Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ἱρετώτερον
ὄνομα καλὸν ἢ πλοῦτος πολύς,
ὑπὲρ δὲ ἀργύριον καὶ χρυσίον
χάρις ἀγαθή. |
ροτιμότερον
εἶναι τὸ καλὸν ὄνομα, ἡ καλὴ
ὑπόληψις, ἀπὸ τὸν πολὺν
πλοῦτον. Ἀνωτέρα δὲ ἀπὸ
τὸ ἀργύριον καὶ τοὺς ἄλλους
θησαυροὺς εἶναι ἡ ἀγαθὴ καὶ
εὐμενὴς διάθεσις τῆς καρδίας.
|
ἶναι
προτιμότερον τὸ καλὸν ὄνομα, παρὰ
ὁ πολὺς πλοῦτος. Παραπάνω δὲ ἀπὸ
τὰ ἀργυρᾶ καὶ χρυσᾶ νομίσματα
εἶναι ἡ καλὴ φήμη καὶ ἡ καλὴ
ὑπόληψις. |
2
Πλούσιος καὶ πτωχὸς συνήντησαν ἀλλήλοις,
ἀμφοτέρους δὲ ὁ Κύριος ἐποίησε.
|
2
Πλούσιοι καὶ πτωχοὶ ὑπάρχουν
καὶ ζοῦν πάντοτε κοντὰ ὁ ἕνας
μὲ τὸν ἄλλον. Καὶ τοὺς δύο
ὁ Κύριος τοὺς ἔκαμε.
|
2
Ὁ πλούσιος καὶ ὁ πτωχὸς συναντῶνται,
διότι ὁ ἕνας δὲν ἠμπορεῖ νὰ
κάμῃ χωρὶς τὸν ἄλλον· ὁ
ἕνας εἶναι ἀπαραίτητον συμπλήρωμα τοῦ
ἄλλου. Καὶ τοὺς δύο δὲ ἐδημιούργησεν
ὁ Θεός. |
3
Πανοῦργος ἱδὼν πονηρὸν τιμωρούμενον
κραταιῶς αὐτὸς παιδεύεται, οἱ
δὲ ἄφρονες παρελθόντες ἐζημιώθησαν.
|
3
Ὁ συνετὸς ἄνθρωπος, ὅταν βλέπῃ
τὸν κακὸν νὰ τιμωρῆται καὶ μάλιστα
αὐστηρῶς, παιδαγωγεῖται ὁ ἴδιος
καὶ συνετίζεται περισσότερον. Οἱ δὲ
ἄφρονες, ἀντιπαρερχόμενοι μὲ ἀδιαφορίαν
κάτι τέτοια γεγονότα, βλάπτονται οἱ
ἴδιοι.
|
3
Ὁ ἔξυπνος ἄνθρωπος, ὅταν βλέπῃ
τὸν πονηρὸν νὰ τιμωρῆται, παιδαγωγεῖται
σπουδαίως καὶ ἰσχυρῶς, οἱ ἄφρονες
ὅμως, ἐπειδὴ προσέβλεψαν μὲ ἀδιαφορίαν
πρὸς τὴν παιδαγωγίαν αὐτήν, ἐβλάβησαν,
διότι δὲν ἐχρησιμοποίησαν τὸ πάθημα τῶν
ἄλλων ὡς μάθημα ίδικόν των.
|
4
Γενεὰ σοφίας φόβος Κυρίου καὶ
πλοῦτος καὶ δόξα καὶ ζωή.
|
4
Καρπὸς τῆς ἀληθινῆς σοφίας εἶναι
ὁ φόβος τοῦ Κυρίου. Εἶναι ἐπὶ
πλέον ὁ πλοῦτος, ἡ δόξα καὶ
ἡ ζωή.
|
4
Ἀπόγονοι καὶ καρποὶ τῆς σοφίας εἶναι
ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, ὁ πλοῦτος,
ἡ δόξα, ἡ μακροζωΐα καὶ ἡ μετὰ
θάνατον εὐτυχὴς ζωή. |
5
Τρίβολοι καὶ παγίδες ἐν ὁδοῖς
σκολιαῖς, ὁ δὲ φυλάσσων τὴν
ἑαυτοῦ ψυχὴν ἐφέξεται αὐτῶν.
|
5
Τριβόλια, ἀγκάθια καὶ παγίδες
εἶναι σκορπισμένα εἰς τοὺς δρόμους
τῶν διεστραμμένων ἀνθρώπων. Ἐκεῖνος
ὅμως ποὺ θέλει νὰ προφυλάξῃ
τὴν ψυχήν του ἀπὸ αὐτὰ
θὰ φύγῃ μακρυὰ ἀπὸ τοὺς
διεστραμμένους δρόμους τῶν πονηρῶν.
|
5
Ἀγκάθια, παγίδες καὶ σκάνδαλα εἶναι στρωμένα
εἰς τοὺς διεστραμμένους δρόμους τῆς κακίας,
ἐκεῖνος δι' ποὺ ἐπιθυμεῖ νὰ
προφυλάξῃ τὴν ψυχήν του, θὰ φύγῃ μακριὰ
ἀπὸ τοὺς ὀλεθρίους αὐτοὺς
δρόμους. |
7
Πλούσιοι πτωχῶν ἄρξουσι, καὶ οἰκέται
ἰδίοις δεσπόταις δανειοῦσιν.
|
7
Οἱ πλούσιοι μὲ τὴν δύναμιν τοῦ
χρήματός των θὰ γίνουν ἄρχοντες
τῶν πτωχῶν. Δὲν ἀποκλείεται
ὅμως τέτοιοι ἄδικοι πλούσιοι νὰ
ξεπέσουν καὶ νὰ πτωχύνουν, ὥστε
νὰ ζητήσουν καὶ νὰ πάρουν δάνεια
ἀπὸ τοὺς τέως ὑπηρέτας
των.
|
7
Ὁ Ἀνθρώπινος βίος εἶναι τόσον ἄστατος,
ὥστε οἱ πλούσιοι θὰ κυριαρχήσουν τῶν
πτωχῶν μὲ τὸ χρῆμα των, ἀλλὰ
καὶ οἱ ὑπηρέται τοιούτων ἀδίκων πλουσίων
θὰ πλουτίσουν τόσον, ὥστε νὰ δανείσουν τοὺς
κυρίους των, οἱ ὁποῖοι ἐν τῷ
μεταξὺ θὰ πτωχύνουν. |
8
Ὁ σπείρων φαῦλα θερίσει κακά,
πληγὴν δὲ ἔργων αὐτοῦ συντελέσει.
|
8
Ἐκεῖνος ποὺ σπείρει φαυλότητας,
θὰ θερίσῃ ἀναρίθμητα κακά.
Συνέπεια δὲ καὶ κατάντημα τῶν
πονηρῶν του ἔργων θὰ εἶναι αἱ
τιμωρίαι, τὰς ὁποίας θὰ ὑποστῇ
ἐκ μέρους Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων.
|
8
Ἐκεῖνος ποὺ σπείρει ἁμαρτίας, θὰ
θερίσῃ ἀτελείωτα κακά, θὰ πληρώσῃ
δὲ καὶ θὰ ἐξοφλήσῃ ὁλόκληρον
τὴν τιμωρίαν τῶν πονηρῶν ἔργων, τὰ
ὁποῖα διέπραξεν. |
8α
Ἄνδρα ἱλαρὸν καὶ δότην εὐλογεῖ
ὁ Θεός, ματαιότητα δὲ ἔργων
αὐτοῦ συντελέσει. |
8α
Ὁ Θεὸς στέλλει τὰς εὐλογίας
του εἰς ἄνθρωπον πρᾷον, γλυκὺν καὶ
ἐλεήμονα. Θὰ ἐξαλείψῃ
δὲ κάθε μάταιον ἔργον, τὸ ὁποῖον
ἐνδεχομένως αὐτὸς ἔχει διαπράξει.
|
8α
Ὁ Θεὸς εὐλογεῖ τὸν ἄνθρωπον,
ὁ ὁποῖος ἐλεεῖ μὲ καλωσύνην
καὶ προθυμίαν, θὰ σβήσῃ δὲ κάθε μάταιον
ἔργον, κάθε ἁμαρτίαν δηλαδή, τὴν ὁποίαν
ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς διέπραξεν.
|
9
Ὁ ἐλεῶν πτωχὸν αὐτὸς διατραφήσεται,
τῶν γὰρ ἑαυτοῦ ἄρτων ἔδωκε
τῷ πτωχῷ. |
9
Ἐκεῖνος ποὺ ἐλεεῖ τὸν
πτωχόν, θὰ διατραφῇ πλουσίως
ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ δὲν θὰ
πεινάσῃ. Τοῦτο δέ, διότι ἔδωκεν
εἰς τὸν πτωχὸν καὶ πεινῶντα
ἀπὸ τὸ ἴδιο
του τὸ ψωμί.
|
9
Ἐκεῖνος ποὺ ἐλεεῖ τὸν
πτωχόν, θὰ διατραφῇ καὶ δὲν θὰ
πεινάσῃ, διότι ἔδωκεν εἰς τὸν πτωχὸν
ἐξ ἀγάπης, καὶ ὄχι ἀπὸ
τὰ πλεονάσματά του, ἀλλ’ ἀπὸ αὐτὸ
τὸ ψωμί του καὶ τὸ ὑστέρημά του·
τὸν ἐλεήμονα αὐτὸν ἄνθρωπον
ὁ Θεὸς δὲν θὰ τὸν ἐγκαταλείψῃ.
|
9α
Νίκην καὶ τιμὴν περιποιεῖται ὁ
δῶρα δούς, τὴν μέντοι ψυχὴν
ἀφαιρεῖται τῶν κεκτημένων.
|
9α
Κερδίζει καὶ ἀποκτᾷ νίκην
καὶ δόξαν ἐκεῖνος, ποὺ δίδει
φιλοδωρήματα, διότι ἔτσι ἀπαλλάσσει
τὴν ψυχήν του ἀπὸ τὴν προσκόλλησιν
πρὸς τὰ ἀγαθά, τὰ ὁποῖα
ἔχει. |
9α
Ἐκεῖνος ποὺ δωροδοκεῖ τοὺς δικαστάς,
καὶ μεροληπτοῦν ὑπὲρ αὐτοῦ,
φαίνεται ὅτι κερδίζει νίκην καὶ τιμήν·
ἀλλ’ ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς
ἀφαιρεῖ τὸ αἷμα καὶ τὴν
ζωὴν ἐκείνων, εἰς τοὺς ὁποίους
ἀνῆκαν ὅλα ἐκεῖνα, τὰ
ὁποῖα ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς
σφετερίζεται. |
10
Ἔκβαλε ἐκ συνεδρίου λοιμόν, καὶ
συνεξελεύσεται αὐτῷ νεῖκος· ὅταν
ὅταν γὰρ καθίσῃ ἐν συνεδρίῳ,
πάντας ἀτιμάζει. |
10
Διῶξε ἀπὸ τὰς συγκεντρώσεις
τὸν αὐθάδη
καὶ ἐριστικὸν καὶ μαζῆ
μὲ αὐτὸν θὰ ἐξέλθῃ
καὶ θὰ φύγῃ ἡ φιλονεικία.
Διότι ὅταν ἕνας τέτοιος παρακάθηται
εἰς συνέδριον, τοὺς πάντας ἐξουθενώνει
μὲ τὴν αὐθάδειάν του.
|
10
Διῶξε ἀπὸ κάθε συνέδριον τὸν χλευαστὴν
καὶ αὐθάδη, καὶ τότε θὰ φύγῃ
μαζί του καὶ ἡ φιλονικία καὶ ἡ ἀναστάτωσις.
Διότι ὅταν ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς
καθίσῃ εἰς συνέδριον, αὐθαδιάζει, ὑβρίζει
καὶ προκαλεῖ ὅλους. |
11
Ἀγαπᾷ Κύριος ὁσίας καρδίας,
δεκτοὶ δὲ αὐτῷ πάντες ἄμωμοι·
χείλεσι ποιμαίνει βασιλεύς.
|
11
Ὁ Κύριος ἀγαπᾷ τὰς ἀφωσιωμένας
εἰς αὐτὸν καρδίας,
δεκτοὶ δὲ εἰς αὐτὸν γίνονται
πάντοτε ὅλοι οἱ ἄμεμπτοι καὶ
καθαροί. Ὁ βασιλεὺς μὲ τὰ συνετὰ
καὶ καλὰ λόγια του, καὶ ὄχι
μὲ τὴν βίαν, πρέπει νὰ κυβερνᾷ
τὸν λαόν. |
11
Ὁ Θεὸς ἀγαπᾷ τὰς εὐλαβεῖς
καὶ ἀφωσιωμένας εἰς αὐτὸν καρδίας,
εἰς αὐτὸν δὲ εἶναι δεκτοὶ
καὶ ἀγαπητοὶ ὅλοι οἱ καθαροὶ
καὶ ἄμεμπτοι. Ὁ βασιλεὺς διοικεῖ
μὲ τὰς διαταγάς, ποὺ βγαίνουν ἀπὸ
τὰ χείλη του, |
12
Οἱ δὲ ὀφθαλμοὶ Κυρίου διατηροῦσιν
αἴσθησιν, φαυλίζει δὲ λόγους παράνομος.
|
12
Οἱ ὀφθαλμοὶ τοῦ Κυρίου ἄγρυπνοι
πάντοτε παρακολουθοῦν καὶ
γνωρίζουν τὰ πάντα.
Ὁ παράνομος ἄνθρωπος, ἀδιαφορεῖ
διὰ τὴν παρουσίαν αὐτὴν τοῦ
Θεοῦ καὶ καταφρονεῖ τὰ θεῖα
λόγια. |
12
Τὰ μάτια του παντεπόπτου Θεοῦ διατηροῦν
ἀμείωτον τὴν διορατικότητά των καὶ βλέπουν
τὰς προσπαθείας καὶ τοὺς ἀγῶνας
τοῦ βασιλέως, τὰς ὁποίας καταβάλλει διὰ
νὰ διοικήσῃ καλῶς τὸν λαόν του. Ὁ
ἀτίθασος ὅμως, ὁ ἀντάρτης καὶ
ἔνοχος εἰς πολλὰς παραβάσεις, περιφρονεῖ
τὰς διαταγὰς τοῦ βασιλέως αὐτοῦ.
|
13
Προφασίζεται καὶ λέγει ὀκνηρός·
λέων ἐν ταῖς ὁδοῖς, ἐν
δὲ ταῖς πλατείαις φονευταί.
|
13
Ὁ ὀκνηρός, διὰ νὰ μὴ κινηθῇ
ἀπὸ τὴν θέσιν του, ἐπινοεῖ
τὰς πλέον γελοίας προφάσεις καὶ
λέγει· <εἰς τοὺς δρόμους
εἶναι ληοντάρι, εἰς δὲ τὰς πλατείας
ἐνεδρεύουν δολοφόνοι>!
|
13
Ὁ ὀκνηρός, διὰ νὰ μὴ κινηθῇ
ἀπὸ τὴν θέσιν του, προφασίζεται καὶ
λέγει: Εἰς τοὺς δρόμους εἶναι λιοντάρι ποὺ
γυρίζει καὶ εἰς τὰς πλατείας εἶναι
δολοφόνοι. |
14
Βόθρος βαθὺς στόμα παρανόμου, ὁ
δὲ μισηθεὶς ὑπὸ Κυρίου ἐμπεσεῖται
εἰς αὐτόν. |
14
Βόθρος βαθὺς καὶ βρωμερὸς εἶναι
τὸ στόμα ἐκείνου, ποὺ παραβαίνει
τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνος
δὲ ποὺ θὰ μισηθῇ καὶ θὰ
ἐγκαταλειφθῇ ἀπὸ τὸν Κύριον,
θὰ πέσῃ μέσα εἰς αὐτόν.
|
14
Βόθρος βαθὺς καὶ βρωμερὸς εἶναι τὸ
στόμα τοῦ σαρκολάτρου ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος
περιφρονεῖ τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ, εἰς
αὐτὸν δὲ τὸν βόθρον θὰ πέσῃ
ἐκεῖνος, τὸν ὁποῖον ἐμίσησεν
ὁ Θεὸς καὶ τὸν ἐγκατέλειψε λόγῳ
τῆς κακῆς του προαιρέσεως. |
14α
Εἰσὶν ὁδοὶ κακαὶ ἐνώπιον
ἀνδρός, καὶ οὐκ ἀγαπᾷ
τοῦ ἀποστρέψαι ἀπ' αὐτῶν·
ἀποστρέφειν δὲ δεῖ ἀπὸ
ὁδοῦ σκολιᾶς καὶ κακῆς.
|
14α
Ὑπάρχουν δρόμοι κακοί, τρόποι
τῆς ζωῆς πονηροί, ἐνώπιον τοῦ
ἀνθρώπου, τοὺς ὁποίους καὶ
βλέπει. Ἐν τούτοις δὲν ἀγαπᾷ
καὶ δὲν θέλει νὰ ἀπομακρυνθῇ
ἀπὸ αὐτούς. Καὶ ὅμως ὁ
καθένας πρέπει νὰ ἀπομακρύνεται
καὶ νὰ φεύγῃ ἀπὸ τὴν
διεστραμμένην καὶ κακὴν ὁδόν.
|
14α
Ὑπάρχουν κακαὶ συνήθειαι, ἁμαρτωλαὶ
προσκολλήσεις, πάθη καταστρεπτικά, τὰ ὁποῖα
βλέπει καὶ διακρίνει ἐκεῖνος ποὺ τὰ
ἔχει, ὅταν σκεφθῇ ψυχραίμως.
Ἀναγνωρίζει
καὶ ὁ ἴδιος ὅτι ὅλα αὐτὰ
εἶναι κακά, καὶ ὅμως δὲν τοῦ
κάνει καρδιὰ νὰ ἀπομακρυνθῇ ἀπὸ
αὐτά. Πρέπει ὅμως διὰ τῆς μετανοίας
καὶ τοῦ ἀγῶνος νὰ ἀποστρέψῃ
ἀπὸ αὐτὰ τὴν καρδίαν του καὶ
νὰ φύγῃ ἀπὸ τὸν δύσβατον καὶ
ὀλέθριον αὐτὸν δρόμον.
|
15
Ἄνοια ἐξῆπται καρδίας νέου,
ράβδος δὲ καὶ παιδεία μακρὰν
ἀπ' αὐτοῦ. |
15
Ἀπερισκεψία καὶ ἐπιπολαιότης
φλογίζει καὶ ἐξάπτει τὴν καρδίαν
τοῦ νέου. Ἡ δὲ παιδαγωγικὴ ράβδος
καὶ ἡ αὐστηρὰ διαπαιδαγώγησις
ἀποκρούονται καὶ ἀποφεύγονται
ἀπὸ αὐτόν. |
15
Ἡ ἀφροσύνη καὶ ἡ ἀμυαλωσύνη
ἑξάπτει καὶ ξεσηκώνει τὸν νοῦν τοῦ
νέου, ἡ ράβδος δὲ καὶ ἡ αὐστηρὰ
παιδαγωγία ἀπωθοῦνται μακρὰν ἀπὸ
αὐτόν, ὡς ἀπαράδεκτα καὶ ἀνεπιθύμητα.
|
16
Ὁ συκοφαντῶν πένητα πολλὰ ποιεῖ
τὰ ἑαυτοῦ· δίδωσι δὲ πλουσίῳ
ἐπ' ἐλάσσονι. |
16
Ὁ πλεονέκτης πλούσιος μὲ ἀπάτας
καὶ δολιότητας ἀδικεῖ τὸν
πτωχὸν καὶ αὐξάνει
τὴν περιουσίαν του. Ἀλλὰ πολλὲς
φορὲς ἀναγκάζεται νὰ δίδῃ
εἰς ἄλλον πλουσιώτερόν του, καὶ
ἔτσι βλέπει νὰ ἐλαττώνεται ἡ
περιουσία του. |
16
Ὅποιος κλέπτει τὸν πτωχὸν μὲ συκοφαντίας
καὶ ἐκφοβισμούς, φαίνεται ὅτι αὐξάνει
τὴν περιουσίαν του. Εὑρίσκει ὅμως τὴν
ἀνταπόδοσιν διὰ τὴν ἀδικίαν του ἀπὸ
τὸν ἰσχυρότερόν του. Τὰ πράγματα ἔρχονται
ἔτσι, ὥστε ἀναγκάζεται νὰ δίδῃ
εἰς τὸν πλουσιώτερόν του τόσα, ὥστε νὰ
ἐλαττώνῃ τὴν περιουσίαν του.
|
17
Λόγοις σοφῶν
παράβαλλε σὸν
οὖς καὶ ἄκουε ἐμὸν λόγον,
τὴν δὲ σὴν καρδίαν ἐπίστησον,
ἵνα γνῷς, ὅτι καλοί εἰσι·
|
17
Πλησίασε καὶ τέντωσε τὸ αὐτί
σου, νὰ ἀκούσῃς λόγια σοφῶν
καὶ ἐναρέτων. Ἄκουε τὰ λόγια
μου. Κάμε προσεκτικὸν τὸν νοῦν σου
εἰς αὐτά, ποὺ σὲ διδάσκω,
διὰ νὰ καταλάβῃς ὅτι οἱ
λόγοι μου αὐτοὶ εἶναι καλοὶ
καὶ ὠφέλιμοι.
|
17
Βάλε τὸ αὐτί σου καὶ ἄκουε μετὰ
προσοχῆς τὰ λόγια τῶν σοφῶν καὶ
ἐναρέτων, ποὺ καθοδηγοῦνται ἀπὸ
τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ. Ἄκουε δὲ
καὶ τοὺς λόγους μου καὶ πρόσεχέ τους, διὰ
νὰ μάθῃς καὶ ἐννοήσῃς, ὅτι
εἶναι γλυκεῖς καὶ ὠφέλιμοι.
|
18
Καὶ ἐὰν ἐμβάλῃς αὐτοὺς
εἰς τὴν καρδίαν σου, εὐφρανοῦσί
σε ἅμα ἐπὶ σοῖς χείλεσιν,
|
18
Καὶ ἐὰν αὐτοὺς τοὺς λόγους
τοὺς βάλῃς καὶ τοὺς κλείσῃς
ὡς πολύτιμον θησαυρὸν εἰς τὴν
καρδίαν σου, ὥστε νὰ κανονίζουν τὴν
ζωήν σου, ἀνερχόμενοι εἰς τὰ
χείλη σου θὰ σοῦ δημιουργοῦν χαρὰν
καὶ ἰκανοποίησιν.
|
18
Καὶ ἐὰν ἐντυπώσῃς βαθιὰ
μέσα εἰς τὸν νοῦν σου τὰ λόγια μου,
ὥστε νὰ ρυθμίζουν τὴν ὅλην σου διαγωγήν,
ὅταν ὁμιλῇς πρὸς τοὺς ἄλλους
θὰ ἀνέρχωνται ἀπὸ τῆς καρδίας
εἰς τὰ χείλη σου, θὰ σὲ γεμίζουν ἀπὸ
βαθεῖαν εὐφροσύνην καὶ θὰ αἰσθάνεσαι
μεγάλην ἱκανοποίησιν διὰ τὰς συνετὰς
ἀποκρίσεις, ποὺ θὰ δίδῃς εἰς
ἑκάστην περίπτωσιν. |
19
ἵνα σου γένηται ἐπὶ Κύριον ἡ
ἐλπὶς καὶ γνωρίσῃ σοι τὴν
ὁδόν σου. |
19
Ταῦτα πράττων θὰ ἀποκτήσῃς
σταθερὰν τὴν ἐλπίδα σου ἐπὶ
τὸν Κύριον. Ὁ δὲ Κύριος θὰ
σὲ φωτίσῃ καὶ θὰ σὲ καθοδήγησῃ
νὰ γνωρίσῃς καὶ ἀκολουθήσῃς
τὴν εὐθεῖαν καὶ καλὴν πορείαν
εἰς τὸν βίον σου.
|
19
Ἄκουε αὐτά, ποὺ σοῦ λέγω, διὰ
νὰ στηριχθῇ ἡ ἐλπίδα σου εἰς
τὸν Κύριον καὶ αὐτὸς θὰ σοῦ
φανερώσῃ ποῖον δρόμον πρέπει νὰ ἀκολουθήσῃς.
|
20
Καὶ σὺ δὲ ἀπόγραψαι αὐτὰ
σεαυτῷ τρισσῶς εἰς βουλὴν καὶ
γνῶσιν ἐπὶ τὸ πλάτος τῆς
καρδίας σου. |
20
Καὶ σὺ γράψε ἐντός σου αὐτοὺς
τοὺς λόγους τρεῖς φορές, εἰς
τρεῖς θέσεις τῆς ψυχῆς σου. Εἰς
τὴν θέλησίν σου, διὰ νὰ εἶναι
ἀγαθή, εἰς τὴν γνῶσιν σου, διὰ
νὰ εἶναι ἀληθής, εἰς τὸ
πλάτος τῆς καρδίας σου ὥστε νὰ
πλημμυρίζουν ὁλόκληρον τὴν ψυχήν
σου. |
20
Καὶ σὺ γράψε τοὺς λόγους εἰς τὰς
τρεῖς δυνάμεις τῆς ψυχῆς σου· πρῶτον
εἰς τὴν θέλησίν σου, διὰ νὰ σὲ
κινοῦν πρὸς τὸ ἀγαθὸν δεύτερον
εἰς τὴν διάνοιάν σου καὶ τὸ γνωστικόν
σου, διὰ νὰ σὲ φωτίζουν καὶ τρίτον
εἰς ὅλον τὸ πλάτος τῆς καρδίας σου
καὶ τοῦ ἐπιθυμητικοῦ σου, ὥστε
νὰ πλημμυρίζουν ὁλόκληρον τὴν ψυχήν σου.
|
21
Διδάσκω οὖν σὲ ἀληθῆ λόγον
καὶ γνῶσιν ἀγαθὴν ὑπακούειν,
τοῦ ἀποκρίνεσθαί σε λόγους ἀληθείας
τοῖς προβαλλομένοις σοι. |
21
Σὲ διδάσκω, λοιπόν, λόγια ἀληθινά,
γνῶσιν ἀγαθὴν καὶ ὠφέλιμον,
εἰς τὴν ὁποίαν νὰ ὑπακούῃς,
ὥστε νὰ εἶσαι εἰς θέσιν νὰ
ἀπαντᾷς μὲ λόγια ἀληθινὰ
εἰς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι
σοῦ προβάλλουν ἀντιρρήσεις ἢ
καὶ ἀπορίας. |
21
Σὲ διδάσκω λοιπὸν λόγον ἀληθῆ καὶ
γνῶσιν ἀγαθὴν καὶ ὠφέλιμον,
διὰ νὰ ὑπακούῃς καὶ ὑποτάσσεσαι
εἰς αὐτήν, ὥστε νὰ εἶσαι εἰς
θέσιν νὰ ἀπαντᾷς μὲ ἐπιχειρήματα
ἀληθινὰ καὶ ὀρθὰ εἰς ἐκείνους,
ποὺ σοῦ προβάλλουν ἀπορίας, ἐρωτήσεις
καὶ ἀντιρρήσεις. |
22
Μὴ ἀποβιάζου πένητα, πτωχὸς
γάρ ἐστι, καὶ μὴ ἀτιμάσῃς
ἀσθενῆ ἐν πύλαις·
|
22
Μὴ ἁρπάζῃς ἀπὸ τὸν
πτωχὸν· μὴ τὸν ἐκβιάζῃς
νὰ σοῦ πληρώσῃ ὁπωσδήποτε
τὸ χρέος του, διότι αὐτὸς εἶναι
πτωχὸς καὶ ἀδύνατος. Μὴ τὸν
σύρῃς καὶ τὸν ἐξευτελίσῃς
εἰς τὰ δικαστήρια, ποὺ συνεδριάζουν
πλησίον εἰς τὰς πύλας τῶν πόλεων.
|
22
Μὴ ἐκβιάζῃς τὸν πτωχὸν καὶ
μὴ τοῦ ἁρπάζῃς, ὅ,τι ἔχει,
διότι στερεῖται τῶν πάντων καὶ εἶναι
δυστυχής· καὶ μὴ ἐξευτελίσῃς
τὸν ἀδύνατον καὶ ἐγκαταλελειμμένον
εἰς τὰς πύλας τῆς πόλεως, ὅπου γίνεται
τὸ δικαστήριον· |
23
Ὁ γὰρ Κύριος κρινεῖ αὐτοῦ
τὴν κρίσιν, καὶ ρύσῃ σὴν
ἄσυλον ψυχήν. |
23
Διότι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος θὰ
ἀναλάβῃ τὴν ὑπεράσπισιν
καὶ θὰ δικάσῃ τὴν ὑπόθεσιν
τοῦ πτωχοῦ. Αὐτὰ ὅταν σκέπτεσαι,
θὰ σώσῃς ἀβλαβῆ τὴν ψυχήν
σου. |
23
διότι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος θὰ ἀναλάβῃ
τὴν ὑπεράσπισίν του καὶ θὰ ἐκδικάσῃ
τὸ δίκαιον τοῦ πτωχοῦ καὶ ἀδυνάτου·
ὅταν δὲ ἐνθυμῆσαι ὅτι ἔχεις
νὰ λογαριασθῇς μὲ τὸν Θεόν, τότε θὰ
γλυτώσῃς τὴν ψυχήν σου καὶ θὰ τὴν
φυλάξῃς σώαν, ἀβλαβῆ καὶ ἀτιμώρητον.
|
24
Μὴ ἴσθι ἑταῖρος ἀνδρὶ
θυμώδει, φίλῳ δὲ ὀργίλῳ
μὴ συναυλίζου, |
24
Μὴ γίνεσαι σύντροφος καὶ μὴ
συνεταιρίζεσαι μὲ ἄνθρωπον θυμώδη.
Μὴ συγκατοικῇς καὶ μὴ συναναστρέφεσαι
μὲ φίλον εὐέξαπτον· |
24
Μὴ συνεταιρίζεσαι καὶ μὴ συνάπτῃς
φιλίαν στενὴν μὲ ἄνθρωπον ὀξύθυμον
καὶ μὴ συγκατοικῇς μὲ φίλον, ποὺ
ὀργίζεται εὔκολα καὶ χωρὶς λόγον,
|
25
μήποτε μάθῃς τῶν ὁδῶν
αὐτοῦ καὶ λάβῃς βρόχους
τῇ σῇ ψυχῇ. |
25
μήπως τυχὸν καὶ σὺ μάθῃς
καὶ ἀκολουθήσῃς τὸν τρόπον
τῆς ζωῆς ἐκείνων καὶ βάλῃς
βρόχους γύρω ἀπὸ τὸν λαιμόν
σου καὶ περιπέσῃς εἰς μεγάλας
περιπετείας καὶ κινδύνους.
|
25
μήπως μάθῃς τοὺς ἁμαρτωλοὺς τρόπους
καὶ τὰ φερσίματά του καὶ ἐπηρεασθῇς
ἀπὸ αὐτά· ἔτσι δὲ θὰ
βάλῃς θηλειὲς εἰς τὴν ψυχήν σου καὶ
θὰ περιπλακῇς εἰς πολλοὺς πειρασμοὺς
καὶ κινδύνους. |
26
Μὴ δίδου σεαυτὸν εἰς ἐγγύην
αἰσχυνόμενος πρόσωπον·
|
26
Μὴ δίδῃς τὸν ἑαυτόν σου
ἐγγυητὴν λόγῳ ἐντροπῆς
καὶ συστολῆς ἀπέναντι κάποιου
γνωστοῦ σου προσώπου. |
26
Μὴ δίδῃς τὸν ἑαυτόν σου ἐγγυητήν,
παρακινούμενος ἐξ ἐντροπῆς γνωστοῦ
σου προσώπου, εἰς τὸ ὁποῖον συστέλλεσαι
καὶ δυσκολεύεσαι νὰ εἴπῃς τὸ
ὄχι· |
27
Ἐὰν γὰρ μὴ ἔχῃς πόθεν
ἀποτίσῃς, λήψονται τὸ στρῶμα
τὸ ὑπὸ τὰς πλευράς σου.
|
27
Διότι ἐὰν δὲν θὰ ἔχῃς
ἀπὸ ποῦ νὰ πληρώσῃς τὴν
ἐγγύησιν, θὰ σοῦ πάρουν καὶ
αὐτὸ τοῦτο τὸ στρώμα, ποὺ
τὸ βάζεις κάτω ἀπὸ τὸ
σῶμα σου, διὰ νὰ ἀναπαυθῇς.
|
27
διότι, ἐὰν δὲν ἔχῃς ἀπὸ
ποὺ νὰ πληρώσῃς τὴν ἐγγύησιν,
θὰ σοῦ πάρουν τὸ στρῶμα, ποὺ
βάζεις κάτω ἀπὸ τὰ πλευρά σου, καὶ
θὰ ὑποχρεωθῇς να κοιμηθῇς εἰς
τὸ χῶμα. |
28
Μὴ μέταιρε ὅρια αἰώνια, ἂ
ἔθεντο οἱ πατέρες σου. |
28
Μὴ μετακινῇς τὰ παλαιότατα σύνορα
τῶν ἀγρῶν, τὰ ὁποῖα ἔθεσαν
οἱ πρόγονοί σου. |
28
Μὴ μετατοπίζῃς τὰ αἰώνια καὶ
παμπάλαια σύνορα τῶν κτημάτων ἢ οἰκοπέδων,
τὰ ὁποῖα ὥρισαν καὶ ἐκανόνισαν
οἱ πρόγονοί σου. Μὴ μεταβάλλῃς καὶ
μὴ νοθεύῃς τὰς ἱεράς σου παραδόσεις
καὶ μὴ ἐγκαταλείπῃς οὔτε νὰ
ἀλλάσσῃς τὰ ἁγνὰ ἤθη τῶν
προγόνων σου. |
29
Ὁρατικὸν ἄνδρα καὶ ὀξὺν
ἐν τοῖς ἔργοις αὐτοῦ βασιλεῦσι
δεῖ παρεστάναι καὶ μὴ παρεστάναι
ἀνδράσι νωθροῖς; |
29
Ὁ διορατικὸς ἄνθρωπος, ποὺ ἐνεργεῖ
μὲ ἐτοιμότητα ἀντιλήψεως καὶ
δραστηριότητα εἰς τὰ ἔργα του, εἶναι
πρέπον νὰ παραστέκεται κοντὰ εἰς
τοὺς βασιλεῖς, διὰ νὰ τοὺς καθοδηγῇ
καὶ νὰ μὴ χάνεται ὑπηρετῶν
νωθροὺς καὶ ὀκνηροὺς ἀνθρώπους.
|
29
Ὁ ἔξυπνος ἄνθρωπος καὶ δραστήριος
εἰς τὰ ἔργα του ταιριάζει νὰ στέκεται
κοντὰ εἰς τοὺς βασιλεῖς ὡς σύμβουλος
καὶ ὑπουργός των καὶ νὰ μὴ παραστέκεται
εἰς ἀνθρώπους ἀδρανεῖς καὶ τεμπέληδες.
|