Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
κατοικῶν
ἐν βοηθείᾳ τοῦ Ὑψίστου,
ἐν σκέπῃ τοῦ
Θεοῦ τοῦ οὐρανοῦ αὐλισθήσεται.
|
κεῖνος
ποὺ εὑρίσκεται, καὶ παραμένει
κάτω ἀπὸ τὴν ἀκατανίκητον
βοήθειαν τοῦ Ὑψίστου, αὐτὸς
θὰ ἀναπαύεται ἀπὸ τὴν
σκέπην τοῦ Θεοῦ του οὐρανοῦ.
|
κεῖνος
ὁ ὁποῖος κατοικεῖ καὶ παραμένει
ὑπὸ τὴν βοήθειαν τοῦ Ὑψίστου,
θὰ διέρχεται τὰς νύκτας του ἀναπαυόμενος
ὑπὸ τὴν σκέπην καὶ προοτασίαν τοῦ
Θεοῦ τοῦ οὐρανοῦ.
|
2
Ἐρεῖ τῷ Κυρίῳ· ἀντιλήπτωρ
μου εἶ καὶ καταφυγή μου, ὁ Θεός
μου, καὶ ἐλπιῶ ἐπ' αὐτόν,
|
2
Θὰ εἴπῃ καὶ θὰ λέγῃ
πρὸς τὸν Κύριον: Σὺ εἶσαι ὁ
βοηθός μου, τὸ καταφύγιόν μου εἰς
ὅλην μου τὴν ζωήν, μάλιστα δὲ
εἰς περιπετείας καὶ κινδύνους. Αὐτὸς
εἶναι ὁ Θεός μου, εἰς τὸν ὁποῖον
ἐγὼ στηρίζω καὶ θὰ στηρίζω
τὰς ἐλπίδας μου. |
2
Θὰ εἴπῃ πρὸς τὸν Κύριον βοηθός
μου εἶσαι καὶ καταφύγιόν μου. Αὐτὸς
εἶναι ὁ Θεός μου, καὶ θὰ ἐλπίζω
καθ’ ὅλον τὸν βίον μου εἰς αὐτόν.
|
3
ὅτι αὐτὸς ρύσεταί σε ἐκ
παγίδος θηρευτῶν καὶ ἀπὸ λόγου
ταραχώδους· |
3
Ἔλπιζε καὶ σὺ εἰς αὐτόν,
διότι αὐτὸς θὰ σὲ γλυτώσῃ
ἀπὸ τὰς δολίας παγίδας τῶν
πονηρῶν ἐχθρῶν σου, οἱ ὁποῖοι,
ὠσὰν πανοῦργοι θηρευταί, ζητοῦν
νά, συλλάβουν τὴν ψυχήν σου. Αὐτὸς
θὰ σὲ προφυλάξῃ ἀπὸ δηλητηριώδη
λόγια, τὰ ὁποῖα ἀναστατώνουν
καὶ πικραίνουν τὴν ψυχήν.
|
3
Ὀρθῶς. Διότι αὐτὸς θὰ σὲ
λυτρώσῃ ἀπὸ τὰς δολίας καὶ καταχθονίους
ἐπιβουλὰς καὶ παγίδας ἐκείνων, ποὺ
ἐπιζητοῦν νὰ συλλάβουν ὡς θήραμα τὴν
ψυχήν σου. Αὐτὸς θὰ σὲ προφυλάξῃ
καὶ ἀπὸ λόγον συκοφαντικόν, ποὺ θὰ
σοῦ φέρῃ ταραχὴν καὶ στενοχώριαν.
|
4
ἐν τοῖς μεταφρένοις αὐτοῦ ἐπισκιάσει
σοι, καὶ ὑπὸ τὰς πτέρυγας αὐτοῦ
ἐλπιεῖς· ὅπλῳ κυκλώσει
σε ἡ ἀλήθεια αὐτοῦ.
|
4
Αὐτός, ἱστάμενος ἐμπρὸς
ἀπὸ σέ, θὰ σὲ ὑπερασπίζῃ
ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς σου, ὥστε
σὺ νὰ εὑρίσκῃς ἀσφάλειαν
ὀπίσω ἀπὸ αὐτόν. Κάτω
ἀπὸ τὴν προστασίαν τῶν πτερύγων
του θὰ ἐλπίζῃς εἰς ἀποτελεσματικὴν
βοήθειαν. Ὡσὰν μὲ ἀσπίδα
θὰ σὲ περιβάλλῃ ὁλόκληρον
ἡ φιλαλήθειά του καὶ ἡ προστασία,
τὴν ὁποίαν ἔχει ὑποσχεθῆ.
|
4
Διὰ τῶν μεταφρένων καὶ τῶν νώτων αὐτοῦ
θὰ σὲ σκεπάζῃ, οἱονεὶ προβάλλων
τὸ στῆθος του ὡς ἀσπίδα σου, καὶ
ὑπὸ τὴν προστασίαν τῶν πτερύγων του
θὰ ἐλπίζῃς ἀσφαλιζόμενος ὑπὸ
τὴν κραταιὰν δύναμιν καὶ πρόνοιάν του, ὅπως
οἱ μικροὶ νεοσσοὶ ὑπὸ τὰς
πτέρυγας τῆς ὄρνιθος· ὡς δι' ἀσπίδος
θὰ σὲ περιβάλλῃ ὁλόκληρον ἡ
φιλαλήθειά του, διότι θὰ ἔχῃς ὡς προτείχισμά
σου τὴν πεποίθησιν, ὅτι ὁ ὑποσχεθεὶς
τὴν βοήθειαν καὶ προστασίαν σου εἶναι πιστὸς
καὶ ἀληθὴς εἰς τὰς ἐπαγγελίας
του. |
5
Οὐ φοβηθήσῃ ἀπὸ φόβου
νυκτερινοῦ, ἀπὸ βέλους πετομένου
ἡμέρας, |
5
Δὲν θὰ φοβηθῇς ἀπὸ κίνδυνον
νυκτερινόν, οὔτε ἀπὸ βέλος ποὺ
ρίπτεται ἐναντίον σου ἐν καιρῷ
ἡμέρας. |
5
Δὲν θὰ φοβηθῇς ἀπὸ κίνδυνον
ἐξ ἐχθρῶν ὑπούλων, οἱ ὁποῖοι
ἐν καιρῷ νυκτὸς ἐπιπίπτουν κατὰ
σοῦ, οὔτε ἀπὸ βέλος ποὺ πετᾷ
καὶ ρίπτεται κατὰ σοῦ ἐν καιρῷ
ἡμέρας. |
6
ἀπὸ πράγματος ἐν σκότει διαπορευομένου,
ἀπὸ συμπτώματος καὶ δαιμονίου
μεσημβρινοῦ. |
6
Δὲν θὰ φοβηθῇς ἀπὸ φόβητρον,
ποὺ ἐπέρχεται κατὰ τὴν νύκτα,
οὔτε ἀπὸ κανένα δυσάρεστον γεγονὸς
τῆς ἡμέρας, ἢ ἀπὸ δαιμόνιον
πονηρόν, ποὺ ἐνεργεῖ κατὰ τὴν
μεσημβρίαν. |
6
Καὶ γενικῶς δὲν θὰ φοβηθῇς κάθε
πρᾶγμα ποὺ κινεῖται καὶ περιπατεῖ
εἰς τὸ σκότος, καὶ σοῦ δημιουργεῖ
ἀφανῆ κίνδυνον, ποὺ δὲν τὸν
βλέπεις μὲ τοὺς σωματικοὺς ὀφθαλμούς,
οὔτε ἀπὸ ἀπροσδόκητον συμβὰν
καὶ συναπάντημα, καθὼς καὶ ἀπὸ
δαιμόνιον, τὸ ὁποῖον κατὰ τὴν
μεσημβρίαν ἐπενεργεῖ καὶ βλάπτει.
|
7
Πεσεῖται ἐκ τοῦ κλίτους σου χιλιὰς
καὶ μυριὰς ἐκ δεξιῶν σου, πρὸς
σὲ δὲ οὐκ ἐγγιεῖ
|
7
Χίλιοι θὰ πέσουν νεκροὶ ἐξ ἀριστερῶν
σου καὶ χιλιάδες χιλιάδων ἀπὸ
τὰ δεξιά σου. Θὰ χάνωνται πολυάριθμοι
ἄνθρωποι γύρω σου. Ἀλλὰ σὲ οὔτε
κἂν καὶ θὰ σὲ ἐγγίσῃ
τὸ κακόν. |
7
Θὰ πέσουν νεκροὶ εἰς τὸ πλευρόν
σου χιλιὰς ἀνθρώπων, καὶ ἐκ δεξιῶν
σου θὰ πέσῃ ὁλόκληρος μυριάς, πρὸς
σὲ ὅμως δὲν θὰ πλησιάσῃ ὁ
κίνδυνος τοῦ θανάτου. |
8
πλὴν τοῖς ὀφθαλμοῖς σου κατανοήσεις
καὶ ἀνταπόδοσιν ἁμαρτωλῶν ὄψει.
|
8
Διότι σὺ εἶσαι δίκαιος, θὰ ἔχης
ἀνοικτὰ τὰ μάτια σου, διὰ νὰ
βλέπης πῶς ἐξολοθρεύονται οἱ
ἁμαρτωλοὶ καὶ νὰ δοξάζῃς
ἔτσι τὸν δίκαιον Θεόν. Γεμᾶτος
δὲ εὐλάβειαν θὰ ἀναφωνῇς·
|
8
Ἀλλὰ διὰ τῶν ἰδίων σου ὀφθαλμῶν
θὰ παρακολουθῇς καὶ θὰ ἀντιλαμβάνεσαι
τὸν θανατηφόρον κίνδυνον καὶ τὰς συντελουμένας
ὑπ’ αὐτοῦ καταστροφάς, καὶ θὰ
βλέπῃς τὴν ἀνταπόδοσιν καὶ τιμωρίαν
τῶν ἁμαρτωλῶν. (Ἡ δευτέρα φωνή)·
|
9
Ὅτι σύ, Κύριε, ἡ ἐλπίς
μου· τὸν Ὕψιστον ἔθου καταφυγήν
σου. |
9
σύ, Κύριε, εἶσαι ἡ ἐλπίς
μου· καὶ θὰ ἔχῃς ὡς ἀπάντησιν.
Τὸν Κύριον ἔθεσες πράγματι ὡς
καταφύγιόν σου· |
9
Διότι, σύ, Κύριε, εἶσαι ἡ ἐλπίς μου. (Ἡ
πρώτη φωνή)· Τὸν Ὕψιστον κατέστησας ἀσφαλὲς
καταφύγιόν σου. |
10
Οὐ προσελεύσεται πρὸς σὲ κακά,
καὶ μάστιξ οὐκ ἐγγιεῖ ἐν
τῷ σκηνώματί σου. |
10
καὶ δὲν θὰ σὲ πλησιάσουν συμφοραί,
καὶ μάστιγες δοκιμασιῶν δὲν θὰ
φθάσουν εἰς τὴν κατοικίαν σου.
|
10
Δὲν θὰ σὲ πλησιάσουν κακὰ καὶ
δυστυχίαι καὶ οἱαδήποτε μάστιξ ἢ πληγῇ
καὶ ἀσθένεια δὲν θὰ ἐγγίσῃ
τὸν τόπον τῆς κατασκηνώσεως καὶ διαμονῆς
σου. |
11
Ὅτι τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ
ἐντελεῖται περὶ σοῦ τοῦ διαφυλάξαι
σε ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς σου·
|
11
Διότι ὁ Κύριος θὰ δώσῃ
ἐντολὴν εἰς τοὺς ἀγγέλους
του διὰ σὲ νὰ σὲ προφυλάξουν
εἰς ὅλους τοὺς δρόμους τῆς ζωῆς
σου. |
11
Διότι θὰ δώσῃ ἐντολὴν ὁ Κύριος
εἰς τοὺς ἀγγέλους του διὰ σέ, ὅπως
σὲ διαφυλάξουν εἰς πάσας τὰς ὁδοὺς
καὶ ἐνεργείας σου. |
12
ἐπὶ χειρῶν ἀροῦσί σε,
μήποτε προσκόψῃς πρὸς λίθον
τὸν πόδα σου· |
12
Θὰ σὲ ἀναλάβουν οἱ ἄγγελοι
εἰς τὰ χέρια των καὶ θὰ σὲ
καθοδηγοῦν, ὥστε οὔτε τὸ ἕνα
σου πόδι νὰ μὴ σκοντάψῃ εἰς
κανένα λίθον. |
12
Ἐπὶ τῶν χειρῶν των θὰ σὲ
σηκώσουν, μὴ τύχη ποτὲ καὶ προσκρούσῃς
τὸν πόδα σου εἰς λίθον τινὰ καὶ σκοντάψῃς.
|
13
ἐπὶ ἀσπίδα καὶ βασιλίσκον
ἐπιβήσῃ καὶ καταπατήσεις λέοντα
καὶ δράκοντα. |
13
Θὰ πατήσῃς ἄφοβα ἐπάνω
εἰς δηλητηριώδεις ὄφεις, ὅπως εἶναι
ἡ ἀσπὶς καὶ ὁ βασιλίσκος,
καὶ θὰ καταπατήσῃς λέοντα καὶ
δράκοντα, χωρὶς κανένα ἀπὸ τὰ
θηρία αὐτὰ νὰ σὲ βλάψῃ.
|
13
Ἐπὶ ὄφεων δηλητηριωδῶν, ὁποῖοι
εἶναι ἡ ἀσπὶς καὶ ὁ βασιλίσκος,
θὰ ἐπιβαίνῃς περιπατῶν, χωρὶς
νὰ πάθῃς τίποτε, καὶ θὰ καταπατῇς
λέοντα καὶ δράκοντα ἀφόβως καὶ ἀβλαβῶς.
Ὄχι μόνον ἀπὸ κάθε ἐμπόδιον καὶ
δυσχέρειαν θὰ ἀπαλλάσσουν οἱ ἄγγελοι
τὴν πορείαν σου, Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ
τοὺς μεγαλυτέρους κινδύνους θὰ σὲ προφυλάττουν.
|
14
Ὅτι ἐπ' ἐμὲ ἤλπισε, καὶ
ρύσομαι αὐτόν· σκεπάσω αὐτόν,
ὅτι ἔγνω τὸ ὄνομά μου.
|
14
Ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς διακηρύσσει καὶ
λέγει· Ἐπειδὴ ὁ δοῦλος
μου ἐστήριξεν εἰς ἐμὲ τὰς
ἐλπίδας του, ἐγὼ θὰ τὸν
γλυτώσω ἀπὸ κάθε κίνδυνον. Θὰ
τὸν σκεπάσω μὲ τὴν προστασίαν
μου, διότι αὐτὸς ἐγνώρισε καὶ
ἐδόξασε τὸ ὄνομά μου.
|
14
Διότι ἐστήριξε τὴν ἐλπίδα του ἐπ’
ἐμοῦ, λέγει ὁ Κύριος· καὶ δι'
αὐτὸ καὶ θὰ τὸν ἐλευθερώνω·
θὰ τὸν σκεπάζω καὶ θὰ τὸν προστατεύω,
διότι μὲ πλήρη ἐπίγνωσιν καὶ πίστιν ἐπικαλεῖται
τὸ ὄνομά μου. |
15
Κεκράξεται πρός με, καὶ ἐπακούσομαι
αὐτοῦ, μετ' αὐτοῦ εἰμι ἐν
θλίψει· ἐξελοῦμαι αὐτὸν
καὶ δοξάσω αὐτόν.
|
15
Θὰ κράξη διὰ τῆς προσευχῆς του
πρὸς ἐμὲ καὶ ἐγὼ θὰ
κάμω δεκτὴν τὴν προσευχήν του. Θὰ
εὑρεθῶ παρὰ τὸ πλευρόν του εἰς
τὰς θλίψεις τῆς ζωῆς του. Θὰ
τὸν βγάλω ἀπὸ τὰς δοκιμασίας
καὶ περιπετείας καὶ θὰ τὸν δοξάσω
ἀκόμη περισσότερον. |
15
Θὰ φωνάζῃ πρὸς ἐμὲ διὰ
θερμῆς καὶ ἐντόνου προσευχῆς καὶ
θὰ τὸν ἀκούω εὐμενῶς· θὰ
εἶμαι μαζί του κατὰ τὰς θλίψεις αὐτοῦ·
θὰ τὸν ἐλευθερώνω ἀπὸ
τὰς δυσκολίας καὶ τὰ δεινὰ καὶ
θὰ τὸν δοξάζω. |
16
Μακρότητα ἡμερῶν ἐμπλήσω αὐτὸν
καὶ δείξω αὐτῷ τὸ σωτήριόν
μου. |
16
Θὰ χαρίσω εἰς αὐτὸν μακρότητα
ἡμερῶν καὶ θὰ τοῦ δεικνύω
καθ' ὅλον τὸν μακρὸν βίον του τὴν
σωτηρίαν μου. |
16
Θὰ τὸν γεμίσω μὲ μακρὰς ἡμέρας
χαρίζων εἰς αὐτὸν μακροζωΐαν, καὶ
θὰ δεικνύω πρὸς αὐτὸν καθ’ ὅλον
τὸν μακρὸν βίον του τὴν σωτηρίαν μου.
|