Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ρείσσων
ἀνὴρ ἐλέγχων ἀνδρὸς σκληροτραχήλου,
ἐξαπίνης γὰρ φλεγομένου αὐτοῦ
οὐκ ἐστιν ἴασις. |
αλύτερος
καὶ προτιμότερος εἶναι ὁ ἄνθρωπος,
ποὺ δέχεται ἐλέγχους, παρὰ ὁ
σκληροτράχηλος καὶ ἀσύνετος εἰς
ἐλέγχους. Διότι, ὅταν εἰς αὐτόν,
ὡσὰν φωτιὰ ἐξ οὐρανοῦ,
πέσῃ ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ,
δὲν ὑπάρχει πλέον καμμία θεραπεία.
|
ἄνθρωπος,
ὁ ὁποῖος ἐλέγχει, εἶναι προτιμότερος
ἀπὸ τὸν σκληροτράχηλον καὶ ἀμετανόητον,
διότι, ὅταν θὰ ἔλθῃ ἔξαφνα ἡ
ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐπάνω του, τότε
δὲν θὰ ὑπάρχῃ καμμία θεραπεία τοῦ
κακοῦ. |
2
Ἐγκωμιαζομένων δικαίων εὐφρανθήσονται
λαοί, ἀρχόντων δὲ ἀσεβῶν
στένουσιν ἄνδρες. |
2
Ὅταν ἐπαινοῦνται οἱ δίκαιοι
ἄρχοντες, εὐφραίνονται οἱ λαοί
των. Ὅταν ὅμως οἱ ἄρχοντες εἶναι
ἀσεβεῖς, στενάζουν καὶ ὑποφέρουν
οἱ λαοί. |
2
Ὅταν ἐπαινοῦνται οἰ δίκαιοι ἄρχοντες
ἐνὸς ἔθνους, χαίρεται καὶ εὐτυχεῖ
ὅλος ὁ λαός, ἐνῷ ὅταν ἄρχουν
καὶ κυβερνοῦν ἀσεβεῖς, οἱ λαοὶ
στενάζουν καὶ ὑποφέρουν. |
3
Ἀνδρὸς φιλοῦντος σοφίαν εὐφραίνεται
πατὴρ αὐτοῦ, ὃς δὲ ποιμαίνει
πόρνας, ἀπωλεῖ πλοῦτον. |
3
Ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἀγαπᾷ
τὴν σοφίαν καὶ τὴν ἀρετήν,
εὐφραίνει τὸν πατέρα του. Ἐκεῖνος
δὲ ὁ ὁποῖος συναγελάζεται μὲ
ἁμαρτωλὰς γυναῖκας, χάνει τὸν
πατρικὸν πλοῦτον.
|
3
Ὁ πατέρας τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου, ποὺ
ἀγαπᾷ τὴν σοφίαν καὶ προφυλάσσεται
ἀπὸ τὴν ἀνηθικότητα, χαίρει, διότι
ἔχει τέτοιο παιδί· ὁ πορνοβοσκὸς ὅμως,
ὁ διεφθαρμένος καὶ ἀκόλαστος, θὰ χάσῃ
τὸν πλοῦτον, ποὺ τοῦ ἀφῆκεν
ὁ πατέρας του, καταισχύνων αὐτόν.
|
4
Βασιλεὺς δίκαιος ἀνίστησι χώραν,
ἀνὴρ δὲ παράνομος κατασκάπτει.
|
4
Ὁ δίκαιος βασιλεὺς ἀνορθώνει
καὶ ἀναδεικνύει τὴν χώραν του,
ἐνῷ ἐξ ἀντιθέτου ὁ καταφρονητὴς
τοῦ θείου νόμου ἄνθρωπος, τὴν
ἀνασκάπτει ἐκ θεμελίων.
|
4
Ὁ δίκαιος καὶ ἐνάρετος βασιλεὺς ἀνορθώνει
μὲ τὴν δικαιοσύνην του τὴν δυστυχισμένην
χώραν του, ἐνῷ ὁ παράνομος θὰ τὴν
κατασκάψῃ καὶ θὰ τὴν ἐρημώσῃ.
|
5
Ὃς παρασκευάζεται ἐπὶ πρόσωπον
τοῦ ἑαυτοῦ φίλου δίκτυον, περιβάλλει
αὐτὸ τοῖς ἑαυτοῦ ποσίν.
|
5
Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος προπαρασκευάζεται
νὰ ρίψῃ τὸ δίκτυόν του
ἐναντίον τοῦ φίλου του, εἰς
τὴν πραγματικότητα περιπλέκει τὰ ἰδικά
του πόδια καὶ συλλαμβάνεται εἰς τὸ
δίκτυον τῆς πανουργίας του.
|
5
Ἐκείνου, ὁ ὁποῖος στήνει παγίδα εἰς
τὸν φίλον του, θὰ πιασθοῦν τὰ ἰδικά
του πόδια εἰς αὐτήν. |
6
Ἁμαρτάνοντι ἀνδρὶ μεγάλη παγίς,
δίκαιος δὲ ἐν χαρᾷ καὶ ἐν
εὐφροσύνῃ ἔσται. |
6
Μεγάλαι παγίδες καὶ συμφοραὶ συναντοῦν
τὸν ἁμαρτωλὸν ἄνθρωπον. Ἐνῷ
ὁ δίκαιος θὰ εὑρίσκεται πάντοτε
εἰς χαρὰν καὶ εὐφροσύνην.
|
6
Εἰς τὸν ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος
συνεχῶς ἁμαρτάνει καὶ δὲν ἔχει
πλέον δύναμιν νὰ ἀποσπασθῇ ἀπὸ
τὴν ἁμαρτίαν, αὐτὴ εἶναι δι’
αὐτὸν μεγάλη παγίς, ἐνῷ ὁ ἐνάρετος
θὰ ζῇ εἰς ἀτμόσφαιραν χαρᾶς
καὶ εὐφροσύνης. |
7
Ἐπίσταται δίκαιος κρίνειν πενιχροῖς,
ὁ δὲ ἀσεβὴς οὐ νοεῖ γνῶσιν,
καὶ πτωχὸν οὐχ ὑπάρχει νοῦς
ἐπιγνώμων. |
7
Ὁ δίκαιος δικαστὴς γνωρίζει νὰ
κρίνῃ καὶ νὰ ἀποδίδῃ
τὸ δίκαιον καὶ εἰς τοὺς φτωχοὺς
καὶ ἀδυνάτους. Ἐξ ἀντιθέτου,
ὁ ἀσεβὴς δικαστὴς δὲν ἔχει
σαφῆ καὶ ὀρθὴν γνῶσιν. Δὲν
ἔχει δὲ τὴν διάθεσιν νὰ γνωρίσῃ
καλὰ τὸν πτωχὸν καὶ τὸ δίκαιόν
του. |
7
Ὁ δίκαιος δικαστὴς ἔχει τὸ ἐνδιαφέρον
καὶ γνωρίζει νὰ κρίνῃ μὲ δικαιοσύνην
καὶ συμπάθειαν τοὺς ἀνυπεράσπιστους πτωχούς,
ἐνῷ ὁ ἀσεβὴς κριτὴς δὲν
θέλει νὰ γνωρίζῃ τίποτε περὶ αὐτῶν,
καὶ διὰ τὸν πτωχὸν δὲν ὑπάρχει
εἰς αὐτὸν νοῦς, ὥστε νὰ
τὸν προσέχῃ καὶ νὰ ἔρχεται
εἰς τὴν θέσιν του. |
8
Ἄνδρες ἄνομοι ἐξέκαυσαν πόλιν,
σοφοὶ δὲ ἀπέστρεψαν ὀργήν.
|
8
Ἀσεβεῖς καὶ παράνομοι ἄνθρωποι
μὲ τὰ ἐγκλήματά των καὶ
τὰς διαβολάς των ἤναψαν πυρκαϊὰν εἰς
τὴν πόλιν. Ἐνῷ οἱ σοφοὶ
καὶ ἐνάρετοι μὲ τὴν σύνεσίν
των ἀπεμάκρυναν τὴν ὀργὴν ἀπὸ
αὐτήν.
|
8
Ἄνθρωποι παράνομοι καὶ ἀνυπότακτοι διὰ
τῶν ἐγκλημάτων καὶ ἐπαναστάσεών
των ἔγιναν ὑπαίτιοι νὰ καῇ καὶ
νὰ καταστραφῇ ἡ πόλις των, ἐνῷ
οἱ συνετοὶ ἐπρόλαβαν τὴν ὀργὴν
καὶ τὴν ἀπεμάκρυναν. |
9
Ἀνὴρ σοφὸς κρινεῖ ἔθνη, ἀνὴρ
δὲ φαῦλος ὀργιζόμενος καταγελᾶται
καὶ οὐ καταπτήσσει. |
9
Ὁ συνετὸς καὶ
ἐνάρετος ἄνθρωπος εἶναι εἰς
θέσιν νὰ κρίνῃ καὶ θὰ
κρίνῃ ἔθνη. Ὁ φαῦλος ὅμως
καὶ ὀργίλος περιπίπτει εἰς πλῆθος
σφαλμάτων, διὰ τὰ ὀποῖα ἐμπαίζεται.
Καὶ ὅμως δὲν πτοεῖται ἀπὸ
τὰς ἐναντίον του κρίσεις.
|
9
Ὁ σοφὸς καὶ συνετὸς ἄνθρωπος
δὲν θὰ κρίνῃ μόνον ἄτομα, ἀλλὰ
θὰ διευθετήσῃ καὶ διαφορὰς ἐθνῶν
ὁ φαῦλος ὅμως, ἐπειδὴ ὀργίζεται
καὶ δὲν σκέπτεται, οὔτε φέρεται μὲ
ψυχραιμίαν, περιγελᾶται καὶ περιπαίζεται, καὶ
δὲν πτοεῖται ἀπὸ τὴν κοινὴν
γνώμην περὶ αὐτοῦ, ὡς ἐκ τούτου
δὲ ἀποθρασύνεται καὶ καθίσταται ἀνίκανος
νὰ κυβερνήσῃ καὶ αὐτὸν
τὸν ἑαυτόν του. |
10
Ἄνδρες αἱμάτων μέτοχοι μισοῦσιν
ὅσιον, οἱ δὲ εὐθεῖς ἐκζητήσουσι
ψυχὴν αὐτοῦ. |
10
Ἐγκληματίαι καὶ φονεῖς μισοῦν
καὶ ἀποστρέφονται τὸν
ἀφωσιωμένον εἰς
τὸν Θεόν. Ἐνῷ οἱ εἰλικρινεῖς
καὶ οἱ ἀκέραιοι ἐνδιαφέρονται
καὶ ὑπερασπίζουν τὴν ζωὴν
ἐκείνου.
|
10
Οἱ αἱμοχαρεῖς ἄνθρωποι καὶ οἱ
ἔνοχοι φόνου μισοῦν καὶ ἀποστρέφονται
τὸν ἐνάρετον, οἱ καλοὶ ὅμως
θὰ ἐνδιαφερθοῦν διὰ τὴν ζωήν
του καὶ φροντίζουν ὥστε νὰ μὴ πάθῃ
κανένα κακόν. |
11
Ὅλον τὸν θυμὸν αὐτοῦ ἐκφέρει
ἄφρων, σοφὸς δὲ ταμιεύεται κατὰ
μέρος. |
11
Ὁ ἀσύνετος ἀφήνει ἀσυγκράτητον
τὸν θυμόν του. Ὁ σοφὸς ὅμως
τὸν δεσμεύει καὶ τὸν συγκρατεῖ
εἰς τὰ βάθη τῆς ψυχῆς του.
|
11
Ὁ ἄφρων ἀφήνει ὅλον τὸν
θυμόν του νὰ ἐκδηλωθῇ καὶ νὰ
ἐκσπάσῃ ἀσυγκράτητος, ἐνῷ
ὁ σοφὸς τὸν συμπνίγει εἰς τὰ
βάθη τῆς ψυχῆς του, ὅπου τὸν κρύπτει,
διὰ νὰ μὴ μετανοῇ κατόπιν.
|
12
Βασιλέως ὑπακούοντος λόγον ἄδικον,
πάντες οἱ ὑπ' αὐτὸν παράνομοι.
|
12
Ὅταν ἕνας βασιλεὺς ἀκούῃ
καὶ υἱοθετῇ ἀδίκους
κατηγορίας καὶ ἐκτρέπεται εἰς
παρανομίας, τότε καὶ ὅλοι οἱ
ὑπήκοοί του, μιμούμενοι αὐτόν,
θὰ γίνουν παράνομοι.
|
12
Ὅταν ἕνας βασιλεὺς ἀκούῃ καὶ
προσέχῃ ἀδίκους καὶ ἀβασίμους
κατηγορίας καὶ εἰσηγήσεις, τὸ παράδειγμά
του μιμοῦνται καὶ οἱ ὑπήκοοί του καὶ
ἰδιαιτέρως οἱ αὐλικοί του, τοιουτοτρόπως
δὲ ὅλοι οἱ ὑπ’ αὐτὸν γίνονται
παράνομοι. |
13
Δανειστοῦ καὶ χρεωφειλέτου ἀλλήλοις
συνελθόντων, ἐπισκοπὴν ἀμφοτέρων
ποιεῖται ὁ Κύριος. |
13
Ὅταν ὁ δανειστὴς καὶ χρεωφειλέτης
συναντηθοῦν μεταξύ των, διὰ νὰ τακτοποιήσουν
τὰ ζητήματά των, βλέπει καὶ
τοὺς δύο καὶ τοὺς παρακολουθεῖ
ὁ Κύριος.
|
13
Τὸν δανειστὴν καὶ τὸν χρεωφειλέτην,
ὅταν συναντῶνται διὰ νὰ κανονίσουν
τοὺς λογαριασμούς των, ἐπιβλέπει καὶ
τοὺς δύο ὁ Κύριος, ἀποδοκιμάζων καὶ
τιμωρῶν πᾶσαν ἀδικίαν καὶ τοκογλυφίαν.
|
14
Βασιλέως ἐν ἀληθείᾳ κρίνοντος
πτωχούς, ὁ θρόνος αὐτοῦ εἰς
μαρτύριον κατασταθήσεται. |
14
Ὅταν ἔνας βασιλεὺς κρίνῃ μὲ
ἀλήθειαν καὶ δικαιοσύνην καὶ
αὐτοὺς ἀκόμη τοὺς πτωχούς,
ὁ θρόνος του θὰ γίνῃ
ἔνδοξος καὶ περίβλεπτος.
|
14
Τοῦ βασιλέως, ὁ ὁποῖος κρίνει τοὺς
πτωχοὺς τοῦ ἔθνους του μὲ δικαιοσύνην
καὶ ἀλήθειαν καὶ ὄχι μὲ προσωποληψίαν
καὶ μὲ ψευδεῖς εἰσηγήσεις κολάκων,
ἡ βασιλεία του θὰ παραμείνῃ ἀλησμόνητος,
μαρτυρουμένη εὐφήμως ὑφ' ὅλων.
|
15
Πληγαὶ καὶ ἔλεγχοι διδόασι σοφίαν,
παῖς δὲ πλανώμενος αἰσχύνει
γονεῖς αὐτοῦ. |
15
Αἱ σωματικαὶ παιδαγωγικαὶ τιμωρίαι
καὶ οἱ μορφωτικοὶ ἔλεγχοι δίδουν
σοφίαν καὶ ἀρετὴν εἰς τὸ
παιδί. Υἱὸς δέ, ποὺ ἐγκαταλείπει
τὸ πατρικὸ σπίτι καὶ περιπλανᾶται
ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, καταισχύνει
καὶ κατεντροπιάζει τοὺς γονεῖς
του. |
15
Αἱ τιμωρίαι καὶ αἱ ἐπιπλήξεις χαρίζουν
εἰς τὸ παιδὶ σοφίαν καὶ φρονιμάδα,
ἐνῷ τὸ παιδὶ ποὺ ἀλητεύει
καὶ πλανᾶται εἰς τοὺς δρόμους τῆς
ἁμαρτίας, κατεντροπιάζει τοὺς γονεῖς του.
|
16
Πολλῶν ὄντων ἀσεβῶν πολλαὶ γίνονται
ἁμαρτίαι, οἱ δὲ δίκαιοι ἐκείνων
πιπτόντων κατάφοβοι γίνονται.
|
16
Ὅταν πληθύνωνται οἱ ἀσεβεῖς,
πληθύνονται αἱ ἁμαρτίαι
καὶ τὰ ἐγκλήματα. Ὅταν ὅμως
τιμωροῦνται οἱ ἀσεβεῖς, τότε
καὶ αὐτοὶ οἱ δίκαιοι στερεώνονται
περισσότερον εἰς τὴν εὐλάβειαν
καὶ τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ.
|
16
Ὅταν εἰς ἕνα τόπον πληθύνωνται οἱ
ἀσεβεῖς, ἐκεῖ διαπράττονται πολλαὶ
παρανομίαι. Ὅταν ὅμως οἱ ἀσεβεῖς
πέσουν καὶ τιμωρηθοῦν, τότε οἱ δίκαιοι καταλαμβάνονται
ὑπὸ περισσοτέρου φόβου, σταθεροποιοῦνται
εἰς τὴν τήρησιν τοῦ θείου νόμου, καὶ
ἡ κοινωνία ἐκείνη ἠθικοποιεῖται.
|
17
Παίδευε υἱόν σου, καὶ ἀναπαύσει
σε, καὶ δώσει κόσμον τῇ ψυχῇ
σου. |
17
Παιδαγώγησε καὶ μόρφωσε καλὰ τὸ
παιδί σου καὶ αὐτὸ θὰ δώσῃ
ἀνάπαυσιν καὶ στολισμὸν εἰς
τὴν ζωήν σου.
|
17
Ἀνάτρεφε καὶ παιδαγώγει καλῶς τὸν
υἱόν σου, καὶ θὰ σὲ ἀναπαύσῃ
διὰ τοῦ σεβασμοῦ, τὸν ὁποῖον
θὰ δεικνύῃ πρὸς σέ. Μὲ τὴν σώφρονα
δὲ διαγωγὴν του θὰ σὲ χαροποιήσῃ
καὶ θά εἶναι στόλισμα καὶ καύχημα τῆς
ψυχῆς σου. |
18
Οὐ μὴ ὑπάρξῃ ἐξηγητὴς
ἔθνει παρανόμῳ, ὁ δὲ φυλάσσων
τὸν νόμον μακαριστός. |
18
Μέσα εἰς ἕνα παράνομον λαὸν
δὲν θὰ ὑπάρξῃ ἐξηγητὴς
τῶν θείων λόγων, διότι
θὰ εἶναι ἀνεπιθύμητος. Ἐκεῖνος
ὅμως, ὁ ὁποῖος τηρεῖ τὸν
θεῖον νόμον, εἶναι ἀξιομακάριστος.
|
18
Τιμωρία δι’ ἕνα ἔθνος εἶναι νὰ μὴ
ὑπάρχῃ εἰς αὐτὸ προφήτης, ὁ
ὁποῖος νὰ ἐξηγῇ εἰς τὸν
λαὸν τὰς θείας βουλάς. Ἐκεῖνος δὲ,
ποὺ φυλάσσει τὸν θεῖον νόμον, εἶναι
ἄξιος νὰ μακαρίζεται καὶ νὰ ἐγκωμιάζεται.
|
19
Λόγοις οὐ παιδευθήσεται οἰκέτης
σκληρός· ἐὰν γὰρ καὶ νοήσῃ,
ἀλλ' οὐχ ὑπακούσεται. |
19
Ὁ σκληρὸς καὶ ἀνυπότακτος
δοῦλος δὲν παιδαγωγεῖται καὶ δὲν
συμμορφώνεται μὲ σύμβουλάς. Καὶ
ἐὰν ἀκόμη ἐννοήσῃ
τὸ ὀρθόν, δὲν θὰ ἔχῃ
τὴν διάθεσιν νὰ ὑπακούση εἰς
αὐτό. |
19
Μὲ λόγια μόνον δὲν θὰ συμμορφωθῇ ὁ
ἀτίθασος δοῦλος, διότι καὶ ἂν ἀκόμη
ἐννοήσῃ τί θέλει ὁ κύριός του, δὲν
θὰ ὑπακούσῃ εἰς τὰς διαταγάς
του. |
20
Ἐὰν ἴδῃς ἄνδρα ταχὺν ἐν
λόγοις γίνωσκε ὅτι ἐλπίδα ἔχει
μᾶλλον ὁ ἄφρων αὐτοῦ.
|
20
Ἐὰν ἴδῃς ἄνδρα
ταχὺν καὶ ἀπερίσκεπτον
εἰς τοὺς λόγους του, μάθε ὅτι
ἔχει μεγαλυτέρας ἐλπίδας ἐπιτυχίας
ἀπὸ αὐτὸν ἐνας ἀσύνετος
καὶ ἂμυαλος.
|
20
Ἐὰν ἴδῃς ἄνθρωπον, ποὺ
τρέχει εἰς τὰ λόγια του καὶ ὁμιλεῖ
ἀπερισκέπτως, νὰ γνωρίζῃς ὅτι ὁ
τρελλὸς ἔχει περισσοτέρας ἐλπίδας νὰ
γίνῃ ὑγιής, παρὰ νὰ διορθωθῇ
ἐκεῖνος. |
21
Ὅς κατασπαταλᾷ ἐκ παιδός, οἰκέτης
ἔσται, ἔσχατον δὲ ὀδυνηθήσεται
ἐφ' ἑαυτῷ. |
21
Ἐκεῖνος, ποὺ ἀπὸ
τὰ παιδικὰ του χρόνια
κατασπαταλᾷ τὰ
χρήματα, θὰ καταντήσῃ σύντομα
πτωχὸς καὶ θὰ γίνῃ δοῦλος.
Καὶ εἰς τὸ τέλος θὰ δοκιμάσῃ
πολλὰς συμφορὰς καὶ ὀδύνας.
|
21
Ὅποιος ἀπὸ παιδὶ σπαταλᾷ τὰ
χρήματά του διὰ νὰ ζῇ μὲ τρυφηλότητα
καὶ ἰκανοποίησιν τῶν ὀρέξεών
του, αὐτὸς θὰ καταντήσῃ νὰ γίνῃ
δοῦλος, καὶ εἰς τὰ τελευταῖα
του θὰ αἰσθάνεται μεγάλην θλῖψιν καὶ
ὀδύνην ἐξ αἰτίας τῆς κακοκεφαλιᾶς
του. |
22
Ἀνὴρ θυμώδης ὀρύσσει νεῖκος,
ἀνὴρ δι' ὀργίλος ἐξώρυξεν
ἁμαρτίαν. |
22
Ὁ θυμώδης ἄνθρωπος βγάζει καὶ
σκορπᾷ ὁλόγυρά του φιλονεικίας
καὶ ἔριδας. Ὁ δὲ ὀργίλος
βγάζει ἀπὸ μέσα του, σὰν ἀπὸ
μεταλλεῖον κακῶν, ἁμαρτίας.
|
22
Ὅπως ἀπὸ τὸ ἀνασκαπτόμενον μεταλλεῖον
ἐξάγονται διαρκῶς μεταλλεύματα, ἔτσι καὶ
ὁ θυμώδης ἄνθρωπος βγάζει ἀπὸ τὰ
βάθη τῆς εὐερεθίστου ψυχῆς του φιλονικίας.
Ὁ δὲ ὀργίλος πάλιν βγάζει ἀπὸ
τὰ βάθη τοῦ ἐσωτερικοῦ του ἔχθρας,
ὕβρεις, ψυχρότητας καὶ γενικῶς διαφόρους
ἁμαρτίας. |
22α
(Μασ. Κθ' 27). Λόγον φυλασσόμενος υἱὸς
ἀπωλείας ἐκτὸς ἔσται, δεχόμενος
δὲ ἐδέξατο αὐτόν.
|
22α
(Μασορ. Κθ'
27). Ὁ τηρῶν τὴν ἐντολὴν τοῦ
Θεοῦ θὰ εἶναι μακρὰν καὶ ἀπηλλαγμένος
ἀπὸ κάθε τιμωρίαν. Διότι μὲ
ὅλην του τὴν προθυμίαν καὶ τὴν
καρδίαν ἐδέχθη τὸν λόγον αὐτόν.
|
|
22β
Μηδὲν ψεῦδος ἀπὸ γλώσσης βασιλεῖ
λεγέσθω, καὶ οὐδὲν ψεῦδος γλώσσης
αὐτοῦ οὐ μὴ ἐξέλθῃ.
|
22β
Κανένα ψέμα ἂς μὴ λεχθῇ ἀπὸ
τὸ στόμα σου πρὸς τὸν βασιλέα
ἢ τὸν ἄρχοντα. Καὶ αὐτὸς
ἔτσι θὰ εἶναι εἰλικρινὴς ἀπέναντί
σου καί ποτὲ δὲν θὰ σοῦ εἴπῃ
ψεύδη. |
|
22γ
Μάχαιρα γλῶσσα βασιλέως καὶ οὐ
σαρκίνη, ὃς δ' ἂν παραδοθῇ, συντριβήσεται·
|
22γ
Ἡ γλῶσσα τοῦ βασιλέως εἶναι
μαχαίρι σκληρὸ καὶ ὄχι μαλακὸ
καὶ σαρκῶδες. Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος
θὰ παραδοθῇ εἰς αὐτήν, θὰ
ἐξολοθρευθῇ.
|
|
22δ
ἐὰν γὰρ ὀξυνθῇ ὁ θυμὸς
αὐτοῦ, σὺν νεύροις ἀνθρώπους
ἀναλίσκει καὶ
ὀστᾶ ἀνθρώπων κατατρώγει καὶ
συγκαίει ὥσπερ φλόξ, ὥστε ἄβρωτα
εἶναι νεοσσοῖς ἀετῶν. |
22δ
Ὅταν ἀνάψῃ ὁ θυμὸς τοῦ
βασιλέως, καταναλίσκει καὶ ἐξαφανίζει
τὸ σῶμα μαζῆ καὶ τὰ νεῦρα
τῶν ἀνθρώπων. Κατατρώγει τὰ
κόκκαλα τῶν ἀνθρώπων καὶ σὰν
παμφάγος φλόγα κατακαίει τὸ πᾶν
καὶ δὲν ἀφήνει οὔτε ἴχνος
κρέατος, τροφὴν διὰ τοὺς νεοσσοὺς
τῶν ἀετῶν. |
|
23
Ὕβρις ἄνδρα ταπεινοί, τοὺς δὲ
ταπεινόφρονας ἐρείδει δόξῃ Κύριος.
|
23
Ἡ ὑψηλοφροσύνη καὶ ἀλαζονεία
ἐξευτελίζουν τὸν ἄνθρωπον. Τοὺς
ταπεινόφρονας ὅμως θὰ στηρίξῃ
ὁ Κύριος εἰς ἀναφαίρετον δόξαν.
|
23
Ἡ ὑπερηφάνεια ταπεινώνει καὶ ἐξευτελίζει
τὸν ὑπερήφανον, ἐνῶ τοὺς ταπεινόφρονας
δοξάζει καὶ ὑψώνει ὁ Κύριος.
|
24
Ὃς μερίζεται κλέπτῃ, μισεῖ τὴν
ἑαυτοῦ ψυχήν· ἐὰν δὲ
ὅρκου προτεθέντος ἀκούσαντες μὴ
ἀναγγείλωσι, |
24
Ἐκεῖνος, ποὺ μοιράζεται μὲ τὸν
κλέπτην κλοπιμαῖα, εἰς τὴν πραγματικότητα
μισεῖ καὶ βλάπτει τὴν ψυχήν
του. Ἐὰν δὲ κάτι τέτοιοι ἄνθρωποι
ὑποβληθοῦν εἰς ὅρκον, δὲν θὰ
ἀναγγείλουν τὴν ἀλήθειαν,
|
24
Ὅποιος μοιράζεται μὲ τὸν κλέπτην τὰ
κλοπιμαῖα πράγματα, μισεῖ τὴν ψυχήν
του. Ἐὰν δέ οἱ κλεπταποδόχοι κρύπτουν καὶ
δὲν φανερώσουν τοὺς ἐνόχους οὔτε καὶ
ὅταν ὁρκισθοῦν, |
25
Φοβηθέντες καὶ αἰσχυνθέντες ἀνθρώπους
ὑπεσκελίσθησαν· ὁ δὲ πεποιθὼς
ἐπὶ Κυρίῳ εὐφρανθήσεται.
Ἀσέβεια ἀνδρὶ δίδωσι σφάλμα,
ὃς δὲ πέποιθεν ἐπὶ τῷ
δεσπότῃ, σωθήσεται. |
25
διότι φοβοῦνται καὶ ἐντρέπονται
τοὺς ἀνθρώπους. Ἔτσι δὲ θὰ
πεδικλωθοῦν, θὰ πέσουν καὶ θὰ
ἐξευτελισθοῦν. Ἐκεῖνος ὅμως,
ποὺ ἔχει πίστιν καὶ πεποίθησιν
εἰς τὸν Θεόν, θὰ εὐφρανθῇ.
Ἡ ἀσέβεια ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπον
εἰς πτώσεις καὶ σφάλματα. Ἐνῷ
ἐκεῖνος, ποὺ πιστεύει εἰς τὸν
παντοδύναμον Θεόν, θὰ σωθῇ.
|
25
ἐπειδὴ φοβοῦνται καὶ ἐντρέπονται
τοὺς ἀνθρώπους, αὐτοὶ νικῶνται
καὶ ὑποσκελίζονται, ὑποπίπτοντες ἔτσι
εἰς διπλῆν ἁμαρτίαν, διότι ἀφ’ ἐνὸς
μὲν κλέπτουν, ἀφ' ἑτέρου δὲ μὲ
τὴν ψευδορκίαν των βεβηλώνουν καὶ ὑβρίζουν
τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνος
ὅμως ποὺ ἔχει πεποίθησιν εἰς τὸν
Θεόν, θὰ χαρῇ, διότι οὔτε κλέπτῃς
οὔτε ψεύδορκος θὰ γίνῃ ποτέ. Ἡ ἀσέβεια
εἶναι αἰτία πτώσεων καὶ θλίψεως εἰς
τὸν ἄνθρωπον, ἐνῷ ἐκεῖνος,
ποὺ πιστεύει καὶ ἐλπίζει εἰς τὸν
πανάγαθον Θέον, θὰ σωθῇ. |
26
Πολλοὶ θεραπεύουσι πρόσωπα ἡγουμένων,
παρὰ δὲ Κυρίου γίνεται τὸ δίκαιον
ἀνδρί. |
26
Πολλοὶ κολακεύουν καὶ παρακαλοῦν τοὺς
ἑκάστοτε ἰσχυρούς, διὰ νὰ
ἐπιτύχουν εἰς κάποιον ἔργον
των. Τὸ δίκαιον ὅμως καὶ ἡ πραγματικὴ
ἐπιτυχία ἀποδίδεται εἰς τὸν
ἄνθρωπον ἐκ μέρους τοῦ Κυρίου.
|
26
Πολλοὶ κολακεύουν καὶ ἐκλιπαροῦν ἄρχοντας,
διὰ νὰ ἐπιτύχουν καὶ τελειώσουν κάποιαν
ὑπόθεσίν των. Τὸ δίκαιον ὅμως ἀποδίδεται
εἰς τὸν ἄνθρωπον ἐπακριβῶς καὶ
ἀσφαλῶς ἀπὸ μόνον τὸν Θεόν.
|
27
Βδέλυγμα δικαίοις ἀνὴρ ἄδικος,
βδέλυγμα δὲ ἀνόμῳ κατευθύνουσα
ὁδούς. |
27
Μισητὸς καὶ ἀποκρουστικὸς εἶναι
εἰς τοὺς δικαίους κάθε ἄδικος·
ὅπως ἐπίσης μισητὴ καὶ ἀποκρουστικὴ
εἶναι εἰς τὸν παράνομον ἡ εὐθεῖα
ὁδός. |
27
Εἰς τοὺς δικαίους προκαλεῖ ἀηδίαν
καὶ ἀποστροφὴν ὁ ἄδικος ἄνθρωπος·
ἀντιθέτως δὲ εἰς τὸν παραβάτην τοῦ
θείου νόμου εἶναι βδέλυγμα καὶ πρᾶγμα μισητὸν
ἡ εὐθεῖα ὁδὸς καὶ ἡ
ζωὴ τῆς ἀρετῆς.
|
27α
(Μασ. Κθ' 27). Λόγον φυλασσόμενος υἱὸς
ἀπωλείας ἐκτὸς ἔσται, δεχόμενος
δὲ ἐδέξατο αὐτόν.
|
|
27α
Τὸ παιδὶ ποὺ προσέχει καὶ φυλάσσει
τὰς πατρικὰς συμβουλὰς καὶ διατελεῖ
ὑπὸ τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ, τιμᾷ
δὲ καὶ τοὺς ἄρχοντας καὶ τοὺς
βασιλεῖς, οὔτε θὰ καταστραφῇ οὔτε
θὰ ὑποδουλωθῇ, διότι ἀκριβῶς
ἐδέχθη ὁλοψύχως τὰς πατρικὰς συμβουλάς.
|
27β
Μηδὲν ψεῦδος ἀπὸ γλώσσης βασιλεῖ
λεγέσθω, καὶ οὐδὲν ψεῦδος γλώσσης
αὐτοῦ οὐ μὴ ἐξέλθῃ.
|
|
27β
Κανένα ψεῦδος μὲ τὴν γλῶσσαν νὰ
μὴ λέγεται εἰς τὸν βασιλέα, καὶ τότε
κανένα ψεῦδος δὲν θὰ βγῇ καὶ
ἀπὸ τὴν ἰδικήν του γλῶσσαν.
Ὅπως θὰ εἶσαι σὺ φιλαλήθης ἀπέναντί
του, ἔτσι καὶ αὐτὸς θὰ εἶναι
εἰλικρινὴς ἀπέναντί σου.
|
27γ
Μάχαιρα γλῶσσα βασιλέως καὶ οὐ
σαρκίνη, ὃς δ' ἂν παραδοθῇ, συντριβήσεται·
|
|
27γ
Ἡ γλῶσσα τοῦ βασιλέως εἶναι ἀληθινὴ
μάχαιρα, ὄχι ὅμως ἀπὸ σάρκα, ἀλλὰ
μάχαιρα σιδηρᾶ, ὅποιος δὲ παραδοθῇ
εἰς αὐτὴν διὰ τὴν ἀνειλικρίνειάν
του, θὰ κομματιασθῇ. |
27δ
ἐὰν γὰρ ὀξυνθῇ ὁ θυμὸς
αὐτοῦ, σὺν νεύροις ἀνθρώπους
ἀναλίσκει καὶ
ὀστᾶ ἀνθρώπων κατατρώγει καὶ
συγκαίει ὥσπερ φλόξ, ὥστε ἄβρωτα
εἶναι νεοσσοῖς ἀετῶν. |
|
27δ
Διότι ἐὰν ἀνάψῃ καὶ ἐκσπάσῃ
ὁ θυμὸς τοῦ βασιλέως, ἐξαφανίζει τοὺς
ἀνθρώπους μὲ τὰ νεῦρα των, κατατρώγει
τὰ κόκκαλά των καὶ τὰ κατακαίει ὅλα,
ὅπως ἡ φωτιά, καὶ τὰ κάμνει τέτοια,
ὥστε νὰ μὴ ἠμποροῦν νὰ
τὰ φάγουν οὐδὲ αὐτὰ τὰ
ἀετόπουλα, οἱ νεοσσοὶ τῶν ἀετῶν,
ποὺ εἶναι τόσον λαίμαργα. |