Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ν
τῷ ἐπικαλεῖσθαί με εἱσήκουσάς
μου, ὁ Θεὸς τῆς δικαιοσύνης μου·
ἐν θλίψει ἐπλάτυνάς με. Οἰκτείρησόν
μὲ καὶ εἰσάκουσαν τῆς προσευχῆς
μου. |
ύριε
ὁ Θεός, σὺ μὲ προστατεύεις καὶ
ἀποδίδεις τὸ δίκαιόν μου. Ὅσες
φορὲς προηγουμένως διὰ τῆς προσευχῆς
σὲ εἶχα ἐπικαλεσθῆ μὲ ἤκουσες.
Διέλυσες τὴν ψυχικήν μου στενοχωρίαν
καὶ ἔδωσες ἄνεσιν εἰς τὴν ψυχήν
μου. Καὶ τώρα σπλαγχνίσου μέ, Κύριε·
ἄκουσε καὶ κάμε δεκτὴν τὴν προσευχήν
μου. |
σάκις
σὲ ἐπεκαλέσθην, ἤκουσες μὲ εὐμένειαν
τὴν προσευχήν μου, ὦ Θεέ, ποὺ προστατεύεις
τὸ δίκαιόν μου καὶ μοῦ ἀποδίδεις αὐτό.
Ὅταν εὑρέθην εἰς θλῖψιν καὶ
στενοχώριαν, μὲ ἐπαρηγόρησες καὶ ἔδωκες
πλάτος καὶ ἄνεσιν εἰς τὴν πιεζομένην
καρδίαν μου. Σπλαγχνίσου με καὶ τώρα καὶ κάμε
δεκτὴν τὴν προσευχήν μου. |
3
Υἱοὶ ἀνθρώπων, ἕως πότε
βαρυκάρδιοι; Ἱνατὶ ἀγαπᾶτε ματαιότητα
καὶ ζητεῖτε ψεῦδος; (διάψαλμα).
|
3
Ὦ σεῖς οἱ ἄνθρωποι, ποὺ μὲ
ἐχθρεύεσθε, ἕως πότε θὰ ἔχετε
σκληρὰν τὴν καρδίαν σας; Διατὶ ἀγαπᾶτε
νὰ διαδίδετε εἰς βάρος μου ματαίας
καὶ ἀνυποστάτους κατηγορίας καὶ
ἐπιζητεῖτε πάντοτε νέα ψεύδη
ἐναντίον μου;
|
3
Ὦ σεῖς ἄνθρωποι, ποὺ μὲ ἐχθρεύεσθε
καὶ μὲ συκοφαντεῖτε. Ἕως πότε θὰ
ἔχετε σκληρὰν καὶ εἰς τὰ γήϊνα
προσκολλημένην τὴν καρδίαν σας; Διατὶ ἀγαπᾶτε
να διαδίδετε εἰς βάρος μου ματαίας καὶ ἀνυποστάτους
κατηγορίας καὶ ζητεῖτε μὲ συκοφαντίας καὶ
ψεύδη νὰ μὲ καταστρέφετε; |
4
Καὶ γνῶτε ὅτι ἐθαυμάστωσε Κύριος
τὸν ὅσιον αὐτοῦ· Κύριος
εἰσακούσεταί μου ἐν τῷ κεκραγέναι
μὲ πρὸς αὐτόν. |
4
Μάθετε ὅμως ὅτι ὁ Κύριος κατὰ
θαυμαστὸν τρόπον μὲ ἐπροστάτευσεν
εἰς τὸ παρελθόν, ἐμὲ τὸν
ἀφωσιωμένον εἰς αὐτόν. Καὶ
τώρα θὰ εἰσακούσῃ ὁ Κύριος
τὴν προσευχήν μου, καθὼς μὲ ὅλην
μου τὴν ψυχὴν κράζω πρὸς αὐτόν.
|
4
Μάθετε ὅμως ὅτι ὁ Κύριος μέχρι τοῦδε
κατέστησε περιφανῆ καὶ θαυμαστὸν τὸν
εὐσεβῆ, ποὺ εἶναι ἀφωσιωμένος
εἰς αὐτόν. Ὅπως δὲ εἰς τὸ
παρελθόν, οὕτω καὶ τώρα ὁ Κύριος θὰ
εἰσακούσῃ τὴν προσευχήν μου, ὅταν
μὲ πόθον φωνάζω εἰς αὐτόν.
|
5
Ὀργίζεσθε καὶ μὴ ἁμαρτάνετε·
ἃ λέγετε ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν,
ἐπὶ ταῖς κοίταις ὑμῶν
κατανύγητε. (διάψαλμα). |
5
Σεῖς οἱ ἐχθροί μου, ἂς ὀργίζεσθε
ἐπὶ τέλους ἐναντίον μου·
μὴ ἁμαρτάνετε ὅμως καὶ ἐναντίον
τοῦ Θεοῦ. Ὅσα κακὰ σχέδια μελετᾶτε
εἰς τὰς καρδίας σας καὶ καταστρώνετε
ἐναντίον μου, ὅταν κοιμᾶσθε μόνοι
σας τὸ ἑσπέρας, ἐπανεξετάσατέ
τα, συντριβῆτε δι' αὐτὰ καὶ μετανοήσατε.
|
5
Ἂς ὀργίζεσθε ἐναντίον μου, προσέχετε ὅμως
νὰ μὴ ἁμαρτάνετε καὶ κατὰ τοῦ
Θεοῦ. Τὰ πονηρὰ σχέδια καὶ τοὺς
ἐφαμάρτους διαλογισμούς, ποὺ συλλαμβάνετε
μὲ τὸν νοῦν σας καὶ κυκλοφορεῖτε
εἰς τὰς καρδίας σας, να τὰ ἐξετάζετε
τὴν νύκτα εἰς τὴν κλίνην σας καὶ καταλαμβανόμενοι
ὑπὸ μετανοίας καὶ κατανύξεως νὰ συγκρατῆσθε
ἀπὸ τοῦ νὰ τὰ θέσετε εἰς
πρᾶξιν. |
6
Θύσατε θυσίαν δικαιοσύνης καὶ ἐλπίσατε
ἐπὶ Κύριον. |
6
Προσφέρετε θυσίας πρὸς τὸν Θεόν,
αἱ ὁποῖαι νὰ συνοδεύωνται ἀπὸ
τὰ ἔργα τῆς δικαιοσύνης. Καὶ
τώρα στηρίξατε καὶ σεῖς τὰς
ἐλπίδας σας εἰς τὸν Θεόν.
|
6
Προσφέρετε ὡς θυσίαν ὄχι ζῶα καὶ προσφορὰς
ὑλικάς, ἀλλὰ δικαιοσύνην καὶ ἀγαθότητα
καὶ στηρίξατε ὁλόκληρον τὴν ἐλπίδα
καὶ πεποίθησίν σας εἰς τὸν Κύριον.
|
7
Πολλοὶ λέγουσι· τίς δείξει ἡμῖν
τὰ ἀγαθά; Ἐσημειώθη ἐφ'
ἡμᾶς τὸ φῶς τοῦ προσώπου
σου, Κύριε. |
7
Πολλοὶ ἀπὸ σᾶς λέγουν·
<ποιὸς θὰ δείξῃ εἰς ἡμᾶς
καὶ θὰ δώσῃ τὰ ἀγαθά;>
Εἰς ἡμᾶς ὅμως, Κύριε, ποὺ
πιστεύομεν εἰς σέ, ἔλαμψε τὸ
φῶς τοῦ προσώπου σου καὶ ἐδοκιμάσαμεν
χαράν. |
7
Πολλοί, ἐπειδὴ ἔχασαν τὴν ἐλπίδα
αὐτήν, λέγουν: Ποῖος θὰ μᾶς δείξῃ
καὶ ποῖος θὰ μᾶς δώσῃ τὰ
ὑλικὰ ἀγαθά; Εἰς ἡμᾶς
ὅμως, Κύριε, ποὺ ἐλπίζομεν εἰς σέ,
ἐνετυπώθη βαθειὰ ἡ στοργὴ καὶ
ἡ πλεονάζουσα ἀγάπη καὶ χάρις τοῦ
προσώπου σου· καὶ Ἐλαμψεν εἰς ὅλους
φανερὰ ἡ ὑπὲρ ἡμῶν πρόνοια
καὶ ἀντίληψίς σου· |
8
Ἔδωκας εὐφροσύνην εἰς τὴν καρδίαν
μου· ἀπὸ καρποῦ σίτου, οἴνου
καὶ ἐλαίου αὐτῶν ἐπληθήνθησαν.
|
8
Ἐγέμισες τὴν ἰδικήν μου καρδίαν
ἀπὸ χαρὰν καὶ ἀγαλλίασιν,
τὴν ὁποίαν δὲν δοκιμάζουν ποτὲ
οἱ ἁμαρτωλοὶ ἀντίπαλοί
μου, μολονότι εἶναι γεμᾶτοι ἀπὸ
τοὺς καρποὺς τῆς γῆς, ἀπὸ
σῖτον, οἶνον καὶ ἔλαιον.
|
8
ἐγέμισες τὴν καρδίαν μου ἀπὸ
εὐφροσύνην, ὁποίαν δὲν δοκιμάζουν οἱ
ἀντίπαλοί μου, μολονότι εἶναι γεμᾶτοι ἀπὸ
καρπὸν σίτου, οἴνου καὶ ἐλαίου.
|
9
Ἐν εἰρήνῃ ἐπὶ τὸ
αὐτὸ κοιμηθήσομαι καὶ ὑπνώσω,
ὅτι σύ, Κύριε, κατὰ μόνας ἐπ'
ἐλπίδι κατῴκισάς με. |
9
Ἐγὼ ὅμως μὲ τὴν ἐλπίδα
μου στερεὰν πρὸς σὲ θὰ κοιμηθῶ
ἥσυχος καὶ εἰρηνικός, θὰ χορτάσω
τὸν ὕπνον, διότι σὺ Κύριε, ἂν
καὶ ἐγὼ εἶμαι τώρα ἐγκαταλελειμμένος
καὶ μόνος, μοῦ παρέχεις τὴν
προστασίαν σου, ὑπὸ τὴν σκέπην
τῆς ὁποίας κατοικῶ γεμᾶτος ἐλπίδα
πρὸς σέ. |
9
Μὲ τὴν ἐλπίδα μου ἀκλόνητον εἰς
Σὲ θὰ κοιμηθῶ ἥσυχος καὶ ἐν
εἰρήνῃ, συγχρόνως δὲ καὶ θὰ
χορτάσω ὕπνον, διότι Σύ, Κύριε, ἂν καὶ εἶμαι
καταμόνος, παρέχεις εἰς ἑμὲ τὴν προστασίαν
σου, ὑπὸ τὴν σκέπην τῆς ὁποίας
κατοικῶ γεμᾶτος πεποίθησιν καὶ ἐλπίδα.
|