Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
μπελος
εὐκληματοῦσα Ἰσραήλ, ὁ καρπὸς
εὐθηνῶν αὐτῆς· κατὰ τὸ
πλῆθος τῶν καρπῶν αὐτῆς ἐπλήθυνε
τὰ θυσιαστήρια, κατὰ τὰ ἀγαθὰ
τῆς γῆς
αὐτοῦ ᾠκοδόμησε
στήλας. |
ἰσραηλιτικὸς
λαός μου ὁμοιάζει μὲ ἄμπελον,
ποὺ ἔχει ὡραῖα κλήματα, καὶ
πλῆθος εἶναι οἱ καρποὶ αὐτῆς.
Ἀλλὰ ὅσον μεγαλύτερον ἦτο τὸ
πλῆθος τῶν καρπῶν της, τόσον καὶ
αὐτοὶ ἐπολλαπλασίαζαν τὰ εἰδωλολατρικά
των θυσιαστήρια. Ὅσον πλουσιώτερα ἦσαν
τὰ ἀγαθὰ τῆς χώρας των, τόσον
καὶ περισσότερος εἰδωλολατρικὰς στήλας
ὕψωναν.
|
Ἰσραηλιτικὸς
λαὸς ὡμοίαζε μὲ ἄμπελον φουντωμένην,
καταπράσινον, ἀκμάζουσαν, μὲ ἀφθονίαν
καρπῶν. Δὲν ἐχρησιμοποίησεν ὅμως
τὸ πολὺ πλῆθος τῶν καρπῶν πρὸς
τιμὴν τοῦ Θεοῦ· ἀλλ’ ὅσον
περισσότερον ἐπληθύνοντο οἱ καρποί, τόσον περισσότερον
ἐπληθύνοντο καὶ τὰ εἰδωλολατρικὰ
θυσιαστήρια, ποὺ ἔκτιζεν! Ὅσον περισσότερον
πλούσια ἐγίνοντο τὰ ἀγαθὰ τῆς
γῆς, τόσον περισσότερες εἰδωλολατρικὲς λίθινες
στῆλες ὕψωνεν! |
2
Ἐμέρισαν καρδίας αὐτῶν, νῦν
ἀφανισθήσονται· αὐτὸς κατασκάψει
τὰ θυσιαστήρια αὐτῶν, ταλαιπωρήσουσιν
αἱ στῆλαι αὐτῶν. |
2
Διπρόσωποι ἀνεδείχθησαν, ἐμοίρασαν
τὰς καρδίας αὐτῶν μεταξὺ τοῦ
ἀληθινοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ματαίων
εἰδώλων. Δι' αὐτὸ καὶ τώρα
θὰ ἐξολοθρευθοῦν. Αὐτὸς ὁ
ἴδιος ὁ Θεὸς θὰ κατασκάψῃ
καὶ θὰ κρημνίσῃ τὰ εἰδωλολατρικά
των θυσιαστήρια. Θὰ συντριβοῦν αἱ
εἰδωλολατρικαί των στῆλαι.
|
2
Οἱ Ἰσραηλῖται ἐμοίρασαν τὶς
καρδιές των μεταξὺ τοῦ ἀληθινοῦ
Θεοῦ καὶ τοῦ εἰδώλου Βάαλ· πολὺ
σύντομα λοιπόν, ἐπειδὴ συνέβη τοῦτο καὶ
ὁ καθένας ἀσεβεῖ ἀπὸ καρδίας,
θὰ φθάσῃ ἡ ὥρα τῆς ἀπωλείας
των, θὰ καταστραφοῦν. Αὐτὸς ὁ
ἴδιος ὁ Θεός, μέσῳ τῶν Βαβυλωνίων,
θὰ κατασκάψῃ τὰ θυσιαστήριά των καὶ
οἱ εἰδωλολατρικὲς στῆλες θὰ
κατακομματιασθοῦν καὶ θὰ καταστραφοῦν.
|
3
Διότι νῦν ἐροῦσιν· οὐκ
ἐστὶ βασιλεὺς ἡμῖν, ὅτι
οὐκ ἐφοβήθημεν τὸν Κύριον, ὁ
δὲ βασιλεὺς τί ποιήσει ἠμῖν;
|
3
Αὐτοὶ δέ, εἰς ἐξορίαν
εὑρισκόμενοι, θὰ ὁμολογοῦν·
<δὲν ὑπάρχει πλέον εἰς ἡμᾶς
βασιλεύς, διότι δὲν ἐφοβήθημεν
τὸν Κύριον. Ἀλλὰ καὶ τί
ἠμποροῦσε νὰ ἔχῃ κάμει
πρὸς ἡμᾶς ὁ βασιλεύς, ἐφ'
ὅσον αὐτὸς ὁ ἴδιος θὰ
ἦτο διεφθαρμένος;
|
3
Αὐτοὶ δέ, ὅταν ἴδουν ὅτι τὸ
βασίλειόν των κατελύθη, θὰ ὁμολογήσουν καὶ
θὰ εἴπουν: <Δὲν ἔχομεν βασιλιᾶ,
διότι δὲν ἐφοβήθημεν τὸν μόνον ἀληθινὸν
Θεόν, τὸν Κύριον ἀλλὰ καὶ ὁ
βασιλιᾶς εἰς τί θὰ ἠμποροῦσε
νὰ μᾶς βοηθήσῃ; |
4
Λαλῶν ρήματα προφάσεις ψευδεῖς διαθήσεται
διαθήκην· ἀνατελεῖ ὡς ἄγρωστις
κρῖμα ἐπὶ χέρσον ἀγροῦ.
|
4
Θὰ ἐπινοοῦσε καὶ θὰ ἔλεγε
λόγια ἁμαρτωλῶν προφάσεων, θὰ
συνῆπτεν ἀλλὰ καὶ θὰ παρέβαινεν
ἐγγράφους συμφωνίας. Ἡ καταδίκη
τῆς χώρας μας εἰς ἐρήμωσιν θὰ
ἐπήρχετο ἐναντίον μας, ὅπως
ἡ ἀγριάδα κάνει ἄγονον καὶ
χέρσον ἕνα ἀγρόν>.
|
4
Ὁ βασιλιᾶς μας μᾶς ἐξαπατοῦσε
ψευδόμενος καὶ προφασιζόμενος ἄλλοτε ἄλλα·
μὲ διάφορα προσχήματα καὶ ψευδολογίες συνῆπτε
συμφωνίες καὶ συμμαχίες μὲ τοὺς Ἀσσυρίους
καὶ τοὺς Αἰγυπτίους, τὶς ὁποῖες
παρέβαλε. Διὰ τοῦτο ἡ ἐναντίον μας
δικαία καταδίκη καὶ καταστροφὴ θὰ ἔλθῃ
καὶ θὰ ἀπλωθῇ ἀκωλύτως,
ὅπως ἀπλώνεται καὶ πληθύνεται ἡ ἀγριάδα
εἰς χέρσον χωράφι, χωρὶς νὰ τὴν ἐνοχλῇ
ἀλέτρι ἢ σκαπάνη>.
|
5
Τῷ μόσχῳ τοῦ οἴκου Ὦν
παροικήσουσιν οἱ κατοικοῦντες Σαμάρειαν,
ὅτι ἐπένθησε λαὸς αὐτοῦ
ἐπ' αὐτόν· καὶ καθὼς παρεπίκραναν
αὐτόν, ἐπιχαροῦνται ἐπὶ
τὴν δόξαν αὐτοῦ, ὅτι μετῳκίσθη
ἀπ' αὐτοῦ. |
5
Ἐξ αἰτίας τοῦ εἰδωλολατρικοῦ
μόσχου, ποὺ ὑπῆρχεν εἰς τὸν
οἶκον Ὦν, οἱ κάτοικοι τῆς Σαμαρείας
θὰ μετοικήσουν εἰς τόπους τῆς
ἐξορίας καὶ ἔτσι ὁ λαὸς
τοῦ εἰδωλολατρικοῦ αὐτοῦ μόσχου,
θὰ πενθήσῃ ἐξ αἰτίας τοῦ
εἰδώλου του. Καὶ καθὼς ἐπικράνθησαν
καὶ ἐπένθησαν ἐξ αἰτίας
τοῦ εἰδώλου των, θὰ χαροῦν διὰ
τὴν δόξαν του, διότι αὐτὸ θὰ
μετοικήσῃ μαζῆ μὲ τὸν λαὸν
εἰς τὴν ἐξορίαν.
|
5
Ἕνεκα τοῦ εἰδώλου τοῦ χρυσοῦ
μόσχου, τὸ ὁποῖον εὑρίσκετο εἰς
τὸν εἰδωλολατρικὸν οἶκον τῆς
Ὦν <εἰς τὴν Βαιθήλ>, οἱ κάτοικοι
τῆς Σαμαρείας θὰ ὁδηγηθοῦν εἰς
ἐξορίαν, καὶ ἔτσι οἱ πιστοὶ
τοῦ εἰδώλου ἐκείνου θὰ πενθήσουν ἐξ
αἰτίας τοῦ ψευδοθεοῦ των <ἢ κατ’
ἄλλην ἑρμηνείαν: Οἱ κάτοικοι τῆς Σαμαρείας,
ὅταν ἔλθουν ἐναντίον των τὰ
κακά, θὰ καταφύγουν εἰς τὸ ἄγαλμα
τοῦ χρυσοῦ μόσχου εἰς τὸν οἶκον
Ὦν, θὰ τὸ περικυκλώσουν καὶ θὰ
τὸ ἰκετεύουν νὰ τοὺς βοηθήσῃ!
Ὅμως ὄχι μόνον δὲν θὰ τοὺς βοηθήσῃ,
ἀλλὰ καὶ αὐτὸ θὰ ὁδηγηθῇ
εἰς τὴν ἐξορίαν, μὲ ἀποτέλεσμα
οἱ πιστοὶ τοῦ ψευδοθεοῦ νὰ πενθήσουν
διὰ τὴν ἀτίμωσίν του). Καὶ ἐπειδὴ
οἱ Ἰσραηλῖται ἐξώργισαν τὸν
Κύριον, θὰ χαροῦν διὰ τὴν δόξαν τοῦ
εἰδώλου τοῦ χρυσοῦ μόσχου, διότι θὰ
μεταφερθῇ καὶ αὐτὸ μαζὶ μὲ
τὸν λαὸν εἰς τὴν ἐξορίαν ἀπὸ
τοὺς Βαβυλωνίους, οἱ ὁποῖοι θὰ
τιμήσουν τὸ ἄγαλμα τῶν Ἰσραηλιτῶν
ὡς θεόν! |
6
Καὶ αὐτὸν εἰς Ἀσσυρίους
δήσαντες ἀπήνεγκαν ξένια τῷ
βασιλεῖ Ἰαρείμ· ἐν δόματι
Ἐφραὶμ δέξεται, καὶ αἰσχυνθήσεται
Ἰσραὴλ ἐν τῇ βουλῇ αὐτοῦ.
|
6
Αὐτὸν ἀφοῦ τὸν δέσουν
φορτίον μὲ τὰ ἄλλα λάφυρα τῶν
Ἀσσυρίων, θὰ τὸν προσφέρουν
ὡς δῶρον των εἰς τὸν βασιλέα
Ἰαρείμ. Μὲ τὸ δῶρον αὐτὸ
θὰ γίνῃ δεκτὸς εἰς τὸν
τόπον τῆς ἐξορίας ὁ ἰσραηλιτικὸς
λαὸς ἀλλὰ καὶ θὰ κατεξευτελισθῇ
ἐξ αἰτίας τοῦ εἰδώλου
του, εἰς τὴν προστασίαν τοῦ ὁποίου
τόσας εἶχε στηρίξει ἐλπίδας.
|
6
Οἱ Ἰσραηλῖται, ἀφοῦ δέσουν καὶ
φορτώσουν τὸν χρυσοῦν μόσχον εἰς μεταφορικὸν
μέσον, θὰ τὸν μεταφέρουν καὶ θὰ τὸν
παραδώσουν ὡς δῶρον εἰς τὸν Ἀσσύριον
βασιλιᾶ Ἰαρείμ. Καὶ ὁ μὲν
Ἀσσύριος βασιλιᾶς θὰ δεχθῇ τὸ
εἴδωλον ὡς δῶρον τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ
λαοῦ, ἀλλ' ὁ λαὸς δὲν θὰ
ἔχῃ ἐξ ἀφορμῆς αὐτοῦ
καμμίαν βοήθειαν. Ἀπ’ ἐναντίας τὸ δῶρον
τοῦτο θὰ ἀποτελέσῃ ἐντροπὴν
δι’ αὐτούς, ἕνεκα τῶν βουλῶν τῶν
Χαλδαίων, οἱ ὁποῖοι θὰ κατακόψουν
τὸ ἄγαλμα τοῦ χρυσοῦ μόσχου καὶ
θὰ τὸ χωνεύσουν! |
7
Ἀπέρριψε Σαμάρεια βασιλέα αὐτῆς
ὡς φρύγανον ἐπὶ προσώπου ὕδατος.
|
7
Οἱ κάτοικοι τῆς Σαμαρείας ἀπέρριπτον
τοὺς βασιλεῖς των, ὡσὰν φρύγανα
ἐπάνω εἰς τὸ τρέχον ὕδωρ.
|
7
Οἱ κάτοικοι τῆς Σαμαρείας ἐξεθρόνιζαν
τοὺς βασιλεῖς των, τὸν ἕνα κατόπιν
τοῦ ἄλλου, καὶ τοὺς ἔρριχναν
ὡσὰν ξερὰ χαμόκλαδα εἰς τὸ ὁρμητικὸν
ρεῦμα τοῦ νεροῦ <ἢ κατ’ ἄλλην
ἑρμηνείαν: Ἡ βασιλεία θὰ ἀφαιρεθῇ
ἀπὸ τὴν Σαμάρειαν, ὅπως τὸ ἐλαφρὸ
ξερὸ χαμόκλαδο, ποὺ παρασύρεται ἀπὸ
τὸ νερό>. |
8
Καὶ ἐξαρθήσονται
βωμοὶ Ὦν, ἁμαρτήματα
τοῦ Ἰσραήλ· ἄκανθαι καὶ
τρίβολοι ἀναβήσονται ἐπὶ τὰ
θυσιαστήρια αὐτῶν· καὶ ἐροῦσι
τοῖς ὅρεσι· καλύψατε ἡμᾶς,
καὶ τοῖς βουνοῖς· πέσατε ἐφ'
ἡμᾶς. |
8
Θὰ καταστραφοῦν οἱ εἰδωλολατρικοὶ
βωμοὶ εἰς Ὦν, αἱ ἑστίαι
αὐταὶ τῶν ἁμαρτημάτων τοῦ
Ἰσραήλ. Ἀγκάθια καὶ τριβόλια
θὰ φυτρώσουν καὶ θὰ κατακλύσουν
τὰ θυσιαστήρια ἐκεῖνα. Τόση
θὰ εἶναι ἡ καταστροφὴ τῆς περιοχῆς
Ἰσραήλ, ὥστε θὰ ποῦν οἱ
κάτοικοι εἰς τὰ ὄρη· <σκεπάσατέ
μας>· καὶ εἰς τὰ βουνά <πέσατε
ἐπάνω μας>.
|
8
θὰ ἀφανισθοῦν ἐπίσης οἱ εἰδωλολατρικοὶ
βωμοί, ποὺ ὑπάρχουν εἰς τὴν Ὦν,
οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦν τὰ
ἁμαρτήματα τοῦ λαοῦ, διότι δι’ αὐτῶν
παρώργιζαν τὸν Θεόν. Θὰ ἐρημωθοῦν
τόσον πολύ, ὥστε εἰς τοὺς πολυσυχνάστους
ἐκείνους τόπους τῆς λατρείας θὰ φυτρώσουν
ἀγκάθια καὶ τριβόλια. Τόση δὲ θὰ
εἶναι ἡ δυστυχία καὶ τὰ ἀνυπόφορα
δεινὰ τῶν Ἰσραηλιτῶν, ὥστε θὰ
εἴπουν εἰς τὰ ὄρη: <Σκεπάστε μας
νὰ ἀποθάνωμεν διὰ μιᾶς καὶ νὰ
γλυτώσωμεν ἀπὸ τὰ ἀνυπόφορα
βάσανά μας>· καὶ εἰς τὰ βουνά:<Πέσατε
ἐπάνω μας, διὰ νὰ γλυτώσωμεν ἀπὸ
τὸ ξίφος τῶν Βαβυλωνίων>.
|
-9
Ἀφ' οὗ οἱ βουνοί, ἥμαρτεν Ἰσραήλ,
ἐκεῖ ἔστησαν· οὐ μὴ καταλάβῃ
αὐτοὺς ἐν τῷ βουνῷ πόλεμος
ἐπὶ τὰ τέκνα ἀδικίας;
|
9
Οἱ Ἰσραηλῖται ἀπὸ τότε,
ποὺ ὑπάρχουν τὰ βουνά, ἀπὸ
τῆς ἀρχῆς δηλαδὴ τῆς ὑπάρξεώς
των, διέπραξαν ἁμαρτίας. Ἐκεῖ
εἰς τὰ βουνὰ ἔστησαν εἰδωλολατρικὰ
θυσιαστήρια. Εἶναι, λοιπόν, δυνατόν,
ἐναντίον αὐτῶν καὶ τῶν
τέκνων τῆς ἀδικίας νὰ μὴ
ἐπέλθῃ καταστρεπτικὸς δι' αὐτοὺς
πόλεμος, ὅπως εἰς τὸ βουνὸν
Γαβαά;
|
9
Ἀπὸ τότε ποὺ ὑπῆρξαν τὰ
βουνά, ἡ Γαβαά, ὅπου ἐλατρεύοντο τὰ
εἴδωλα καὶ ὅπου ὑπῆρχαν τὰ
θυσιαστήριά των, ἀπὸ τότε ἁμάρτησε
ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς καὶ ἔμεινεν
ἐκεῖ ἀμετακίνητος εἰς τὴν εἰδωλολατρίαν.
Πῶς λοιπὸν νὰ μὴ ἔλθῃ
ἐναντίον των, ἐφ’ ὅσον εἶναι τέκνα
ἀδικίας, πόλεμος καταστρεπτικὸς εἰς τὰ
βουνά, ὅπως ἄλλοτε εἰς τὰ ἴδια
βουνὰ τῆς Γαβαά, ὅπου ἐξωλοθρεύθη
σχεδὸν ὁλόκληρος ἡ φυλὴ τοῦ
Βενιαμίν; |
10
Ἦλθε παιδεῦσαι αὐτούς, καὶ συναχθήσονται
ἐπ' αὐτοὺς λαοὶ ἐν τῷ
παιδεύεσθαι αὐτοὺς ἐν ταῖς δυσὶν
ἀδικίαις αὐτῶν.
|
10
Ὁ πόλεμος ἐπῆλθεν ἐναντίον
των, διὰ νὰ τοὺς τιμωρήσῃ. Λαοὶ
πολλοὶ ἔχουν συναχθῇ κατὰ τῶν
Ἰσραηλιτῶν πρὸς τιμωρίαν των διὰ
τὰς δύο μεγάλας ἀδικίας, ποὺ
ἔχουν αὐτοὶ διαπράξει.
|
10
Διότι ἦλθεν ἐναντίον τῶν τέκνων τῆς
ἀδικίας πόλεμος διὰ νὰ τὰ τιμωρήσῃ·
θὰ συναχθοῦν ἐναντίον τῶν Ἰσραηλιτῶν
λαοὶ πολλοί, διὰ νὰ τοὺς τιμωρήσουν
διὰ τὰ δύο μεγάλα ἐγκλήματά των.
|
11
Ἐφραίμ δάμαλις δεδιδαγμένη ἀγαπᾶν
νεῖκος, ἐγὼ δὲ ἐπελεύσομαι
ἐπὶ τὸ κάλλιστον τοῦ τραχήλου
αὐτῆς· ἐπιβιβῶ Ἐφραὶμ
καὶ παρασιωπήσομαι Ἰούδαν, ἐνισχύσει
αὐτῷ Ἰακώβ. |
11
Ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς ὁμοιάζει
μὲ δάμαλιν, ποὺ ἔχει μάθει νὰ
ἀγριεύῃ καὶ νὰ μὴ ὑπακούῃ.
Ἐγὼ ὅμως θὰ βάλω τὸν ζυγόν
μου ἐπάνω εἰς τὸν ὑπερήφανον
τράχηλόν της, θὰ ἐπιθέσω ἐπὶ
τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ ζυγόν,
δηλαδὴ τυραννίαν ἄλλων ἐθνῶν.
Θὰ σιωπήσω ὅμως καὶ θὰ περιφρουρήσω
τὸν ἰουδαϊκὸν λαόν, διότι δι'
αὐτὸν ἰσχύει καὶ τὸν ἐνισχύει
ἡ προφητεία τοῦ Ἰακώβ.
|
11
Ὁ Ἐφραίμ <ὁ Ἰσραηλιτικὸς
λαὸς> ὁμοιάζει μὲ δαμαλίδα, ποὺ
εἶναι καλὰ ἐκπαιδευμένη, ὥστε νὰ
μένῃ ἀδάμαστος καὶ νὰ μὴ δέχεται
ζυγὸν εἰς τὸν τράχηλόν της· Ἐγὼ
ὅμως <λέγει ὁ Θεός> θὰ τὴν
δαμάσω, θὰ τὴν ταπεινώσω καὶ θὰ θέσω
εἰς τὸν ὑπερήφανον καὶ μεγαλοπρεπῆ
τράχηλόν της ζυγὸν θὰ ἐπιθέσω εἰς
τὸν Ἐφραίμ <τὸν Ἰσραηλιτικὸν
λαόν> ζυγόν <τὴν τυραννίαν τῶν
ἐθνικῶν>, θὰ ἀντιπαρέλθω ὅμως
σιωπηλὸς τὸν Ἰουδαϊκὸν λαόν, διότι
δι’ αὐτὸν ἰσχύει καὶ τὸν ἐνδυναμώνει
ἡ προφητεία καὶ ἡ ἀρετὴ τοῦ
Ἰακώβ. |
12
Σπείρατε ἑαυτοῖς εἰς δικαιοσύνην,
τρυγήσατε εἰς καρπὸν ζωῆς, φωτίσατε
ἑαυτοῖς φῶς γνώσεως, ἐκζητήσατε
τὸν Κύριον ἕως τοῦ ἐλθεῖν
γενήματα δικαιοσύνης ὑμῖν.
|
12
Σπείρατε πρὸς τὸ συμφέρον σας δικαιοσύνην,
τηρήσατε τὰς ἐντολάς μου, διότι
ἔτσι θὰ τρυγήσετε καρπὸν ζωῆς.
Φωτίσατε τὸν ἑαυτόν σας μὲ τὸ
φῶς τῆς θείας γνώσεως, ἀναζητήσατε
καὶ παρακαλέσατε τὸν Κύριον, διὰ
νὰ ἀποστείλῃ πρὸς σᾶς
τοὺς καρποὺς τῆς δικαιοσύνης.
|
12
Σπείρατε, Ἰσραηλῖται, διὰ τὸ συμφέρον
σας ἀληθινὴν θεοσέβειαν καὶ πᾶσαν
ἀρετήν, μὲ τὸν τρόπον δὲ αὐτὸν
θὰ τρυγήσετε καρπὸν ζωῆς καὶ θὰ
ἀποφύγετε τὸ ξίφος τῶν ἐχθρῶν.
Φωτίσατε τοὺς ἑαυτούς σας μὲ τὸ
φῶς τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ Θεοῦ,
ἀπομακρυνόμενοι ἀπὸ τὰ εἴδωλα.
Ἐπιζητήσατε τὸν Κύριον διὰ θερμῆς
προσευχῆς, ἕως ὅτου καμφθῇ καὶ
εὐδοκήσῃ νὰ ἀποδώσῃ εἰς
σᾶς τοὺς καρποὺς τῆς θεοσεβείας καὶ
ἀρετῆς σας. |
13
Ἱνατί παρεσιωπήσατε ἀσέβειαν
καὶ τὰς ἀδικίας αὐτῆς
ἐτρυγήσατε; Ἐφάγετε καρπὸν ψευδῆ,
ὅτι ἤλπισας ἐν τοῖς ἁμαρτήμασί
σου, ἐν πλήθει δυνάμεώς σου.
|
13
Διατὶ παρασιωπᾶτε καὶ ἀδιαφορεῖτε
διὰ τὴν ἀσέβειάν σας καὶ
ἔτσι τρυγᾶτε ὡς καρπούς της τὰς
ἁμαρτωλὰς καὶ ἐπιβλαβεῖς συνεπείας
της; Ἐπιβλαβῆ καρπὸν ἐφάγατε,
ὅταν ἐστηρίξατε τὰς ἐλπίδας
τῆς εὐτυχίας σας εἰς τὰ ἁμαρτήματά
σας καὶ εἰς τὸ πλῆθος τῆς δυνάμεώς
σας. |
13
Διατὶ ἐπροσπεράσατε σιωπηλοὶ καὶ μὲ
ἀδιαφορίαν τὴν ἀσέβειαν καὶ μὲ
αὐτὸν τὸν τρόπον ἐτρυγήσατε
τὰ ἐπίχειρα τῆς ἀσεβείας καὶ
ἀποστασίας σας; Μάταιες, ἀπατηλὲς ἐλπίδες
ἦταν ὁ καρπός, τὸν ὁποῖον ἐφάγατε,
διότι ἐστηρίξατε τὶς ἐλπίδες σας εἰς
τὴν ἀποστασίαν σας, εἰς τὸ πολυπληθὲς
τοῦ λαοῦ, εἰς τὰ ὅπλα καὶ
τὰ ὀχυρωματικά σας ἔργα. |
14
Καὶ ἐξαναστήσεται ἀπώλεια ἐν
τῷ λαῷ σου, καὶ πάντα τὸ περιτετειχισμένα
σου οἰχήσεται· ὡς ἄρχων Σαλαμὰν
ἐκ τοῦ οἴκου τοῦ Ἱεροβάαλ,
ἐν ἡμέραις πολέμου μητέρα ἐπὶ
τέκνοις ἠδάφισαν. |
14
Θὰ ἀνορθωθῇ καὶ θὰ ἐπέλθῃ
καταστροφὴ ἐναντίον τοῦ λαοῦ
σου. Ὅλα τὰ ὀχυρώματά σου, φρούρια
καὶ πόλεις, θὰ ἐξαφανισθοῦν
κατεστραμμένα. Θὰ συμβῇ ὅ,τι καὶ
μὲ τὸν ἄρχοντα Σαλαμάν, τὸν
καταγόμενον ἀπὸ τὸν οἶκον Ἱεροβάαλ,
ὁ ὁποῖος ἐν καιρῷ πολέμου
συνέτριψεν εἰς τὸ ἔδαφος κεφαλὰς
μητέρων καὶ τέκνων.
|
14
Ὅμως τὸ ἀποτέλεσμα ὅλων αὐτῶν
θὰ εἶναι ἐντελῶς ἀντίθετον.
Διότι τὸν πολυάριθμον καὶ πολεμιστὴν
λαόν σου μὲ τὰ πολεμικά του ἅρματα
θὰ τὸν εὕρῃ ἔκδηλος καταστροφή,
καὶ ὅλες οἱ ὠχυρωμένες πόλεις,
τὰ τείχη καὶ τὰ φρούρια θὰ ἀφανισθοῦν.
Καθὼς ὁ ἄρχων Σαλαμὰν ἀπὸ
τὸν οἶκον τοῦ Ἱεροβάαλ ἐν
καιρῷ πολέμου συνέτριψεν εἰς τὸ ἔδαφος
τὶς κεφαλὲς τῶν μητέρων μαζὶ μὲ
τὰ τέκνα των, |
15
Οὕτως ποιήσω ὑμῖν, οἶκος
τοῦ Ἰσραήλ, ἀπὸ προσώπου
ἀδικίας κακιῶν ὑμῶν.
|
15
Τὰ ἴδια θὰ κάμω καὶ ἐγὼ
ἐναντίον σας, ὦ Ἰσραηλῖται,
ἐξ αἰτίας τῶν ἀδικιῶν
καὶ κακιῶν σας. |
15
ἔτσι θὰ κάμω καὶ εἰς σᾶς, λαὲ
τοῦ Ἰσραήλ, ἕνεκα τῶν πολλῶν
ἀδικιῶν καὶ τῶν μεγάλων κακιῶν
σας. |