Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
πὶ
τῶν ποταμῶν Βαβυλῶνος ἐκεῖ ἐκαθίσαμεν
καὶ ἐκλαύσαμεν ἐν τῷ μνησθῆναι
ἡμᾶς τῆς Σιών. |
ἰς
τὰς ὄχθας τῶν ποταμῶν τῆς Βαβυλῶνος
ἐκεῖ ἐκαθήσαμεν δοῦλοι καὶ
ἐξόριστοι καὶ ἐκλαύσαμεν ἐνθυμούμενοι
τὴν Ἱερουσαλήμ. |
πὶ
τῶν ποταμῶν τῆς Βαβυλῶνος παρὰ
τὰς ὄχθας τοῦ Εὐφράτου, τοῦ
Τίγρητος καὶ τῶν παραποτάμων των ἐκαθήσαμεν
θλιμμένοι καὶ ἐκλαύσαμεν, ὅταν ἐνεθυμήθημεν
ἡμεῖς οἱ αἰχμάλωτοι τὴν προσφιλῆ
μας Σιών. |
2
Ἐπὶ ταῖς ἰτέαις ἐν μέσῳ
αὐτῆς ἐκρεμάσαμεν τὰ ὄργανα
ἡμῶν· |
2
Εἰς τὰς ἰτέας, ποὺ ὑψώνονται
εἰς τὰς ὄχθας τῶν ποταμῶν, οἱ
ὁποῖοι διαρρέουν τὴν χώραν,
ἐκρεμάσαμεν θλιμμένοι τὰ μουσικά
μας ὄργανα. |
2
Ἐπὶ τῶν ἰτεῶν, αἵτινες
ὑψοῦνται παρὰ τὰς ὄχθας τῶν
ποταμῶν ποὺ ρέουν ἐν μέσῳ τῆς
χώρας ταύτης, ἐκρεμάσαμεν τὰ εἰς τὴν
λατρείαν χρησιμοποιούμενα ὄργανά μας-
|
3
ὅτι ἐκεῖ ἐπηρώτησαν ἡμᾶς
οἱ αἰχμαλωτεύσαντες ἡμᾶς λόγους
ᾠδῶν καὶ οἱ ἀπαγαγόντες
ἡμᾶς ὕμνον· ᾄσατε ἡμῖν
ἐκ τῶν ᾠδῶν Σιών.
|
3
Καὶ τοῦτο, διότι αὐτοὶ οἱ
ὁποῖοι μᾶς εἶχαν αἰχμαλωτίσει
καὶ μεταφέρει εἰς τὴν Βαβυλῶνα,
μᾶς ἐζήτησαν ἐκεῖ νὰ ψάλωμεν
τὰ ἱερὰ ᾄσματα. Αὐτοὶ
ποὺ μᾶς εἶχαν ἀπαγάγει αἰχμαλώτους
ἀπὸ τὴν πατρίδα μας, ἐζήτησαν
νὰ τοὺς ψάλωμεν τοὺς ἱεροὺς
ὕμνους καὶ μᾶς ἔλεγαν: Ψάλατε
εἰς ἡμᾶς ἀπὸ τὰ ᾄσματα
τῆς πατρίδος σας, τῆς Σιών!
|
3
καὶ τοῦτο διότι ἐκεῖ μᾶς ἐζήτησαν
αὐτοί, οἱ ὁποῖοι μᾶς ἠχμαλωτισαν,
ᾠδὰς διὰ τοῦ στόματος ἒν τῇ
ἱερᾷ λατρείᾳ ᾀδομένας, καὶ αὐτοὶ
ποὺ μᾶς ἀπήγαγον ἀπὸ τὴν
πατρίδα μας μᾶς ἐζήτησαν ὕμνον μουσικὸν
καὶ ἐναρμόνιον· τραγῳδήσατε πρὸς
διασκέδασίν μας, ἔλεγον, ἀπὸ τὰ
ᾄσματα ποὺ ἐψάλλετε, ὅταν ἦσθε
εἰς τὴν Σιών. |
4
Πῶς ᾄσωμεν τὴν ᾠδήν Κυρίου
ἐπὶ γῆς ἀλλοτρίας;
|
4
Καὶ ἡμεῖς εἴπομεν: Πῶς θὰ
ψάλλωμεν τὴν ἱερὰν ᾠδὴν
τοῦ Κυρίου εἰς ξένην εἰδωλολατρικὴν
χώραν καὶ θὰ λησμονήσωμεν τὴν
πατρίδα μας; |
4
Πῶς θὰ ψάλω τὴν ἱερὰν ᾠδήν
τοῦ Κυρίου, ἥτις μόνον εἰς ἱερὸν
χῶρον πρέπει νὰ ἀκούεται, πῶς θὰ
τὴν ψάλω εἰς χώραν ξένην, μολυσμένην ὑπὸ
τῆς λατρείας ψευδῶν θεῶν;
|
5
Ἐὰν ἐπιλάθωμαι σου, Ἱερουσαλήμ,
ἐπιλησθείη ἡ δεξιά μου·
|
5
Ἐὰν σὲ λησμονήσω, ὦ Ἱερουσαλήμ,
καὶ θελήσω νὰ ψάλλω μὲ τὴν
συνοδείαν μουσικῶν ὀργάνων, ἐδῶ
εἰς τὴν ξένην χώραν, ἂς γίνῃ
ἀναίσθητος καὶ παράλυτος ἡ δεξιά
μου χείρ. |
5
Ἐὰν ἐγὼ ὁ αἰχμάλωτος εἰς
τὴν Βαβυλῶνα Ἰσραηλίτης σὲ λησμονήσω,
ὦ Ἱερουσαλήμ, εἴθε τότε νὰ λησμονηθῇ
ἡ δεξιά μου, ἀποξηραινομένη ὥστε νὰ
μὴ τὴν αἰσθάνωμαι πλέον καὶ νὰ
εἶναι ἀνίκανος ὅπως παίζῃ τὰ
ἱερὰ ὄργανα. |
6
κολληθείη ἡ γλῶσσά μου τῷ λάρυγγί
μου, ἐὰν μή σου μνησθῶ, ἐὰν
μὴ προανατάξωμαι τὴν Ἱερουσαλὴμ
ὡς ἐν ἀρχῇ τῆς εὐφροσύνης
μου. |
6
Ἡ γλῶσσα μου, ποὺ θὰ τολμήσῃ
νὰ ψάλλῃ τὰς ἱερὰς ὠδάς,
ἂς κολλήσῃ εἰς τὸν λάρυγγά
μου, ἐὰν δὲν σὲ ἐνθυμηθῶ,
ἐὰν δὲν προτάξω σὲ τὴν
Ἱερουσαλήμ, ὡς τὴν ὑψίστην
χαρὰν καὶ ἀγαλλίασιν τῆς καρδίας
μου. |
6
Ἐὰν δὲν σὲ ἐνθυμηθῶ, ἂς
κολλήσῃ ἡ γλῶσσα μου εἰς τὸν
λάρυγγά μου, ὥστε νὰ μὴ εἶναι δυνατὸν
νὰ ψάλω, ἂς γίνω βωβός, ἐὰν δὲν
προτάξω τὴν Ἱερουσαλὴμ ὡς ὑψίστην
χαράν μου, καὶ ὡς ἀρχὴν καὶ
κολοφῶνα οἱασδήποτε εὐφροσύνης μου.
|
7
Μνήσθητι, Κύριε, τῶν υἱῶν Ἐδὼμ
τὴν ἡμέραν Ἱερουσαλὴμ τῶν
λεγόντων· ἐκκενοῦτε, ἐκκενοῦτε,
ἕως τῶν θεμελίων αὐτῆς.
|
7
Ἐνθυμήσου, Κύριε, καὶ τιμώρησε
τοὺς ἐχθρούς μας τοὺς Ἰδουμαίους,
οἱ ὁποῖοι κατὰ τὴν τραγικὴν
ἐκείνην ἡμέραν, ποὺ κατεστράφη
ἡ Ἱερουσαλήμ, ἔλεγαν πρὸς τοὺς
ἐχθρούς μας· Ἀδειάσατέ
την, ἀδειάσατε τὴν Ἱερουσαλὴμ
ἀπὸ τοὺς κατοίκους, καταστρέψατέ
την ἀπὸ τὰ θεμέλιά της.
|
7
Ἐνθυμήσου, Κύριε, καὶ τιμώρησε σὺ
τοὺς Ἰδουμαίους, οἵτινες κατὰ
τὴν ἀποφράδα ἐκείνην ἡμέραν, ποὺ
ἐκυριεύθη καὶ κατεστράφη ἡ Ἱερουσαλήμ,
ἔλεγον πρὸς τοὺς Βαβυλωνίους κατακτητάς:
Κατακρημνίζετε καὶ ἀδειάζετε τὸ ἔδαφος
τῆς Ἱερουσαλὴμ μέχρι τῶν θεμελίων
της. |
8
Θυγάτηρ Βαβυλῶνος ἡ ταλαίπωρος.
Μακάριος ὃς ἀνταποδώσει σοι
τὸ ἀνταπόδομά σου, ὁ ἀνταπέδωκας
ἡμῖν· |
8
Δυστυχία εἰς σέ, ταλαίπωρος καὶ
ἀθλία Βαβυλών, διὰ τὴν ἔπαρσίν
σου καὶ τὰς ἀδικίας ποὺ ἔχεις
κάμει! Μακάριος θὰ εἶναι ἐκεῖνος,
ὁ ὁποῖος θὰ σοῦ ἀνταποδῶσῃ
ὅ,τι ἔκαμες εἰς ἡμᾶς, τὰ
δεινά, τὰ ὁποῖα ἔπραξες εἰς
βάρος μας. |
8
Ταλαίπωρος Βαβυλών· μακάριος εἶναι ἐκεῖνος
ὁ ὁποῖος θὰ σοῦ ἀνταποδώσῃ
ὅ,τι μᾶς ἔκαμες, ἀνταμείβων σὲ
μὲ τὴν αὐτὴν πληρωμήν, μὲ τὴν
ὁποίαν μᾶς ἐτιμώρησες.
|
9
μακάριος ὃς κρατήσει
καὶ ἐδαφιεῖ τὰ νήπιά σου
πρὸς τὴν πέτραν. |
9
Μακάριος θὰ εἶναι ἐκεῖνος, ὁ
ὁποῖος θὰ κρατήσῃ εἰς
τὰς χεῖρας του τὰ βρέφη σου καὶ
θὰ τὰ συντρίψῃ κτυπῶν αὐτὰ
εἰς τοὺς βράχους. |
9
Μακάριος εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος
θὰ ἁρπάσῃ δυνατὰ εἰς τὰς
χεῖρας του καὶ θὰ συντρίψῃ τὰ
νήπιά σου ἐκσφενδονίζων αὐτὰ
ἐπὶ τῶν πετρῶν. |