαν.
|
13
Οἱ Ἰσραηλῖται ἐπρόσφεραν θυσίες ἐπάνω
εἰς τὶς ὑψηλὲς κορυφὲς τῶν
βουνῶν καὶ θυσίες θυμιάματος ἐπάνω εἰς
τοὺς λόφους, κάτω ἀπὸ βαλανιδιὲς καὶ
λεῦκες καὶ βαθύσκια δένδρα· διότι ἡ
παχειὰ σκιὰ τῶν κλάδων τῶν δένδρων
αὐτῶν ἐθεωρεῖτο βοηθητικὴ διὰ
συγκέντρωσιν καὶ προσευχήν. Ἔτσι, ὦ Ἰσραηλῖται,
ἂν καὶ οἱ θυγατέρες σας θὰ παραδοθοῦν
τελείως εἰς τὴν πορνείαν καὶ οἱ νύμφες
σας θὰ μοιχεύωνται ἀναίσχυντα, θὰ παραχωρήσω
νὰ συμβαίνουν αὐτὰ |
14
καὶ οὐ μὴ ἐπισκέψωμαι ἐπὶ
τὰς θυγατέρας ὑμῶν, ὅταν πορνεύσωσι,
καὶ ἐπὶ τὰς νύμφας ὑμῶν,
ὅταν μοιχεύσωσιν· ὅτι αὐτοὶ
μετὰ τῶν πορνῶν συνεφύροντο καὶ
μετὰ τῶν τετελεσμένων ἔθυον, καὶ
ὁ λαὸς ὁ συνίων συνεπλέκετο
μετὰ πόρνης. |
14
Δὲν θὰ ἐπισκεφθῶ μὲ ἀγάπην
καὶ καλοσύνην τὰς θυγατέρας σας, ὅταν
θὰ ἐκπορνεύωνται, οὔτε τὰς νύμφας
σας ὅταν θὰ ἐκτρέπωνται εἰς
τὴν μοιχείαν. Διότι καὶ αὐτοὶ
οἱ ἰδιοί, οἱ γονεῖς καὶ
οἱ σύζυγοι συνεφύροντο μὲ τὰς
πόρνας καὶ μαζῆ μὲ τὰς ἱεροδούλους
προσέφεραν θυσίας. Ἀκόμη δὲ
καὶ οἱ μορφωμένοι μεταξὺ τοῦ
λαοῦ συνεπλέκοντο μὲ τὰς πόρνας.
|
14
καὶ δὲν θὰ τιμωρήσω σωφρονιστικῶς
τὶς θυγατέρες σας, ὅταν θὰ πορνεύουν, οὔτε
τὶς νύμφες σας, ὅταν θὰ μοιχεύωνται·
διότι καὶ αὐτοὶ οἱ ἴδιοι οἱ
πατέρες καὶ οἱ γαμβροὶ ἀνακατεύονται
καὶ λερώνονται μὲ πόρνες καὶ θυσιάζουν εἰς
τὰ εἴδωλα μαζὶ μὲ ἱερόδουλες,
θυσιάζουν μὲ τοὺς ἱερομύστας τοῦ
εἰδώλου Βεελφεγώρ, ὡς ἤδη τελειοτέρους.
Καὶ αὐτοὶ ἀκόμη οἱ συνετοὶ
καὶ ὀρθοφρονοῦντες ἀπὸ τὸν
λαὸν συνευρίσκονται μὲ πόρνες!
|
-15
Σὺ δέ, Ἰσραήλ, μὴ ἀγνόεις,
καὶ Ἰούδα, μὴ εἰσπορεύεσθε
εἰς Γάλγαλα καὶ μὴ ἀναβαίνατε
εἰς τὸν οἶκον Ὦν καὶ μὴ
ὀμνύετε ζῶντα Κύριον. |
15
Σύ, Ἰσραηλιτικὲ λαέ, δὲν ἔπρεπε
νὰ ἀγνοῇς τὸν Θεὸν καὶ
τὸ θέλημά του. Καὶ σύ, λαὲ
τοῦ Ἰούδα, δὲν ἔπρεπε νὰ
εἰσέρχεσαι εἰς τὰ Γάλγαλα, εἰς
τὴν χώραν τῆς εἰδωλολατρείας,
καὶ δὲν ἔπρεπε νὰ ἀνέρχεσθε
εἰς τὸν εἰδωλολατρικὸν ναὸν
τῆς Ὦν καὶ δὲν ἔπρεπε νὰ
ὁρκίζεσθε εἰς τὸν ζῶντα ἀληθινὸν
Θεόν. |
15
Σὺ δέ, Ἰσραηλιτικὲ λαέ, δὲν ἔπρεπε
νὰ ἀγνοῇς τὸν ἕνα καὶ
μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ τὸ ἅγιον
θέλημά του. Ἀλλ’ ἐπίσης καὶ σύ, Ἰουδαϊκὲ
λαέ, δὲν ἔπρεπε νὰ εἰσέρχεσαι εἰς
τὰ Γάλγαλα, ποὺ εἶναι κέντρον εἰδωλολατρίας,
καὶ νὰ ἀνεβαίνῃς εἰς τὸν
εἰδωλολατρικὸν ναὸν τῆς Ὦν <=εἰς
τὴν Βαιθήλ> καὶ δὲν ἔπρεπε
νὰ ὁρκίζεσθε ἐκεῖ εἰς τὸ
ὄνομα τοῦ ζῶντος Θεοῦ.
|
16
Διότι ὡς δάμαλις παροιστρῶσα παροίστρησεν
Ἰσραήλ· νῦν νεμήσει αὐτοὺς
Κύριος ὡς ἀμνὸν ἐν εὐρυχώρῳ.
|
16
Ἀλλὰ ὁ ἰσραηλιτικὸς λαὸς
ἀφηνίασε, ὅπως ἡ δάμαλις τὴν
ὁποίαν κεντᾷ ὁ οἶστρος. Θὰ
ἔλθῃ ὅμως ἐποχή, ὁπότε
θὰ ποιμάνῃ αὐτὸς ὁ Θεὸς
ὡς ἀμνοὺς εἰς μεγάλην εὔφορον
περιοχήν.
|
16
Διότι ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς ἔχει
κυριευθῆ ἐξ ὁλοκλήρου ἀπὸ οἶστρον,
ὅπως ἡ νεαρὴ ἀτίθαση δαμαλίδα,
ὅταν κεντηθῇ ἀπὸ βοϊδόμυγαν·
ἔτσι καὶ ὁ Ἰσραὴλ ἐκυριεύθη
ἀπὸ οἶστρον καὶ ἀπέβαλε κάθε
χαλινὸν ἠθικῆς. Ὅμως θὰ ἔλθῃ
ἐποχή, κατὰ τὴν ὁποίαν θὰ τοὺς
ποιμάνῃ ὁ Κύριος ὡς ἀμνοὺς εἰς
ἀνοικτὴν καὶ πλατεῖαν πεδιάδα.
|
17
Μέτοχος εἰδώλων Ἐφραίμ ἔθηκεν
ἑαυτῷ σκάνδαλα, |
17
Τώρα ὅμως ἡ φυλὴ Ἐφραίμ
καὶ αἱ ἄλλαι ἐννέα φυλαὶ
τοῦ Ἰσραὴλ λαμβάνουν μέρος εἰς
τὴν λατρείαν τῶν εἰδώλων, θέτουν
μόνοι των προσκόμματα εἰς τοὺς δρόμους
των. |
17
Ὁ Ἐφραίμ - οἱ δέκα φυλές, ποὺ
ἀπεσχίσθησαν καὶ ἀπετέλεσαν τὸ βόρειον
βασίλειον τοῦ Ἰσραήλ - ἀπηρνήθη τὸν
Θεὸν καὶ ἔγινε συγκοινωνὸς καὶ
συμμέτοχος εἰς τὴν λατρείαν τῶν εἰδώλων
ἔτσι ἔθεσεν εἰς τὸν ἑαυτόν του
ἐμπόδια καὶ προσκόμματα |
18
ᾑρέτισε Χαναναίους· πορνεύοντες
ἐξεπόρνευσαν, ἠγάπησον ἀτιμίαν
ἐκ φρυάγματος αὐτῶν.
|
18
Ἀφῆκαν τὸν ἀληθινὸν Θεὸν
καὶ ἐπροτίμησαν τοὺς Χαναναίους.
Ἐξετράπησαν εἰς ἀπερίγραπτον
πνευματικὴν καὶ σωματικὴν πορνείαν,
ἠγάπησαν τὸν ἐξευτελισμὸν καὶ
τὴν καταισχύνην μέσα εἰς τὰ
φρυάγματα τῶν βακχικῶν ὀργίων
των. |
18
μὲ τὸ νὰ προτιμήσῃ τὴν εἰδωλολατρικὴν
καὶ ὀργιαστικὴν θρησκείαν τῶν Χαναναίων.
Οἱ δέκα φυλὲς ἐρρίφθησαν κυριολεκτικῶς
μὲ ἀκάθεκτον ὁρμὴν καὶ βουλιμίαν
εἰς τὴν σαρκικὴν καὶ τὴν πνευματικὴν
πορνείαν <τὴν εἰδωλολατρίαν>· ἐπροτίμησαν
τὴν ἐντροπὴν καὶ καταισχύνην μέσα
εἰς τὴν αὐθάδειαν καὶ ὑπεροψίαν
τῶν εἰδωλολατρικῶν ὀργίων των <κατ’
ἄλλους: Ἐπροτίμησαν τὴν ἐντροπὴν
καὶ καταισχύνην, ἀπὸ τὸ καύχημα καὶ
τὴν δόξαν των, τὸν Κύριον>.
|
19
Συστροφὴ πνεύματος σὺ ἐν ταῖς
πτέρυξιν αὐτῆς, καὶ καταισχυνθήσονται
ἐκ τῶν θυσιαστηρίων αὐτῶν.
|
19
Διὰ τοῦτο πνεῦμα καταιγίδος θὰ
τοὺς ἀφαρπάσῃ εἰς τὸν
στροβιλισμόν του, ὡσὰν εἰς τεραστίας
πτέρυγας, θὰ τοὺς ἐκτινάξῃ
εἰς ἐξορίαν καὶ θὰ καταισχυνθοῦν,
διότι τὰ εἰδωλολατρικά των θυσιαστήρια
θὰ ἀποδειχθοῦν ψευδῆ καὶ ἀνίκανα
νὰ τοὺς βοηθήσουν. |
19
Διὰ τοῦτο σύ, Ἰσραηλιτικὲ λαέ, ἔχεις
ἐμπλακῇ κατὰ τὸν ἀνεμοστρόβιλον
τῆς θείας ὀργῆς εἰς τὰ τεράστια
πτερὰ τῆς θείας αὐτῆς ὀργῆς,
ἡ ὁποία συναρπάζει τὰ πάντα, καὶ θὰ
ἐκτιναχθῇς εἰς ἐξορίαν καὶ θὰ
γεμίσῃς ἐντροπὴν καὶ καταισχύνην,
διότι τὰ θυσιαστήρια τῶν εἰδώλων, ὅπου
ἐθυσίαζες, θὰ ἀποδειχθοῦν ἀδύναμα
καὶ ἀνίκανα νὰ σὲ βοηθήσουν.
|