Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ύριε,
ἐδοκίμασάς με,
καὶ ἔγνως με· |
ύριε,
μὲ ἐδοκίμασες, μὲ ἐγνώρισες
καὶ ἔμαθες ποιὸς εἶμαι |
ύριε,
μὲ ἐδοκίμασας καὶ κατεμέτρησας τὰ
βάθη τῆς ψυχῆς μου καὶ ἐγνώρισας τί
εἶμαι, |
2
σὺ ἔγνως τὴν καθέδραν μου καὶ
τὴν ἔγερσίν μου, σὺ συνῆκας
τοὺς διαλογισμούς μου ἀπὸ μακρόθεν·
|
2
Σὺ μὲ ἐγνώρισες καλὰ καὶ
ὅταν ἀναπαύωμαι καὶ ὅταν ἐγείρωμαι.
Ὅλη ἡ πορεία τῆς ζωῆς μου κατὰ
τὴν ἡμέραν καὶ κατὰ τὴν
νύκτα σου εἶναι γνωστή. Σὺ κατανοεῖς
καλῶς τοὺς διαλογισμούς μου ἀπὸ
μακράν, πρὶν ἀκόμη συλληφθοῦν
εἰς τὴν διάνοιάν μου.
|
2
σὺ μὲ ἐγνώρισας καλὰ καὶ ὅταν
κάθημαι καὶ ὅταν ἐγείρωμαι, εἰξεύρεις
καλὰ ὅλας τὰς κινήσεις μου καὶ ὁλόκληρον
τὸν βίον μου. Σὺ κατανοεῖς τοὺς διαλογισμούς
μου ἀπὸ μακρὰν καὶ πολὺ πρὶν
οὖτοι συλληφθοῦν εἰς τὸν νοῦν
μου. |
3
τὴν τρίβον μου καὶ τὴν σχοῖνόν
μου ἐξιχνίασας καὶ πάσας τὰς
ὁδούς μου προεῖδες, |
3
Ὁλόκληρον τὸν δρόμον τῆς ζωῆς
μου, ὅσον διήνυσα μέχρι σήμερα καὶ
ὅσος ὑπολείπεται ἀκόμη σὺ
τὸν γνωρίζεις μέχρι καὶ τῶν
παραμικροτέρων λεπτομερειῶν. Ὅλας τὰς
πορείας μου ἐκ τῶν προτέρων γνωρίζεις,
Κύριε. |
3
Τὸν δρόμον μου καὶ πᾶσαν τὴν ἔκτασιν
καὶ τὸ μέτρον τῆς ζωῆς μου, σὺ
τὰ παρηκολούθησες καὶ τὰ ἐγνώρισες
ἐπακριβῶς, τὸν δημόσιον καὶ τὸν
ἰδιωτικόν μου βίον καὶ ὅλας τὰς ὁδούς
μου, πᾶσαν ἐν γένει τὴν φανερὰν καὶ
μυστικὴν διαγωγήν μου προεῖδες.
|
4
ὅτι οὐκ ἔστι δόλος ἐν γλώσσῃ
μου. |
4
Καὶ γνωρίζεις, ὅτι δὲν ὑπάρχει
δολιότης εἰς τὴν γλῶσσαν μου.
|
4
Ἐγνώρισες ὅτι δὲν ὑπάρχει δόλος
εἰς τὴν γλῶσσάν μου, ἀλλὰ λαλεῖ
αὕτη ὅ,τι ἔχω καὶ εἰς τὴν
καρδίαν μου. |
5
Ἰδού, Κύριε, σὺ ἔγνως πάντα,
τὸ ἔσχατα καὶ τὰ ἀρχαῖα·
σὺ ἔπλασάς με καὶ ἔθηκας ἐπ'
ἐμὲ τὴν χεῖρά σου.
|
5
Ἰδού, Κύριε, σὺ ὡς παντογνώστης
ἐγνώρισες ὅλα, τὰ πρόσφατα καὶ
τὰ ἀρχαῖα. Σὺ μὲ ἔπλασες
καὶ μὲ ἔθεσες κάτω ἀπὸ
τὸ προστατευτικόν σου χέρι.
|
5
Ἰδού, Κύριε, σὺ ἐγνώρισας ὅλα, τὰ
πρόσφατα καὶ τὰ παλαιὰ ἐγνώρισας καὶ
τὰ τῆς γεροντικῆς μου ἡλικίας καὶ
τὰ τῆς νεανικῆς· σὺ μὲ
ἔπλασας καὶ ἔθεσας τὴν προνοητικὴν
καὶ ἐξουσιαστικήν σου χεῖρα ἐπ' ἐμοῦ.
|
6
Ἐθαυμαστώθη ἡ γνῶσίς σου ἐξ
ἐμοῦ· ἐκραταιώθη, οὐ μὴ
δύνωμαι πρὸς αὐτήν.
|
6
Γεμᾶτος θαυμασμὸν μένω ἐμπρὸς
εἰς τὴν ἀκριβεστάτην γνῶσιν,
τὴν ὁποίαν ἔχεις περὶ ἐμοῦ.
Εἶναι ἄφθαστος καὶ ἀσύγκριτος,
ἀδύνατον νὰ τὴν συλλάβω μὲ
τὰς ἀσθενεῖς διανοητικὰς δυνάμεις
μου. |
6
Μοῦ κινεῖ τὸν θαυμασμὸν ἡ γνῶσις,
τὴν ὁποίαν περὶ ἐμοῦ ἔχεις·
εἶναι κραταιὰ καὶ ἀσυγκρίτως ἰσχυροτέρα
τῶν ἀσθενῶν διανοητικῶν μου δυνάμεων·
δὲν δύναμαι νὰ τὴν συλλάβω. Συντρίβομαι
πρὸ αὐτῆς. |
7
Ποῦ πορευθῶ ἀπὸ τοῦ πνεύματός
σου καὶ ἀπὸ τοῦ προσώπου σου
ποῦ φύγω; |
7
Ποῦ εἶναι δυνατὸν νὰ πορευθῶ,
ὥστε νὰ εἶμαι μακρὰν ἀπὸ
τὸ Πνεῦμα σου; Καὶ ποῦ νὰ καταφύγω,
ὥστε νὰ μὴ εὑρίσκωμαι κάτω
ἀπὸ τὸ ἰδικόν σου βλέμμα;
|
7
Ποῦ νὰ ὑπάγω, ὥστε νὰ εἶμαι
μακρὰν ἀπὸ τὸ πνεῦμά σου, καὶ
ποῦ νὰ φύγω ὥστε νὰ μὴ παρακολουθοῦμαι
ἀπὸ τὸ πρόσωπόν σου; |
8
Ἐὰν ἀναβῶ εἰς τὸν οὐρανόν,
σὺ ἐκεῖ εἶ, ἐὰν καταβῶ
εἰς τὸν ᾅδην, πάρει·
|
8
Ἐὰν ἀναβῶ εἰς τὸν οὐρανόν,
σὺ ὑπάρχεις ἐκεῖ. Ἐὰν
καταβῶ εἰς τὸν ᾅδην, σὺ παρευρίσκεσαι
ἐκεῖ. |
8
Ἐὰν ἀναβῶ εἰς τὸν οὐρανόν,
σὺ εἶσαι ἐκεῖ· ἐὰν
ἀποθάνω καὶ καταβῶ εἰς τὸν Ἅδην,
ἡ παρουσία σου καὶ ἐκεῖ ἐκτείνεται.
|
9
ἐὰν ἀναλάβοιμι τὰς πτέρυγάς
μου κατ' ὄρθρον καὶ κατασκηνώσω εἰς
τὰ ἔσχατα τῆς θαλάσσης, |
9
Ἐὰν ἀποκτήσω πτέρυγας καὶ
κατὰ τὰ χαράματα μὲ αὐτὰς
πετάξω πρὶν ἀνατείλῃ ὁ
ἥλιος, καὶ κατασκηνώσω εἰς τὰ
ἄκρα τῆς ξηρᾶς καὶ τῆς θαλάσσης,
ἐκεῖ ὅπου δύει ὁ ἥλιος,
ἐκεῖ σὺ ὑπάρχεις.
|
9
Ἐὰν ἤθελον γίνει πτερωτὸς καὶ
ἔπαιρνα ἐπάνω μου ἰδικά μου πτερὰ
ἐκεῖ, ὅπου ἀνατέλλει κατὰ τὰ
βαθειὰ ἐξημερώματα ὁ ἥλιος (Κατὰ
τὸ ἑβραϊκόν: Ἐὰν ἀναλάβω τὰς
πτέρυγας τοῦ ὄρθρου = Ἐὰν μὲ
φωτὸς ταχύτητα), καὶ κατασκηνώσω εἰς τὰς
ἐσχατιὰς τῆς θαλάσσης ὅπου γίνεται
ἡ δύσις, καὶ πετάξω λοιπὸν ἀπὸ
τὴν ἀνατολὴν ἕως τὴν δύσιν,
|
10
καὶ γὰρ ἐκεῖ ἡ χείρ σου
ὁδηγήσει με, καὶ καθέξει με ἡ
δεξιά σου. |
10
Καὶ τὸ στοργικό σου χέρι θὰ
μὲ καθοδηγήσῃ καὶ ἡ παντοδύναμος
δεξιά σου θὰ μὲ κρατήσῃ καὶ
θὰ μὲ ὑποστηρίξῃ.
|
10
ἀλλὰ καὶ ἐκεῖ ἡ χείρ σου
θὰ μὲ ὁδηγήσῃ καὶ θὰ
μὲ κρατῇ σφιγκτὰ ἡ δεξιά σου.
|
11
Καὶ εἶπα· ἄρα σκότος καταπατήσει
με, καὶ νύξ φωτισμὸς ἐν τῇ τροφῇ
μου· |
11
Ἐὰν εἴπω· ἂς ἔλθῃ
λοιπὸν σκοτάδι νὰ μὲ περιβάλῃ
ἀπὸ ὅλα τὰ σημεῖα καὶ
νὰ μὲ σκεπάσῃ καὶ ἡ σκοτεινὴ
νύξ ἂς ὑποκαταστήσῃ τὸν
φωτισμὸν τῆς ἡμέρας, ὥστε νὰ
διέρχωμαι ἀθέατος ἐν τρυφῇ τὰς
ὥρας τῆς ζωῆς μου, θὰ πλανηθῶ.
|
11
Καὶ ἐὰν καθ’ ὑπόθεσιν εἴπω·
ἂς ἔλθῃ λοιπὸν τὸ σκότος νὰ
μὲ καταπατήσῃ καὶ νὰ μὲ σκεπάσῃ,
καὶ ἡ νὺξ ἂς καταλάβῃ θέσιν
φωτὸς καὶ τὸ σκότος της ἂς μείνῃ
ἀντὶ φωτισμοῦ κατὰ τὴν ἐντρύφησίν
μου, ὥστε ὑπὸ τὰ σκότη νὰ τρυφήσω
ἀθέατος. |
12
ὅτι σκότος οὐ σκοτισθήσεται ἀπὸ
σοῦ, καὶ νύξ ὡς ἡμέρα
φωτισθήσεται· ὡς τὸ σκότος αὐτῆς,
οὕτως καὶ τὸ φῶς αὐτῆς.
|
12
Διότι τὸ σκότος δὲν εἶναι διὰ
σὲ σκοτάδι, καὶ ἡ νύκτα εἶναι
ἐνώπιόν σου φωτισμένη, ὅπως
ἡ ἡμέρα. Τὸ σκότος τῆς
νυκτὸς εἶναι ὅπως τὸ φῶς τῆς
ἡμέρας. Ὅλα ὁλόφωτα καὶ
καθαρὰ εἶναι ἐνώπιόν σου.
|
12
Πόσον θὰ πλανηθῶ! Διότι τὸ σκότος δὲν
θὰ σκοτισθῇ καὶ δὲν θὰ μείνῃ
ἀθέατον καὶ ἀφώτιστον ἀπὸ σέ,
καὶ ἡ νὺξ τῆς τρυφῆς καὶ
τῶν ὀργίων μου θὰ εἶναι φωτισμένη
ἐνώπιόν σου ὡς ἡμέρα. Ὅπως
εἶναι τὸ σκότος τῆς νυκτός, οὕτως
εἶναι καὶ τὸ φῶς τῆς ἡμέρας.
Διότι καὶ τὸ σκότος τῆς νυκτὸς εἶναι
φανερὸν ἐνώπιόν σου, ὡς νὰ φωτίζεται
λαμπρῶς ὑπὸ φωτός. |
13
Ὅτι σὺ ἐκτήσω τοὺς νεφρούς
μου, Κύριε, ἀντελάβου μου ἐκ γαστρὸς
μητρός μου. |
13
Διότι σύ, Κύριε, ἔχεις ὡς κτῆμά
σου καὶ γνωρίζεις πολὺ καλὰ τοὺς
νεφρούς μου, ὅλον δηλαδὴ τὸν ἐσωτερικόν
μου κόσμον. Σὺ μὲ ἀνέλαβες ὑπὸ
τὴν προστασίαν σου ἀπὸ
τότε, ποὺ ἥμην
ἔμβρυον εἰς τὴν κοιλίαν τῆς
μητρός μου. |
13
Διότι σύ, Κύριε, ἐδημιούργησας καὶ γνωρίζεις ὡς
κτῆμα σου τοὺς νεφρούς μου, τὸ ἐσωτερικὸν
τοῦτο κέντρον τῶν ἐπιθυμιῶν καὶ
συναισθημάτων μου. Κύριε, μὲ ἀνέλαβες ὑπὸ
τὴν προστασίαν σου ἀφ’ ὅτου ἀκόμη
ἤμην εἰς τὴν κοιλίαν τῆς μητρός μου.
|
14
Ἐξομολογήσομαί σοι, ὅτι φοβερῶς
ἐθαυμαστώθης· θαυμάσια τὰ ἔργα
σου, καὶ ἡ ψυχή μου γινώσκει σφόδρα.
|
14
Θὰ σὲ δοξολογῶ, λοιπόν, μὲ εὐγνωμοσύνην,
διότι καὶ εἰς αὐτὸ τὸ
σημεῖον ἐδείχθης ἀξιοθαύμαστος,
ὥστε νὰ
προκαλῇς κατάπληξιν καὶ φόβον.
Θαυμαστὰ εἶναι τὰ ἔργα σου, Κύριε,
καὶ ἐγὼ τὰ γνωρίζω καλά,
πάρα πολὺ καλὰ ἀπὸ προσωπικήν
μου πεῖραν.
|
14
Θὰ σὲ δοξολογήσω καὶ θὰ σὲ εὐχαριστήσω
εὐγνωμόνως, διότι ἐδείχθης θαυμαστὸς
μέχρι σημείου προκαλοῦντος κατάπληξιν καὶ φόβον.
Θαυμάσια τὰ ἔργα σου καὶ ἡ ψυχή μου
γνωρίζει τοῦτο πολὺ καλὰ ἐξ ἰδίας
πείρας. |
15
Οὐκ ἐκρύβη τὸ ὀστοῦν μου
ἀπὸ σοῦ, ὃ ἐποίησας ἐν
κρυφῇ, καὶ ἡ ὑπόστασίς
μου ἐν τοῖς κατωτάτοις τῆς γῆς·
|
15
Δὲν ἔμεινε κρυπτὸς καὶ ἄγνωστος
εἰς σὲ ὁ σχηματισμὸς τῶν ὀστέων
μου, τὰ ὁποῖα
διεμορφώνοντο ἀφανῶς
εἰς τὴν κοιλίαν τῆς μητρός μου.
Δὲν ἔμεινεν ἄγνωστος καὶ ἀφανὴς
εἰς σὲ ἡ ἀρχική
μου ὑπόστασις, ὅταν ἐν τῇ κοιλίᾳ
τῆς μητρός μου, ὡς εἰς τὰ κατώτατα
τῆς γῆς διεμορφώνετο.
|
15
Δὲν ἐκρύβη ἀπὸ σὲ ὁ ὀστέϊνος
σκελετός μου, ὅταν ἤρχισε νὰ διαμορφοῦται
ἐν τῇ κοιλίᾳ τῆς μητρός μου καὶ
τὸν ὁποῖον ἐποίησας ἀφανῶς,
μακρὰν ἀπὸ κάθε ἀνθρώπινον ὀφθαλμόν.
Οὔτε ὑπῆρξεν ἀφανὴς εἰς
σὲ ἡ πρώτη σύστασις καὶ ὑπόστασίς
μου, ὅταν ἐγκυμονεῖτο ἐν τῷ
σκότει τῆς μητρικῆς κοιλίας ὡς εἰς
τὰ κατώτατα τῆς γῆς θαμμένη καὶ ἀποκεκρυμμένη.
|
16
τὸ ἀκατέργαστόν μου εἶδον οἱ
ὀφθαλμοί σου, καὶ ἐπὶ τὸ
βιβλίον σου πάντες γραφήσονται· ἡμέρας
πλασθήσονται καὶ οὐθεὶς ἐν αὐτοῖς.
|
16
Τὸ ἄπλαστον καὶ ἀδιαμόρφωτον
εἰς τὴν κοιλίαν τῆς μητρός
μου ἔμβρυον, τὸ εἶδαν οἱ ὀφθαλμοί
σου καὶ εἰς τὸ βιβλίον σου εἶναι
γραμμένοι ὅλοι οἱ
ἄνθρωποι. Ὑπὸ τὸ ἰδικόν
σου βλέμμα θὰ διαπλασθοῦν ἡμέραν
μὲ τὴν ἡμέραν
ὡς ἔμβρυα καὶ θὰ μεγαλώσουν,
καὶ οὔτε ἔνας ἀπὸ αὐτοὺς
δὲν θὰ ἀγνοηθῇ ἀπὸ σέ.
|
16
Τὴν ἀκατέργαστον καὶ ἀδιαμόρφωτον
ἐν τῇ κοιλίᾳ τῆς μητρός μου οὐσίαν
μου καὶ τί θὰ ἀπέβαινον ἀπὸ
τῆς ἀσχηματίστου ἐκείνης καταστάσεώς
μου, τὸ εἶδόν οἱ ὀφθαλμοί σου καὶ
τὸ προεγνώρισας λεπτομερῶς, καὶ εἰς
τὸ βιβλίον σου εἶναι ὅλοι γραμμένοι προτοῦ
νὰ γεννηθοῦν· θὰ πλασθοῦν οὗτοι
καὶ θὰ αὐξηθοῦν βαθμηδόν, ἡμέραν
μὲ τὴν ἡμέραν, ὅταν θὰ ἴδουν
τὸ φῶς αὐτῆς, ἀλλὰ σὺ
γνωρίζεις τούτους πλήρως προτοῦ νὰ ὑπάρξῃ
εἰς τὴν ζωὴν κανεὶς ἐξ αὐτῶν.
|
17
Ἐμοὶ δὲ λίαν ἐτιμήθησαν
οἱ φίλοι σου, ὁ Θεός, λίαν ἐκραταιώθησαν
αἱ ἀρχαὶ αὐτῶν·
|
17
Πολύτιμοι μοῦ εἶναι οἱ φίλοι
σου, ὦ Θεέ. Ἡ ἀρχὴ καὶ
ἡ πορεία τῆς
ζωῆς των καὶ ἐν γένει ἡ δύναμίς
των, κάτω ἀπὸ τὸ προστατευτικό
σου χέρι, ὑπῆρξαν ἐξόχως ἰσχυραὶ
καὶ σταθεροί.
|
17
Ἀπὸ ἐμὲ δὲ μεγάλως ἐτιμήθησαν
οἱ φίλοι σου, ὦ Θεέ, καὶ αἱ ἀρχαὶ
τῆς καταβολῆς καὶ τῆς ὑπάρξεώς
των καὶ ἐν γένει ἡ δύναμις καὶ ἐπιρροή
των ὑπὸ τὴν χεῖρα τῆς προστασίας
σου ὑπῆρξαν ἐξόχως δυναταὶ καὶ
ἀδιάσειστοι. (Κατὰ τὸ ἑβραϊκόν:
17 Πόσον αἱ βουλαί σου ἐξετιμήθησαν παρ’ ἐμοῦ!
Πόσον τὸ σύνολον αὐτῶν εἶναι μέγα
καὶ ἀναρίθμητον! 18 Ἐὰν ἀποπειραθῶ
νὰ τὰς ἀριθμήσω, ὑπερβαίνουν τὴν
ἄμμον τῆς θαλάσσης). |
18
ἐξαριθμήσομαι αὐτούς, καὶ ὑπὲρ
ἄμμον πληθυνθήσονται· ἐξηγέρθην
καὶ ἔτι εἰμὶ μετὰ σοῦ.
|
18
Προσπαθῶ νὰ τοὺς καταμετρήσω,
ἀλλὰ ἔχουν πληθυνθῆ καὶ αὐξηθῆ
περισσότερον ἀπὸ τὴν ἄμμον.
Κοιμᾶμαι μὲ τὰς ἱερὰς
αὐτὰς σκέψεις
τῶν θαυμασίων σου. Σηκώνομαι
τὸ πρωῒ καὶ πάλιν εἶμαι μαζῆ
σου, ἔχων εἰς σὲ νοῦν καὶ καρδίαν
ἐστραμμένα. |
18
Προσπαθῶ νὰ τοὺς μετρήσω, ἀλλ’ ἔχουν
πληθυνθῇ περισσότερον ἀπὸ τὴν ἄμμον.
Κατακλίνομαι καὶ κοιμῶμαι κατὰ τὴν
νύκτα ἀπερροφημένος ἀπὸ τὴν μελέτην
τῶν θαυμαστῶν ποιημάτων σου. Σηκώνομαι τὴν
πρωΐαν καὶ ἀκόμη εἶμαι μαζί σου γεραίρων
τὰ ἔργα σου. |
19
Ἐὰν ἀποκτείνῃς ἁμαρτωλούς,
ὁ Θεός, ἄνδρες αἱμάτων, ἐκκλίνατε
ἀπ' ἐμοῦ, |
19
Ἐὰν ἐθανάτωνες τοὺς ἀσεβεῖς
καὶ ἀμετανοήτους ἁμαρτωλούς,
ἔργον δικαιοσύνης θὰ ἔπραττες, Κύριε.
Ἄνδρες ἀσεβεῖς,
ἄνδρες αἱμοβόροι, ἀπομακρυνθῆτε
καὶ φύγετε ἀπὸ κοντά μου.
|
19
Ἐὰν παρέδιδες εἰς θάνατον τοὺς ἁμαρτωλούς,
ὦ Θεέ, ὁποῖον δίκαιον ἔργον θὰ
ἐπετέλεις! Ἄνθρωποι αἱμοβόροι καὶ
αἰμοδιψεῖς, φύγετε μακρὰν ἀπὸ
ἐμέ. |
20
ὅτι ἐρισταί ἐστε εἰς διαλογισμούς·
λήψονται εἰς ματαιότητα τὰς πόλεις
σου. |
20
Διότι εἶσθε ἐριστικοὶ
καὶ πάντοτε σκέπτεσθε
φιλονεικίας καὶ μάχας. Ματαίως
θὰ καταλάβουν τὰς ἰδικάς σου
πόλεις, Κύριε, διότι
ἀπὸ αὐτὰς θὰ ἐκδιωχθοῦν
μὲ τὴν ἰδικήν σου δύναμιν.
|
20
Διότι διαρκῶς εἶσθε φιλόνεικοι καὶ
διαλογίζεσθε ἔριδας καὶ μάχας· ματαίως θὰ
καταλάβουν τὰς πόλεις, αἱ ὁποῖαι σὲ
ἀναγνωρίζουν κυριάρχην των, διότι πολὺ ταχέως
θὰ ἐκδιωχθοῦν ἐξ αὐτῶν.
|
21
οὐχὶ τοὺς μισοῦντάς σε, Κύριε,
ἐμίσησα καὶ ἐπὶ τοὺς ἐχθρούς
σου ἐξετηκόμην; |
21
Ἐγώ, Κύριε, δὲν ἐμίσησα
αὐτοὺς τοὺς ἀσεβεῖς, οἱ
ὁποῖοι σὲ μισοῦν καὶ δὲν
ἔλυωσα ὡσὰν κερὶ ἐξ αἰτίας
τῆς ἀηδίας καὶ ἀποστροφῆς
μου πρὸς τοὺς ἐχθρούς σου;
|
21
Δὲν ἐμίσησα, Κύριε, αὐτοὺς οἱ
ὁποῖοι σὲ μισοῦν, καὶ ἐκ
τοῦ ζήλου μου δὲν ἐλυωσα ὡς κηρὸς
λόγῳ τῆς πρὸς τοὺς ἐχθρούς
σου ἀποστροφῆς μου; |
22
Τέλειον μῖσος ἐμίσουν αὐτούς,
εἰς ἐχθροὺς ἐγένοντό μοι.
|
22
Μὲ ὅλην μου τὴν καρδιὰ καὶ
τὴν ψυχὴν τοὺς ἐμίσησα
καὶ ἐκεῖνοι ἔγιναν ἐχθροί
μου.
|
22
Τέλειον μῖσος ἐξ ὅλης τῆς καρδίας
μου καὶ ἐξ ὅλης τῆς δυνάμεώς μου ἐμίσουν
αὐτοὺς καὶ μετεβλήθησαν εἰς
ἐχθρούς μου. |
23
Δοκίμασόν με, ὁ Θεός, καὶ γνῶθι
τὴν καρδίαν μου, ἔτασόν με καὶ
γνῶθι τὰς τρίβους μου.
|
23
Δοκίμασέ με, Κύριε, καὶ μάθε
καλὰ τὴν καρδιά μου. Ἐξέτασε
καὶ μάθε τὸν τρόπον τῆς
ζωῆς μου.
|
23
Δοκίμασόν με καὶ ἐρεύνησόν με καλῶς, ὦ
Θεέ μου, καὶ γνώρισε τὴν καρδίαν μου· ἐξέτασόν
με καὶ γνώρισε τὰς ὁδοὺς καὶ
τὸν τρόπον τῆς συμπεριφορᾶς καὶ πολιτείας
μου. |
24
Καὶ ἴδε εἰ ὁδὸς ἀνομίας
ἐν ἐμοί, καὶ ὁδήγησόν
με ἐν ὁδῷ αἰωνίᾳ.
|
24
Καὶ ἴδε ἂν ὑπάρχῃ
ὁδὸς παρανομίας εἰς ἐμέ.
Ἐάν, δηλαδή, δὲν ἔζησα, ὅπως
σὺ θέλεις. Ὁδήγησέ με, Κύριε,
μέχρι τέλους εἰς τὴν ὁδὸν
τῆς αἰωνιότητας.
|
24
Καὶ ἴδε, ἐὰν ὑπάρχῃ ὁδὸς
ἀνομίας εἰς ἐμὲ καὶ ἐὰν
δὲν ἐπολιτεύθην ἐν ἀγαθῇ πάντοτε
συνειδήσει. Καὶ ἀποβλέπων εἰς τὰς
ἀγαθὰς προθέσεις μου ὁδήγησόν με εἰς
τὴν ὁδόν, ἡ ὁποία θὰ μὲ
φέρῃ εἰς τὴν αἰωνίαν ζωήν.
|