Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ἱέ,
φυλάσσε ἐμοὺς λόγους, τὰ δὲ
ἐμὰς ἐντολὰς κρύψον παρὰ
σεαυτῷ. Υἱέ, τίμα τὸν Κύριον,
καὶ ἰσχύσεις, πλὴν δὲ αὐτοῦ
μὴ φοβοῦ ἄλλον. |
αιδί
μου, φύλαττε τοὺς λόγους μου, καὶ
κρύψε ὡς πολύτιμον θησαυρὸν μέσα
εἰς τὴν καρδίαν σου τὰς ἐντολάς
μου. Παιδί μου, νὰ σέβεσαι τὸν Κύριον
καὶ θὰ ἀποκτήσῃς ἔτσι
δύναμιν. Ἐκτὸς δὲ ἀπὸ
αὐτὸν μὴ φοβῆσαι κανένα ἄλλον.
|
αιδί
μου, φύλαττε μὲ ἐπιμέλειαν καὶ ἀκρίβειαν
τὰ λόγια μου καὶ κρύψε εἰς τὰ βάθη
τοῦ ἑαυτοῦ σου τὰς ἐντολάς μου.
Παιδί μου, νὰ σέβεσαι τὸν Θεὸν καὶ
θὰ ἐνισχύεσαι καὶ θὰ ἐνδυναμώνεσαι
ἀπὸ αὐτόν. Ἐκτὸς δὲ ἀπὸ
τὸν Θεὸν μὴ φοβῆσαι κανένα ἄλλον.
|
2
Φύλαξον ἐμᾶς ἐντολάς, καὶ
βιώσεις, τοὺς δὲ ἐμοὺς λόγους
ὥσπερ κόρας ὀμμάτων· |
2
Φύλαττε τὰς ἐντολάς μου καὶ
θὰ ζήσῃς εἰρηνικὸς καὶ
ἀσφαλής. Πρόσεξε δὲ καὶ φύλαξε
τὰ λόγιά μου, ὅπως προφυλάσσεις
τὴν κόρην τῶν ὀφθαλμῶν σου.
|
2
Φύλαξε τὰς ἐντολάς μου καὶ θὰ ζήσῃς
εἰρηνικὸς καὶ εὐτυχισμένος. Πρόσεχε
δὲ εἰς τὰ λόγια μου καὶ φύλαττε
αὐτά, ὅπως προφυλάττεις τὶς κόρες τῶν
ματιῶν σου, δηλαδὴ ὡς τὸ πλέον ἀγαπητὸν
καὶ τὸ πλέον ἄξιον προφυλάξεως πρᾶγμα.
|
3
περίθου δὲ αὐτοὺς σοῖς δακτύλοις,
ἐπίγραψον δὲ ἐπὶ τὸ πλάτος
τῆς καρδίας σου. |
3
Φόρεσέ τα ὡσὰν δακτυλίδια εἰς
τὰ δάκτυλά σου. Γράψε τα εἰς
ὅλον τὸ πλάτος τῆς καρδίας σου.
|
3
Βάλε τοὺς λόγους μου σὰν δακτυλίδι εἰς
τὰ δάκτυλά σου, διὰ νὰ τοὺς βλέπῃς
συχνὰ καὶ νὰ μὴ τοὺς λησμονῇς,
γράψε τους δὲ καὶ χάραξέ τους βαθιὰ
εἰς τὸ πλάτος τῆς καρδίας σου.
|
4
Εἶπον τὴν σοφίαν σὴν ἀδελφὴν
εἶναι, τὴν δὲ φρόνησιν γνώριμον
περιποίησαι σεαυτῷ· |
4
Ὀνόμασε τὴν σοφίαν ἀδελφήν
σου, καὶ περίβαλέ την μὲ ἀδελφικὴν
ἀγάπην. Τὴν δὲ σύνεσιν καὶ
ὀρθοφροσύνην κατάστησέ την στενὴν
γνώριμόν σου. Ἀπόκτησέ την ὡς
ἰδικήν σου περιουσίαν,
|
4
Εἰπὲ εἰς τὴν οὐράνιον σοφίαν
ὅτι εἶναι ἀδελφή σου, κατάστησε
δὲ τὴν φρονιμάδα καὶ τὴν σύνεσιν στενὴν
καὶ γνώριμόν σου καὶ κάμε την κτῆμα
ἰδικόν σου. |
5
῞Ινα σε τηρήσῃ ἀπὸ γυναικὸς
ἀλλοτρίας καὶ πονηρᾶς, ἐὰν
σε λόγοις τοῖς πρὸς χάριν ἐμβάλληται.
|
5
διὰ νὰ σὲ προφυλάξῃ καὶ
σὲ διατηρήσῃ καθαρὸν ἀπὸ
ξένην πονηρὰν καὶ φαύλην γυναῖκα,
ὅταν αὐτὴ μὲ γλυκόλογα θὰ
σοῦ ἐπιτίθεται. |
5
Διὰ νὰ σὲ προφυλάξῃ ἀπὸ
ξένην καὶ πονηρὰν γυναῖκα, ὅταν αὐτὴ
σοῦ ἐπιτίθεται μὲ λόγια κολακευτικά.
|
6
Ἀπὸ γὰρ θυρίδος ἐκ τοῦ
οἴκου αὐτῆς εἰς τὰς πλατείας
παρακύπτουσα, |
6
Διότι αὐτὴ σκύβει διαρκῶς ἀπὸ
τὸ παράθυρον τῆς οἰκίας της
καὶ παρατηρεῖ εἰς τὰς πλατείας.
|
6
Διότι ἡ φαύλη γυναῖκα κάθεται διαρκῶς εἰς
τὸ παράθυρον τοῦ σπιτιοῦ της καὶ
ἀπὸ ἐκεῖ σκύβει καὶ κυττάζει
ἔξω πρὸς τὰς πλατείας,
|
7
ὃν ἂν ἴδῃ τῶν ἀφρόνων
τέκνων νεανίαν ἐνδεῆ φρενῶν,
|
7
Ὅποιον δὲ τυχὸν θὰ ἰδῇ
ἀπὸ τοὺς νεαροὺς ἀπερισκέπτους,
κανένα ἄμυαλον νεανίαν,
|
7
καὶ ὅποιον ἰδῇ ἀπὸ τὰ
ἄμυαλα παιδιά, νέον ἀσύνετον, πτωχὸν
ἀπὸ μυαλά, |
8
παραπορευόμενον παρὰ γωνίαν ἐν διόδοις
οἴκων αὐτῆς καὶ λαλοῦντα
|
8
νὰ διέρχεται ἀπὸ τὸν δρόμον
καὶ τὴν γωνίαν τοῦ σπιτιοῦ της,
νὰ σιγοτραγουδῇ καὶ νὰ μονολογῇ
|
8
ὁ ὁποῖος περνᾷ ἐπίτηδες ἀπὸ
τὴν γωνίαν καὶ τὴν πάροδον τοῦ σπιτιοῦ
της καὶ ὁ ὁποῖος σιγοτραγουδᾷ
|
9
ἐν σκότει ἑσπερινῷ, ἡνίκα
ἂν ἡσυχία νυκτερινὴ ᾖ καὶ
γνοφώδης, |
9
εἰς βραδυνὸ σκοτάδι, ποὺ ἀρχίζει
ἡ νυκτερινὴ ἡσυχία νὰ ἐπικρατῇ
ἢ νὰ πέφτῃ ἡ ὁμίχλη,
|
9
εἰς τὸ βραδυνὸ σκοτάδι, ὁπότε ἀρχίζει
ἡ ἡσυχία λόγῳ τοῦ σκότους ἢ
τῆς ὁμίχλης, |
10
ἡ δὲ γυνὴ συνανᾷ αὐτῷ,
εἶδος ἔχουσα πορνικόν, ἣ ποιεῖ
νέων ἐξίπτασθαι καρδίας. |
10
τότε αὐτὴ ἡ γυναῖκα πηγαίνει
νὰ τὸν συναντήσῃ μὲ προκλητικὸν
πορνικὸν στολισμὸν καὶ τρόπον. Ἔτσι
δὲ σκανδαλίζει καὶ ἐξάπτει τὰς
πονηρὰς ἐπιθυμίας τῆς καρδίας
τῶν νέων.
|
10
καὶ ἰδοὺ ἡ φαύλη γυναῖκα, ἡ
ὁποία καιροφυλακτεῖ εἰς τὸ παράθυρόν
της, τρέχει καὶ τὸν σνναντᾷ ντυμένη μὲ
τὸν προκλητικὸν πορνικόν της στολισμόν,
καὶ ἔτσι ξεσηκώνει τὰ μυαλὰ τῶν
νέων. |
11
Ἀνεπτερωμένη δέ ἐστι καὶ ἄσωτος,
ἐν οἴκῳ δὲ οὐχ ἠσυχάζουσιν
οἱ πόδες αὐτῆς· |
11
Κινεῖται δὲ σὰν νὰ ἔχῃ
πτερὰ ἡ ἄσωτος αὐτὴ γυναῖκα,
διὰ νὰ ἁρπάσῃ τὰ θύματά
της. Τὰ πόδια της ποτὲ δὲν ἠσυχάζουν
εἰς τὸ σπίτι της, διότι πάντοτε
τρέχει εἰς ἀναζήτησιν τῶν θυμάτων
της. |
11
Ἡ γυναῖκα δὲ αὐτὴ εὑρίσκεται
εἰς συνεχῆ κίνησιν ἐξ αἰτίας τῆς
ἀσωτίας της. Τὰ πόδια της οὐδέποτε ἠσυχάζουν
εἰς τὸ σπίτι της, ἐπειδὴ πάντοτε ἀναζητεῖ
καὶ νέους φίλους - θύματά της.
|
12
χρόνον γὰρ τινα ἔξω ρέμβεται, χρόνον
δὲ ἐν πλατείαις παρὰ πᾶσαν γωνίαν
ἐνεδρεύει. |
12
Ἄλλοτε μὲν ρεμβάζει καὶ καταστρώνει
δόλια σχέδια, ἄλλοτε δὲ πάλιν
ἐνεδρεύει εἰς κάθε γωνίαν, διὰ
νὰ συλλάβῃ τὰ θύματά της.
|
12
Δι’ αὐτὸ ἄλλοτε μὲν ρεμβάζει ἐπὶ
χρόνον τινὰ καὶ καταστρώνει μὲ τὸν
διεφθαρμένον νοῦν της πονηρὰ σχέδια, ἄλλοτε
δὲ κατ’ ἄλλην ὥραν ἐνεδρεύει εἰς
κάθε γωνίαν διὰ νὰ εὕρῃ καὶ
συλλάβῃ τὸ θήραμά της.
|
13
Εἶτα ἐπιλαβομένη ἐφίλησεν αὐτόν,
ἀναιδεῖ δὲ προσώπῳ προσεῖπεν
αὐτῷ· |
13
Καὶ ἀφοῦ συναντήσῃ τὸν
ἀσύνετον νεαρόν, τὸν ἀγκαλιάζει,
τὸν φιλεῖ μὲ μεγάλην ἀδιαντροπιὰν
καὶ λέγει πρὸς αὐτόν·
|
13
Ἔπειτα, ἀφοῦ ἡ φαύλη γυναῖκα
ἁρπάσῃ τὸν ἄμυαλον νέον, τὸν
φιλεῖ μέσα εἰς τὸν δρόμον καὶ μὲ
πολλὴν ἀναίδειαν καὶ ἀδιάντροπον
πρόσωπον τοῦ λέγει: |
14
θυσία εἰρηνική μοί ἐστι, σήμερον
ἀποδίδωμι τὰς εὐχάς μου·
|
14
<Σήμερα, ἐπειδὴ εἰσηκούσθησαν
αἱ προσευχαί μου, προσέφερα θυσίαν
εὐχαριστίας πρὸς τὸν Θεὸν καὶ
ἐξεπλήρωσα ἔτσι τὰ τάματά
μου. |
14
Σήμερον εἶναι ἡμέρα, ποὺ προσέφερα
θυσίαν εἰρηνικήν, σήμερα ἐξεπλήρωσα τὸ τάξιμό
μου εἰς τὸν Θεόν, ἐπειδὴ εἰσηκούσθησαν
ἀπὸ αὐτὸν αἱ προσευχαί μου·
|
15
ἕνεκα τούτου ἐξῆλθον εἰς συνάντησίν
σοι, ποθοῦσα τὸ σὸν πρόσωπον εὕρηκά
σε. |
15
Διὰ τοῦτο ἐβγῆκα ἀπὸ τὸ
σπίτι μου νὰ σὲ συναντήσω. Ἐπειδὴ
ἐπόθησα τὸ ὡραῖον πρόσωπόν
σου καὶ ἰδοὺ σὲ εὐρῆκα.
|
15
καὶ τὰ περισσεύματα τῆς θυσίας, ποὺ
προσέφερα, εἶναι ἄφθονα, διὰ τοῦτο
ἐβγῆκα νὰ σὲ συναντήσω, καὶ
ἐπειδὴ λαχταρῶ διὰ τὸ ὡραῖον
πρόσωπόν σου, σὲ εὑρῆκα.
|
16
Κειρίαις τέτακα τὴν, κλίνην μου, ἀμφιτάποις
δὲ ἔστρωκα τοῖς ἀπ' Αἰγύπτου·
|
16
Μὲ κορδέλλες ἔχω στολίσει τὸ
κρεββάτι μου, τὸ ἔχω στρώσει μὲ
κροσσωτούς, καὶ ἀπὸ τὰς δύο
πλευράς, τάπητας τῆς Αἰγύπτου.
|
16
Μὲ κλινοσκεπάσματα καὶ προσκεφάλαια παχιὰ
ἐτοίμασα τὸ κρεββάτι μου καὶ μαλακὰ
αἰγυπτιακὰ χαλιὰ ἔχω στρώσει καὶ
ἀπὸ τὰ δύο μέρη. |
17
διέρραγκα τὴν κοίτην μου κροκίνῳ,
τὸν δὲ οἶκόν μου κινναμώμῳ·
|
17
Μὲ ἀρωματικὸν ἐρυθροκίτρινον
κρόκον ἔχω ραντίσει τὸ κρεββάτι
μου καὶ ὅλην μου τὴν οἰκίαν
τὴν ἐρράντισα μὲ τὸ ἄρωμα
τῆς κανέλλας.
|
17
Ἔχω ραντίσει μὲ μαλακὰ φύλλα τοῦ ἐρυθροκιτρίνου
κρόκου τὸ κρεββάτι μου, καὶ τὸ σπίτι μου
μὲ τὸ ἀρωματώδες κιννάμωμον (κανέλλαν)
διὰ νὰ εὐωδιάζῃ·
|
18
ἐλθὲ καὶ ἀπολαύσωμεν φιλίας
ἕως ὄρθρου, δεῦρο καὶ ἐγκυλισθῶμεν
ἔρωτι· |
18
Ἔλα, λοιπόν, νὰ ἀπολαύσωμεν
τὴν φιλίαν μας ἕως εἰς τὰ ξημερώματα.
Ἔλα νὰ κυλισθῶμεν μέσα εἰς τὸν
ἔρωτά μας.
|
18
ἔλα νὰ ἀπολαύσωμεν καὶ νὰ χαροῦμε
τὴν ἀγάπην μας μέχρι τὰ ἐξημερώματα
καὶ νὰ κυλισθοῦμε κυριολεκτικῶς μέσα
εἰς τὸν ἔρωτά μας.
|
19
οὐ γὰρ πάρεστιν ὁ ἀνήρ
μου ἐν οἴκῳ, πεπόρευται δὲ ὁδὸν
μακρὰν |
19
Ὁ σύζυγός μου ἀπουσιάζει, δὲν
εὑρίσκεται εἰς τὸ σπίτι. Ἔχει
ἀναχωρήσει γιὰ μακρυνὸ ταξίδι.
|
19
Κανεὶς δὲν πρόκειται νὰ μᾶς ἰδῇ,
διότι δὲν εἶναι εἰς τὸ σπίτι ὁ
ἄνδρας μου· ἔχει πάει εἰς μακρινὸν
τόπον δι’ ἐμπορικὰς ὑποθέσεις του.
|
20
ἔνδεσμον ἀργυρίου λαβὼν ἐν χειρὶ
αὐτοῦ, δι' ἡμερῶν πολλῶν ἐπανήξει
εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ.
|
20
Ἐπῆρε εἰς τὰ χέρια του βαλάντιον
γεμᾶτο χρήματα καὶ ὕστερα ἀπὸ
πολλὰς ἡμέρας θὰ ἐπανέλθῃ
εἰς τὸ σπίτι του>.
|
20
Ἐπῆρε μαζί του κομπόδεμα μὲ πολλὰ
χρήματα καὶ θὰ ἐπιστρέψῃ εἰς
τὸ σπίτι του ὕστερα ἀπὸ πολλὰς
ἡμέρας. |
21
Ἀπεπλάνησε δὲ αὐτὸν πολλῇ
ὁμιλίᾳ βρόχοις τε τοῖς ἀπὸ
χειλέων ἐξώκειλεν αὐτόν.
|
21
Ἔτσι δὲ ἡ δολία καὶ φαύλη
αὐτὴ γυναῖκα τὸν ἀπεπλάνησε
μὲ τὰ παραπλανητικὰ γλυκόλογά
της. Ὡσὰν μὲ δίκτυα, ποὺ βγῆκαν
ἀπὸ τὰ χείλη της, ἐξεγέλασε
τὸν ἀνόητον νέον καὶ τὸν
ἔκαμε νὰ ἐξοκείλῃ πρὸς
τὸ κακόν, ὅπως πέφτει ἔξω τὸ
πλοῖον καὶ ναυαγεῖ εἰς τὴν βραχώδη
ἀκτήν.
|
21
Ἔτσι ἡ πόρνη γυναῖκα μὲ τὰ πολλά
της λόγια καὶ μὲ τὴν ἀπατηλὴν
ὁμιλίαν τῶν χειλέων της, ποὺ μοιάζει μὲ
βρόχους, παρεπλάνησε τὸν ἄμυαλον νέον καὶ
τὸν ἔκαμε νὰ ἐξοκείλῃ.
|
22
Ὁ δὲ ἐπηκολούθησεν αὐτῇ
κεπφωθείς, ὥσπερ δὲ βοῦς ἐπὶ
σφαγὴν ἄγεται καὶ ὥσπερ κύων
ἐπὶ δεσμοὺς |
22
Αὐτὸς δέ, ὡσὰν τὸ ἠλίθιον
θαλασσοποῦλι κέπφος ποὺ παρασύρεται
ἀπὸ τὸν ἄνεμον, τὴν ἠκολούθησεν
ἀνοήτως. Ἔτσι δὲ σύρεται ὁ
ταλαίπωρος ὡσὰν τὸ βόϊδι ποὺ
ὁδηγεῖται πρὸς τὸ σφαγεῖον,
καὶ ὡσὰν τὸ σκυλὶ τὸ δεμένο
ἀπὸ τὴν ἁλυσίδα του.
|
22
Αὐτὸς δὲ ὁ ἀνόητος τὴν
ἠκολούθησε βλακωδῶς, ὅπως τὸ
πτηνὸν κέπφος, τὸ ὁποῖον τρέχει πρὸς
τὴν παγίδα, ἂν καὶ βλέπει νὰ συλλαμβάνωνται
ἀπὸ αὐτὴν ἄλλοι σύντροφοί του·
καὶ ὅπως σύρεται τὸ ἀνύποπτον βόδι
εἰς τὴν σφαγὴν καὶ τὸ σκυλὶ
εἰς τὴν ἁλυσίδα |
23
ἢ ὡς ἔλαφος τοξεύματι πεπληγὼς
εἰς τὸ ἧπαρ, σπεύδει δὲ ὥσπερ
ὄρνεον εἰς παγίδα, οὐκ εἰδὼς
ὅτι περὶ ψυχῆς τρέχει.
|
23
Ἢ ὡσὰν ἐλάφι, τὸ ὁποῖον
ἐπληγώθη μὲ τόξον εἰς τὸ
συκώτι, σπεύδει ὁ ταλαίπωρος αὐτὸς
νέος, ὡσὰν τὸ πτηνὸν εἰς
τὴν παγίδα, χωρὶς νὰ γνωρὶζῃ
ὅτι διατρέχει ἄμεσον τὸν κίνδυνον
νὰ χάσῃ καὶ ζωὴν καὶ ψυχήν.
|
23
ἢ ὅπως πιάνεται τὸ ἐλάφι τὸ
πληγωμένον μὲ τόξον εἰς τὸ συκώτι·
τρέχει δὲ ὁ ἀνόητος κοντά της, ὅπως
τὸ πουλὶ εἰς τὴν παγίδα, χωρὶς
νὰ γνωρίζῃ ὅτι πρόκειται περὶ ἀπωλείας
τῆς ἀθανάτου ψυχῆς του.
|
24
Νῦν οὖν, υἱέ, ἄκουέ μου
καὶ πρόσεχε ρήμασι στόματός
μου· |
24
Τώρα, λοιπόν, παιδί μου, ἄκουσέ
με, πρόσεξε τὰ λόγια τοῦ στόματός
μου. |
24
Τώρα λοιπόν, παιδί μου, ὕστερα ἀπὸ αὐτὰ
ποὺ σοῦ εἶπα, ἄκουσέ με καὶ
πρόσεχε τὰ λόγια τοῦ στόματός μου:
|
25
μὴ ἐκκλινάτω εἰς τὰς ὁδοὺς
αὐτῆς ἡ καρδία σου,
|
25
Ἂς μὴ παρασυρθῇ καὶ ἂς μὴ
ἀκολουθήσῃ ἡ καρδία σου τοὺς
δρόμοὺς τῆς φαύλης αὐτῆς
γυναικός.
|
25
Ἂς μὴ παρασυρθῇ ἡ θέλησίς σου εἰς
τοὺς ἁμαρτωλοὺς δρόμους τῆς μοιχαλίδος
γυναικός, |
26
πολλοὺς γὰρ τρώσασα καταβέβληκε, καὶ
ἀναρίθμητοι εἰσιν οὕς πεφόνευκεν·
|
26
Διότι αὐτὴ πολλούς, ἀφοῦ
τοὺς ἐπλήγωσε, τοὺς ἔρριξε κάτω.
Ἀναρίθμητοι δὲ εἶναι ἐκεῖνοι,
τοὺς ὁποίους ἔχει φονεύσει.
|
26
διότι αὐτὴ πολλοὺς ἀνθρώπους, ἀφοῦ
τοὺς ἐπλήγωσε, τοὺς ἔρριξε κάτω ἐξευτελισμένους
καὶ ἀχρήστους, καὶ ἀναρίθμητοι εἶναι
ἐκεῖνοι, τοὺς ὁποίους ἐθανάτωσε
ψυχικῶς. |
27
Ὁδοὶ ᾅδου ὁ οἶκος αὐτῆς
κατάγουσαι εἰς τὰ ταμεῖα τοῦ
θανάτου. |
27
Τὸ σπίτι της εἶναι δρόμος τοῦ
ᾅδου, ποὺ κρημνίζει τὰ θύματά
της εἰς τὰς σκοτεινὰς περιοχὰς τοῦ
θανάτου. |
27
Τὸ σπίτι της εἶναι δρόμοι τοῦ Ἅδου,
οἱ ὁποῖοι ὁδηγοῦν τὸν
ἄνθρωπον εἰς τὰ σκοτεινὰ μέρη τοῦ
αἰωνίου θανάτου. |